Ζηνόβιος και Ζηνοβία οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν αδελφοί καταγόμενοι από την
επαρχίαν των Κιλίκων εκ πόλεως καλουμένης Αιγαί. Οι γονείς αυτών ήσαν θεοφιλείς
και ενάρετοι άνθρωποι αμφότεροι, ρίζα αγαθή εξ ης τα καλά αυτά βλαστήματα
ανεβλάστησαν. Ο πατήρ αυτών ωνομάζετο και αυτός Ζηνόβιος, η δε μήτηρ Θέκλα.
Αμφότεροι οι Άγιοι, όντες ομόφρονες κατά την πίστιν, διήγον βίον ευσεβή και
ενάρετον κατά πάντα.
Αποθανόντων δε των γονέων αυτών, διεμοίρασαν τα υπάρχοντά των εις ξένους και πένητας, ουδέν δι’ εαυτούς κρατήσαντες. Ήτο δε πεπαιδευμένος εις την ιατρικήν ο Ζηνόβιος και επεμελείτο τους ασθενείς θεραπεύων άπαντας ως εύσπλαγχνος, όχι με την επιστημονικήν μάθησιν και την δύναμιν των βοτάνων, αλλά μόνον με την Χάριν του Θεού και την θείαν Αυτού βοήθειαν. Όχι δε μόνον δωρεάν ιάτρευε κατά το δεσποτικόν του Ευαγγελίου πρόσταγμα, αλλά και την εντολήν εποίει της ελεημοσύνης, με την προς τους πένητας και ασθενείς ελεημοσύνην του και συμπάθειαν, χαρίζων εις αυτούς τα προς συντήρησιν πλουσιοπαρόχως. Τότε λοιπόν, ότε επλουτίσθη η χώρα των Κιλίκων δια του ιερού αυτού Ζηνοβίου, του συμπαθούς και ευσπλάγχνου, ήτο βασιλεύς ο άσπλαγχνος Διοκλητιανός εν έτει 290, ο ασυμπαθής και εμπαθέστατος τύραννος, όστις έστειλεν εις την Κιλικίαν έπαρχον όμοιον με αυτόν εις την ωμότητα και θηριωδίαν, ομόφρονα δε και ομότροπον εις την ειδωλομανίαν του, δεισιδαίμονα τινά, Λυσίαν καλούμενον. Ούτος είχε λύσσαν κατά των Χριστιανών ο άχρηστος και μισόχριστος. Και τόσον διωγμόν εκίνησεν εις την χώραν του Μόψου, ώστε δεν ήθελε να ακουσθή Χριστιανός ουδαμού· ήσαν δε τότε από την Ισαυρίαν τρεις νέοι ωραίοι την όψιν, Νέων, Αστέριος και Κλαύδιος ονομαζόμενοι, τους οποίους εβασάνισεν ο δυσσεβής δια την ευσέβειαν και μη δυνηθείς να τους νικήση με διάφορα κολαστήρια, τους εκάρφωσεν εις τον σταυρόν έξωθεν της πόλεως, αφήνων τα λείψανα αυτών εις βρώσιν των θηρίων και πετεινών· ούτω λοιπόν ο μεν Λυσίας ελύσσα κατά των Χριστιανών και εμαίνετο, ο δε πράος και καλός Ζηνόβιος εποίμαινε το του Χριστού ποίμνιον, διότι ο Κύριος τον προσέταξε δια θαυμασίας αποκαλύψεως να γίνη των Κιλίκων Επίσκοπος, όπως και εποίησεν· όθεν πρώτον μεν ήτο μόνον σωμάτων θεραπευτής, ύστερον δε και ψυχών επεμελείτο θεοφιλέστατα· και τα μεν σώματα εθεράπευεν από διάφορα και βαρέα νοσήματα, τας δε ψυχάς από την δεινήν της ασεβείας ασθένειαν. Ήτο δε εις άλλην χώραν, μακράν από τας Αιγάς, εις τας οποίας διέτριβεν ο Ζηνόβιος, φύλαρχος τις, Ινδός ονομαζόμενος, του οποίου η γυνή είχεν εις το στήθος καρκίνον, ήτις είναι δεινή και δυσίατος ασθένεια· επειδή λοιπόν συνήθροισεν ο Ινδός όλους τους ιατρούς των Ελλήνων και ουδείς ηδυνήθη να θεραπεύση την ηγαπημένην του ομόζυγον, ηρώτα επιμελώς πάντα άνθρωπον, εάν ευρίσκετο εις άλλον τόπον ιατρός τις να την θεραπεύση. Και ακούσας από πραγματευτήν τινα, ότι εις τας Αιγάς των Κιλίκων ευρίσκεται Χριστιανός τις, την κλήσιν Ζηνόβιος, όστις χωρίς φαρμάκων και βοτάνων πολυεξόδων, αλλά μόνον με το όνομα του Χριστού θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, εκίνησεν ευθύς με την συμβίαν του και με όλον τον οίκον του και επήγεν εις την ρηθείσαν πόλιν, ζητών τον θαυματουργόν Ζηνόβιον. Όταν δε έφθασεν εις τας Αιγάς είδεν ο Ινδός οπτασίαν θαυμάσιον, έξυπνος και ουχί κοιμώμενος, υπό της οποίας προσετάσσετο να υπάγη εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών, να εύρη ό,τι εζήτει· απελθών λοιπόν ευθύς εις την Εκκλησίαν με την γυναίκα του εύρε τον Άγιον, όστις εδίδασκε τους περιεστώτας και πεσόντες εις τους πόδας αυτού με πολλήν ταπείνωσιν και θερμότητα εδέοντο παρακαλούντες αυτόν αμφότεροι να θεραπεύση την δεινήν εκείνην ασθένειαν· εκείνος δε είπε προς αυτούς· «Εάν θέλετε να απαρνηθήτε την πλάνην των προπατόρων σας, να έλθητε εις την αλήθειαν, θέλετε γνωρίσει του παντοδυνάμου Χριστού την θείαν Χάριν και ταχυτάτην βοήθειαν». Ούτοι δε έταξαν να ποιήσωσι προθύμως το προστασσόμενον. Τότε λέγει προς την ασθενή ο Άγιος· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, όστις ιάτρευσε την αιμορροούσαν, να λυτρωθής και συ από το πάθος σου». Και παρευθύς εθεραπεύθη η πάσχουσα και εβαπτίσθησαν άπαντες, κοινωνήσαντες δε και των ιερών του Χριστού Μυστηρίων, επέστρεψαν χαίροντες. Άλλη δε γυνή από την Αντιόχειαν, ελεήμων πολλά και φιλάρετος, έπεσεν εις δεινήν και χαλεπωτάτην ασθένειαν, την οποίαν οι ιατροί ονομάζουσι φαγέδαιναν, ήτοι καρκίνωμα, το οποίον είχεν εις το στήθος και της έτρωγε τας πέριξ αυτού σάρκας. Μη δυναμένη λοιπόν να εύρη ουδόλως θεραπείαν η τάλαινα, εξήλθεν από την πόλιν δια νυκτός και φθάνουσα εις την Σελεύκειαν, εισήλθεν εις πλοίον και έπλευσεν εις τας Αιγάς μετά πίστεως και προσπίπτουσα εις τους πόδας του Αγίου μετά δακρύων εδέετο να την λυτρώση από την αφόρητον εκείνην ασθένειαν ή καν να αποθάνη το συντομώτερον, να μη έχη τοιαύτην οδύνην η τάλαινα. Ο δε Άγιος ευσπλαγχνισθείς εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις αυτήν, επικαλούμενος το θείον και σωτήριον όνομα του Χριστού και πάραυτα (ω Θεού κριμάτων, ω ανεικάστου χρηστότητος!) εσχίσθη το πάθος και έρρευσεν εις την γην ύλη βρωμερά και δυσώδης άφθονος και μείνασα η γυνή όλως υγιής εδόξαζε τον Κύριον και επέστρεψεν εις την οικίαν της χαίρουσα. Ακούσας ο λυσσώδης έπαρχος δια τον ιερόν Ζηνόβιον, ότι κηρύττει ένα και μόνον Θεόν και θεραπεύει εις το όνομά του πάσαν ασθένειαν, δίδων και άπειρον ελεημοσύνην εις πένητας, εχολώθη δια την τοσαύτην του Αγίου φιλανθρωπίαν ο μισάνθρωπος και καθίσας επί του βήματος προσέταξε και του έφεραν τον Άγιον και λέγει προς αυτόν· «Πολλά ήκουσα δια σε, Ζηνόβιε, αλλ’ εγώ δεν πιστεύω ποτέ όσα δεν ίδω με τους οφθαλμούς μου· δια τούτο σε έφερον εδώ, να βεβαιωθώ την αλήθειαν· λοιπόν προτίμησον εν από τα δύο ταύτα το συντομώτερον· ή να ποιήσης των βασιλέων το ευσεβές πρόσταγμα, να θυσιάσης εις τους θεούς μετ’ εμού, ίνα απολαύσης τιμήν μεγάλην και πλούτον αμέτρητον, βίου λαμπρότητα και άλλα αγαθά αναρίθμητα, ή να κατακριθής εις πληγάς, στρεβλώσεις και ετέρας βασάνους και κολαστήρια, και τέλος πάντων εις χαλεπόν και οδυνηρότατον θάνατον». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ ένα Θεόν έχω αληθινόν, τον Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον πιστεύω, όστις με έπλασε και μου εχάρισε την ζωήν και δια τον οποίον επιθυμώ και διψώ να αποθάνω πρόσκαιρα δια να ζήσω μετ’ αυτού αιώνια». Εις ταύτα θυμωθείς ο απάνθρωπος τύραννος εκρέμασεν εις το ξύλον τον Άγιον και βάλλων αυτόν εις στρέβλας εξέσχιζε με ξεστήρας όλον το σώμα του λέγων· «Ας ίδωμεν, εάν έλθη ο Χριστός αυτού εις βοήθειαν». Καθ’ ον δε χρόνον εγίνοντο ταύτα, κατέφθασε δρομαίως και η αδελφή του Αγίου Ζηνοβία, ήτις βλέπουσα τούτον εις το ξύλον κρεμάμενον δεν εδειλίασεν, ούτε ουδόλως έδειξε γυναικείαν τινά ασθένειαν, αλλ’ ήλεγξε μετά θάρρους τον έπαρχον λέγουσα· «Αλαζών και υπερήφανε τύραννε, ποίαν κακουργίαν έπραξεν ο αδελφός μου και τον δέρεις»; Τότε ο Λυσίας, ως δολερός και σκαιότατος, δεν έδειξε θυμόν τινα κατά της κόρης, αλλά απεκρίθη με ιλαρότητα, ελπίζων εις το να την πλανήση ως ασθενέστερον μέρος και της λέγει· «Θύσον καν συ εις τους θεούς, να μη απολεσθή η ωραιότης και η ευγένεια του σώματός σου με δαρμούς και ελεεινά κολαστήρια, και να καταισχυνθής με πολλήν αισχύνην, ήτις είναι βαρυτέρα πάσης παιδεύσεως». Τότε αμφότεροι με μίαν ψυχήν και φωνήν απεκρίθησαν· «Εάν ήτο δυνατόν να μας δώσης μυρίους θανάτους, δεν θέλεις μάς νικήσει, να αφήσωμεν τον αληθή Θεόν και να προσκυνήσωμεν αναίσθητα είδωλα». Τότε τους έβαλον εις κλίνην σιδηράν και κάτωθεν έστρωσαν ανημμένους άνθρακας, οίτινες τους κατέκαιον· ο δε Λυσίας έλεγεν· «Ας έλθη τώρα ο Χριστός να τους βοηθήση, αφ’ ου δι’ αυτόν βασανίζονται». Τότε λέγει εις αυτόν ο Άγιος με ήθος ευπρεπές και εύκοσμον· «Εδώ είναι ο Δεσπότης Χριστός, ταλαίπωρε, και μας δροσίζει ως παντοδύναμος, αλλά συ δεν τον βλέπεις από την δεινήν της ασεβείας σκότωσιν». Βλέπων τους Αγίους ο τύραννος, ότι υπέμεινον καρτερώς την καύσιν του πυρός, εξήγαγεν αυτούς εκείθεν έχων ακόμη μικράν ελπίδα και λέγει· «Καν τώρα σπλαγχνισθήτε ολίγον τον εαυτόν σας και μη θελήσητε να ίδη ο εις του άλλου αδελφού τον χαλεπόν θάνατον». Εκείνοι δε ως αδελφοί εις τας ψυχάς μάλλον ή εις τα σώματα απεκρίθησαν· «Ημείς σε συμβουλεύομεν να λυπηθής την ψυχήν σου και να προσκυνήσης τον αληθή Θεόν δια να λυτρωθής της ατελευτήτου γεέννης και των αιωνίων εκείνων κολάσεων, θα παρακαλέσωμεν δε και ημείς τον Κύριον να σου συγχωρήση τα πρότερα αμαρτήματα». Ταύτα ακούσας ο Λυσίας λυσσά περισσότερον και προστάσσει να τους βάλωσιν εις λέβητας πλήρεις θερμού ύδατος και να τους βράσωσιν έως ου διαλυθώσιν. Εις μάτην όμως εκοπία ο δύστηνος, διότι όσον έβραζον οι υπηρέται το ύδωρ και τούτο εκόχλαζε, τοσούτον ήρχετο άνωθεν η θεία δρόσος και αυτοί κατεψύχοντο θαυμασιώτατα και ίσταντο χαίροντες. Ούτω δε μένοντες προσηύχοντο με φαιδρότητα ψάλλοντες· «Έσωσας γαρ ημάς, (Κύριε), εκ των θλιβόντων ημάς, και τους μισούντας ημάς κατήσχυνας» (Ψαλμ. μγ: 8). Μη έχων πλέον ο Λυσίας ελπίδα τινά μεταβολής εις τους Μάρτυρας, έδωκε κατ’ αυτών την τελευταίαν του ξίφους απόφασιν, να τους θανατώσωσιν έξω των Αιγών. Φθάνοντες δε εις τον τόπον των κακούργων, ούτω προσηύξαντο· «Ευχαριστούμεν σοι, Χριστέ ο Θεός, διότι μας ηξίωσας να τελέσωμεν τον δρόμον του Μαρτυρίου, να φυλάξωμεν την πίστιν αμώμητον και να αγωνισθώμεν τον καλόν αγώνα γενναίως και ανδρειότατα. Όθεν παρακαλούμέν σε, φιλάνθρωπε Κύριε, αξίωσον ημάς να επιτύχωμεν του χαρίσματος της αιωνίου Βασιλείας σου και να συναριθμηθώμεν μετά των Αγίων δούλων σου». Τότε ήκουσαν φωνήν όλοι οι περιεστώτες, ήτις προσεκάλεσε τους Μάρτυρας εις εκείνα τα ουράνια αγαθά και τους υπέσχετο αιώνιον αγαλλίασιν και πολλοί πιστεύσαντες εις τον Χριστόν προσέπεσαν εις την γην μετά δακρύων, εκζητούντες το έλεος του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού δια τα παράδοξα τα οποία ήκουσαν. Έκοψαν λοιπόν οι δήμιοι τη λ΄ (30η) του Οκτωβρίου μηνός τας κεφαλάς των Μαρτύρων κατά το πρόσταγμα· τα δε τούτων ιερά και τίμια σώματα έκειντο ερριμμένα έξωθεν της πόλεως. Κατά δε το μεσονύκτιον επήγαν δύο Πρεσβύτεροι, Ερμογένης και Γάϊος καλούμενοι, οίτινες έλαβον κρυφίως αυτά και τα έφερον εις το σπήλαιον εις το οποίον και εκείνοι εκρύπτοντο, εκεί δε ενεταφίασαν και τα δύο λείψανα ομού. Όθεν εφυλάχθησαν εις αυτούς τους μακαρίους έως τέλους κοινά τα γνωρίσματα της αληθούς αδελφότητος και καθώς κοινούς είχον τους γονείς και κοινήν την διαβίωσιν, ούτω και κοινήν την άθλησιν φενναίως ετέλεσαν, και κοινής της ενταφιάσεως ηξιώθησαν, και πάλιν μία σκηνή και κατοικία αιώνιος ητοιμάσθη δι’ αυτούς εις τους ουρανούς, εξ ης υμνολογούσιν αγαλλιώμενοι την αδιαίρετον Τριάδα και ομοούσιον, τον ένα Θεόν· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Αποθανόντων δε των γονέων αυτών, διεμοίρασαν τα υπάρχοντά των εις ξένους και πένητας, ουδέν δι’ εαυτούς κρατήσαντες. Ήτο δε πεπαιδευμένος εις την ιατρικήν ο Ζηνόβιος και επεμελείτο τους ασθενείς θεραπεύων άπαντας ως εύσπλαγχνος, όχι με την επιστημονικήν μάθησιν και την δύναμιν των βοτάνων, αλλά μόνον με την Χάριν του Θεού και την θείαν Αυτού βοήθειαν. Όχι δε μόνον δωρεάν ιάτρευε κατά το δεσποτικόν του Ευαγγελίου πρόσταγμα, αλλά και την εντολήν εποίει της ελεημοσύνης, με την προς τους πένητας και ασθενείς ελεημοσύνην του και συμπάθειαν, χαρίζων εις αυτούς τα προς συντήρησιν πλουσιοπαρόχως. Τότε λοιπόν, ότε επλουτίσθη η χώρα των Κιλίκων δια του ιερού αυτού Ζηνοβίου, του συμπαθούς και ευσπλάγχνου, ήτο βασιλεύς ο άσπλαγχνος Διοκλητιανός εν έτει 290, ο ασυμπαθής και εμπαθέστατος τύραννος, όστις έστειλεν εις την Κιλικίαν έπαρχον όμοιον με αυτόν εις την ωμότητα και θηριωδίαν, ομόφρονα δε και ομότροπον εις την ειδωλομανίαν του, δεισιδαίμονα τινά, Λυσίαν καλούμενον. Ούτος είχε λύσσαν κατά των Χριστιανών ο άχρηστος και μισόχριστος. Και τόσον διωγμόν εκίνησεν εις την χώραν του Μόψου, ώστε δεν ήθελε να ακουσθή Χριστιανός ουδαμού· ήσαν δε τότε από την Ισαυρίαν τρεις νέοι ωραίοι την όψιν, Νέων, Αστέριος και Κλαύδιος ονομαζόμενοι, τους οποίους εβασάνισεν ο δυσσεβής δια την ευσέβειαν και μη δυνηθείς να τους νικήση με διάφορα κολαστήρια, τους εκάρφωσεν εις τον σταυρόν έξωθεν της πόλεως, αφήνων τα λείψανα αυτών εις βρώσιν των θηρίων και πετεινών· ούτω λοιπόν ο μεν Λυσίας ελύσσα κατά των Χριστιανών και εμαίνετο, ο δε πράος και καλός Ζηνόβιος εποίμαινε το του Χριστού ποίμνιον, διότι ο Κύριος τον προσέταξε δια θαυμασίας αποκαλύψεως να γίνη των Κιλίκων Επίσκοπος, όπως και εποίησεν· όθεν πρώτον μεν ήτο μόνον σωμάτων θεραπευτής, ύστερον δε και ψυχών επεμελείτο θεοφιλέστατα· και τα μεν σώματα εθεράπευεν από διάφορα και βαρέα νοσήματα, τας δε ψυχάς από την δεινήν της ασεβείας ασθένειαν. Ήτο δε εις άλλην χώραν, μακράν από τας Αιγάς, εις τας οποίας διέτριβεν ο Ζηνόβιος, φύλαρχος τις, Ινδός ονομαζόμενος, του οποίου η γυνή είχεν εις το στήθος καρκίνον, ήτις είναι δεινή και δυσίατος ασθένεια· επειδή λοιπόν συνήθροισεν ο Ινδός όλους τους ιατρούς των Ελλήνων και ουδείς ηδυνήθη να θεραπεύση την ηγαπημένην του ομόζυγον, ηρώτα επιμελώς πάντα άνθρωπον, εάν ευρίσκετο εις άλλον τόπον ιατρός τις να την θεραπεύση. Και ακούσας από πραγματευτήν τινα, ότι εις τας Αιγάς των Κιλίκων ευρίσκεται Χριστιανός τις, την κλήσιν Ζηνόβιος, όστις χωρίς φαρμάκων και βοτάνων πολυεξόδων, αλλά μόνον με το όνομα του Χριστού θεραπεύει πάσαν ασθένειαν, εκίνησεν ευθύς με την συμβίαν του και με όλον τον οίκον του και επήγεν εις την ρηθείσαν πόλιν, ζητών τον θαυματουργόν Ζηνόβιον. Όταν δε έφθασεν εις τας Αιγάς είδεν ο Ινδός οπτασίαν θαυμάσιον, έξυπνος και ουχί κοιμώμενος, υπό της οποίας προσετάσσετο να υπάγη εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών, να εύρη ό,τι εζήτει· απελθών λοιπόν ευθύς εις την Εκκλησίαν με την γυναίκα του εύρε τον Άγιον, όστις εδίδασκε τους περιεστώτας και πεσόντες εις τους πόδας αυτού με πολλήν ταπείνωσιν και θερμότητα εδέοντο παρακαλούντες αυτόν αμφότεροι να θεραπεύση την δεινήν εκείνην ασθένειαν· εκείνος δε είπε προς αυτούς· «Εάν θέλετε να απαρνηθήτε την πλάνην των προπατόρων σας, να έλθητε εις την αλήθειαν, θέλετε γνωρίσει του παντοδυνάμου Χριστού την θείαν Χάριν και ταχυτάτην βοήθειαν». Ούτοι δε έταξαν να ποιήσωσι προθύμως το προστασσόμενον. Τότε λέγει προς την ασθενή ο Άγιος· «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, όστις ιάτρευσε την αιμορροούσαν, να λυτρωθής και συ από το πάθος σου». Και παρευθύς εθεραπεύθη η πάσχουσα και εβαπτίσθησαν άπαντες, κοινωνήσαντες δε και των ιερών του Χριστού Μυστηρίων, επέστρεψαν χαίροντες. Άλλη δε γυνή από την Αντιόχειαν, ελεήμων πολλά και φιλάρετος, έπεσεν εις δεινήν και χαλεπωτάτην ασθένειαν, την οποίαν οι ιατροί ονομάζουσι φαγέδαιναν, ήτοι καρκίνωμα, το οποίον είχεν εις το στήθος και της έτρωγε τας πέριξ αυτού σάρκας. Μη δυναμένη λοιπόν να εύρη ουδόλως θεραπείαν η τάλαινα, εξήλθεν από την πόλιν δια νυκτός και φθάνουσα εις την Σελεύκειαν, εισήλθεν εις πλοίον και έπλευσεν εις τας Αιγάς μετά πίστεως και προσπίπτουσα εις τους πόδας του Αγίου μετά δακρύων εδέετο να την λυτρώση από την αφόρητον εκείνην ασθένειαν ή καν να αποθάνη το συντομώτερον, να μη έχη τοιαύτην οδύνην η τάλαινα. Ο δε Άγιος ευσπλαγχνισθείς εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις αυτήν, επικαλούμενος το θείον και σωτήριον όνομα του Χριστού και πάραυτα (ω Θεού κριμάτων, ω ανεικάστου χρηστότητος!) εσχίσθη το πάθος και έρρευσεν εις την γην ύλη βρωμερά και δυσώδης άφθονος και μείνασα η γυνή όλως υγιής εδόξαζε τον Κύριον και επέστρεψεν εις την οικίαν της χαίρουσα. Ακούσας ο λυσσώδης έπαρχος δια τον ιερόν Ζηνόβιον, ότι κηρύττει ένα και μόνον Θεόν και θεραπεύει εις το όνομά του πάσαν ασθένειαν, δίδων και άπειρον ελεημοσύνην εις πένητας, εχολώθη δια την τοσαύτην του Αγίου φιλανθρωπίαν ο μισάνθρωπος και καθίσας επί του βήματος προσέταξε και του έφεραν τον Άγιον και λέγει προς αυτόν· «Πολλά ήκουσα δια σε, Ζηνόβιε, αλλ’ εγώ δεν πιστεύω ποτέ όσα δεν ίδω με τους οφθαλμούς μου· δια τούτο σε έφερον εδώ, να βεβαιωθώ την αλήθειαν· λοιπόν προτίμησον εν από τα δύο ταύτα το συντομώτερον· ή να ποιήσης των βασιλέων το ευσεβές πρόσταγμα, να θυσιάσης εις τους θεούς μετ’ εμού, ίνα απολαύσης τιμήν μεγάλην και πλούτον αμέτρητον, βίου λαμπρότητα και άλλα αγαθά αναρίθμητα, ή να κατακριθής εις πληγάς, στρεβλώσεις και ετέρας βασάνους και κολαστήρια, και τέλος πάντων εις χαλεπόν και οδυνηρότατον θάνατον». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Εγώ ένα Θεόν έχω αληθινόν, τον Ιησούν Χριστόν, εις τον οποίον πιστεύω, όστις με έπλασε και μου εχάρισε την ζωήν και δια τον οποίον επιθυμώ και διψώ να αποθάνω πρόσκαιρα δια να ζήσω μετ’ αυτού αιώνια». Εις ταύτα θυμωθείς ο απάνθρωπος τύραννος εκρέμασεν εις το ξύλον τον Άγιον και βάλλων αυτόν εις στρέβλας εξέσχιζε με ξεστήρας όλον το σώμα του λέγων· «Ας ίδωμεν, εάν έλθη ο Χριστός αυτού εις βοήθειαν». Καθ’ ον δε χρόνον εγίνοντο ταύτα, κατέφθασε δρομαίως και η αδελφή του Αγίου Ζηνοβία, ήτις βλέπουσα τούτον εις το ξύλον κρεμάμενον δεν εδειλίασεν, ούτε ουδόλως έδειξε γυναικείαν τινά ασθένειαν, αλλ’ ήλεγξε μετά θάρρους τον έπαρχον λέγουσα· «Αλαζών και υπερήφανε τύραννε, ποίαν κακουργίαν έπραξεν ο αδελφός μου και τον δέρεις»; Τότε ο Λυσίας, ως δολερός και σκαιότατος, δεν έδειξε θυμόν τινα κατά της κόρης, αλλά απεκρίθη με ιλαρότητα, ελπίζων εις το να την πλανήση ως ασθενέστερον μέρος και της λέγει· «Θύσον καν συ εις τους θεούς, να μη απολεσθή η ωραιότης και η ευγένεια του σώματός σου με δαρμούς και ελεεινά κολαστήρια, και να καταισχυνθής με πολλήν αισχύνην, ήτις είναι βαρυτέρα πάσης παιδεύσεως». Τότε αμφότεροι με μίαν ψυχήν και φωνήν απεκρίθησαν· «Εάν ήτο δυνατόν να μας δώσης μυρίους θανάτους, δεν θέλεις μάς νικήσει, να αφήσωμεν τον αληθή Θεόν και να προσκυνήσωμεν αναίσθητα είδωλα». Τότε τους έβαλον εις κλίνην σιδηράν και κάτωθεν έστρωσαν ανημμένους άνθρακας, οίτινες τους κατέκαιον· ο δε Λυσίας έλεγεν· «Ας έλθη τώρα ο Χριστός να τους βοηθήση, αφ’ ου δι’ αυτόν βασανίζονται». Τότε λέγει εις αυτόν ο Άγιος με ήθος ευπρεπές και εύκοσμον· «Εδώ είναι ο Δεσπότης Χριστός, ταλαίπωρε, και μας δροσίζει ως παντοδύναμος, αλλά συ δεν τον βλέπεις από την δεινήν της ασεβείας σκότωσιν». Βλέπων τους Αγίους ο τύραννος, ότι υπέμεινον καρτερώς την καύσιν του πυρός, εξήγαγεν αυτούς εκείθεν έχων ακόμη μικράν ελπίδα και λέγει· «Καν τώρα σπλαγχνισθήτε ολίγον τον εαυτόν σας και μη θελήσητε να ίδη ο εις του άλλου αδελφού τον χαλεπόν θάνατον». Εκείνοι δε ως αδελφοί εις τας ψυχάς μάλλον ή εις τα σώματα απεκρίθησαν· «Ημείς σε συμβουλεύομεν να λυπηθής την ψυχήν σου και να προσκυνήσης τον αληθή Θεόν δια να λυτρωθής της ατελευτήτου γεέννης και των αιωνίων εκείνων κολάσεων, θα παρακαλέσωμεν δε και ημείς τον Κύριον να σου συγχωρήση τα πρότερα αμαρτήματα». Ταύτα ακούσας ο Λυσίας λυσσά περισσότερον και προστάσσει να τους βάλωσιν εις λέβητας πλήρεις θερμού ύδατος και να τους βράσωσιν έως ου διαλυθώσιν. Εις μάτην όμως εκοπία ο δύστηνος, διότι όσον έβραζον οι υπηρέται το ύδωρ και τούτο εκόχλαζε, τοσούτον ήρχετο άνωθεν η θεία δρόσος και αυτοί κατεψύχοντο θαυμασιώτατα και ίσταντο χαίροντες. Ούτω δε μένοντες προσηύχοντο με φαιδρότητα ψάλλοντες· «Έσωσας γαρ ημάς, (Κύριε), εκ των θλιβόντων ημάς, και τους μισούντας ημάς κατήσχυνας» (Ψαλμ. μγ: 8). Μη έχων πλέον ο Λυσίας ελπίδα τινά μεταβολής εις τους Μάρτυρας, έδωκε κατ’ αυτών την τελευταίαν του ξίφους απόφασιν, να τους θανατώσωσιν έξω των Αιγών. Φθάνοντες δε εις τον τόπον των κακούργων, ούτω προσηύξαντο· «Ευχαριστούμεν σοι, Χριστέ ο Θεός, διότι μας ηξίωσας να τελέσωμεν τον δρόμον του Μαρτυρίου, να φυλάξωμεν την πίστιν αμώμητον και να αγωνισθώμεν τον καλόν αγώνα γενναίως και ανδρειότατα. Όθεν παρακαλούμέν σε, φιλάνθρωπε Κύριε, αξίωσον ημάς να επιτύχωμεν του χαρίσματος της αιωνίου Βασιλείας σου και να συναριθμηθώμεν μετά των Αγίων δούλων σου». Τότε ήκουσαν φωνήν όλοι οι περιεστώτες, ήτις προσεκάλεσε τους Μάρτυρας εις εκείνα τα ουράνια αγαθά και τους υπέσχετο αιώνιον αγαλλίασιν και πολλοί πιστεύσαντες εις τον Χριστόν προσέπεσαν εις την γην μετά δακρύων, εκζητούντες το έλεος του αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού δια τα παράδοξα τα οποία ήκουσαν. Έκοψαν λοιπόν οι δήμιοι τη λ΄ (30η) του Οκτωβρίου μηνός τας κεφαλάς των Μαρτύρων κατά το πρόσταγμα· τα δε τούτων ιερά και τίμια σώματα έκειντο ερριμμένα έξωθεν της πόλεως. Κατά δε το μεσονύκτιον επήγαν δύο Πρεσβύτεροι, Ερμογένης και Γάϊος καλούμενοι, οίτινες έλαβον κρυφίως αυτά και τα έφερον εις το σπήλαιον εις το οποίον και εκείνοι εκρύπτοντο, εκεί δε ενεταφίασαν και τα δύο λείψανα ομού. Όθεν εφυλάχθησαν εις αυτούς τους μακαρίους έως τέλους κοινά τα γνωρίσματα της αληθούς αδελφότητος και καθώς κοινούς είχον τους γονείς και κοινήν την διαβίωσιν, ούτω και κοινήν την άθλησιν φενναίως ετέλεσαν, και κοινής της ενταφιάσεως ηξιώθησαν, και πάλιν μία σκηνή και κατοικία αιώνιος ητοιμάσθη δι’ αυτούς εις τους ουρανούς, εξ ης υμνολογούσιν αγαλλιώμενοι την αδιαίρετον Τριάδα και ομοούσιον, τον ένα Θεόν· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου