Σίλβεστρος ο μακάριος πατήρ ημών ήτο από την μεγαλόπολιν Ρώμην, την
ζηλευτήν και περίφημον. Κατά την νεότητά του εχρημάτισε μαθητής Ιερομονάχου
τινός και κληρικού της αυτής Μητροπόλεως, όστις εκαλείτο Κυρίων, άνθρωπος
θεοφιλής, σοφός, και εις την πίστιν Ορθόδοξος. Παρά τούτου διδαχθείς ο μακάριος
Σίλβεστρος εφύλαττε τα ορθά της πίστεως ημών δόγματα, και μιμούμενος τας αρετάς
του διδασκάλου του επρόκοπτε καθ’ εκάστην εις την ευσέβειαν, κηρύττων την
αλήθειαν, χωρίς ουδόλως να υπολογίζη τον εκ των Ελλήνων φόβον και κίνδυνον.
Ήτο δε κατά πολλά φιλόξενος, και υπεδέχετο όσους ξένους έβλεπε να έρχωνται από άλλους τόπους, και τους περιεποιείτο πλουσίως. Μεταξύ των άλλων ξένων ήλθε ποτε και τις Ιερομόναχος, ονόματι Τιμόθεος, όστις ήλθεν από την Αντιόχειαν, και εκήρυττε τον Χριστόν πανταχού ως Απόστολος. Ο δε θείος Σίλβεστρος δεν εδειλίασεν, ως οι άλλοι Χριστιανοί, να υποδεχθή του Ευαγγελίου τον κήρυκα, αλλά τον υπεδέχθη χαίρων και φιλοτίμως τον εξένιζεν επί ένα έτος καθ’ ο έμεινεν εκεί κηρύττων εις όλην την Ρώμην το ιερόν Ευαγγέλιον, και πολλούς επέστρεψεν εις την θεοσέβειαν. Δια τούτο οι ασεβείς τον εφυλάκισαν, και πολύν καιρόν τον εβασάνιζαν με διάφορα κολαστήρια, και μετά ταύτα τον απεκεφάλισαν. Τούτο ιδών ο θείος Σίλβεστρος μετέβη, αφού ενύκτωσε βαθέως, και λαβών το άγιον αυτού λείψανον το έκρυψεν εις τον οίκον του επί τινας ημέρας, έως ότου γυνή τις πλουσία έδωκε πολλά αργύρια εις τον Άγιον Μιλτιάδην, όστις ήτο εκεί Αρχιεπίσκοπος, δια των οποίων του έκτισαν Εκκλησίαν και τον έβαλαν εκεί ευλαβώς και εντίμως ως έπρεπεν, έκαμον δε και ολονύκτιον αγρυπνίαν με όλους τους κληρικούς και τον Αρχιεπίσκοπον. Τούτο μαθών ο έπαρχος προσέταξε και τον έφεραν ενώπιόν του δέσμιον, και τον ηπείλησε λέγων· «Να θυσιάσης εις τους θεούς ή θα σε θανατώσω με πικράς βασάνους». Ο δε Άγιος, προβλέπων από Πνεύμα Άγιον τον ταχύτατον θάνατον του επάρχου, του έδωκεν ευαγγελικήν απόκρισιν λέγων· «Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», ήτοι αυτήν την νύκτα μέλλεις να ξεψυχήσης «δια να λάβης την αμοιβήν, διότι εφόνευσας τον δίκαιον αδίκως». Τότε θυμωθείς ο έπαρχος προστάσσει να φυλακίσουν τον Άγιον με βαρείαν άλυσον. Τούτου γενομένου, απήλθεν εις τον οίκον του ο έπαρχος και καθώς έτρωγεν ιχθύς, εσφηνώθη εις τον λαιμόν του ένα κόκκαλον και ούτε ιατροί ούτε οι αδύνατοι θεοί του ηδυνήθησαν να τον θεραπεύσουν, αλλά εβασανίζετο από την ώραν του γεύματος έως το μεσονύκτιον και τότε κακώς ο κακός εξεψύχησεν, καθώς ο Άγιος επροφήτευσε. Τότε οι μεν ευσεβείς ηυφράνθησαν, οι δε ασεβείς εφοβήθησαν, να μη πάθωσι και αυτοί τα όμοια. Εξήγαγον όθεν από την φυλακήν τον Άγιον και πίπτοντες εις τους πόδας του εδέοντο να μη τους οργισθή δια την ατιμίαν την οποίαν του έκαμαν. Ο δε μακάριος Σίλβεστρος τόσην χάριν είχεν από τον Θεόν, ώστε όχι μόνον οι ευσεβείς, αλλά και οι ειδωλολάτραι τον ηγάπων δια την αρετήν του και τον είχον εις ευλάβειαν. Όθεν όταν έγινε χρόνων τριάκοντα, τον εχειροτόνησεν ο άνωθεν αρχιερεύς Ιεροδιάκονον, διότι ήτο ταπεινός και καλόγνωμος και γενικώς εστολισμένος με ήθη ουράνια. Όχι δε μόνον εις τας πράξεις, αλλά και εις το είδος της θεωρίας ήτο ως Άγγελος και εις όλα του τα κατορθώματα τέλειος, και έλαμπεν ως πυρσός εις το σκότος επιστρέφων πολλούς απίστους εις την ευσέβειαν. Δια την ένθεον ταύτην πολιτείαν του Αγίου συναχθέντες, μετά την κοίμησιν του Αγίου Μιλτιάδου, όλοι οι ευσεβείς, παρεκάλουν αυτόν να τον ψηφίσουν Αρχιεπίσκοπον της πόλεως, όστις δια ταπεινοφροσύνην και μετριότητα έλεγεν, ότι δια το νέον της ηλικίας και άλλας αιτίας δεν ήτο δια την αρχιερωσύνην άξιος. Αλλά όσον εκείνος προσεπάθει να αποφύγη, τόσον αυτοί επέμενον και παρά την θέλησίν του τον εχειροτόνησαν και ετέθη η πόλις εις το όρος, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, και ο λύχνος εις υψηλόν τόπον, δια να φωτίζωνται εξ αυτού άπαντες. Αφού λοιπόν ο θείος Σίλβεστρος έγινε του κορυφαίου Πέτρου εις τον θρόνον διάδοχος, εσπούδαζε να μιμήται τον ζήλον εκείνου και την θερμότητα, ποιμαίνων τα λογικά πρόβατα εις νομάς σωτηριώδεις, ήτοι εις τας εντολάς του Κυρίου, ίνα φυλάττουν της Εκκλησίας τα ορθά και άγια δόγματα. Ούτος ο μακάριος έγραψε διαφόρους νόμους πρώτος από τους άλλους Αρχιερείς, προστάσσων να μη ασχολούνται οι κληρικοί και όλοι οι εκκλησιαστικοί με υλικάς υποθέσεις, αλλά μόνον εις τας προσευχάς να σχολάζωσι, να μη νηστεύουν τα Σάββατα όλα του ενιαυτού, καθώς κάμνουν εις εκείνα τα εσπέρια μέρη, αλλά μόνον το Άγιον και Μέγα Σάββατον, κατά το οποίον ήτο εις τον τάφον ο Κύριος. Ούτος και τας ημέρας της εβδομάδος μετωνόμασε, τας οποίας οι Ρωμαίοι εκάλουν την α΄ του Ηλίου, την β΄ της Σελήνης, την γ΄ του Άρεως, την δ΄ του Ερμού, την ε΄ του Διός, την στ΄ της Αφροδίτης και το Σάββατον του Κρόνου. Ούτος επωνόμασε και την πρώτην Κυριακήν, δια την Ανάστασιν του Κυρίου μας και τας λοιπάς ημέρας αφήκε καθώς εις το παλαιόν ονομάζονται. Ύπήρχε δε εκεί εις την Ρώμην εις το όρος, το οποίον ονομάζουν Ταρπήϊον, όπου έκτισαν το Καπιτώλιον, ένα βαθύτατον σπήλαιον εις το οποίον κατώκει εις δράκων μέγας και φοβερώτατος. Εις τούτον έγιδον τροφάς κάθε μήνα, τας οποίας του έφερον κάτωθεν τινές μάντεις και γόητες, άνδρες τε και γυναίκες. Επέστρεφον δε μετά ταύτα λέγοντες δαιμονικά λόγια. Ενίοτε δε ήρχετο και εις την είσοδον του σπηλαίου ο δράκων, αλλ’ έξω τελείως δεν εξήρχετο, όμως από την πνοήν του και την δυσωδίαν του εμολύνετο ο αήρ και εγίνετο θανατικόν εις την πόλιν· εθανατώνοντο δε περισσότερον τα μικρότερα παιδιά. Τότε οι ειδωλολάτραι είπον προς τον Άγιον· «Είσελθε εις το σπήλαιον, κάμε τον δράκοντα με την δύναμιν του Θεού σου να μη αναβαίνη και θανατώνωνται οι άνθρωποι και τότε να πιστεύσωμεν εις τον Θεόν σου ως παντοδύναμον». Τότε ο Άγιος εσύναξεν όλους τους πιστούς, ιερωμένους και λαϊκούς, και ενήστευσαν ημέρας τρεις προσευχόμενοι και δεόμενοι του Θεού να δείξη τα θαυμάσιά Του δια να δοξασθή το Πανάγιον αυτού και Σωτήριον Όνομα. Και τη Τρίτη ημέρα φαίνεται καθ’ ύπνον ο Άγιος Πέτρος ο Απόστολος και λέγει προς τον Σίλβεστρον. «Παράλαβε τον Θεόδωρον και Διονύσιον τους Ιερείς και Ονωράτον και Ρωμανόν τους Διακόνους και λειτουργήσατε εις την είσοδον του σπηλαίου, μετά δε την θείαν μυσταγωγίαν λάβε μίαν δυνατήν άλυσον και ανάβηθι εις την φωλεάν του δράκοντος, έως να εύρης μίαν σιδηράν θύραν, την οποίαν να κλείσης καλώς και να περάσης εις τους σιδηρούς κρίκους την άλυσον και να την δέσης επικαλούμενος το όνομα του Δεσπότου Χριστού ταύτα λέγων· «Αύτη η πύλη να μη ανοίξη έως την φρικτήν ημέραν της Κρίσεως». Ταύτα τελέσας ο θείος Σίλβεστρος ελύτρωσε την πόλιν όλην από το θανατικόν. Όθεν οι πρώην λατρευταί των δαιμόνων μύσται της Αγίας Τριάδος εγένοντο και πολλοί ειδωλολάτραι εβαπτίσθησαν, όχι μόνον από τους άλλους, αλλά και αυτοί οίτινες υπηρετούσαν τον δράκοντα. Όταν δε έγινε βασιλεύς εις την Ρώμην ο Μαξέντιος εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών. Επρόσταξε δε όσοι Χριστιανοί αρνούνται να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα να τιμωρούνται με διαφόρους βασάνους. Πολλοί τότε Χριστιανοί εμαρτύρησαν, και πολλοί φεύγοντες την μανίαν του τυράννου εκρύπτοντο εις τα όρη· εις αυτά δε κατέφυγον και οι Ιερείς και οι λοιποί κληρικοί και εξυπηρέτουν κεκρυμμένοι τους Χριστιανούς. Τότε και ο μακάριος Σίλβεστρος, δίδων τόπον εις την οργήν, ανεχώρησεν εις το όρος και εκρύπτετο, όχι δια τον φόβον του θανάτου, αλλά δια να φυλάξη το ποίμνιόν του. εις δε τας ημέρας εκείνας ο Πανάγαθος και Παντελεήμων Θεός απέστειλε λύτρωσιν τω λαώ αυτού τον Μέγαν Κωνσταντίνον, όστις ερχόμενος από τα δυτικά μέρη με τα στρατεύματά του κατενίκησε τη δυνάμει του Σταυρού τα στρατεύματα του Μαξεντίου· και αυτός δε ο τύραννος Μαξέντιος νικηθείς έπεσεν εις τον Τίβεριν και επνίγη. Ελθών ο Μέγας Κωνσταντίνος εις την Ρώμην ανεκηρύχθη από όλην την Σύγκλητον και τον στρατόν αυτοκράτωρ. Τότε ο θεοπρόβλητος βασιλεύς Κωνσταντίνος εξέδωκεν ευθύς ορισμόν να στήσουν τον ζωοποιόν Σταυρόν εις τα κυριώτερα μέρη της πόλεως, τους φυλακισμένους Χριστιανούς απηλευθέρωσε, τους εξορίστους επανέφερεν εις τους τόπους των και νόμον έγραψε να είναι πλέον ελεύθεροι οι Χριστιανοί εις την λατρείαν του Χριστού. Και όχι μόνον αυτόν, αλλά και άλλους δικαίους νόμους εθέσπισε προς δόξαν Θεού και ενίσχυσιν της ευσεβούς ημών πίστεως. Να μη τολμήση δηλαδή τις να βλασφημήση τον Χριστόν, ή να ενοχλήση Χριστιανόν, ο δε παραβάτης να τιμωρήται αυστηρώς και να δημεύωνται όλα αυτού τα υπάρχοντα· και άλλους ομοίους νόμους. Τότε και οι κεκρυμμένοι Χριστιανοί επανήλθον εις την πόλιν και οι κληρικοί επέστρεψαν και ο μακάριος Σίλβεστρος κατήλθεν από το όρος κληθείς από τον βασιλέα, όστις τον ανεζήτει, διότι είδεν εν οράματι τους Αγίους Αποστόλους Πέτρον και Παύλον και τον επρόσταξαν να καλέση τον Αρχιερέα Σίλβεστρον. Ελθών λοιπόν ο Άγιος εις τον βασιλέα τον εδίδαξε περί των μυστηρίων της Ορθοδόξου πίστεως του Χριστού, εκείνος δε ο μακάριος επίστευσεν εις όλα προθυμότατα και κλίνας την κεφαλήν εποίησεν ο Άγιος ευχήν και τον έκαμε κατηχούμενον, τον εθεράπευσε δε και από την νόσον η οποία τον εμάστιζε. Την δε βάπτισιν ανέλαβε, διότι ο βασιλεύς επεθύμει να βαπτισθή εις τον Ιορδάνην όπου και ο Κύριος εβαπτίσθη. Προσέταξε δε ο ευσεβής βασιλεύς να κτίσουν και Ναόν μέγιστον του Σωτήρος Θεού εις τα βασίλεια έσωθεν, του οποίου Ναού το σχήμα αυτός ο βασιλεύς ιδιοχείρως εσχεδίασε και πρώτος από όλους εις τα θεμέλια έσκαψεν. Όθεν εις ολίγας ημέρας εβαπτίσθησαν, χωρίς τας γυναίκας και τα παιδία, άνδρες δώδεκα χιλιάδες. Καθ’ εκάστην δε οι μεν ειδωλολάτραι κατησχύνοντο, η δε ευσέβεια ηύξανε. Ημέραν δε τινα εσύναξεν ο βασιλεύς όλην την Σύγκλητον, και λέγει προς αυτούς· «Πρέπει να γνωρίζετε, αγαπητοί, ότι των βεβήλων ψυχών η διάνοια δεν δύναται να δεχθή συμβουλήν σωτήριον, διότι ευρίσκονται βεβυθισμένοι εις το σκότος της αγνωσίας οι τάλανες. Εκείνοι όμως, οίτινες κατορθώσουν να ανοίξουν τους οφθαλμούς της διανοίας, θέλουν εννοήσει την αλήθειαν, ώστε να μη προσκυνούν αναίσθητα πράγματα, δημιουργήματα των χειρών του ανθρώπου. Λάβετε ως παράδειγμα τας πράξεις μου και πιστεύσατε εις τον μόνον αληθινόν Θεόν, εις τον οποίον και εγώ εξ όλης ψυχής επίστευσα. Αυτόν μόνον ας προσκυνούμεν ως Παντοδύναμον και Πανάγαθον και ουχί τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα, τα οποία όχι μόνον δεν δύνανται να μας ωφελήσουν, αλλά μάλλον χρειάζονται βοήθειαν από ημάς να τα φυλάττωμεν, ίνα μη τα συντρίψουν ή τα κλέψουν. Εγώ δεν θέλω να επιβάλω εις κανένα παρά την θέλησίν του να ασπασθή την ευσέβειαν, αλλά ως φίλος σάς συμβουλεύω το συμφερώτερον. Η ανθρωπίνη δούλευσις επιβάλλεται και ακουσίως του δουλεύοντος, ο Πανάγαθος Θεός όμως ουδένα αναγκάζει, αλλά θέλει την προς Αυτόν λατρείαν αυτοπροαίρετον με λογισμόν συνετόν και σώφρονα». Ταύτα του ευσεβούς βασιλέως λέγοντος, εβόησαν άπαντες. «Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Χριστός, όστις έσωσεν από την νόσον τον βασιλέα μας». Τότε προστάσσει να ανάψουν λαμπάδας εις το παλάτιον και έγινεν εις όλην την πόλιν πολλή αγαλλίασις και μεγάλη πανήγυρις· τους τάφους των Αγίων εστόλησαν, τους δεσμίους και φυλακισμένους όλους απέλυσαν, όσους είχον σιδηροδεσμίους δια το όνομα του Χριστού ηλευθέρωσαν, τους εξορίστους ανεκάλεσαν, και απλώς ειπείν πολλά καλά έργα και θεάριστα εις δόξαν Αυτού ετέλεσαν και ηγάλλετο η Εκκλησία του Χριστού, ότι ελυτρώθη από τους αθέους τυράννους και εδόξαζε τον Παντοδύναμον Θεόν, διότι έπαυσαν οι κατά των αθώων Χριστιανών σκληροί διωγμοί και όλη οι οικουμένη ηγάλλετο. Μόνος δε ο χαιρέκακος και φθονερός όφις επικραίνετο, όστις μη υποφέρων τοιαύτην πληγήν θανάσιμον, εζήτει τρόπον και μέθοδον να εμποδίση την ευσέβειαν. Και καθώς ποτε εχρησιμοποίησε τον όφιν μέσον και όργανον προς την Εύαν, και τους εξώρισε με τον Αδάμ από τον Παράδεισον, ούτω και τότε εδοκίμασε δια μέσου των Εβραίων, εάν δυνηθή, να καταπνίξη την ευσέβειαν, ο δε τρόπος της μηχανής αυτής του πονηρού ούτως έγινε. Τον καιρόν εκείνον η μήτηρ του βασιλέως Ελένη ήτο εις την επαρχίαν των Βιθυνών, διότι εκεί εγεννήθη. Προς αυτήν προσήλθον τινές Ιουδαίοι λέγοντες· «Έργον καλόν έκεμεν ο βασιλεύς, ν’ απαρνηθή τα είδωλα, αλλά έπεσεν εις άλλην πλάνην παρομοίαν, προσκυνών ένα κατάδικον άνθρωπον, τον οποίον ως κακούργον οι πατέρες ημών εσταύρωσαν· Λοιπόν εάν αγαπάς αυτόν ως τέκνον σου, συμβούλευσον αυτόν, να προσκυνή μόνον τον αιώνιον Θεόν, ίνα του δώση μακροημέρευσιν και να τον δοξάση και εις την μέλλουσαν ζωήν αιωνίως». Ως γυνή λοιπόν η βασιλομήτωρ επίστευσεν εις των μιαρών Ιουδαίων τους δολίους λόγους, και στέλλει γράμμα προς τον υιόν ταύτα λέγουσα· «Εχάρην πολύ και εδόξασα τον Θεόν, ότι ελυτρώθης από την πλάνην των ειδώλων. Πάλιν όμως ελυπήθην ότι επίστευσες εις τον Χριστόν, τον οποίον οι Εβραίοι εσταύρωσαν. Λοιπόν παρακαλώ την ευσέβειάν σου, να επιστρέψης εις τον Παντοκράτορα Θεόν, τον οποίον προσκυνούν οι Εβραίοι, όστις είναι αληθινός και Παντοδύναμος, εάν επιθυμής επί της γης μεν να μακροημερεύσης, να ζήσης δε και αιωνίως». Την επιστολήν ταύτην της μητρός του λαβών ο βασιλεύς της αντέγραψε τοιαύτην απόκρισιν λέγων· «Δέσποινα και Μήτερ μου, χαίροις εν Κυρίω. Εκείνος όστις κυβερνά όλον τον κόσμον και ζωοποιεί και διαφυλάττει ημάς, ωκονόμησε και έγινα βασιλεύς, και δεν πρέπει να γίνωμεν περί τον ευεργέτην αχάριστοι. Λάβε λοιπόν τους σοφωτέρους διδασκάλους των Εβραίων και ας έλθουν να διαλεχθώσι με τους Επισκόπους του Χριστού έμπροσθεν ημών και τότε θέλομεν γνωρίσει ακριβώς την αλήθειαν, και να προσδράμωμεν εις την Ορθόδοξον πίστιν. Έρρωσο». Τότε εξέλεξαν οι Εβραίοι άνδρας δώδεκα, τους εξάρχους των Φαρισαίων και εξαιρέτους διδασκάλους, οι οποίοι όχι μόνον την των Φαρισαίων γλώσσαν εγνώριζον, αλλά και την Ελληνικήν και την Ρωμαϊκήν κατείχον βαθύτατα. Εις δε εξ αυτών ήτο μάγος και από τους άλλους σοφώτερος, αλλά και πονηρότερος, Ζαμβρής ονόματι. Ούτοι ελθόντες εις την Ρώμην με την Αυγούσταν Ελένην, είπον προς τον βασιλέα να εύρη και αυτός δώδεκα από τους Επισκόπους των Χριστιανών, ίνα συζητήσωσι μετ’ αυτών, δια να φανερωθή η αλήθεια. Ο δε μακάριος Σίλβεστρος απεκρίνατο λέγων· «Ημείς δεν έχομεν την ελπίδα μας εις το πλήθος των ανθρώπων· διότι όσον έχομεν ολιγωτέραν βοήθειαν εις την γην, τόσον μας βοηθεί η θεία δύναμις περισσότερον». Λέγει τότε προς αυτόν ο Εβραίος· «Αν θέλης να φανής άριστος και καλός διδάσκαλος, δεν θέλω να μας αναφέρης Ευαγγέλιον, ούτε άλλα ιδικά σας βιβλία, αλλά μόνον από τους Προφήτας ας είναι αι μαρτυρίαι σου». Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Αυτό είχον και εγώ κατά νουν, διότι οπόταν σας νικήσω με τας μαρτυρίας των διδασκάλων σας, τότε δεν έχετε πλέον στόμα να απαντήσετε». Λέγει τότε ο Εβραίος· «Ο Παντοκράτωρ Θεός είπε ταύτα. «Ίδετε, ίδετε ότι εγώ ειμι Θεός και ουκ εστιν έτερος πλην εμού». Λοιπόν εάν αυτός λέγη, ότι εις μόνος υπάρχει Θεός, διατί σεις τολμάτε και ονομάζετε τρεις, ένα εκείνον τον οποίον ομολογούμεν ημείς, τον οποίον Πατέρα λέγετε, δεύτερον τον Υιόν, ον εσταύρωσαν οι πατέρες μας, και τρίτον το Πνεύμα το Άγιον;» Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ημείς ένα Θεόν ομολογούμεν και σεβόμεθα, τον οποίον λέγομεν, ότι έχει Λόγον, καθώς λέγει ο Προφήτης· «Τω Λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν». Πνεύμα δε λέγομεν, καθώς είπεν ο Προφήτης· «Και τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών». Υιόν λέγομεν αυτόν εκείνον, ον λέγει ο Προφήτης ως εκ προσώπου του Πατρός, «Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγένηκά σε». Το οποίον «σήμερον» σημαίνει πάντοτε, διότι εις τον Θεόν δεν χωρεί το χθες, ούτε το σήμερον, επειδή είναι υπέρχρονος και άναρχος, και γεννά τον Υιόν αεί και πάντοτε. Δι’ αυτό λέγει και εις την Γένεσιν· «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν». Λέγει ο Εβραίος· «Δεν ημπορεί να δεχθή αυτήν την πίστιν νους ανθρώπινος και να ομολογή Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Δεν το ανέγνωσας εις τον Δαβίδ λέγοντα: «είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου· κάθου εκ δεξιών μου. Υιός μου ει συ», και εις άλλον τόπον, «Αυτός επεικαλέσεταί με, Πατήρ ει συ», και πάλιν δια το Πνεύμα λέγει· «Το Πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού», και πάλιν· «Τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτού;». Τότε είπεν ο βασιλεύς· «Εξίσταμαι τω όντι, διότι νικώνται οι Ιουδαίοι με τόσας μαρτυρίας των Γραφών αυτών και πάλιν ως φιλόνικοι αντιλέγουσι». Και στρεφόμενος προς τους Ιουδαίους λέγει· «Ιδού ότι εγνώρισα πασιφανώς με μαρτυρίας ιδικάς σας, ότι είναι βέβαια Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον. Λοιπόν δεν υπάρχει ανάγκη να συζητήτε πλέον δι’ αυτήν την υπόθεσιν, μόνον εάν έχετε άλλην διαφοράν, δια ταύτην συνεχίσατε». Λέγει ο Εβραίος· «Εις το Ευαγγέλιόν σας γράφεται, ότι ο Ιησούς επρόκοπτεν εις την ηλικίαν και σοφίαν, και ότι επειράχθη από τον διάβολον, έπειτα τον επρόδωσεν ο μαθητής, και τον έδεσαν, τον ενέπαιξαν, και μαστιγώσαντες αυτόν εσταύρωσαν και απέθανε. Λοιπόν εάν ήτο Θεός, πως έπαθεν;» Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος: «Όλα ταύτα οι Προφήται εκήρυξαν και άκουσον. Ο Ησαϊας λέγει ταύτα δια του Χριστού την άσπορον γέννησιν. «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Ομοίως είπε και άλλας πολλάς προφητείας ο σοφός Σίλβεστρος, δια την ανατροφήν του Χριστού και δια το Πάθος και την Ανάστασιν. Ήτοι «Ο εσθίων άρτους μου εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτερνισμόν. Διαμερίσαντο τα ιμάτιά μου. Έδωκαν εις το βρώμα μου χωλήν». Και άλλα διάφορα ρητά, τα οποία ηξεύρομεν άπαντες. Εις δε το τέλος έφερε το ρητόν του Ιερεμίου, όστις λέγει· «Εν τη ταφή αυτού οι νεκροί ζωοποιηθήσονται», ότι τον καιρόν εκείνον όπου εσταυρώθη ο Δεσπότης Χριστός και ετάφη, οι τάφοι ηνοίχθησαν, και πολλοί νεκροί ανεστήθησαν, ο ήλιος εσκοτίσθη, και εσχίσθη του Ναού το καταπέτασμα, και σεισμός μέγας και φοβερός εγένετο, όθεν και οι Έλληνες τον Χριστόν Υιόν Θεού ωμολόγησαν· «Λοιπόν, ω Ιουδαίε, εάν δυνηθής να αποδείξης, ότι δεν είπον οι Προφήται σας τους λόγους τούτους, με ενίκησας ως ψεύστην και φλύαρον· ει δε και είναι αληθές ότι τα είπον οι Προφήται, πρέπει να τα δεχθής και συ ως αληθέστατα, να ομολογήσης τον Χριστόν Θεόν και άνθρωπον· και εάν δεν παραδεχθής με την θέλησίν σου, το μαρτυρείς ακουσίως με το πείσμα σου, λέγων τους Προφήτας αληθινούς, καθώς εισιν αψευδέστατα. Ει δε και είπης, ότι εψεύσθησαν, τότε αρνείσαι την θρησκείαν σου». Τότε εχάρη ο βασιλεύς εις τον σοφώτατον αυτόν του Σιλβέστρου συλλογισμόν, και λέγει προς τους Ιουδαίους· «Δεν ημπορείτε να αντιστήτε πλέον εις ουδέν, επειδή αι γραφαί σας ταύτα εκήρυξαν». Τότε λέγουσι προς τον Επίσκοπον· «Εκείνα όσα είπον οι Προφήται δια άλλους, τα αποδίδετε εις τον Χριστόν ψευδώς». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ευρήτε μου άλλον τινά όστις να εγεννήθη από Παρθένον Κόρην, και να εσταυρώθη, και ν’ ανεστήθη τριήμερος, και τότε θα ομολογήσω και εγώ ότι δεν τα είπον δια τον Χριστόν». Αυτά και έτερα λέγοντος του Αγίου Σιλβέστρου και εναντιουμένου του Ζαμβρή και των λοιπών Ιουδαίων, επέρασεν ώρα πολλή. Όθεν ο βασιλεύς εβαρύνθη τους Εβραίους, διότι έλεγον προβλήματα τινά άχρηστα και μάταια υποδείγματα, ήθελε δε να δώση τέλος εις την συζήτησιν και να λάβη την νίκην ο Άγιος Σίλβεστρος. Δια να μη παραπονεθούν όμως οι Ιουδαίοι, τους ηρώτησεν εάν είχον να είπουν άλλο τι. Εις δε απ’ εκείνους απεκρίνατο λέγων· «Ακόμη δεν απήντησεν ο Σίλβεστρος εις την ερώτησίν μας. Ημείς τον ηρωτήσαμεν να είπη, πως έπαθεν ο Χριστός εάν ήτο Θεός· αυτός δε μόνον απέδειξεν ότι έγινεν ανθρωπος». Ταύτα λέγων στρέφει τον λόγον προς τον Άγιον Σίλβεστρον λέγων· «Αδύνατον είναι να μου αποδείξης εις το αυτό πρόσωπον δύο ουσίας, η μία να πάσχη ύβριν και βάσανον, και η άλλη να μένη αμέτοχος πάθους και αβλαβής». Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Και αν σου το αποδείξω, ομολογείς έμπροσθεν των παρόντων αρχόντων, ότι ενικήθης, ή πάλιν μελετάς να σπείρης άλλα νεώτερα ζιζάνια;» Τότε ο Ιουβάλ Ιουδαίος έμεινε σιωπών. Ο δε βασιλεύς είπε· «Εάν αυτός δεν ομολογήση την νίκην, οι παρεστώτες θέλουν παραδεχθή ταύτην εις πείσμα του, μόνον ειπέ την απόδειξιν». Τότε ο Άγιος Σίλβεστρος έλαβε την αλουργίδα του βασιλέως λέγων· «Με ταύτην την πορφυρίδα ενίκησα τον αντίπαλον, ότι το ένδυμα τούτο ήτο μέταξα λευκή πρότερον, την έβαψαν δε με το αίμα της κογχύλης και έλαβε το κόκκινον τούτο χρώμα. Έπειτα το έκλωσαν και ύφαναν ιμάτιον, τα οποία όλα βάσανα υπομένει η μέταξα ή το έριον εάν τύχη ή ό,τι άλλο, ενώ η βαφή της βασιλικής αξίας δεν πάσχει ούτε υβρίζεται. Το αυτό όντως έγινε και εις το Σώμα του Χριστού, από το οποίον έπαθε μόνον η Σαρξ. Η θεότης όμως, ήτις λογίζεται ως η βαφή, έμεινεν, ως απαθής, αμέτοχος πάσης ύβρεως. Εάν δεν σε φθάνη, ω Ιουδαίε, τούτο το παράδειγμα, άκουσον και δεύτερον και τρίτον εις δόξαν της ομοουσίου Τριάδος. Όταν κόπτη τις ένα δένδρον, το οποίον φωτίζουν αι ακτίνες του ηλίου, λαμβάνει ο ήλιος πάθος τι οπόταν το δένδρον κόπτεται; Ουχί, αλλά μόνον το ξύλον πάσχει και κόπτεται, η δε λάμψις του ηλίου μένει αβλαβής και απαθής». Λέγει τότε ο Εβραίος· «Παρακαλώ σε, ειπέ μου και το τρίτον, ίνα με πείσης καλύτερον». Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ο σίδηρος, τον οποίον σφυροκοπά ο χαλκεύς, όταν τον αποσύρη από το πυρ, είναι υπόδειγμα σαφέστατον, ίνα καταπείση πάντα φιλόνικον, ότι το πυρ δεν υπομένει ύβριν τινά, αλλά μόνον ο σίδηρος σφυροκοπείται και κόπτεται. Ούτω και η Θεότης έμεινε απαθής, ως άϋλος, και μόνον η Σαρξ του Χριστού έπαθεν». Ταύτα ακούσαντες οι παρεστώτες όλοι ευφήμησαν τον σοφώτατον Σίλβεστρον και προστάσσει ο βασιλεύς να παύσουν την συζήτησιν. Ο δε Άγιος δεν ηθέλησε, διότι μόνον με τους δέκα φιλοσόφους διελέχθη, οι δε άλλοι δύο δεν είχον ομιλήσει ακόμη τίποτε. Όθεν δια να μη παραπονεθούν, είπε προς τον Σιλεών, όστις ήτο ο ενδέκατος, εάν είχε να κάμη τινά ερώτησιν. Και ούτος είπεν εις αυτόν· «Δικαίως διακρίνεις τα πράγματα. Ειπέ μας λοιπόν εάν είπον οι Προφήται τας αιτίας της τοσαύτης ύβρεως και του τοσούτου πάθους, ήτοι διατί να λάβη ο Χριστός τόσον άσχημον και κατησχυμμένον θάνατον, και δεν ελύτρωσε με άλλον τρόπον τον άνθρωπον;» Εις ταύτην την ερώτησιν έδωκεν ο θείος Σίλβεστρος την πρέπουσαν απόκρισιν, την οποίαν δεν γράφομεν εις πλάτος κατά λέξιν δια συντομίαν. Με ταύτην όμως του απέδειξεν ότι η άκρα δικαιοσύνη του Θεού δεν συνεχώρει να μας ελευθερώση αλλέως, δια να γίνη η διόρθωσις αρμοδία και εναντία της παραβάσεως. Ήτοι καθώς ο δαίμων ηπάτησε τον άνθρωπον και του Παραδείσου με το ξύλον της βρώσεως εξώρισεν, ούτω με το ξύλον του Σταυρού ο Χριστός ενίκησε τον αντίπαλον και ανέστησε τον άνθρωπον και τον έκαμε πάλιν άξιον του Παραδείσου. «Ξύλω γαρ έδει το ξύλον ιάσασθαι και πάθει του απαθούς εν τω ξύλω λύσαι τα πάθη του κατακρίτου». Ηδύνατο ο Θεός να προστάξη ένα Άγγελον να σαρκωθή και να μας λυτρώση, αλλά δεν ήτο εκείνου το αίμα και το πάθος αντάξιον όλης της ανθρωπότητος. Αλλ’ αυτός ο Πανάγαθος, όπως μας έπλασεν εκ του μη όντος εις το είναι, αυτός μας έδωκε και το ευ είναι δια να είμεθα όχι του Αγγέλου υπόχρεοι, αλλ’ αυτού του Ποιητού και Σωτήρος μας και να φυλάττωμεν όλας τας εντολάς Του. Ταύτα ακούσαντες οι περιεστώτες, οι μεν Χριστιανοί εχάρησαν, οι δε Εβραίοι έμειναν άφωνοι, μη δυνάμενοι να αντισταθώσι πλέον. Ο δε Ζαμβρής, ως πονηρός και πολυμήχανος, έβαλεν εις τον νουν του μίαν πανουργίαν, ήτις του έγινεν αιτία να καταισχυνθή περισσότερον και να πέση εις τον λάκκον, τον οποίον ητοίμασε, και λέγει προς τον βασιλέα· «Δέσποτα, ο Σίλβεστρος είναι πολυλόγος, και μας νικά εις την διάλεξιν. Αλλ’ ας αφήσωμεν τους λόγους, ότι τα έργα είναι πιστότερα. Πρόσταξον να φέρουν εδώ ένα ταύρον άγριον και τότε θα γνωρίσετε του Θεού μου την δύναμιν, το όνομα του οποίου είναι τόσον φοβερόν, ώστε δεν δύναται καμμία ακοή να το ακούση και να μη αποθάνη πάραυτα. Δια τούτο οι προπάτορές μας, όταν ήθελον να θυσιάσουν μεγάλους ταύρους, έλεγον εις το ους του ζώου το θείον όνομα και ευθύς τούτο ετελεύτα· ας είπη λοιπόν και ο Σίλβεστρος το όνομα του Θεού εις το ους του ταύρου, και εάν τελευτήση, τότε ο Θεός, ον ούτος σέβεται, είναι ο αληθινός· ει δε και μείνη ζωντανός, να το είπω και εγώ και εάν τότε τελευτήση ο ταύρος, να μου πιστεύσητε». Ο δε Άγιος Σίλβεστρος είπε προς τον Ζαμβρήν· «Εάν όντως δεν υποφέρη να ακούση του Θεού σου το όνομα, πως το ήκουσες εσύ και δεν απέθανες;» Ο δε απεκρίνατο· «Επτά ημέρας ενήστευσα, δεόμενος να μου το φανερώση ο Κύριος και τότε είδα μίαν λεκάνην αργυράν γεμάτην ύδωρ και ένα δάκτυλον, όστις το εσημάδευεν εις το ύδωρ, και μετά βίας και κόπου πολλού το απείκασα· εάν λοιπόν είπης και συ εις το ους του ταύρου αυτό το όνομα και τελευτήση, αληθής είναι η πίστις σου». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ο Θεός μου δεν δίδει θάνατον, αλλά μάλλον ζωήν και μακαριότητα». Τότε ο θείος Σίλβεστρος παρεκάλεσε τον βασιλέα και όλην την Σύγκλητον να στείλουν ανθρώπους να φέρουν τον αγριώτερον ταύρον, τον οποίον θα εύρουν· και ούτως έφερον ένα, τον οποίον δεν ηδύναντο να τον κρατούν με σχοινία τριάκοντα άνδρες. Τότε ο Ζαμβρής με πολλήν υπερηφάνειαν και έπαρσιν επλησίασε τον ταύρον και ελάλησε μυστικά τας μαντείας του και παρευθύς το ζώον κατέπεσε χαμαί και απέθανεν. Οι μεν Ιουδαίοι εχάρησαν και εφώναζον περιγελώντες τον Άγιον Σίλβεστρον· αυτός δε ανέβη εις τόπον υψηλόν και προστάσσει να σιωπήσουν όλοι, ίνα ακούση έκαστος τον λόγον του. Έπειτα εκήρυξε ταύτα μεγαλοφώνως και λέγει· «Εγώ κηρύττω τον Δεσπότην Χριστόν, όστις φωτίζει τυφλούς, λεπρούς καθαρίζει, παραλύτους εγείρει, νεκρούς ανιστά και ιατρεύει πάσαν ασθένειαν· όθεν φανερόν είναι ότι ο Ζαμβρής δεν ωνόμασε τον Θεόν, αλλά τον διάβολον, όστις ημπορεί να δώση ως φονεύς και ανθρωποκτόνος θάνατον, αλλά να αναστήση τινά δεν δύναται· λοιπόν, ω Ζαμβρή, εάν θέλης να σου πιστεύσωμεν, ανάστησον το ζώον καθώς αυτό εθανάτωσες και τότε όλοι μας να πιστεύσωμεν εις τον Θεόν σου». Τότε ο Ζαμβρής έσχισε το ιμάτιόν του και εφώναζε λέγων· «Βλέπεις, βασιλεύ πολύχρονε, ότι τον ενίκησα με τα έργα και όμως προσπαθεί να μας συγχύση με τας πανουργίας και τας φλυαρίας του;». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς είπε προς τον Εβραίον· «Καλά σου λέγει Σίλβεστρος, ότι ο ελεήμων Θεός δίδει ζωήν εις πάντας και όχι όλεθρον· λοιπόν ή ανάστησον τον ταύρον, ίνα πιστεύσωμεν εις σε, ή θα σε θανατώσω ως πλάνον και γόητα, ίνα μη παρασύρης τους ανθρώπους εις την απώλειαν». Ο δε απεκρίνατο· «Αυτό, βασιλεύ, δεν ημπορεί να το κάνει κανείς άνθρωπος». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Αλλ’ εάν εγώ τον αναστήσω, επικαλούμενος του Δεσπότου Χριστού το ζωοποιόν και σωτήριον όνομα, τι να σου κάμωμεν;» Ο δε Ζαμβρής απεκρίνατο· «Και εάν πετάξης εις τα ουράνια, δεν δύνασαι να τον αναστήσης». Τότε ο βασιλεύς εθυμώθη και λέγει· «Θαυμάζω, Ζαμβρή, την αναισχυντίαν σου· συ όμως είπες να λείπουν τα λόγια και μόνον έργα να γίνωνται· και τώρα αυτός υπόσχεται να τον αναστήση και συ λέγεις πως είναι αδύνατον; Αλλά αν κάμη τον λόγον έργον και αναστήση το ζώον, συμφωνείτε να πιστεύσητε εις τον Χριστόν άπαντες;» Οι δε Ιουδαίοι, νομίζοντες τούτο αδύνατον, υπεσχέθησαν μεθ’ όρκου ότι, εάν εκ νεκρών αναστήση τον ταύρον ο Σίλβεστρος, θα γίνωσι Χριστιανοί πάραυτα. Τότε ο Άγιος, κλίνας εις την γην τα γόνατα, ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα και έκαμε μετά δακρύων μυστικά προς Κύριον δέησιν, έπειτα ηγέρθη και λέγει ταύτα μεγαλοφώνως, ίνα τον ακούσωσιν άπαντες· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, δέομαι και παρακαλώ την αγαθότητά Σου, να αναστήσης τούτο το ζώον όπερ ο Ζαμβρής εθανάτωσεν, επικαλούμενος τον διάβολον, δια να γνωρίση πας ο λαός την μεγάλην Σου δύναμιν, να πιστεύσουν εις το Πανάγιόν Σου όνομα». Ούτως ειπών εφώνησε προς το ζώον λέγων· «Εις το όνομα του Δεσπότου Ιησού Χριστού, όστις εσταυρώθη επί Ποντίου Πιλάτου, έγειραι και σταμάτησε με πάσαν ημερότητα». Τότε ο ταύρος ηγέρθη, ω του θαύματος! και πλησιάσας ο Άγιος έλυσε όλα του τα σχοινία λέγων· «Ύπαγε εις τον τόπον σου ήμερος και μη τολμήσης να βλάψης κανένα πώποτε, ούτε άλλος να σε βλάψη εσένα, ούτε να σε φονεύσουν, αλλά όταν ζήσης τον διατεταγμένον καιρόν, να τελευτήσης με φυσικόν θάνατον». Τότε οι Ιουδαίοι ιδόντες τοιούτον θαύμα εξαίσιον εξέστησαν και πίπτοντες εις τους πόδας του Αγίου εδέοντο να τους συγχωρήση την προτέραν ασέβειαν. Ομοίως και ο ευσεβέστατος βασιλεύς προσεκύνησε και ευφήμησε τον Άγιον, ωσαύτως και η βασίλισσα και οι επίλοιποι άρχοντες, ζητούντες και αυτοί το άγιον Βάπτισμα. Ο δε μακάριος Σίλβεστρος κατηχήσας αυτούς, Ιουδαίους και ειδωλολάτρας, τους επρόσταξε να νηστεύσουν κατά την τάξιν ικανάς ημέρας με ελεημοσύνας και δάκρυα και τότε τους εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος του αληθινού Θεού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ήτο δε κατά πολλά φιλόξενος, και υπεδέχετο όσους ξένους έβλεπε να έρχωνται από άλλους τόπους, και τους περιεποιείτο πλουσίως. Μεταξύ των άλλων ξένων ήλθε ποτε και τις Ιερομόναχος, ονόματι Τιμόθεος, όστις ήλθεν από την Αντιόχειαν, και εκήρυττε τον Χριστόν πανταχού ως Απόστολος. Ο δε θείος Σίλβεστρος δεν εδειλίασεν, ως οι άλλοι Χριστιανοί, να υποδεχθή του Ευαγγελίου τον κήρυκα, αλλά τον υπεδέχθη χαίρων και φιλοτίμως τον εξένιζεν επί ένα έτος καθ’ ο έμεινεν εκεί κηρύττων εις όλην την Ρώμην το ιερόν Ευαγγέλιον, και πολλούς επέστρεψεν εις την θεοσέβειαν. Δια τούτο οι ασεβείς τον εφυλάκισαν, και πολύν καιρόν τον εβασάνιζαν με διάφορα κολαστήρια, και μετά ταύτα τον απεκεφάλισαν. Τούτο ιδών ο θείος Σίλβεστρος μετέβη, αφού ενύκτωσε βαθέως, και λαβών το άγιον αυτού λείψανον το έκρυψεν εις τον οίκον του επί τινας ημέρας, έως ότου γυνή τις πλουσία έδωκε πολλά αργύρια εις τον Άγιον Μιλτιάδην, όστις ήτο εκεί Αρχιεπίσκοπος, δια των οποίων του έκτισαν Εκκλησίαν και τον έβαλαν εκεί ευλαβώς και εντίμως ως έπρεπεν, έκαμον δε και ολονύκτιον αγρυπνίαν με όλους τους κληρικούς και τον Αρχιεπίσκοπον. Τούτο μαθών ο έπαρχος προσέταξε και τον έφεραν ενώπιόν του δέσμιον, και τον ηπείλησε λέγων· «Να θυσιάσης εις τους θεούς ή θα σε θανατώσω με πικράς βασάνους». Ο δε Άγιος, προβλέπων από Πνεύμα Άγιον τον ταχύτατον θάνατον του επάρχου, του έδωκεν ευαγγελικήν απόκρισιν λέγων· «Ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου», ήτοι αυτήν την νύκτα μέλλεις να ξεψυχήσης «δια να λάβης την αμοιβήν, διότι εφόνευσας τον δίκαιον αδίκως». Τότε θυμωθείς ο έπαρχος προστάσσει να φυλακίσουν τον Άγιον με βαρείαν άλυσον. Τούτου γενομένου, απήλθεν εις τον οίκον του ο έπαρχος και καθώς έτρωγεν ιχθύς, εσφηνώθη εις τον λαιμόν του ένα κόκκαλον και ούτε ιατροί ούτε οι αδύνατοι θεοί του ηδυνήθησαν να τον θεραπεύσουν, αλλά εβασανίζετο από την ώραν του γεύματος έως το μεσονύκτιον και τότε κακώς ο κακός εξεψύχησεν, καθώς ο Άγιος επροφήτευσε. Τότε οι μεν ευσεβείς ηυφράνθησαν, οι δε ασεβείς εφοβήθησαν, να μη πάθωσι και αυτοί τα όμοια. Εξήγαγον όθεν από την φυλακήν τον Άγιον και πίπτοντες εις τους πόδας του εδέοντο να μη τους οργισθή δια την ατιμίαν την οποίαν του έκαμαν. Ο δε μακάριος Σίλβεστρος τόσην χάριν είχεν από τον Θεόν, ώστε όχι μόνον οι ευσεβείς, αλλά και οι ειδωλολάτραι τον ηγάπων δια την αρετήν του και τον είχον εις ευλάβειαν. Όθεν όταν έγινε χρόνων τριάκοντα, τον εχειροτόνησεν ο άνωθεν αρχιερεύς Ιεροδιάκονον, διότι ήτο ταπεινός και καλόγνωμος και γενικώς εστολισμένος με ήθη ουράνια. Όχι δε μόνον εις τας πράξεις, αλλά και εις το είδος της θεωρίας ήτο ως Άγγελος και εις όλα του τα κατορθώματα τέλειος, και έλαμπεν ως πυρσός εις το σκότος επιστρέφων πολλούς απίστους εις την ευσέβειαν. Δια την ένθεον ταύτην πολιτείαν του Αγίου συναχθέντες, μετά την κοίμησιν του Αγίου Μιλτιάδου, όλοι οι ευσεβείς, παρεκάλουν αυτόν να τον ψηφίσουν Αρχιεπίσκοπον της πόλεως, όστις δια ταπεινοφροσύνην και μετριότητα έλεγεν, ότι δια το νέον της ηλικίας και άλλας αιτίας δεν ήτο δια την αρχιερωσύνην άξιος. Αλλά όσον εκείνος προσεπάθει να αποφύγη, τόσον αυτοί επέμενον και παρά την θέλησίν του τον εχειροτόνησαν και ετέθη η πόλις εις το όρος, κατά το ιερόν Ευαγγέλιον, και ο λύχνος εις υψηλόν τόπον, δια να φωτίζωνται εξ αυτού άπαντες. Αφού λοιπόν ο θείος Σίλβεστρος έγινε του κορυφαίου Πέτρου εις τον θρόνον διάδοχος, εσπούδαζε να μιμήται τον ζήλον εκείνου και την θερμότητα, ποιμαίνων τα λογικά πρόβατα εις νομάς σωτηριώδεις, ήτοι εις τας εντολάς του Κυρίου, ίνα φυλάττουν της Εκκλησίας τα ορθά και άγια δόγματα. Ούτος ο μακάριος έγραψε διαφόρους νόμους πρώτος από τους άλλους Αρχιερείς, προστάσσων να μη ασχολούνται οι κληρικοί και όλοι οι εκκλησιαστικοί με υλικάς υποθέσεις, αλλά μόνον εις τας προσευχάς να σχολάζωσι, να μη νηστεύουν τα Σάββατα όλα του ενιαυτού, καθώς κάμνουν εις εκείνα τα εσπέρια μέρη, αλλά μόνον το Άγιον και Μέγα Σάββατον, κατά το οποίον ήτο εις τον τάφον ο Κύριος. Ούτος και τας ημέρας της εβδομάδος μετωνόμασε, τας οποίας οι Ρωμαίοι εκάλουν την α΄ του Ηλίου, την β΄ της Σελήνης, την γ΄ του Άρεως, την δ΄ του Ερμού, την ε΄ του Διός, την στ΄ της Αφροδίτης και το Σάββατον του Κρόνου. Ούτος επωνόμασε και την πρώτην Κυριακήν, δια την Ανάστασιν του Κυρίου μας και τας λοιπάς ημέρας αφήκε καθώς εις το παλαιόν ονομάζονται. Ύπήρχε δε εκεί εις την Ρώμην εις το όρος, το οποίον ονομάζουν Ταρπήϊον, όπου έκτισαν το Καπιτώλιον, ένα βαθύτατον σπήλαιον εις το οποίον κατώκει εις δράκων μέγας και φοβερώτατος. Εις τούτον έγιδον τροφάς κάθε μήνα, τας οποίας του έφερον κάτωθεν τινές μάντεις και γόητες, άνδρες τε και γυναίκες. Επέστρεφον δε μετά ταύτα λέγοντες δαιμονικά λόγια. Ενίοτε δε ήρχετο και εις την είσοδον του σπηλαίου ο δράκων, αλλ’ έξω τελείως δεν εξήρχετο, όμως από την πνοήν του και την δυσωδίαν του εμολύνετο ο αήρ και εγίνετο θανατικόν εις την πόλιν· εθανατώνοντο δε περισσότερον τα μικρότερα παιδιά. Τότε οι ειδωλολάτραι είπον προς τον Άγιον· «Είσελθε εις το σπήλαιον, κάμε τον δράκοντα με την δύναμιν του Θεού σου να μη αναβαίνη και θανατώνωνται οι άνθρωποι και τότε να πιστεύσωμεν εις τον Θεόν σου ως παντοδύναμον». Τότε ο Άγιος εσύναξεν όλους τους πιστούς, ιερωμένους και λαϊκούς, και ενήστευσαν ημέρας τρεις προσευχόμενοι και δεόμενοι του Θεού να δείξη τα θαυμάσιά Του δια να δοξασθή το Πανάγιον αυτού και Σωτήριον Όνομα. Και τη Τρίτη ημέρα φαίνεται καθ’ ύπνον ο Άγιος Πέτρος ο Απόστολος και λέγει προς τον Σίλβεστρον. «Παράλαβε τον Θεόδωρον και Διονύσιον τους Ιερείς και Ονωράτον και Ρωμανόν τους Διακόνους και λειτουργήσατε εις την είσοδον του σπηλαίου, μετά δε την θείαν μυσταγωγίαν λάβε μίαν δυνατήν άλυσον και ανάβηθι εις την φωλεάν του δράκοντος, έως να εύρης μίαν σιδηράν θύραν, την οποίαν να κλείσης καλώς και να περάσης εις τους σιδηρούς κρίκους την άλυσον και να την δέσης επικαλούμενος το όνομα του Δεσπότου Χριστού ταύτα λέγων· «Αύτη η πύλη να μη ανοίξη έως την φρικτήν ημέραν της Κρίσεως». Ταύτα τελέσας ο θείος Σίλβεστρος ελύτρωσε την πόλιν όλην από το θανατικόν. Όθεν οι πρώην λατρευταί των δαιμόνων μύσται της Αγίας Τριάδος εγένοντο και πολλοί ειδωλολάτραι εβαπτίσθησαν, όχι μόνον από τους άλλους, αλλά και αυτοί οίτινες υπηρετούσαν τον δράκοντα. Όταν δε έγινε βασιλεύς εις την Ρώμην ο Μαξέντιος εκίνησε μέγαν διωγμόν κατά των Χριστιανών. Επρόσταξε δε όσοι Χριστιανοί αρνούνται να θυσιάσωσιν εις τα είδωλα να τιμωρούνται με διαφόρους βασάνους. Πολλοί τότε Χριστιανοί εμαρτύρησαν, και πολλοί φεύγοντες την μανίαν του τυράννου εκρύπτοντο εις τα όρη· εις αυτά δε κατέφυγον και οι Ιερείς και οι λοιποί κληρικοί και εξυπηρέτουν κεκρυμμένοι τους Χριστιανούς. Τότε και ο μακάριος Σίλβεστρος, δίδων τόπον εις την οργήν, ανεχώρησεν εις το όρος και εκρύπτετο, όχι δια τον φόβον του θανάτου, αλλά δια να φυλάξη το ποίμνιόν του. εις δε τας ημέρας εκείνας ο Πανάγαθος και Παντελεήμων Θεός απέστειλε λύτρωσιν τω λαώ αυτού τον Μέγαν Κωνσταντίνον, όστις ερχόμενος από τα δυτικά μέρη με τα στρατεύματά του κατενίκησε τη δυνάμει του Σταυρού τα στρατεύματα του Μαξεντίου· και αυτός δε ο τύραννος Μαξέντιος νικηθείς έπεσεν εις τον Τίβεριν και επνίγη. Ελθών ο Μέγας Κωνσταντίνος εις την Ρώμην ανεκηρύχθη από όλην την Σύγκλητον και τον στρατόν αυτοκράτωρ. Τότε ο θεοπρόβλητος βασιλεύς Κωνσταντίνος εξέδωκεν ευθύς ορισμόν να στήσουν τον ζωοποιόν Σταυρόν εις τα κυριώτερα μέρη της πόλεως, τους φυλακισμένους Χριστιανούς απηλευθέρωσε, τους εξορίστους επανέφερεν εις τους τόπους των και νόμον έγραψε να είναι πλέον ελεύθεροι οι Χριστιανοί εις την λατρείαν του Χριστού. Και όχι μόνον αυτόν, αλλά και άλλους δικαίους νόμους εθέσπισε προς δόξαν Θεού και ενίσχυσιν της ευσεβούς ημών πίστεως. Να μη τολμήση δηλαδή τις να βλασφημήση τον Χριστόν, ή να ενοχλήση Χριστιανόν, ο δε παραβάτης να τιμωρήται αυστηρώς και να δημεύωνται όλα αυτού τα υπάρχοντα· και άλλους ομοίους νόμους. Τότε και οι κεκρυμμένοι Χριστιανοί επανήλθον εις την πόλιν και οι κληρικοί επέστρεψαν και ο μακάριος Σίλβεστρος κατήλθεν από το όρος κληθείς από τον βασιλέα, όστις τον ανεζήτει, διότι είδεν εν οράματι τους Αγίους Αποστόλους Πέτρον και Παύλον και τον επρόσταξαν να καλέση τον Αρχιερέα Σίλβεστρον. Ελθών λοιπόν ο Άγιος εις τον βασιλέα τον εδίδαξε περί των μυστηρίων της Ορθοδόξου πίστεως του Χριστού, εκείνος δε ο μακάριος επίστευσεν εις όλα προθυμότατα και κλίνας την κεφαλήν εποίησεν ο Άγιος ευχήν και τον έκαμε κατηχούμενον, τον εθεράπευσε δε και από την νόσον η οποία τον εμάστιζε. Την δε βάπτισιν ανέλαβε, διότι ο βασιλεύς επεθύμει να βαπτισθή εις τον Ιορδάνην όπου και ο Κύριος εβαπτίσθη. Προσέταξε δε ο ευσεβής βασιλεύς να κτίσουν και Ναόν μέγιστον του Σωτήρος Θεού εις τα βασίλεια έσωθεν, του οποίου Ναού το σχήμα αυτός ο βασιλεύς ιδιοχείρως εσχεδίασε και πρώτος από όλους εις τα θεμέλια έσκαψεν. Όθεν εις ολίγας ημέρας εβαπτίσθησαν, χωρίς τας γυναίκας και τα παιδία, άνδρες δώδεκα χιλιάδες. Καθ’ εκάστην δε οι μεν ειδωλολάτραι κατησχύνοντο, η δε ευσέβεια ηύξανε. Ημέραν δε τινα εσύναξεν ο βασιλεύς όλην την Σύγκλητον, και λέγει προς αυτούς· «Πρέπει να γνωρίζετε, αγαπητοί, ότι των βεβήλων ψυχών η διάνοια δεν δύναται να δεχθή συμβουλήν σωτήριον, διότι ευρίσκονται βεβυθισμένοι εις το σκότος της αγνωσίας οι τάλανες. Εκείνοι όμως, οίτινες κατορθώσουν να ανοίξουν τους οφθαλμούς της διανοίας, θέλουν εννοήσει την αλήθειαν, ώστε να μη προσκυνούν αναίσθητα πράγματα, δημιουργήματα των χειρών του ανθρώπου. Λάβετε ως παράδειγμα τας πράξεις μου και πιστεύσατε εις τον μόνον αληθινόν Θεόν, εις τον οποίον και εγώ εξ όλης ψυχής επίστευσα. Αυτόν μόνον ας προσκυνούμεν ως Παντοδύναμον και Πανάγαθον και ουχί τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα, τα οποία όχι μόνον δεν δύνανται να μας ωφελήσουν, αλλά μάλλον χρειάζονται βοήθειαν από ημάς να τα φυλάττωμεν, ίνα μη τα συντρίψουν ή τα κλέψουν. Εγώ δεν θέλω να επιβάλω εις κανένα παρά την θέλησίν του να ασπασθή την ευσέβειαν, αλλά ως φίλος σάς συμβουλεύω το συμφερώτερον. Η ανθρωπίνη δούλευσις επιβάλλεται και ακουσίως του δουλεύοντος, ο Πανάγαθος Θεός όμως ουδένα αναγκάζει, αλλά θέλει την προς Αυτόν λατρείαν αυτοπροαίρετον με λογισμόν συνετόν και σώφρονα». Ταύτα του ευσεβούς βασιλέως λέγοντος, εβόησαν άπαντες. «Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Χριστός, όστις έσωσεν από την νόσον τον βασιλέα μας». Τότε προστάσσει να ανάψουν λαμπάδας εις το παλάτιον και έγινεν εις όλην την πόλιν πολλή αγαλλίασις και μεγάλη πανήγυρις· τους τάφους των Αγίων εστόλησαν, τους δεσμίους και φυλακισμένους όλους απέλυσαν, όσους είχον σιδηροδεσμίους δια το όνομα του Χριστού ηλευθέρωσαν, τους εξορίστους ανεκάλεσαν, και απλώς ειπείν πολλά καλά έργα και θεάριστα εις δόξαν Αυτού ετέλεσαν και ηγάλλετο η Εκκλησία του Χριστού, ότι ελυτρώθη από τους αθέους τυράννους και εδόξαζε τον Παντοδύναμον Θεόν, διότι έπαυσαν οι κατά των αθώων Χριστιανών σκληροί διωγμοί και όλη οι οικουμένη ηγάλλετο. Μόνος δε ο χαιρέκακος και φθονερός όφις επικραίνετο, όστις μη υποφέρων τοιαύτην πληγήν θανάσιμον, εζήτει τρόπον και μέθοδον να εμποδίση την ευσέβειαν. Και καθώς ποτε εχρησιμοποίησε τον όφιν μέσον και όργανον προς την Εύαν, και τους εξώρισε με τον Αδάμ από τον Παράδεισον, ούτω και τότε εδοκίμασε δια μέσου των Εβραίων, εάν δυνηθή, να καταπνίξη την ευσέβειαν, ο δε τρόπος της μηχανής αυτής του πονηρού ούτως έγινε. Τον καιρόν εκείνον η μήτηρ του βασιλέως Ελένη ήτο εις την επαρχίαν των Βιθυνών, διότι εκεί εγεννήθη. Προς αυτήν προσήλθον τινές Ιουδαίοι λέγοντες· «Έργον καλόν έκεμεν ο βασιλεύς, ν’ απαρνηθή τα είδωλα, αλλά έπεσεν εις άλλην πλάνην παρομοίαν, προσκυνών ένα κατάδικον άνθρωπον, τον οποίον ως κακούργον οι πατέρες ημών εσταύρωσαν· Λοιπόν εάν αγαπάς αυτόν ως τέκνον σου, συμβούλευσον αυτόν, να προσκυνή μόνον τον αιώνιον Θεόν, ίνα του δώση μακροημέρευσιν και να τον δοξάση και εις την μέλλουσαν ζωήν αιωνίως». Ως γυνή λοιπόν η βασιλομήτωρ επίστευσεν εις των μιαρών Ιουδαίων τους δολίους λόγους, και στέλλει γράμμα προς τον υιόν ταύτα λέγουσα· «Εχάρην πολύ και εδόξασα τον Θεόν, ότι ελυτρώθης από την πλάνην των ειδώλων. Πάλιν όμως ελυπήθην ότι επίστευσες εις τον Χριστόν, τον οποίον οι Εβραίοι εσταύρωσαν. Λοιπόν παρακαλώ την ευσέβειάν σου, να επιστρέψης εις τον Παντοκράτορα Θεόν, τον οποίον προσκυνούν οι Εβραίοι, όστις είναι αληθινός και Παντοδύναμος, εάν επιθυμής επί της γης μεν να μακροημερεύσης, να ζήσης δε και αιωνίως». Την επιστολήν ταύτην της μητρός του λαβών ο βασιλεύς της αντέγραψε τοιαύτην απόκρισιν λέγων· «Δέσποινα και Μήτερ μου, χαίροις εν Κυρίω. Εκείνος όστις κυβερνά όλον τον κόσμον και ζωοποιεί και διαφυλάττει ημάς, ωκονόμησε και έγινα βασιλεύς, και δεν πρέπει να γίνωμεν περί τον ευεργέτην αχάριστοι. Λάβε λοιπόν τους σοφωτέρους διδασκάλους των Εβραίων και ας έλθουν να διαλεχθώσι με τους Επισκόπους του Χριστού έμπροσθεν ημών και τότε θέλομεν γνωρίσει ακριβώς την αλήθειαν, και να προσδράμωμεν εις την Ορθόδοξον πίστιν. Έρρωσο». Τότε εξέλεξαν οι Εβραίοι άνδρας δώδεκα, τους εξάρχους των Φαρισαίων και εξαιρέτους διδασκάλους, οι οποίοι όχι μόνον την των Φαρισαίων γλώσσαν εγνώριζον, αλλά και την Ελληνικήν και την Ρωμαϊκήν κατείχον βαθύτατα. Εις δε εξ αυτών ήτο μάγος και από τους άλλους σοφώτερος, αλλά και πονηρότερος, Ζαμβρής ονόματι. Ούτοι ελθόντες εις την Ρώμην με την Αυγούσταν Ελένην, είπον προς τον βασιλέα να εύρη και αυτός δώδεκα από τους Επισκόπους των Χριστιανών, ίνα συζητήσωσι μετ’ αυτών, δια να φανερωθή η αλήθεια. Ο δε μακάριος Σίλβεστρος απεκρίνατο λέγων· «Ημείς δεν έχομεν την ελπίδα μας εις το πλήθος των ανθρώπων· διότι όσον έχομεν ολιγωτέραν βοήθειαν εις την γην, τόσον μας βοηθεί η θεία δύναμις περισσότερον». Λέγει τότε προς αυτόν ο Εβραίος· «Αν θέλης να φανής άριστος και καλός διδάσκαλος, δεν θέλω να μας αναφέρης Ευαγγέλιον, ούτε άλλα ιδικά σας βιβλία, αλλά μόνον από τους Προφήτας ας είναι αι μαρτυρίαι σου». Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Αυτό είχον και εγώ κατά νουν, διότι οπόταν σας νικήσω με τας μαρτυρίας των διδασκάλων σας, τότε δεν έχετε πλέον στόμα να απαντήσετε». Λέγει τότε ο Εβραίος· «Ο Παντοκράτωρ Θεός είπε ταύτα. «Ίδετε, ίδετε ότι εγώ ειμι Θεός και ουκ εστιν έτερος πλην εμού». Λοιπόν εάν αυτός λέγη, ότι εις μόνος υπάρχει Θεός, διατί σεις τολμάτε και ονομάζετε τρεις, ένα εκείνον τον οποίον ομολογούμεν ημείς, τον οποίον Πατέρα λέγετε, δεύτερον τον Υιόν, ον εσταύρωσαν οι πατέρες μας, και τρίτον το Πνεύμα το Άγιον;» Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ημείς ένα Θεόν ομολογούμεν και σεβόμεθα, τον οποίον λέγομεν, ότι έχει Λόγον, καθώς λέγει ο Προφήτης· «Τω Λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν». Πνεύμα δε λέγομεν, καθώς είπεν ο Προφήτης· «Και τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών». Υιόν λέγομεν αυτόν εκείνον, ον λέγει ο Προφήτης ως εκ προσώπου του Πατρός, «Υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγένηκά σε». Το οποίον «σήμερον» σημαίνει πάντοτε, διότι εις τον Θεόν δεν χωρεί το χθες, ούτε το σήμερον, επειδή είναι υπέρχρονος και άναρχος, και γεννά τον Υιόν αεί και πάντοτε. Δι’ αυτό λέγει και εις την Γένεσιν· «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν». Λέγει ο Εβραίος· «Δεν ημπορεί να δεχθή αυτήν την πίστιν νους ανθρώπινος και να ομολογή Πατέρα, Υιόν και Πνεύμα Άγιον». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Δεν το ανέγνωσας εις τον Δαβίδ λέγοντα: «είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου· κάθου εκ δεξιών μου. Υιός μου ει συ», και εις άλλον τόπον, «Αυτός επεικαλέσεταί με, Πατήρ ει συ», και πάλιν δια το Πνεύμα λέγει· «Το Πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού», και πάλιν· «Τω Πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτού;». Τότε είπεν ο βασιλεύς· «Εξίσταμαι τω όντι, διότι νικώνται οι Ιουδαίοι με τόσας μαρτυρίας των Γραφών αυτών και πάλιν ως φιλόνικοι αντιλέγουσι». Και στρεφόμενος προς τους Ιουδαίους λέγει· «Ιδού ότι εγνώρισα πασιφανώς με μαρτυρίας ιδικάς σας, ότι είναι βέβαια Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον. Λοιπόν δεν υπάρχει ανάγκη να συζητήτε πλέον δι’ αυτήν την υπόθεσιν, μόνον εάν έχετε άλλην διαφοράν, δια ταύτην συνεχίσατε». Λέγει ο Εβραίος· «Εις το Ευαγγέλιόν σας γράφεται, ότι ο Ιησούς επρόκοπτεν εις την ηλικίαν και σοφίαν, και ότι επειράχθη από τον διάβολον, έπειτα τον επρόδωσεν ο μαθητής, και τον έδεσαν, τον ενέπαιξαν, και μαστιγώσαντες αυτόν εσταύρωσαν και απέθανε. Λοιπόν εάν ήτο Θεός, πως έπαθεν;» Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος: «Όλα ταύτα οι Προφήται εκήρυξαν και άκουσον. Ο Ησαϊας λέγει ταύτα δια του Χριστού την άσπορον γέννησιν. «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται Υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ». Ομοίως είπε και άλλας πολλάς προφητείας ο σοφός Σίλβεστρος, δια την ανατροφήν του Χριστού και δια το Πάθος και την Ανάστασιν. Ήτοι «Ο εσθίων άρτους μου εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτερνισμόν. Διαμερίσαντο τα ιμάτιά μου. Έδωκαν εις το βρώμα μου χωλήν». Και άλλα διάφορα ρητά, τα οποία ηξεύρομεν άπαντες. Εις δε το τέλος έφερε το ρητόν του Ιερεμίου, όστις λέγει· «Εν τη ταφή αυτού οι νεκροί ζωοποιηθήσονται», ότι τον καιρόν εκείνον όπου εσταυρώθη ο Δεσπότης Χριστός και ετάφη, οι τάφοι ηνοίχθησαν, και πολλοί νεκροί ανεστήθησαν, ο ήλιος εσκοτίσθη, και εσχίσθη του Ναού το καταπέτασμα, και σεισμός μέγας και φοβερός εγένετο, όθεν και οι Έλληνες τον Χριστόν Υιόν Θεού ωμολόγησαν· «Λοιπόν, ω Ιουδαίε, εάν δυνηθής να αποδείξης, ότι δεν είπον οι Προφήται σας τους λόγους τούτους, με ενίκησας ως ψεύστην και φλύαρον· ει δε και είναι αληθές ότι τα είπον οι Προφήται, πρέπει να τα δεχθής και συ ως αληθέστατα, να ομολογήσης τον Χριστόν Θεόν και άνθρωπον· και εάν δεν παραδεχθής με την θέλησίν σου, το μαρτυρείς ακουσίως με το πείσμα σου, λέγων τους Προφήτας αληθινούς, καθώς εισιν αψευδέστατα. Ει δε και είπης, ότι εψεύσθησαν, τότε αρνείσαι την θρησκείαν σου». Τότε εχάρη ο βασιλεύς εις τον σοφώτατον αυτόν του Σιλβέστρου συλλογισμόν, και λέγει προς τους Ιουδαίους· «Δεν ημπορείτε να αντιστήτε πλέον εις ουδέν, επειδή αι γραφαί σας ταύτα εκήρυξαν». Τότε λέγουσι προς τον Επίσκοπον· «Εκείνα όσα είπον οι Προφήται δια άλλους, τα αποδίδετε εις τον Χριστόν ψευδώς». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ευρήτε μου άλλον τινά όστις να εγεννήθη από Παρθένον Κόρην, και να εσταυρώθη, και ν’ ανεστήθη τριήμερος, και τότε θα ομολογήσω και εγώ ότι δεν τα είπον δια τον Χριστόν». Αυτά και έτερα λέγοντος του Αγίου Σιλβέστρου και εναντιουμένου του Ζαμβρή και των λοιπών Ιουδαίων, επέρασεν ώρα πολλή. Όθεν ο βασιλεύς εβαρύνθη τους Εβραίους, διότι έλεγον προβλήματα τινά άχρηστα και μάταια υποδείγματα, ήθελε δε να δώση τέλος εις την συζήτησιν και να λάβη την νίκην ο Άγιος Σίλβεστρος. Δια να μη παραπονεθούν όμως οι Ιουδαίοι, τους ηρώτησεν εάν είχον να είπουν άλλο τι. Εις δε απ’ εκείνους απεκρίνατο λέγων· «Ακόμη δεν απήντησεν ο Σίλβεστρος εις την ερώτησίν μας. Ημείς τον ηρωτήσαμεν να είπη, πως έπαθεν ο Χριστός εάν ήτο Θεός· αυτός δε μόνον απέδειξεν ότι έγινεν ανθρωπος». Ταύτα λέγων στρέφει τον λόγον προς τον Άγιον Σίλβεστρον λέγων· «Αδύνατον είναι να μου αποδείξης εις το αυτό πρόσωπον δύο ουσίας, η μία να πάσχη ύβριν και βάσανον, και η άλλη να μένη αμέτοχος πάθους και αβλαβής». Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Και αν σου το αποδείξω, ομολογείς έμπροσθεν των παρόντων αρχόντων, ότι ενικήθης, ή πάλιν μελετάς να σπείρης άλλα νεώτερα ζιζάνια;» Τότε ο Ιουβάλ Ιουδαίος έμεινε σιωπών. Ο δε βασιλεύς είπε· «Εάν αυτός δεν ομολογήση την νίκην, οι παρεστώτες θέλουν παραδεχθή ταύτην εις πείσμα του, μόνον ειπέ την απόδειξιν». Τότε ο Άγιος Σίλβεστρος έλαβε την αλουργίδα του βασιλέως λέγων· «Με ταύτην την πορφυρίδα ενίκησα τον αντίπαλον, ότι το ένδυμα τούτο ήτο μέταξα λευκή πρότερον, την έβαψαν δε με το αίμα της κογχύλης και έλαβε το κόκκινον τούτο χρώμα. Έπειτα το έκλωσαν και ύφαναν ιμάτιον, τα οποία όλα βάσανα υπομένει η μέταξα ή το έριον εάν τύχη ή ό,τι άλλο, ενώ η βαφή της βασιλικής αξίας δεν πάσχει ούτε υβρίζεται. Το αυτό όντως έγινε και εις το Σώμα του Χριστού, από το οποίον έπαθε μόνον η Σαρξ. Η θεότης όμως, ήτις λογίζεται ως η βαφή, έμεινεν, ως απαθής, αμέτοχος πάσης ύβρεως. Εάν δεν σε φθάνη, ω Ιουδαίε, τούτο το παράδειγμα, άκουσον και δεύτερον και τρίτον εις δόξαν της ομοουσίου Τριάδος. Όταν κόπτη τις ένα δένδρον, το οποίον φωτίζουν αι ακτίνες του ηλίου, λαμβάνει ο ήλιος πάθος τι οπόταν το δένδρον κόπτεται; Ουχί, αλλά μόνον το ξύλον πάσχει και κόπτεται, η δε λάμψις του ηλίου μένει αβλαβής και απαθής». Λέγει τότε ο Εβραίος· «Παρακαλώ σε, ειπέ μου και το τρίτον, ίνα με πείσης καλύτερον». Λέγει ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ο σίδηρος, τον οποίον σφυροκοπά ο χαλκεύς, όταν τον αποσύρη από το πυρ, είναι υπόδειγμα σαφέστατον, ίνα καταπείση πάντα φιλόνικον, ότι το πυρ δεν υπομένει ύβριν τινά, αλλά μόνον ο σίδηρος σφυροκοπείται και κόπτεται. Ούτω και η Θεότης έμεινε απαθής, ως άϋλος, και μόνον η Σαρξ του Χριστού έπαθεν». Ταύτα ακούσαντες οι παρεστώτες όλοι ευφήμησαν τον σοφώτατον Σίλβεστρον και προστάσσει ο βασιλεύς να παύσουν την συζήτησιν. Ο δε Άγιος δεν ηθέλησε, διότι μόνον με τους δέκα φιλοσόφους διελέχθη, οι δε άλλοι δύο δεν είχον ομιλήσει ακόμη τίποτε. Όθεν δια να μη παραπονεθούν, είπε προς τον Σιλεών, όστις ήτο ο ενδέκατος, εάν είχε να κάμη τινά ερώτησιν. Και ούτος είπεν εις αυτόν· «Δικαίως διακρίνεις τα πράγματα. Ειπέ μας λοιπόν εάν είπον οι Προφήται τας αιτίας της τοσαύτης ύβρεως και του τοσούτου πάθους, ήτοι διατί να λάβη ο Χριστός τόσον άσχημον και κατησχυμμένον θάνατον, και δεν ελύτρωσε με άλλον τρόπον τον άνθρωπον;» Εις ταύτην την ερώτησιν έδωκεν ο θείος Σίλβεστρος την πρέπουσαν απόκρισιν, την οποίαν δεν γράφομεν εις πλάτος κατά λέξιν δια συντομίαν. Με ταύτην όμως του απέδειξεν ότι η άκρα δικαιοσύνη του Θεού δεν συνεχώρει να μας ελευθερώση αλλέως, δια να γίνη η διόρθωσις αρμοδία και εναντία της παραβάσεως. Ήτοι καθώς ο δαίμων ηπάτησε τον άνθρωπον και του Παραδείσου με το ξύλον της βρώσεως εξώρισεν, ούτω με το ξύλον του Σταυρού ο Χριστός ενίκησε τον αντίπαλον και ανέστησε τον άνθρωπον και τον έκαμε πάλιν άξιον του Παραδείσου. «Ξύλω γαρ έδει το ξύλον ιάσασθαι και πάθει του απαθούς εν τω ξύλω λύσαι τα πάθη του κατακρίτου». Ηδύνατο ο Θεός να προστάξη ένα Άγγελον να σαρκωθή και να μας λυτρώση, αλλά δεν ήτο εκείνου το αίμα και το πάθος αντάξιον όλης της ανθρωπότητος. Αλλ’ αυτός ο Πανάγαθος, όπως μας έπλασεν εκ του μη όντος εις το είναι, αυτός μας έδωκε και το ευ είναι δια να είμεθα όχι του Αγγέλου υπόχρεοι, αλλ’ αυτού του Ποιητού και Σωτήρος μας και να φυλάττωμεν όλας τας εντολάς Του. Ταύτα ακούσαντες οι περιεστώτες, οι μεν Χριστιανοί εχάρησαν, οι δε Εβραίοι έμειναν άφωνοι, μη δυνάμενοι να αντισταθώσι πλέον. Ο δε Ζαμβρής, ως πονηρός και πολυμήχανος, έβαλεν εις τον νουν του μίαν πανουργίαν, ήτις του έγινεν αιτία να καταισχυνθή περισσότερον και να πέση εις τον λάκκον, τον οποίον ητοίμασε, και λέγει προς τον βασιλέα· «Δέσποτα, ο Σίλβεστρος είναι πολυλόγος, και μας νικά εις την διάλεξιν. Αλλ’ ας αφήσωμεν τους λόγους, ότι τα έργα είναι πιστότερα. Πρόσταξον να φέρουν εδώ ένα ταύρον άγριον και τότε θα γνωρίσετε του Θεού μου την δύναμιν, το όνομα του οποίου είναι τόσον φοβερόν, ώστε δεν δύναται καμμία ακοή να το ακούση και να μη αποθάνη πάραυτα. Δια τούτο οι προπάτορές μας, όταν ήθελον να θυσιάσουν μεγάλους ταύρους, έλεγον εις το ους του ζώου το θείον όνομα και ευθύς τούτο ετελεύτα· ας είπη λοιπόν και ο Σίλβεστρος το όνομα του Θεού εις το ους του ταύρου, και εάν τελευτήση, τότε ο Θεός, ον ούτος σέβεται, είναι ο αληθινός· ει δε και μείνη ζωντανός, να το είπω και εγώ και εάν τότε τελευτήση ο ταύρος, να μου πιστεύσητε». Ο δε Άγιος Σίλβεστρος είπε προς τον Ζαμβρήν· «Εάν όντως δεν υποφέρη να ακούση του Θεού σου το όνομα, πως το ήκουσες εσύ και δεν απέθανες;» Ο δε απεκρίνατο· «Επτά ημέρας ενήστευσα, δεόμενος να μου το φανερώση ο Κύριος και τότε είδα μίαν λεκάνην αργυράν γεμάτην ύδωρ και ένα δάκτυλον, όστις το εσημάδευεν εις το ύδωρ, και μετά βίας και κόπου πολλού το απείκασα· εάν λοιπόν είπης και συ εις το ους του ταύρου αυτό το όνομα και τελευτήση, αληθής είναι η πίστις σου». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Ο Θεός μου δεν δίδει θάνατον, αλλά μάλλον ζωήν και μακαριότητα». Τότε ο θείος Σίλβεστρος παρεκάλεσε τον βασιλέα και όλην την Σύγκλητον να στείλουν ανθρώπους να φέρουν τον αγριώτερον ταύρον, τον οποίον θα εύρουν· και ούτως έφερον ένα, τον οποίον δεν ηδύναντο να τον κρατούν με σχοινία τριάκοντα άνδρες. Τότε ο Ζαμβρής με πολλήν υπερηφάνειαν και έπαρσιν επλησίασε τον ταύρον και ελάλησε μυστικά τας μαντείας του και παρευθύς το ζώον κατέπεσε χαμαί και απέθανεν. Οι μεν Ιουδαίοι εχάρησαν και εφώναζον περιγελώντες τον Άγιον Σίλβεστρον· αυτός δε ανέβη εις τόπον υψηλόν και προστάσσει να σιωπήσουν όλοι, ίνα ακούση έκαστος τον λόγον του. Έπειτα εκήρυξε ταύτα μεγαλοφώνως και λέγει· «Εγώ κηρύττω τον Δεσπότην Χριστόν, όστις φωτίζει τυφλούς, λεπρούς καθαρίζει, παραλύτους εγείρει, νεκρούς ανιστά και ιατρεύει πάσαν ασθένειαν· όθεν φανερόν είναι ότι ο Ζαμβρής δεν ωνόμασε τον Θεόν, αλλά τον διάβολον, όστις ημπορεί να δώση ως φονεύς και ανθρωποκτόνος θάνατον, αλλά να αναστήση τινά δεν δύναται· λοιπόν, ω Ζαμβρή, εάν θέλης να σου πιστεύσωμεν, ανάστησον το ζώον καθώς αυτό εθανάτωσες και τότε όλοι μας να πιστεύσωμεν εις τον Θεόν σου». Τότε ο Ζαμβρής έσχισε το ιμάτιόν του και εφώναζε λέγων· «Βλέπεις, βασιλεύ πολύχρονε, ότι τον ενίκησα με τα έργα και όμως προσπαθεί να μας συγχύση με τας πανουργίας και τας φλυαρίας του;». Ακούσας ταύτα ο βασιλεύς είπε προς τον Εβραίον· «Καλά σου λέγει Σίλβεστρος, ότι ο ελεήμων Θεός δίδει ζωήν εις πάντας και όχι όλεθρον· λοιπόν ή ανάστησον τον ταύρον, ίνα πιστεύσωμεν εις σε, ή θα σε θανατώσω ως πλάνον και γόητα, ίνα μη παρασύρης τους ανθρώπους εις την απώλειαν». Ο δε απεκρίνατο· «Αυτό, βασιλεύ, δεν ημπορεί να το κάνει κανείς άνθρωπος». Λέγει τότε ο Άγιος Σίλβεστρος· «Αλλ’ εάν εγώ τον αναστήσω, επικαλούμενος του Δεσπότου Χριστού το ζωοποιόν και σωτήριον όνομα, τι να σου κάμωμεν;» Ο δε Ζαμβρής απεκρίνατο· «Και εάν πετάξης εις τα ουράνια, δεν δύνασαι να τον αναστήσης». Τότε ο βασιλεύς εθυμώθη και λέγει· «Θαυμάζω, Ζαμβρή, την αναισχυντίαν σου· συ όμως είπες να λείπουν τα λόγια και μόνον έργα να γίνωνται· και τώρα αυτός υπόσχεται να τον αναστήση και συ λέγεις πως είναι αδύνατον; Αλλά αν κάμη τον λόγον έργον και αναστήση το ζώον, συμφωνείτε να πιστεύσητε εις τον Χριστόν άπαντες;» Οι δε Ιουδαίοι, νομίζοντες τούτο αδύνατον, υπεσχέθησαν μεθ’ όρκου ότι, εάν εκ νεκρών αναστήση τον ταύρον ο Σίλβεστρος, θα γίνωσι Χριστιανοί πάραυτα. Τότε ο Άγιος, κλίνας εις την γην τα γόνατα, ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα και έκαμε μετά δακρύων μυστικά προς Κύριον δέησιν, έπειτα ηγέρθη και λέγει ταύτα μεγαλοφώνως, ίνα τον ακούσωσιν άπαντες· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, δέομαι και παρακαλώ την αγαθότητά Σου, να αναστήσης τούτο το ζώον όπερ ο Ζαμβρής εθανάτωσεν, επικαλούμενος τον διάβολον, δια να γνωρίση πας ο λαός την μεγάλην Σου δύναμιν, να πιστεύσουν εις το Πανάγιόν Σου όνομα». Ούτως ειπών εφώνησε προς το ζώον λέγων· «Εις το όνομα του Δεσπότου Ιησού Χριστού, όστις εσταυρώθη επί Ποντίου Πιλάτου, έγειραι και σταμάτησε με πάσαν ημερότητα». Τότε ο ταύρος ηγέρθη, ω του θαύματος! και πλησιάσας ο Άγιος έλυσε όλα του τα σχοινία λέγων· «Ύπαγε εις τον τόπον σου ήμερος και μη τολμήσης να βλάψης κανένα πώποτε, ούτε άλλος να σε βλάψη εσένα, ούτε να σε φονεύσουν, αλλά όταν ζήσης τον διατεταγμένον καιρόν, να τελευτήσης με φυσικόν θάνατον». Τότε οι Ιουδαίοι ιδόντες τοιούτον θαύμα εξαίσιον εξέστησαν και πίπτοντες εις τους πόδας του Αγίου εδέοντο να τους συγχωρήση την προτέραν ασέβειαν. Ομοίως και ο ευσεβέστατος βασιλεύς προσεκύνησε και ευφήμησε τον Άγιον, ωσαύτως και η βασίλισσα και οι επίλοιποι άρχοντες, ζητούντες και αυτοί το άγιον Βάπτισμα. Ο δε μακάριος Σίλβεστρος κατηχήσας αυτούς, Ιουδαίους και ειδωλολάτρας, τους επρόσταξε να νηστεύσουν κατά την τάξιν ικανάς ημέρας με ελεημοσύνας και δάκρυα και τότε τους εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος του αληθινού Θεού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου