Δεν πρόκειται να
επιχειρήσω εδώ μία θεολογική ή δογματική ανάλυση της έννοιας της Εκκλησίας.
Θέλω απλά και πρακτικά να μοιρασθώ μαζί σας κάποιες σκέψεις που θα μας βοηθούν
να νιώσουμε τι είναι η Εκκλησία, στην οποία ανήκουμε, τι μας προσφέρει η σχέση
μαζί της και πως θα αξιοποιήσουμε την σχέση αυτή. Την δυσκολία θα διασκεδάσει ίσως η προσαρμογή του θέματος
σε τρεις εικόνες από την φυσική μας ζωή· τις εικόνες της οικογένειας, του
στρατεύματος και του σχολείου. Η Εκκλησία είναι η ιερή οικογένεια του Θεού,
όπου ζούμε την αγάπη και την προστασία του· είναι η «καλή στρατεία» (Α΄ Τιμ. 1,
18), όπου δια βίου στρατευόμαστε πειθαρχώντας στα δικά του παραγγέλματα· είναι
το θείο σχολείο του, όπου μαθητεύουμε στις σωτήριες αλήθειες. Με την εφαρμογή
αυτών των αληθειών θα αξιωθούμε κι εμείς μαζί με όλους τους αγίους να βρεθούμε
στην ατέρμονη χαρά της θριαμβεύουσας Εκκλησίας του στον ουρανό. Αλλά ας
μελετήσουμε τις τρεις αυτές εικόνες με την σειρά.
α. Εκκλησία, η ιερή
οικογένεια του Θεού
Λίκνο ζωής, αγκάλη
στοργής και στέγη ασφαλείας η οικογένεια συνδέεται στενά και τρυφερά με τον
καθένα. Τυχόν ψυχικοί τραυματισμοί κατά την παιδική ηλικία – που δυστυχώς δεν
είναι άγνωστοι ούτε λίγοι στην εγωιστική εποχή μας – σημαδεύουν αρνητικά την
ψυχή και την συνοδεύουν ως τα βαθιά της γεράματα. Αντίθετα η ανάπτυξη του
ανθρώπου μέσα σε μία αρμονική οικογένεια τον εξοπλίζει με πολύτιμες δυνάμεις
και αρετές. Προετοιμάζει και ευοδώνει την ένταξή του στο κοινωνικό σύνολο. Τον
αναδεικνύει ισορροπημένη και άρτια προσωπικότητα.
Την ασφάλεια και
τρυφερότητα της φυσικής οικογένειας, σε έναν ύψιστο και πνευματικό βαθμό,
απολαμβάνει ο πιστός μέσα στην Εκκλησία. Με την ενανθρώπησή του ο Υιός και
Λόγος του Θεού αποκατέστησε τον αποστάτη άνθρωπο και τον συνέδεσε πάλι με τον
Θεό Πατέρα· ξανάφτειαξε την οικογένεια του Θεού, την οποία είχε διαλύσει η
αποστασία των πρωτοπλάστων με την συμβουλή και καθοδήγηση του σατανά.
Η επί γης διακονία
του Ιησού Χριστού δημιουργεί μία κρίση ανάμεσα στους ανθρώπους, που είναι όλοι
πλάσματα του Θεού. Όσοι πιστεύουν, μετανοούν και βαπτίζονται, γίνονται μέλη της
Εκκλησίας του. Αυτούς ο Χριστός τους προικίζει με το εξαιρετικό προνόμιο να
είναι όχι απλώς πλάσματα αλλά «τέκνα», παιδιά του Θεού. Μόνο σ΄ αυτούς χαρίζει
την υιοθεσία, όπως το διευκρινίζει ο θελόγος ευαγγελιστής Ιωάννης· «Όσοι δε
έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις
το όνομα αυτού» (Ιω 1, 12). Ο Θεός προσφέρει την υιοθεσία σε όσους διαθέτουν
δύο προϋποθέσεις· πίστη και παραλαβή του Ιησού Χριστού. Πίστη στον Χριστό
σημαίνει αναγνώριση της θεότητός του και παραδοχή της αναστάσεώς του. Σημαίνει
ακρόαση και αποδοχή των λόγων του ως θεοπνεύστων, υπακοή στις αλήθειες του
Ευαγγελίου, ομολογία και βίωσή τους στην καθημερινή πράξη. Αλλά δεν αρκεί μόνο
η πίστη. Πρέπει να συνοδεύεται από την παραλαβή του Χριστού. Και αυτή
επιτυγχάνεται με την μετοχή στα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας και μάλιστα στο
μυστήριο του Βαπτίσματος, της Εξομολογήσεως και της θείας Κοινωνίας. Με τα μυστήρια
μπαίνει στην ζωή μας η χάρη του Θεού, μας χαριτώνει και μας κατευθύνει, στο
μέτρο βέβαια που εμείς επιτρέπουμε.
Τι πλούτος
ασύλληπτος, τι θησαυρός ανεξάντλητος η υιοθεσία που μου χαρίζει ο Ιησούς
Χριστός! Καθιστά κατά χάριν δικό μου πατέρα τον δικό του φυσικό πατέρα, τον
Θεό, και με συνδέει με τον εαυτό του ως πρωτότοκο αδελφό μου και με ένα πλήθος
αδελφών, όλα τα παιδιά του, τους πιστούς. Απλά αλλά και τόσο μεγαλόπρεπα το
αποκάλυψε στην Μαρία τη Μαγδαληνή ο αναστημένος Κύριος· «πορεύου προς τους
αδελφούς μου και ειπέ αυτοίς· αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών και
Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ιω 20, 17). Και το δίδαξε ο ίδιος στην επί του όρους
ομιλία δίνοντας στους μαθητές του τον τύπο της θεοδίδακτης και θεάρεστης
προσευχής, της Κυριακής προσευχής, που αρχίζει με την προσφώνηση «Πάτερ ημών»
(Ματθ. 6, 9)! Είναι στ΄ αλήθεια καταπληκτικό ότι, κάθε φορά που λέμε αυτή την
προσευχή, θυμόμαστε και ομολογούμε ενώπιον Θεού ότι δεν είμαστε μόνοι στη ζωή. Έχουμε
έναν επουράνιο πατέρα και πολλούς επί γης αδελφούς, όλους τους χριστιανούς, που
ζουν σκορπισμένοι στα πέρατα του κόσμου. Ποιος νόμος, ποιος κανονισμός, ποια
ανθρώπινη επινόηση ή παροχή θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μας αγάπη,
αδελφοσύνη, ομόνοια, συνεργασία, κατανόηση, παρά η θεϊκή επιχορηγία που μας
καθιστά δικά του παιδιά και αδελφούς μεταξύ μας;
Και δεν
περιορίζεται εδώ η δωρεά της θεϊκής υιοθεσίας. Μας εξασφαλίζει επίσης μία
απίθανα βαθύπλουτη κληρονομιά στον ουρανό. Μιλά γι΄ αυτήν ο απόστολος Παύλος
στους χριστιανούς της Γαλατίας. Είστε, λέγει, όχι μόνο υιοί αλλά και
«κληρονόμοι Θεού δια Χριστού» (Γαλ. 4, 7). Το έργο του Ιησού Χριστού μάς
εξασφάλισε πρόσβαση και δικαίωμα στην περιουσία του Θεού. Μάλιστα, όπως γράφει
στην προς Ρωμαίους Επιστολή ο απόστολος, δεν είμαστε απλώς «κληρονόμοι Θεού»,
αλλά και «συγκληρονόμοι Χριστού» (Ρωμ. 8, 17). Τα προνόμια που εκείνος έχει εκ
φύσεως, τα παραχωρεί και σε μας δια της χάριτος, ώστε να βρεθούμε μια μέρα
συμμέτοχοι στην δόξα του ουρανού, σύνθρονοί του, καθισμένοι στα δεξιά του
Θεού!
Ωστόσο, το μεγάλο
αυτό θεϊκό δώρο απαιτεί και την ανθρώπινη συνεργασία. Η υιική σχέση μας προς
τον Θεό δεν είναι μόνο ένας τίτλος τιμής που μας δίδεται στο Βάπτισμα. Είναι
επίσης ένα κεφάλαιο το οποίο αξιοποιούμε και απολαμβάνουμε με την όλη
πνευματική μας ζωή. Το άγιο Πνεύμα, που κατοικεί μέσα μας, μας δίνει την
δυνατότητα να κράζουμε «αββά, ο πατήρ»! (Ρωμ. 8, 15· Γαλ. 4, 6), αλλά και να το
έχουμε οδηγό στην πορεία μας. «Το Πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη
ευθεία» (Ψαλμ. 142: 10), δέεται ο ψαλμωδός. Και ο απόστολος Παύλος αποφαίνεται·
«Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται ούτοί εισιν υιοί Θεού» (Ρωμ. 8: 14). Μία ζωή υλιστική
και απνευμάτιστη είναι η χειρότερη σύσταση του χριστιανού ή μάλλον είναι η
ισχυρότερη απόδειξη ότι αυτός δεν είναι χριστιανός. Κι αν δεν είναι
αντίχριστος, είναι αχρίστιανος.
Αλλά και όλη η
Εκκλησία ως οικογένεια του Θεού κατευθύνεται από το άγιο Πνεύμα, το οποίο
τελικά κυβερνά και «όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας». Αυτό εξασφαλίζει
την αρμονία και την ενότητα των μελών της. Γνώρισμα και κόσμημα της φυσικής
οικογένειας είναι η ενότητα, που τόσο σπανίζει στην επιπόλαιη, εγωκεντρική και
ιδιοτελή εποχή μας, με αποτέλεσμα να δοκιμάζεται σκληρά και να διαλύεται συχνά
η σύγχρονη οικογένεια. Η ενότητα αποτελεί επίσης την χρυσή βάση, την ίδια την
ουσία της Εκκλησίας. Μία ενότητα στηριγμένη στο κοινό φρόνημα, στο αυτό πνεύμα,
στην ίδια πίστη, κατά το πρότυπο των τριών προσώπων της αγίας Τριάδος· Επειδή
έχουν κοινή ουσία, συνδέονται με τέλεια και απόλυτη αγάπη, είναι ένας
Θεός.
Να γιατί είναι μία
και αναντικατάστατη η αγία μας Εκκλησία. Να γιατί δεν συμβιβάζεται και δεν
πρέπει ποτέ να συμβιβαστεί με τις δοξασίες των ποικιλωνύμων αιρέσεων· να μη
φοβηθεί από την κοσμική δύναμη ούτε να δελεασθεί από τις αγαπολογικές προτάσεις
του οικουμενισμού. Να μείνει σταθερή στο ορθόδοξο δόγμα και πιστή στην γραμμή
των αγίων πατέρων. Έτσι θα παραμείνει η ευλογημένη οικογένεια του Θεού, ο
οδηγητικός φάρος, η έμπνευση και ασφάλεια των ευλαβών παιδιών της αλλά και το
απάνεμο λιμάνι, η ανοιχτή αγκάλη, όπου θα βρίσκουν συγχώρεση και αποκατάσταση
οι πεπτωκότες και αμαρτωλοί, στήριγμα και όραμα οι άθεοι και υλιστές, τη ζωή
και την ελπίδα όλοι οι άσωτοι υιοί.
β. Η καλή στρατεία
Οικογένεια του Θεού
η Εκκλησία, εξασφαλίζει στα μέλη της την ενότητα του Πνεύματος· καλλιεργεί μέσα
τους αφοσίωση στο θέλημα του Θεού πατέρα· τους εμπνέει την φιλαδελφία προς
όλους τους αδελφούς και τους υπαγορεύει την αγάπη προς όλο τον κόσμο. Είναι,
όμως, επίσης η Εκκλησία η «καλή στρατεία» (Α΄ Τιμ. 1: 18), ένα πνευματικό
στράτευμα. Στρατευομένη ονομάζεται σ΄ αυτή τη γη και συνεχίζεται στον ουρανό ως
θριαμβεύουσα Εκκλησία.
Οι στρατιές της γης
επιλέγουν και επιστρατεύουν τα πρόσωπα που τις απαρτίζουν. Και η στρατιά της
Εκκλησίας κάνει τη δική της επιλογή και επιστράτευση. Πριν ακόμη υπάρξει ο
χρόνος και ο χώρος, «προ καταβολής κόσμου», διάλεξε ο Θεός τους δικούς του·
τους καλεί, τον καθένα προσωπικά, κι όποιος αποδέχεται τη θεϊκή κλήση,
εντάσσεται στη στρατιά του Χριστού.
Η ένταξή μας στην
καλή στρατεία της Εκκλησίας γίνεται κατά την επισημότερη στιγμή της επί γης
ζωής μας, όταν προσερχόμαστε στο μυστήριο του Βαπτίσματός μας και στη συνέχεια
στο μυστήριο του Χρίσματος. Με την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού οι
περισσότεροι δεν είχαμε την δυνατότητα μιας ενσυνείδητης συμμετοχής στα
θεμελιακά αυτά μυστήρια. Μεγαλώνοντας όμως καλλιεργούμαστε μέσα στην αγία μας
Εκκλησία. Ανανεώνουμε την αναγέννηση που μας χάρισε το άγιο Βάπτισμα. Μπορούμε,
πρέπει και οφείλουμε να ανανεώνουμε τις ιερές υποσχέσεις που δώσαμε κατά την
βάπτισή μας με το στόμα του αναδόχου μας. Υποσχεθήκαμε τότε ότι «αποτάσσομαι τω
σατανά», απορρίπτω τις πομπές και τα συστήματά του και «συντάσσομαι τω Χριστώ»,
στρατεύομαι στην ιερή παράταξη της Εκκλησίας του. Αν η δειλία και η λιποταξία
δεν έχουν θέση στην καρδιά του γενναίου στρατιώτη, ο οποίος ξέρει να τιμά τα
όπλα που του εμπιστεύθηκε η πατρίδα, πολύ περισσότερο δεν εγγίζουν τον
στρατιώτη του Χριστού. Προτιμά να πεθάνει παρά να παραβεί το θέλημα του
στρατολόγου Κυρίου του και να αθετήσει τις υποσχέσεις που σ΄ αυτόν έδωσε. Οι στρατιές
των αγίων και των μαρτύρων της πίστεως αποτελούν την απτή επιβεβαίωση αυτής της
αλήθειας.
Ο πονηρός δεν
λησμονεί ούτε συγχωρεί ποτέ την προσβολή που του επιφέραμε με την ομολογία του
Βαπτίσματος. Είναι ο ισόβιος αντίδικός μας και ακατάπαυστα «ως λέων ορυόμενος»
(Α΄ Πέτρ. 5: 8) ζητά να μας καταπιεί. Ήδη από τότε που ξέκλινε από τον
προορισμό του ο άνθρωπος κι έκανε σύμβουλό του τον άσπονδο εχθρό του, τον
διάβολο, μία σκληρή μάχη διεξάγεται· μες στην καρδιά του και πάνω στη γη.
Βάλλεται συνεχώς από τρεις αδυσώπητους εχθρούς· Από τη φθαρτή υπόσταση της
σάρκας, από το αμαρτωλό φρόνημα του κόσμου, από τις ατέρμονες μεθοδείες του
διαβόλου.
Αέναη η πολεμική
του εχθρού, κρατά σε συνεχή ετοιμότητα τον στρατιώτη του Χριστού μέσα στην
στρατευομένη Εκκλησία. Πρόθυμος εθελοντής της «καλής στρατείας» ενδύεται την
«πανοπλία του Θεού» (Εφεσίους 6: 10-18). Πειθαρχικά συμμορφώνεται προς τα
παραγγέλματα της Εκκλησίας και επιδέξια χειρίζεται τα όπλα που εκείνη του
χορηγεί. Είναι όπλα πανίσχυρα, με θεία δύναμη, ικανά να εξουδετερώσουν τα οχυρά
του πονηρού (Β΄ Κορ. 10,4).
Πρώτος μαχητής και
συγχρόνως αρχιστράτηγος της μάχης είναι «ο αρχηγός και τελειωτής της πίστεως» (Εβρ.
12: 2) Ιησούς Χριστός. Αυτός άρχισε τον αγώνα και κέρδισε νίκη λαμπρή με τον
θάνατο και την ανάστασή του. Ο Κύριος «εξήλθε νικών και ίνα νικήση» (Απ. 6: 2).
Κονταροχτυπήθηκε με τον διάβολο και τον συνέτριψε μαζί με όλες τις σκοτεινές
δυνάμεις. Αυτή την αντιπαράθεση και σύγκρουση υπαγορεύει και στην Εκκλησία του.
Εξέρχεται εκ του κόσμου η Εκκλησία. Αδέσμευτη από το κοσμικό φρόνημα
αναλαμβάνει τον νικηφόρο αγώνα της.
Αλλά και ο κάθε
πιστός καλείται να εξέλθη από την νοοτροπία του αντιθέου κόσμου, από την
ιδιοτέλεια και την πνευματική ραστώνη και να αγωνισθεί τον «καλόν αγώνα», ώστε
να φθάσει νικητής στη δόξα. Δεν μπορεί να αλλάξει ο κόσμος μας ούτε να χαρούμε
την αληθινή ειρήνη του Χριστού, χωρίς τον πνευματικό πόλεμο. Αυτός θα γκρεμίσει
τα κάστρα του διαβόλου, θα ξεριζώσει τα αγκάθια, θα ξεπετρώσει το έδαφος της
καρδιάς ώστε να καλλιεργηθεί και να δώσει πνευματική καρποφορία.
Και πως θα γίνει το
ξεκίνημα αλλά και η συνέχεια του πνευματικού αγώνα; Με την ειλικρινή
αυταπάρνηση, τη συνεχή άρση του σταυρού και την ακολουθία του Ιησού Χριστού. Το
διατυπώνει ξεκάθαρα ο κύριος ως απαραίτητη προϋπόθεση της χριστιανικής ζωής·
«Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν
αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρ. 8: 34). Όποιος ειλικρινά θέλει να ανήκει στην
ηρωϊκή στρατιά του Ιησού Χριστού, να είναι συνειδητό μέλος της στρατευομένης
Εκκλησίας έχει τρεις βασικές υποχρεώσεις· Στην φιλαυτία του θα αντιτάξει την
αυταπάρνηση, την άρνηση των αντιθέων θελημάτων τού εαυτού του. Στο ευδαιμονικό
φρόνημα του κόσμου θα αντιπαραθέσει τη σταυροφορία. Τρόπαιο της κοσμοϊστορικής
νίκης του Ιησού Χριστού ο τίμιος σταυρός παραδίδεται ως κληρονομιά ατίμητη στον
κάθε χριστιανό. Όχι για να τον φορά απλώς σαν στολίδι και έμβλημά του ούτε μόνο
για να τον σημειώνει πάνω του σε κάθε δύσκολη στιγμή, αλλά για να σταυρώνει
πάνω στον σταυρό τα πάθη του και κάθε τι που δεν αρέσει στον Χριστό. Να μην
παραδίδεται νωθρά και ασυλλόγιστα στην ψυχοφθόρο άνεση, αλλά γενναία να κακοπαθεί,
όπου χρειάζεται, «ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού» (Β΄ Τιμ. 2: 3).
Τέλος, τόσο η
αυταπάρνηση όσο και η σταυροφορία παίρνουν νόημα και σημασία όταν γίνονται
χάριν του Χριστού. Αυτό είναι το μυστικό της χριστιανικής ζωής, ότι ο πιστός ζη
και υπάρχει ως πιστός ακόλουθος και ιχνηλάτης του Ιησού Χριστού. «Στενή» και
«τεθλιμμένη» είναι «η οδός» του Κυρίου (Ματθ. 7: 14), βρεγμένη με το δάκρυ του,
νοτισμένη με τον ιδρώτα του, ποτισμένη με το αίμα του. Αλλά μετά τον σταυρό
καταλήγει στη δόξα της αναστάσεως. Αυτά τα στοιχεία οφείλει να έχει και του
χριστιανού η ζωή. Η θυσία και η αυταπάρνηση, η κακοπάθεια και η νηστεία, η
υπομονή και η ελπίδα, η ταπείνωση και η αγάπη ανέδειξαν νικητές και τροπαιοφόρους
τους αγίους της πίστεώς μας.
Μ΄ αυτό το φρόνημα
και μ΄ αυτή την προοπτική ο έμπειρος πνευματικός αγωνιστής και τιμημένος
αξιωματικός της παρατάξεως Κυρίου, ο απόστολος Παύλος, θα γράψει φθάνοντας στο
τέλος της ζωής του· «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την
πίστιν τετήρηκα» και αισιόδοξα θα διαβλέπει ότι «λοιπόν, απόκειταί μοι ο της
δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. 4: 7-8). Τήρηση της πίστεως θα πει «ακρίβεια
δογμάτων», ορθοδοξία. Τελείωση του δρόμου σημαίνει «τελειότης βίου», ορθοπραξία.
Η διακήρυξη του
αποστόλου Παύλου γίνεται σύνθημα και στόχος του κάθε αγωνιζομένου χριστιανού.
Πιστός στην ορθόδοξη πίστη και αγωνιζόμενος ηρωϊκά να καθιστά την πίστη πράξη
της καθημερινής του ζωής, μένει σταθερός στην πορεία του. Μπορεί ο κόσμος να μη
τον κατανοεί και οι άνθρωποι να τον βεβαιώνουν ότι δεν ζη κανείς «με το σταυρό
στο χέρι». Εκείνος, όμως, πορεύεται ασάλευτος και αδελέαστος. Ας είναι άγνωστος
και άσημος για τους πολλούς. Ας μη επιτελεί μεγάλα και θαυμαστά. Και μόνο, που
δεν παρασύρεται από τις αιρέσεις και τις τόσες πλάνες της εποχής· και μόνο που
δεν παραδίδεται στον σύγχρονο ευδαιμονισμό, την καλοπέραση, την ποικιλώνυμη
αμαρτία· και μόνο που παραμένει ένας τίμιος αγωνιστής της πίστεως και της
αρετής είναι ο νικητής. Το βεβαιώνει ο αιώνιος λόγος του Θεού «αύτη εστιν η
νίκη η νικήσασα τον κόσμον η πίστις ημών» (Α΄ Ιω 5,4) !
γ. Η Εκκλησία
σχολείο του Χριστού
Η Εκκλησία είναι η
αγία οικογένεια του Θεού. Τα μέλη της απολαμβάνουν την αγάπη και φροντίδα του
Θεού πατέρα, κληρονομούν την ατίμητη περιουσία του, χαίρονται την κοινωνία και
το σύνδεσμο με τους αδελφούς, με πρωτότοκο αδελφό τον Θεάνθρωπο Κύριο Ιησού
Χριστό. Είναι επίσης η ιερή στρατεία· όλοι οι πιστοί πειθαρχημένοι στο νόμο και
τα παραγγέλματα του αρχηγού και τελειωτού της πίστεως Ιησού Χριστού,
αγωνίζονται γενναία και πορεύονται σταθερά προς τη νίκη. Αλλά για να
οικειοποιηθούν οι πιστοί τον πλούτο της οικογένειας του Θεού, για να αξιοποιούν
τα όπλα που τους χαρίζει ως ιερή στρατεία και να αγωνίζονται φιλότιμα και
θεάρεστα τον καλόν αγώνα, πρέπει πρωτίστως να γνωρίζουν και να βιώνουν την
Εκκλησία ως σχολείο του Χριστού.
Ως διδάσκαλος
περπάτησε πάνω στη γη μας ο Ιησούς Χριστός· είναι ο αιώνιος και μοναδικός
διδάσκαλος (Ματθ. 23: 8). Οι δάσκαλοι του κόσμου διδάσκουν τις επιστημονικές
αλήθειες. Αυτές, όταν ασκούνται με αγάπη (βλ. Α΄ Κορ. 13), και, όπως έλεγε ο
αρχαίος σοφός, δεν εξοβελίζουν την αρετή, βελτιώνουν τη ζωή· συντελούν στην
επαγγελματική αποκατάσταση και καταξιώνουν την επίγεια σταδιοδρομία. Οι αιώνιες
αλήθειες, τις οποίες αποκαλύπτει και μεταγγίζει ο διδάσκαλος Χριστός, οδηγούν
στην πνευματική αποκατάσταση, εξασφαλίζουν την αιώνια σταδιοδρομία, διότι
ελευθερώνουν και αγιάζουν, χαρίζουν την αιώνια λύτρωση και δόξα. Αλλά ο Ιησούς
Χριστός δεν είναι μόνο ο διδάσκαλος της αληθείας. Είναι επίσης και ο μοναδικός
«καθηγητής», δηλαδή ο καθοδηγητής που προπορεύεται και δείχνει στους ανθρώπους
το δρόμο για τη βίωση της αλήθειας στην καθημερινή ζωή.
Βιβλίο στο σχολείο
της Εκκλησίας είναι η Βίβλος, η Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Ως
βοηθήματα που διευκολύνουν και καθοδηγούν στην κατανόησή της χρησιμοποιούνται
τα συγγράμματα των αγίων και θεοφόρων πατέρων και διδασκάλων. Αυτοί μελέτησαν,
βίωσαν και ερμήνευσαν το λόγο του Θεού. Αναδείχθηκαν άξιοι μαθητές- μιμητές του
Κυρίου και θεοφώτιστοι οδηγοί των χριστιανών. Η σοφία του πνεύματος και η
αγιότητα του βίου τους κατέστησε ασφαλές φρούριο, όπου συντρίβονται οι
αιρετικές κακοδοξίες και πλάνες.
Μαθητές ονόμασε ο
Κύριος τους πρώτους ακολούθους του και γνωρίζουμε ότι εκτός από τον κύκλο των
δώδεκα μαθητών είχε επίσης τον ευρύτερο κύκλο των εβδομήκοντα και τον ακόμη
ευρύτερο. Φεύγοντας μάλιστα από τον κόσμο αυτό ανέθεσε στους δικούς του την
αποστολή να καταστήσουν μαθητές όλα τα έθνη· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα
έθνη…» (Ματθ. 28: 19). Έτσι ένα από τα ονόματα των χριστιανών, πολύχρηστο στις
Πράξεις των αποστόλων, είναι «μαθηταί».
Ο απόστολος Παύλος
ονομάζει την χριστιανική πίστη, δηλ. την Εκκλησία, «χάριν» (Ρωμ. 5, 2· Τιτ. 2,
11) και την θεωρεί σχολείο, εκπαιδευτήριο του Θεού. Γράφει στον μαθητή του Τίτο·
«Επεφάνη γαρ η χάρις (=η χριστιανική πίστη, η Εκκλησία) του Θεού η σωτήριος
πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς
επιθυμίας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν» (Τιτ. 2, 11-12). Έργο της
Εκκλησίας, κατά τον απόστολο, είναι να εκπαιδεύει τα τέκνα της στα εξής μεγάλα
μαθήματα· Να μένουν μακριά από κάθε δογματική πλάνη (ασέβειαν) και από κάθε
ηθική διαφθορά (κοσμικάς επιθυμίας). Παράλληλα, να ζουν σε αρμονική σχέση με
τον εαυτό τους (σωφρόνως), με τον συνάνθρωπο (δικαίως) και με τον Θεό
(ευσεβώς).
Για να γνωρίσει και
να εφαρμόσει αυτά τα μαθήματα ο πιστός «από βρέφους» (Β΄ Τιμ. 3: 14) και μέχρι
τέλους θα μελετά τα ιερά γράμματα και θα αγωνίζεται να τα καθιστά οδηγό της
ζωής του. Είναι γνώρισμά του ισόβιο η μαθητεία. Μ΄ αυτό το φρόνημα ο άγιος
Ιγνάτιος σε μεγάλη ηλικία πορευόμενος ήδη προς το μαρτύριο έγραφε «νυν άρχομαι
μαθητής (Χριστού) είναι» (Προς Ρωμαίους 5). Πράγματι, δεν επαρκεί η ζωή μας όλη
για να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τις θεόσδοτες αλήθειες της θείας
αποκαλύψεως. Η γνώση μας θα ολοκληρωθεί και θα τελειοποιηθεί στη θριαμβεύουσα
Εκκλησία. Εκεί το Πνεύμα το άγιο θα μας αποκαλύψει όλη την αλήθεια. Εκεί θα
αξιωθούμε να βλέπουμε τον Κύριο πρόσωπο προς πρόσωπο και θα έχουμε την
εμπειρική γνώση του, αφού θα μας καταστήσει «κοινωνούς θείας φύσεως» (Β΄ Πέτρ.
1, 4), μετόχους στη δόξα του. Μέχρι τότε, όμως, οφείλουμε με ενδιαφέρον και
επιμέλεια να εντρυφούμε στα ιερά λόγια του Θεού, να μαθητεύουμε στο άγιο θέλημά
του. Αυτή η μαθητεία ανοίγει το δρόμο για την Θεογνωσία και την ανθρωπογνωσία,
αφού προηγουμένως οδηγεί στην αυτογνωσία. Γίνεται ο ασφαλής χειραγωγός στην
αξιοποίηση του μοναδικού προνομίου που μας χαρίζει ο Κύριος να είμαστε «διδακτοί
Θεού» (Ησ. 54, 13). Αυτή η μαθητεία εμπνέει τον προφήτη Αββακούμ ώστε στημένος
πάνω στο φυλάκιό του να εντείνει όλες τις αισθήσεις του πασχίζοντας να ακούσει
«τι λαλήσει εν εμοί» ο Κύριος (Αβ. 2: 1).
Μέσα μας, μέσα σε
κάθε θεοφιλή ψυχή, λαλεί ο Θεός. Είναι πολύ συγκεκριμένη η φωνή του μετά την
ενανθρώπησή του. Αυτός ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είναι όχι μόνο ο «διδάσκαλος
και καθηγητής», αλλά και το μάθημα των χριστιανών, γράφει ο απόστολος Παύλος
(Εφ. 4: 20). Κι αυτό το μάθημα, διδάσκει η σχολική πράξη της Εκκλησίας,
προσφέρεται ως λόγος άσαρκος στο βιβλίο της αγίας Γραφής αλλά και ένσαρκος, στο
μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Το πρώτο προετοιμάζει τον πιστό, το δεύτερο τον
αγιάζει. Η αγία Γραφή τον καλλιεργεί, το ιερό μυστήριο τον τελειοποιεί. Χωρίς
τα ιερά μυστήρια ο Χριστιανισμός χάνει τη λυτρωτική του δύναμη, διότι
παραθεωρεί τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Καταντά θεωρία,
φιλοσοφία, που ελάχιστα σχετίζεται με τη ζωή του πιστού. Αλλά και χωρίς τη
μελέτη και κατανόηση του θείου λόγου, ο χριστιανός βυθίζεται στο σκοτάδι της
αμάθειας και υποβιβάζει τα ιερά μυστήρια σε τυπικές τελετουργικές πράξεις.
Ο ευαγγελιστής
Λουκάς σκιαγραφεί τέσσερις διαβαθμίσεις της μαθητείας στον Ιησού Χριστό, που
τις μελετούμε αντίστοιχα·
--Σε μία απλή
γυναίκα του όχλου, η οποία ακούει τον Κύριο να διδάσκει, τον θαυμάζει και
ενθουσιάζεται (Λουκ. 11:27).
–Στην αδελφή του Λαζάρου Μαρία·
«παρακαθήσασα παρά τους πόδας του Ιησού» (Λουκ. 10: 39) δεν χορταίνει να ακούει
το λόγο του. Έχει ζήλο.
–Στη μεγαλύτερη αδελφή της Μάρθα· θυσιάζει την προσωπική της ευχαρίστηση
για να διακονήσει τον διδάσκαλο και τη συνοδία του (Λουκ. 10: 40). Αυτή έχει
θυσία.
–Στην
Παναγία Μητέρα του Κυρίου, την πιο εκλεκτή μαθήτριά του, την πρώτη μετά τον
ένα. Η Παρθένος δεν αρκέσθηκε στον θαυμασμό, ούτε μόνο στη μαθητεία. Δεν
περιορίσθηκε σε μία οποιαδήποτε θυσία, αλλά πρόσφερε ολοκληρωτικά και απόλυτα
τον εαυτόν της (Λουκ. 1: 38) σκεύος εκλεκτό μέσα στο οποίο «ο Λόγος σαρξ
εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. 1: 14).
Σ΄ αυτές τις
διαβαθμίσεις μπορεί ο κάθε χριστιανός να καθρεφτίσει και να ζυγίσει τον εαυτό
του. Είναι δε φανερό ότι αν θέλουμε να πάει μπροστά η Εκκλησία, να ανταποκριθεί
στην οδηγητική και σωτήρια αποστολή της μέσα στον κόσμο, οφείλει να
λειτουργήσει ως σχολείο. Κι όλα τα μέλη της να ανταποκρινόμαστε στις
υποχρεώσεις μας ως μαθητές της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου