Μάξιμος ο θαυμάσιος Πατήρ ημών έζη κατά τους χρόνους του βασιλέως
Ηρακλείου εν έτει χμ΄ (640) έφθασε δε και μέχρι των ημερών των διαδόχων αυτού. Εγεννήθη
εις την βασιλίδα των Πόλεων από γονείς ευγενείς και ευσεβείς, έτυχε δε εκ
νεότητος αγαθής προαιρέσεως και καλόγνωμος, έχων εις τον εαυτόν του τα
χαρίσματα της αρετής. Οι δε γονείς του τον εβάπτισαν από μικρόν, βλέποντες εις
αυτόν καλά προμηνύματα, και όσον εμεγάλωνε τοσούτον επρόκοπτεν εις τελείωσιν.
Όθεν δίδοντες αυτόν εις διδασκάλους, έμαθεν εις ολίγον χρόνον ανείκαστον
παίδευσιν, διότι ήτο πολύ ευφυής εις τον νουν και κατελάμβανε με πολλήν
ευκολίαν τα μαθήματα.
Λοιπόν αφού έμαθε την γραμματικήν και ποίησιν, τον έβαλαν εις τας επιστήμας και τόσην επιμέλειαν έβαλεν εις την ρητορικήν και φιλοσοφίαν, ώστε ουδείς ηδύνατο να τον νικήση εις την διάλεξιν, διότι είχε γνώσιν πολλήν και νοός οξύτητα, προσθέτων εις την ευφυϊαν την επιμέλειαν· όθεν έγινεν εις την φιλοσοφίαν τέλειος, από την οποίαν επήρεν όλον το ωφέλιμον, αφήνων το ψυχοβλαβές και άχρηστον, διότι έχων τον πόθον να αρέση μόνον εις τον Θεόν, εκαρπώνετο από τα μαθήματα όλον το ψυχωφελές και θεάρεστον· ήτο δε τόσον ταπεινός και μέτριος, ώστε δεν εκενοδόξει ποσώς δια την ευγένειαν του γένους του, ούτε δια την σοφίαν και αρετήν του, αλλά ήτο από όλους ταπεινότερος και δια την πολλήν του ταύτην μετριότητα τον είχον όλοι εις περισσήν ευλάβειαν και πάντες τον εσέβοντο και τον εθαύμαζον. Την φήμην του Μαξίμου ακούσας και ο Ηράκλειος, όστις ήτο τότε βασιλεύς εις την Κωνσταντινούπολιν, προσέλαβεν αυτόν ως γραμματέα του και τον κατέστησε πρώτον εις το παλάτιον, ίνα γράφη τα βασιλικά υπομνήματα και συντάσση τα επίσημα έγγραφα του παλατίου, διότι δεν ήτο άλλος όμοιός του να σχεδιάση λόγον ή να δώση βουλήν εις πάσαν αναγκαίαν υπόθεσιν. Τούτο δε έκαμεν ο βασιλεύς χωρίς να θέλη τούτο ο μέγας Μάξιμος, διότι εκείνος είχεν εις τον νουν του να γίνη Μοναχός, πλην επειδή τον εβίασεν ο βασιλεύς έστερξε, μη δυνάμενος να του εναντιωθή· αλλά ύστερα πάλιν έφυγεν από το παλάτιον, διότι έβλεπε την Εκκλησίαν συγχυζομένην από την αίρεσιν των Μονοθελητών. Όθεν ευρίσκων αυτήν την εύλογον πρόφασιν και επιθυμών βίον ησύχιον και ατάραχον, απαρνείται δόξαν, συγγένειαν και πάσαν άλλην σωματικήν απόλαυσιν, και επήγεν εις το Μοναστήριον, όπερ ωνόμαζον Χρυσόπολιν, εκεί δε κουρεύσας τας τρίχας ενδύεται ράσα τρίχινα και επέρνα με πολλήν κακοπάθειαν, σκλραγωγίαν, αγρυπνίαν και προσευχήν ολονύκτιον και πάσαν άλλην στενοχωρίαν σαρκός, δια να έχη εις την ψυχήν ανάπαυσιν. Τοσούτον δε ηγωνίζετο ο μακάριος, ώστε εντός ολίγου χρόνου επερίσσευσεν όλους τους Μοναχούς της Μονής εκείνης εις τε τους πνευματικούς αγώνας και εις την πολιτεία αυτού την αγγελικήν και θαυμάσιον. Ταύτα βλέποντες οι αδελφοί του Μοναστηρίου και ευλαβούμενοι την αρετήν αυτού τον περεκάλεσαν πολύ να τον ψηφίσουν Ηγούμενον, ότι ο προεστώς εκείνης της Μονής εκοιμήθη ολίγας ημέρας πρότερον. Αλλ’ αυτός ο αείμνηστος εμίσει την αρχήν ως φορτίον βαρύτατον και ουδόλως εδέχετο ταύτην· έπειτα όμως, όταν είδε τον μεγάλον πόθον των και την μεγάλην βίαν την οποίαν του έκαμνον, έστερξε δια την ψυχικήν των ωφέλειαν και δεχθείς την προστασίαν, δεν εφρόντιζε πλέον μόνον δια τον εαυτόν του, αλλά και δι’ αυτούς να σωθώσιν, επειδή ο προεστώς μέλλει να δώση απολογίαν δι’ όλον το υπήκοον. Ότι όταν είναι τις Μοναχός αυτεξούσιος, καν ολίγον τελέση, καν πολύν αγώνα, όσον δύναται, δεν αμαρτάνει· αλλ’ όταν έχη ψυχάς επάνω του και αμελήση ολίγον από την του κανόνος ακρίβειαν, είναι και εις αυτόν και εις τους άλλους μεγάλος κίνδυνος, διότι όλοι λαμβάνουν από του προεστώτος υπόδειγμα. Ταύτα γινώσκων ο θείος Μάξιμος δεν ημέλει ποσώς ούτε έπαυε καθ’ εκάστην να τους διδάσκη με έργα και λόγους ποτέ μεν με ημερότητα, ποτέ δε πάλιν με τραχύτητα κατά τον καιρόν, έως να τους φέρη εις όσα εγνώριζεν ότι ήσαν αναγκαία και ωφέλιμα. Βλέπων δε ο Όσιος καθ’ εκάστην αυξανομένην την αίρεσιν από τους κακούς προστάτας των Μονοθελητών, ελυπείτο και έκλαιε· πλην μη δυνάμενος να την εξαλείψη, διότι ήτο σχεδόν πανταχού διαδεδομένη και ερριζωμένη, έβαλε κατά νουν να υπάγη εις την Ρώμην, ήτις μόνη ήτο αμέτοχος τοιαύτης αιρέσεως. Εσυμβουλεύθη λοιπόν εις τούτο τους αδελφούς, οίτινες ελυπήθησαν πολύ, ακούσαντες ότι έμελλον να μείνουν έρημοι τοιούτου ποιμένος. Πλην μη δυνάμενοι να εναντιωθούν εις την αναχώρησίν του υπεχώρησαν και δεν τον εστενοχώρησαν, δια να μη φανώσι παρήκοοι, επειδή μάλιστα ήτο κατά Θεόν η οδοιπορία του. Εβάδισε λοιπόν την οδόν με πολύν κόπον και κακοπάθειαν, τόσων ημερών δρόμον, δια να στηρίξη καν εκεί εις την Ρώμην τους ευσεβείς, να μη πέσουν και αυτοί εις την αίρεσιν ταύτην την άτοπον, περί της οποίας θα είπωμεν ολίγα πόθεν αύτη έλαβε την αρχήν και πως ηύξησεν. Ο βασιλεύς Ηράκλειος ήτο πρότερον ευσεβέστατος και επέτυχε νίκας πολλάς και τρόπαια κατά των Περσών· ύστερον όμως τον επλάνησεν ο Πατριάρχης των Ιακωβιτών Αθανάσιος, όστις ήτο μάγος και εις το κακόν δεινότατος, τον οποίον ηγάπα πολύ ο Ηράκλειος, νομίζων ότι ήτο καλός άνθρωπος και του έταξε τον θρόνον της Αντιοχείας· και ούτω με τας πονηρίας του ηπάτησε τον βασιλέα και εφρόνει εις τον Χριστόν μίαν θέλησιν και ενέργειαν. Εις ταύτην την αίρεσιν ήτο τότε και ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος και εφρονούσαν οι άφρονες εις τον Χριστόν μονοθέλητον θέλημα έχοντα και έκαμαν εις την Αλεξάνδρειαν Πατριάρχην ένα ομόφρονά των, Κύρον ονόματι. Δια να φέρουν δε εις όλον τον κόσμον την μιαράν των αίρεσιν, έγραψαν εις τον Πάπαν Ιωάννην, όστις αρχιεράτευε τότε της Ρώμης, να συγκοινωνήση και αυτός εις την γνώμην των. Τούτου ένεκεν απεφάσισε να υπάγη εκεί ο σοφώτατος Μάξιμος να τον διδάξη την αλήθειαν, ίνα μη πλανηθώσι και οι Ρωμαίοι, καθώς έπαθεν όλη η Ανατολή. Ήτο δε μεγάλη σύγχυσις εις τας Εκκλησίας και έγιναν άφρονες οι Αρχιερείς και οι άρχοντες και οι αρχόμενοι και εκήρυττον πανταχού γραφικώς ταύτην την αίρεσιν οι ασύνετοι. Εις ολίγον όμως καιρόν ετελεύτησεν ο σπορεύς της κακοδοξίας Σέργιος και ανεβίβασεν ο Ηράκλειος τον Πύρρον εις τον θρόνον. Έπειτα και αυτός ο βασιλεύς ετελεύτησεν· αλλά ας είπωμεν δια τον Άγιον, δια να μη εξέλθωμεν από το προκείμενον. Καθώς επήγαινεν ο Όσιος προς την Ρώμην, εδίδασκε πανταχού την ευσέβειαν. Διερχόμενος δε από την Αφρικήν εσύναξε τους Επισκόπους αυτής, τους οποίους ενουθέτησεν ικανώς και τους εστερέωσεν, εκείνοι δε ακούοντες τους λόγους του και ιδόντες την ενάρετον αυτού πολιτείαν , την σοφίαν και σύνεσιν, την ψυχικήν κατάστασιν και όλα τα συνακόλουθα, επίστευσαν εις τους λόγους του και τον ετίμων ως από Θεού πεμπόμενον Άγγελον. Μετά ταύτα φθάσας εις την Ρώμην καταπείθει τον μακάριον Μαρτίνον, όστις ήτο τότε νεωστί χειροτονημένος Επίσκοπος, ίνα συνάξη Ιεράν Σύνοδον. Συναθροισθέντες λοιπόν όλοι της Ιταλίας οι πρόεδροι, τον αριθμόν εκατόν πεντήκοντα, έχοντες συνήγορον και πρωτοστάτην τον μέγα Μάξιμον, εστερέωσαν την Ορθοδοξίαν, αναθεματίσαντες τον Σέργιον, τον Πύρρον, τον Παύλον και τον Πέτρον τους αναξίους Αρχιερείς της Κωνσταντινουπόλεως, τον Κύρον Αλεξανδρείας, Αθανάσιον Αντιοχείας και τους τούτων ομόφρονας. Ο δε θείος Μάξιμος, εις έλεγχον των ασεβών και βεβαίωσιν ημών των πιστών, έγραψεν επιστολάς και τας έστειλεν εις όλον τον κόσμον να στερεώνεται η ευσέβεια. Παρέμεινε δε εκεί εις την Ρώμην και πολλοί εσυνάζοντο καθ’ ώραν και τον ηρώτων διάφορα πράγματα, έδιδε δε εις έκαστον την αρμόζουσαν απόκρισιν και παρεκίνει πάντας προς ένθεον έρωτα, ότι τούτο ήτο όλη του η φροντίς και μέριμνα, καθώς εις τους λόγους αυτού και τα συγγράμματα σαφέστερον φαίνεται. Τόσα έγραψε περί καταφρονήσεως των σωματικών θελημάτων και πάντων των ψυχοβλαβών ορέξεων και μάλιστα εις έπαινον της αγάπης, ώστε όστις αναγνώση τους λόγους του θέλει συγχωρήσει εις τους εχθρούς του τα πταίσματα και αγαπήσει αυτούς ως φίλους του και θέλει παρακινηθή προς θείον έρωτα. Και δια να μη μακρύνω την διήγησιν, δεν είναι καμμία σχεδόν ακριβής εξήγησις της Αγίας Γραφής, τν οποίαν να μη εύρης εις τα σοφά και θαυμάσια του Οσίου συγγράμματα με τα λεπτά νοήματα και πραγματικά υποδείγματα. Ούτος δε ο Όσιος Μάξιμος εξήγησε και τα υψηλά του Αγίου Διονυσίου συγγράμματα, βλέπων ότι ήσαν ταύτα ακατανόητα. Ας μη μακρύνωμεν όμως περισσότερον τον λόγον με την συγγραφικήν δράσιν του Αγίου και ας έλθωμεν εις τους υπέρ της Ορθοδόξου ομολογίας αγώνας και εις τα μαρτυρικά του παλαίσματα. Κατά τον ένατον χρόνον της βασιλείας του Κώνσταντος, απογόνου του Ηρακλείου, έχων πόθον και ούτος ο βασιλεύς, ως μονοθελήτης, να φέρη όλον τον κόσμον εις την κακοδοξίαν του και ακούων ότι εις την Ρώμην δεν επείθοντο εις το πρόσταγμά του, έχοντες τον μέγαν Μάξιμον σύμβουλον και διδάσκαλον, προσέταξε να τον φέρουν εις τα βασίλεια μαζίμε δύο μαθητάς του, οίτινες και οι δύο ωνομάζοντο Αναστάσιοι, ο δε εις απ’ αυτούς ήτο αποκρισάριος της Εκκλησίας της Ρώμης. Ούτος έφερε κατόπιν και τον Πάπαν Μαρτίνον και άλλους Επισκόπους της Ιταλίας, τους οποίους εξώρισεν ειςτην Χερσώνα και εις άλλους διαφόρους τόπους. Τον δε θείον Μάξιμον εβασάνισε περισσότερον, ότι αυτόν εσπούδαζε να διαστρέψη μάλλον ο μάταιος, βάλλων κατά νουν, ότιεάν φέρη αυτόν εις την γνώμην του, εν ευκολία θα επείθοντο και οι επίλοιποι. Ετραβούσαν λοιπόν αυτόν οι απεσταλμένοι ασκεπή και ανυπόδητον καθ’ όλην την οδοιπορίαν, ο εις δε από τους μαθητάς του ηκολούθει και ανεστέναζε, βλέπων την πολλήν ατιμίαν του Οσίου και κακοπάθειαν. Φθάσαντες δε εις την Κωνσταντινούπολιν, τον εφυλάκισεν ο βασιλεύς εις τόπον τινά σκοτεινόν, ξεχωριστά από τους μαθητάς του, δια να μη έχη ουδεμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν ή παρηγορίαν. Μετά τινας ημέρας έφεραν οι άδικοι τον δίκαιον εις το κριτήριον, προστάσσει δε ο βασιλεύς πολυμήχανόν τινα, δεινόν εις τους λόγους και αναίσχυντον, όστις ήτο και σακελλάριος, να κρίνη τον Όσιον. Ούτος δεν τον ηυλαβήθη ποσώς ούτε δια το γήρας, καθότι ήτο τότε επάνω από τους ογδοήκοντα (80) χρόνους, ούτε δια την σεμνοπρέπειάν του και το αγγελικόν του είδος, ούτε δια την άλλην του κοσμιότητα, αλλά τον κατεφρόνησεν ο αφρονέστατος όσον ηδυνήθη, διότι δεν ηδύνατο να τον νικήση εις την διάλεξιν, επειδή εκείνος ήτο σοφώτατος και του απεδείκνυε την αίρεσιν αυτών με γραφικάς αποδείξεις. Μαθών ο βασιλεύς ότι ο σακελλάριος ενικήθη και κατησχύνθη από τον Άγιον, εθυμώθη διότι δεν έγινεν ο λόγος του και τον μεν Άγιον εξώρισεν εις την Θράκην εις την χώραν της Βιζύης, τον ένα Αναστάσιον εις Πέρβην και τον έτερον εις Μεσημβρίαν. Αλλά πάλιν και εκεί εις την εξορίαν δεν έπαυεν εκείνη η θεολόγος γλώσσα να κηρύττη την αλήθειαν, η δε δεξιά του δεν εκουράζετο γράφουσα και ελέγχουσα τους μονοθελήτας. Ταύτας τας επιστολάς έστελλε πανταχού ο μακάριος νουθετών τους αμαθείς και στηρίζων εις την ευσέβειαν. Έγραψε δε ο Όσιος και άλλους λόγους διαφόρους, ηρμήνευσε της παλαιάς και νέας Γραφής όλα τα δυσνόητα, ηρμήνευσε τον αρεοπαγίτην Διονύσιον, ως είπομεν, τον θεολόγον Γρηγόριον, την αγίαν Λειτουργίαν, εξήγησε την σημασίαν ενός εκάστου των ιερών μυστηρίων, έγραψε τους ασκητικούς και ηθικούς αυτού λόγους και συνέγραψε διάφορα συγγράμματα θεολογικά και πάνσοφα ο σοφώτατος, τα οποία όλα είναι ωφέλιμα και πλήρη θείας χάριτος, τοσούτον ώστε δεν ψεύδονται όσοι τον λέγουν νέον Χρυσόστομον. Μετά δε χρόνους τινάς ο βασιλεύς Κώνστας εσκέφθη να δοκιμάση και πάλιν τον Άγιον, μήπως και μετεμελήθη δια την κακοπάθειαν της εξορίας και έλθη εις το θέλημά του· όθεν έστειλε να τον φέρουν μετά των μαθητών του με μεγάλην τιμήν. Όταν δε τους έφεραν, έβαλε σοφούς ανθρώπους, Αρχιερείς και άρχοντας, να καταπείσουν τον Άγιον, αλλά δεν ηδυνήθησαν ούτε με λόγους να τον νικήσουν ούτε με απειλάς. Όθεν προσέταξεν ο άδικος βασιλεύς να τους μαστιγώσουν και τους τρεις, να τους διαπομπεύσουν και να κόψουν τας χείρας και τας γλώσσας των. Λαβών λοιπόν ο έπαρχος της πόλεως τον Άγιον και τους μαθητάς αυτού, εισήλθεν εις το πραιτώριον· και πρώτον μεν ήπλωσαν τέσσαρες τον θείον Μάξιμον και τον έδερον άσπλαγχνα χωρίς να λυπηθή ο μιαρός έπαρχος το γήρας του ή τα ρυτιδωμένα και αδυνατισμένα από την εγκράτειαν μέλη του, μάλιστα δε τοσούτον αυτόν εξέσχισαν, ώστε εβάφη από το αίμα όλον το έδαφος και δεν έμεινε μέλος του σώματος ή μέρος της σαρκός αυτού απλήγωτον, αλλά ήτο μία πληγή όλον το άγιον σώμα του. Κατά δε την επομένην ημέραν εμαστίγωσεν ο θηριώδης βασιλεύς και τους δύο μαθητάς του Αναστασίους χωρίς καμμίαν συμπάθειαν· ύστερον τους εφυλάκισαν, ολίγον εισέτι αναπνέοντας. Τη επαύριον παρέστησαν και πάλιν τους Αγίους εις το κριτήριον· ήσαν δε από τας πληγάς πρησμέναι και μαύραι αι σάρκες των τοσούτον, ώστε ανέδιδον δυσοσμίαν αφόρητον. Παρά ταύτα όμως δεν τους ελυπήθησαν οι άσπλαγχνοι, αλλά δια να τους δώσουν σφοδροτέραν βάσανον και δριμυτέραν παίδευσιν, δεν τους εθανάτωσαν εντελώς, αλλ’ ανέσπασαν την θεολόγον του Αγίου γλώσσαν από τον φάρυγγα, δια να μη έχη πλέον λαλιάν να ελέγχη την κακοδοξίαν και αγνωσίαν των. Ο παντοδύναμος όμως και πανάγαθος Θεός, όστις δίδει το φως εις τους τυφλούς, και εις τους κωφούς και αλάλους την λαλιάν όταν βούλεται, αυτός πάλιν παραδόξως εθαυματούργησεν εις τον δούλον του και ωμίλει ύστερα, μετά την εκκοπήν της γλώσσης του, πολύ ευλαλέστερα παρά πρότερον, ελέγχων των δυσσεβών την άνοιαν. Τα όμοια τουτων επράχθησαν και εις τον πρώτον μαθητήν του Αγίου τον Αναστάσιον, του οποίου απέκοψαν και εκείνου την γλώσσαν οι ασεβείς, ευσεβώς κηρύττουσαν την αλήθειαν, ωμίλει δε και ούτος ο Άγιος μετά την υστέρησιν ταύτης και ήλεγχε την κακοδοξίαν εντονώτερον· όθεν οι παράνομοι εφθόνησαν τοιαύτα θαυμάσια βλέποντες και έκοψαν τας δεξιάς αυτών χείρας οι ασεβείς και μισόχριστοι. Μετά ταύτα επόμπευσαν τους Αγίους εις την αγοράν σύροντες αυτούς ως ληστάς και κακούργους, εμπαίζοντες τους Αγίους οι εναγείς και ανόσιοι. Αφού δε ταύτα εποίησαν, τους εξώρισαν εις την Λαζικήν με τον άλλον Αναστάσιον, όχι και τους τρεις ομού εις ένα τόπον, αλλά ξεχωριστά, δια να μη έχουν τινά παράκλησιν. Απήλθον λοιπόν οι μακάριοι εις εκείνην την δεινήν εξορίαν γυμνοί, ανυπόδητοι, άσιτοι και πάντων των αναγκαίων του σώματος υστερημένοι και απρονόητοι. Αλλ’ η θεία δίκη εύρε τον άδικον βασιλέα τάχιστα, δια να λάβη την ταυτοπάθειαν, διότι οι πολίται τον εμίσησαν δια τας κακουργίας του και φοβούμενος μη τον θανατώσουν, έλαβε τα τέκνα και την γυναίκα του και επήγεν εις τας Συρακούσας της Σικελίας. Εισερχόμενος δε μίαν ημέραν εις το λουτρόν να πλυθή, του έδωκεν ένας υπηρέτης με τον κάδον κατακέφαλα και συνέτριψε το κρανίον του, ούτω δε κακώς ο κακός και άθλιος εκείνος βασιλεύς εξεψύχησεν. Μετά τον θάνατον του Κώνσταντος ανήλθεν εις τον θρόνον ο υιός αυτού Κωνσταντίνος, έχων μεθ’ εαυτού τους αδελφούς του Ηράκλειον και Τιβέριον. Επειδή δε εφοβείτο να μη πάθη τα όμοια του πατρός του εσύναξε τους Αγίους Πατέρας και έκαμε την Αγίαν έκτην Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτις ανεκήρυξε τας δύο θελήσεις και ενεργείας εις τας δύο φύσεις του Χριστού, αναθεματίσασα τους Μονοθελητάς άπαντας. Τα όμοια τούτων ζήλω θείω κινούμενος έπραξεν εις την Ρώμην πρότερον ο μακάριος Πάπας Αγάθων, όστις έγινεν Αρχιερεύς μετά από τον Άγιον Μαρτίνον. Αλλ’ ας έλθωμεν εις το προκείμενον και να δώσωμεν τέλος εις την διήγησιν. Όταν ωδήγουν εις την εξορίαν τον θείον Μάξιμον, υπέμεινεν εις την οδοιπορίαν πολλήν κακοπάθειαν, διότι ήτο όλον το σώμα του από τας πληγάς καταξεσχισμένον και από το γήρας ασθενές και αδύνατον και τοσούτον εξησθενημένον, ώστε δεν ηδύνατο καν να ιππεύση. Όθεν έπλεξαν με βέργας ένα καλάθι, ωσάν κλωβόν και τον μετήγαγον δι’ αυτού και φέροντές τον εις ένα φρούριον της Λαζικής, καλούμενον Σχημάριον, τον αφήκαν εκεί φυλακισμένον, ανεπιμέλητον εις όλα και αβοήθητον. Εχώρισαν δε και τους δύο μαθητάς αυτού απ’ αλλήλων και τον μεν νεώτερον επήγαν εις την Θράκην, εις ένα ερημόκαστρον και τόσον εβασανίσθη εις την δεινήν οδοιπορίαν εκείνην, ώστε έζησεν ολίγας ημέρας εις την εξορίαν και ανεπαύθη. Ο δε έτερος Αναστάσιος ο αποκρισάριος εξωρίσθη εις την χώραν των Αλβανών και πολλά βασανισθείς και αυτός επί είκοσιν έτη, απήλθε προς ον επόθησε Κύριον. Ο δε τρισόλβιος Μάξιμος έζησε τρεις χρόνους εις το Σχημάριον, υπηρετών μοναχός του με την μίαν χείρα τας χρείας του σώματος, ασθενής και υπέργηρως, και τότε μετά τους πολλούς εκείνους πόνους και την κακοπάθειαν είδε θεϊκήν οπτασίαν, δια της οποίας προσεκάλεσεν αυτόν ο Δεσπότης εις την εκείθεν πατρίδα και του εφανέρωσε την ημέραν της αυτού μεταστάσεως, ήτοι την παρούσαν κα΄ (21ην) Ιανουαρίου καθ’ ην απήλθεν εις τους ουρανούς ο ουράνιος άνθρωπος και επίγειος Άγγελος. Εις δε τον τάφον εις τον οποίον έθεσαν το άγιον αυτού λείψανον εφαίνοντο κατά πάσαν νύκτα τρεις λαμπάδες φωτειναί, αίτινες εφώτιζον όλον τον τόπον εκείνον, από αυτό δε το θαυμάσιον εβεβαιώθησαν άπαντες πόσην παρρησίαν εύρεν ο Όσιος προς τον Δεσπότην Χριστόν. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε συν τω Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αμήν.
Λοιπόν αφού έμαθε την γραμματικήν και ποίησιν, τον έβαλαν εις τας επιστήμας και τόσην επιμέλειαν έβαλεν εις την ρητορικήν και φιλοσοφίαν, ώστε ουδείς ηδύνατο να τον νικήση εις την διάλεξιν, διότι είχε γνώσιν πολλήν και νοός οξύτητα, προσθέτων εις την ευφυϊαν την επιμέλειαν· όθεν έγινεν εις την φιλοσοφίαν τέλειος, από την οποίαν επήρεν όλον το ωφέλιμον, αφήνων το ψυχοβλαβές και άχρηστον, διότι έχων τον πόθον να αρέση μόνον εις τον Θεόν, εκαρπώνετο από τα μαθήματα όλον το ψυχωφελές και θεάρεστον· ήτο δε τόσον ταπεινός και μέτριος, ώστε δεν εκενοδόξει ποσώς δια την ευγένειαν του γένους του, ούτε δια την σοφίαν και αρετήν του, αλλά ήτο από όλους ταπεινότερος και δια την πολλήν του ταύτην μετριότητα τον είχον όλοι εις περισσήν ευλάβειαν και πάντες τον εσέβοντο και τον εθαύμαζον. Την φήμην του Μαξίμου ακούσας και ο Ηράκλειος, όστις ήτο τότε βασιλεύς εις την Κωνσταντινούπολιν, προσέλαβεν αυτόν ως γραμματέα του και τον κατέστησε πρώτον εις το παλάτιον, ίνα γράφη τα βασιλικά υπομνήματα και συντάσση τα επίσημα έγγραφα του παλατίου, διότι δεν ήτο άλλος όμοιός του να σχεδιάση λόγον ή να δώση βουλήν εις πάσαν αναγκαίαν υπόθεσιν. Τούτο δε έκαμεν ο βασιλεύς χωρίς να θέλη τούτο ο μέγας Μάξιμος, διότι εκείνος είχεν εις τον νουν του να γίνη Μοναχός, πλην επειδή τον εβίασεν ο βασιλεύς έστερξε, μη δυνάμενος να του εναντιωθή· αλλά ύστερα πάλιν έφυγεν από το παλάτιον, διότι έβλεπε την Εκκλησίαν συγχυζομένην από την αίρεσιν των Μονοθελητών. Όθεν ευρίσκων αυτήν την εύλογον πρόφασιν και επιθυμών βίον ησύχιον και ατάραχον, απαρνείται δόξαν, συγγένειαν και πάσαν άλλην σωματικήν απόλαυσιν, και επήγεν εις το Μοναστήριον, όπερ ωνόμαζον Χρυσόπολιν, εκεί δε κουρεύσας τας τρίχας ενδύεται ράσα τρίχινα και επέρνα με πολλήν κακοπάθειαν, σκλραγωγίαν, αγρυπνίαν και προσευχήν ολονύκτιον και πάσαν άλλην στενοχωρίαν σαρκός, δια να έχη εις την ψυχήν ανάπαυσιν. Τοσούτον δε ηγωνίζετο ο μακάριος, ώστε εντός ολίγου χρόνου επερίσσευσεν όλους τους Μοναχούς της Μονής εκείνης εις τε τους πνευματικούς αγώνας και εις την πολιτεία αυτού την αγγελικήν και θαυμάσιον. Ταύτα βλέποντες οι αδελφοί του Μοναστηρίου και ευλαβούμενοι την αρετήν αυτού τον περεκάλεσαν πολύ να τον ψηφίσουν Ηγούμενον, ότι ο προεστώς εκείνης της Μονής εκοιμήθη ολίγας ημέρας πρότερον. Αλλ’ αυτός ο αείμνηστος εμίσει την αρχήν ως φορτίον βαρύτατον και ουδόλως εδέχετο ταύτην· έπειτα όμως, όταν είδε τον μεγάλον πόθον των και την μεγάλην βίαν την οποίαν του έκαμνον, έστερξε δια την ψυχικήν των ωφέλειαν και δεχθείς την προστασίαν, δεν εφρόντιζε πλέον μόνον δια τον εαυτόν του, αλλά και δι’ αυτούς να σωθώσιν, επειδή ο προεστώς μέλλει να δώση απολογίαν δι’ όλον το υπήκοον. Ότι όταν είναι τις Μοναχός αυτεξούσιος, καν ολίγον τελέση, καν πολύν αγώνα, όσον δύναται, δεν αμαρτάνει· αλλ’ όταν έχη ψυχάς επάνω του και αμελήση ολίγον από την του κανόνος ακρίβειαν, είναι και εις αυτόν και εις τους άλλους μεγάλος κίνδυνος, διότι όλοι λαμβάνουν από του προεστώτος υπόδειγμα. Ταύτα γινώσκων ο θείος Μάξιμος δεν ημέλει ποσώς ούτε έπαυε καθ’ εκάστην να τους διδάσκη με έργα και λόγους ποτέ μεν με ημερότητα, ποτέ δε πάλιν με τραχύτητα κατά τον καιρόν, έως να τους φέρη εις όσα εγνώριζεν ότι ήσαν αναγκαία και ωφέλιμα. Βλέπων δε ο Όσιος καθ’ εκάστην αυξανομένην την αίρεσιν από τους κακούς προστάτας των Μονοθελητών, ελυπείτο και έκλαιε· πλην μη δυνάμενος να την εξαλείψη, διότι ήτο σχεδόν πανταχού διαδεδομένη και ερριζωμένη, έβαλε κατά νουν να υπάγη εις την Ρώμην, ήτις μόνη ήτο αμέτοχος τοιαύτης αιρέσεως. Εσυμβουλεύθη λοιπόν εις τούτο τους αδελφούς, οίτινες ελυπήθησαν πολύ, ακούσαντες ότι έμελλον να μείνουν έρημοι τοιούτου ποιμένος. Πλην μη δυνάμενοι να εναντιωθούν εις την αναχώρησίν του υπεχώρησαν και δεν τον εστενοχώρησαν, δια να μη φανώσι παρήκοοι, επειδή μάλιστα ήτο κατά Θεόν η οδοιπορία του. Εβάδισε λοιπόν την οδόν με πολύν κόπον και κακοπάθειαν, τόσων ημερών δρόμον, δια να στηρίξη καν εκεί εις την Ρώμην τους ευσεβείς, να μη πέσουν και αυτοί εις την αίρεσιν ταύτην την άτοπον, περί της οποίας θα είπωμεν ολίγα πόθεν αύτη έλαβε την αρχήν και πως ηύξησεν. Ο βασιλεύς Ηράκλειος ήτο πρότερον ευσεβέστατος και επέτυχε νίκας πολλάς και τρόπαια κατά των Περσών· ύστερον όμως τον επλάνησεν ο Πατριάρχης των Ιακωβιτών Αθανάσιος, όστις ήτο μάγος και εις το κακόν δεινότατος, τον οποίον ηγάπα πολύ ο Ηράκλειος, νομίζων ότι ήτο καλός άνθρωπος και του έταξε τον θρόνον της Αντιοχείας· και ούτω με τας πονηρίας του ηπάτησε τον βασιλέα και εφρόνει εις τον Χριστόν μίαν θέλησιν και ενέργειαν. Εις ταύτην την αίρεσιν ήτο τότε και ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος και εφρονούσαν οι άφρονες εις τον Χριστόν μονοθέλητον θέλημα έχοντα και έκαμαν εις την Αλεξάνδρειαν Πατριάρχην ένα ομόφρονά των, Κύρον ονόματι. Δια να φέρουν δε εις όλον τον κόσμον την μιαράν των αίρεσιν, έγραψαν εις τον Πάπαν Ιωάννην, όστις αρχιεράτευε τότε της Ρώμης, να συγκοινωνήση και αυτός εις την γνώμην των. Τούτου ένεκεν απεφάσισε να υπάγη εκεί ο σοφώτατος Μάξιμος να τον διδάξη την αλήθειαν, ίνα μη πλανηθώσι και οι Ρωμαίοι, καθώς έπαθεν όλη η Ανατολή. Ήτο δε μεγάλη σύγχυσις εις τας Εκκλησίας και έγιναν άφρονες οι Αρχιερείς και οι άρχοντες και οι αρχόμενοι και εκήρυττον πανταχού γραφικώς ταύτην την αίρεσιν οι ασύνετοι. Εις ολίγον όμως καιρόν ετελεύτησεν ο σπορεύς της κακοδοξίας Σέργιος και ανεβίβασεν ο Ηράκλειος τον Πύρρον εις τον θρόνον. Έπειτα και αυτός ο βασιλεύς ετελεύτησεν· αλλά ας είπωμεν δια τον Άγιον, δια να μη εξέλθωμεν από το προκείμενον. Καθώς επήγαινεν ο Όσιος προς την Ρώμην, εδίδασκε πανταχού την ευσέβειαν. Διερχόμενος δε από την Αφρικήν εσύναξε τους Επισκόπους αυτής, τους οποίους ενουθέτησεν ικανώς και τους εστερέωσεν, εκείνοι δε ακούοντες τους λόγους του και ιδόντες την ενάρετον αυτού πολιτείαν , την σοφίαν και σύνεσιν, την ψυχικήν κατάστασιν και όλα τα συνακόλουθα, επίστευσαν εις τους λόγους του και τον ετίμων ως από Θεού πεμπόμενον Άγγελον. Μετά ταύτα φθάσας εις την Ρώμην καταπείθει τον μακάριον Μαρτίνον, όστις ήτο τότε νεωστί χειροτονημένος Επίσκοπος, ίνα συνάξη Ιεράν Σύνοδον. Συναθροισθέντες λοιπόν όλοι της Ιταλίας οι πρόεδροι, τον αριθμόν εκατόν πεντήκοντα, έχοντες συνήγορον και πρωτοστάτην τον μέγα Μάξιμον, εστερέωσαν την Ορθοδοξίαν, αναθεματίσαντες τον Σέργιον, τον Πύρρον, τον Παύλον και τον Πέτρον τους αναξίους Αρχιερείς της Κωνσταντινουπόλεως, τον Κύρον Αλεξανδρείας, Αθανάσιον Αντιοχείας και τους τούτων ομόφρονας. Ο δε θείος Μάξιμος, εις έλεγχον των ασεβών και βεβαίωσιν ημών των πιστών, έγραψεν επιστολάς και τας έστειλεν εις όλον τον κόσμον να στερεώνεται η ευσέβεια. Παρέμεινε δε εκεί εις την Ρώμην και πολλοί εσυνάζοντο καθ’ ώραν και τον ηρώτων διάφορα πράγματα, έδιδε δε εις έκαστον την αρμόζουσαν απόκρισιν και παρεκίνει πάντας προς ένθεον έρωτα, ότι τούτο ήτο όλη του η φροντίς και μέριμνα, καθώς εις τους λόγους αυτού και τα συγγράμματα σαφέστερον φαίνεται. Τόσα έγραψε περί καταφρονήσεως των σωματικών θελημάτων και πάντων των ψυχοβλαβών ορέξεων και μάλιστα εις έπαινον της αγάπης, ώστε όστις αναγνώση τους λόγους του θέλει συγχωρήσει εις τους εχθρούς του τα πταίσματα και αγαπήσει αυτούς ως φίλους του και θέλει παρακινηθή προς θείον έρωτα. Και δια να μη μακρύνω την διήγησιν, δεν είναι καμμία σχεδόν ακριβής εξήγησις της Αγίας Γραφής, τν οποίαν να μη εύρης εις τα σοφά και θαυμάσια του Οσίου συγγράμματα με τα λεπτά νοήματα και πραγματικά υποδείγματα. Ούτος δε ο Όσιος Μάξιμος εξήγησε και τα υψηλά του Αγίου Διονυσίου συγγράμματα, βλέπων ότι ήσαν ταύτα ακατανόητα. Ας μη μακρύνωμεν όμως περισσότερον τον λόγον με την συγγραφικήν δράσιν του Αγίου και ας έλθωμεν εις τους υπέρ της Ορθοδόξου ομολογίας αγώνας και εις τα μαρτυρικά του παλαίσματα. Κατά τον ένατον χρόνον της βασιλείας του Κώνσταντος, απογόνου του Ηρακλείου, έχων πόθον και ούτος ο βασιλεύς, ως μονοθελήτης, να φέρη όλον τον κόσμον εις την κακοδοξίαν του και ακούων ότι εις την Ρώμην δεν επείθοντο εις το πρόσταγμά του, έχοντες τον μέγαν Μάξιμον σύμβουλον και διδάσκαλον, προσέταξε να τον φέρουν εις τα βασίλεια μαζίμε δύο μαθητάς του, οίτινες και οι δύο ωνομάζοντο Αναστάσιοι, ο δε εις απ’ αυτούς ήτο αποκρισάριος της Εκκλησίας της Ρώμης. Ούτος έφερε κατόπιν και τον Πάπαν Μαρτίνον και άλλους Επισκόπους της Ιταλίας, τους οποίους εξώρισεν ειςτην Χερσώνα και εις άλλους διαφόρους τόπους. Τον δε θείον Μάξιμον εβασάνισε περισσότερον, ότι αυτόν εσπούδαζε να διαστρέψη μάλλον ο μάταιος, βάλλων κατά νουν, ότιεάν φέρη αυτόν εις την γνώμην του, εν ευκολία θα επείθοντο και οι επίλοιποι. Ετραβούσαν λοιπόν αυτόν οι απεσταλμένοι ασκεπή και ανυπόδητον καθ’ όλην την οδοιπορίαν, ο εις δε από τους μαθητάς του ηκολούθει και ανεστέναζε, βλέπων την πολλήν ατιμίαν του Οσίου και κακοπάθειαν. Φθάσαντες δε εις την Κωνσταντινούπολιν, τον εφυλάκισεν ο βασιλεύς εις τόπον τινά σκοτεινόν, ξεχωριστά από τους μαθητάς του, δια να μη έχη ουδεμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν ή παρηγορίαν. Μετά τινας ημέρας έφεραν οι άδικοι τον δίκαιον εις το κριτήριον, προστάσσει δε ο βασιλεύς πολυμήχανόν τινα, δεινόν εις τους λόγους και αναίσχυντον, όστις ήτο και σακελλάριος, να κρίνη τον Όσιον. Ούτος δεν τον ηυλαβήθη ποσώς ούτε δια το γήρας, καθότι ήτο τότε επάνω από τους ογδοήκοντα (80) χρόνους, ούτε δια την σεμνοπρέπειάν του και το αγγελικόν του είδος, ούτε δια την άλλην του κοσμιότητα, αλλά τον κατεφρόνησεν ο αφρονέστατος όσον ηδυνήθη, διότι δεν ηδύνατο να τον νικήση εις την διάλεξιν, επειδή εκείνος ήτο σοφώτατος και του απεδείκνυε την αίρεσιν αυτών με γραφικάς αποδείξεις. Μαθών ο βασιλεύς ότι ο σακελλάριος ενικήθη και κατησχύνθη από τον Άγιον, εθυμώθη διότι δεν έγινεν ο λόγος του και τον μεν Άγιον εξώρισεν εις την Θράκην εις την χώραν της Βιζύης, τον ένα Αναστάσιον εις Πέρβην και τον έτερον εις Μεσημβρίαν. Αλλά πάλιν και εκεί εις την εξορίαν δεν έπαυεν εκείνη η θεολόγος γλώσσα να κηρύττη την αλήθειαν, η δε δεξιά του δεν εκουράζετο γράφουσα και ελέγχουσα τους μονοθελήτας. Ταύτας τας επιστολάς έστελλε πανταχού ο μακάριος νουθετών τους αμαθείς και στηρίζων εις την ευσέβειαν. Έγραψε δε ο Όσιος και άλλους λόγους διαφόρους, ηρμήνευσε της παλαιάς και νέας Γραφής όλα τα δυσνόητα, ηρμήνευσε τον αρεοπαγίτην Διονύσιον, ως είπομεν, τον θεολόγον Γρηγόριον, την αγίαν Λειτουργίαν, εξήγησε την σημασίαν ενός εκάστου των ιερών μυστηρίων, έγραψε τους ασκητικούς και ηθικούς αυτού λόγους και συνέγραψε διάφορα συγγράμματα θεολογικά και πάνσοφα ο σοφώτατος, τα οποία όλα είναι ωφέλιμα και πλήρη θείας χάριτος, τοσούτον ώστε δεν ψεύδονται όσοι τον λέγουν νέον Χρυσόστομον. Μετά δε χρόνους τινάς ο βασιλεύς Κώνστας εσκέφθη να δοκιμάση και πάλιν τον Άγιον, μήπως και μετεμελήθη δια την κακοπάθειαν της εξορίας και έλθη εις το θέλημά του· όθεν έστειλε να τον φέρουν μετά των μαθητών του με μεγάλην τιμήν. Όταν δε τους έφεραν, έβαλε σοφούς ανθρώπους, Αρχιερείς και άρχοντας, να καταπείσουν τον Άγιον, αλλά δεν ηδυνήθησαν ούτε με λόγους να τον νικήσουν ούτε με απειλάς. Όθεν προσέταξεν ο άδικος βασιλεύς να τους μαστιγώσουν και τους τρεις, να τους διαπομπεύσουν και να κόψουν τας χείρας και τας γλώσσας των. Λαβών λοιπόν ο έπαρχος της πόλεως τον Άγιον και τους μαθητάς αυτού, εισήλθεν εις το πραιτώριον· και πρώτον μεν ήπλωσαν τέσσαρες τον θείον Μάξιμον και τον έδερον άσπλαγχνα χωρίς να λυπηθή ο μιαρός έπαρχος το γήρας του ή τα ρυτιδωμένα και αδυνατισμένα από την εγκράτειαν μέλη του, μάλιστα δε τοσούτον αυτόν εξέσχισαν, ώστε εβάφη από το αίμα όλον το έδαφος και δεν έμεινε μέλος του σώματος ή μέρος της σαρκός αυτού απλήγωτον, αλλά ήτο μία πληγή όλον το άγιον σώμα του. Κατά δε την επομένην ημέραν εμαστίγωσεν ο θηριώδης βασιλεύς και τους δύο μαθητάς του Αναστασίους χωρίς καμμίαν συμπάθειαν· ύστερον τους εφυλάκισαν, ολίγον εισέτι αναπνέοντας. Τη επαύριον παρέστησαν και πάλιν τους Αγίους εις το κριτήριον· ήσαν δε από τας πληγάς πρησμέναι και μαύραι αι σάρκες των τοσούτον, ώστε ανέδιδον δυσοσμίαν αφόρητον. Παρά ταύτα όμως δεν τους ελυπήθησαν οι άσπλαγχνοι, αλλά δια να τους δώσουν σφοδροτέραν βάσανον και δριμυτέραν παίδευσιν, δεν τους εθανάτωσαν εντελώς, αλλ’ ανέσπασαν την θεολόγον του Αγίου γλώσσαν από τον φάρυγγα, δια να μη έχη πλέον λαλιάν να ελέγχη την κακοδοξίαν και αγνωσίαν των. Ο παντοδύναμος όμως και πανάγαθος Θεός, όστις δίδει το φως εις τους τυφλούς, και εις τους κωφούς και αλάλους την λαλιάν όταν βούλεται, αυτός πάλιν παραδόξως εθαυματούργησεν εις τον δούλον του και ωμίλει ύστερα, μετά την εκκοπήν της γλώσσης του, πολύ ευλαλέστερα παρά πρότερον, ελέγχων των δυσσεβών την άνοιαν. Τα όμοια τουτων επράχθησαν και εις τον πρώτον μαθητήν του Αγίου τον Αναστάσιον, του οποίου απέκοψαν και εκείνου την γλώσσαν οι ασεβείς, ευσεβώς κηρύττουσαν την αλήθειαν, ωμίλει δε και ούτος ο Άγιος μετά την υστέρησιν ταύτης και ήλεγχε την κακοδοξίαν εντονώτερον· όθεν οι παράνομοι εφθόνησαν τοιαύτα θαυμάσια βλέποντες και έκοψαν τας δεξιάς αυτών χείρας οι ασεβείς και μισόχριστοι. Μετά ταύτα επόμπευσαν τους Αγίους εις την αγοράν σύροντες αυτούς ως ληστάς και κακούργους, εμπαίζοντες τους Αγίους οι εναγείς και ανόσιοι. Αφού δε ταύτα εποίησαν, τους εξώρισαν εις την Λαζικήν με τον άλλον Αναστάσιον, όχι και τους τρεις ομού εις ένα τόπον, αλλά ξεχωριστά, δια να μη έχουν τινά παράκλησιν. Απήλθον λοιπόν οι μακάριοι εις εκείνην την δεινήν εξορίαν γυμνοί, ανυπόδητοι, άσιτοι και πάντων των αναγκαίων του σώματος υστερημένοι και απρονόητοι. Αλλ’ η θεία δίκη εύρε τον άδικον βασιλέα τάχιστα, δια να λάβη την ταυτοπάθειαν, διότι οι πολίται τον εμίσησαν δια τας κακουργίας του και φοβούμενος μη τον θανατώσουν, έλαβε τα τέκνα και την γυναίκα του και επήγεν εις τας Συρακούσας της Σικελίας. Εισερχόμενος δε μίαν ημέραν εις το λουτρόν να πλυθή, του έδωκεν ένας υπηρέτης με τον κάδον κατακέφαλα και συνέτριψε το κρανίον του, ούτω δε κακώς ο κακός και άθλιος εκείνος βασιλεύς εξεψύχησεν. Μετά τον θάνατον του Κώνσταντος ανήλθεν εις τον θρόνον ο υιός αυτού Κωνσταντίνος, έχων μεθ’ εαυτού τους αδελφούς του Ηράκλειον και Τιβέριον. Επειδή δε εφοβείτο να μη πάθη τα όμοια του πατρός του εσύναξε τους Αγίους Πατέρας και έκαμε την Αγίαν έκτην Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτις ανεκήρυξε τας δύο θελήσεις και ενεργείας εις τας δύο φύσεις του Χριστού, αναθεματίσασα τους Μονοθελητάς άπαντας. Τα όμοια τούτων ζήλω θείω κινούμενος έπραξεν εις την Ρώμην πρότερον ο μακάριος Πάπας Αγάθων, όστις έγινεν Αρχιερεύς μετά από τον Άγιον Μαρτίνον. Αλλ’ ας έλθωμεν εις το προκείμενον και να δώσωμεν τέλος εις την διήγησιν. Όταν ωδήγουν εις την εξορίαν τον θείον Μάξιμον, υπέμεινεν εις την οδοιπορίαν πολλήν κακοπάθειαν, διότι ήτο όλον το σώμα του από τας πληγάς καταξεσχισμένον και από το γήρας ασθενές και αδύνατον και τοσούτον εξησθενημένον, ώστε δεν ηδύνατο καν να ιππεύση. Όθεν έπλεξαν με βέργας ένα καλάθι, ωσάν κλωβόν και τον μετήγαγον δι’ αυτού και φέροντές τον εις ένα φρούριον της Λαζικής, καλούμενον Σχημάριον, τον αφήκαν εκεί φυλακισμένον, ανεπιμέλητον εις όλα και αβοήθητον. Εχώρισαν δε και τους δύο μαθητάς αυτού απ’ αλλήλων και τον μεν νεώτερον επήγαν εις την Θράκην, εις ένα ερημόκαστρον και τόσον εβασανίσθη εις την δεινήν οδοιπορίαν εκείνην, ώστε έζησεν ολίγας ημέρας εις την εξορίαν και ανεπαύθη. Ο δε έτερος Αναστάσιος ο αποκρισάριος εξωρίσθη εις την χώραν των Αλβανών και πολλά βασανισθείς και αυτός επί είκοσιν έτη, απήλθε προς ον επόθησε Κύριον. Ο δε τρισόλβιος Μάξιμος έζησε τρεις χρόνους εις το Σχημάριον, υπηρετών μοναχός του με την μίαν χείρα τας χρείας του σώματος, ασθενής και υπέργηρως, και τότε μετά τους πολλούς εκείνους πόνους και την κακοπάθειαν είδε θεϊκήν οπτασίαν, δια της οποίας προσεκάλεσεν αυτόν ο Δεσπότης εις την εκείθεν πατρίδα και του εφανέρωσε την ημέραν της αυτού μεταστάσεως, ήτοι την παρούσαν κα΄ (21ην) Ιανουαρίου καθ’ ην απήλθεν εις τους ουρανούς ο ουράνιος άνθρωπος και επίγειος Άγγελος. Εις δε τον τάφον εις τον οποίον έθεσαν το άγιον αυτού λείψανον εφαίνοντο κατά πάσαν νύκτα τρεις λαμπάδες φωτειναί, αίτινες εφώτιζον όλον τον τόπον εκείνον, από αυτό δε το θαυμάσιον εβεβαιώθησαν άπαντες πόσην παρρησίαν εύρεν ο Όσιος προς τον Δεσπότην Χριστόν. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε συν τω Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου