Ευθύμιος
ο μέγας εν Ερημίταις και Ασκηταίς πατήρ ημών εγεννήθη περί το έτος τοζ΄ (377)
εν Μελιτηνή της Αρμενίας πλησίον του Ευφράτου επί της βασιλείας Γρατιανού. Ο
πατήρ του ωνομάζετο Παύλος, η δε μήτηρ του Διονυσία, ήσαν δε αμφότεροι
περιφανείς και ενάρετοι· ελυπούντο όμως πολύ και εθλίβοντο επειδή δεν έκαμνον
τέκνον, και πολλάκις μετέβαινον εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου,
όστις ήτο πλησίον των, και εδέοντο του Θεού, δια να τους δώση κληρονομίαν και
να παύση η λύπη των. Ούτως ευχόμενοι νύκτα τινά είδον οπτασίαν θείαν, ήτις τους
είπε· «Ευθυμείτε, δούλοι Κυρίου, και χαίρετε· ιδού γαρ επήκουσε της δεήσεώς σας
ο Κύριος και σας δίδει τέκνον της Ευθυμίας φερώνυμον· επειδή εις την γέννησιν
αυτού του παιδός σας θέλει δώσει ο Θεός εις τας Εκκλησίας αυτού ευθυμίαν και
αγαλλίασιν».
Επέστρεψαν όθεν εις την οικίαν αυτών χαίροντες, και έταξαν να αφιερώσουν εις τον Θεόν το τεχθησόμενον. Συλλαβούσα όθεν η Διονυσία ηγάλλετο, και με τον καιρόν εγέννησε τον παίδα και τον ωνόμασαν κατά την οπτασίαν Ευθύμιον. Όταν δε ο Άγιος εγένετο χρόνων τριών, ο πατήρ αυτού ετελεύτησεν· η δε μήτηρ του παρέλαβε το τέκνον της και το επήγεν εις τον αδελφόν της Ευδόξιον, όστις ήτο του Μητροπολίτου Μελιτηνής Ευτρωϊου σύνεδρος, τον οποίον παρεκάλεσε να το δώση του άνωθεν Αρχιερέως, δια να το αφιερώση, καθώς έκαμεν η Άννα τον Σαμουήλ πρότερον· ο δε Ευτρώϊος, ιδών τον παίδα και ακούσας τα της οράσεως, επροφήτευσε τα μέλλοντα λέγων· «Εις τούτο το παιδίον το Πνεύμα του Κυρίου αναπαύσεται». Έπειτα εβάπτισεν αυτό και έκειρεν Αναγνώστην, την δε μητέρα αυτού, ως πολλά ευλαβή εις τα θεία και ενάρετον, εχειροτόνησε Διάκονον· ούτως όθεν ο θείος Ευθύμιος αφιερώθη εκ πρώτης ηλικίας εις τον Θεόν. Σπουδάζων τα ιερά γράμματα ο Ευθύμιος, απεταμίευεν εις εαυτόν ως φιλόσοφος μέλισσα όσα υοδείγματα θείων ανδρών μνήμης άξια εύρισκεν εις την Αγίαν Γραφήν και εξήπτετο δι’ αυτών η αγία ψυχή του εις τον ένθεον έρωτα, έχουσα πόθον να μιμηθή τα όμοια καθώς έχει συνήθειαν κάθε αγαθή και φιλόκαλος ψυχή. Εδαπάνα δε άπαντα τον χρόνον της νεότητος αυτού εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών και εις την διήγησιν των αρετών των Αγίων, εις την διακονίαν των οποίων εγίνετο ζηλωτής, εξόχως δε Ακακίου του Διδασκάλου του, όστις ήτο Αρχιερεύς της Μελιτηνής περισσώς ενάρετος· όθεν ως γνωστικός μαθητής όχι μόνον των μαθημάτων, αλλά και της αρετής εκείνου επιμελής διάδοχος εγένετο. Εχαίρετο όθεν ο Διδάσκαλος βλέπων εις τον Ευθύμιον τοσαύτην σύνεσιν και ευλάβειαν. Η τροφή του ήτο απλή και σύμμετρος· η δε τρυφή του τα πνευματικά λόγια, εις τα οποία η ψυχή του ετέρπετο μάλλον ή εις τα σωματικά και φθειρόμενα φαγητά, την δε λειτουργίαν του Εκκλησιαστικού Κανόνος ετέλει με προσοχήν διανοίας και συντριβήν καρδίας και με τόσην σιωπήν, ώστε ποτέ δεν εγέλασε, αλλά με τόσην ευλάβειαν ίστατο ώσπερ να έβλεπεν έμπροσθεν αυτού τον Δεσπότην και Βασιλέα της κτίσεως, τον δε υπόλοιπον χρόνον πάλιν κατά τον οποίον έμενε εις τον οίκον του εσχόλαζεν εις μελέτην του θείου νόμου ημέρας και νυκτός, και ποτέ του δεν είπε λόγον αργόν και μάταιον, αλλ’ ως εύκαρπον δένδρον και εύχρηστον, πεφυτευμένον εις τα ψαλμικά ύδατα, απέδιδε κατά καιρόν το διάφορον. Εις τον καιρόν του θυμού και οργής εκαρποφόρει την αγάπην και την πραότητα· όταν ήρχετο καιρός τρυφής και γαστριμαργίας εκαρποφόρει την εγκράτειαν· τους λογισμούς της κενοδοξίας ενίκα με την ταπείνωσιν, την δε επιθυμίαν ανέτρεπε με την εκούσιον πενίαν, και ούτω με πάσαν αρετήν τας εναντίας κακίας ενίκα ο πάνσοφος. Δια την ένθεον όθεν αυτού πολιτείαν τον εχειροτόνησε και χωρίς την θέλησίν του ο Διδάσκαλός του Πρεσβύτερον, δίδων εις αυτόν την φροντίδα απάντων των Μοναστηρίων, άτινα ήσαν εις εκείνα τα όρια. Ο δε Όσιος ηγάπα περισσώς την ησυχίαν και επήγαινε πολλάκις εις τον Ναόν του Αγίου Πολυεύκτου και των εν τη πόλει ταύτη μαρτυρησάντων Αγίων Μαρτύρων και εκεί τον περισσότερον καιρόν διέτριβεν. Ανεχώρει δε μίαν φοράν τον χρόνον από την πόλιν μετά την εορτήν των Φώτων, και μετέβαινεν εις ένα όρος έρημον, εκεί δε έκαμνεν έως την Κυριακήν των Βαϊων, και τότε πάλιν επέστρεφεν. Αλλ’ επειδή αι φροντίδες των Μοναστηρίων δεν του παρείχον την ευκαιρίαν να ησυχάση, καθώς επόθει η ψυχή του, εξήλθε κρυφίως από την πατρίδα του όταν ήτο χρόνων είκοσιν εννέα· έχων δε πόθον να προσκυνήση τον Άγιον Τάφον και να συνομιλήση με τους Αγίους Πατέρας δια να λάβη απ’ εκείνους υπόδειγμα εις την αρετήν και να τους μιμηθή, έδραμεν εκεί τάχιστα ως αετός υπόπτερος. Αφού όθεν επροσκύνησε τους Αγίους Τόπους, και ήκουσεν ενός εκάστου την ένθεον πολιτείαν, εγένετο ζηλωτής της ησυχίας θερμότατος· ευρών δε πλησίον της Λαύρας Φαράν ένα κελλίον περισσώς ήσυχον, έμεινεν εκεί πλέκων βάϊα φοινίκων, από δε το κέρδος αυτών επροσπορίζετο την τροφήν του, το δε υπόλοιπον έδιδεν ελεημοσύνην εις τους δεομένους, δια να μη τρώγη τον ξένον κόπον, αλλά μάλλον άλλοι να τρέφωνται από το ιδικόν του εργόχειρον. Εις τον τόπον τούτον ησύχαζεν, έχων την ψυχήν ελευθέραν από πάσης γηϊνης φροντίδος, μόνον δε τα μέλλοντα αγαθά εστοχάζετο. Εκεί δε πλησίον του ήτο και άλλος Ασκητής, ονόματι Θεόκτιστος, όμοιος εις την αρετήν και πολιτείαν με εκείνον· όθεν με τόσην στοργήν και έρωτα πνεύματος ηγάπησεν ο εις τον έτερον, ώστε η ψυχή σχεδόν του ενός ήτο εις το σώμα του ετέρου και όσα εφρόνει ο εις ομοίως και ο άλλος επεθύμει. Ούτως όθεν αδελφικώς φρονούντες, μετέβαινον καθ’ έκαστον χρόνον οκτώ ημέρας μετά τα Φώτα εις την έρημον και εκεί έμενον ησυχάζοντες, πάσης ανθρωπίνης συναυλίας και ενότητος υστερούμενοι, έως της εορτής των Βαϊων, οπότε επέστρεφον πάλιν εις τα κελλία των, βαστάζοντες έκαστος αυτών τον πλούτον της αρετής και προσφέροντες αυτόν εις τον αναστάντα Χριστόν, τιμιώτερον από τον χρυσόν τον οποίον οι Μάγοι προσέφερον. Επλεόναζε δε εις την αγαθότητα των ηθών, εις την των τρόπων απλότητα και εις την πολλήν ταπεινοφροσύνην και επερίσσευε τον Θεόκτιστον ο μέγας Ευθύμιος, δια τούτο δε ηύξανε προς τον Θεόν καθ’ εκάστην η παρρησία του και ήρχετο εις αυτόν περισσοτέρα η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Εις Φαράν διέμεινεν ο Άγιος Ευθύμιος μετά του Θεοκτίστου επί πέντε χρόνους, ότε δε τον πέμπτον χρόνον απήλθον κατά το σύνηθες εις την έρημον, διαβάντες από ένα ποταμόν βαθύν και κρημνώδη εύρον εν μέγα σπήλαιον, το οποίον ίσως να ήτο πρότερον καταφύγιον θηρίων, εγένετο όμως Ναός ιερός εις το ύστερον και Αγγέλων κατοικητήριον. Πιστεύοντες όθεν ότι ο Θεός τους ωδήγησεν, έμειναν εκεί αρκετόν καιρόν ησυχάζοντες, μη έχοντες ουδεμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν, μόνον δε με τα άγρια χόρτα ετρέφοντο, χαίροντες επί τη ελπίδι της μελλούσης τρυφής και αιωνίου απολαύσεως. Αλλ’ επειδή ο Κύριος ήθελε να φανερώση την αρετήν των και να ωφεληθούν και έτεροι δι’ αυτών, ωκονόμησε και τους εύρον με τον εξής τρόπον, δια να μη είναι ο κήπος κεκλεισμένος και η πηγή εσφραγισμένη από της σοφίας εκείνων και αγιότητος, τουναντίον δε να φωτίζουν και άλλους δια της ενθέου πολιτείας των. Έτυχον όθεν εκεί εις τον χείμαρρον τινές εκ του χωρίου Λαζαρίου, οίτινες εποίμαινον πρόβατα. Αυτοί ιδόντες εξαίφνης τους Αγίους ετρόμαξαν και τρέχοντες να φύγουν εκάλεσαν αυτούς οι Άγιοι λέγοντες· «Αδελφοί, μη φοβείσθε, διότι και ημείς άνθρωποι είμαστε και δια τας αμαρτίας μας ήλθομεν εις τον τόπον τούτον να ησυχάσωμεν». Τότε οι ποιμένες έλαβον θάρρος και ήλθον εις το σπήλαιον, μη ευρόντες δε τίποτε βρώσιμον από τα αναγκαία του σώματος, εθαύμαζον και απελθόντες εις το χωρίον αυτών εφανέρωσαν τα γενόμενα. Ταύτα μαθόντες οι Μοναχοί της Φαράν ήρχοντο πολλάκις εις επίσκεψιν αυτών και τέλος παρέμειναν, αιχμαλωτισθέντες από τους γλυκυτάτους λόγους των αψευδών εκείνων σειρήνων, από τους οποίους πάσαν πολιτείαν ασκητικήν επαιδεύθησαν τόσον καλώς, ώστε έλαμψαν εις εκείνα τα όρια και έκτισαν κατόπιν Μοναστήρια, των οποίων εγένετο αρχηγός ο θαυμάσιος Θεόκτιστος. Διότι φθάσασα εις κάθε σχεδόν τόπον η αγαθή φήμη του Ευθυμίου έτρεχον προς αυτόν καθ’ εκάστην, και έμενον εις την υπακοήν αυτού την κοσμοσωτήριον. Έκαμαν όθεν το σπήλαιον Ναόν άγιον, και έκτισαν υπεράνω αυτού Λαύραν κατά τον τύπον της Φαράν, επειδή εκεί εις το σπήλαιον δεν ηδύνατο να γίνη δια το κρημνώδες και την τραχύτητα του τόπου και τον μεν Θεόκτιστον έκαμε της Λαύρας Ηγούμενον, αυτός δε έμενεν εις το σπήλαιον ησυχάζων. Επιμελητής όμως και ιατρός των ψυχικών τραυμάτων εμπειρότατος, εδέχετο όσους ήρχοντο προς αυτόν, τους εξωμολόγει και έδιδεν εις ένα έκαστον, κατά την πληγήν, το αρμόδιον φάρμακον με πολλήν σύνεσιν και διάκρισιν· τους δε αποτασσομένους τω κόσμω εδίδασκε να έχουν κυρίως υπακοήν και ταπείνωσιν, να ενθυμούνται τον θάνατον πάντοτε, να κοπιάζωσι δια να τρέφωνται από το εργόχειρόν των, και μάλιστα οι νεώτεροι, και να ταλαιπωρώσι το σώμα δια να το έχουν εις τας πνευματικάς εργασίας υπήκοον, και ποτέ να μη παραβή τις του θείου Παύλου το πρόσταγμα: «Αργός μη εσθιέτω· αι χείρες γαρ, φησιν, αύται υπηρέτησαν εμοί τε και τοις μετ’ εμού», επειδή άτοπον είναι και απρεπές οι κοσμικοί να εργάζωνται και να τρέφωσι γυναίκας, τέκνα και πάντας τους εν τη οικία, να πληρώνουν φόρους και ενοίκια, έτι δε και ελεημοσύνας να δίδωσιν, ημείς δε οι Μοναχοί να μη ευσπλαγχνιζώμεθα τον αδελφόν και πλησίον μας. Επρόστασσε δε να φυλάττουν επιμελέστατα την σιωπήν τόσον, ώστε ουδείς ετόλμα να ομιλήση ποσώς εις την Εκκλησίαν και εις την Τράπεζαν. Αλλά ας έλθωμεν εις τα θαυμάσια τα οποία πρεσβείαις του μεγάλου Ευθυμίου ετέλεσεν ο πανάγαθος Θεός, δια να γνωρίσητε την πολλήν παρρησίαν και αγιότητα αυτού. Άρχων τις των Σαρακηνών, ονομαζόμενος Ασπέβετος, είχεν υιόν ονόματι Τερέβωνα, όστις από δαιμονικήν συνεργείαν ήτο ημιπαράλυτος· ιδών δε ο παις ούτος οπτασίαν τινά, την είπεν εις τον πατέρα του, όστις λαβών ευθύς τον ασθενή και πολλούς βαρβάρους εις συνοδείαν του εκίνησεν από την Αραβίαν και ήλθεν εις το σπήλαιον του Αγίου Ευθυμίου, καθώς τον επρόσταξεν ο φανείς εις την όρασιν. Ελθών δε ηρώτησε τον Θεόκτιστον τις είναι ο Μέγας Ευθύμιος, ο δε του απεκρίθη ότι ησύχαζε και δεν επέτρεπεν εις ουδένα να του ομιλήση μέχρι του Σαββάτου. Ο δε Τερέβων είπεν εις αυτόν λεπτομερώς την υπόθεσιν λέγων· «Εγώ, δούλε του Θεού, κατέφυγον εις όλους τους μάντεις και ιατρούς της Αραβίας εις τους οποίους εδαπάνησα πολλά, ουδεμίαν όμως ωφέλειαν είδον. Ερχόμενος κατόπιν εις την Περσίδα έπαθον τα όμοια, αλλά ιατρείαν τινά δεν εγνώρισα. Βλέπων όθεν πως είναι μυθεύματα όλα τα σεβάσματά μας, εδεήθην του αληθινού Θεού να με θεραπεύση και να γίνω Χριστιανός. Ούτως ευχηθείς είδον Μοναχόν τινα εις τον ύπνον μου μακρυγένην και γέροντα, όστις με ηρώτησε δια την ασθένειάν μου, εγώ δε του έδειξα το πάθος και μου λέγει· «Εάν θεραπευθής, θα εκτελέσης όσα υπεσχέθης εις τον αληθινόν Θεόν»; Εγώ δε είπον· «Ναι, κύριε, αψευδέστατα». Ο δε φανείς απεκρίθη μοι· «Εγώ είμαι ο Ευθύμιος και κατοικώ εις τον Χείμαρρον δέκα μίλια μακράν της Ιερουσαλήμ· εάν δε ποθής να θεραπευθής, ελθέ εις εμέ και θα σε θεραπεύση ο Κύριος». Ταύτα δε τα οποία είδον είπον εις τον πατέρα μου και ιδού αφήκαμεν πάντα και ήλθομεν ταχέως κατά την όρασιν». Ακούσας ο Θεόκτιστος ταύτα διακόπτει την ησυχίαν του Αγίου Ευθυμίου και διηγείται εις αυτόν την υπόθεσιν, ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο οικονομία Θεού, κατήλθεν ευθύς και συνήντησε τους βαρβάρους, προσευξάμενος δε επί τον ασθενή, ω του θαύματος! ταύτην την ώραν τελείως εθεραπεύθη· οι δε βάρβαροι, καταπλαγέντες επί τω θαύματι, επίστευσαν εις τον Χριστόν και εζήτησαν από τον Άγιον να τους βαπτίση. Ο δε Άγιος, ιδών την μεγάλην αυτών προθυμίαν, δεν ημέλησεν, αλλ’ ευθύς έκαμεν εις την γωνίαν του σπηλαίου μικράν κολυμβήθραν και πρώτον μεν εβάπτισε τον Ασπέβετον, μετονομάσας αυτόν Πέτρον, είτα τον γυναικάδελφόν του Μάριν, οίτινες ήσαν όχι μόνον επιφανείς και πλούσιοι, αλλά και γνωστικοί και ενάρετοι, είτα δε τον Τερέβωνα και τους λοιπούς πάντας, τους οποίους εκράτησεν ημέρας τεσσαράκοντα νουθετών αυτούς και διδάσκων να φυλάττουν ακριβώς την ευσέβειαν. Τότε οι μεν άλλοι λαβόντες από τον Άγιον συγχώρησιν ανεχώρησαν. Ο δε Μάρις, ο θείος του Τερέβωνος, ουδόλως απεμακρύνθη της Μονής, αλλά αφιερώσας πάσαν την περιουσίαν αυτού απηρνήθη τον κόσμον και εγένετο Μοναχός παραμείνας έως τέλους εις την υπακοήν του Ευθυμίου. Αύτη η φήμη διέδραμεν εις πάντα τα περίχωρα, έσπευδον δε πανταχόθεν όσοι είχον ασθένειαν τινά, οίτινες ευρίσκοντες άμισθον θεραπείαν επέστρεφον υγιείς δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Βλέπων δε ο μέγας ούτος πατήρ τόσον πολλούς ανθρώπους ερχομένους προς αυτόν ελυπείτο δια την τιμήν την οποίαν του έκαμον και δια τον θόρυβον, εκ του οποίου δεν είχε πλέον ησυχίαν ως το πρότερον· όθεν εσκέφθη να φύγη κρυφίως προς τον Ρουβάν, δια να μη έχη τόσην ενόχλησιν. Ο θείος όμως Θεόκτιστος, γνωρίσας το μελετώμενον, συνήθροισεν άπασαν την αδελφότητα, και παρεκάλουν θερμώς τον Άγιον να μη τους αφήση ορφανούς, αλλά να λυπηθή την ποίμνην του και να μη αφήση να την κατασπαράξη ο εχθρός με την αναχώρησίν του. Ταύτα μεν εκείνοι δεόμενοι έλεγον. Ο δε Όσιος, από τον έρωτα της ησυχίας καταθελγόμενος, ανεχώρησε κρυφίως με ένα μαθητήν του ενάρετον ονομαζόμενον Δομετιανόν. Απελθόντες δε εις την Νεκράν Θάλασσαν προς τον Ρουβάν, ανέβησαν εις το όρος Μαρδάν καλούμενον, το οποίον ήτο υψηλότερον των άλλων, είχε δε εκεί ύδωρ και τινα ερείπια δια των οποίων έκτισαν Ναόν και κατώκησαν επί τι διάστημα τρεφόμενοι εκ των αγρίων βοτάνων, κατόπιν όμως μετέβη εις την έρημον Ζηφών, δια να ίδη το σπήλαιον εις το οποίον εκρύβη ο Δαβίδ διωκόμενος υπό του Σαούλ και επειδή του ήρεσεν ο τόπος ησύχασεν εκεί. Ο Πανάγαθος όμως Θεός τον έκαμε και εκεί περιβόητον, έκτισε δε και εκεί Μοναστήριον με τοιούτον τρόπον θαυμάσιον. Εις νέος από το χωρίον Αριστοβουλιάς είχε δαιμόνιον, το οποίον τον ετάρασσε και επεκαλείτο το όνομα του Αγίου Ευθυμίου χωρίς να τον γνωρίζη. Οι δε γονείς του, μαθόντες που ευρίσκεται ο Άγιος και ποίος ήτο ο μέγας Ευθύμιος, έλαβον τον παίδα και επορεύοντο δια να τον εύρωσι· πριν όμως φθάσουν εις το σπήλαιον, προγνωρίσας ο δαίμων την ασθένειαν αυτού, του δε Οσίου την δύναμιν, εδειλίασε και μεγάλως σπαράξας τον νεανίσκον απήλθεν απ’ αυτού και αφήκεν αυτόν τελείως υγιά. Το θαύμα τούτο ακούσαντες τινές ήλθον από το άνωθεν χωρίον και έκτισαν το εκεί Μοναστήριον, εις το οποίον συνήχθησαν πολλοί, τους οποίους είλκυεν ως ο μαγνήτης τον σίδηρον η θαυμασία του Αγίου αρετή. Μαθών δε ότι εις τι μέρος ήσαν τινές αιρετικοί, βεβυθισμένοι εις την μανίαν του Μάνεντος, μετέβη μόνος του εις αυτούς και δια της καλής του διδασκαλίας επανέφερεν άπαντας εις την Ορθοδοξίαν. Βλέπων δε πάλιν ότι και εκεί συνηθροίζοντο πολλοί, παρέλαβε τον Δομετιανόν και επέστρεψαν εις τον μακάριον Θεόκτιστον, όστις με τους λοιπούς αδελφούς ακούσαντες την έλευσίν του έλαβον χαράν μεγάλην, ως οι διψώντες όταν εύρωσιν ύδωρ ψυχρότατον· έμεινε δε ο Όσιος μακράν από το Κοινόβιον μίλια τρία εις τόπον υγιέστατον και ησυχώτατον, ένθα ευρών σπήλαιον κατώκησεν εις αυτό. Ήλθε δε εκεί και ο Θεόκτιστος, και δεν ήθελε ποσώς να αποχωρισθή από τον Ευθύμιον, ένεκεν της πολλής αγάπης, την οποίαν είχον μεταξύ των. Τον παρεκάλει όθεν μετά πολλής ικεσίας να τον κρατήση μαζί του, αλλ’ ο Άγιος σκεπτόμενος τους Μοναχούς της Λαύρας δεν εδέχετο, υπεσχέθη δε μόνον να κατέρχεται συχνάκις εις επίσκεψιν αυτών. Ακούσας την του Αγίου Ευθυμίου επάνοδον ο ευλαβής Πέτρος, ο πρώην Ασπέβετος, συνοδευόμενος υπό πολλών Σαρακηνών, τους οποίους είχε κατηχήσει εις την ευσέβειαν, έσπευσαν εις συνάντησιν αυτού δια να απολαύσουν την πανευφρόσυνον και εύθυμον παρουσίαν του. Ο δε Άγιος τους υπεδέχθη ιλαρώς και ευξάμενος υπέρ αυτών εβάπτισεν άπαντας τους υπό του Πέτρου κατηχηθέντας. Ούτος δε έφερε κατόπιν τεχνίτας και έκτισεν εις το ησυχαστήριον του Οσίου τρία κελλία και στέρναν μεγάλην εις τον κήπον, ωκοδόμησε δε και Ναόν και ό,τι άλλο εχρειάζετο. Ήρχοντο δε καθ’ εκάστην πλήθος μέγα εκ των πιστευσάντων Αγαρηνών δια να ακούσουν την ηδυτάτην αυτού διδασκαλίαν. Όθεν δια να μη τον εμποδίζουν από την ηγαπημένην του ησυχίαν, τους επρόσταξε να κτίσουν πλησίον των δύο Μοναστηρίων Εκκλησίαν και καλύβας δια να κατοικώσι, μετέβαινε δε πολλάκις εκεί και τους επεμελείτο, νουθετών αυτούς και στηρίζων εις την ευσέβειαν. Ήτο δε τόσον γλυκύς και συνετός εις τους λόγους ο Άγιος Ευθύμιος, ώστε μετ’ ολίγον συνήχθησαν πλήθος ευσεβών, οίτινες κτίζοντες καλύβας κατώκουν εκεί. Όθεν έγραψεν ούτος προς τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Ιουβενάλιον και τους εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον πατέρα του Τερέβωνος Πέτρον, ούτω δε επληθύνοντο καθ’ εκάστην οι πιστεύοντες. Και ο μεν Άγιος είχε τον πόθον να μένη ήσυχος και από ανθρώπους ατάραχος, αλλ’ ο Κύριος ήθελε να πληρωθή ο τόπος εκείνος από λογικά πρόβατα· όθεν ήλθον μετ’ ολίγον τρεις αδελφοί κατά σάρκα, γεννηθέντες εις την Καππαδοκίαν, ανατραφέντες δε εις την Συρίαν, κατά πολύ ενάρετοι άνθρωποι, ονομαζόμενοι Κοσμάς, Χρύσιππος και Γαβριήλιος δια να γίνουν Μοναχοί· ο δε Άγιος δεν ήθελεν αρχικώς να τους κρατήση εκεί, διότι ήσαν νέοι και εξόχως ο Γαβριήλιος, όστις ήτο παιδίον αγένειον. Την νύκτα όμως είδεν εν οράματι άνδρα θαυμάσιον και του λέγει· «Δέξου τους αδελφούς επειδή ο Θεός τους απέστειλεν». Αναστάς όθεν την πρωϊαν είπεν εις τον Κοσμάν, όστις ήτο πρώτος των άλλων· «Επειδή ο Κύριος με προσέταξεν, ευχαρίστως σας δέχομαι· όμως πρόσεχε, μη αφήσης ποτέ τον Γαβριήλιον να συνομιλήση με άλλον τινά. Να παραμένη δε πάντοτε κλεισμένος εις το κελλίον του, έως ου κάμη γένειον, επειδή μεγάλως πολεμεί ο εχθρός τους Μοναχούς με την γυναικείαν όψιν των αγενείων. Ως εκ τούτου είναι ανάγκη να προφυλάσσεται έκαστος από τοιούτον μέγαν κίνδυνον». Ταύτα δε ειπών, προεφήτευσε εις αυτόν και τα μέλλοντα, ήτοι ότι μέλλει να γίνη Επίσκοπος Σκυθοπόλεως, όπερ και εγένετο. Έκτοτε όθεν υπεδέχετο μετά χαράς πάντα προσερχόμενον ο Άγιος· δι’ ο συνήχθησαν πολλοί εκ διαφόρων τόπων, και ούτως εις ολίγον διάστημα εγένετο και εκεί άλλη Λαύρα ως της Φαράν. Βλέπων δε ο Πατριάρχης την τοιαύτην πρόοδον απεφάσισε και ήλθεν ο ίδιος εις επίσκεψιν του Αγίου, ότε ήτο ο Ευθύμιος ετών πεντήκοντα δύο, ενεκαινίασε δε και τον Ναόν και εχειροτόνησε και Διακόνους. Εφ’ όσον δε παρήρχετο ο καιρός επί τοσούτον και οι αδελφοί επληθύνοντο· όθεν είχον μεγάλην στέρησιν· ο Κύριος όμως, ο εμπιπλών πάντα ευδοκίας και χρηστότητος, τους έστειλεν οικονομίαν με τοιούτον θαυμάσιον τρόπον. Τας ημέρας εκείνας κατήρχοντο από την Ιερουσαλήμ προς τον Ιορδάνην τετρακόσιοι Αρμένιοι, οίτινες παρεπλανήθησαν από την κανονικήν οδόν και ήλθον εις την Λαύραν του Αγίου Ευθυμίου, όστις ιδών αυτούς εκάλεσε τον προρρηθέντα Δομετιανόν, τον οποίον είχε καταστήσει οικονόμον ταύτης, και του είπε να τους φιλοξενήση ως ηδύνατο, αυτός δε του απεκρίθη ότι ούτε καν μιας ημέρας τροφή δεν τους ευρίσκετο. Ο δε Άγιος έχων ελπίδα εις τον ελεήμονα και πανάγαθον Θεόν του απεκρίθη θαρραλέως· «Ύπαγε, τέκνον, να ίδης πόσον διαφέρει από τους λογισμούς των ανθρώπων η χάρις και η δύναμις του Θεού». Απελθών δε ούτος εύρε την αποθήκην, ω των ανεκδιηγήτων σου θαυμασίων, φιλάνθρωπε Κύριε! πλήρη τόσον, ώστε δεν ηδύνατο να ανοίξη την θύραν. Φωνήσας όθεν τους αδελφούς, ήνοιξαν με κόπον πολύν και ευρίσκουν αυτήν πεπληρωμένην από όσα είχον ανάγκην ήτοι άρτους, οίνον και πλήθος ελαίου. Ταύτα ιδών ο Δομετιανός αντελήφθη την ενέργειαν της θείας Χάριτος, και πίπτων εις τους πόδας του μεγάλου Ευθυμίου εζήτει συγχώρησιν· ο δε Άγιος εγείρας αυτόν απεκρίνατο· «Τέκνον μου, ο σπείρων επ’ ευλογίαις, επ’ ευλογίαις και θερίσει· όσοι φιλοδωρούσι τους ξένους, και υποδέχονται πένητας, ωφελούν τον εαυτόν των περισσότερον· ούτω να κάμετε και σεις, εάν θέλετε να σας ευλογή ο Θεός, να έχετε εις τον παρόντα κόσμον τα προς αυτάρκειαν και να απολαύσητε εις τον μέλλοντα αιώνα ζωήν την αιώνιον». Μετ’ ολίγον ηυξήθη ο αριθμός των αδελφών και έφθασεν εις τους πεντήκοντα· όθεν απητούντο και υποζύγια δια να μεταφέρουν τα χρειαζόμενα. Ήτο δε τις Μοναχός από την Ασίαν, ονόματι Αυξέντιος, τον οποίον παρεκάλεσε πολλάκις ο οικονόμος να περιποιήται τας ημιόνους, επειδή ήτο δυνατός και πολύ κατάλληλος δια την αναγκαίαν ταύτην υπηρεσίαν. Ούτος όμως, ως παρήκοος, δεν ήθελε να υπακούση εις τους γέροντας· όθεν ο Δομετιανός ανήγγειλε ταύτα εις τον Άγιον, όστις ομοίως παρεκάλεσε τον Αυξέντιον να βάλη μετάνοιαν, αλλά ούτε τότε υπήκουσεν ο ασύνετος, λέγων ότι δια να μη του τύχη τις ασθένεια εις την ψυχήν δεν ήθελε να υπακούση. Λέγει τότε ο Άγιος· «Ημείς όλοι κάμνομεν προς Κύριον δέησιν, να μη πέσης εις πταίσιμον, μόνον ύπαγε μετά πίστεως»· ο δε αναίσχυντος δεν υπήκουσεν. Όθεν ο Άγιος εσκανδαλίσθη ολίγον και του λέγει· «Ημείς μεν, ω τέκνον, σε συνεβουλεύσαμεν δια το συμφέρον σου, συ δε ως παρήκοος θέλεις γνωρίσει της απειθείας σου τον καρπόν εις ολίγον διάστημα». Ταύτα ειπόντος του Αγίου κατέλαβε φόβος μέγας τον Αυξέντιον και έπεσε, φευ! Κατά γης, ελεεινόν θέαμα εις τους ορώντας και πολλών δακρύων άξιος. Τότε οι παρόντες παρεκάλεσαν τον Άγιον να του δώση ταχέως βοήθειαν, ίνα μη ομού με το σώμα απολέση και την ψυχήν, ο δε Άγιος ως πράος και αμνησίκακος τον συνεχώρησε παρευθύς και τελείως τον εθεράπευσεν· ο δε Αυξέντιος από την ώραν εκείνην προώδευσεν εις την υπακοήν και δεν ετόλμησε πλέον να παρακούση τον Άγιον, αλλά υπηρέτει εις την διακονίαν των ημιόνων επιμελέστατα. Δύο έτεροι αδελφοί, Μάρων και Κλημάτιος, εμελετούσαν να φύγουν από το Μοναστήριον, αλλ’ ο Άγιος είχε θείαν χάριν και εγνώριζε τα απόκρυφα· όθεν είδεν εις οπτασίαν τον δαίμονα, όστις έβαλλε χαλινόν εις τας κεφαλάς αυτών των δύο και προσεπάθει να τους ρίψη εις παγίδα. Όθεν ηννόησε την υπόθεσιν και νουθετήσας αυτούς ικανώς τους εδίδαξε με διάφορα περί υπακοής υποδείγματα, λέγων ότι όστις αναχωρεί από τον ένα τόπον εις τον άλλον, θέλων να κάμη αρετήν, εις το ύστερον λανθάνεται, επειδή ο τρόπος και όχι ο τόπος σώζει τον άνθρωπον· και καθώς πολλάκις το μεταφυτευόμενον δένδρον δεν προκόπτει, ούτω και ο Μοναχός, όστις μεταβαίνει συχνάκις από τόπου εις τόπον, δεν κατορθώνει αρετήν πώποτε. Εις πίστωσιν δε των λεγομένων του ο Όσιος τους είπε το παράδειγμα του θυμώδους εκείνου Μοναχού, όστις έφυγεν από το Κοινόβιον, νομίζων ότι όταν ευρίσκετο μόνος δεν ήθελε θυμωθή, μη έχων τον πειράζοντα. Αφού λοιπόν έκαμεν ημέρας τινάς εις την ησυχίαν, εγέμισεν ύδωρ το ποτήριον και το έθεσεν εις την γην· αυτό δε έγειρε και εχύθη το ύδωρ, όχι μόνον μίαν φοράν, αλλά τρεις· όθεν πάλιν εθυμώθη, και ρίψας εις την γην το ποτήριον συνέτριψεν αυτό τελείως. Ταύτα ακούων ο Κλημάτιος εγέλασεν· όθεν εσκανδαλίσθη ο Άγιος και του λέγει· «Αντί να κλαύσης, γελάς, αναίσχυντε; Δεν ηξεύρεις ότι ο Κύριος ταλανίζει τους γελώντας και μακαρίζει τους κλαίοντας; Γίνωσκε, απαίδευτε και ασύνετε, ότι την παρρησίαν μητέρα των παθών ονομάζουσι». Ταύτα επιτιμήσας ο Άγιος εισήλθεν εις το κελλίον του, ο δε Κλημάτιος πεσών εις την γην εκυλίετο τρέμων όλος και φρίκη συνείχετο. Τότε ο Δομετιανός και άλλοι τινές συνεπόνεσαν τον πάσχοντα και παρεκάλεσαν τον Άγιον να του συγχωρήση το πταίσιμον και ούτως εθεράπευσεν αυτόν ψυχή τε και σώματι και νουθετήσας απέλυσεν. Ταύτα και έτερα όμοια μάς διηγήθη ο αναχωρητής εκείνος Κυριακός, όστις έκαμεν υποτακτικός του Αγίου εκ νεότητος και εγνώριζε την άσκησιν και πολιτείαν αυτού άπασαν, και μας εβεβαίωσε με αλήθειαν, ότι δεν τον είδε ποτέ τις να φάγη τροφήν ή να ομιλήση λόγον ποσώς τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, ει μη μόνον Σάββατον και Κυριακήν, εκτός εάν ήθελε παραστή μεγάλη ανάγκη, ούτε εκοιμήθη επί πλευράς κοιτώμενος, αλλά ή καθεζόμενος ή εις σχοινίον κρεμάμενος εις μίαν γωνίαν του κελλίου ελάμβανεν ολίγον ύπνον, λέγων προς εαυτόν· «Δεύρο (έλα), δούλε κακέ», και τα λοιπά, ως ο μέγας Αρσένιος, του οποίου τον τρόπον και τας αρετάς εμιμείτο και εζήλωνεν. Όταν δε ήρχετο τις αδελφός να του είπη τας αρετάς του Αρσενίου, τας έγραφε δια μίμησιν, ήτοι την ησυχίαν αυτού, την ταπεινοφροσύνην, την σιωπήν, το ευτελές του ενδύματος, την εγκράτειαν, τας αγρυπνίας, την κατάνυξιν, τα δάκρυα, το συμπαθές, το ευδιάκριτον, το εις την προσευχήν εύτονον και πρόθυμον και την καρτερίαν εις όλα την υπερβάλλουσαν· προεγνώριζε δε και τα μέλλοντα να συμβώσι καθώς κατωτέρω φαίνεται. Ο μαθητής και ζηλωτής όντως του Αγίου Πασσαρίωνος, ο σκευοφύλαξ της Αγίας Αναστασίας, είχε πόθον να συνομιλήση με τον θείον Ευθύμιον· λαβών λοιπόν τον Επίσκοπον Ιόππης Φείδωνα, Κοσμάν τον Σταυροφύλακα και άλλους τινάς, επήγαιναν προς την Λαύραν να τον συναντήσωσιν, εκείνος δε εγνώρισε τον ερχομόν των εκ θείας αποκαλύψεως και ότι έμελλε να γίνη Πατριάρχης ο σκευοφύλαξ Αναστάσιος· όθεν καλέσας τον οικονόμον της Λαύρας Χρύσιππον, είπεν εις αυτόν· «Ετοίμασε τα προς την χρείαν, ότι ο Πατριάρχης με τον αδελφόν σου προς ημάς έρχονται». Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Λαύραν και είδον ότι δεν ήτο ο Πατριάρχης, αλλ’ ο σκευοφύλαξ Αναστάσιος, το είπον του Αγίου και δια να πιστωθή του έδειξαν τα ιμάτια του Σκευοφύλακος, τα οποία ήσαν μεταξωτά και πολύτιμα, τα οποία ο Πατριάρχης δεν ήτο συγχωρημένον να φορή, αλλά ταπεινά και μέτρια. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Πιστεύσατέ μοι ότι εγώ τον είδα λευκοφόρον ως Πατριάρχην ενδεδυμένον και πιστεύω να μη επλανήθην, αλλ’ ο Θεός, όστις γινώσκει τα μέλλοντα, μου έδειξε την αλήθειαν». Κατά δε την πρόρρησιν του Αγίου εγένετο και η έκβασις· όθεν εθαύμασαν άπαντες. Άρχων τις, Τερέβων ονόματι, το γένος Σαρακηνός, είχε γυναίκα στείραν και άτεκνον· όθεν εζούσαν βίον αβίωτον και είχον άμετρον λύπην αμφότεροι. Παραγενόμενοι λοιπόν προς τον Άγιον παρεκάλουν αυτόν να λύση την λύπην των με την ευπρόσδεκτον εις τον Θεόν ικεσίαν του· ο δε Όσιος, το σημείον του Σταυρού ποιήσας τρισσώς, ήγγισε την χείρα του εις την γαστέρα της γυναικός λέγων· «Υπάγετε χαίροντες, ότι ο Κύριος σάς δίδει την χάριν να γεννήσετε τρία τέκνα». Ούτοι δε αδιστάκτως ταύτα πιστεύοντες ανεχώρησαν αγαλλόμενοι, και με καιρόν εγέννησαν τον πρώτον υιόν, Πέτρον αυτόν ονομάσαντες· έπειτα μετά χρόνους εγέννησαν και τα άλλα δύο κατά την αψευδή του Ευθυμίου υπόσχεσιν. Αδελφός τις ήτο εις την Λαύραν, Ρωμαίος το γένος, ονόματι Αιμιλιανός, μετερχόμενος πολιτείαν ενάρετον εκ νεότητος και εξόχως ήτο περισσώς καθαρός εις την σάρκα και σωφρονέστατος· τούτον εφθόνησεν ο διάβολος και του έδωκε Κυριακήν τινα χαλεπόν και άγριον πόλεμον εις την σάρκα, τον οποίον μη δυνάμενος να υπομένη έκλινεν εις τους αισχρούς λογισμούς και έκαμνε συγκατάθεσιν. Όταν λοιπόν επήγε την αυγήν εις τον όρθρον ο Άγιος, έτυχε πλησίον του ο ρηθείς αδελφός και τόσην δυσωδίαν ησθάνθη εξερχομένην απ’ αυτού, ώστε ηννόησε την επιβουλήν του δαίμονος και επιτιμήσας αυτόν έρριψε τον αδελφόν εις την γην και τον εσπάραττεν ο μισάνθρωπος· ο δε οδυνώμενος εξέβαλλεν αφρούς εκ του στόματος. Τότε ο Άγιος είπε να φέρωσι φως, διότι ο τόπος ήτο σκοτεινός και λέγει προς τους άλλους πατέρας· «Βλέπετε, αδελφοί, τούτον τον εκ παιδός σώφρονα και ενάρετον, πως κοίτεται τώρα, δια τους ρυπαρούς λογισμούς, θέαμα φρικτόν και θρήνων άξιος; Ας προσέχη πας τις να αντικρούη τους κακούς λογισμούς και να τους διώκη από την διάνοιαν αυτού εξ αρχής, ότε δεν έχουσι δύναμιν· ει δε και τους υποδεχθώμεν με ηδονήν ευμενώς, ει και εις σώμα αλλότριον δεν εγγίσωμεν, όμως με την ψυχήν επορνεύσαμεν, κατά την παραγγελίαν του Κυρίου, και ως μοιχοί θέλομεν καταδικασθή κατά την ημέραν εκείνην, την φοβεράν, όταν τα απόκρυφα και άδηλα φανερώνωνται». Ταύτα λέγων ο Όσιος διηγήθη εις τους αδελφούς παράδειγμα φοβερόν, το οποίον του είπον τινές Αιγύπτιοι γέροντες· «Ήτο», είπεν ο Όσιος, «άνθρωπος τις εις την πόλιν υπό πάντων βίου θαυμαστού νομιζόμενος και πολλήν αγιότητα έχων εις το φαινόμενον, κρυφίως όμως παρώργιζε τον Θεόν με τους φαύλους λογισμούς και με τα της καρδίας κινήματα, εις τα οποία έκαμνε συγκατάθεσιν· ήτοι με το έργον μεν ποτέ του δεν ήμαρτεν, αλλά με την διάνοιαν πολλάκις επόρνευεν· ήλθε λοιπόν ο τοιούτος εις βαρείαν και θανάσιμον ασθένειαν· τότε όλη η πόλις εθρήνει απαρηγόρητα και πάντες εκόπτοντο, κοινήν συμφοράν νομίζοντες τον εκείνου θάνατον· έτυχε λοιπόν εις ταύτην την πόλιν Άγιος τις και προορατικός γέρων, όστις ακούσας τον κοινόν οδυρμόν και βλέπων τοσαύτην λύπην εις τον λαόν, επήγε μετά σπουδής και αυτός να λάβη ευλογίαν και συγχώρησιν απ’ αυτού. Φθάσας λοιπόν εκεί βλέπει τον Αρχιερέα με όλους τους Κληρικούς και τους λοιπούς άρχοντας, οίτινες κρατούντες λαμπάδας αναμμένας επερίμενον της ψυχής εκείνης την έξοδον. Τούτους παραδραμών ο Άγιος εκείνος γέρων προφθάνει τον άνδρα ολίγον αναπνέοντα και βλέπει θαύμα φρικτόν και εις τους πολλούς απόκρυφον, εις μεν την όρασιν φοβερόν τινά γίγαντα, όστις κρατών εις τας χείρας του περόνην πύρινον, την εκάρφωνεν εις την καρδίαν του, την δε ψυχήν απέσπα βιαίως (φεύ) και ασπλάγχνως. Έπειτα ήκουσε και φωνήν άνωθεν, ήτις έλεγε· «Καθώς η ψυχή αύτη δεν με ανέπαυσεν ουδέ μίαν ημέραν, ουδέ συ ν’ αμελήσης ποτέ, μήτε παύσης σπαράττων αυτήν και δεινώς τιμωρών». Εδίδασκε δε τους αδελφούς ο Όσιος να προσέχουν αεί και πάντοτε την έξοδον της ψυχής ενθυμούμενοι, και να λάβουν από τον Αιμιλιανόν και τους άλλους παράδειγμα, ίνα μη και αυτοί τα όμοια πάθωσι. Ταύτα δε ειπών εις νουθεσίαν αυτών, έκαμεν ευχήν εις τον πάσχοντα, και ευθύς όλος ο τόπος επλήσθη ως από ανυπόφορον δυσωδίαν καιομένου θείου· έπειτα εις την δυσωδίαν επηκολούθησε και φωνή λέγουσα· «Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας». Έμεινε λοιπόν ο Αιμιλιανός από τότε νήφων και σωφρονέστατος, σκεύος εκλογής γενόμενος. Ήτο δε κατά τον χρόνον εκείνον ανομβρία και είχεν όλη η Λαύρα μεγάλην ξηρασίαν και ανάγκην ύδατος, οι δε αδελφοί είχον θλίψιν ανείκαστον· όθεν συναχθέντες άπαντες και έχοντες μεθ’ εαυτών και τον Όσιον Θεόκτιστον, παρεκάλουν τον Άγιον να κάμη προς Κύριον δέησιν, να στείλη υετόν εις την διψώσαν γην και να δροσίση τους ανθρώπους και τα γεννήματα, τα οποία ήσαν εις μέγαν κίνδυνον. Ο δε Άγιος δεν ήθελε να κάμη δέησιν λέγων· «Τούτο είναι, τέκνα μου, Θεού παίδευσις δια τας αμαρτίας μας· όθεν εάν δεηθώ της Αυτού χρηστότητος, δεν μου υπακούει, καθώς λέγει εις τον προφήτην Ιερεμίαν· «Και συ μη προσεύχου περί του λαού τούτου, και μη αξιού του ελεηθήναι αυτούς, και μη εύχου, και μη προσέλθης μοι περί αυτών, ότι ουκ εισακούσομαι». Ταύτα μεν ο θείος Ευθύμιος δια μετριοφροσύνην και υπερβολήν ταπεινότητος έλεγε· η δε ανομβρία επεκράτησε πολλάς ημέρας· όθεν όλον το πλήθος του λαού, οίτινες ήσαν εις τα περίχωρα, μη υποφέροντες την οδύνην ταύτην και δεινήν μάστιγα, συνήχθησαν έξωθεν της Λαύρας έχοντες σταυρούς εις τας χείρας και κράζοντες με ελεεινήν φωνήν το «Κύριε, ελέησον», ως σύνηθες, και ταύτα όχι μόνον με το στόμα εβόων, αλλά και εξ όλης καρδίας με κατάνυξιν άπειρον. Ο δε Άγιος, ως συμπαθής και εύσπλαγχνος όπου ήτο, τους ελυπήθη και εξελθών είπεν εις αυτούς· «Τέκνα μου, εγώ δεν έχω παρρησίαν τινά προς τον Κύριον, ως αμαρτωλός και ανάξιος και πολλώ μάλλον φιλανθρωπίας δεόμενος· εξόχως δε τον καιρόν τούτον της δικαίας οργής και θυμού του Θεού καθ’ ημών, μου φαίνεται τόλμη και αναισχυντία να κάμω δέησιν, ότι με τας αμαρτίας μας ερρυπώσαμεν το κατ’ εικόνα Αυτού και τον Ναόν Του εμολύναμεν με τας επιθυμίας και ηδονάς, και μας εμίσησε δια τους φθόνους και τας πλεονεξίας και μισανθρωπίας ημών ο φιλάνθρωπος. Αλλ’ επειδή είναι και εύσπλαγχνος, ας προσπέσωμεν εις αυτόν μετά δακρύων δεόμενοι, και ίσως μας λυπηθή πατρικώς ως φιλόστοργος να μας πληρώση την αίτησιν». Ταύτα λέγων ο Όσιος, απεκρίθησαν όλοι με μίαν γλώσσαν και φωνήν λέγοντες· «Η αγιωσύνη σου, Πάτερ τίμιε, κάμε δι’ ημάς δέησιν προς Κύριον, όστις ποιεί των φοβουμένων αυτόν το θέλημα». Δια να μη τους λυπήση λοιπόν ο Άγιος παρήγγειλε να κάμουν αυτοί με όλον το πλήθος των λαϊκών ικετήριον δέησιν έξωθεν, αυτός δε επήρεν όλους τους Μοναχούς, και εισελθόντες εις τον Ναόν έπεσεν εις την γην μετά δακρύων θερμών δεόμενος, παρευθύς δε ως έπεσον τα δάκρυα του Αγίου εις το έδαφος, επήκουσεν ο Θεός την ικεσίαν του δούλου του, επληρώθη σύννεφα ο αέρας, ήχος τις βιαίας πνοής ηκούετο, βρονταί και αστραπαί κατερρήγνυντο, η βροχή κατεφέρετο, και τόση βροχή, ώστε εμέθυσεν όλην την γην. Τότε ο Όσιος εξελθών της Μονής επροφήτευσεν εις τον λαόν λέγων· «Ιδού, αδελφοί, επακούσας ο Κύριος της δεήσεως ημών επέσκεψε την γην, εμέθυσε τους αύλακας αυτής, και θέλει ευλογήσει τον στέφανον τούτου του χρόνου περισσότερον από τους άλλους, να εμπλησθώσι τα πεδία ποιότητος, να καρπίσουν τα χωράφια, να γεμίσουν τα λαγκάδια σίτον και οι βουνοί να περιζωσθούν αγαλλίασιν». Ούτως ειπών απέλυσε τον λαόν, η δε πρόρρησις αυτού επληρώθη, ότι τόσον πλήθος βροχής έπεσεν εις όλα εκείνα τα όρια, ώστε ηυφραίνετο εις καιρόν πολύν η γη και πάντες εθαύμασαν. Ας είπωμεν όμως και τα λοιπά του Οσίου φρικτά και θαυμάσια κατορθώματα καθώς διηγήθη ταύτα ο ησυχαστής Ιωάννης ο Επίσκοπος και Θαλαλαίος ο πρεσβύτερος, οίτινες ησκήτευον εις την Λαύραν του μακαρίου Σάββα, και οίτινες έλεγον ότι όχι μόνον οι άλλοι, αλλά και αυτός ο θείος Σάββας εθαύμαζε λίαν τον Μέγαν Ευθύμιον και τον είχεν εις υπερβολικήν ευλάβειαν, όχι μόνον δια τας άνωθεν και άλλας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσεν, αλλά και διότι ήτο θερμός ζηλωτής των ορθών δογμάτων και εμάχετο κατά των Μανιχαίων, των Αρειανών και λοιπών αιρετικών, των οποίων την μυθολογουμένην προϋπαρξιν και αποκατάστασιν ανέτρεπεν, αποπνίγων αυτούς ισχυρώς ο πάνσοφος με τας υποδείξεις των θείων Γραφών. Αλλά και με όσους αιρετικούς ήθελε συνομιλήσει τους κατεπλήγωνε, και ενικώντο υπ’ αυτού, ως υπό του λέοντος αι αλώπεκες, διότι πολλά σκάνδαλα έγιναν τον καιρόν εκείνον από τους αιρετικούς και πολλούς επλάνησαν. Αλλ’ οι μαθηταί του Αγίου Ευθυμίου υπ’ αυτού νουθετηθέντες δεν ηπατήθησαν. Όταν δε ήτο ο Άγιος χρόνων εβδομήκοντα εξ κατέβη από τον Ρουβάν εις την Λαύραν και ελειτούργησε την αναίμακτον θυσίαν ημέραν Σάββατον· ο δε Δομετιανός ίστατο εις το δεξιόν μέρος του ιερού θυσιαστηρίου· ήσαν δε εκεί ο Σαρακηνός Τερέβων, ο Γαβριήλιος και άλλοι τινές, οι μεν πλησίον εστώτες, οι δε μακρότερον. Όταν δε ετελείτο η δοξολογία του Τρισαγίου, βλέπουσιν εξαίφνης, ω της πολλής σου περί τον Άγιον Ευθύμιον, Χριστέ, χάριτος! πυρ καταβαίνον άνωθεν, όπερ περιέβαλε τον Άγιον και τον Δομετιανόν, και έμεινεν εις αυτούς το θαυμάσιον εκείνο πυρ από την αρχήν του Τρισαγίου έως τέλους της θείας λειτουργίας, ο δε Τερέβων ετρόμαξεν από τον φόβον ως ευλαβέστατος, και μη τολμών να ίσταται εκεί πλησίον εξήλθεν έξω του Ναού και ίστατο ως εξεστηκώς στοχαζόμενος το θαυμάσιον, καθώς ο Κυριακός τα διηγήθηκεν ύστερον, όπως τα ήκουσεν από τον Τερέβωνα και τον Γαβριήλιον. Οίτινες ακόμη και τούτο είπον, ότι τόσην χάριν έδωσεν εις τον Ευθύμιον ο Κύριος, ώστε εγνώριζεν ακριβώς από την όψιν τον άνθρωπον ωσάν από καθρέπτην τινά, τα έσωθεν της ψυχής κινήματα και τα πάθη αυτού και τους λογισμούς εστοχάζετο και κατελάμβανεν εις ποίον πάθος ενικάτο και εις πόσα αυτός ενίκα τον δαίμονα. Λέγουσι δε και τούτο δια τον Όσιον, καθώς αυτός εκείνος το είπε μυστικά προς τινας αδελφούς εις τούτων ωφέλειαν· ότι πολλάκις είδεν Αγγέλους φοβερούς συλλειτουργούντας και υπηρετούντας αυτόν ως Διάκονοι, και όταν εκοινώνει τους αδελφούς, τινάς μεν έβλεπε φωτεινούς και ωραίους, τινές δε ήσαν μαύροι και άσχημοι, όσοι δηλονότι ήσαν της θείας κοινωνίας ανάξιοι· όθεν πολλάκις εδίδασκεν αυτούς μαρτυρούμενος και τους ενουθέτει να προσέχουν να δοκιμάζη έκαστος εαυτόν, κατά τον Απόστολον, και ούτω μετά καθαράς συνειδήσεως να μεταλαμβάνη τον αμόλυντον· ότι όστις κοινωνεί αναξίως, κατακρίνεται αιώνια· δια τούτο και ο ιερεύς ασφαλίζεται τον λαόν πρωτύτερα λέγων· «Άνω σχώμεν τας καρδίας», ήτοι ας έχωμεν τας ψυχάς και τα νοήματα επάνω εις τα ουράνια, μηδέν των γηϊνων φρονούντες, τότε δε λαμβάνων από τον λαόν την υπόσχεσιν, ήτοι «Έχομεν προς τον Κύριον», τελειοί με θάρρος την ιεράν λειτουργίαν· έπειτα πάλιν εκτείνων τας χείρας προς ουρανόν, ώσπερ δεικνύων το μυστήριον, όπερ ωκονομήθη δια την σωτηρίαν μας, εκφωνεί λέγων· «Τα Άγια τοις Αγίοις»· ωσάν να λέγη· επειδή και εγώ είμαι άνθρωπος ομοιοπαθής με του λόγου σας και δεν γνωρίζω τας πράξεις σας, δια τούτο σας παραγγέλλω και διαμαρτύρομαι πρότερον, να δοκιμάση έκαστος τον εαυτόν του και εάν εις κανένα πάθος ευρίσκεται ή φθόνου ή υπερηφανείας ή επιθυμίας ή μνησικακίας ή εις άλλο όμοιον, μη τολμήση εάν δεν καθαρισθή του μιάσματος, ότι αυτά τα Άγια δεν δίδονται εις τους βεβήλους και αναξίους, αλλά εις τους καθαρούς και Αγίους· λοιπόν όσοι έχετε καθαράν συνείδησιν προσέλθετε προς τον Θεόν και φωτίσθητε και τα λοιπά. Όταν ο Μέγας Ευθύμιος έγινε χρόνων ογδοήκοντα δύο προσήλθεν εις αυτόν ο μακάριος Σάββας, παιδίον αγένειον, και τον παρεκάλεσε να τον δεχθή εις την συνοδείαν του· ο δε Όσιος ως προορατικός εγνώρισεν ακριβώς την μέλλουσαν αρετήν του νέου και μετά χαράς αυτόν υπεδέχθη, αλλά δια την ηλικίαν τον έστειλεν εις τον μακάριον Θεόκτιστον, έως να κάμη γένειον, προς τον οποίον έγραψε ταύτα· «Δέξαι τον νεανίαν τούτον και νουθέτει και οδήγει αυτόν φιλοπόνως εις πάσαν άσκησιν και ακρίβειαν του μοναδικού πολιτεύματος, ότι καθώς μου φαίνεται πολλήν προκοπήν μέλλει να κάμη εις την ασκητικήν πολιτείαν και να φωτίση πολλούς με τα εξαίσια και θαυμάσια κατορθώματά του». Ταύτα δια τον Σάββαν προεφήτευσεν ο Άγιος Ευθύμιος και όντως κατά την πρόρρησιν και τα πράγματα ηκολούθησαν, επειδή κατά την σήμερον δεν είναι καμμία πόλις ή χώρα έρημος, εις την οποίαν να μη διηγούνται με ηδονήν και ευφροσύνην πνευματικήν τα ένθεα του Οσίου Σάββα κατορθώματα· αλλά ταύτα γράφονται κατά την ημέραν της μνήμης αυτού· όθεν ας είπωμεν εισέτι ολίγα τινά περί του Μεγάλου Ευθυμίου δια να μη εξέλθωμεν από το προκείμενον. Εκείνας τας ημέρας ανεπαύθη εν Κυρίω ο Πατριάρχης Ιουβενάλιος, τελέσας εις τον θρόνον χρόνους τεσσαράκοντα πέντε και εχειροτονήθη κατά την προφητείαν του Ευθυμίου ο Αναστάσιος, όστις εχειροτόνησε Φείδωνα τινά Διάκονον, τον οποίον έστειλε με τον Σταυροφύλακα προς τον Μέγαν Ευθύμιον, ενθυμίζων εις αυτόν την πρόρρησιν και παρακαλών αυτόν να στέρξη να κατέβη ο Πατριάρχης εις την Λαύραν, να συνευφρανθώσι τω πνεύματι· ο δε Άγιος έδωκεν εις αυτόν τοιαύτην απόκρισιν· «Εγώ μεν επιθυμώ πάντα να βλέπω την σην τελειότητα και κέρδος πνευματικόν νομίζω την παρουσίαν σου, αλλά πρότερον μεν ήλθες χωρίς συνοδείαν και σύγχυσιν, ενώ τώρα πρέπει να έλθης κατά την αξίαν της αρχιερωσύνης και υπερβαίνει την εμήν ασθένειαν· λοιπόν παρακαλώ σε να μη λάβης τον κόπον, διότι εγώ μεν θα σε υποδεχθώ προθύμως ερχόμενον, αλλά κατόπιν θα είμαι υποχρεωμένος να υποδέχωμαι και όλους τους άλλους· όθεν ύστερον μη δυνάμενος να δέχωμαι τόσον πλήθος, θέλω αναχωρήσει απ’ εδώ, να υπάγω εις άλλον τόπον ασύγχυστον». Ταύτα δεξάμενος ο Πατριάρχης δεν ετόλμησε να υπάγη δια να μη βαρυνθή ο Άγιος και αναχωρήση. H βασίλισσα Ευδοκία έκτισε πολλάς Εκκλησίας, νοσοκομεία, πτωχοτροφεία και Μοναστήρια αναρίθμητα ως φιλόθεος και εξόχως αντίπερα της Λαύρας του Αγίου Ευθυμίου είκοσι στάδια ωκοδόμησε Ναόν περίφημον, εις το όνομα του Αποστόλου Πέτρου, εις τον οποίον έκαμε στέρναν μεγάλην δια να υδρεύωνται οι αδελφοί. Αύτη επήγεν ημέραν τινά να τον ίδη και βλέπουσα την Λαύραν του Αγίου Ευθυμίου, ότι ήσαν τα κελλία των Μοναχών καθ’ ένα κτισμένα χωριστά, κατενύχθη την ψυχήν τα μέγιστα και έστειλε τον Γαβριήλιον προς τον Άγιον παρακαλούσα και δεομένη αυτού να την συγχωρήση να υπάγη να του ομιλήση δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν και να του χαρίση χρυσίον αναρίθμητον δια να έχουν να εξοδεύουν δια τας ανάγκας των Μοναστηρίων πάντοτε. Ο δε Άγιος έγραψε ταύτα προς την βασίλισσαν· «Μη φροντίζης, τέκνον, περισσότερον, ότι εις ολίγας ημέρας υπάγεις προς τον Δεσπότην μας, τον οποίον ικέτευσον να συγχωρήση τας αμαρτίας σου· εις τούτο και ημείς δεν θέλομεν αμελήσει υπέρ της ψυχής σου δεόμενοι». Ταύτα εκείνη ακούσασα και θαυμάζουσα την πρόγνωσιν, απήλθεν εις την Αγίαν Πόλιν και λέγει προς τον Πατριάρχην όσα ο Άγιος της εμήνυσεν· έπειτα έδωσε πολλά εισοδήματα εις όλας τας Εκκλησίας, όσας έκτισεν, εις τας οποίας επήγεν ομού με τον Πατριάρχην και τας ενεκαινίασεν φιλοπόνως και πάσας επροίκισε πλουσιώτατα και ζήσασα τέσσαρας μήνας απήλθε προς Κύριον. Κατά τας ημέρας εκείνας και ο μακάριος Θεόκτιστος, βαθύ γηράσας, βαρέως ησθένησεν. Ο δε Άγιος Ευθύμιος, γέρων και αυτός ετών ενενήκοντα, κατέβη να τον ίδη, γινώσκων ότι έμελλε να υπάγη προς τον ποθούμενον, δια να υπηρετήση τα χρειαζόμενα. Μαθών δε και ο Πατριάρχης ταύτα, απήλθεν όπως ενταφιάση τον Όσιον και να απολαύση και τον Μέγαν Ευθύμιον· ούτω λοιπόν ποιήσαντες, μετά την ταφήν ησπάζετο με πόθον πολύν τας αγίας χείρας του Αγίου ο Αναστάσιος λέγων· «Πολύν πόθον είχα, δούλε του Θεού, να σε απολαύσω και ευχαριστώ τον Θεόν, ότι με ηξίωσε· δέομαι δε και παρακαλώ τα μέγιστα πρώτον μεν να πρεσβεύης εκτενώς τον Κύριον, να διαφυλαχθή εις εμέ έως τέλους η αληθεστάτη σου πρόρρησις· δεύτερον να μου γράφης πολλάκις, όταν έχης ανάγκην τίποτε δια τα λογικά σου θρέμματα και εγώ θα σε υπακούω ως τέκνον εις πατέρα, εις όλα σου τα προστάγματα». Ταύτα μεν και άλλα παρόμοια έλεγεν ο ευλαβής Πατριάρχης μετά πολλής ταπεινότητος· ο δε Όσιος πάλιν, ως μέτριος, τοιαύτα ανταπεκρίνατο· «Εγώ μάλλον, Δέσποτα, χρειάζομαι να πρεσβεύης εις τον Θεόν δι’ εμέ». Ο δε είπεν εις αυτόν πάλιν δεύτερον· «Εγώ μεν, Πάτερ μου τίμιε, σου υπακούω εις τούτο, ει και ανάξιος· συ δε πάλιν, ως χαρισμάτων ενθέων πεπληρωμένος και παρρησίαν έχων προς Κύριον, μη διαλίπης πρεσβεύων δια τα τέκνα σου». Πάλιν δε ο Όσιος πράως και ταπεινώς απεκρίνατο· «Συγχώρησόν μοι, Δέσποτα Άγιε, και έχε την φροντίδα του παρόντος Μοναστηρίου και πάντων των αδελφών, ως αρχηγός της Εκκλησίας μας. Λέγει ο Πατριάρχης· «Καθώς ήσουν και πρότερον προεστώς ταύτης της ερήμου, την οποίαν με την αρετήν σου επλούτισες και ως άλλην Ιερουσαλήμ απέδειξας αναθάλλουσαν, ούτω και τώρα ας είσαι κηδεμών απάντων των Μοναχών και οικονόμος εις τας ψυχάς και τα σώματα». Ούτω λοιπόν συνδιαλεξάμενοι ο μεν απήλθεν εις την Μητρόπολιν, ο δε Όσιος εψήφισε τον αββάν Μάριν Ηγούμενον, όστις ήτο θείος του Τερέβωνος, εις την αρετήν θαυμάσιος· έζησε δε μόνον δύο χρόνους εις την προστασίαν και τότε εψήφισε Λογγίνον τον αξιέπαινον· μετά ταύτα εχειροτονήθη ο Σταυροφύλαξ Κοσμάς Επίσκοπος Σκυθοπόλεως και Σταυροφύλαξ ο Χρύσιππος, καθώς ο Άγιος Ευθύμιος προεφήτευσεν· έζησε δε ο μακαρίτης Κοσμάς εις την αρχιερωσύνην έτη τριάκοντα, τελέσας μεγάλα και αξιέπαινα κατορθώματα· ο δε αδελφός αυτού Χρύσιππος έκαμεν ως Σταυροφύλαξ έτη δώδεκα και ούτως ετελείωσε τον βίον θεάρεστα· ο δε αδελφός αυτών Γαβριήλιος έκτισε Μοναστήριον εις το όνομα της Αγίας Αναλήψεως, όστις επειδή ήτο φιλομαθής και φιλάρετος εμιμείτο τον Μέγαν Ευθύμιον και ανεχώρει από την Μονήν μετά την εορτήν των Αγίων Θεοφανείων, έλειπε δε έως των Βαϊων· τον δε ογδοηκοστόν χρόνον της ηλικίας του απήλθεν εις τας ουρανίους μονάς, τελέσας θαυμάσια μέγιστα, ενεταφίασαν δε το άγιον αυτού λείψανον εις το μνήμα του Οσίου Θεοκτίστου. Ο δε Όσιος επόθει την ησυχίαν· όθεν λαβών συνοδούς τον Δομετιανόν και τον Σάββαν, όστις ήτο εις τον ζήλον της μοναδικής πολιτείας θερμότατος, απήλθον οι τρεις εις την ενδοτέραν έρημον, τρεφόμενοι με τας ρίζας των μελαγρίων και μη έχοντες άλλην τινά παράκλησιν σώματος. Πορευόμενοι λοιπόν εις την άνυδρον εκείνην έρημον, έπεσεν ο Σάββας από την άμετρον δίψαν εκκαιόμενος και δεν ηδύνατο ποσώς να σταματήση καν εις τους πόδας του· όθεν ο Όσιος, απομακρυνθείς ολίγον από τους άλλους, έκαμεν ευχήν προς Κύριον λέγων· «Δος, Κύριε, ύδωρ εις την διψώσαν γην, την του αδελφού δίψαν παραμυθούμενος». Και μετά την ευχήν έλαβε το σκαλίδιον, όπερ είχον δια να εξάγουν τας ρίζας των χόρτων να τρώγωσι, και σκάπτων ολίγον εις την γην εξήλθεν ύδωρ γλυκύτατον, ω του θαύματος! Όθεν πίνων ο Σάββας εθεράπευσε την οδύνην του, δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν, όστις τελεί δια των δούλων αυτού τοιαύτα σημεία και τέρατα. Ούτω λοιπόν έχων προς τον Θεόν πολλήν την παρρησίαν ο Μέγας Ευθύμιος προεγνώρισεν όχι μόνον την μακαρίαν αυτού μετάστασιν, αλλά και όσα έμελλον να συμβούν εις εκείνην την Λαύραν, την οποίαν με τόσον κόπον ωκοδόμησεν. Αφού λοιπόν διήλθον ημέραι οκτώ από τα Άγια Θεοφάνεια, συνήχθησαν πολλοί από τους Πατέρας εις το κελλίον του Αγίου, άλλοι δια να τον αποχαιρετήσουν και άλλοι να τον ακολουθήσουν εις την έρημον· μεταξύ δε των άλλων ήτο ο Ηλίας και ο Μαρτύριος, οίτινες ιδόντες ότι δεν είχε τίποτε ητοιμασμένα δια την αναχώρησιν, τον ηρώτησαν εάν θα ανεχώρει την επομένην. Ο δε είπεν εις αυτούς· «Όλην ταύτην την εβδομάδα θα παραμείνω μαζί σας και το μεσονύκτιον του Σαββάτου χωρίζομαι από λόγου σας»· τούτο δε είπε δια την τελευταίαν αναχώρησιν· όμως ούτοι δεν το ηννόησαν. Μετά δε τρεις ημέρας ήτο η εορτή του μεγάλου Αντωνίου και προστάσσει να κάμουν εις τον Ναόν αγρυπνίαν ολονύκτιον. Αφού λοιπόν έκαμαν την πανήγυριν, εσύναξεν εις το Διακονικόν τους ιερωμένους και τους λέγει· «Γινώσκετε, αδελφοί, ότι ο Κύριος με καλεί από την παρούσαν ζωήν προς την μέλλουσαν· αύριον λοιπόν ας συναχθούν όλοι οι αδελφοί, να σας παραγγείλω πως να κάμετε μετά την εμήν αναχώρησιν». Το πρωϊ λοιπόν μετά σπουδής συνηθροίσθησαν άπαντες, προς τους οποίους είπεν ο Άγιος· «Πατέρες μου και αδελφοί αγαπητοί εν Κυρίω και τέκνα μου περιπόθητα· εγώ μεν πορεύομαι εις τρεις ημέρας την τελευταίαν οδόν των Πατέρων μου, σεις δε πρέπει να φυλάξετε απαρασαλεύτους τας εντολάς τας οποίας σας παραγγέλλω, δια να φανή το φίλτρον σας προς με και η ευλάβεια· πρότερον από όλας τας αρετάς να έχετε την αγάπην , χωρίς της οποίας δεν είναι δυνατόν να κατορθώση τις αρετήν ολότελα· ότι όλαι αι αρεταί με την αγάπην και την ταπεινοφροσύνην γνωρίζονται· η ταπεινοφροσύνη αναβιβάζει εις το ύψος των κατορθωμάτων τον ενάρετον και η αγάπη δεν τον αφήνει να ξεπέση από το ύψος του. Πρέπει λοιπόν να εξομολογούμεθα εις τον Θεόν πάντοτε και κατά χρέος να τον υμνολογούμεν όλοι οι άνθρωποι, μάλλον δε ημείς οι Μοναχοί δια τας συνθήκας τας οποίας ετάξαμεν εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, επειδή είμεθα ελεύθεροι των βιοτικών φροντίδων και διάγομεν ζωήν απερίσπαστον· λοιπόν ας είσθε καθαροί πάντοτε εις τας ψυχάς και τα σώματα· φυλάττετε ακριβώς τον κανόνα τον οποίον σας έδωσα και την συνήθη δοξολογίαν των συνάξεων, επιμελείσθε τους θλιβομένους όσον δύνασθε· όσοι αδελφοί πειράζονται από ρυπαρούς και ατόπους λογισμούς, ας τους εξομολογούνται ταχέως δια να διορθώνωνται από τους πρακτικωτέρους με διδασκαλίας και παραδείγματα, δια να μη υποσκελισθούν από τον διάβολον· ταύτην δε την τελευταίαν μου εντολήν σάς λέγω να φυλάττετε επιμελέστατα, ήτοι μη κλείσετε ποτέ την θύραν εις τους ερχομένους, αλλ’ ας είναι ανοιγμένη δια τους οδοιπόρους και πένητας, και ας είναι πάντα κοινά εις τους δεομένους όσα πράγματα έχετε, εάν θέλετε να σας στέλλη και σας ο Κύριος αφθόνως και πλουσίως όσα χρειάζεσθε». Ταύτα προστάξας ηρώτησεν αυτούς τίνα ήθελον να τους αφήση Πρωεστώτα και Καθηγούμενον· οι δε άπαντες ομοφώνως εζήτησαν τον Δομετιανόν, ως πάντων εναρετώτερον· ο δε Ευθύμιος απεκρίνατο· «Ψηφίσατε έτερον, ότι ο Δομετιανός επτά ημέρας μόνον κάμνει εις τούτον τον κόσμον μετά την εμήν αποβίωσιν». Τούτο πάντας τους περιεστώτας εξέπληξε, επειδή το είπεν ούτω παρρησία και δεν το έκρυψεν. Αποτυχόντες λοιπόν του Δομετιανού, εζήτησαν Ηλίαν τινά της κάτω Μονής οικονόμον, το γένος Ιεριχούντιον. Επιστραφείς λοιπόν είπεν προς αυτόν ο Άγιος· «Ιδού πάντες οι Πατέρες αυτοί εαυτοίς ποιμένα σε και προστάτην ψηφίζονται· όθεν πρόσεχε να ωφελήσης αυτούς και τον εαυτόν σου· γίνωσκε δε τούτο, ότι ο Θεός ηυδόκησε να γίνη και αύτη η Λαύρα εις ολίγον καιρόν Κοινόβιον». Την επομένην ημέραν είπεν ο Όσιος προς τον νέον Ηγούμενον που να οικοδομήση το Κοινόβιον και πως να το συστήση, και περί ξενοδοχίας και ψαλμωδίας και δια τα επίλοιπα άπαντα, δηλαδή πως να επιμελήται τους αδελφούς, και εξόχως πως να καθοδηγή εκείνους οίτινες πειράζονται από ατόπους λογισμούς και βαρύνονται. Έπειτα είπε κοινώς προς άπαντας· «Εάν εύρω τινά παρρησίαν προς Κύριον, θέλω του ζητήσει ταύτην την χάριν, να είμαι με το πνεύμα εις την συνοδείαν σας πάντοτε». Ταύτα ειπών απέλυσεν άπαντας, εκράτησε δε πλησίον του μόνον τον Δομετιανόν και προσμείνας ημέρας τρεις ειςτο Διακονικόν μετ’ αυτού, την νύκτα του Σαββάτου εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθε προς την εκείθεν μακαριότητα, πρεσβύτης και πλήρης ημερών γενόμενος, εις ηλικίαν ενενήκοντα εξ ετών, εικοστήν του Ιανουαρίου μηνός άγοντος, εν έτει από Χριστού υογ΄ (473). Εξήλθε λοιπόν αύτη η φήμη ταχέως εις τα περίχωρα· όθεν συνηθροίσθη πλήθος Μοναχών και λαϊκών αναρίθμητον, εξόχως δε ο Πατριάρχης Αναστάσιος με συνοδείαν εκκλησιαστικών και στρατιωτικών πολυάριθμον, ήλθον δε και ο Χρύσιππος, ο Γαβριήλιος και ο Διάκονος Φείδων ως και πάντες οι αναχωρηταί της ερήμου με τον μέγαν Γεράσιμον, και απλώς συνήχθη τόσον πλήθος ανθρώπων, ώστε ήτο ξένον θέαμα και δεν ηδύναντο οι Ιερείς να ενταφιάσουν το άγιον λείψανον. Όθεν βλέπων ο Πατριάρχης ότι ήτο ώρα ενάτη της ημέρας, προσέταξε τους στρατιώτας να απομακρύνουν βιαίως τον λαόν· και ούτως εποίησαν· όθεν μετά βίας πολλής ηδυνήθησαν να τελέσουν την των θείων Πατέρων παράδοσιν, να καθίσουν εις την πολύπλουτον και μακαρίαν σορόν το αθλητικώτατον εκείνο και πάνσεπτον λείψανον ψάλλοντες τους προσήκοντας ύμνους και άσματα. Πάντες λοιπόν εδάκρυσαν και αμέτρως εθλίβησαν την του Μεγάλου Ευθυμίου υστέρησιν, εξαιρέτως δε ο Μαρτύριος και ο Ηλίας εθρήνουν απαραμύθητα, τους οποίους ο Πατριάρχης παρηγόρησεν υποσχόμενος να τους δίδη την πρέπουσαν πάντοτε βοήθειαν προς συντήρησιν της αδελφότητος. Ο δε γνήσιος αυτού μαθητής και μιμητής των αρετών αυτού ακριβέστατος, όστις τον υπηρέτησε χρόνους πεντήκοντα, δεν ανεχώρησεν από τον τάφον του διδασκάλου του. και την εβδόμην ημέραν φαίνεται εις αυτόν εν νυκτί φαιδρός την όψιν ο Μέγας Ευθύμιος λέγων· «Ιδού ο Θεός μάς ηξίωσε και ταύτης της χάριτος, να συνευφραινώμεθα ομού και εδώ αιώνια καθώς είμεθα και εκεί εις τον πρόσκαιρον κόσμον αχώριστοι· ελθέ λοιπόν να απολαύσης την ητοιμασμένην σοι δόξαν και εύκλειαν». Ταύτα ο Δομετιανός ανήγγειλεν ευθύς εις τους αδελφούς, και ούτως εν χαρά και αυτός απήλθεν εις την εκείσε μακαριότητα και εκηδεύθη εντίμως παρά των Πατέρων. Μετά ταύτα ελθών και πάλιν ο Πατριάρχης με ανθρώπους πολλούς και με πολλήν ευλάβειαν έλαβον το άγιον λείψανον του Ευθυμίου και με λαμπάδας και θυμιάματα το έφεραν εις τον οίκον, τον οποίον αυτός ενεούργησε, και το έβαλαν εις ιεράν θήκην ασφαλώς μετά προσοχής, ίνα μη δύναται τις να αφαιρέση ποτέ μέρος εξ αυτού. Γινώσκετε δε ταύτα, αδελφοί, δια τον Μέγαν Ευθύμιον, ότι ήτο εις την έξιν άπλαστος, τον τρόπον πραότατος, την όψιν λευκός, στρογγυλός εις το πρόσωπον, φαιδρός τε και ευπρεπής, εις το χρώμς λευκός, εις την ηλικίαν σεμνός, τα γένεια μακρά έως τους μηρούς του και κατώτερα, ήτο δε εις τα μέλη υγιής και ακέραιος, δεν του έλειπε κανένα μέρος του σώματος, ούτε κανένα οδόντιον ολότελα· εγεννήθη, ως είπομεν, εκ θείας αποκαλύψεως, αφιερώθη εις τον Θεόν το τρίτον έτος της ηλικίας του, κατά δε το ενενηκοστόν έκτον έτος της ζωής του απήλθε προς την εκείθεν μακαριότητα. Αλλά ας είπωμεν και ολίγα θαυμάσια από όσα ετέλεσε μετά την οσίαν του κοίμησιν, και μάλιστα ένα φρικτόν και εξαίσιον, όπερ έγινεν εις τον Ιεροδιάκονον Φείδωνα, δια την οποίαν αιτίαν έγινεν η Λαύρα του Οσίου Κοινόβιον. Ακούσατε λοιπόν μετά προσοχής εξ αρχής την υπόθεσιν, να καταλάβετε πόσην παρρησίαν έχει προς τον Θεόν ο Όσιος Ευθύμιος. Εν έτος μετά την κοίμησιν του Οσίου απέθανεν ο φιλόχριστος βασιλεύς Λέων, εγένετο δε διάδοχος αυτού ο έγγονός του Λέων υιός του εκ θυγατρός γαμβρού του Ζήνωνος, όστις ήτο μικρόν παιδίον και ζήσας μόνον ένα χρόνον αφήκε βασιλέα τον πατέρα αυτού Ζήνωνα· τούτον εδίωξεν από τον θρόνον με επιβουλήν ο τύραννος Βασιλίσκος, όστις εκάθισε βασιλεύς τυραννικώς και ήτο εις την αίρεσιν του Ευτυχούς και Διοσκόρου, οίτινες εφρόνουν εις τον Χριστόν μίαν φύσιν, λέγοντες κατ’ αυτού και άλλα βλάσφημα λόγια, τους οποίους η Αγία Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος ανεθεμάτισε. Τον καιρόν εκείνον λοιπόν εσυνάχθησαν εις την Ιερουσαλήμ οι πρόκριτοι αυτής της αιρέσεως και εψήφισαν ιδικόν των Πατριάρχην· ο δε Ζήνων εσύναξε λαόν από την Ισαυρίαν, και ελθών εθανάτωσε τον Βασιλίσκον και επήρε τον θρόνον του· τότε ήτο και ο Πατριάρχης Αναστάσιος αποθαμμένος, και εκάθισεν εις τον θρόνον του ο Μαρτύριος, όστις έγραψε μίαν επιστολήν προς τον βασιλέα Ζήνωνα και προς τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιον, δια τους άνωθεν αιρετικούς, να τους παιδεύσουν να παύσουν τα σκάνδαλα· έδωκε λοιπόν τα γράμματα εις τον Διάκονόν του Φείδωνα, όστις επήγεν εις την Ιόππην, και ευρίσκων πλοίον εισήλθεν, και αρμενίζων εις το παρθενικόν πέλαγος, τους εύρε μεγάλη ταραχή εις το πέλαγος, τόσον ώστε το πλοίον εναυάγησεν, οι δε άνθρωποι άλλοι μεν επνίγησαν πάραυτα, άλλοι δε εκρατούσαν σανίδας πλέοντες· ομοίως και ο Διάκονος ευρίσκων ένα ξύλον έπλεε με κόπον πολύν, περιμένων εις ολίγην ώραν ως αναπόφευκτον τον θάνατον. Ούτω λοιπόν λυπούμενος εις τοιαύτην συμφοράν και εσχάτην ταλαιπωρίαν δεινώς οδυνώμενος, ήλθεν εις την ενθύμησιν αυτού ο Μέγας Ευθύμιος· όθεν εβόησε ταύτα προς αυτόν μετά πίστεως· «Άγιε του Θεού Ευθύμιε, πρόφθασον και σώσον με από τον κίνδυνον τούτον τον χαλεπώτατον». Ούτω λοιπόν δεόμενος είδε τον Όσιον περιπατούντα επάνω εις τα κύματα και του λέγει· «Μη φοβείσαι, ότι εγώ είμαι ο δούλος του Δεσπότου Χριστού Ευθύμιος και ήξευρε, ότι δεν ήρεσεν εις τον Θεόν η οδοιπορία σου, και δια τούτο σου έτυχε το ναυάγιον· λοιπόν επίστρεψον εις εκείνον όστις σε έστειλε και ειπέ του από εμέ, να μη μεριμνά δια την των Αποσχιστών διάστασιν, ότι εις ολίγας ημέρας, πριν αποθάνης, γίνεται ένωσις της Εκκλησίας, να έχουν όλοι οι Ιεροσολυμίται ένα ποιμένα και πρόεδρον· ύπαγε λοιπόν εις την εμήν Λαύραν και χάλασε από θεμελίων όλα τα κελλία των αδελφών και κάμε το Κοινόβιον εκεί όπου έκτισες το κοιμητήριον, ότι ούτως είναι θέλημα Θεού, να γίνη η Λαύρα Κοινόβιον». Ταύτα λέγων προς τον Φείδωνα ο Μέγας Ευθύμιος, εξέβαλε τον μανδύαν αυτού και σκεπάσας αυτόν τον ήρπασε και ευρέθη εις την γην πάραυτα, ήτοι εις το μέσον της αγίας Πόλεως, ω του θαύματος! και αφαιρών το θείον εκείνο παλλίον του Αγίου Ευθυμίου, με το οποίον ως αετός υπόπτερος επέρασε τόσον πέλαγος, ενεδύθη τα συνήθη αυτού ιμάτια. Αλλά θαύμα ηκολούθει τω θαύματι, και πάλιν το παλλίον ηρπάγη ως υπό χειρός τινος και έγινεν άφαντον, ο δε Φείδων συλλογιζόμενος τα συμβάντα, πως ελυτρώθη από τον μέγαν εκείνον κίνδυνον, εδόξαζε τον Κύριον και ηυχαρίστει τον Μέγαν Ευθύμιον λέγων· «Τώρα αληθώς κατενόησα, ότι γνήσιος δούλος του Θεού είναι ο Μέγας Ευθύμιος». Ταύτα διηγήθη και προς τον Πατριάρχην, όστις εθαύμασε και είπε· «Όντως Προφήτης ήτο ο Μέγας Ευθύμιος, ότι όσα έμελλε να γίνουν εις την Λαύραν, μας τα είπε προ της τελειώσεώς του». Ταύτα λέγων επρόσταξε τον Φείδωνα να κάμη καθώς ο Άγιος παρήγγειλε και του έδωκε πάσαν βοήθειαν και ανήγειρεν εις ολίγον καιρόν το Κοινόβιον, με όσα έκαμναν χρεία κελλία, νοσοκομείον, φούρνους, πύργους, κοιμητήριον και έτερα χρειαζόμενα, θέλοντες δε να εγκαινιάσουν την Εκκλησίαν εχρειάζοντο ύδωρ, διότι μόνον τον χειμώνα βρέχει εις εκείνα τα μέρη, και με το ύδωρ όπερ μένει εις τους λάκκους των πετρών και με δοχεία υπηρετούνται κατά τον υπόλοιπον χρόνον. Κατά δε τον καιρόν του θέρους έχουσι μεγάλην υστέρησιν. Συνήθροισαν λοιπόν ημιόνους από διαφόρους τόπους να φέρουν ύδωρ και το μεσονύκτιον φαίνεται εις τον Ηγούμενον Ηλίαν ο Μέγας Ευθύμιος και του λέγει· «Διατί δεν εκάματε δέησιν προς τον Θεόν, να σας στείλη ύδωρ, ολιγόπιστοι, αλλά βασανίζετε τα υποζύγια; Από την σιαγόνα της όνου έβγαλεν ύδωρ και επότισε τον Σαμψών και από την ακρότομον πέτραν και εχόρτασε λαόν τον απειθή και αχάριστον και σας θαρρείτε να αφήση αβοηθήτους εις τοσαύτην υστέρησιν; Μη φοβείσθε, ότι έως τρεις ώρας της ημέρας θα γεμίσουν οι λάκκοι άπαντες ύδατος». Εγερθείς λοιπόν εφανέρωσε και εις τους άλλους την όρασιν και τότε εφάνη αίφνης εις τον ουρανόν σύννεφον μέγα και τόσην βροχήν κατεβίβασεν, ώστε δεν εχρειάσθησαν ύδωρ ει μη μόνον το βρόχινον. Τούτο το θαύμα ηκούσθη εις όλην την έρημον· όθεν επήγε και ο Αρχιεπίσκοπος Μαρτύριος και ποιήσαντες αγρυπνίαν έκαμαν τον εγκαινιασμόν την εβδόμην του μηνός Μαϊου· εις δε την Αγίαν Τράπεζαν έβαλαν από τα άγια λείψανα τριών Μαρτύρων Πρόβου, Ταράχου και Ανδρονίκου· ήσαν δε τότε χρόνοι δώδεκα μετά την κοίμησιν του Οσίου Ευθυμίου. Μετά ταύτα έγινεν ο Φείδων της πόλεως Δώρας Επίσκοπος· ο δε Πατριάρχης Μαρτύριος εσύναξε τους Επισκόπους και Μοναχούς και εγένετο εις την Εκκλησίαν ομόνοια και ειρήνη κατά την του Αγίου Ευθυμίου πρόρρησιν· εις δε την Μονήν του Οσίου μετά την του μακαρίου Ηλία κοίμησιν έγινεν άλλος Ηγούμενος, Συμεών καλούμενος, όστις έζησε μόνον τρεις χρόνους· κατόπιν εψήφισαν άλλον από την Αραβίαν, την κλήσιν Στέφανον, όστις είχεν αδελφόν Προκόπιον το όνομα και αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον χρυσά εξακόσια· άρχων δε τις από την Αντιόχειαν, την κλήσιν Καισάριος, ήλθεν εις την Αγίαν Πόλιν, όστις έπεσεν εις δεινήν και χαλεπήν ασθένειαν σώματος και μη ευρίσκων εις ιατρούς τινά βοήθειαν, απήλθεν εις τον τάφον του Αγίου Ευθυμίου και χρισθείς από το έλαιον της κανδήλας εθεραπεύθη πάραυτα· όθεν όσα χρυσά χρήματα του ευρέθησαν εχάρισεν εις τον Ναόν, τάζων να δώση και έτερα αναρίθμητα· επιστρέφων δε εις την οικίαν του απήλθεν εις την Τρίπολιν και διηγήθη την θαυματουργίαν προς τον Επίσκοπον Στέφανον. Ο δε ανεψιός τούτου Λεόντιος, νεώτερος την ηλικίαν, ακούσας ταύτα εθερμάνθη εις την ψυχήν από τον θείον έρωτα και απαρνησάμενος κόσμον και πάσαν σωματικήν απόλαυσιν επήγεν εις το Μοναστήριον του Αγίου Ευθυμίου και εκουρεύθη· μετά ταύτα δε όχι μόνον Ηγούμενος έγινεν, αλλά και διάδοχος του θρόνου μετά τον θάνατον του θείου του, εις δε την Μονήν εψήφισαν άλλον Ηγούμενον, ονόματι Θωμάν, ο δε Καισάριος ήλθε πάλιν να προσκυνήση δι’ ευλάβειαν του Αγίου το Μοναστήριον και του ήνοιξαν το Διακονικόν να ασπασθή το Τίμιον Ξύλον του Σταυρού και άλλα πολύτιμα λείψανα. Αδελφός δε τις, το γένος Γαλάτης, την κλήσιν Θεόδοτος, ήτο υπηρέτης του Διακονικού, και βλέπων τα προειρημένα εξακόσια χρυσά, ενικήθη υπό φιλαργυρίας ο άθλιος και έκλεψε τα φλωρία με τρόπον επιδέξιον, τόσον ώστε δεν το ηννόησε τις έτερος. Και κατά την επαύριον προσεποιήθη ότι ήθελε να υπάγη εις τόπον ήσυχον, και έφυγεν απερχόμενος προς Ιεροσόλυμα· όταν δε διήρχετο αντίκρυ της Μονής του Μαρτυρίου εξήγαγεν από ένα σακκούλιον φλωρία πεντήκοντα, και τα επίλοιπα έκρυψε κάτωθι μιας μεγάλης πέτρας, και σημαδεύσας τον τόπον επήγεν εις Ιόππην, εις την οποίαν μισθώσας ίππους επέστρεψεν εις τον λίθον, εις τον οποίον έκρυψε τον θησαυρόν, ένθα, ω Θεού κριμάτων! είδε φοβερόν και εξαίσιον θέαμα· εξήλθε κάτωθεν της πέτρας όφις δεινός και τρομερώτατος, ώσπερ υπό τινος εις φύλαξιν του χρυσού προστασσόμενος, και δεν τον αφήκε να πλησιάση ολότελα, αλλά έφευγεν έντρομος· έπειτα πολλάκις υπέστρεφεν ο δείλαιος, αλλά πάντοτε εύρισκε τον φοβερόν εκείνον του χρυσού φύλακα επιμελώς εγρηγορότατα και εφιστάμενον, όστις έτρεχε κατ’ αυτού και τον εδίωκε, ίνα μη πλησιάση τελείως. Κατά δε την υστάτην φοράν κατά την οποίαν επλησίασεν, ελθούσα δύναμις τις εναέριος τον εκτύπησε δυνατά ωσάν με ξύλον χονδρόν· όθεν έπεσε κατά γης ημιθανής ο άθλιος, και διαβαίνοντες προς Ιεροσόλυμα τινές Λαζαριώται, ευρόντες αυτόν ως νεκρόν, τον σηκώνουσι και τον κομίζουσιν εις το νοσοκομείον. Εκεί λοιπόν ημέρας πολλάς κοιτόμενος και αποκοιμώμενος μίαν των ωρών βλέπει καθ’ ύπνον γέροντα τινά θυμωμένον, όστις του λέγει· «Εάν δεν δώσης οπίσω τα χρήματα, τα οποία έκλεψες από την Μονήν του Αγίου Ευθυμίου, δεν θεραπεύεσαι». Τότε λοιπόν προσκαλεσάμενος τον πανδοχέα ωμολόγησε το αμάρτημα. Ταύτα μαθών ο Ηγούμενος απήλθεν εις την Αγίαν Πόλιν, και φορτώσαντες τον Θεόδοτον επήγαν εις τον λίθον. Ο δε φρικτός εκείνος χρυσοφύλακας, ω του θαύματος! βλέπων τους αληθείς κυρίους του θησαυρού ανεχώρησε και τους έδωκεν άδειαν να λάβουν το πράγμα των. Και αυτοί μεν έλαβον το χρυσίον, ο δε Θεόδοτος έμεινε τεθεραπευμένος ταύτην την ώραν και υγιέστατος. Ζήσας λοιπόν ο Θωμάς εις το Ηγουμενείον χρόνους οκτώ ετελεύτησε την εικοστήν πέμπτην του μηνός Μαρτίου, ζήσας το όλον χρόνους εβδομήκοντα. Μετά την του Θωμά κοίμησιν έλαβε την προστασίαν των αδελφών ο Λεόντιος, εις του οποίου τας ημέρας ήμουν και εγώ ο γράψας τον βίον τούτον της ποίμνης ταύτης εν πρόβατον· όθεν όσα μου διηγήθησαν φιλαλήθως οι άγιοι γέροντες εκείνοι δια τον θαυμαστόν Ευθύμιον δεν απέκρυψα από των τέκνων αυτών εις γενεάν ετέραν· τώρα δε πάλιν να είπω και εγώ όσα είδα με τους οφθαλμούς μου θαυμάσια, από τα οποία επιστώθην και τα προηγούμενα. Εις τους δεκαέξ χρόνους της βασιλείας Ζήνωνος ενεδύθην το άγιον σχήμα και πηγαίνων εις τα Ιεροσόλυμα προσεκύνησα τους Αγίους Τόπους, ένθα ευρών τον ησυχαστήν Ιωάννην, τον συνεβουλεύθην που να υπάγω, να εύρω την σωτηρίαν της ψυχής μου, όστις με έστειλεν εις την Μονήν του Μεγάλου Ευθυμίου. Ήτο δε τότε Ηγούμενος ο ρηθείς Λεόντιος, όστις με υπεδέχθη μετά χαράς· καθώς λοιπόν ευρισκόμην εκεί είδα Μοναχόν τινα, το γένος Κίλικα, Παύλον ονομαζόμενον, όστις είχε δαιμόνιον. Ήτο δε από την Μονήν του Μαρτυρίου και τον έφεραν οι συγγενείς του εις τον τάφον του Αγίου Ευθυμίου, ο οποίος του εφάνη παρευθύς το μεσονύκτιον και εδίωξε τον δαίμονα. Ο Μοναχός δε, υγιής γενόμενος, ήλθεν εις τον όρθρον και εψάλαμεν μαζί την ακολουθίαν. Ταύτα μαθόντες οι Μοναχοί του Μαρτυρίου ήλθον να τον πάρουν, διότι εκουρεύθη εις το Μοναστήριον αυτών. Αλλ’ αυτός ως ευγνώμων δεν ανεχώρησε ποσώς από το Κοινόβιον του Αγίου, αλλά υπηρέτει με προθυμίαν όλους μας. Ακούσατε δε και άλλο παρόμοιον. Μακράν από το Κοινόβιον δύο στάδια είχομεν δύο δεξαμενάς, τας οποίας ωκοδόμησεν ο Άγιος, και την μεν μίαν έδωκεν εις τους Αγαρηνούς, τους οποίους εβάπτισε, δια να παίρνουν ύδωρ απ’ αυτήν να πορεύωνται, την δε ετέραν είχομεν ημείς και την εκλειδώναμεν το θέρος, ότε ήτο ολίγον το ύδωρ. Καιρόν δε τινά επήγε τις των βαρβάρων να ποτίση τας καμήλους του και ευρίσκων την δεξαμενήν κεκλεισμένην εθυμώθη και έθραυσε δι’ ενός λίθου την θύραν αυτής, παρευθύς δε εδαιμονίσθη και πεσών ήφριζε το στόμα κατά γης κυλιόμενος. Μετά καιρόν έφερε τον βάρβαρον εκείνον εις το Μοναστήριον Χριστιανός τις Θαλάβας ονόματι, όστις μας ανέφερε την υπόθεσιν· όθεν εγώ ελυπήθην τον βάρβαρον και τον επήγαμεν βασταζόμενον εις τον τάφον του Αγίου, διότι αυτός όστις τον επαίδευσε δια την θρασύτητά του, αυτός ηδύνατο πάλιν να του δώση δια φιλανθρωπίαν την θεραπείαν, καθώς και εγένετο, μάλιστα δε και περισσότερον από όσον εζήτει απέλαβε. Διότι όχι μόνον εθεραπεύθη κατά το σώμα, αλλά και την ψυχήν φωτισθείς από θείαν έλλαμψιν έλαβε το Άγιον Βάπτισμα. Αλλά και την ανεψιάν του ρηθέντος Θαλάβα εθεράπευσεν από το ακάθαρτον δαιμόνιον, ως την έφεραν από του Λαζαρίου και έπιεν ολίγον αγίασμα· έτερος δε τις υιός Αγαρηνού Αργώβ εφύλαττε πρόβατα και εισελθών εις αυτόν χαλεπώτατον δαιμόνιον, εβασάνιζεν αυτόν και περιέστρεφεν όχι μόνον τας φρένας του, αλλά και τους οφθαλμούς και το πρόσωπον· φέροντες δε και αυτόν εις τον τάφον του Αγίου Ευθυμίου, εθεραπεύθη εις ολίγον διάστημα. Άλλη δε τις γυνή από το χωρίον Βιταβουδισών ύπανδρος είχε δαιμόνιον άγριον, το οποίον την εβασάνιζε μήνας επτά, ο δε άνδρας της ελυπείτο μεγάλως και μη ευρίσκων άλλην βοήθειαν, την έφερεν εις το Μοναστήριον και την αφήκεν απ’ έξω, διότι γυναίκα δεν εισήγον έσωθεν. Μείνασα δε αύτη εκεί ημέρας τρεις, προσηύχετο και ενήστευε· και τότε της φαίνεται την νύκτα ο Μέγας Ευθύμιος λέγων· «Ίδε, ιατρεύθης και ύπαγε εις τον οίκον σου». Και ευθύς ευρέθη υγιής και απήλθε δοξάζουσα τον Θεόν και ευχαριστούσα τον Όσιον, αύτη δε όχι μόνον τότε αλλά και κάθε χρόνον επήγαινεν εις την Μονήν με δωρήματα και παρέμενεν έξωθεν, καταφιλούσα την γην με πολλήν ευλάβειαν και τους αδελφούς υπεδέχετο εις τον οίκον της και τους εφίλευεν ως ηδύνατο. Άλλος τις αδελφός ήτο μαζί μας, το γένος Γαλάτης, την κλήσιν Προκόπιος, από ευγενικούς ανθρώπους, όστις είχεν εντός αυτού δαιμόνιον, το οποίον πριν να γίνη Μοναχός τον εβασάνιζε κρυφά· αφ’ ότου όμως ήλθεν εις τον τάφον του Μεγάλου Ευθυμίου και έβαλε τα ράσα, τότε εφανερώθη ο δαίμων, ως ο κλέπτης υπό του φωτός ελεγχόμενος, και ούτως ο δυστυχής Προκόπιος εξέσχιζε τας σάρκας και πίπτων εις την γην εβασανίζετο δεινώς και έμενεν άλαλος· αλλ’ ο Άγιος ευσπλαγχνίσθη αυτόν και τον εθεράπευσεν από την δαιμονιώδη μανίαν εκείνην και τα δεσμά της γλώσσης διέλυσεν, ευρίσκετο δε ούτος μαζί μας έως την σήμερον, όχι μόνον υγιής αλλά και με σωφροσύνην και υπομονήν στολισμένος αίρων του Χριστού τον χρηστόν και γλυκύτατον ζυγόν κατά δύναμιν. Αλλά πως να σιωπήσω το θαυμάσιον, όπερ επράχθη εις τον ξενικόν εκείνον, όστις ήλθεν ημέραν τινά όταν εκαθήμεθα εις την θύραν του Μοναστηρίου εργοχειρούντες κατά το σύνηθες, και εφώναζε μεγάλως ελαυνόμενος από το δαιμόνιον, το οποίον έκραζε λέγον· «Τι εμοί και σοι, δούλε του Θεού Ευθύμιε; Που με σύρεις βιαίως; Δεν εξέρχομαι απ’ εδώ». Ταύτα ειπών τον έρριψεν έμπροσθεν της θύρας και εκοίτετο εις τους ορώντας πτώμα ελεεινότατον. Ταύτα βλέποντες ημείς τον ελυπήθημεν, και μετά βίας τον εσήκωσα εγώ και ο θυρωρός Βαβύλας, να τον υπάγωμεν εις τον Άγιον· ο δε πάλιν εφώναζε λέγων· «Τι με σύρετε να με υπάγετε εις τον εχθρόν μου, όστις πολεμεί και φλογίζει με; Ω βία, δεν έρχομαι μαζί σας, αλλ’ εξέρχομαι και πλέον δεν εισέρχομαι εις τούτον τον άνθρωπον». Αφού δε εφθάσαμεν με πολύν κόπον σύροντες αυτόν εις τον τάφον του Αγίου, τον έρριψε πάλιν ο δαίμων και τον ετάραξε τόσον, ώστε έμεινεν όλην την νύκτα άλαλος, και το πρωϊ ευρέθη (ω του θαύματος) υγιής και σωφρονισμένος τοσούτον, ώστε πάντες εξέστησαν· εγώ δε τον ηρώτησα, διατί εφώναζε χθες και έκαμνε τόσην σύγχυσιν, ο δε έλεγεν ότι δεν ήξευρε τίποτε, ούτε πως ήλθεν, ούτε ότι έκαμε τινά σύγχυσιν. Έτι δε από το χωρίον Βηταγαβαίων ήτο Ιερεύς τις εις το Μοναστήριον, Αχθάβιος το όνομα, όστις έκαμε μαζί μας χρόνους τεσσαράκοντα πέντε (45) εις τας εντολάς του Θεού εργάτης επιμελής και δόκιμος· ούτος είχεν αδελφόν εις το ρηθέν χωρίον, το οποίον είναι πλησίον της Γάζης και τον έλεγαν Ρωμανόν, ο οποίος εις μεν την ψυχήν ήτο πτωχός και βέβηλος, εις δε τον πρόσκαιρον βίον περισσώς πλούσιος· δια τούτο τον εφθόνησε τις και του έκαμε μαντείας ο δείλαιος· όθεν ο Ρωμανός ησθένησε δεινώς, ήτοι είχεν ασθένειαν τινά, ήτις λέγεται νάρκη, και εκοίτετο εις τον οίκον του υδρωπικιάσας τόσον, ώστε οι ιατροί τον απεφάσισαν και τον έκλαιον ως ετοιμοθάνατον οι φίλοι του. Ούτος λοιπόν κοιτόμενος και ούτω βαρέως βασανιζόμενος και τον θάνατον αναμένων, έκαμε σχήμα εις τους περιεστώτας να εξέλθουν έξω και τότε στραφείς προς τον τοίχον, ως άλλος Εζεκίας με συντριβήν καρδίας ταύτα προσηύξατο· «Ο Θεός των Δυνάμεων, επίβλεψον επ’ εμέ και λύτρωσαί με από την δεινήν ταύτην ανάγκην και συμφοράν, δια πρεσβειών του δούλου σου Ευθυμίου». Ταύτα λέγων ο ασθενής βλέπει γέροντα τινά Μοναχόν με λευκά γένεια, όστις είπε προς αυτόν ερωτήσαντα· «Εγώ είμαι ο Ευθύμιος, τον οποίον εκάλεσες τώρα και ήλθα να θεραπεύσω το πάθος σου· μη δειλιάσης λοιπόν, αλλά δείξε μου αυτό». Τότε ο Ρωμανός ανεσκέπασε την κοιλίαν του· ο δε Άγιος έκοψε με τα δάκτυλά του το μολυσμένον μέρος εκείνο ώσπερ με μάχαιραν και εξήγαγεν από την κοιλίαν του ωσάν ένα πέταλον κασσίτερον, το οποίον είχε τινάς χαρακτήρας και δεικνύων τούτο του ασθενούς το έβαλεν έμπροσθεν αυτού εις την τράπεζαν και πάλιν έκαμεν ακέραιον το σχίσμα και τελείως αυτόν εθεράπευσεν· έπειτα του εφανέρωσε την επιβουλήν της μαντείας, νουθετήσας αυτόν να επιμεληθή και της ψυχικής σωτηρίας, να μη οδυνάται αιώνια. Τότε ηγέρθη ο Ρωμανός υγιής τε και αγαλλόμενος και φωνήσας τους συγγενείς είπεν εις αυτούς το θαυμάσιον, ελθών δε προς ημάς διηγείτο προς τον αδελφόν του ταύτην την μεγίστην ευεργεσίαν, την οποίαν του έκαμεν ο Άγιος, δια την οποίαν τον εορτάζει ακόμη κάθε χρόνον εις δόξαν Θεού. Ήθελα δε να σιωπήσω ένα θαυμάσιον, το οποίον έκαμε τώρα ύστερα, φοβούμενος μήπως και φανή εις τινα απίστευτον και εναντίον της του Αγίου χρηστότητος· αλλά πάλιν δια να φοβηθούν όσοι ομνύουσιν άδικα, το γράφω δια παράδειγμα. Εις χωρίον τι προς ανατολάς ευρισκόμενον και καλούμενον Φαράν ήτο βοσκός τις, Κυριακός ονομαζόμενος, του οποίου έδωκε πτωχός τις δέκα πρόβατα, τα οποία είχε να τα βόσκη με τα ιδικά του. Κατόπιν παρέστη ανάγκη εις τον πτωχόν να πωλήση τα πρόβατα και ζητών αυτά του Κυριακού, του έδωκε μόνον οκτώ και τα δύο εκράτησεν ως κακότροπος. Ο δε πτωχός εζήτει το πράγμα του, και αυτός εφιλονίκει λέγων ότι μόνον οκτώ του έδωκε. Λέγει τότε ο πτωχός· «Πάρε όρκον εις τον Όσιον Ευθύμιον και ας τα χάσω». Ο δε Κυριακός έστερξε, και αφού επήγαν εκεί πλησίον, βλέπων τον αδικητήν ο αδικημένος ότι ήθελε να επιορκήση, εφοβήθη την ανομίαν και του λέγει· «Ας στρέψωμεν οπίσω, αδελφέ, και αυτό είναι ώσπερ να ώμοσες». Ο δε αφρονέστατος δεν ηθέλησε, αλλ’ επλησίασεν εις την ιεράν θήκην του Αγίου, και επιώρκησεν ο πάντολμος και ούτως επέστρεψεν εις την οικίαν του. Καθώς δε εκοίτετο την ακόλουθον νύκτα εις την κλίνην, του εφάνη ότι ήνοιξεν η θύρα και εισήλθε Μοναχός τις με ράβδον εις τας χείρας του, ακολουθούμενος και από άλλους πέντε νέους. Τότε ήστραψεν όλος ο οίκος από φως άπειρον και κοιτάζων προς αυτόν ο Άγιος με φοβερόν βλέμμα, εφώναξε λέγων· «Πως ετόλμησας, μάταιε, να ομόσης εις τον τάφον του Ευθυμίου ψεύματα;» Ο δε έμεινεν άλαλος και δεν ηδυνήθη να δώση τινά απόκρισιν. Tότε ο Άγιος προσέταξε τους τέσσαρας νέους να τον τανύσουν, εις δε τον πέμπτον έδωκε την ράβδον του λέγων· «Δείρε τούτον όσον ημπορείς δυνατά, δια να μη τολμήση πλέον να γίνη καταφρονητής του Θεού και επίορκος, ούτε να αρπάζη τα αλλότρια». Αφού λοιπόν τον έδειρεν ικανώς, έλαβε την χείρα του νεανίσκου ο Άγιος δια να μη τον μαστιγώση περισσότερον, προς δε τον επίορκον είπε ταύτα· «Εγνώρισες, ανόσιε, ότι είναι Θεός και κρίνει εις την γην τους αδίκους δίκαια; Αυτός σου έδωκε ταύτην την πρέπουσαν παίδευσιν, όχι δια λόγου σου, ότι συ αποθνήσκεις αύριον και παίρνουσιν άλλοι όσα κακώς και αδίκως εσύναξες, αλλά δια να διορθωθώσιν έτεροι, να γλυτώσουν από της επιορκίας τον ψυχώλεθρον κίνδυνον, μάλιστα και αυτόν τον αληθή όρκον να φεύγωσι κατά την εντολήν του Κυρίου». Ταύτα ειπών ο Άγιος ανεχώρησεν, ο δε Κυριακός μη δυνάμενος να υποφέρη τον πόνον εφώναζε και συναχθέντες οι γείτονες, τους έδειξε τας πληγάς ομολογών την επιορκίαν και παρακαλών αυτούς να τον υπάγουν εις τον τάφον του Αγίου, μήπως και τον λυπηθή ως μαθητής του αμνησικάκου Χριστού να του δώση την ίασιν· οι δε παρεστώτες, ιδόντες τας φοβεράς εκείνας πληγάς, εδειλίασαν να τον σηκώσουν, αλλά εφόρτωσαν δύο σάκκους άχυρα και εις το μέσον τούτων έβαλαν τον ασθενή επιδέξια και τον έφεραν εις το Μοναστήριον. Ούτοι μας διηγήθησαν καταλεπτώς την υπόθεσιν και τας φοβεράς πληγάς εκείνας μας έδειξαν· όθεν όσοι ήκουσαν και είδον τοιούτο θαυμάσιον ετρόμαξαν και πλέον ουδείς ετόλμησε να ομόση εις του Αγίου τον τάφον, ούτε αλήθειαν ούτε ψεύματα· αφού δε έκαμαν εκεί ημέρας δύο οι συγγενείς του Κυριακού και είδον ότι επλησίασεν εις τον θάνατον, επειδή η κοιλία του έσπασε και από το στόμα εξέρνα οδυνηρώς ο ταλαίπωρος, τον επήραν πάλιν εις την οικίαν του και την επαύριον ετελεύτησεν. Αυτά είναι ολίγα τινά θαυμάσια από τα πολλά τα οποία ετέλεσεν ο Μέγας όντως και σημειοφόρος Ευθύμιος, όσα είδομεν οφθαλμοφανώς και όσα από πολλούς ηκούσαμεν, και εγώ δε πάλιν πολλάκις πολλάς χάριτας και ευεργεσίας έλαβον παρ’ αυτού ψυχής τε και σώματος, και άλλας πολλάς θαυματουργίας εγνώρισα, όσαι εγίνοντο καθημερινώς εις τον τάφον του, τας οποίας δεν έγραψα δια βραχύτητα. Λοιπόν εθαύμαζα εις την διάνοιάν μου λέγων· «Πως επλούτησε τοσαύτην παρρησίαν προς τον Θεόν ο Όσιος Ευθύμιος»; Όθεν ερωτήσας πολλούς Ασκητάς ταύτης της ερήμου, οίτινες τον εγνώρισαν και συνωμίλησαν πολλάκις μετ’ αυτού και του μακαρίου Σάββα, μου είπον όσα έγραψα ανωτέρω καθώς ηδυνήθην, και συγχωρήσατέ με οι αναγινώσκοντες, εάν δεν σας αρέσκη η σύνταξις, ότι ο άνω ειρημένος Ιωάννης ο Ησυχαστής και Επίσκοπος με προσέταξεν, εγώ δε γνωρίζων την αναξιότητά μου και την ολίγην των γραμμάτων μάθησιν δεν ετόλμων να επιχειρισθώ τα υπέρ την δύναμιν, αλλ’ ώκνευον αμελών και αφού έκαμα εις την Λαύραν δύο χρόνους μετά την πρόσταξιν, ήθελα να γράψω αυτήν την ψυχωφελή διήγησιν και πάλιν ημέλουν δια την άνωθεν αιτίαν, δεόμενος του Θεού μετά δακρύων να με φωτίση. Εν μια δε των ημερών, καθώς εκαθήμην εις την καθέδραν περίλυπος, έχων τον χάρτην εις τας χείρας μου και δεν ήξευρα πως να αρχίσω την διήγησιν, εφύπνωσα· ήτο δε ώρα Δευτέρα της ημέρας, και τότε βλέπω εις το όραμά μου τον θείον Σάββαν και τον Μέγαν Ευθύμιον, ενδεδυμένους τα συνήθη ιμάτια, και λέγει ο Όσιος Σάββας προς τον Μέγαν Ευθύμιον· «Ιδού ο Κύριλλός σου, όστις κρατεί το χαρτί εις τας χείρας του και ακόμη την αρχήν δεν έκαμε». Και του λέγει ο Άγιος Ευθύμιος· «Και πως ημπορεί να τελέση τοιούτον έργον χωρίς να του έλθη εξ ουρανού η χάρις και η δύναμις»; Ο δε θείος Σάββας απεκρίνατο λέγων· «Συ δώσε του την χάριν, Πάτερ Άγιε». Τότε βλέπω τον Μέγαν Ευθύμιον και βάλλει εις το στήθος την χείρα του, και λαμβάνει εκείθεν αργυρούν αλάβαστρον, ήτοι αγγείον εύμορφον, από το οποίον έβγαλεν με την σμίλην ολίγον ποτόν τρεις φοράς, και το έβαλεν εις το στόμα μου, το οποίον εις μεν το είδος ωμοίαζεν ωσεί έλαιον, αλλ’ εις την γεύσιν, ω των θείων χαρίτων! ήτο τοσούτον γλυκύτατον, ώστε εάν το παρομοιάσω με το μέλι και ζάκχαριν το μειώνω κατ’ αλήθειαν. Τότε από την άρρητον ηδονήν εξύπνησα, και ήσαν ακόμη τα λείψανα της γλυκύτητος εις το στόμα μου· όθεν ούτως εμπεπλησμένος της θείας και θεσπεσίας εκείνης γλυκύτητος ήρχισα την παρούσαν ψυχωφελή διήγησιν, και αφού ετελείωσα του Μεγάλου Ευθυμίου έγραψα και του μακαρίου Σάββα, ων ταις πρεσβείαις να αξιωθώμεν και ημείς να τους μιμηθώμεν το κατά δύναμιν, όπως και κοινωνοί της δόξης εκείνων γενώμεθα εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Επέστρεψαν όθεν εις την οικίαν αυτών χαίροντες, και έταξαν να αφιερώσουν εις τον Θεόν το τεχθησόμενον. Συλλαβούσα όθεν η Διονυσία ηγάλλετο, και με τον καιρόν εγέννησε τον παίδα και τον ωνόμασαν κατά την οπτασίαν Ευθύμιον. Όταν δε ο Άγιος εγένετο χρόνων τριών, ο πατήρ αυτού ετελεύτησεν· η δε μήτηρ του παρέλαβε το τέκνον της και το επήγεν εις τον αδελφόν της Ευδόξιον, όστις ήτο του Μητροπολίτου Μελιτηνής Ευτρωϊου σύνεδρος, τον οποίον παρεκάλεσε να το δώση του άνωθεν Αρχιερέως, δια να το αφιερώση, καθώς έκαμεν η Άννα τον Σαμουήλ πρότερον· ο δε Ευτρώϊος, ιδών τον παίδα και ακούσας τα της οράσεως, επροφήτευσε τα μέλλοντα λέγων· «Εις τούτο το παιδίον το Πνεύμα του Κυρίου αναπαύσεται». Έπειτα εβάπτισεν αυτό και έκειρεν Αναγνώστην, την δε μητέρα αυτού, ως πολλά ευλαβή εις τα θεία και ενάρετον, εχειροτόνησε Διάκονον· ούτως όθεν ο θείος Ευθύμιος αφιερώθη εκ πρώτης ηλικίας εις τον Θεόν. Σπουδάζων τα ιερά γράμματα ο Ευθύμιος, απεταμίευεν εις εαυτόν ως φιλόσοφος μέλισσα όσα υοδείγματα θείων ανδρών μνήμης άξια εύρισκεν εις την Αγίαν Γραφήν και εξήπτετο δι’ αυτών η αγία ψυχή του εις τον ένθεον έρωτα, έχουσα πόθον να μιμηθή τα όμοια καθώς έχει συνήθειαν κάθε αγαθή και φιλόκαλος ψυχή. Εδαπάνα δε άπαντα τον χρόνον της νεότητος αυτού εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών και εις την διήγησιν των αρετών των Αγίων, εις την διακονίαν των οποίων εγίνετο ζηλωτής, εξόχως δε Ακακίου του Διδασκάλου του, όστις ήτο Αρχιερεύς της Μελιτηνής περισσώς ενάρετος· όθεν ως γνωστικός μαθητής όχι μόνον των μαθημάτων, αλλά και της αρετής εκείνου επιμελής διάδοχος εγένετο. Εχαίρετο όθεν ο Διδάσκαλος βλέπων εις τον Ευθύμιον τοσαύτην σύνεσιν και ευλάβειαν. Η τροφή του ήτο απλή και σύμμετρος· η δε τρυφή του τα πνευματικά λόγια, εις τα οποία η ψυχή του ετέρπετο μάλλον ή εις τα σωματικά και φθειρόμενα φαγητά, την δε λειτουργίαν του Εκκλησιαστικού Κανόνος ετέλει με προσοχήν διανοίας και συντριβήν καρδίας και με τόσην σιωπήν, ώστε ποτέ δεν εγέλασε, αλλά με τόσην ευλάβειαν ίστατο ώσπερ να έβλεπεν έμπροσθεν αυτού τον Δεσπότην και Βασιλέα της κτίσεως, τον δε υπόλοιπον χρόνον πάλιν κατά τον οποίον έμενε εις τον οίκον του εσχόλαζεν εις μελέτην του θείου νόμου ημέρας και νυκτός, και ποτέ του δεν είπε λόγον αργόν και μάταιον, αλλ’ ως εύκαρπον δένδρον και εύχρηστον, πεφυτευμένον εις τα ψαλμικά ύδατα, απέδιδε κατά καιρόν το διάφορον. Εις τον καιρόν του θυμού και οργής εκαρποφόρει την αγάπην και την πραότητα· όταν ήρχετο καιρός τρυφής και γαστριμαργίας εκαρποφόρει την εγκράτειαν· τους λογισμούς της κενοδοξίας ενίκα με την ταπείνωσιν, την δε επιθυμίαν ανέτρεπε με την εκούσιον πενίαν, και ούτω με πάσαν αρετήν τας εναντίας κακίας ενίκα ο πάνσοφος. Δια την ένθεον όθεν αυτού πολιτείαν τον εχειροτόνησε και χωρίς την θέλησίν του ο Διδάσκαλός του Πρεσβύτερον, δίδων εις αυτόν την φροντίδα απάντων των Μοναστηρίων, άτινα ήσαν εις εκείνα τα όρια. Ο δε Όσιος ηγάπα περισσώς την ησυχίαν και επήγαινε πολλάκις εις τον Ναόν του Αγίου Πολυεύκτου και των εν τη πόλει ταύτη μαρτυρησάντων Αγίων Μαρτύρων και εκεί τον περισσότερον καιρόν διέτριβεν. Ανεχώρει δε μίαν φοράν τον χρόνον από την πόλιν μετά την εορτήν των Φώτων, και μετέβαινεν εις ένα όρος έρημον, εκεί δε έκαμνεν έως την Κυριακήν των Βαϊων, και τότε πάλιν επέστρεφεν. Αλλ’ επειδή αι φροντίδες των Μοναστηρίων δεν του παρείχον την ευκαιρίαν να ησυχάση, καθώς επόθει η ψυχή του, εξήλθε κρυφίως από την πατρίδα του όταν ήτο χρόνων είκοσιν εννέα· έχων δε πόθον να προσκυνήση τον Άγιον Τάφον και να συνομιλήση με τους Αγίους Πατέρας δια να λάβη απ’ εκείνους υπόδειγμα εις την αρετήν και να τους μιμηθή, έδραμεν εκεί τάχιστα ως αετός υπόπτερος. Αφού όθεν επροσκύνησε τους Αγίους Τόπους, και ήκουσεν ενός εκάστου την ένθεον πολιτείαν, εγένετο ζηλωτής της ησυχίας θερμότατος· ευρών δε πλησίον της Λαύρας Φαράν ένα κελλίον περισσώς ήσυχον, έμεινεν εκεί πλέκων βάϊα φοινίκων, από δε το κέρδος αυτών επροσπορίζετο την τροφήν του, το δε υπόλοιπον έδιδεν ελεημοσύνην εις τους δεομένους, δια να μη τρώγη τον ξένον κόπον, αλλά μάλλον άλλοι να τρέφωνται από το ιδικόν του εργόχειρον. Εις τον τόπον τούτον ησύχαζεν, έχων την ψυχήν ελευθέραν από πάσης γηϊνης φροντίδος, μόνον δε τα μέλλοντα αγαθά εστοχάζετο. Εκεί δε πλησίον του ήτο και άλλος Ασκητής, ονόματι Θεόκτιστος, όμοιος εις την αρετήν και πολιτείαν με εκείνον· όθεν με τόσην στοργήν και έρωτα πνεύματος ηγάπησεν ο εις τον έτερον, ώστε η ψυχή σχεδόν του ενός ήτο εις το σώμα του ετέρου και όσα εφρόνει ο εις ομοίως και ο άλλος επεθύμει. Ούτως όθεν αδελφικώς φρονούντες, μετέβαινον καθ’ έκαστον χρόνον οκτώ ημέρας μετά τα Φώτα εις την έρημον και εκεί έμενον ησυχάζοντες, πάσης ανθρωπίνης συναυλίας και ενότητος υστερούμενοι, έως της εορτής των Βαϊων, οπότε επέστρεφον πάλιν εις τα κελλία των, βαστάζοντες έκαστος αυτών τον πλούτον της αρετής και προσφέροντες αυτόν εις τον αναστάντα Χριστόν, τιμιώτερον από τον χρυσόν τον οποίον οι Μάγοι προσέφερον. Επλεόναζε δε εις την αγαθότητα των ηθών, εις την των τρόπων απλότητα και εις την πολλήν ταπεινοφροσύνην και επερίσσευε τον Θεόκτιστον ο μέγας Ευθύμιος, δια τούτο δε ηύξανε προς τον Θεόν καθ’ εκάστην η παρρησία του και ήρχετο εις αυτόν περισσοτέρα η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Εις Φαράν διέμεινεν ο Άγιος Ευθύμιος μετά του Θεοκτίστου επί πέντε χρόνους, ότε δε τον πέμπτον χρόνον απήλθον κατά το σύνηθες εις την έρημον, διαβάντες από ένα ποταμόν βαθύν και κρημνώδη εύρον εν μέγα σπήλαιον, το οποίον ίσως να ήτο πρότερον καταφύγιον θηρίων, εγένετο όμως Ναός ιερός εις το ύστερον και Αγγέλων κατοικητήριον. Πιστεύοντες όθεν ότι ο Θεός τους ωδήγησεν, έμειναν εκεί αρκετόν καιρόν ησυχάζοντες, μη έχοντες ουδεμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν, μόνον δε με τα άγρια χόρτα ετρέφοντο, χαίροντες επί τη ελπίδι της μελλούσης τρυφής και αιωνίου απολαύσεως. Αλλ’ επειδή ο Κύριος ήθελε να φανερώση την αρετήν των και να ωφεληθούν και έτεροι δι’ αυτών, ωκονόμησε και τους εύρον με τον εξής τρόπον, δια να μη είναι ο κήπος κεκλεισμένος και η πηγή εσφραγισμένη από της σοφίας εκείνων και αγιότητος, τουναντίον δε να φωτίζουν και άλλους δια της ενθέου πολιτείας των. Έτυχον όθεν εκεί εις τον χείμαρρον τινές εκ του χωρίου Λαζαρίου, οίτινες εποίμαινον πρόβατα. Αυτοί ιδόντες εξαίφνης τους Αγίους ετρόμαξαν και τρέχοντες να φύγουν εκάλεσαν αυτούς οι Άγιοι λέγοντες· «Αδελφοί, μη φοβείσθε, διότι και ημείς άνθρωποι είμαστε και δια τας αμαρτίας μας ήλθομεν εις τον τόπον τούτον να ησυχάσωμεν». Τότε οι ποιμένες έλαβον θάρρος και ήλθον εις το σπήλαιον, μη ευρόντες δε τίποτε βρώσιμον από τα αναγκαία του σώματος, εθαύμαζον και απελθόντες εις το χωρίον αυτών εφανέρωσαν τα γενόμενα. Ταύτα μαθόντες οι Μοναχοί της Φαράν ήρχοντο πολλάκις εις επίσκεψιν αυτών και τέλος παρέμειναν, αιχμαλωτισθέντες από τους γλυκυτάτους λόγους των αψευδών εκείνων σειρήνων, από τους οποίους πάσαν πολιτείαν ασκητικήν επαιδεύθησαν τόσον καλώς, ώστε έλαμψαν εις εκείνα τα όρια και έκτισαν κατόπιν Μοναστήρια, των οποίων εγένετο αρχηγός ο θαυμάσιος Θεόκτιστος. Διότι φθάσασα εις κάθε σχεδόν τόπον η αγαθή φήμη του Ευθυμίου έτρεχον προς αυτόν καθ’ εκάστην, και έμενον εις την υπακοήν αυτού την κοσμοσωτήριον. Έκαμαν όθεν το σπήλαιον Ναόν άγιον, και έκτισαν υπεράνω αυτού Λαύραν κατά τον τύπον της Φαράν, επειδή εκεί εις το σπήλαιον δεν ηδύνατο να γίνη δια το κρημνώδες και την τραχύτητα του τόπου και τον μεν Θεόκτιστον έκαμε της Λαύρας Ηγούμενον, αυτός δε έμενεν εις το σπήλαιον ησυχάζων. Επιμελητής όμως και ιατρός των ψυχικών τραυμάτων εμπειρότατος, εδέχετο όσους ήρχοντο προς αυτόν, τους εξωμολόγει και έδιδεν εις ένα έκαστον, κατά την πληγήν, το αρμόδιον φάρμακον με πολλήν σύνεσιν και διάκρισιν· τους δε αποτασσομένους τω κόσμω εδίδασκε να έχουν κυρίως υπακοήν και ταπείνωσιν, να ενθυμούνται τον θάνατον πάντοτε, να κοπιάζωσι δια να τρέφωνται από το εργόχειρόν των, και μάλιστα οι νεώτεροι, και να ταλαιπωρώσι το σώμα δια να το έχουν εις τας πνευματικάς εργασίας υπήκοον, και ποτέ να μη παραβή τις του θείου Παύλου το πρόσταγμα: «Αργός μη εσθιέτω· αι χείρες γαρ, φησιν, αύται υπηρέτησαν εμοί τε και τοις μετ’ εμού», επειδή άτοπον είναι και απρεπές οι κοσμικοί να εργάζωνται και να τρέφωσι γυναίκας, τέκνα και πάντας τους εν τη οικία, να πληρώνουν φόρους και ενοίκια, έτι δε και ελεημοσύνας να δίδωσιν, ημείς δε οι Μοναχοί να μη ευσπλαγχνιζώμεθα τον αδελφόν και πλησίον μας. Επρόστασσε δε να φυλάττουν επιμελέστατα την σιωπήν τόσον, ώστε ουδείς ετόλμα να ομιλήση ποσώς εις την Εκκλησίαν και εις την Τράπεζαν. Αλλά ας έλθωμεν εις τα θαυμάσια τα οποία πρεσβείαις του μεγάλου Ευθυμίου ετέλεσεν ο πανάγαθος Θεός, δια να γνωρίσητε την πολλήν παρρησίαν και αγιότητα αυτού. Άρχων τις των Σαρακηνών, ονομαζόμενος Ασπέβετος, είχεν υιόν ονόματι Τερέβωνα, όστις από δαιμονικήν συνεργείαν ήτο ημιπαράλυτος· ιδών δε ο παις ούτος οπτασίαν τινά, την είπεν εις τον πατέρα του, όστις λαβών ευθύς τον ασθενή και πολλούς βαρβάρους εις συνοδείαν του εκίνησεν από την Αραβίαν και ήλθεν εις το σπήλαιον του Αγίου Ευθυμίου, καθώς τον επρόσταξεν ο φανείς εις την όρασιν. Ελθών δε ηρώτησε τον Θεόκτιστον τις είναι ο Μέγας Ευθύμιος, ο δε του απεκρίθη ότι ησύχαζε και δεν επέτρεπεν εις ουδένα να του ομιλήση μέχρι του Σαββάτου. Ο δε Τερέβων είπεν εις αυτόν λεπτομερώς την υπόθεσιν λέγων· «Εγώ, δούλε του Θεού, κατέφυγον εις όλους τους μάντεις και ιατρούς της Αραβίας εις τους οποίους εδαπάνησα πολλά, ουδεμίαν όμως ωφέλειαν είδον. Ερχόμενος κατόπιν εις την Περσίδα έπαθον τα όμοια, αλλά ιατρείαν τινά δεν εγνώρισα. Βλέπων όθεν πως είναι μυθεύματα όλα τα σεβάσματά μας, εδεήθην του αληθινού Θεού να με θεραπεύση και να γίνω Χριστιανός. Ούτως ευχηθείς είδον Μοναχόν τινα εις τον ύπνον μου μακρυγένην και γέροντα, όστις με ηρώτησε δια την ασθένειάν μου, εγώ δε του έδειξα το πάθος και μου λέγει· «Εάν θεραπευθής, θα εκτελέσης όσα υπεσχέθης εις τον αληθινόν Θεόν»; Εγώ δε είπον· «Ναι, κύριε, αψευδέστατα». Ο δε φανείς απεκρίθη μοι· «Εγώ είμαι ο Ευθύμιος και κατοικώ εις τον Χείμαρρον δέκα μίλια μακράν της Ιερουσαλήμ· εάν δε ποθής να θεραπευθής, ελθέ εις εμέ και θα σε θεραπεύση ο Κύριος». Ταύτα δε τα οποία είδον είπον εις τον πατέρα μου και ιδού αφήκαμεν πάντα και ήλθομεν ταχέως κατά την όρασιν». Ακούσας ο Θεόκτιστος ταύτα διακόπτει την ησυχίαν του Αγίου Ευθυμίου και διηγείται εις αυτόν την υπόθεσιν, ο δε Άγιος, γνωρίσας ότι ήτο οικονομία Θεού, κατήλθεν ευθύς και συνήντησε τους βαρβάρους, προσευξάμενος δε επί τον ασθενή, ω του θαύματος! ταύτην την ώραν τελείως εθεραπεύθη· οι δε βάρβαροι, καταπλαγέντες επί τω θαύματι, επίστευσαν εις τον Χριστόν και εζήτησαν από τον Άγιον να τους βαπτίση. Ο δε Άγιος, ιδών την μεγάλην αυτών προθυμίαν, δεν ημέλησεν, αλλ’ ευθύς έκαμεν εις την γωνίαν του σπηλαίου μικράν κολυμβήθραν και πρώτον μεν εβάπτισε τον Ασπέβετον, μετονομάσας αυτόν Πέτρον, είτα τον γυναικάδελφόν του Μάριν, οίτινες ήσαν όχι μόνον επιφανείς και πλούσιοι, αλλά και γνωστικοί και ενάρετοι, είτα δε τον Τερέβωνα και τους λοιπούς πάντας, τους οποίους εκράτησεν ημέρας τεσσαράκοντα νουθετών αυτούς και διδάσκων να φυλάττουν ακριβώς την ευσέβειαν. Τότε οι μεν άλλοι λαβόντες από τον Άγιον συγχώρησιν ανεχώρησαν. Ο δε Μάρις, ο θείος του Τερέβωνος, ουδόλως απεμακρύνθη της Μονής, αλλά αφιερώσας πάσαν την περιουσίαν αυτού απηρνήθη τον κόσμον και εγένετο Μοναχός παραμείνας έως τέλους εις την υπακοήν του Ευθυμίου. Αύτη η φήμη διέδραμεν εις πάντα τα περίχωρα, έσπευδον δε πανταχόθεν όσοι είχον ασθένειαν τινά, οίτινες ευρίσκοντες άμισθον θεραπείαν επέστρεφον υγιείς δοξάζοντες τον Θεόν και ευχαριστούντες τον Άγιον. Βλέπων δε ο μέγας ούτος πατήρ τόσον πολλούς ανθρώπους ερχομένους προς αυτόν ελυπείτο δια την τιμήν την οποίαν του έκαμον και δια τον θόρυβον, εκ του οποίου δεν είχε πλέον ησυχίαν ως το πρότερον· όθεν εσκέφθη να φύγη κρυφίως προς τον Ρουβάν, δια να μη έχη τόσην ενόχλησιν. Ο θείος όμως Θεόκτιστος, γνωρίσας το μελετώμενον, συνήθροισεν άπασαν την αδελφότητα, και παρεκάλουν θερμώς τον Άγιον να μη τους αφήση ορφανούς, αλλά να λυπηθή την ποίμνην του και να μη αφήση να την κατασπαράξη ο εχθρός με την αναχώρησίν του. Ταύτα μεν εκείνοι δεόμενοι έλεγον. Ο δε Όσιος, από τον έρωτα της ησυχίας καταθελγόμενος, ανεχώρησε κρυφίως με ένα μαθητήν του ενάρετον ονομαζόμενον Δομετιανόν. Απελθόντες δε εις την Νεκράν Θάλασσαν προς τον Ρουβάν, ανέβησαν εις το όρος Μαρδάν καλούμενον, το οποίον ήτο υψηλότερον των άλλων, είχε δε εκεί ύδωρ και τινα ερείπια δια των οποίων έκτισαν Ναόν και κατώκησαν επί τι διάστημα τρεφόμενοι εκ των αγρίων βοτάνων, κατόπιν όμως μετέβη εις την έρημον Ζηφών, δια να ίδη το σπήλαιον εις το οποίον εκρύβη ο Δαβίδ διωκόμενος υπό του Σαούλ και επειδή του ήρεσεν ο τόπος ησύχασεν εκεί. Ο Πανάγαθος όμως Θεός τον έκαμε και εκεί περιβόητον, έκτισε δε και εκεί Μοναστήριον με τοιούτον τρόπον θαυμάσιον. Εις νέος από το χωρίον Αριστοβουλιάς είχε δαιμόνιον, το οποίον τον ετάρασσε και επεκαλείτο το όνομα του Αγίου Ευθυμίου χωρίς να τον γνωρίζη. Οι δε γονείς του, μαθόντες που ευρίσκεται ο Άγιος και ποίος ήτο ο μέγας Ευθύμιος, έλαβον τον παίδα και επορεύοντο δια να τον εύρωσι· πριν όμως φθάσουν εις το σπήλαιον, προγνωρίσας ο δαίμων την ασθένειαν αυτού, του δε Οσίου την δύναμιν, εδειλίασε και μεγάλως σπαράξας τον νεανίσκον απήλθεν απ’ αυτού και αφήκεν αυτόν τελείως υγιά. Το θαύμα τούτο ακούσαντες τινές ήλθον από το άνωθεν χωρίον και έκτισαν το εκεί Μοναστήριον, εις το οποίον συνήχθησαν πολλοί, τους οποίους είλκυεν ως ο μαγνήτης τον σίδηρον η θαυμασία του Αγίου αρετή. Μαθών δε ότι εις τι μέρος ήσαν τινές αιρετικοί, βεβυθισμένοι εις την μανίαν του Μάνεντος, μετέβη μόνος του εις αυτούς και δια της καλής του διδασκαλίας επανέφερεν άπαντας εις την Ορθοδοξίαν. Βλέπων δε πάλιν ότι και εκεί συνηθροίζοντο πολλοί, παρέλαβε τον Δομετιανόν και επέστρεψαν εις τον μακάριον Θεόκτιστον, όστις με τους λοιπούς αδελφούς ακούσαντες την έλευσίν του έλαβον χαράν μεγάλην, ως οι διψώντες όταν εύρωσιν ύδωρ ψυχρότατον· έμεινε δε ο Όσιος μακράν από το Κοινόβιον μίλια τρία εις τόπον υγιέστατον και ησυχώτατον, ένθα ευρών σπήλαιον κατώκησεν εις αυτό. Ήλθε δε εκεί και ο Θεόκτιστος, και δεν ήθελε ποσώς να αποχωρισθή από τον Ευθύμιον, ένεκεν της πολλής αγάπης, την οποίαν είχον μεταξύ των. Τον παρεκάλει όθεν μετά πολλής ικεσίας να τον κρατήση μαζί του, αλλ’ ο Άγιος σκεπτόμενος τους Μοναχούς της Λαύρας δεν εδέχετο, υπεσχέθη δε μόνον να κατέρχεται συχνάκις εις επίσκεψιν αυτών. Ακούσας την του Αγίου Ευθυμίου επάνοδον ο ευλαβής Πέτρος, ο πρώην Ασπέβετος, συνοδευόμενος υπό πολλών Σαρακηνών, τους οποίους είχε κατηχήσει εις την ευσέβειαν, έσπευσαν εις συνάντησιν αυτού δια να απολαύσουν την πανευφρόσυνον και εύθυμον παρουσίαν του. Ο δε Άγιος τους υπεδέχθη ιλαρώς και ευξάμενος υπέρ αυτών εβάπτισεν άπαντας τους υπό του Πέτρου κατηχηθέντας. Ούτος δε έφερε κατόπιν τεχνίτας και έκτισεν εις το ησυχαστήριον του Οσίου τρία κελλία και στέρναν μεγάλην εις τον κήπον, ωκοδόμησε δε και Ναόν και ό,τι άλλο εχρειάζετο. Ήρχοντο δε καθ’ εκάστην πλήθος μέγα εκ των πιστευσάντων Αγαρηνών δια να ακούσουν την ηδυτάτην αυτού διδασκαλίαν. Όθεν δια να μη τον εμποδίζουν από την ηγαπημένην του ησυχίαν, τους επρόσταξε να κτίσουν πλησίον των δύο Μοναστηρίων Εκκλησίαν και καλύβας δια να κατοικώσι, μετέβαινε δε πολλάκις εκεί και τους επεμελείτο, νουθετών αυτούς και στηρίζων εις την ευσέβειαν. Ήτο δε τόσον γλυκύς και συνετός εις τους λόγους ο Άγιος Ευθύμιος, ώστε μετ’ ολίγον συνήχθησαν πλήθος ευσεβών, οίτινες κτίζοντες καλύβας κατώκουν εκεί. Όθεν έγραψεν ούτος προς τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Ιουβενάλιον και τους εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον πατέρα του Τερέβωνος Πέτρον, ούτω δε επληθύνοντο καθ’ εκάστην οι πιστεύοντες. Και ο μεν Άγιος είχε τον πόθον να μένη ήσυχος και από ανθρώπους ατάραχος, αλλ’ ο Κύριος ήθελε να πληρωθή ο τόπος εκείνος από λογικά πρόβατα· όθεν ήλθον μετ’ ολίγον τρεις αδελφοί κατά σάρκα, γεννηθέντες εις την Καππαδοκίαν, ανατραφέντες δε εις την Συρίαν, κατά πολύ ενάρετοι άνθρωποι, ονομαζόμενοι Κοσμάς, Χρύσιππος και Γαβριήλιος δια να γίνουν Μοναχοί· ο δε Άγιος δεν ήθελεν αρχικώς να τους κρατήση εκεί, διότι ήσαν νέοι και εξόχως ο Γαβριήλιος, όστις ήτο παιδίον αγένειον. Την νύκτα όμως είδεν εν οράματι άνδρα θαυμάσιον και του λέγει· «Δέξου τους αδελφούς επειδή ο Θεός τους απέστειλεν». Αναστάς όθεν την πρωϊαν είπεν εις τον Κοσμάν, όστις ήτο πρώτος των άλλων· «Επειδή ο Κύριος με προσέταξεν, ευχαρίστως σας δέχομαι· όμως πρόσεχε, μη αφήσης ποτέ τον Γαβριήλιον να συνομιλήση με άλλον τινά. Να παραμένη δε πάντοτε κλεισμένος εις το κελλίον του, έως ου κάμη γένειον, επειδή μεγάλως πολεμεί ο εχθρός τους Μοναχούς με την γυναικείαν όψιν των αγενείων. Ως εκ τούτου είναι ανάγκη να προφυλάσσεται έκαστος από τοιούτον μέγαν κίνδυνον». Ταύτα δε ειπών, προεφήτευσε εις αυτόν και τα μέλλοντα, ήτοι ότι μέλλει να γίνη Επίσκοπος Σκυθοπόλεως, όπερ και εγένετο. Έκτοτε όθεν υπεδέχετο μετά χαράς πάντα προσερχόμενον ο Άγιος· δι’ ο συνήχθησαν πολλοί εκ διαφόρων τόπων, και ούτως εις ολίγον διάστημα εγένετο και εκεί άλλη Λαύρα ως της Φαράν. Βλέπων δε ο Πατριάρχης την τοιαύτην πρόοδον απεφάσισε και ήλθεν ο ίδιος εις επίσκεψιν του Αγίου, ότε ήτο ο Ευθύμιος ετών πεντήκοντα δύο, ενεκαινίασε δε και τον Ναόν και εχειροτόνησε και Διακόνους. Εφ’ όσον δε παρήρχετο ο καιρός επί τοσούτον και οι αδελφοί επληθύνοντο· όθεν είχον μεγάλην στέρησιν· ο Κύριος όμως, ο εμπιπλών πάντα ευδοκίας και χρηστότητος, τους έστειλεν οικονομίαν με τοιούτον θαυμάσιον τρόπον. Τας ημέρας εκείνας κατήρχοντο από την Ιερουσαλήμ προς τον Ιορδάνην τετρακόσιοι Αρμένιοι, οίτινες παρεπλανήθησαν από την κανονικήν οδόν και ήλθον εις την Λαύραν του Αγίου Ευθυμίου, όστις ιδών αυτούς εκάλεσε τον προρρηθέντα Δομετιανόν, τον οποίον είχε καταστήσει οικονόμον ταύτης, και του είπε να τους φιλοξενήση ως ηδύνατο, αυτός δε του απεκρίθη ότι ούτε καν μιας ημέρας τροφή δεν τους ευρίσκετο. Ο δε Άγιος έχων ελπίδα εις τον ελεήμονα και πανάγαθον Θεόν του απεκρίθη θαρραλέως· «Ύπαγε, τέκνον, να ίδης πόσον διαφέρει από τους λογισμούς των ανθρώπων η χάρις και η δύναμις του Θεού». Απελθών δε ούτος εύρε την αποθήκην, ω των ανεκδιηγήτων σου θαυμασίων, φιλάνθρωπε Κύριε! πλήρη τόσον, ώστε δεν ηδύνατο να ανοίξη την θύραν. Φωνήσας όθεν τους αδελφούς, ήνοιξαν με κόπον πολύν και ευρίσκουν αυτήν πεπληρωμένην από όσα είχον ανάγκην ήτοι άρτους, οίνον και πλήθος ελαίου. Ταύτα ιδών ο Δομετιανός αντελήφθη την ενέργειαν της θείας Χάριτος, και πίπτων εις τους πόδας του μεγάλου Ευθυμίου εζήτει συγχώρησιν· ο δε Άγιος εγείρας αυτόν απεκρίνατο· «Τέκνον μου, ο σπείρων επ’ ευλογίαις, επ’ ευλογίαις και θερίσει· όσοι φιλοδωρούσι τους ξένους, και υποδέχονται πένητας, ωφελούν τον εαυτόν των περισσότερον· ούτω να κάμετε και σεις, εάν θέλετε να σας ευλογή ο Θεός, να έχετε εις τον παρόντα κόσμον τα προς αυτάρκειαν και να απολαύσητε εις τον μέλλοντα αιώνα ζωήν την αιώνιον». Μετ’ ολίγον ηυξήθη ο αριθμός των αδελφών και έφθασεν εις τους πεντήκοντα· όθεν απητούντο και υποζύγια δια να μεταφέρουν τα χρειαζόμενα. Ήτο δε τις Μοναχός από την Ασίαν, ονόματι Αυξέντιος, τον οποίον παρεκάλεσε πολλάκις ο οικονόμος να περιποιήται τας ημιόνους, επειδή ήτο δυνατός και πολύ κατάλληλος δια την αναγκαίαν ταύτην υπηρεσίαν. Ούτος όμως, ως παρήκοος, δεν ήθελε να υπακούση εις τους γέροντας· όθεν ο Δομετιανός ανήγγειλε ταύτα εις τον Άγιον, όστις ομοίως παρεκάλεσε τον Αυξέντιον να βάλη μετάνοιαν, αλλά ούτε τότε υπήκουσεν ο ασύνετος, λέγων ότι δια να μη του τύχη τις ασθένεια εις την ψυχήν δεν ήθελε να υπακούση. Λέγει τότε ο Άγιος· «Ημείς όλοι κάμνομεν προς Κύριον δέησιν, να μη πέσης εις πταίσιμον, μόνον ύπαγε μετά πίστεως»· ο δε αναίσχυντος δεν υπήκουσεν. Όθεν ο Άγιος εσκανδαλίσθη ολίγον και του λέγει· «Ημείς μεν, ω τέκνον, σε συνεβουλεύσαμεν δια το συμφέρον σου, συ δε ως παρήκοος θέλεις γνωρίσει της απειθείας σου τον καρπόν εις ολίγον διάστημα». Ταύτα ειπόντος του Αγίου κατέλαβε φόβος μέγας τον Αυξέντιον και έπεσε, φευ! Κατά γης, ελεεινόν θέαμα εις τους ορώντας και πολλών δακρύων άξιος. Τότε οι παρόντες παρεκάλεσαν τον Άγιον να του δώση ταχέως βοήθειαν, ίνα μη ομού με το σώμα απολέση και την ψυχήν, ο δε Άγιος ως πράος και αμνησίκακος τον συνεχώρησε παρευθύς και τελείως τον εθεράπευσεν· ο δε Αυξέντιος από την ώραν εκείνην προώδευσεν εις την υπακοήν και δεν ετόλμησε πλέον να παρακούση τον Άγιον, αλλά υπηρέτει εις την διακονίαν των ημιόνων επιμελέστατα. Δύο έτεροι αδελφοί, Μάρων και Κλημάτιος, εμελετούσαν να φύγουν από το Μοναστήριον, αλλ’ ο Άγιος είχε θείαν χάριν και εγνώριζε τα απόκρυφα· όθεν είδεν εις οπτασίαν τον δαίμονα, όστις έβαλλε χαλινόν εις τας κεφαλάς αυτών των δύο και προσεπάθει να τους ρίψη εις παγίδα. Όθεν ηννόησε την υπόθεσιν και νουθετήσας αυτούς ικανώς τους εδίδαξε με διάφορα περί υπακοής υποδείγματα, λέγων ότι όστις αναχωρεί από τον ένα τόπον εις τον άλλον, θέλων να κάμη αρετήν, εις το ύστερον λανθάνεται, επειδή ο τρόπος και όχι ο τόπος σώζει τον άνθρωπον· και καθώς πολλάκις το μεταφυτευόμενον δένδρον δεν προκόπτει, ούτω και ο Μοναχός, όστις μεταβαίνει συχνάκις από τόπου εις τόπον, δεν κατορθώνει αρετήν πώποτε. Εις πίστωσιν δε των λεγομένων του ο Όσιος τους είπε το παράδειγμα του θυμώδους εκείνου Μοναχού, όστις έφυγεν από το Κοινόβιον, νομίζων ότι όταν ευρίσκετο μόνος δεν ήθελε θυμωθή, μη έχων τον πειράζοντα. Αφού λοιπόν έκαμεν ημέρας τινάς εις την ησυχίαν, εγέμισεν ύδωρ το ποτήριον και το έθεσεν εις την γην· αυτό δε έγειρε και εχύθη το ύδωρ, όχι μόνον μίαν φοράν, αλλά τρεις· όθεν πάλιν εθυμώθη, και ρίψας εις την γην το ποτήριον συνέτριψεν αυτό τελείως. Ταύτα ακούων ο Κλημάτιος εγέλασεν· όθεν εσκανδαλίσθη ο Άγιος και του λέγει· «Αντί να κλαύσης, γελάς, αναίσχυντε; Δεν ηξεύρεις ότι ο Κύριος ταλανίζει τους γελώντας και μακαρίζει τους κλαίοντας; Γίνωσκε, απαίδευτε και ασύνετε, ότι την παρρησίαν μητέρα των παθών ονομάζουσι». Ταύτα επιτιμήσας ο Άγιος εισήλθεν εις το κελλίον του, ο δε Κλημάτιος πεσών εις την γην εκυλίετο τρέμων όλος και φρίκη συνείχετο. Τότε ο Δομετιανός και άλλοι τινές συνεπόνεσαν τον πάσχοντα και παρεκάλεσαν τον Άγιον να του συγχωρήση το πταίσιμον και ούτως εθεράπευσεν αυτόν ψυχή τε και σώματι και νουθετήσας απέλυσεν. Ταύτα και έτερα όμοια μάς διηγήθη ο αναχωρητής εκείνος Κυριακός, όστις έκαμεν υποτακτικός του Αγίου εκ νεότητος και εγνώριζε την άσκησιν και πολιτείαν αυτού άπασαν, και μας εβεβαίωσε με αλήθειαν, ότι δεν τον είδε ποτέ τις να φάγη τροφήν ή να ομιλήση λόγον ποσώς τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, ει μη μόνον Σάββατον και Κυριακήν, εκτός εάν ήθελε παραστή μεγάλη ανάγκη, ούτε εκοιμήθη επί πλευράς κοιτώμενος, αλλά ή καθεζόμενος ή εις σχοινίον κρεμάμενος εις μίαν γωνίαν του κελλίου ελάμβανεν ολίγον ύπνον, λέγων προς εαυτόν· «Δεύρο (έλα), δούλε κακέ», και τα λοιπά, ως ο μέγας Αρσένιος, του οποίου τον τρόπον και τας αρετάς εμιμείτο και εζήλωνεν. Όταν δε ήρχετο τις αδελφός να του είπη τας αρετάς του Αρσενίου, τας έγραφε δια μίμησιν, ήτοι την ησυχίαν αυτού, την ταπεινοφροσύνην, την σιωπήν, το ευτελές του ενδύματος, την εγκράτειαν, τας αγρυπνίας, την κατάνυξιν, τα δάκρυα, το συμπαθές, το ευδιάκριτον, το εις την προσευχήν εύτονον και πρόθυμον και την καρτερίαν εις όλα την υπερβάλλουσαν· προεγνώριζε δε και τα μέλλοντα να συμβώσι καθώς κατωτέρω φαίνεται. Ο μαθητής και ζηλωτής όντως του Αγίου Πασσαρίωνος, ο σκευοφύλαξ της Αγίας Αναστασίας, είχε πόθον να συνομιλήση με τον θείον Ευθύμιον· λαβών λοιπόν τον Επίσκοπον Ιόππης Φείδωνα, Κοσμάν τον Σταυροφύλακα και άλλους τινάς, επήγαιναν προς την Λαύραν να τον συναντήσωσιν, εκείνος δε εγνώρισε τον ερχομόν των εκ θείας αποκαλύψεως και ότι έμελλε να γίνη Πατριάρχης ο σκευοφύλαξ Αναστάσιος· όθεν καλέσας τον οικονόμον της Λαύρας Χρύσιππον, είπεν εις αυτόν· «Ετοίμασε τα προς την χρείαν, ότι ο Πατριάρχης με τον αδελφόν σου προς ημάς έρχονται». Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Λαύραν και είδον ότι δεν ήτο ο Πατριάρχης, αλλ’ ο σκευοφύλαξ Αναστάσιος, το είπον του Αγίου και δια να πιστωθή του έδειξαν τα ιμάτια του Σκευοφύλακος, τα οποία ήσαν μεταξωτά και πολύτιμα, τα οποία ο Πατριάρχης δεν ήτο συγχωρημένον να φορή, αλλά ταπεινά και μέτρια. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Πιστεύσατέ μοι ότι εγώ τον είδα λευκοφόρον ως Πατριάρχην ενδεδυμένον και πιστεύω να μη επλανήθην, αλλ’ ο Θεός, όστις γινώσκει τα μέλλοντα, μου έδειξε την αλήθειαν». Κατά δε την πρόρρησιν του Αγίου εγένετο και η έκβασις· όθεν εθαύμασαν άπαντες. Άρχων τις, Τερέβων ονόματι, το γένος Σαρακηνός, είχε γυναίκα στείραν και άτεκνον· όθεν εζούσαν βίον αβίωτον και είχον άμετρον λύπην αμφότεροι. Παραγενόμενοι λοιπόν προς τον Άγιον παρεκάλουν αυτόν να λύση την λύπην των με την ευπρόσδεκτον εις τον Θεόν ικεσίαν του· ο δε Όσιος, το σημείον του Σταυρού ποιήσας τρισσώς, ήγγισε την χείρα του εις την γαστέρα της γυναικός λέγων· «Υπάγετε χαίροντες, ότι ο Κύριος σάς δίδει την χάριν να γεννήσετε τρία τέκνα». Ούτοι δε αδιστάκτως ταύτα πιστεύοντες ανεχώρησαν αγαλλόμενοι, και με καιρόν εγέννησαν τον πρώτον υιόν, Πέτρον αυτόν ονομάσαντες· έπειτα μετά χρόνους εγέννησαν και τα άλλα δύο κατά την αψευδή του Ευθυμίου υπόσχεσιν. Αδελφός τις ήτο εις την Λαύραν, Ρωμαίος το γένος, ονόματι Αιμιλιανός, μετερχόμενος πολιτείαν ενάρετον εκ νεότητος και εξόχως ήτο περισσώς καθαρός εις την σάρκα και σωφρονέστατος· τούτον εφθόνησεν ο διάβολος και του έδωκε Κυριακήν τινα χαλεπόν και άγριον πόλεμον εις την σάρκα, τον οποίον μη δυνάμενος να υπομένη έκλινεν εις τους αισχρούς λογισμούς και έκαμνε συγκατάθεσιν. Όταν λοιπόν επήγε την αυγήν εις τον όρθρον ο Άγιος, έτυχε πλησίον του ο ρηθείς αδελφός και τόσην δυσωδίαν ησθάνθη εξερχομένην απ’ αυτού, ώστε ηννόησε την επιβουλήν του δαίμονος και επιτιμήσας αυτόν έρριψε τον αδελφόν εις την γην και τον εσπάραττεν ο μισάνθρωπος· ο δε οδυνώμενος εξέβαλλεν αφρούς εκ του στόματος. Τότε ο Άγιος είπε να φέρωσι φως, διότι ο τόπος ήτο σκοτεινός και λέγει προς τους άλλους πατέρας· «Βλέπετε, αδελφοί, τούτον τον εκ παιδός σώφρονα και ενάρετον, πως κοίτεται τώρα, δια τους ρυπαρούς λογισμούς, θέαμα φρικτόν και θρήνων άξιος; Ας προσέχη πας τις να αντικρούη τους κακούς λογισμούς και να τους διώκη από την διάνοιαν αυτού εξ αρχής, ότε δεν έχουσι δύναμιν· ει δε και τους υποδεχθώμεν με ηδονήν ευμενώς, ει και εις σώμα αλλότριον δεν εγγίσωμεν, όμως με την ψυχήν επορνεύσαμεν, κατά την παραγγελίαν του Κυρίου, και ως μοιχοί θέλομεν καταδικασθή κατά την ημέραν εκείνην, την φοβεράν, όταν τα απόκρυφα και άδηλα φανερώνωνται». Ταύτα λέγων ο Όσιος διηγήθη εις τους αδελφούς παράδειγμα φοβερόν, το οποίον του είπον τινές Αιγύπτιοι γέροντες· «Ήτο», είπεν ο Όσιος, «άνθρωπος τις εις την πόλιν υπό πάντων βίου θαυμαστού νομιζόμενος και πολλήν αγιότητα έχων εις το φαινόμενον, κρυφίως όμως παρώργιζε τον Θεόν με τους φαύλους λογισμούς και με τα της καρδίας κινήματα, εις τα οποία έκαμνε συγκατάθεσιν· ήτοι με το έργον μεν ποτέ του δεν ήμαρτεν, αλλά με την διάνοιαν πολλάκις επόρνευεν· ήλθε λοιπόν ο τοιούτος εις βαρείαν και θανάσιμον ασθένειαν· τότε όλη η πόλις εθρήνει απαρηγόρητα και πάντες εκόπτοντο, κοινήν συμφοράν νομίζοντες τον εκείνου θάνατον· έτυχε λοιπόν εις ταύτην την πόλιν Άγιος τις και προορατικός γέρων, όστις ακούσας τον κοινόν οδυρμόν και βλέπων τοσαύτην λύπην εις τον λαόν, επήγε μετά σπουδής και αυτός να λάβη ευλογίαν και συγχώρησιν απ’ αυτού. Φθάσας λοιπόν εκεί βλέπει τον Αρχιερέα με όλους τους Κληρικούς και τους λοιπούς άρχοντας, οίτινες κρατούντες λαμπάδας αναμμένας επερίμενον της ψυχής εκείνης την έξοδον. Τούτους παραδραμών ο Άγιος εκείνος γέρων προφθάνει τον άνδρα ολίγον αναπνέοντα και βλέπει θαύμα φρικτόν και εις τους πολλούς απόκρυφον, εις μεν την όρασιν φοβερόν τινά γίγαντα, όστις κρατών εις τας χείρας του περόνην πύρινον, την εκάρφωνεν εις την καρδίαν του, την δε ψυχήν απέσπα βιαίως (φεύ) και ασπλάγχνως. Έπειτα ήκουσε και φωνήν άνωθεν, ήτις έλεγε· «Καθώς η ψυχή αύτη δεν με ανέπαυσεν ουδέ μίαν ημέραν, ουδέ συ ν’ αμελήσης ποτέ, μήτε παύσης σπαράττων αυτήν και δεινώς τιμωρών». Εδίδασκε δε τους αδελφούς ο Όσιος να προσέχουν αεί και πάντοτε την έξοδον της ψυχής ενθυμούμενοι, και να λάβουν από τον Αιμιλιανόν και τους άλλους παράδειγμα, ίνα μη και αυτοί τα όμοια πάθωσι. Ταύτα δε ειπών εις νουθεσίαν αυτών, έκαμεν ευχήν εις τον πάσχοντα, και ευθύς όλος ο τόπος επλήσθη ως από ανυπόφορον δυσωδίαν καιομένου θείου· έπειτα εις την δυσωδίαν επηκολούθησε και φωνή λέγουσα· «Εγώ είμαι το πνεύμα της πορνείας». Έμεινε λοιπόν ο Αιμιλιανός από τότε νήφων και σωφρονέστατος, σκεύος εκλογής γενόμενος. Ήτο δε κατά τον χρόνον εκείνον ανομβρία και είχεν όλη η Λαύρα μεγάλην ξηρασίαν και ανάγκην ύδατος, οι δε αδελφοί είχον θλίψιν ανείκαστον· όθεν συναχθέντες άπαντες και έχοντες μεθ’ εαυτών και τον Όσιον Θεόκτιστον, παρεκάλουν τον Άγιον να κάμη προς Κύριον δέησιν, να στείλη υετόν εις την διψώσαν γην και να δροσίση τους ανθρώπους και τα γεννήματα, τα οποία ήσαν εις μέγαν κίνδυνον. Ο δε Άγιος δεν ήθελε να κάμη δέησιν λέγων· «Τούτο είναι, τέκνα μου, Θεού παίδευσις δια τας αμαρτίας μας· όθεν εάν δεηθώ της Αυτού χρηστότητος, δεν μου υπακούει, καθώς λέγει εις τον προφήτην Ιερεμίαν· «Και συ μη προσεύχου περί του λαού τούτου, και μη αξιού του ελεηθήναι αυτούς, και μη εύχου, και μη προσέλθης μοι περί αυτών, ότι ουκ εισακούσομαι». Ταύτα μεν ο θείος Ευθύμιος δια μετριοφροσύνην και υπερβολήν ταπεινότητος έλεγε· η δε ανομβρία επεκράτησε πολλάς ημέρας· όθεν όλον το πλήθος του λαού, οίτινες ήσαν εις τα περίχωρα, μη υποφέροντες την οδύνην ταύτην και δεινήν μάστιγα, συνήχθησαν έξωθεν της Λαύρας έχοντες σταυρούς εις τας χείρας και κράζοντες με ελεεινήν φωνήν το «Κύριε, ελέησον», ως σύνηθες, και ταύτα όχι μόνον με το στόμα εβόων, αλλά και εξ όλης καρδίας με κατάνυξιν άπειρον. Ο δε Άγιος, ως συμπαθής και εύσπλαγχνος όπου ήτο, τους ελυπήθη και εξελθών είπεν εις αυτούς· «Τέκνα μου, εγώ δεν έχω παρρησίαν τινά προς τον Κύριον, ως αμαρτωλός και ανάξιος και πολλώ μάλλον φιλανθρωπίας δεόμενος· εξόχως δε τον καιρόν τούτον της δικαίας οργής και θυμού του Θεού καθ’ ημών, μου φαίνεται τόλμη και αναισχυντία να κάμω δέησιν, ότι με τας αμαρτίας μας ερρυπώσαμεν το κατ’ εικόνα Αυτού και τον Ναόν Του εμολύναμεν με τας επιθυμίας και ηδονάς, και μας εμίσησε δια τους φθόνους και τας πλεονεξίας και μισανθρωπίας ημών ο φιλάνθρωπος. Αλλ’ επειδή είναι και εύσπλαγχνος, ας προσπέσωμεν εις αυτόν μετά δακρύων δεόμενοι, και ίσως μας λυπηθή πατρικώς ως φιλόστοργος να μας πληρώση την αίτησιν». Ταύτα λέγων ο Όσιος, απεκρίθησαν όλοι με μίαν γλώσσαν και φωνήν λέγοντες· «Η αγιωσύνη σου, Πάτερ τίμιε, κάμε δι’ ημάς δέησιν προς Κύριον, όστις ποιεί των φοβουμένων αυτόν το θέλημα». Δια να μη τους λυπήση λοιπόν ο Άγιος παρήγγειλε να κάμουν αυτοί με όλον το πλήθος των λαϊκών ικετήριον δέησιν έξωθεν, αυτός δε επήρεν όλους τους Μοναχούς, και εισελθόντες εις τον Ναόν έπεσεν εις την γην μετά δακρύων θερμών δεόμενος, παρευθύς δε ως έπεσον τα δάκρυα του Αγίου εις το έδαφος, επήκουσεν ο Θεός την ικεσίαν του δούλου του, επληρώθη σύννεφα ο αέρας, ήχος τις βιαίας πνοής ηκούετο, βρονταί και αστραπαί κατερρήγνυντο, η βροχή κατεφέρετο, και τόση βροχή, ώστε εμέθυσεν όλην την γην. Τότε ο Όσιος εξελθών της Μονής επροφήτευσεν εις τον λαόν λέγων· «Ιδού, αδελφοί, επακούσας ο Κύριος της δεήσεως ημών επέσκεψε την γην, εμέθυσε τους αύλακας αυτής, και θέλει ευλογήσει τον στέφανον τούτου του χρόνου περισσότερον από τους άλλους, να εμπλησθώσι τα πεδία ποιότητος, να καρπίσουν τα χωράφια, να γεμίσουν τα λαγκάδια σίτον και οι βουνοί να περιζωσθούν αγαλλίασιν». Ούτως ειπών απέλυσε τον λαόν, η δε πρόρρησις αυτού επληρώθη, ότι τόσον πλήθος βροχής έπεσεν εις όλα εκείνα τα όρια, ώστε ηυφραίνετο εις καιρόν πολύν η γη και πάντες εθαύμασαν. Ας είπωμεν όμως και τα λοιπά του Οσίου φρικτά και θαυμάσια κατορθώματα καθώς διηγήθη ταύτα ο ησυχαστής Ιωάννης ο Επίσκοπος και Θαλαλαίος ο πρεσβύτερος, οίτινες ησκήτευον εις την Λαύραν του μακαρίου Σάββα, και οίτινες έλεγον ότι όχι μόνον οι άλλοι, αλλά και αυτός ο θείος Σάββας εθαύμαζε λίαν τον Μέγαν Ευθύμιον και τον είχεν εις υπερβολικήν ευλάβειαν, όχι μόνον δια τας άνωθεν και άλλας θαυματουργίας, τας οποίας ετέλεσεν, αλλά και διότι ήτο θερμός ζηλωτής των ορθών δογμάτων και εμάχετο κατά των Μανιχαίων, των Αρειανών και λοιπών αιρετικών, των οποίων την μυθολογουμένην προϋπαρξιν και αποκατάστασιν ανέτρεπεν, αποπνίγων αυτούς ισχυρώς ο πάνσοφος με τας υποδείξεις των θείων Γραφών. Αλλά και με όσους αιρετικούς ήθελε συνομιλήσει τους κατεπλήγωνε, και ενικώντο υπ’ αυτού, ως υπό του λέοντος αι αλώπεκες, διότι πολλά σκάνδαλα έγιναν τον καιρόν εκείνον από τους αιρετικούς και πολλούς επλάνησαν. Αλλ’ οι μαθηταί του Αγίου Ευθυμίου υπ’ αυτού νουθετηθέντες δεν ηπατήθησαν. Όταν δε ήτο ο Άγιος χρόνων εβδομήκοντα εξ κατέβη από τον Ρουβάν εις την Λαύραν και ελειτούργησε την αναίμακτον θυσίαν ημέραν Σάββατον· ο δε Δομετιανός ίστατο εις το δεξιόν μέρος του ιερού θυσιαστηρίου· ήσαν δε εκεί ο Σαρακηνός Τερέβων, ο Γαβριήλιος και άλλοι τινές, οι μεν πλησίον εστώτες, οι δε μακρότερον. Όταν δε ετελείτο η δοξολογία του Τρισαγίου, βλέπουσιν εξαίφνης, ω της πολλής σου περί τον Άγιον Ευθύμιον, Χριστέ, χάριτος! πυρ καταβαίνον άνωθεν, όπερ περιέβαλε τον Άγιον και τον Δομετιανόν, και έμεινεν εις αυτούς το θαυμάσιον εκείνο πυρ από την αρχήν του Τρισαγίου έως τέλους της θείας λειτουργίας, ο δε Τερέβων ετρόμαξεν από τον φόβον ως ευλαβέστατος, και μη τολμών να ίσταται εκεί πλησίον εξήλθεν έξω του Ναού και ίστατο ως εξεστηκώς στοχαζόμενος το θαυμάσιον, καθώς ο Κυριακός τα διηγήθηκεν ύστερον, όπως τα ήκουσεν από τον Τερέβωνα και τον Γαβριήλιον. Οίτινες ακόμη και τούτο είπον, ότι τόσην χάριν έδωσεν εις τον Ευθύμιον ο Κύριος, ώστε εγνώριζεν ακριβώς από την όψιν τον άνθρωπον ωσάν από καθρέπτην τινά, τα έσωθεν της ψυχής κινήματα και τα πάθη αυτού και τους λογισμούς εστοχάζετο και κατελάμβανεν εις ποίον πάθος ενικάτο και εις πόσα αυτός ενίκα τον δαίμονα. Λέγουσι δε και τούτο δια τον Όσιον, καθώς αυτός εκείνος το είπε μυστικά προς τινας αδελφούς εις τούτων ωφέλειαν· ότι πολλάκις είδεν Αγγέλους φοβερούς συλλειτουργούντας και υπηρετούντας αυτόν ως Διάκονοι, και όταν εκοινώνει τους αδελφούς, τινάς μεν έβλεπε φωτεινούς και ωραίους, τινές δε ήσαν μαύροι και άσχημοι, όσοι δηλονότι ήσαν της θείας κοινωνίας ανάξιοι· όθεν πολλάκις εδίδασκεν αυτούς μαρτυρούμενος και τους ενουθέτει να προσέχουν να δοκιμάζη έκαστος εαυτόν, κατά τον Απόστολον, και ούτω μετά καθαράς συνειδήσεως να μεταλαμβάνη τον αμόλυντον· ότι όστις κοινωνεί αναξίως, κατακρίνεται αιώνια· δια τούτο και ο ιερεύς ασφαλίζεται τον λαόν πρωτύτερα λέγων· «Άνω σχώμεν τας καρδίας», ήτοι ας έχωμεν τας ψυχάς και τα νοήματα επάνω εις τα ουράνια, μηδέν των γηϊνων φρονούντες, τότε δε λαμβάνων από τον λαόν την υπόσχεσιν, ήτοι «Έχομεν προς τον Κύριον», τελειοί με θάρρος την ιεράν λειτουργίαν· έπειτα πάλιν εκτείνων τας χείρας προς ουρανόν, ώσπερ δεικνύων το μυστήριον, όπερ ωκονομήθη δια την σωτηρίαν μας, εκφωνεί λέγων· «Τα Άγια τοις Αγίοις»· ωσάν να λέγη· επειδή και εγώ είμαι άνθρωπος ομοιοπαθής με του λόγου σας και δεν γνωρίζω τας πράξεις σας, δια τούτο σας παραγγέλλω και διαμαρτύρομαι πρότερον, να δοκιμάση έκαστος τον εαυτόν του και εάν εις κανένα πάθος ευρίσκεται ή φθόνου ή υπερηφανείας ή επιθυμίας ή μνησικακίας ή εις άλλο όμοιον, μη τολμήση εάν δεν καθαρισθή του μιάσματος, ότι αυτά τα Άγια δεν δίδονται εις τους βεβήλους και αναξίους, αλλά εις τους καθαρούς και Αγίους· λοιπόν όσοι έχετε καθαράν συνείδησιν προσέλθετε προς τον Θεόν και φωτίσθητε και τα λοιπά. Όταν ο Μέγας Ευθύμιος έγινε χρόνων ογδοήκοντα δύο προσήλθεν εις αυτόν ο μακάριος Σάββας, παιδίον αγένειον, και τον παρεκάλεσε να τον δεχθή εις την συνοδείαν του· ο δε Όσιος ως προορατικός εγνώρισεν ακριβώς την μέλλουσαν αρετήν του νέου και μετά χαράς αυτόν υπεδέχθη, αλλά δια την ηλικίαν τον έστειλεν εις τον μακάριον Θεόκτιστον, έως να κάμη γένειον, προς τον οποίον έγραψε ταύτα· «Δέξαι τον νεανίαν τούτον και νουθέτει και οδήγει αυτόν φιλοπόνως εις πάσαν άσκησιν και ακρίβειαν του μοναδικού πολιτεύματος, ότι καθώς μου φαίνεται πολλήν προκοπήν μέλλει να κάμη εις την ασκητικήν πολιτείαν και να φωτίση πολλούς με τα εξαίσια και θαυμάσια κατορθώματά του». Ταύτα δια τον Σάββαν προεφήτευσεν ο Άγιος Ευθύμιος και όντως κατά την πρόρρησιν και τα πράγματα ηκολούθησαν, επειδή κατά την σήμερον δεν είναι καμμία πόλις ή χώρα έρημος, εις την οποίαν να μη διηγούνται με ηδονήν και ευφροσύνην πνευματικήν τα ένθεα του Οσίου Σάββα κατορθώματα· αλλά ταύτα γράφονται κατά την ημέραν της μνήμης αυτού· όθεν ας είπωμεν εισέτι ολίγα τινά περί του Μεγάλου Ευθυμίου δια να μη εξέλθωμεν από το προκείμενον. Εκείνας τας ημέρας ανεπαύθη εν Κυρίω ο Πατριάρχης Ιουβενάλιος, τελέσας εις τον θρόνον χρόνους τεσσαράκοντα πέντε και εχειροτονήθη κατά την προφητείαν του Ευθυμίου ο Αναστάσιος, όστις εχειροτόνησε Φείδωνα τινά Διάκονον, τον οποίον έστειλε με τον Σταυροφύλακα προς τον Μέγαν Ευθύμιον, ενθυμίζων εις αυτόν την πρόρρησιν και παρακαλών αυτόν να στέρξη να κατέβη ο Πατριάρχης εις την Λαύραν, να συνευφρανθώσι τω πνεύματι· ο δε Άγιος έδωκεν εις αυτόν τοιαύτην απόκρισιν· «Εγώ μεν επιθυμώ πάντα να βλέπω την σην τελειότητα και κέρδος πνευματικόν νομίζω την παρουσίαν σου, αλλά πρότερον μεν ήλθες χωρίς συνοδείαν και σύγχυσιν, ενώ τώρα πρέπει να έλθης κατά την αξίαν της αρχιερωσύνης και υπερβαίνει την εμήν ασθένειαν· λοιπόν παρακαλώ σε να μη λάβης τον κόπον, διότι εγώ μεν θα σε υποδεχθώ προθύμως ερχόμενον, αλλά κατόπιν θα είμαι υποχρεωμένος να υποδέχωμαι και όλους τους άλλους· όθεν ύστερον μη δυνάμενος να δέχωμαι τόσον πλήθος, θέλω αναχωρήσει απ’ εδώ, να υπάγω εις άλλον τόπον ασύγχυστον». Ταύτα δεξάμενος ο Πατριάρχης δεν ετόλμησε να υπάγη δια να μη βαρυνθή ο Άγιος και αναχωρήση. H βασίλισσα Ευδοκία έκτισε πολλάς Εκκλησίας, νοσοκομεία, πτωχοτροφεία και Μοναστήρια αναρίθμητα ως φιλόθεος και εξόχως αντίπερα της Λαύρας του Αγίου Ευθυμίου είκοσι στάδια ωκοδόμησε Ναόν περίφημον, εις το όνομα του Αποστόλου Πέτρου, εις τον οποίον έκαμε στέρναν μεγάλην δια να υδρεύωνται οι αδελφοί. Αύτη επήγεν ημέραν τινά να τον ίδη και βλέπουσα την Λαύραν του Αγίου Ευθυμίου, ότι ήσαν τα κελλία των Μοναχών καθ’ ένα κτισμένα χωριστά, κατενύχθη την ψυχήν τα μέγιστα και έστειλε τον Γαβριήλιον προς τον Άγιον παρακαλούσα και δεομένη αυτού να την συγχωρήση να υπάγη να του ομιλήση δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν και να του χαρίση χρυσίον αναρίθμητον δια να έχουν να εξοδεύουν δια τας ανάγκας των Μοναστηρίων πάντοτε. Ο δε Άγιος έγραψε ταύτα προς την βασίλισσαν· «Μη φροντίζης, τέκνον, περισσότερον, ότι εις ολίγας ημέρας υπάγεις προς τον Δεσπότην μας, τον οποίον ικέτευσον να συγχωρήση τας αμαρτίας σου· εις τούτο και ημείς δεν θέλομεν αμελήσει υπέρ της ψυχής σου δεόμενοι». Ταύτα εκείνη ακούσασα και θαυμάζουσα την πρόγνωσιν, απήλθεν εις την Αγίαν Πόλιν και λέγει προς τον Πατριάρχην όσα ο Άγιος της εμήνυσεν· έπειτα έδωσε πολλά εισοδήματα εις όλας τας Εκκλησίας, όσας έκτισεν, εις τας οποίας επήγεν ομού με τον Πατριάρχην και τας ενεκαινίασεν φιλοπόνως και πάσας επροίκισε πλουσιώτατα και ζήσασα τέσσαρας μήνας απήλθε προς Κύριον. Κατά τας ημέρας εκείνας και ο μακάριος Θεόκτιστος, βαθύ γηράσας, βαρέως ησθένησεν. Ο δε Άγιος Ευθύμιος, γέρων και αυτός ετών ενενήκοντα, κατέβη να τον ίδη, γινώσκων ότι έμελλε να υπάγη προς τον ποθούμενον, δια να υπηρετήση τα χρειαζόμενα. Μαθών δε και ο Πατριάρχης ταύτα, απήλθεν όπως ενταφιάση τον Όσιον και να απολαύση και τον Μέγαν Ευθύμιον· ούτω λοιπόν ποιήσαντες, μετά την ταφήν ησπάζετο με πόθον πολύν τας αγίας χείρας του Αγίου ο Αναστάσιος λέγων· «Πολύν πόθον είχα, δούλε του Θεού, να σε απολαύσω και ευχαριστώ τον Θεόν, ότι με ηξίωσε· δέομαι δε και παρακαλώ τα μέγιστα πρώτον μεν να πρεσβεύης εκτενώς τον Κύριον, να διαφυλαχθή εις εμέ έως τέλους η αληθεστάτη σου πρόρρησις· δεύτερον να μου γράφης πολλάκις, όταν έχης ανάγκην τίποτε δια τα λογικά σου θρέμματα και εγώ θα σε υπακούω ως τέκνον εις πατέρα, εις όλα σου τα προστάγματα». Ταύτα μεν και άλλα παρόμοια έλεγεν ο ευλαβής Πατριάρχης μετά πολλής ταπεινότητος· ο δε Όσιος πάλιν, ως μέτριος, τοιαύτα ανταπεκρίνατο· «Εγώ μάλλον, Δέσποτα, χρειάζομαι να πρεσβεύης εις τον Θεόν δι’ εμέ». Ο δε είπεν εις αυτόν πάλιν δεύτερον· «Εγώ μεν, Πάτερ μου τίμιε, σου υπακούω εις τούτο, ει και ανάξιος· συ δε πάλιν, ως χαρισμάτων ενθέων πεπληρωμένος και παρρησίαν έχων προς Κύριον, μη διαλίπης πρεσβεύων δια τα τέκνα σου». Πάλιν δε ο Όσιος πράως και ταπεινώς απεκρίνατο· «Συγχώρησόν μοι, Δέσποτα Άγιε, και έχε την φροντίδα του παρόντος Μοναστηρίου και πάντων των αδελφών, ως αρχηγός της Εκκλησίας μας. Λέγει ο Πατριάρχης· «Καθώς ήσουν και πρότερον προεστώς ταύτης της ερήμου, την οποίαν με την αρετήν σου επλούτισες και ως άλλην Ιερουσαλήμ απέδειξας αναθάλλουσαν, ούτω και τώρα ας είσαι κηδεμών απάντων των Μοναχών και οικονόμος εις τας ψυχάς και τα σώματα». Ούτω λοιπόν συνδιαλεξάμενοι ο μεν απήλθεν εις την Μητρόπολιν, ο δε Όσιος εψήφισε τον αββάν Μάριν Ηγούμενον, όστις ήτο θείος του Τερέβωνος, εις την αρετήν θαυμάσιος· έζησε δε μόνον δύο χρόνους εις την προστασίαν και τότε εψήφισε Λογγίνον τον αξιέπαινον· μετά ταύτα εχειροτονήθη ο Σταυροφύλαξ Κοσμάς Επίσκοπος Σκυθοπόλεως και Σταυροφύλαξ ο Χρύσιππος, καθώς ο Άγιος Ευθύμιος προεφήτευσεν· έζησε δε ο μακαρίτης Κοσμάς εις την αρχιερωσύνην έτη τριάκοντα, τελέσας μεγάλα και αξιέπαινα κατορθώματα· ο δε αδελφός αυτού Χρύσιππος έκαμεν ως Σταυροφύλαξ έτη δώδεκα και ούτως ετελείωσε τον βίον θεάρεστα· ο δε αδελφός αυτών Γαβριήλιος έκτισε Μοναστήριον εις το όνομα της Αγίας Αναλήψεως, όστις επειδή ήτο φιλομαθής και φιλάρετος εμιμείτο τον Μέγαν Ευθύμιον και ανεχώρει από την Μονήν μετά την εορτήν των Αγίων Θεοφανείων, έλειπε δε έως των Βαϊων· τον δε ογδοηκοστόν χρόνον της ηλικίας του απήλθεν εις τας ουρανίους μονάς, τελέσας θαυμάσια μέγιστα, ενεταφίασαν δε το άγιον αυτού λείψανον εις το μνήμα του Οσίου Θεοκτίστου. Ο δε Όσιος επόθει την ησυχίαν· όθεν λαβών συνοδούς τον Δομετιανόν και τον Σάββαν, όστις ήτο εις τον ζήλον της μοναδικής πολιτείας θερμότατος, απήλθον οι τρεις εις την ενδοτέραν έρημον, τρεφόμενοι με τας ρίζας των μελαγρίων και μη έχοντες άλλην τινά παράκλησιν σώματος. Πορευόμενοι λοιπόν εις την άνυδρον εκείνην έρημον, έπεσεν ο Σάββας από την άμετρον δίψαν εκκαιόμενος και δεν ηδύνατο ποσώς να σταματήση καν εις τους πόδας του· όθεν ο Όσιος, απομακρυνθείς ολίγον από τους άλλους, έκαμεν ευχήν προς Κύριον λέγων· «Δος, Κύριε, ύδωρ εις την διψώσαν γην, την του αδελφού δίψαν παραμυθούμενος». Και μετά την ευχήν έλαβε το σκαλίδιον, όπερ είχον δια να εξάγουν τας ρίζας των χόρτων να τρώγωσι, και σκάπτων ολίγον εις την γην εξήλθεν ύδωρ γλυκύτατον, ω του θαύματος! Όθεν πίνων ο Σάββας εθεράπευσε την οδύνην του, δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν, όστις τελεί δια των δούλων αυτού τοιαύτα σημεία και τέρατα. Ούτω λοιπόν έχων προς τον Θεόν πολλήν την παρρησίαν ο Μέγας Ευθύμιος προεγνώρισεν όχι μόνον την μακαρίαν αυτού μετάστασιν, αλλά και όσα έμελλον να συμβούν εις εκείνην την Λαύραν, την οποίαν με τόσον κόπον ωκοδόμησεν. Αφού λοιπόν διήλθον ημέραι οκτώ από τα Άγια Θεοφάνεια, συνήχθησαν πολλοί από τους Πατέρας εις το κελλίον του Αγίου, άλλοι δια να τον αποχαιρετήσουν και άλλοι να τον ακολουθήσουν εις την έρημον· μεταξύ δε των άλλων ήτο ο Ηλίας και ο Μαρτύριος, οίτινες ιδόντες ότι δεν είχε τίποτε ητοιμασμένα δια την αναχώρησιν, τον ηρώτησαν εάν θα ανεχώρει την επομένην. Ο δε είπεν εις αυτούς· «Όλην ταύτην την εβδομάδα θα παραμείνω μαζί σας και το μεσονύκτιον του Σαββάτου χωρίζομαι από λόγου σας»· τούτο δε είπε δια την τελευταίαν αναχώρησιν· όμως ούτοι δεν το ηννόησαν. Μετά δε τρεις ημέρας ήτο η εορτή του μεγάλου Αντωνίου και προστάσσει να κάμουν εις τον Ναόν αγρυπνίαν ολονύκτιον. Αφού λοιπόν έκαμαν την πανήγυριν, εσύναξεν εις το Διακονικόν τους ιερωμένους και τους λέγει· «Γινώσκετε, αδελφοί, ότι ο Κύριος με καλεί από την παρούσαν ζωήν προς την μέλλουσαν· αύριον λοιπόν ας συναχθούν όλοι οι αδελφοί, να σας παραγγείλω πως να κάμετε μετά την εμήν αναχώρησιν». Το πρωϊ λοιπόν μετά σπουδής συνηθροίσθησαν άπαντες, προς τους οποίους είπεν ο Άγιος· «Πατέρες μου και αδελφοί αγαπητοί εν Κυρίω και τέκνα μου περιπόθητα· εγώ μεν πορεύομαι εις τρεις ημέρας την τελευταίαν οδόν των Πατέρων μου, σεις δε πρέπει να φυλάξετε απαρασαλεύτους τας εντολάς τας οποίας σας παραγγέλλω, δια να φανή το φίλτρον σας προς με και η ευλάβεια· πρότερον από όλας τας αρετάς να έχετε την αγάπην , χωρίς της οποίας δεν είναι δυνατόν να κατορθώση τις αρετήν ολότελα· ότι όλαι αι αρεταί με την αγάπην και την ταπεινοφροσύνην γνωρίζονται· η ταπεινοφροσύνη αναβιβάζει εις το ύψος των κατορθωμάτων τον ενάρετον και η αγάπη δεν τον αφήνει να ξεπέση από το ύψος του. Πρέπει λοιπόν να εξομολογούμεθα εις τον Θεόν πάντοτε και κατά χρέος να τον υμνολογούμεν όλοι οι άνθρωποι, μάλλον δε ημείς οι Μοναχοί δια τας συνθήκας τας οποίας ετάξαμεν εις το Ιερόν Ευαγγέλιον, επειδή είμεθα ελεύθεροι των βιοτικών φροντίδων και διάγομεν ζωήν απερίσπαστον· λοιπόν ας είσθε καθαροί πάντοτε εις τας ψυχάς και τα σώματα· φυλάττετε ακριβώς τον κανόνα τον οποίον σας έδωσα και την συνήθη δοξολογίαν των συνάξεων, επιμελείσθε τους θλιβομένους όσον δύνασθε· όσοι αδελφοί πειράζονται από ρυπαρούς και ατόπους λογισμούς, ας τους εξομολογούνται ταχέως δια να διορθώνωνται από τους πρακτικωτέρους με διδασκαλίας και παραδείγματα, δια να μη υποσκελισθούν από τον διάβολον· ταύτην δε την τελευταίαν μου εντολήν σάς λέγω να φυλάττετε επιμελέστατα, ήτοι μη κλείσετε ποτέ την θύραν εις τους ερχομένους, αλλ’ ας είναι ανοιγμένη δια τους οδοιπόρους και πένητας, και ας είναι πάντα κοινά εις τους δεομένους όσα πράγματα έχετε, εάν θέλετε να σας στέλλη και σας ο Κύριος αφθόνως και πλουσίως όσα χρειάζεσθε». Ταύτα προστάξας ηρώτησεν αυτούς τίνα ήθελον να τους αφήση Πρωεστώτα και Καθηγούμενον· οι δε άπαντες ομοφώνως εζήτησαν τον Δομετιανόν, ως πάντων εναρετώτερον· ο δε Ευθύμιος απεκρίνατο· «Ψηφίσατε έτερον, ότι ο Δομετιανός επτά ημέρας μόνον κάμνει εις τούτον τον κόσμον μετά την εμήν αποβίωσιν». Τούτο πάντας τους περιεστώτας εξέπληξε, επειδή το είπεν ούτω παρρησία και δεν το έκρυψεν. Αποτυχόντες λοιπόν του Δομετιανού, εζήτησαν Ηλίαν τινά της κάτω Μονής οικονόμον, το γένος Ιεριχούντιον. Επιστραφείς λοιπόν είπεν προς αυτόν ο Άγιος· «Ιδού πάντες οι Πατέρες αυτοί εαυτοίς ποιμένα σε και προστάτην ψηφίζονται· όθεν πρόσεχε να ωφελήσης αυτούς και τον εαυτόν σου· γίνωσκε δε τούτο, ότι ο Θεός ηυδόκησε να γίνη και αύτη η Λαύρα εις ολίγον καιρόν Κοινόβιον». Την επομένην ημέραν είπεν ο Όσιος προς τον νέον Ηγούμενον που να οικοδομήση το Κοινόβιον και πως να το συστήση, και περί ξενοδοχίας και ψαλμωδίας και δια τα επίλοιπα άπαντα, δηλαδή πως να επιμελήται τους αδελφούς, και εξόχως πως να καθοδηγή εκείνους οίτινες πειράζονται από ατόπους λογισμούς και βαρύνονται. Έπειτα είπε κοινώς προς άπαντας· «Εάν εύρω τινά παρρησίαν προς Κύριον, θέλω του ζητήσει ταύτην την χάριν, να είμαι με το πνεύμα εις την συνοδείαν σας πάντοτε». Ταύτα ειπών απέλυσεν άπαντας, εκράτησε δε πλησίον του μόνον τον Δομετιανόν και προσμείνας ημέρας τρεις ειςτο Διακονικόν μετ’ αυτού, την νύκτα του Σαββάτου εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθε προς την εκείθεν μακαριότητα, πρεσβύτης και πλήρης ημερών γενόμενος, εις ηλικίαν ενενήκοντα εξ ετών, εικοστήν του Ιανουαρίου μηνός άγοντος, εν έτει από Χριστού υογ΄ (473). Εξήλθε λοιπόν αύτη η φήμη ταχέως εις τα περίχωρα· όθεν συνηθροίσθη πλήθος Μοναχών και λαϊκών αναρίθμητον, εξόχως δε ο Πατριάρχης Αναστάσιος με συνοδείαν εκκλησιαστικών και στρατιωτικών πολυάριθμον, ήλθον δε και ο Χρύσιππος, ο Γαβριήλιος και ο Διάκονος Φείδων ως και πάντες οι αναχωρηταί της ερήμου με τον μέγαν Γεράσιμον, και απλώς συνήχθη τόσον πλήθος ανθρώπων, ώστε ήτο ξένον θέαμα και δεν ηδύναντο οι Ιερείς να ενταφιάσουν το άγιον λείψανον. Όθεν βλέπων ο Πατριάρχης ότι ήτο ώρα ενάτη της ημέρας, προσέταξε τους στρατιώτας να απομακρύνουν βιαίως τον λαόν· και ούτως εποίησαν· όθεν μετά βίας πολλής ηδυνήθησαν να τελέσουν την των θείων Πατέρων παράδοσιν, να καθίσουν εις την πολύπλουτον και μακαρίαν σορόν το αθλητικώτατον εκείνο και πάνσεπτον λείψανον ψάλλοντες τους προσήκοντας ύμνους και άσματα. Πάντες λοιπόν εδάκρυσαν και αμέτρως εθλίβησαν την του Μεγάλου Ευθυμίου υστέρησιν, εξαιρέτως δε ο Μαρτύριος και ο Ηλίας εθρήνουν απαραμύθητα, τους οποίους ο Πατριάρχης παρηγόρησεν υποσχόμενος να τους δίδη την πρέπουσαν πάντοτε βοήθειαν προς συντήρησιν της αδελφότητος. Ο δε γνήσιος αυτού μαθητής και μιμητής των αρετών αυτού ακριβέστατος, όστις τον υπηρέτησε χρόνους πεντήκοντα, δεν ανεχώρησεν από τον τάφον του διδασκάλου του. και την εβδόμην ημέραν φαίνεται εις αυτόν εν νυκτί φαιδρός την όψιν ο Μέγας Ευθύμιος λέγων· «Ιδού ο Θεός μάς ηξίωσε και ταύτης της χάριτος, να συνευφραινώμεθα ομού και εδώ αιώνια καθώς είμεθα και εκεί εις τον πρόσκαιρον κόσμον αχώριστοι· ελθέ λοιπόν να απολαύσης την ητοιμασμένην σοι δόξαν και εύκλειαν». Ταύτα ο Δομετιανός ανήγγειλεν ευθύς εις τους αδελφούς, και ούτως εν χαρά και αυτός απήλθεν εις την εκείσε μακαριότητα και εκηδεύθη εντίμως παρά των Πατέρων. Μετά ταύτα ελθών και πάλιν ο Πατριάρχης με ανθρώπους πολλούς και με πολλήν ευλάβειαν έλαβον το άγιον λείψανον του Ευθυμίου και με λαμπάδας και θυμιάματα το έφεραν εις τον οίκον, τον οποίον αυτός ενεούργησε, και το έβαλαν εις ιεράν θήκην ασφαλώς μετά προσοχής, ίνα μη δύναται τις να αφαιρέση ποτέ μέρος εξ αυτού. Γινώσκετε δε ταύτα, αδελφοί, δια τον Μέγαν Ευθύμιον, ότι ήτο εις την έξιν άπλαστος, τον τρόπον πραότατος, την όψιν λευκός, στρογγυλός εις το πρόσωπον, φαιδρός τε και ευπρεπής, εις το χρώμς λευκός, εις την ηλικίαν σεμνός, τα γένεια μακρά έως τους μηρούς του και κατώτερα, ήτο δε εις τα μέλη υγιής και ακέραιος, δεν του έλειπε κανένα μέρος του σώματος, ούτε κανένα οδόντιον ολότελα· εγεννήθη, ως είπομεν, εκ θείας αποκαλύψεως, αφιερώθη εις τον Θεόν το τρίτον έτος της ηλικίας του, κατά δε το ενενηκοστόν έκτον έτος της ζωής του απήλθε προς την εκείθεν μακαριότητα. Αλλά ας είπωμεν και ολίγα θαυμάσια από όσα ετέλεσε μετά την οσίαν του κοίμησιν, και μάλιστα ένα φρικτόν και εξαίσιον, όπερ έγινεν εις τον Ιεροδιάκονον Φείδωνα, δια την οποίαν αιτίαν έγινεν η Λαύρα του Οσίου Κοινόβιον. Ακούσατε λοιπόν μετά προσοχής εξ αρχής την υπόθεσιν, να καταλάβετε πόσην παρρησίαν έχει προς τον Θεόν ο Όσιος Ευθύμιος. Εν έτος μετά την κοίμησιν του Οσίου απέθανεν ο φιλόχριστος βασιλεύς Λέων, εγένετο δε διάδοχος αυτού ο έγγονός του Λέων υιός του εκ θυγατρός γαμβρού του Ζήνωνος, όστις ήτο μικρόν παιδίον και ζήσας μόνον ένα χρόνον αφήκε βασιλέα τον πατέρα αυτού Ζήνωνα· τούτον εδίωξεν από τον θρόνον με επιβουλήν ο τύραννος Βασιλίσκος, όστις εκάθισε βασιλεύς τυραννικώς και ήτο εις την αίρεσιν του Ευτυχούς και Διοσκόρου, οίτινες εφρόνουν εις τον Χριστόν μίαν φύσιν, λέγοντες κατ’ αυτού και άλλα βλάσφημα λόγια, τους οποίους η Αγία Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδος ανεθεμάτισε. Τον καιρόν εκείνον λοιπόν εσυνάχθησαν εις την Ιερουσαλήμ οι πρόκριτοι αυτής της αιρέσεως και εψήφισαν ιδικόν των Πατριάρχην· ο δε Ζήνων εσύναξε λαόν από την Ισαυρίαν, και ελθών εθανάτωσε τον Βασιλίσκον και επήρε τον θρόνον του· τότε ήτο και ο Πατριάρχης Αναστάσιος αποθαμμένος, και εκάθισεν εις τον θρόνον του ο Μαρτύριος, όστις έγραψε μίαν επιστολήν προς τον βασιλέα Ζήνωνα και προς τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιον, δια τους άνωθεν αιρετικούς, να τους παιδεύσουν να παύσουν τα σκάνδαλα· έδωκε λοιπόν τα γράμματα εις τον Διάκονόν του Φείδωνα, όστις επήγεν εις την Ιόππην, και ευρίσκων πλοίον εισήλθεν, και αρμενίζων εις το παρθενικόν πέλαγος, τους εύρε μεγάλη ταραχή εις το πέλαγος, τόσον ώστε το πλοίον εναυάγησεν, οι δε άνθρωποι άλλοι μεν επνίγησαν πάραυτα, άλλοι δε εκρατούσαν σανίδας πλέοντες· ομοίως και ο Διάκονος ευρίσκων ένα ξύλον έπλεε με κόπον πολύν, περιμένων εις ολίγην ώραν ως αναπόφευκτον τον θάνατον. Ούτω λοιπόν λυπούμενος εις τοιαύτην συμφοράν και εσχάτην ταλαιπωρίαν δεινώς οδυνώμενος, ήλθεν εις την ενθύμησιν αυτού ο Μέγας Ευθύμιος· όθεν εβόησε ταύτα προς αυτόν μετά πίστεως· «Άγιε του Θεού Ευθύμιε, πρόφθασον και σώσον με από τον κίνδυνον τούτον τον χαλεπώτατον». Ούτω λοιπόν δεόμενος είδε τον Όσιον περιπατούντα επάνω εις τα κύματα και του λέγει· «Μη φοβείσαι, ότι εγώ είμαι ο δούλος του Δεσπότου Χριστού Ευθύμιος και ήξευρε, ότι δεν ήρεσεν εις τον Θεόν η οδοιπορία σου, και δια τούτο σου έτυχε το ναυάγιον· λοιπόν επίστρεψον εις εκείνον όστις σε έστειλε και ειπέ του από εμέ, να μη μεριμνά δια την των Αποσχιστών διάστασιν, ότι εις ολίγας ημέρας, πριν αποθάνης, γίνεται ένωσις της Εκκλησίας, να έχουν όλοι οι Ιεροσολυμίται ένα ποιμένα και πρόεδρον· ύπαγε λοιπόν εις την εμήν Λαύραν και χάλασε από θεμελίων όλα τα κελλία των αδελφών και κάμε το Κοινόβιον εκεί όπου έκτισες το κοιμητήριον, ότι ούτως είναι θέλημα Θεού, να γίνη η Λαύρα Κοινόβιον». Ταύτα λέγων προς τον Φείδωνα ο Μέγας Ευθύμιος, εξέβαλε τον μανδύαν αυτού και σκεπάσας αυτόν τον ήρπασε και ευρέθη εις την γην πάραυτα, ήτοι εις το μέσον της αγίας Πόλεως, ω του θαύματος! και αφαιρών το θείον εκείνο παλλίον του Αγίου Ευθυμίου, με το οποίον ως αετός υπόπτερος επέρασε τόσον πέλαγος, ενεδύθη τα συνήθη αυτού ιμάτια. Αλλά θαύμα ηκολούθει τω θαύματι, και πάλιν το παλλίον ηρπάγη ως υπό χειρός τινος και έγινεν άφαντον, ο δε Φείδων συλλογιζόμενος τα συμβάντα, πως ελυτρώθη από τον μέγαν εκείνον κίνδυνον, εδόξαζε τον Κύριον και ηυχαρίστει τον Μέγαν Ευθύμιον λέγων· «Τώρα αληθώς κατενόησα, ότι γνήσιος δούλος του Θεού είναι ο Μέγας Ευθύμιος». Ταύτα διηγήθη και προς τον Πατριάρχην, όστις εθαύμασε και είπε· «Όντως Προφήτης ήτο ο Μέγας Ευθύμιος, ότι όσα έμελλε να γίνουν εις την Λαύραν, μας τα είπε προ της τελειώσεώς του». Ταύτα λέγων επρόσταξε τον Φείδωνα να κάμη καθώς ο Άγιος παρήγγειλε και του έδωκε πάσαν βοήθειαν και ανήγειρεν εις ολίγον καιρόν το Κοινόβιον, με όσα έκαμναν χρεία κελλία, νοσοκομείον, φούρνους, πύργους, κοιμητήριον και έτερα χρειαζόμενα, θέλοντες δε να εγκαινιάσουν την Εκκλησίαν εχρειάζοντο ύδωρ, διότι μόνον τον χειμώνα βρέχει εις εκείνα τα μέρη, και με το ύδωρ όπερ μένει εις τους λάκκους των πετρών και με δοχεία υπηρετούνται κατά τον υπόλοιπον χρόνον. Κατά δε τον καιρόν του θέρους έχουσι μεγάλην υστέρησιν. Συνήθροισαν λοιπόν ημιόνους από διαφόρους τόπους να φέρουν ύδωρ και το μεσονύκτιον φαίνεται εις τον Ηγούμενον Ηλίαν ο Μέγας Ευθύμιος και του λέγει· «Διατί δεν εκάματε δέησιν προς τον Θεόν, να σας στείλη ύδωρ, ολιγόπιστοι, αλλά βασανίζετε τα υποζύγια; Από την σιαγόνα της όνου έβγαλεν ύδωρ και επότισε τον Σαμψών και από την ακρότομον πέτραν και εχόρτασε λαόν τον απειθή και αχάριστον και σας θαρρείτε να αφήση αβοηθήτους εις τοσαύτην υστέρησιν; Μη φοβείσθε, ότι έως τρεις ώρας της ημέρας θα γεμίσουν οι λάκκοι άπαντες ύδατος». Εγερθείς λοιπόν εφανέρωσε και εις τους άλλους την όρασιν και τότε εφάνη αίφνης εις τον ουρανόν σύννεφον μέγα και τόσην βροχήν κατεβίβασεν, ώστε δεν εχρειάσθησαν ύδωρ ει μη μόνον το βρόχινον. Τούτο το θαύμα ηκούσθη εις όλην την έρημον· όθεν επήγε και ο Αρχιεπίσκοπος Μαρτύριος και ποιήσαντες αγρυπνίαν έκαμαν τον εγκαινιασμόν την εβδόμην του μηνός Μαϊου· εις δε την Αγίαν Τράπεζαν έβαλαν από τα άγια λείψανα τριών Μαρτύρων Πρόβου, Ταράχου και Ανδρονίκου· ήσαν δε τότε χρόνοι δώδεκα μετά την κοίμησιν του Οσίου Ευθυμίου. Μετά ταύτα έγινεν ο Φείδων της πόλεως Δώρας Επίσκοπος· ο δε Πατριάρχης Μαρτύριος εσύναξε τους Επισκόπους και Μοναχούς και εγένετο εις την Εκκλησίαν ομόνοια και ειρήνη κατά την του Αγίου Ευθυμίου πρόρρησιν· εις δε την Μονήν του Οσίου μετά την του μακαρίου Ηλία κοίμησιν έγινεν άλλος Ηγούμενος, Συμεών καλούμενος, όστις έζησε μόνον τρεις χρόνους· κατόπιν εψήφισαν άλλον από την Αραβίαν, την κλήσιν Στέφανον, όστις είχεν αδελφόν Προκόπιον το όνομα και αφιέρωσεν εις το Μοναστήριον χρυσά εξακόσια· άρχων δε τις από την Αντιόχειαν, την κλήσιν Καισάριος, ήλθεν εις την Αγίαν Πόλιν, όστις έπεσεν εις δεινήν και χαλεπήν ασθένειαν σώματος και μη ευρίσκων εις ιατρούς τινά βοήθειαν, απήλθεν εις τον τάφον του Αγίου Ευθυμίου και χρισθείς από το έλαιον της κανδήλας εθεραπεύθη πάραυτα· όθεν όσα χρυσά χρήματα του ευρέθησαν εχάρισεν εις τον Ναόν, τάζων να δώση και έτερα αναρίθμητα· επιστρέφων δε εις την οικίαν του απήλθεν εις την Τρίπολιν και διηγήθη την θαυματουργίαν προς τον Επίσκοπον Στέφανον. Ο δε ανεψιός τούτου Λεόντιος, νεώτερος την ηλικίαν, ακούσας ταύτα εθερμάνθη εις την ψυχήν από τον θείον έρωτα και απαρνησάμενος κόσμον και πάσαν σωματικήν απόλαυσιν επήγεν εις το Μοναστήριον του Αγίου Ευθυμίου και εκουρεύθη· μετά ταύτα δε όχι μόνον Ηγούμενος έγινεν, αλλά και διάδοχος του θρόνου μετά τον θάνατον του θείου του, εις δε την Μονήν εψήφισαν άλλον Ηγούμενον, ονόματι Θωμάν, ο δε Καισάριος ήλθε πάλιν να προσκυνήση δι’ ευλάβειαν του Αγίου το Μοναστήριον και του ήνοιξαν το Διακονικόν να ασπασθή το Τίμιον Ξύλον του Σταυρού και άλλα πολύτιμα λείψανα. Αδελφός δε τις, το γένος Γαλάτης, την κλήσιν Θεόδοτος, ήτο υπηρέτης του Διακονικού, και βλέπων τα προειρημένα εξακόσια χρυσά, ενικήθη υπό φιλαργυρίας ο άθλιος και έκλεψε τα φλωρία με τρόπον επιδέξιον, τόσον ώστε δεν το ηννόησε τις έτερος. Και κατά την επαύριον προσεποιήθη ότι ήθελε να υπάγη εις τόπον ήσυχον, και έφυγεν απερχόμενος προς Ιεροσόλυμα· όταν δε διήρχετο αντίκρυ της Μονής του Μαρτυρίου εξήγαγεν από ένα σακκούλιον φλωρία πεντήκοντα, και τα επίλοιπα έκρυψε κάτωθι μιας μεγάλης πέτρας, και σημαδεύσας τον τόπον επήγεν εις Ιόππην, εις την οποίαν μισθώσας ίππους επέστρεψεν εις τον λίθον, εις τον οποίον έκρυψε τον θησαυρόν, ένθα, ω Θεού κριμάτων! είδε φοβερόν και εξαίσιον θέαμα· εξήλθε κάτωθεν της πέτρας όφις δεινός και τρομερώτατος, ώσπερ υπό τινος εις φύλαξιν του χρυσού προστασσόμενος, και δεν τον αφήκε να πλησιάση ολότελα, αλλά έφευγεν έντρομος· έπειτα πολλάκις υπέστρεφεν ο δείλαιος, αλλά πάντοτε εύρισκε τον φοβερόν εκείνον του χρυσού φύλακα επιμελώς εγρηγορότατα και εφιστάμενον, όστις έτρεχε κατ’ αυτού και τον εδίωκε, ίνα μη πλησιάση τελείως. Κατά δε την υστάτην φοράν κατά την οποίαν επλησίασεν, ελθούσα δύναμις τις εναέριος τον εκτύπησε δυνατά ωσάν με ξύλον χονδρόν· όθεν έπεσε κατά γης ημιθανής ο άθλιος, και διαβαίνοντες προς Ιεροσόλυμα τινές Λαζαριώται, ευρόντες αυτόν ως νεκρόν, τον σηκώνουσι και τον κομίζουσιν εις το νοσοκομείον. Εκεί λοιπόν ημέρας πολλάς κοιτόμενος και αποκοιμώμενος μίαν των ωρών βλέπει καθ’ ύπνον γέροντα τινά θυμωμένον, όστις του λέγει· «Εάν δεν δώσης οπίσω τα χρήματα, τα οποία έκλεψες από την Μονήν του Αγίου Ευθυμίου, δεν θεραπεύεσαι». Τότε λοιπόν προσκαλεσάμενος τον πανδοχέα ωμολόγησε το αμάρτημα. Ταύτα μαθών ο Ηγούμενος απήλθεν εις την Αγίαν Πόλιν, και φορτώσαντες τον Θεόδοτον επήγαν εις τον λίθον. Ο δε φρικτός εκείνος χρυσοφύλακας, ω του θαύματος! βλέπων τους αληθείς κυρίους του θησαυρού ανεχώρησε και τους έδωκεν άδειαν να λάβουν το πράγμα των. Και αυτοί μεν έλαβον το χρυσίον, ο δε Θεόδοτος έμεινε τεθεραπευμένος ταύτην την ώραν και υγιέστατος. Ζήσας λοιπόν ο Θωμάς εις το Ηγουμενείον χρόνους οκτώ ετελεύτησε την εικοστήν πέμπτην του μηνός Μαρτίου, ζήσας το όλον χρόνους εβδομήκοντα. Μετά την του Θωμά κοίμησιν έλαβε την προστασίαν των αδελφών ο Λεόντιος, εις του οποίου τας ημέρας ήμουν και εγώ ο γράψας τον βίον τούτον της ποίμνης ταύτης εν πρόβατον· όθεν όσα μου διηγήθησαν φιλαλήθως οι άγιοι γέροντες εκείνοι δια τον θαυμαστόν Ευθύμιον δεν απέκρυψα από των τέκνων αυτών εις γενεάν ετέραν· τώρα δε πάλιν να είπω και εγώ όσα είδα με τους οφθαλμούς μου θαυμάσια, από τα οποία επιστώθην και τα προηγούμενα. Εις τους δεκαέξ χρόνους της βασιλείας Ζήνωνος ενεδύθην το άγιον σχήμα και πηγαίνων εις τα Ιεροσόλυμα προσεκύνησα τους Αγίους Τόπους, ένθα ευρών τον ησυχαστήν Ιωάννην, τον συνεβουλεύθην που να υπάγω, να εύρω την σωτηρίαν της ψυχής μου, όστις με έστειλεν εις την Μονήν του Μεγάλου Ευθυμίου. Ήτο δε τότε Ηγούμενος ο ρηθείς Λεόντιος, όστις με υπεδέχθη μετά χαράς· καθώς λοιπόν ευρισκόμην εκεί είδα Μοναχόν τινα, το γένος Κίλικα, Παύλον ονομαζόμενον, όστις είχε δαιμόνιον. Ήτο δε από την Μονήν του Μαρτυρίου και τον έφεραν οι συγγενείς του εις τον τάφον του Αγίου Ευθυμίου, ο οποίος του εφάνη παρευθύς το μεσονύκτιον και εδίωξε τον δαίμονα. Ο Μοναχός δε, υγιής γενόμενος, ήλθεν εις τον όρθρον και εψάλαμεν μαζί την ακολουθίαν. Ταύτα μαθόντες οι Μοναχοί του Μαρτυρίου ήλθον να τον πάρουν, διότι εκουρεύθη εις το Μοναστήριον αυτών. Αλλ’ αυτός ως ευγνώμων δεν ανεχώρησε ποσώς από το Κοινόβιον του Αγίου, αλλά υπηρέτει με προθυμίαν όλους μας. Ακούσατε δε και άλλο παρόμοιον. Μακράν από το Κοινόβιον δύο στάδια είχομεν δύο δεξαμενάς, τας οποίας ωκοδόμησεν ο Άγιος, και την μεν μίαν έδωκεν εις τους Αγαρηνούς, τους οποίους εβάπτισε, δια να παίρνουν ύδωρ απ’ αυτήν να πορεύωνται, την δε ετέραν είχομεν ημείς και την εκλειδώναμεν το θέρος, ότε ήτο ολίγον το ύδωρ. Καιρόν δε τινά επήγε τις των βαρβάρων να ποτίση τας καμήλους του και ευρίσκων την δεξαμενήν κεκλεισμένην εθυμώθη και έθραυσε δι’ ενός λίθου την θύραν αυτής, παρευθύς δε εδαιμονίσθη και πεσών ήφριζε το στόμα κατά γης κυλιόμενος. Μετά καιρόν έφερε τον βάρβαρον εκείνον εις το Μοναστήριον Χριστιανός τις Θαλάβας ονόματι, όστις μας ανέφερε την υπόθεσιν· όθεν εγώ ελυπήθην τον βάρβαρον και τον επήγαμεν βασταζόμενον εις τον τάφον του Αγίου, διότι αυτός όστις τον επαίδευσε δια την θρασύτητά του, αυτός ηδύνατο πάλιν να του δώση δια φιλανθρωπίαν την θεραπείαν, καθώς και εγένετο, μάλιστα δε και περισσότερον από όσον εζήτει απέλαβε. Διότι όχι μόνον εθεραπεύθη κατά το σώμα, αλλά και την ψυχήν φωτισθείς από θείαν έλλαμψιν έλαβε το Άγιον Βάπτισμα. Αλλά και την ανεψιάν του ρηθέντος Θαλάβα εθεράπευσεν από το ακάθαρτον δαιμόνιον, ως την έφεραν από του Λαζαρίου και έπιεν ολίγον αγίασμα· έτερος δε τις υιός Αγαρηνού Αργώβ εφύλαττε πρόβατα και εισελθών εις αυτόν χαλεπώτατον δαιμόνιον, εβασάνιζεν αυτόν και περιέστρεφεν όχι μόνον τας φρένας του, αλλά και τους οφθαλμούς και το πρόσωπον· φέροντες δε και αυτόν εις τον τάφον του Αγίου Ευθυμίου, εθεραπεύθη εις ολίγον διάστημα. Άλλη δε τις γυνή από το χωρίον Βιταβουδισών ύπανδρος είχε δαιμόνιον άγριον, το οποίον την εβασάνιζε μήνας επτά, ο δε άνδρας της ελυπείτο μεγάλως και μη ευρίσκων άλλην βοήθειαν, την έφερεν εις το Μοναστήριον και την αφήκεν απ’ έξω, διότι γυναίκα δεν εισήγον έσωθεν. Μείνασα δε αύτη εκεί ημέρας τρεις, προσηύχετο και ενήστευε· και τότε της φαίνεται την νύκτα ο Μέγας Ευθύμιος λέγων· «Ίδε, ιατρεύθης και ύπαγε εις τον οίκον σου». Και ευθύς ευρέθη υγιής και απήλθε δοξάζουσα τον Θεόν και ευχαριστούσα τον Όσιον, αύτη δε όχι μόνον τότε αλλά και κάθε χρόνον επήγαινεν εις την Μονήν με δωρήματα και παρέμενεν έξωθεν, καταφιλούσα την γην με πολλήν ευλάβειαν και τους αδελφούς υπεδέχετο εις τον οίκον της και τους εφίλευεν ως ηδύνατο. Άλλος τις αδελφός ήτο μαζί μας, το γένος Γαλάτης, την κλήσιν Προκόπιος, από ευγενικούς ανθρώπους, όστις είχεν εντός αυτού δαιμόνιον, το οποίον πριν να γίνη Μοναχός τον εβασάνιζε κρυφά· αφ’ ότου όμως ήλθεν εις τον τάφον του Μεγάλου Ευθυμίου και έβαλε τα ράσα, τότε εφανερώθη ο δαίμων, ως ο κλέπτης υπό του φωτός ελεγχόμενος, και ούτως ο δυστυχής Προκόπιος εξέσχιζε τας σάρκας και πίπτων εις την γην εβασανίζετο δεινώς και έμενεν άλαλος· αλλ’ ο Άγιος ευσπλαγχνίσθη αυτόν και τον εθεράπευσεν από την δαιμονιώδη μανίαν εκείνην και τα δεσμά της γλώσσης διέλυσεν, ευρίσκετο δε ούτος μαζί μας έως την σήμερον, όχι μόνον υγιής αλλά και με σωφροσύνην και υπομονήν στολισμένος αίρων του Χριστού τον χρηστόν και γλυκύτατον ζυγόν κατά δύναμιν. Αλλά πως να σιωπήσω το θαυμάσιον, όπερ επράχθη εις τον ξενικόν εκείνον, όστις ήλθεν ημέραν τινά όταν εκαθήμεθα εις την θύραν του Μοναστηρίου εργοχειρούντες κατά το σύνηθες, και εφώναζε μεγάλως ελαυνόμενος από το δαιμόνιον, το οποίον έκραζε λέγον· «Τι εμοί και σοι, δούλε του Θεού Ευθύμιε; Που με σύρεις βιαίως; Δεν εξέρχομαι απ’ εδώ». Ταύτα ειπών τον έρριψεν έμπροσθεν της θύρας και εκοίτετο εις τους ορώντας πτώμα ελεεινότατον. Ταύτα βλέποντες ημείς τον ελυπήθημεν, και μετά βίας τον εσήκωσα εγώ και ο θυρωρός Βαβύλας, να τον υπάγωμεν εις τον Άγιον· ο δε πάλιν εφώναζε λέγων· «Τι με σύρετε να με υπάγετε εις τον εχθρόν μου, όστις πολεμεί και φλογίζει με; Ω βία, δεν έρχομαι μαζί σας, αλλ’ εξέρχομαι και πλέον δεν εισέρχομαι εις τούτον τον άνθρωπον». Αφού δε εφθάσαμεν με πολύν κόπον σύροντες αυτόν εις τον τάφον του Αγίου, τον έρριψε πάλιν ο δαίμων και τον ετάραξε τόσον, ώστε έμεινεν όλην την νύκτα άλαλος, και το πρωϊ ευρέθη (ω του θαύματος) υγιής και σωφρονισμένος τοσούτον, ώστε πάντες εξέστησαν· εγώ δε τον ηρώτησα, διατί εφώναζε χθες και έκαμνε τόσην σύγχυσιν, ο δε έλεγεν ότι δεν ήξευρε τίποτε, ούτε πως ήλθεν, ούτε ότι έκαμε τινά σύγχυσιν. Έτι δε από το χωρίον Βηταγαβαίων ήτο Ιερεύς τις εις το Μοναστήριον, Αχθάβιος το όνομα, όστις έκαμε μαζί μας χρόνους τεσσαράκοντα πέντε (45) εις τας εντολάς του Θεού εργάτης επιμελής και δόκιμος· ούτος είχεν αδελφόν εις το ρηθέν χωρίον, το οποίον είναι πλησίον της Γάζης και τον έλεγαν Ρωμανόν, ο οποίος εις μεν την ψυχήν ήτο πτωχός και βέβηλος, εις δε τον πρόσκαιρον βίον περισσώς πλούσιος· δια τούτο τον εφθόνησε τις και του έκαμε μαντείας ο δείλαιος· όθεν ο Ρωμανός ησθένησε δεινώς, ήτοι είχεν ασθένειαν τινά, ήτις λέγεται νάρκη, και εκοίτετο εις τον οίκον του υδρωπικιάσας τόσον, ώστε οι ιατροί τον απεφάσισαν και τον έκλαιον ως ετοιμοθάνατον οι φίλοι του. Ούτος λοιπόν κοιτόμενος και ούτω βαρέως βασανιζόμενος και τον θάνατον αναμένων, έκαμε σχήμα εις τους περιεστώτας να εξέλθουν έξω και τότε στραφείς προς τον τοίχον, ως άλλος Εζεκίας με συντριβήν καρδίας ταύτα προσηύξατο· «Ο Θεός των Δυνάμεων, επίβλεψον επ’ εμέ και λύτρωσαί με από την δεινήν ταύτην ανάγκην και συμφοράν, δια πρεσβειών του δούλου σου Ευθυμίου». Ταύτα λέγων ο ασθενής βλέπει γέροντα τινά Μοναχόν με λευκά γένεια, όστις είπε προς αυτόν ερωτήσαντα· «Εγώ είμαι ο Ευθύμιος, τον οποίον εκάλεσες τώρα και ήλθα να θεραπεύσω το πάθος σου· μη δειλιάσης λοιπόν, αλλά δείξε μου αυτό». Τότε ο Ρωμανός ανεσκέπασε την κοιλίαν του· ο δε Άγιος έκοψε με τα δάκτυλά του το μολυσμένον μέρος εκείνο ώσπερ με μάχαιραν και εξήγαγεν από την κοιλίαν του ωσάν ένα πέταλον κασσίτερον, το οποίον είχε τινάς χαρακτήρας και δεικνύων τούτο του ασθενούς το έβαλεν έμπροσθεν αυτού εις την τράπεζαν και πάλιν έκαμεν ακέραιον το σχίσμα και τελείως αυτόν εθεράπευσεν· έπειτα του εφανέρωσε την επιβουλήν της μαντείας, νουθετήσας αυτόν να επιμεληθή και της ψυχικής σωτηρίας, να μη οδυνάται αιώνια. Τότε ηγέρθη ο Ρωμανός υγιής τε και αγαλλόμενος και φωνήσας τους συγγενείς είπεν εις αυτούς το θαυμάσιον, ελθών δε προς ημάς διηγείτο προς τον αδελφόν του ταύτην την μεγίστην ευεργεσίαν, την οποίαν του έκαμεν ο Άγιος, δια την οποίαν τον εορτάζει ακόμη κάθε χρόνον εις δόξαν Θεού. Ήθελα δε να σιωπήσω ένα θαυμάσιον, το οποίον έκαμε τώρα ύστερα, φοβούμενος μήπως και φανή εις τινα απίστευτον και εναντίον της του Αγίου χρηστότητος· αλλά πάλιν δια να φοβηθούν όσοι ομνύουσιν άδικα, το γράφω δια παράδειγμα. Εις χωρίον τι προς ανατολάς ευρισκόμενον και καλούμενον Φαράν ήτο βοσκός τις, Κυριακός ονομαζόμενος, του οποίου έδωκε πτωχός τις δέκα πρόβατα, τα οποία είχε να τα βόσκη με τα ιδικά του. Κατόπιν παρέστη ανάγκη εις τον πτωχόν να πωλήση τα πρόβατα και ζητών αυτά του Κυριακού, του έδωκε μόνον οκτώ και τα δύο εκράτησεν ως κακότροπος. Ο δε πτωχός εζήτει το πράγμα του, και αυτός εφιλονίκει λέγων ότι μόνον οκτώ του έδωκε. Λέγει τότε ο πτωχός· «Πάρε όρκον εις τον Όσιον Ευθύμιον και ας τα χάσω». Ο δε Κυριακός έστερξε, και αφού επήγαν εκεί πλησίον, βλέπων τον αδικητήν ο αδικημένος ότι ήθελε να επιορκήση, εφοβήθη την ανομίαν και του λέγει· «Ας στρέψωμεν οπίσω, αδελφέ, και αυτό είναι ώσπερ να ώμοσες». Ο δε αφρονέστατος δεν ηθέλησε, αλλ’ επλησίασεν εις την ιεράν θήκην του Αγίου, και επιώρκησεν ο πάντολμος και ούτως επέστρεψεν εις την οικίαν του. Καθώς δε εκοίτετο την ακόλουθον νύκτα εις την κλίνην, του εφάνη ότι ήνοιξεν η θύρα και εισήλθε Μοναχός τις με ράβδον εις τας χείρας του, ακολουθούμενος και από άλλους πέντε νέους. Τότε ήστραψεν όλος ο οίκος από φως άπειρον και κοιτάζων προς αυτόν ο Άγιος με φοβερόν βλέμμα, εφώναξε λέγων· «Πως ετόλμησας, μάταιε, να ομόσης εις τον τάφον του Ευθυμίου ψεύματα;» Ο δε έμεινεν άλαλος και δεν ηδυνήθη να δώση τινά απόκρισιν. Tότε ο Άγιος προσέταξε τους τέσσαρας νέους να τον τανύσουν, εις δε τον πέμπτον έδωκε την ράβδον του λέγων· «Δείρε τούτον όσον ημπορείς δυνατά, δια να μη τολμήση πλέον να γίνη καταφρονητής του Θεού και επίορκος, ούτε να αρπάζη τα αλλότρια». Αφού λοιπόν τον έδειρεν ικανώς, έλαβε την χείρα του νεανίσκου ο Άγιος δια να μη τον μαστιγώση περισσότερον, προς δε τον επίορκον είπε ταύτα· «Εγνώρισες, ανόσιε, ότι είναι Θεός και κρίνει εις την γην τους αδίκους δίκαια; Αυτός σου έδωκε ταύτην την πρέπουσαν παίδευσιν, όχι δια λόγου σου, ότι συ αποθνήσκεις αύριον και παίρνουσιν άλλοι όσα κακώς και αδίκως εσύναξες, αλλά δια να διορθωθώσιν έτεροι, να γλυτώσουν από της επιορκίας τον ψυχώλεθρον κίνδυνον, μάλιστα και αυτόν τον αληθή όρκον να φεύγωσι κατά την εντολήν του Κυρίου». Ταύτα ειπών ο Άγιος ανεχώρησεν, ο δε Κυριακός μη δυνάμενος να υποφέρη τον πόνον εφώναζε και συναχθέντες οι γείτονες, τους έδειξε τας πληγάς ομολογών την επιορκίαν και παρακαλών αυτούς να τον υπάγουν εις τον τάφον του Αγίου, μήπως και τον λυπηθή ως μαθητής του αμνησικάκου Χριστού να του δώση την ίασιν· οι δε παρεστώτες, ιδόντες τας φοβεράς εκείνας πληγάς, εδειλίασαν να τον σηκώσουν, αλλά εφόρτωσαν δύο σάκκους άχυρα και εις το μέσον τούτων έβαλαν τον ασθενή επιδέξια και τον έφεραν εις το Μοναστήριον. Ούτοι μας διηγήθησαν καταλεπτώς την υπόθεσιν και τας φοβεράς πληγάς εκείνας μας έδειξαν· όθεν όσοι ήκουσαν και είδον τοιούτο θαυμάσιον ετρόμαξαν και πλέον ουδείς ετόλμησε να ομόση εις του Αγίου τον τάφον, ούτε αλήθειαν ούτε ψεύματα· αφού δε έκαμαν εκεί ημέρας δύο οι συγγενείς του Κυριακού και είδον ότι επλησίασεν εις τον θάνατον, επειδή η κοιλία του έσπασε και από το στόμα εξέρνα οδυνηρώς ο ταλαίπωρος, τον επήραν πάλιν εις την οικίαν του και την επαύριον ετελεύτησεν. Αυτά είναι ολίγα τινά θαυμάσια από τα πολλά τα οποία ετέλεσεν ο Μέγας όντως και σημειοφόρος Ευθύμιος, όσα είδομεν οφθαλμοφανώς και όσα από πολλούς ηκούσαμεν, και εγώ δε πάλιν πολλάκις πολλάς χάριτας και ευεργεσίας έλαβον παρ’ αυτού ψυχής τε και σώματος, και άλλας πολλάς θαυματουργίας εγνώρισα, όσαι εγίνοντο καθημερινώς εις τον τάφον του, τας οποίας δεν έγραψα δια βραχύτητα. Λοιπόν εθαύμαζα εις την διάνοιάν μου λέγων· «Πως επλούτησε τοσαύτην παρρησίαν προς τον Θεόν ο Όσιος Ευθύμιος»; Όθεν ερωτήσας πολλούς Ασκητάς ταύτης της ερήμου, οίτινες τον εγνώρισαν και συνωμίλησαν πολλάκις μετ’ αυτού και του μακαρίου Σάββα, μου είπον όσα έγραψα ανωτέρω καθώς ηδυνήθην, και συγχωρήσατέ με οι αναγινώσκοντες, εάν δεν σας αρέσκη η σύνταξις, ότι ο άνω ειρημένος Ιωάννης ο Ησυχαστής και Επίσκοπος με προσέταξεν, εγώ δε γνωρίζων την αναξιότητά μου και την ολίγην των γραμμάτων μάθησιν δεν ετόλμων να επιχειρισθώ τα υπέρ την δύναμιν, αλλ’ ώκνευον αμελών και αφού έκαμα εις την Λαύραν δύο χρόνους μετά την πρόσταξιν, ήθελα να γράψω αυτήν την ψυχωφελή διήγησιν και πάλιν ημέλουν δια την άνωθεν αιτίαν, δεόμενος του Θεού μετά δακρύων να με φωτίση. Εν μια δε των ημερών, καθώς εκαθήμην εις την καθέδραν περίλυπος, έχων τον χάρτην εις τας χείρας μου και δεν ήξευρα πως να αρχίσω την διήγησιν, εφύπνωσα· ήτο δε ώρα Δευτέρα της ημέρας, και τότε βλέπω εις το όραμά μου τον θείον Σάββαν και τον Μέγαν Ευθύμιον, ενδεδυμένους τα συνήθη ιμάτια, και λέγει ο Όσιος Σάββας προς τον Μέγαν Ευθύμιον· «Ιδού ο Κύριλλός σου, όστις κρατεί το χαρτί εις τας χείρας του και ακόμη την αρχήν δεν έκαμε». Και του λέγει ο Άγιος Ευθύμιος· «Και πως ημπορεί να τελέση τοιούτον έργον χωρίς να του έλθη εξ ουρανού η χάρις και η δύναμις»; Ο δε θείος Σάββας απεκρίνατο λέγων· «Συ δώσε του την χάριν, Πάτερ Άγιε». Τότε βλέπω τον Μέγαν Ευθύμιον και βάλλει εις το στήθος την χείρα του, και λαμβάνει εκείθεν αργυρούν αλάβαστρον, ήτοι αγγείον εύμορφον, από το οποίον έβγαλεν με την σμίλην ολίγον ποτόν τρεις φοράς, και το έβαλεν εις το στόμα μου, το οποίον εις μεν το είδος ωμοίαζεν ωσεί έλαιον, αλλ’ εις την γεύσιν, ω των θείων χαρίτων! ήτο τοσούτον γλυκύτατον, ώστε εάν το παρομοιάσω με το μέλι και ζάκχαριν το μειώνω κατ’ αλήθειαν. Τότε από την άρρητον ηδονήν εξύπνησα, και ήσαν ακόμη τα λείψανα της γλυκύτητος εις το στόμα μου· όθεν ούτως εμπεπλησμένος της θείας και θεσπεσίας εκείνης γλυκύτητος ήρχισα την παρούσαν ψυχωφελή διήγησιν, και αφού ετελείωσα του Μεγάλου Ευθυμίου έγραψα και του μακαρίου Σάββα, ων ταις πρεσβείαις να αξιωθώμεν και ημείς να τους μιμηθώμεν το κατά δύναμιν, όπως και κοινωνοί της δόξης εκείνων γενώμεθα εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου