Αθανάσιος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο λαμπρότατος της οικουμένης φωστήρ και
του Δεσπότου Χριστού δούλος γνήσιος, ήτο εξ Αδριανουπόλεως. Ο πατήρ αυτού
εκαλείτο Γεώργιος και η μήτηρ Ευφροσύνη, αμφότεροι ευσεβείς, ευγενείς και
ενάρετοι. Από τοιούτους λοιπόν γονείς γεννηθείς, ωνομάσθη ο παις Αλέξιος εις το
άγιον Βάπτισμα και από μικρός εδείκνυε οποίος τις έμελλε να κατασταθή, διότι
ουδόλως εδόθη εις παιγχνίδια, κατά την των νέων συνήθειαν, ούτε επόθησε ρευστά
και μάταια πράγματα, αλλά όλη του η σπουδή ήτο εις την ακολουθίαν της Εκκλησίας
και εις την των γραμμάτων μάθησιν.
Δεν συνανεστρέφετο με ατάκτους νέους, δια να μη φθαρώσιν εις κακάς ομιλίας τα ήθη τα χρηστά, τα οποία είχεν ο τρισμακάριος· μάλιστα όπου έβλεπεν ευλαβή τινα και ενάρετον, τον συνανεστρέφετο και συνωμίλει μετ’ αυτού, ίνα λαμβάνη ψυχικήν ωφέλειαν. Τελευτήσαντος δε του πατρός αυτού, έμεινεν ορφανόν το παιδίον, και προέκοπτεν εις την αρετήν περισσότερον· εις ολίγον δε καιρόν, από την συνεχή μελέτην των θείων Γραφών εκαρποφόρησε πολλήν σοφίαν και σύνεσιν, και ήτο τοσούτον γνωστικός εις τας συνομιλίας, ώστε όλοι τον εθαύμαζον, ότι, καίτοι νέος, υπερτέρει πάντας τους γέροντας εις την φρόνησιν. Όσον λοιπόν προέκοπτεν εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον ηύξανε και εις την της ψυχής αρετήν και κατάστασιν και έβαλεν εις τον νουν του να απαρνηθή τελείως του πλάνου αυτού κόσμου την ματαιότητα ως ψευδή και επίκηρον, να ποθήση την άνω σοφίαν, να αξιωθή της ουρανίου μακαριότητος· και εις τούτο παρεκινήθη πρώτον μεν από την ρήσιν του Ιερού Ευαγγελίου, την λέγουσαν: «Όστις αγαπά περισσότερον από εμέ τον πατέρα του και την μητέρα του, δεν είναι άξιος δούλος μου», δεύτερον δε από τον Βίον και την Πολιτείαν του θαυμαστού Αλυπίου του Κιονίτου, τον οποίον αναγινώσκων μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως και βλέπων, ότι αυτός κατεφρόνησεν όλα του κόσμου τα χαρμόσυνα και την μητέρα του, ήτις ήτο και αυτή χήρα και τον είχε μοναδικήν παρηγορίαν, ετρώθη και ούτος την καρδίαν από τον θείον και γλυκύτατον έρωτα και καταφρονεί την πατρίδα, τους συγγενείς και φίλους και την φιλτάτην μητέρα του, την τεθλιμμένην και χήραν, και πορεύεται εις την Θεσσαλονίκην, εις την περιφέρειαν της οποίας ευρίσκετο θείος τις του Αγίου Μοναχός εις πλούσιον τι Μοναστήριον, εις το οποίον μεταβάς εκάρη Μοναχός και μετωνομάσθη Ακάκιος. Εκείθεν, βλέπων ότι οι αδελφοί εκείνοι δεν είχον την πρέπουσαν σπουδήν εις την μοναδικήν ακρίβειαν, δια την φροντίδα και προσπάθειαν την οποίαν είχον εις τα υλικά και πρόσκαιρα, λαβών συγχώρησιν ανεχώρησεν, αφ’ ου έβγαλε το γένειον και επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθωνος, και προσκυνήσας όλα τα άγια Μοναστήρια και τα λοιπά ασκητήρια και ησυχαστήρια, ελάμβανε πολλήν ωφέλειαν, διότι καθώς η φίλεργος μέλισσα περιέρχεται τα λειάδια και συνάγει το γλυκύ μέλι από διάφορα άνθη και βότανα, ούτω και ο Άγιος ελάμβανεν από τους εναρέτους παραδείγματα ψυχικής ωφελείας και τα εθησαύριζεν εις την καρδίαν αυτού επιμελέστατα, και τόσον ηγάπησε την σωματικήν ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν, ώστε δεν εφόρει υποδήματα, αλλά περιεπάτει ανυπόδητος. Ούτε δύο ράσα δεν απέκτησεν, αλλά μονοχίτων διήγε τας ημέρας και νύκτας ο τρισμακάριος· μάλιστα και από μέσα κατά σάρκα εφόρει τρίχινα, δια να βασανίζηται περισσότερον. Την δε κοιλίαν και τον λαιμόν τοσούτον επαίδευεν, ώστε μόνον άρτον και ύδωρ ελάμβανε, και αυτά με πολλήν εγκράτειαν, και δεν εχόρτασε πώποτε, και ούτω διήλθεν όλην του την ζωήν ως Άγγελος. Δεν ένιψε ποτέ την κεφαλήν ή τους πόδας του, μήτε ποτέ ίππευσεν, ούτε καν ύστερον όταν αρχιεράτευσεν, εκοιμάτο δε χαμαί με πολλήν κακοπάθειαν. Αφ’ ου λοιπόν προσεκύνησεν όλα τα του Άθωνος Μοναστήρια, επήγεν εις του Εσφιγμένου και εκοινοβίασε, τόσους δε κόπους και αγώνας ετέλεσεν, ώστε είναι αδύνατον καταλεπτώς να τους γράψωμεν· μόνον από τα πολλά να γράψωμεν ολίγα, δια να καταλάβητε κατά την παροιμίαν από του κρασπέδου το ιμάτιον, όπως διηγείτο ταύτα ευλαβής τις Ιερομόναχος, όστις επήγεν από την Μονήν του Στουδίου εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως και επήγε και εις την Μονήν του Εσφιγμένου, εις την οποίαν έμαθεν από τους Μοναχούς τας θαυμασίας αρετάς του Οσίου, ότι διήλθεν εκεί δύο έτη υπηρέτης της τραπέζης και υπηρέτει τους αδελφούς με πολλήν επιμέλειαν και δεν είχε κελλίον ή κλίνην χωριστήν ή καν ψαθίον, ούτε κατά το έαρ, ούτε τον χειμώνα, ότε ενσκήπτει το ψύχος, διότι εις τον τόπον εκείνον έπιπτον πολλά χιόνια και το ψύχος ήτο άμετρον, αλλά εκοιμάτο κατά γης ολίγον διάστημα, έπειτα ηγείρετο και εθυμίαζε προσευχόμενος και ηγρύπνει όλην την επίλοιπον νύκτα στιχολογών το ψαλτήριον και λέγων· «Προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθρον του μελετάν το λόγιά σου» (Ψαλμ. ριη: 148), και άλλα παρόμοια. Ούτε τον είδε τις να φάγη καθήμενος, αλλ’ ίστατο όρθιος και έτρωγε τας ψίχας, αίτινες έμενον εις την τράπεζαν και έλεγεν ότι και τα κανάρια τρέφονται με τας ψίχας, αίτινες πίπτουσιν από την των κυρίων των τράπεζαν. Μήτε δε έλαιον και οίνον εδοκίμασεν επί τρία έτη, κατά τα οποία παρέμεινεν εις το Μοναστήριον, ούτε άλλην τινά σωματικήν παράκλησιν· μάλιστα, εν ω εμαγείρευε πολύ επιτηδείως, το είχε μεγάλην χαράν να αναπαύση τους αδελφούς και αυτός να εγκρατεύηται, δια να λάβη πλουσίαν την ανταπόδοσιν εις την Βασιλείαν εκείνην την αεί διαμένουσαν, είχε δε και τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς αυτού πάντοτε· διότι βλέπων αυτό το πρόσκαιρον πυρ δι’ ου εμαγείρευεν, ενεθυμείτο εκείνο το άσβεστον της γεέννης και έκλαιεν. Δια τας αρετάς του λοιπόν τον εσέβοντο όλοι μετά πολλής ευλαβείας και τον ετίμων ως έπρεπεν· όθεν φοβούμενος μήπως και στερηθή της ουρανίου δόξης δια την πρόσκαιρον, έφυγεν από το Μοναστήριον και επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Προσκυνήσας δε τους Αγίους Τόπους και την έρημον του Ιορδάνου, απήλθεν εις το όρος του Λάτρου, ένθα κατώκουν άγιοι άνθρωποι και προσμείνας εκεί πολύν καιρόν εις κελλίον τι αναχωρητικόν και ωφεληθείς πολλά απ’ εκείνους τους Αγίους Πατέρας, επήγε και εις το βουνόν του Αυξεντίου, όπου ευρίσκοντο αναρίθμητοι Ασκηταί και μάλιστα ο εξακουστός Ηλίας, Νείλος ο Ιταλός, και ο Λεπεντριανός Αθανάσιος, μεθ’ ων συνωμίλησεν, ωφεληθείς και ωφελήσας. Απήλθε δε και εις το όρος Γαλήσιον, όπου ήτο του μακαρίου Λαζάρου το Μοναστήριον, ειε το οποίον, αφού υπέμεινε χρόνους οκτώ υπηρετών τους αδελφούς εις όλας τας χρείας επιμελέστατα, εγένετο μεγαλόσχημος μετονομασθείς αντί Ακάκιος, Αθανάσιος, έπειτα τον εχειροτόνησαν και μη θέλοντα Διάκονον και Πρεσβύτερον, τον έκαμαν τυπικάρην και εκκλησιάρχην και υπηρέτησεν αυτό το διακόνημα με πολλήν επιμέλειαν ως άλλος ουδείς. Αναγνώσας δε τα βιβλία άπαντα τρις και τετράκις και λαβών από ταύτα πολλήν ωφέλειαν, εθησαύρισε πλούτον πολύν σοφίας και γνώσεως, αναβάσεις καθ’ εκάστην εν τη καρδία τιθέμενος. Όθεν ως άξιος και θείας θεωρίας ηξιώθη, και τον προσεκάλεσεν ο Δεσπότης Χριστός να ποιμάνη τα λογικά του πρόβατα και ακούσατε φρικτήν οπτασίαν και θαυμασίαν διήγησιν. Συνήθειαν είχεν ο Άγιος να προσέρχηται εις την Εκκλησίαν προ του όρθρου και να προσεύχηται εις τον νάρθηκα. Νύκτα δε τινα, όταν ηύχετο έναντι του Εσταυρωμένου Χριστού με δάκρυα, εξήλθε φωνή γλυκυτάτη από την Εικόνα λέγουσα: «Επειδή με αγαπάς, Αθανάσιε, θέλεις μοι ποιμάνει λαόν περιούσιον». Ταύτα ακούσας έπεσε χαμαί από τον φόβον του και μετά φρικτής και αρρήτου χαράς εδοξολόγει μετά δακρύων τον Κύριον. Ποιήσας εις το του εκκλησιάρχου διακόνημα έτη δέκα ο Άγιος, ενεθυμείτο την της ησυχίας γλυκύτητα και ελυπείτο, διότι δεν ηδύνατο ν’ αγωνίζηται. Αναχωρήσας όθεν εκείθεν ήλθε πάλιν εις το Άγιον Όρος και ευρίσκων τόπον ερημικόν και απόκεντρον έμεινεν εκεί, μηδέν έχων δια παραμυθίαν τινά του σώματος, ήτοι τροφάς ή ενδύματα· πλην απολαμβάνων το μέλι της ποθουμένης του ησυχίας ηυφραίνετο κατά την ψυχήν, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· πλην επειδή έτυχον και εκεί εις το Όρος σκάνδαλα από τον μισόκαλον διάβολον, ανεχώρησεν εκείθεν και επήγεν εις το όρος του Γάνου και ευρών τόπον ήσυχον κατά τον πόθον του, κατώκησεν εκεί και εντός ολίγου χρόνου συνήχθησαν και άλλοι πλησίον του, διότι η αρετή του Οσίου τους είλκυεν ως ο μαγνήτης τον σίδηρον, τους οποίους ασμένως υποδεχόμενος και παιδεύων ικανώς εις την τάξιν της μοαδικής πολιτείας τους κατέστησε σκεύη εκλεκτά των χαρισμάτων του θείου Πνεύματος. Από τους μαθητάς του Αγίου ήτο και ο θαυμαστός Θεοφάνης και ο κλεινός Θεοδώρητος και άλλοι πολλοί εις την αρετήν περιβόητοι. Όχι δε μόνον εις τα περίχωρα του Όρους ήτο ακουστός ο Άγιος, αλλά και εις τα βασίλεια· όθεν έτρεχον προς αυτόν καθ’ εκάστην πλήθος πολύ δια να ακούσωσι την μελίρρυτον εκείνην γλώσσαν και να ίδωσι το γαληνόν και αγγελοειδές αυτού πρόσωπον, τους οποίους ιλαρώς υποδεχόμενος έτρεφε τας ψυχάς των δια πνευματικών νουθεσιών και θεσπεσίων παραβολών και ενθέων διηγημάτων, ως έμπειρος ιατρός και πάνσοφος. Όχι δε μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες πολλαί συνήγοντο προς αυτόν, τας οποίας κατέπεισε και απηρνήθησαν τα πρόσκαιρα δια να κληρονομήσωσι τα αιώνια. Έγινε λοιπόν και γυναικών Μοναστήριον εκεί εις την έρημον και το εκυβέρνα ο Άγιος, πολλαί δε από εκείνας ηγίασαν. Αλλ’ ας γράψωμεν και δια ποίου τρόπου εγένετο Πατριάρχης ο Άγιος, το οποίον ο Θεός ωκονόμησε δια να λάβη η Εκκλησία ειρήνην και γαλήνην από την ταραχήν την οποίαν είχε πρότερον από τον πρώην Πατριάρχην Ιωάννην Βέκκον, τον οποίον δικαίως καθήρεσαν, ως ματαιόφρονα και μισόχριστον. Ο βασιλεύς, όστις ήτο τότε Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος, ως ευσεβής και φιλόχριστος, συνήγαγε τους Κληρικούς και Αρχιερείς και τους είπεν, εάν θέλωσι, να ψηφίσωσιν αρχιποιμένα της πόλεως τον Άγιον Αθανάσιον, οίτινες όλοι το έστερξαν. Όθεν έστειλεν Αρχιερείς τινας και άρχοντας να τον φέρωσιν εντίμως, ως έπρεπεν. Φθάσαντες οι απεσταλμένοι εις τον Άγιον, του έδωκαν τα βασιλικά γράμματα και τον παρεκάλουν ώραν πολλήν να μη γίνη παρήκοος. Ο δε απεκρίνατο· «Σας παρακαλώ, Άγιοι Αρχιερείς και εντιμότατοι άρχοντες, να εύρητε άλλον τινά, όστις να είναι ικανός και άξιος, διότι εγώ συνήθισα εις την έρημον και δεν υποφέρω την σύγχυσιν». Ταύτα λέγοντος του Οσίου δια ταπείνωσιν, τον παρεκάλουν επί ώραν πολλήν να τους υπακούση δια τον Κύριον· έπειτα, ως είδον ότι ουδαμώς ήθελε, του ωμίλησαν αυστηρότερα λέγοντες: «Εάν δεν μας ακούσης, να βοηθήσης την Εκκλησίαν τώρα όπου είναι ανάγκη μεγάλη, να ωφελήσης πολλάς ψυχάς, θέλεις δώσει λόγον εις τον Θεόν την ώραν της κρίσεως». Τότε ο Άγιος, ενθυμηθείς την οπτασίαν, την οποίαν είδεν εις το Γαλήσιον και φοβηθείς μήπως φεύγων το αξίωμα της Αρχιερωσύνης δια ταπείνωσιν, κατακριθή υπό του Θεού ως παρήκοος, συγκατετέθη να αναβή εις τοιαύτην αξίαν υπερτάτην και πορευθείς εις τον βασιλέα, εγένετο δεκτός περιχαρώς από όλην την σύγκλητον και χειροτονηθείς εκάθησεν εις τον θρόνον ως άξιος εν έτει 1289, Οκτωβρίου ιδ΄ (14η). Ευρών δε ο Άγιος την Εκκλησίαν κεχερσωμένην και πολύ βεβλαμμένην από τους αιρετικούς, εκοπίασε πολλά με επιμέλειαν να την καλλιεργήση, να εκριζώση τα ζιζάνια και όταν εδίδασκε κατηγόρει τους αδίκους και άρπαγας, ως άλλος Χρυσόστομος, και δεν εντρέπετο δυνάστην και πλούσιον ούτε αυτόν τον αυτοκράτορα, έχων βοηθόν του τον Παντοκράτορα. Και τους μεν ευλαβεστέρους διώρθωνε με παραίνεσιν, τους δε απειθείς και ανυποτάκτους επαίδευε με αυστηρά επιτίμια. Ο μεν λοιπόν Άγιος εκοπίαζε νύκτα και ημέραν και ηγωνίζετο να φυλάξη από λύκους αισθητούς και νοητούς το ποίμνιον του Χριστού αβλαβές, ο δε μισόκαλος, μη υποφέρων να βλέπη το αγαθόν, εποίησε τρόπον να στερήση την ποίμνην του Χριστού από τοιούτον ποιμένα σοφώτατον· λοιπόν όσοι ήσαν άδικοι άρχοντες και Κληρικοί ανυπότακτοι εμίσησαν τον Άγιον, τους ελέγχους μη υποφέροντες και τον ενεκάλεσαν εις τον βασιλέα, ότι ήτο πολύ σκληρός και ανήμερος και δεν τον ήθελαν δια ποιμένα, εζήτουν δε να τους χειροτονήση άλλον συγκαταβατικώτερον και φιλάνθρωπον. Αυτά και άλλα περισσά φληναφήματα λέγοντες, δεν τους ήκουσεν ο βασιλεύς γινώσκων του Αγίου την ενάρετον πολιτείαν και καθαρότητα, αλλά όσον παρήρχετο ι καιρός αυτοί οι άδικοι εξηγριούντο και εμίσουν τον δίκαιον, και πολλοί Αρχιερείς ηνώθησαν με τους άρχοντας και τον ενεκάλουν συχνάκις οι άγνωστοι· όθεν ο βασιλεύς, ίνα τους ειρηνεύση, διεμήνυσεν εις τον Άγιον να δώση εν ειρήνη την παραίτησίν του, ούτος δε έγραψε προς αυτόν επιστολήν ούτω λέγουσαν: «Εγώ, βασιλεύ κράτιστε, δεν έλαβον την προστασίαν και φροντίδα της Εκκλησίας ίνα σιωπώ και παραβλέπω τα των ανθρώπων σφάλματα, αλλά να τους ελέγχω, δια να διορθώνωνται, διότι φοβερά κατάκρισις αναμένει τους προεστώτας, οίτινες δεν ελέγχουν τους αμαρτάνοντας και αυτοί, αντί να με ευχαριστώσι, με εμίσησαν και πονηρά αντί αγαθών μοι ανταπέδωσαν. Επειδή λοιπόν μισούσι την ιατρείαν και με διώκουσιν αδίκως, παραιτούμαι καγώ του θρόνου, λέγων· Κλήρω ανυποτάκτω και λαώ απειθεί αποτάσσομαι και τω Θεώ υποτάσσομαι και δέομαι αυτού να κυβερνήση υμάς προς το συμφέρον, καθώς γινώσκει, πρεσβείαις της Θεοτόκου και των Αγίων». Ταύτα γράψας ανεχώρησε παρευθύς και πορευθείς εις το Μοναστήριόν του, έμεινεν εκεί και διήγεν εναρετώτερα παρά πρότερον, διήλθε δε άλλα δέκα έτη εκεί μετά την παραίτησιν, εναρέτως πολιτευόμενος και προλέγων ως προφήτης τα μέλλοντα και πολλάκις διεμήνυσεν εις τον βασιλέα προρρήσεις τινάς, αι οποίαι καθώς έγραψεν ετελειώθησαν, καθώς εις τας επιστολάς αυτού φαίνεται, τας οποίας εδώ δια συντομίαν δεν γράφομεν, όστις δε θέλει, ας τας αναγνώση, να καταλάβη πόσης χάριτος έγινεν άξιος από τον Θεόν ο θεόπνευστος και πόσων θεωριών και αποκαλύψεων εγένετο μέτοχος. Μετά την τούτου παραίτησιν εχειροτονήθη Πατριάρχης ενάρετος τις και αξιοθαύμαστος άνθρωπος, Ιωάννης ονομαζόμενος· πλην από την πολλήν του πραότητα και απλότητα δεν επαίδευε τους κακούς ανθρώπους, οίτινες έβλαπτον την Εκκλησίαν του Θεού οι θεόργιστοι· μείνας δε εκεί εννέα έτη, εβαρύνθη τας συγχύσεις και δους την παραίτησιν αυτού ανεχώρησε και ούτω πάλιν έμεινεν η Εκκλησία χηρεύουσα. Ο δε πιστότατος βασιλεύς είχε πόθον να εύρη άξιον άνθρωπον, να τον χειροτονήση ποιμένα της πόλεως. Εκείνας δε τας ημέρας ήτο εκεί εις την πόλιν ενάρετός τις άνθρωπος, Μηνάς καλούμενος, προς τον οποίον έγραψεν ο Όσιος Αθανάσιος, ότι την δείνα ημέραν μέλλει να γίνη μέγας σεισμός εις την βασιλεύουσαν και ούτως εγένετο, καθώς ο Άγιος προεφήτευσε. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς έκρινεν ότι αυτός ήτο άξιος να επανέλθη εις την Πατριαρχείαν ως και πρότερον· όθεν έστειλεν ανθρώπους και τον έφεραν ακουσίως από το Μοναστήριον και με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν τον εκάθισαν εις τον θρόνον το δεύτερον. Κατά την δευτέραν αυτού Πατριαρχείαν εφάνη ο Άγιος με τα έργα υπέρ το πρώτον λαμπρότερος και όλων των εντολών πληρωτής ακριβέστατος, εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας άγρυπνος, αδικουμένων και καταπονουμένων προστάτης θερμότατος, χηρών και ορφανών βοηθός και επίκουρος, και πάντων των εν ανάγκαις αντιλήπτωρ και βοηθός άοκνος· εξαιρέτως δε ήτο εις τους πεινώντας και πένητας τοσούτον συμπαθής και εύσπλαγχνος, ώστε εκένου τα αγγεία του σίτου και των οσπρίων και τα διεμοίραζεν εις τους πένητας, διότι κατ’ εκείνας τας ημέρας είχε γίνει πείνα μεγάλη και φοβερά, τόσον ώστε δεν είχε γίνει άλλη τοιαύτη πρότερον· όθεν άλλο δεν ηκούετο πανταχού, ειμή μόνον στεναγμοί και δάκρυα, και από την πείναν πολλοί απέθανον. Ο δε Άγιος πρώτον μεν με διδαχάς παρεκίνει τους πλουσίους να απλώσωσι τας χείρας εις βοήθειαν προς τους πένητας, έπειτα και αυτός κατέστησεν επιστάτας πιστούς και ευλαβείς ανθρώπους εις τόπους πολλούς της πόλεως, και έβραζον σίτον και όσπρια, και εμοίραζον εις τους πτωχούς, και οίνον και ενδύματα και άλλα αναγκαία του σώματος· ούτω λοιπόν ποιήσας ημέρας πολλάς ιάτρευσε της πείνης την συμφοράν και τον κίνδυνον. Αφ’ ου λοιπόν έμεινε το δεύτερον οκτώ έτη εις τον θρόνον, ζων κατά Θεόν και εναρέτως πολιτευόμενος, του ήλθον πάλιν νεώτερα σκάνδαλα από τον φθονερόν δαίμονα, όστις παρακίνησέ τινας κακοτρόπους να κακοποιήσωσι τον Άγιον οι εναγείς και παμμίαροι. Και επειδή δεν ηδυνήθησαν να του εύρουν εις την πολιτείαν έγκλημα, διότι ήτο πολύ ενάρετος, τον εσυκοφάντησαν εις την πίστιν, ότι είχεν αίρεσιν· και τι τους εσόφισεν ο ευρετής της κακίας διάβολος; Έκρυψαν Εικόνα τινά της Θεοτόκου υποκάτω του Πατριαρχικού θρόνου εις το υποπόδιον, έπειτα τον κατηγόρησαν πως ήτο εικονομάχος, επιδεικνύοντες την Εικόνα, την οποίαν δήθεν ανεύρον. Αφ’ ου όμως εξήτασαν ακριβώς την υπόθεσιν, εγνωρίσθη η αλήθεια και τους μεν κακούργους επαίδευσαν, τον δε Άγιον ελύτρωσαν· ούτος δε εδοκίμασε να δώση πάλιν την παραίτησιν, ίνα φύγη τα σκάνδαλα, αλλά ο βασιλεύς δεν έστερξεν· όθεν έμεινεν ολίγας ημέρας και κατόπιν επήγε πάλιν εις το Μοναστήριον αυτού και ησύχαζε, ήτο δε τότε το έτος 1310. Λυτρωθείς λοιπόν από την φροντίδα του κόσμου και σύγχυσιν ενήστευεν, ηγρύπνει και προσηύχετο περισσότερον, και λεπτυνθείς ο νους του έγινεν αγγελικός και ουράνιος· όθεν και παρά Θεού ηξιώθη πολλών οπτασιών και αποκαλύψεων, και πολλά πράγματα προεφήτευσε, τα οποία όλα κατά την πρόρρησίν του εγένοντο και όλοι τον εθαύμαζον και τον εσέβοντο· αλλά ας είπωμεν ολίγα τινά εις πίστωσιν των άλλων από τα πολλά του θαυμάσια, και ούτω να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Μαθητής τις του Αγίου, την κλήσιν Υάκινθος, έπαθεν εις τον λαιμόν πάθος ανίατον, όπερ οι Έλληνες λέγουν καρκίνον. Πολλάκις λοιπόν παρεκάλεσε τον Άγιον να τον αφήση να υπάγη εις ιατρόν ή να ποιήση αυτός προς Κύριον δέησιν, να του δώση την ίασιν, ο δε Άγιος τον ενουθέτησε να έχη υπομονήν ως ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, οίτινες υπέμειναν πολλά πάθη και ηυχαρίστουν τον Κύριον· τότε ο πτωχός Υάκινθος ενεθυμήθη την πίστιν της αιμορροούσης, περί ης γράφει το Ιερόν Ευαγγέλιον· όθεν μιμούμενος αυτήν ο θαυμάσιος, επήγεν όπισθεν του Αγίου, και πίπτων κατά γης μετά δακρύων και πίστεως και λαμβάνων το άκρον του ιματίου αυτού, το ήγγισεν εις το πάθος του και παρευθύς, ω του θαύματος! κατά την πίστιν αυτού ιατρεύθη. Άλλοτε πάλιν ο αυτός Υάκινθος ανέβη εις την στέγην του κελλίου, ίνα ποιήση υπηρεσίαν τινά, και από συνεργίαν δαίμονος εκρημνίσθη και έκειτο ως τεθνηκώς· ο δε Άγιος με την προσευχήν τον ανέστησε και κατέστησεν υγιά ως το πρότερον. Δύο Μοναχαί από το γυναικείον Μοναστήριον έπεσον εις ασθένειαν βαρείαν, μεγάλην και ανίατον· επειδή δε παρήλθε πολύς καιρός και δεν ηδύναντο να υπομένουν τους πόνους και την κακοπάθειαν, διεμήνυσαν ταύτα προς τον Άγιον: «Δεόμεθά σου, Παναγιώτατε Δέσποτα, να ποιήσης ευχήν προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, να μας ελαφρύνη από την ασθένειαν ή να μας αναπαύση ως εύσπλαγχνος». Ο δε Άγιος απεκρίνατο λέγων· «Εγώ ήθελα να βασανισθήτε ακόμη πρόσκαιρα, δια να λάβητε μισθόν περισσότερον εις την αιώνιον ανάπαυσιν, αλλ’ επειδή πλέον δεν υποφέρετε, δεήθητε ταύτην την νύκτα της Παναγίας Θεοτόκου και αύριον θεραπεύεσθε». Ούτως είπεν ο ταπεινόφρων δια να φύγη τον έπαινον, και ο λόγος του έργον εγένετο, και το πρωϊ υγιείς ευρέθησαν δια της του Θεού φιλανθρωπίας και Χάριτος, πορευθείσαι δε απήλθον προς τον Άγιον και απέδωσαν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, δια να μη φανώσι προς τοσαύτην ευεργεσίαν αχάριστοι· αλλά ακούσατε και άλλα παραδοξότερα, ίνα δοξάσητε τον φιλάνθρωπον Κύριον. Όταν ήτο Πατριάρχης ο Άγιος και ήτο η μεγάλη πείνα, ως άνωθεν είπομεν, προσέταξεν ο Άγιος ένα υποτακτικόν, τον οποίον είχεν, ευλαβή και ενάρετον, την κλήσιν Χριστόδουλον, να διαμοιράση τον σίτον, τον οποίον είχεν εις το Πατριαρχείον, εις τα γυναικεία Μοναστήρια, τα οποία ήσαν από τα άλλα πτωχότερα, δίδων ανά τριάκοντα κοιλά εις έκαστον Μοναστήριον· ο δε Χριστόδουλος εβεβαίωνεν, ότι δεν έφθανεν, διότι ήτο πεντήκοντα κοιλά ο σίτος, τον οποίον είχον εις την αποθήκην των· ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Μη περιττολογής, ολιγόπιστε, αλλά ύπαγε και ποίησον καθώς σε προσέταξα». Απήλθε λοιπόν ο Χριστόδουλος και εποίησε καθώς του είπεν ο Άγιος, και αφ’ ου διεμοίρασε τον σίτον, ευλόγησεν ο Κύριος τον επίλοιπον, όστις έμεινε και ευρέθη περισσότερος παρά πρότερον· όθεν ο Χριστόδουλος, κατανοήσας το μέγα θαυμάσιον, έβαλε μετάνοιαν εις τον Άγιον να του συγχωρήση το αμάρτημα, ούτος δε τον προσέταξε πάλιν να δίδη των πτωχών όσον χρειάζονται και να μη λυπήται τελείως και όσον αυτός διεμοίραζε τον σίτον εις τους πτωχούς τόσον ο Θεός τον επλήθυνε με τρόπον θαυμάσιον εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν· τούτο δε το θαύμα εγένετο και άλλοτε, ότι κατά την πλουσίαν του γνώμην του ανταπέδιδεν ο πλουσιόδωρος Κύριος. Ημέραν τινά εφυλάκισαν Χριστιανόν τινα δια χρέος άδικα και τον έβαλαν εις την άλυσιν· ο δε Άγιος, ως φιλάνθρωπος και συμπαθέστατος, τον ελυπήθη και πορευόμενος εις την φυλακήν με τους ανθρώπους του, εξέβαλεν από τα δεσμά τον άνθρωπον και τον έφερεν εις το Πατριαρχείον, λυτρώσας αυτόν, χωρίς να δειλιάση βασιλικήν τινα εξουσίαν ή άρχοντας. Εκτός δε των άλλων αρετών, είχεν ο Άγιος την υψοποιόν ταπείνωσιν, όχι μόνον έσωθεν εις την καρδίαν, αλλά και έξωθεν· όθεν ποτέ του δεν εφόρεσε πολύτιμον ιμάτιον, αλλά πενιχρόν και ευτελέστατον, πολλάκις δε τινες κακόφρονες τον ωνείδιζον, ότι κατεφρόνει την αξίαν με την ευτέλειαν του ενδύματος, ο δε απεκρίνετο ούτω λέγων· «Δεν είναι εντροπή μήτε όνειδος να φορή τις πενιχρά ιμάτια, αλλά μάλλον επαίνου άξιον· μόνον η αμαρτία είναι αξία ονειδισμού και καταφρονήσεως, ημείς δε πράττομεν τα εναντία· όταν αμαρτάνωμεν, δεν φοβούμεθα, τα δε ευτελή ενδύματα εντρεπόμεθα; Όστις αγαπά τον Θεόν, πρέπει να ποιή εκείνου το θέλημα και να μη είναι ανθρωπάρεσκος, αλλά ταπεινός και μέτριος εις το φαγητόν, εις τα ενδύματα, εις τας πράξεις του και τα νοήματα, ίνα μη παροργίζη τον Κύριον». Αυτά και άλλα παρόμοια λέγων ενουθέτει και τους άλλους να ταπεινώνωνται, τούτο δε έπραττε και ο ίδιος και δεν υψηλοφρόνει ποτέ του ο παναοίδιμος. Ούτω θεαρέστως πολιτευόμενος ο Άγιος, ηξιώθη εις το τέλος της παροικίας του να ίδη και πάλιν τον Δεσπότην Χριστόν ως και πρότερον· ήτοι ιστάμενος ημέραν τινά εις προσευχήν κατά την συνήθειαν, βλέπει τον Χριστόν έχοντα τας χείρας ηπλωμένας εις τον Σταυρόν, και του λέγει ονειδιστικώς· «Διατί αφήκες μόνα και αποίμαντα τα πρόβατα, άπερ ενεπιστεύθην εις τας χείρας σου, και αρπάζουσιν αυτά οι λύκοι και τα τρώγουν; Εγώ όστις είμαι Θεός κατεδέχθην να φορέσω σάρκα και να σταυρωθώ δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, και συ δεν υπέμεινας το βάρος της συκοφαντίας, αλλά ανεχώρησας από την Εκκλησίαν, ως στρατιώτης δειλός και μικρόψυχος»; Ταύτα ακούσας, από τον φόβον και τρόμον έπεσεν εις την γην οδυρόμενος και εξωμολογείτο επί ώραν πολλήν δεόμενος να του συγχωρήση το της μικροψυχίας ανόμημα και τοσούτον έκλαυσε πικρώς, ώστε έβρεξε την γην με δάκρυα και δεν ηγέρθη έως ου έλαβε πληροφορίαν της συγχωρήσεως· μετά δε την οπτασίαν ηγωνίζετο περισσότερον μόνος μόνω τω παντεπόπτη Θεώ προσευχόμενος και παρ’ αυτού αναμένων τας αμοιβάς των αγώνων του. Αλλ’ επειδή έφθασεν ο καιρός να μεταστή ο Άγιος εκ του προσκαίρου και φθαρτού τούτου βίου και να υπάγη προς τον ποθούμενον, συναθροίσας τους μαθητάς αυτού τους εδίδαξεν ικανώς όσα έπρεπε να φυλάξωσι προς σωτηρίαν της ψυχής των, δια να αξιωθώσι της αιωνίου μακαριότητος, και εξαιρέτως να βιάζη έκαστος εαυτόν, δια να αποκτήση τας τρεις εκείνας αρετάς, χωρίς των οποίων δεν σώζεταί τις, καθώς και πρότερον πολλάκις τους ενουθέτησεν ούτω λέγων· «Ας σπουδάση έκαστος να φυλάξη εξ όλης ψυχής του τας τρεις ταύτας μεγάλας αρετάς, ως χριστομιμήτους και χρησιμωτέρας από όλας τας άλλας κατά αλήθειαν· ήτοι την ταπεινοφροσύνην, την αγάπην και την ελεημοσύνην, με τας οποίας η Αγία Τριάς δοξάζεται. Εγκρατεύεσθε έκαστος κατά την δύναμιν αυτού, να μη τρώγη τις περισσότερον από μίαν φοράν την ημέραν, καθώς έχομεν παράδοσιν από τους Αγίους Πατέρας, και μη δέχεσθε τους ρυπαρούς και ακαθάρτους λογισμούς, οίτινες μολύνουσι την ψυχήν». Αυτά και έτερα λέγων, και ζήσας έτη ρ΄ (100) ζωήν μακαρίαν και υπερθαύμαστον, παρέδωκε την οσίαν αυτού ψυχήν τη κη΄ (28) του Οκτωβρίου εις τας αχράντους χείρας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν συνανεστρέφετο με ατάκτους νέους, δια να μη φθαρώσιν εις κακάς ομιλίας τα ήθη τα χρηστά, τα οποία είχεν ο τρισμακάριος· μάλιστα όπου έβλεπεν ευλαβή τινα και ενάρετον, τον συνανεστρέφετο και συνωμίλει μετ’ αυτού, ίνα λαμβάνη ψυχικήν ωφέλειαν. Τελευτήσαντος δε του πατρός αυτού, έμεινεν ορφανόν το παιδίον, και προέκοπτεν εις την αρετήν περισσότερον· εις ολίγον δε καιρόν, από την συνεχή μελέτην των θείων Γραφών εκαρποφόρησε πολλήν σοφίαν και σύνεσιν, και ήτο τοσούτον γνωστικός εις τας συνομιλίας, ώστε όλοι τον εθαύμαζον, ότι, καίτοι νέος, υπερτέρει πάντας τους γέροντας εις την φρόνησιν. Όσον λοιπόν προέκοπτεν εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον ηύξανε και εις την της ψυχής αρετήν και κατάστασιν και έβαλεν εις τον νουν του να απαρνηθή τελείως του πλάνου αυτού κόσμου την ματαιότητα ως ψευδή και επίκηρον, να ποθήση την άνω σοφίαν, να αξιωθή της ουρανίου μακαριότητος· και εις τούτο παρεκινήθη πρώτον μεν από την ρήσιν του Ιερού Ευαγγελίου, την λέγουσαν: «Όστις αγαπά περισσότερον από εμέ τον πατέρα του και την μητέρα του, δεν είναι άξιος δούλος μου», δεύτερον δε από τον Βίον και την Πολιτείαν του θαυμαστού Αλυπίου του Κιονίτου, τον οποίον αναγινώσκων μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως και βλέπων, ότι αυτός κατεφρόνησεν όλα του κόσμου τα χαρμόσυνα και την μητέρα του, ήτις ήτο και αυτή χήρα και τον είχε μοναδικήν παρηγορίαν, ετρώθη και ούτος την καρδίαν από τον θείον και γλυκύτατον έρωτα και καταφρονεί την πατρίδα, τους συγγενείς και φίλους και την φιλτάτην μητέρα του, την τεθλιμμένην και χήραν, και πορεύεται εις την Θεσσαλονίκην, εις την περιφέρειαν της οποίας ευρίσκετο θείος τις του Αγίου Μοναχός εις πλούσιον τι Μοναστήριον, εις το οποίον μεταβάς εκάρη Μοναχός και μετωνομάσθη Ακάκιος. Εκείθεν, βλέπων ότι οι αδελφοί εκείνοι δεν είχον την πρέπουσαν σπουδήν εις την μοναδικήν ακρίβειαν, δια την φροντίδα και προσπάθειαν την οποίαν είχον εις τα υλικά και πρόσκαιρα, λαβών συγχώρησιν ανεχώρησεν, αφ’ ου έβγαλε το γένειον και επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθωνος, και προσκυνήσας όλα τα άγια Μοναστήρια και τα λοιπά ασκητήρια και ησυχαστήρια, ελάμβανε πολλήν ωφέλειαν, διότι καθώς η φίλεργος μέλισσα περιέρχεται τα λειάδια και συνάγει το γλυκύ μέλι από διάφορα άνθη και βότανα, ούτω και ο Άγιος ελάμβανεν από τους εναρέτους παραδείγματα ψυχικής ωφελείας και τα εθησαύριζεν εις την καρδίαν αυτού επιμελέστατα, και τόσον ηγάπησε την σωματικήν ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν, ώστε δεν εφόρει υποδήματα, αλλά περιεπάτει ανυπόδητος. Ούτε δύο ράσα δεν απέκτησεν, αλλά μονοχίτων διήγε τας ημέρας και νύκτας ο τρισμακάριος· μάλιστα και από μέσα κατά σάρκα εφόρει τρίχινα, δια να βασανίζηται περισσότερον. Την δε κοιλίαν και τον λαιμόν τοσούτον επαίδευεν, ώστε μόνον άρτον και ύδωρ ελάμβανε, και αυτά με πολλήν εγκράτειαν, και δεν εχόρτασε πώποτε, και ούτω διήλθεν όλην του την ζωήν ως Άγγελος. Δεν ένιψε ποτέ την κεφαλήν ή τους πόδας του, μήτε ποτέ ίππευσεν, ούτε καν ύστερον όταν αρχιεράτευσεν, εκοιμάτο δε χαμαί με πολλήν κακοπάθειαν. Αφ’ ου λοιπόν προσεκύνησεν όλα τα του Άθωνος Μοναστήρια, επήγεν εις του Εσφιγμένου και εκοινοβίασε, τόσους δε κόπους και αγώνας ετέλεσεν, ώστε είναι αδύνατον καταλεπτώς να τους γράψωμεν· μόνον από τα πολλά να γράψωμεν ολίγα, δια να καταλάβητε κατά την παροιμίαν από του κρασπέδου το ιμάτιον, όπως διηγείτο ταύτα ευλαβής τις Ιερομόναχος, όστις επήγεν από την Μονήν του Στουδίου εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως και επήγε και εις την Μονήν του Εσφιγμένου, εις την οποίαν έμαθεν από τους Μοναχούς τας θαυμασίας αρετάς του Οσίου, ότι διήλθεν εκεί δύο έτη υπηρέτης της τραπέζης και υπηρέτει τους αδελφούς με πολλήν επιμέλειαν και δεν είχε κελλίον ή κλίνην χωριστήν ή καν ψαθίον, ούτε κατά το έαρ, ούτε τον χειμώνα, ότε ενσκήπτει το ψύχος, διότι εις τον τόπον εκείνον έπιπτον πολλά χιόνια και το ψύχος ήτο άμετρον, αλλά εκοιμάτο κατά γης ολίγον διάστημα, έπειτα ηγείρετο και εθυμίαζε προσευχόμενος και ηγρύπνει όλην την επίλοιπον νύκτα στιχολογών το ψαλτήριον και λέγων· «Προέφθασαν οι οφθαλμοί μου προς όρθρον του μελετάν το λόγιά σου» (Ψαλμ. ριη: 148), και άλλα παρόμοια. Ούτε τον είδε τις να φάγη καθήμενος, αλλ’ ίστατο όρθιος και έτρωγε τας ψίχας, αίτινες έμενον εις την τράπεζαν και έλεγεν ότι και τα κανάρια τρέφονται με τας ψίχας, αίτινες πίπτουσιν από την των κυρίων των τράπεζαν. Μήτε δε έλαιον και οίνον εδοκίμασεν επί τρία έτη, κατά τα οποία παρέμεινεν εις το Μοναστήριον, ούτε άλλην τινά σωματικήν παράκλησιν· μάλιστα, εν ω εμαγείρευε πολύ επιτηδείως, το είχε μεγάλην χαράν να αναπαύση τους αδελφούς και αυτός να εγκρατεύηται, δια να λάβη πλουσίαν την ανταπόδοσιν εις την Βασιλείαν εκείνην την αεί διαμένουσαν, είχε δε και τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς αυτού πάντοτε· διότι βλέπων αυτό το πρόσκαιρον πυρ δι’ ου εμαγείρευεν, ενεθυμείτο εκείνο το άσβεστον της γεέννης και έκλαιεν. Δια τας αρετάς του λοιπόν τον εσέβοντο όλοι μετά πολλής ευλαβείας και τον ετίμων ως έπρεπεν· όθεν φοβούμενος μήπως και στερηθή της ουρανίου δόξης δια την πρόσκαιρον, έφυγεν από το Μοναστήριον και επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα. Προσκυνήσας δε τους Αγίους Τόπους και την έρημον του Ιορδάνου, απήλθεν εις το όρος του Λάτρου, ένθα κατώκουν άγιοι άνθρωποι και προσμείνας εκεί πολύν καιρόν εις κελλίον τι αναχωρητικόν και ωφεληθείς πολλά απ’ εκείνους τους Αγίους Πατέρας, επήγε και εις το βουνόν του Αυξεντίου, όπου ευρίσκοντο αναρίθμητοι Ασκηταί και μάλιστα ο εξακουστός Ηλίας, Νείλος ο Ιταλός, και ο Λεπεντριανός Αθανάσιος, μεθ’ ων συνωμίλησεν, ωφεληθείς και ωφελήσας. Απήλθε δε και εις το όρος Γαλήσιον, όπου ήτο του μακαρίου Λαζάρου το Μοναστήριον, ειε το οποίον, αφού υπέμεινε χρόνους οκτώ υπηρετών τους αδελφούς εις όλας τας χρείας επιμελέστατα, εγένετο μεγαλόσχημος μετονομασθείς αντί Ακάκιος, Αθανάσιος, έπειτα τον εχειροτόνησαν και μη θέλοντα Διάκονον και Πρεσβύτερον, τον έκαμαν τυπικάρην και εκκλησιάρχην και υπηρέτησεν αυτό το διακόνημα με πολλήν επιμέλειαν ως άλλος ουδείς. Αναγνώσας δε τα βιβλία άπαντα τρις και τετράκις και λαβών από ταύτα πολλήν ωφέλειαν, εθησαύρισε πλούτον πολύν σοφίας και γνώσεως, αναβάσεις καθ’ εκάστην εν τη καρδία τιθέμενος. Όθεν ως άξιος και θείας θεωρίας ηξιώθη, και τον προσεκάλεσεν ο Δεσπότης Χριστός να ποιμάνη τα λογικά του πρόβατα και ακούσατε φρικτήν οπτασίαν και θαυμασίαν διήγησιν. Συνήθειαν είχεν ο Άγιος να προσέρχηται εις την Εκκλησίαν προ του όρθρου και να προσεύχηται εις τον νάρθηκα. Νύκτα δε τινα, όταν ηύχετο έναντι του Εσταυρωμένου Χριστού με δάκρυα, εξήλθε φωνή γλυκυτάτη από την Εικόνα λέγουσα: «Επειδή με αγαπάς, Αθανάσιε, θέλεις μοι ποιμάνει λαόν περιούσιον». Ταύτα ακούσας έπεσε χαμαί από τον φόβον του και μετά φρικτής και αρρήτου χαράς εδοξολόγει μετά δακρύων τον Κύριον. Ποιήσας εις το του εκκλησιάρχου διακόνημα έτη δέκα ο Άγιος, ενεθυμείτο την της ησυχίας γλυκύτητα και ελυπείτο, διότι δεν ηδύνατο ν’ αγωνίζηται. Αναχωρήσας όθεν εκείθεν ήλθε πάλιν εις το Άγιον Όρος και ευρίσκων τόπον ερημικόν και απόκεντρον έμεινεν εκεί, μηδέν έχων δια παραμυθίαν τινά του σώματος, ήτοι τροφάς ή ενδύματα· πλην απολαμβάνων το μέλι της ποθουμένης του ησυχίας ηυφραίνετο κατά την ψυχήν, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος· πλην επειδή έτυχον και εκεί εις το Όρος σκάνδαλα από τον μισόκαλον διάβολον, ανεχώρησεν εκείθεν και επήγεν εις το όρος του Γάνου και ευρών τόπον ήσυχον κατά τον πόθον του, κατώκησεν εκεί και εντός ολίγου χρόνου συνήχθησαν και άλλοι πλησίον του, διότι η αρετή του Οσίου τους είλκυεν ως ο μαγνήτης τον σίδηρον, τους οποίους ασμένως υποδεχόμενος και παιδεύων ικανώς εις την τάξιν της μοαδικής πολιτείας τους κατέστησε σκεύη εκλεκτά των χαρισμάτων του θείου Πνεύματος. Από τους μαθητάς του Αγίου ήτο και ο θαυμαστός Θεοφάνης και ο κλεινός Θεοδώρητος και άλλοι πολλοί εις την αρετήν περιβόητοι. Όχι δε μόνον εις τα περίχωρα του Όρους ήτο ακουστός ο Άγιος, αλλά και εις τα βασίλεια· όθεν έτρεχον προς αυτόν καθ’ εκάστην πλήθος πολύ δια να ακούσωσι την μελίρρυτον εκείνην γλώσσαν και να ίδωσι το γαληνόν και αγγελοειδές αυτού πρόσωπον, τους οποίους ιλαρώς υποδεχόμενος έτρεφε τας ψυχάς των δια πνευματικών νουθεσιών και θεσπεσίων παραβολών και ενθέων διηγημάτων, ως έμπειρος ιατρός και πάνσοφος. Όχι δε μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες πολλαί συνήγοντο προς αυτόν, τας οποίας κατέπεισε και απηρνήθησαν τα πρόσκαιρα δια να κληρονομήσωσι τα αιώνια. Έγινε λοιπόν και γυναικών Μοναστήριον εκεί εις την έρημον και το εκυβέρνα ο Άγιος, πολλαί δε από εκείνας ηγίασαν. Αλλ’ ας γράψωμεν και δια ποίου τρόπου εγένετο Πατριάρχης ο Άγιος, το οποίον ο Θεός ωκονόμησε δια να λάβη η Εκκλησία ειρήνην και γαλήνην από την ταραχήν την οποίαν είχε πρότερον από τον πρώην Πατριάρχην Ιωάννην Βέκκον, τον οποίον δικαίως καθήρεσαν, ως ματαιόφρονα και μισόχριστον. Ο βασιλεύς, όστις ήτο τότε Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος, ως ευσεβής και φιλόχριστος, συνήγαγε τους Κληρικούς και Αρχιερείς και τους είπεν, εάν θέλωσι, να ψηφίσωσιν αρχιποιμένα της πόλεως τον Άγιον Αθανάσιον, οίτινες όλοι το έστερξαν. Όθεν έστειλεν Αρχιερείς τινας και άρχοντας να τον φέρωσιν εντίμως, ως έπρεπεν. Φθάσαντες οι απεσταλμένοι εις τον Άγιον, του έδωκαν τα βασιλικά γράμματα και τον παρεκάλουν ώραν πολλήν να μη γίνη παρήκοος. Ο δε απεκρίνατο· «Σας παρακαλώ, Άγιοι Αρχιερείς και εντιμότατοι άρχοντες, να εύρητε άλλον τινά, όστις να είναι ικανός και άξιος, διότι εγώ συνήθισα εις την έρημον και δεν υποφέρω την σύγχυσιν». Ταύτα λέγοντος του Οσίου δια ταπείνωσιν, τον παρεκάλουν επί ώραν πολλήν να τους υπακούση δια τον Κύριον· έπειτα, ως είδον ότι ουδαμώς ήθελε, του ωμίλησαν αυστηρότερα λέγοντες: «Εάν δεν μας ακούσης, να βοηθήσης την Εκκλησίαν τώρα όπου είναι ανάγκη μεγάλη, να ωφελήσης πολλάς ψυχάς, θέλεις δώσει λόγον εις τον Θεόν την ώραν της κρίσεως». Τότε ο Άγιος, ενθυμηθείς την οπτασίαν, την οποίαν είδεν εις το Γαλήσιον και φοβηθείς μήπως φεύγων το αξίωμα της Αρχιερωσύνης δια ταπείνωσιν, κατακριθή υπό του Θεού ως παρήκοος, συγκατετέθη να αναβή εις τοιαύτην αξίαν υπερτάτην και πορευθείς εις τον βασιλέα, εγένετο δεκτός περιχαρώς από όλην την σύγκλητον και χειροτονηθείς εκάθησεν εις τον θρόνον ως άξιος εν έτει 1289, Οκτωβρίου ιδ΄ (14η). Ευρών δε ο Άγιος την Εκκλησίαν κεχερσωμένην και πολύ βεβλαμμένην από τους αιρετικούς, εκοπίασε πολλά με επιμέλειαν να την καλλιεργήση, να εκριζώση τα ζιζάνια και όταν εδίδασκε κατηγόρει τους αδίκους και άρπαγας, ως άλλος Χρυσόστομος, και δεν εντρέπετο δυνάστην και πλούσιον ούτε αυτόν τον αυτοκράτορα, έχων βοηθόν του τον Παντοκράτορα. Και τους μεν ευλαβεστέρους διώρθωνε με παραίνεσιν, τους δε απειθείς και ανυποτάκτους επαίδευε με αυστηρά επιτίμια. Ο μεν λοιπόν Άγιος εκοπίαζε νύκτα και ημέραν και ηγωνίζετο να φυλάξη από λύκους αισθητούς και νοητούς το ποίμνιον του Χριστού αβλαβές, ο δε μισόκαλος, μη υποφέρων να βλέπη το αγαθόν, εποίησε τρόπον να στερήση την ποίμνην του Χριστού από τοιούτον ποιμένα σοφώτατον· λοιπόν όσοι ήσαν άδικοι άρχοντες και Κληρικοί ανυπότακτοι εμίσησαν τον Άγιον, τους ελέγχους μη υποφέροντες και τον ενεκάλεσαν εις τον βασιλέα, ότι ήτο πολύ σκληρός και ανήμερος και δεν τον ήθελαν δια ποιμένα, εζήτουν δε να τους χειροτονήση άλλον συγκαταβατικώτερον και φιλάνθρωπον. Αυτά και άλλα περισσά φληναφήματα λέγοντες, δεν τους ήκουσεν ο βασιλεύς γινώσκων του Αγίου την ενάρετον πολιτείαν και καθαρότητα, αλλά όσον παρήρχετο ι καιρός αυτοί οι άδικοι εξηγριούντο και εμίσουν τον δίκαιον, και πολλοί Αρχιερείς ηνώθησαν με τους άρχοντας και τον ενεκάλουν συχνάκις οι άγνωστοι· όθεν ο βασιλεύς, ίνα τους ειρηνεύση, διεμήνυσεν εις τον Άγιον να δώση εν ειρήνη την παραίτησίν του, ούτος δε έγραψε προς αυτόν επιστολήν ούτω λέγουσαν: «Εγώ, βασιλεύ κράτιστε, δεν έλαβον την προστασίαν και φροντίδα της Εκκλησίας ίνα σιωπώ και παραβλέπω τα των ανθρώπων σφάλματα, αλλά να τους ελέγχω, δια να διορθώνωνται, διότι φοβερά κατάκρισις αναμένει τους προεστώτας, οίτινες δεν ελέγχουν τους αμαρτάνοντας και αυτοί, αντί να με ευχαριστώσι, με εμίσησαν και πονηρά αντί αγαθών μοι ανταπέδωσαν. Επειδή λοιπόν μισούσι την ιατρείαν και με διώκουσιν αδίκως, παραιτούμαι καγώ του θρόνου, λέγων· Κλήρω ανυποτάκτω και λαώ απειθεί αποτάσσομαι και τω Θεώ υποτάσσομαι και δέομαι αυτού να κυβερνήση υμάς προς το συμφέρον, καθώς γινώσκει, πρεσβείαις της Θεοτόκου και των Αγίων». Ταύτα γράψας ανεχώρησε παρευθύς και πορευθείς εις το Μοναστήριόν του, έμεινεν εκεί και διήγεν εναρετώτερα παρά πρότερον, διήλθε δε άλλα δέκα έτη εκεί μετά την παραίτησιν, εναρέτως πολιτευόμενος και προλέγων ως προφήτης τα μέλλοντα και πολλάκις διεμήνυσεν εις τον βασιλέα προρρήσεις τινάς, αι οποίαι καθώς έγραψεν ετελειώθησαν, καθώς εις τας επιστολάς αυτού φαίνεται, τας οποίας εδώ δια συντομίαν δεν γράφομεν, όστις δε θέλει, ας τας αναγνώση, να καταλάβη πόσης χάριτος έγινεν άξιος από τον Θεόν ο θεόπνευστος και πόσων θεωριών και αποκαλύψεων εγένετο μέτοχος. Μετά την τούτου παραίτησιν εχειροτονήθη Πατριάρχης ενάρετος τις και αξιοθαύμαστος άνθρωπος, Ιωάννης ονομαζόμενος· πλην από την πολλήν του πραότητα και απλότητα δεν επαίδευε τους κακούς ανθρώπους, οίτινες έβλαπτον την Εκκλησίαν του Θεού οι θεόργιστοι· μείνας δε εκεί εννέα έτη, εβαρύνθη τας συγχύσεις και δους την παραίτησιν αυτού ανεχώρησε και ούτω πάλιν έμεινεν η Εκκλησία χηρεύουσα. Ο δε πιστότατος βασιλεύς είχε πόθον να εύρη άξιον άνθρωπον, να τον χειροτονήση ποιμένα της πόλεως. Εκείνας δε τας ημέρας ήτο εκεί εις την πόλιν ενάρετός τις άνθρωπος, Μηνάς καλούμενος, προς τον οποίον έγραψεν ο Όσιος Αθανάσιος, ότι την δείνα ημέραν μέλλει να γίνη μέγας σεισμός εις την βασιλεύουσαν και ούτως εγένετο, καθώς ο Άγιος προεφήτευσε. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς έκρινεν ότι αυτός ήτο άξιος να επανέλθη εις την Πατριαρχείαν ως και πρότερον· όθεν έστειλεν ανθρώπους και τον έφεραν ακουσίως από το Μοναστήριον και με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν τον εκάθισαν εις τον θρόνον το δεύτερον. Κατά την δευτέραν αυτού Πατριαρχείαν εφάνη ο Άγιος με τα έργα υπέρ το πρώτον λαμπρότερος και όλων των εντολών πληρωτής ακριβέστατος, εις τας εκκλησιαστικάς ακολουθίας άγρυπνος, αδικουμένων και καταπονουμένων προστάτης θερμότατος, χηρών και ορφανών βοηθός και επίκουρος, και πάντων των εν ανάγκαις αντιλήπτωρ και βοηθός άοκνος· εξαιρέτως δε ήτο εις τους πεινώντας και πένητας τοσούτον συμπαθής και εύσπλαγχνος, ώστε εκένου τα αγγεία του σίτου και των οσπρίων και τα διεμοίραζεν εις τους πένητας, διότι κατ’ εκείνας τας ημέρας είχε γίνει πείνα μεγάλη και φοβερά, τόσον ώστε δεν είχε γίνει άλλη τοιαύτη πρότερον· όθεν άλλο δεν ηκούετο πανταχού, ειμή μόνον στεναγμοί και δάκρυα, και από την πείναν πολλοί απέθανον. Ο δε Άγιος πρώτον μεν με διδαχάς παρεκίνει τους πλουσίους να απλώσωσι τας χείρας εις βοήθειαν προς τους πένητας, έπειτα και αυτός κατέστησεν επιστάτας πιστούς και ευλαβείς ανθρώπους εις τόπους πολλούς της πόλεως, και έβραζον σίτον και όσπρια, και εμοίραζον εις τους πτωχούς, και οίνον και ενδύματα και άλλα αναγκαία του σώματος· ούτω λοιπόν ποιήσας ημέρας πολλάς ιάτρευσε της πείνης την συμφοράν και τον κίνδυνον. Αφ’ ου λοιπόν έμεινε το δεύτερον οκτώ έτη εις τον θρόνον, ζων κατά Θεόν και εναρέτως πολιτευόμενος, του ήλθον πάλιν νεώτερα σκάνδαλα από τον φθονερόν δαίμονα, όστις παρακίνησέ τινας κακοτρόπους να κακοποιήσωσι τον Άγιον οι εναγείς και παμμίαροι. Και επειδή δεν ηδυνήθησαν να του εύρουν εις την πολιτείαν έγκλημα, διότι ήτο πολύ ενάρετος, τον εσυκοφάντησαν εις την πίστιν, ότι είχεν αίρεσιν· και τι τους εσόφισεν ο ευρετής της κακίας διάβολος; Έκρυψαν Εικόνα τινά της Θεοτόκου υποκάτω του Πατριαρχικού θρόνου εις το υποπόδιον, έπειτα τον κατηγόρησαν πως ήτο εικονομάχος, επιδεικνύοντες την Εικόνα, την οποίαν δήθεν ανεύρον. Αφ’ ου όμως εξήτασαν ακριβώς την υπόθεσιν, εγνωρίσθη η αλήθεια και τους μεν κακούργους επαίδευσαν, τον δε Άγιον ελύτρωσαν· ούτος δε εδοκίμασε να δώση πάλιν την παραίτησιν, ίνα φύγη τα σκάνδαλα, αλλά ο βασιλεύς δεν έστερξεν· όθεν έμεινεν ολίγας ημέρας και κατόπιν επήγε πάλιν εις το Μοναστήριον αυτού και ησύχαζε, ήτο δε τότε το έτος 1310. Λυτρωθείς λοιπόν από την φροντίδα του κόσμου και σύγχυσιν ενήστευεν, ηγρύπνει και προσηύχετο περισσότερον, και λεπτυνθείς ο νους του έγινεν αγγελικός και ουράνιος· όθεν και παρά Θεού ηξιώθη πολλών οπτασιών και αποκαλύψεων, και πολλά πράγματα προεφήτευσε, τα οποία όλα κατά την πρόρρησίν του εγένοντο και όλοι τον εθαύμαζον και τον εσέβοντο· αλλά ας είπωμεν ολίγα τινά εις πίστωσιν των άλλων από τα πολλά του θαυμάσια, και ούτω να δώσωμεν τέλος της διηγήσεως. Μαθητής τις του Αγίου, την κλήσιν Υάκινθος, έπαθεν εις τον λαιμόν πάθος ανίατον, όπερ οι Έλληνες λέγουν καρκίνον. Πολλάκις λοιπόν παρεκάλεσε τον Άγιον να τον αφήση να υπάγη εις ιατρόν ή να ποιήση αυτός προς Κύριον δέησιν, να του δώση την ίασιν, ο δε Άγιος τον ενουθέτησε να έχη υπομονήν ως ο Ιώβ και άλλοι πολλοί, οίτινες υπέμειναν πολλά πάθη και ηυχαρίστουν τον Κύριον· τότε ο πτωχός Υάκινθος ενεθυμήθη την πίστιν της αιμορροούσης, περί ης γράφει το Ιερόν Ευαγγέλιον· όθεν μιμούμενος αυτήν ο θαυμάσιος, επήγεν όπισθεν του Αγίου, και πίπτων κατά γης μετά δακρύων και πίστεως και λαμβάνων το άκρον του ιματίου αυτού, το ήγγισεν εις το πάθος του και παρευθύς, ω του θαύματος! κατά την πίστιν αυτού ιατρεύθη. Άλλοτε πάλιν ο αυτός Υάκινθος ανέβη εις την στέγην του κελλίου, ίνα ποιήση υπηρεσίαν τινά, και από συνεργίαν δαίμονος εκρημνίσθη και έκειτο ως τεθνηκώς· ο δε Άγιος με την προσευχήν τον ανέστησε και κατέστησεν υγιά ως το πρότερον. Δύο Μοναχαί από το γυναικείον Μοναστήριον έπεσον εις ασθένειαν βαρείαν, μεγάλην και ανίατον· επειδή δε παρήλθε πολύς καιρός και δεν ηδύναντο να υπομένουν τους πόνους και την κακοπάθειαν, διεμήνυσαν ταύτα προς τον Άγιον: «Δεόμεθά σου, Παναγιώτατε Δέσποτα, να ποιήσης ευχήν προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, να μας ελαφρύνη από την ασθένειαν ή να μας αναπαύση ως εύσπλαγχνος». Ο δε Άγιος απεκρίνατο λέγων· «Εγώ ήθελα να βασανισθήτε ακόμη πρόσκαιρα, δια να λάβητε μισθόν περισσότερον εις την αιώνιον ανάπαυσιν, αλλ’ επειδή πλέον δεν υποφέρετε, δεήθητε ταύτην την νύκτα της Παναγίας Θεοτόκου και αύριον θεραπεύεσθε». Ούτως είπεν ο ταπεινόφρων δια να φύγη τον έπαινον, και ο λόγος του έργον εγένετο, και το πρωϊ υγιείς ευρέθησαν δια της του Θεού φιλανθρωπίας και Χάριτος, πορευθείσαι δε απήλθον προς τον Άγιον και απέδωσαν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, δια να μη φανώσι προς τοσαύτην ευεργεσίαν αχάριστοι· αλλά ακούσατε και άλλα παραδοξότερα, ίνα δοξάσητε τον φιλάνθρωπον Κύριον. Όταν ήτο Πατριάρχης ο Άγιος και ήτο η μεγάλη πείνα, ως άνωθεν είπομεν, προσέταξεν ο Άγιος ένα υποτακτικόν, τον οποίον είχεν, ευλαβή και ενάρετον, την κλήσιν Χριστόδουλον, να διαμοιράση τον σίτον, τον οποίον είχεν εις το Πατριαρχείον, εις τα γυναικεία Μοναστήρια, τα οποία ήσαν από τα άλλα πτωχότερα, δίδων ανά τριάκοντα κοιλά εις έκαστον Μοναστήριον· ο δε Χριστόδουλος εβεβαίωνεν, ότι δεν έφθανεν, διότι ήτο πεντήκοντα κοιλά ο σίτος, τον οποίον είχον εις την αποθήκην των· ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Μη περιττολογής, ολιγόπιστε, αλλά ύπαγε και ποίησον καθώς σε προσέταξα». Απήλθε λοιπόν ο Χριστόδουλος και εποίησε καθώς του είπεν ο Άγιος, και αφ’ ου διεμοίρασε τον σίτον, ευλόγησεν ο Κύριος τον επίλοιπον, όστις έμεινε και ευρέθη περισσότερος παρά πρότερον· όθεν ο Χριστόδουλος, κατανοήσας το μέγα θαυμάσιον, έβαλε μετάνοιαν εις τον Άγιον να του συγχωρήση το αμάρτημα, ούτος δε τον προσέταξε πάλιν να δίδη των πτωχών όσον χρειάζονται και να μη λυπήται τελείως και όσον αυτός διεμοίραζε τον σίτον εις τους πτωχούς τόσον ο Θεός τον επλήθυνε με τρόπον θαυμάσιον εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν· τούτο δε το θαύμα εγένετο και άλλοτε, ότι κατά την πλουσίαν του γνώμην του ανταπέδιδεν ο πλουσιόδωρος Κύριος. Ημέραν τινά εφυλάκισαν Χριστιανόν τινα δια χρέος άδικα και τον έβαλαν εις την άλυσιν· ο δε Άγιος, ως φιλάνθρωπος και συμπαθέστατος, τον ελυπήθη και πορευόμενος εις την φυλακήν με τους ανθρώπους του, εξέβαλεν από τα δεσμά τον άνθρωπον και τον έφερεν εις το Πατριαρχείον, λυτρώσας αυτόν, χωρίς να δειλιάση βασιλικήν τινα εξουσίαν ή άρχοντας. Εκτός δε των άλλων αρετών, είχεν ο Άγιος την υψοποιόν ταπείνωσιν, όχι μόνον έσωθεν εις την καρδίαν, αλλά και έξωθεν· όθεν ποτέ του δεν εφόρεσε πολύτιμον ιμάτιον, αλλά πενιχρόν και ευτελέστατον, πολλάκις δε τινες κακόφρονες τον ωνείδιζον, ότι κατεφρόνει την αξίαν με την ευτέλειαν του ενδύματος, ο δε απεκρίνετο ούτω λέγων· «Δεν είναι εντροπή μήτε όνειδος να φορή τις πενιχρά ιμάτια, αλλά μάλλον επαίνου άξιον· μόνον η αμαρτία είναι αξία ονειδισμού και καταφρονήσεως, ημείς δε πράττομεν τα εναντία· όταν αμαρτάνωμεν, δεν φοβούμεθα, τα δε ευτελή ενδύματα εντρεπόμεθα; Όστις αγαπά τον Θεόν, πρέπει να ποιή εκείνου το θέλημα και να μη είναι ανθρωπάρεσκος, αλλά ταπεινός και μέτριος εις το φαγητόν, εις τα ενδύματα, εις τας πράξεις του και τα νοήματα, ίνα μη παροργίζη τον Κύριον». Αυτά και άλλα παρόμοια λέγων ενουθέτει και τους άλλους να ταπεινώνωνται, τούτο δε έπραττε και ο ίδιος και δεν υψηλοφρόνει ποτέ του ο παναοίδιμος. Ούτω θεαρέστως πολιτευόμενος ο Άγιος, ηξιώθη εις το τέλος της παροικίας του να ίδη και πάλιν τον Δεσπότην Χριστόν ως και πρότερον· ήτοι ιστάμενος ημέραν τινά εις προσευχήν κατά την συνήθειαν, βλέπει τον Χριστόν έχοντα τας χείρας ηπλωμένας εις τον Σταυρόν, και του λέγει ονειδιστικώς· «Διατί αφήκες μόνα και αποίμαντα τα πρόβατα, άπερ ενεπιστεύθην εις τας χείρας σου, και αρπάζουσιν αυτά οι λύκοι και τα τρώγουν; Εγώ όστις είμαι Θεός κατεδέχθην να φορέσω σάρκα και να σταυρωθώ δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, και συ δεν υπέμεινας το βάρος της συκοφαντίας, αλλά ανεχώρησας από την Εκκλησίαν, ως στρατιώτης δειλός και μικρόψυχος»; Ταύτα ακούσας, από τον φόβον και τρόμον έπεσεν εις την γην οδυρόμενος και εξωμολογείτο επί ώραν πολλήν δεόμενος να του συγχωρήση το της μικροψυχίας ανόμημα και τοσούτον έκλαυσε πικρώς, ώστε έβρεξε την γην με δάκρυα και δεν ηγέρθη έως ου έλαβε πληροφορίαν της συγχωρήσεως· μετά δε την οπτασίαν ηγωνίζετο περισσότερον μόνος μόνω τω παντεπόπτη Θεώ προσευχόμενος και παρ’ αυτού αναμένων τας αμοιβάς των αγώνων του. Αλλ’ επειδή έφθασεν ο καιρός να μεταστή ο Άγιος εκ του προσκαίρου και φθαρτού τούτου βίου και να υπάγη προς τον ποθούμενον, συναθροίσας τους μαθητάς αυτού τους εδίδαξεν ικανώς όσα έπρεπε να φυλάξωσι προς σωτηρίαν της ψυχής των, δια να αξιωθώσι της αιωνίου μακαριότητος, και εξαιρέτως να βιάζη έκαστος εαυτόν, δια να αποκτήση τας τρεις εκείνας αρετάς, χωρίς των οποίων δεν σώζεταί τις, καθώς και πρότερον πολλάκις τους ενουθέτησεν ούτω λέγων· «Ας σπουδάση έκαστος να φυλάξη εξ όλης ψυχής του τας τρεις ταύτας μεγάλας αρετάς, ως χριστομιμήτους και χρησιμωτέρας από όλας τας άλλας κατά αλήθειαν· ήτοι την ταπεινοφροσύνην, την αγάπην και την ελεημοσύνην, με τας οποίας η Αγία Τριάς δοξάζεται. Εγκρατεύεσθε έκαστος κατά την δύναμιν αυτού, να μη τρώγη τις περισσότερον από μίαν φοράν την ημέραν, καθώς έχομεν παράδοσιν από τους Αγίους Πατέρας, και μη δέχεσθε τους ρυπαρούς και ακαθάρτους λογισμούς, οίτινες μολύνουσι την ψυχήν». Αυτά και έτερα λέγων, και ζήσας έτη ρ΄ (100) ζωήν μακαρίαν και υπερθαύμαστον, παρέδωκε την οσίαν αυτού ψυχήν τη κη΄ (28) του Οκτωβρίου εις τας αχράντους χείρας του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου