Μηνοδώρα,
Μητροδώρα και Νυμφοδώρα αι Άγιαι τρεις Παρθένοι και Μάρτυρες αδελφαί κατήγοντο
εκ Βιθυνίας, ήθλησαν δε εν τω μαρτυρικώ σταδίω κατά τας ημέρας του ασεβεστάτου
τυράννου της Ρώμης Μαξιμιανού, εν έτει τδ΄ (304). Αληθώς το μαρτυρικόν στάδιον
όχι μόνον εις τους άνδρας, αλλά και εις αυτάς τας γυναίκας και τας κόρας
ηνέωκται και αυτάς ακόμη τας νεάνιδας· διότι ήδη και αύται καταφρονούσι τον
θάνατον, και την τελευτήν υποδέχονται, και όλα τα ηδέα και τερπνά του κόσμου
τούτου, όπως δια της τοιαύτης εμπορίας κερδήσωσι την Βασιλείαν των ουρανών.
Δια τούτο και η θαυμαστή των Παρθένων τούτων τριάς, τα αληθινά της παρθενίας δώρα και αφιερώματα, ήλθον προθύμως εις το μαρτυρικόν στάδιον αγωνισάμεναι γενναίως, και με γλυκύτητα εδέχθησαν το κέρδος του θανάτου, ο οποίος δεν κατεβίβασεν αυτάς εις τον άδην (το οποίον είναι φυσική συνέπεια του θανάτου), αλλά τας ανεβίβασεν εις τους αθανάτους νυμφώνας, προς τας ιεράς παστάδας, και προς αυτόν τον Νυμφίον Χριστόν. Αύται αι Παρθένοι και Μάρτυρες εγεννήθησαν και ανετράφησαν εις την επαρχίαν της Βιθυνίας εξ ευγενών και Χριστιανών γονέων, αδελφαί ούσαι κατά σάρκα· περιεκόσμουν δε και εστόλιζον αυτάς πλείσται χάριτες και κάλλη ψυχής τε και σώματος, και μετά της παρθενίας η ωραιότης του προσώπου διέλαμπε και εκ της σωματικής καλλονής, η ωραιότης της ψυχής και ευγένεια διεκρίνετο· ολίγον δε κατ’ ολίγον, προχωρούσης της ηλικίας αυτών, και επειδή ηγάπων την παρθενίαν, δια τούτο απέφευγον τας μετά των ανδρών ομιλίας και συναναστροφάς, επόθουν δε την ερημίαν και ησυχίαν. Όθεν δια την αγάπην του Χριστού, εγκαταλείψασαι την εαυτών πτρίδα, κατώκησαν εις ένα υψηλόν τόπον όχι πολύ μακράν των Πυθίων θερμών υδάτων, και εκεί έζων με σωφροσύνην και την άσκησιν πασών των άλλων αρετών. Μετά δε παρέλευσιν καιρού λαβούσαι πάσαν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, διέλαμπον δια των καλών έργων, των θαυμάτων και δια της αφθονίας των άλλων του Θεού χαρισμάτων· όθεν επειδή ήσαν ως «πόλις επάνω όρους κειμένη», κατά το Ευαγγέλιον, δια τούτο συντόμως εφανερώθησαν εις τους ανθρώπους, και ως εκ τούτου πολλοί έτρεχον εις αυτάς, οι οποίοι όχι μόνον εκ των ασθενειών και των πονηρών πνευμάτων (δαιμόνων) απηλλάττοντο, αλλά και φωτιζόμενοι κατά τας ψυχάς, την σωτηρίαν αυτών εκέρδιζον. Ταύτα πάντα όμως εγένοντο γνωστά και εις τον ασεβέστατον Φρόντωνα, όστις είχε τότε την ηγεμονίαν των μερών εκείνων, λαβών αυτήν παρά του βασιλέως των Ρωμαίων Μαξιμιανού· ούτος δε αποστέλλει αμέσως τον συγκάθεδρον αυτού και δευτερεύοντα μετά πολλών υπηρετών και δορυφόρων, δους εις αυτόν και πάσαν κατά των Παρθένων εξουσίαν· ο οποίος, δια των υπηρετούντων εις αυτόν δημίων, παραστήσας αυτάς έμπροσθέν του, είπε· «Πόθεν εγένετο εις σας η τόση τόλμη και αυθάδεια, ώστε (ίνα αφήσω τα άλλα) να σέβητε ένα Θεόν, τον οποίον ούτε αυτός ο μέγας βασιλεύς Μαξιμιανός, ούτε ημείς μέχρι σήμερον εφάνημεν τιμώντες»; Απεκρίθησαν δε αι Παρθένοι με το αυτό της ψυχής παράστημα και θάρρος. «Ημείς, ω άρχων, δεν εδιδάχθημεν από ανθρώπινον δόγμα δια να γνωρίζωμεν Θεόν πρόσκαιρον, αλλά πιστεύομεν και ομολογούμεν (διδαχθείσαι εκ των θείων μας Γραφών) Θεόν αιώνιον, τον τα πάντα βλέποντα και συγκρατούντα με σοφίαν και τάξιν πάσαν κτίσιν, και ο οποίος όχι κατά την ουσίαν, αλλά μόνον κατά την δύναμιν κατανοείται, και ο οποίος ευφραίνεται και επαναπαύεται εις τους έχοντας αρετήν και καρδίαν καθαράν και εις τους τοιουτοτρόπως καθαρώς και εναρέτως ζώντας αγαπά να εμφανίζηται δια την ιδικήν του χάριν και αγαθότητα· δι’ αυτού δε «Βασιλείς βασιλεύουσι και τύραννοι κρατούσι γης». Ταύτα αφόβως και με χάριν και τάξιν αι Παρθένοι αποκριθείσαι, ο άρχων βλέψας κατά πρόσωπον αυτών, εθαύμασε δια την σεμνήν παράστασίν των και το νουνεχές τών αποκρίσεων· δια τούτο και επί πολλήν ώραν ίστατο σιωπών και θαυμάζων. Μετά παρέλευσιν πολλής ώρας όμως επιφέρει προς αυτάς και δευτέραν ερώτησιν λέγων· «Ποία είναι τα ονόματα και ποία η πατρίς υμών»; Αι δε Παρθένοι απεκρίθησαν ειπούσαι· «Πρώτον μεν από του ονόματος του Χριστού, Χριστιαναί ονομαζόμεθα· εάν δε και τα από του Αγίου Βαπτίσματος ονόματα πρέπει να προσθέσωμεν, άκουσον και αυτά· η μεν πρώτη Μηνοδώρα, η ετέρα Μητροδώρα, και η Τρίτη Νυμφοδώρα λεγόμεθα, πατρίδος δε καταγόμεθα εκ της επαρχίας της Βιθυνίας· εγεννήθημεν δε εκ του αυτού πατρός και υπό της αυτής μητρός ανετράφημεν, και υπό των ιδίων γονέων ηγαπήθημεν, και τους ιδίους γονείς ωνομάσαμεν (ήτοι είμεθα κατά σάρκα αδελφαί)· την ιδίαν δε κοινώς πολιτείαν ακολουθούμεν, και το αυτό φρόνημα έχομεν μέχρι τούδε, ευχόμεναι όπως και μέχρι τέλους έχωμεν αυτό». Την ελευθεροστομίαν, τον τρόπον και τους λόγους των Αγίων καθ’ εαυτόν θαυμάσας ο άρχων, με πολλήν πονηρίαν ο δεινός εδοκίμαζε να υποσκελίση τας Παρθένους· δι’ ο και έλεγε προς αυτάς· «Μη θελήσετε, ω φίλαι κόραι, δι’ εκείνα τα οποία οι θεοί παρέσχον εις απόλαυσίν σας αγαθά να φανήτε αχάριστοι ποιούσαι αυτά άχρηστα, προτιμώσαι τα αβέβαια· μάλιστα δε τιμήσατε αυτούς (τους θεούς), οικοδομούσαι επάνω εις αυτά και άλλα αγαθά έργα· και ούτω συμφωνείτε μετ’ εμού υποτασσόμεναι και θυσιάζουσαι κοινώς εις τους θεούς ως αδελφαί· μη χωρισθήτε απ’ αλλήλων δια την προς αυτούς εύνοιαν και το σέβας, και γίνητε αφορμή δια να ίδητε την (μη συμφωνούσαν) αδελφήν σας πικροτάτας τιμωρίας υπομένουσαν επάνω εις αυτό το άνθος της ηλικίας της. Αλλά καθώς εγώ λοιπόν σας συμβουλεύω τα πρέποντα και ωφέλιμα, τοιουτοτρόπως και σεις πρέπει να δεχθήτε τους λόγους μου, ωσάν να επέχω σήμερον την θέσιν του πατρός σας. Διότι εάν ούτω πράξητε, θα απολαύσητε της συμπαθείας του βασιλέως και της δόξης αυτού, αλλά και ευτυχίαν βίου και πλησμονήν παντός αγαθού, ένεκα των οποίων θα μακαρίζεσθε δικαίως εις τον αιώνα μένον το μνημόσυνόν σας. Εάν όμως δεν θελήσητε να μου ακούσητε, αλλοίμονον! αι σκληραί τιμωρίαι και αι βάσανοι θα αφανίσωσι το τρυφερόν και ανθηρόν της ηλικίας σας». Προς τους λόγους τούτους αποκριθείσα η Μηναδώρα είπεν· «Αλλ’ εις ημάς, ω άρχων, ούτε τα παρά σού υποσχόμενα αγαθά φαίνονται μεγάλα και άξια προσοχής, ούτε πάλιν αι απειλούμεναι τιμωρίαι και κολάσεις δύνανται να μας φοβίσωσι· διότι η απόλαυσις του πλούτου, της τρυφής, της δόξης και των άλλων γλυκέων του κόσμου τούτου, όσον έχουσι πρόσκαιρον την ηδονήν ενταύθα, τοσούτον έχουσι μόνιμον και αιώνιον την τιμωρίαν εις την μέλλουσαν ζωήν· αι δε τιμωρίαι και η του φθαρτού τούτου σώματος κακοπάθεια, ίσως μεν να μας λυπήσωσιν ενταύθα ολίγον και να μας προξενήσωσιν ολίγους πόνους, όμως θα γίνωσιν εις ημάς αύται πρόξενοι χαράς και ευφροσύνης μηδέποτε εχούσης τέλος· διότι το μεν ιδικόν σου κακόν είναι πρόσκαιρον, και το αγαθόν επίσης παρερχόμενον· του δε ιδικού μας Δεσπότου Χριστού καθώς τα λυπηρά δια την τούτου αθέτησιν και άρνησιν είναι αιώνια, τοιουτοτρόπως και τα ευφρόσυνα δια την υπέρ αυτού ομολογίαν και τον θάνατον είναι αιώνια και ατελεύτητα. Και τούτο όθεν, την μίαν γνώμην και την υπέρ Χριστού του Θεού ομολογίαν δηλαδή, θα φανώμεν ότι είμεθα περισσότερον αδελφαί κατά την ψυχήν ή κατά τα σώματα». «Καθώς λοιπόν μία μητρική κοιλία ώδινε και εγέννησεν ημάς, ούτω και εις θάνατος, ο υπέρ της ευσεβείας, θα τελειώσει ημάς, και εις και ο αυτός ουράνιος θάλαμος θέλει μάς υποδεχθή. Και κατ’ αυτόν τον τρόπον δεν θα λυθή ο θεσμός και η φιλία της αδελφότητος ημών, ουδέ θα διαχωρισθώμεν απ’ αλλήλων, αλλά παντοτινήν και αιώνιον την αδελφότητα και την ένωσιν εις τον εαυτόν μας θα φυλάξωμεν, εάν παραστήσωμεν αδελφικόν το φρόνημα και το θέλημα εις τον πλάστην μας Θεόν, όστις μας έπλασεν αδελφάς κατά σάρκα. Αλλά, μη γένοιτο! Νυμφίε Χριστέ, να σε αρνηθώμεν έμπροσθεν των ανθρώπων, μηδέ λοιπόν και Συ αυτός αρνηθής ημάς έμπροσθεν του Πατρός σου τού εν τοις ουρανοίς. Ιδού ήκουσας την γνώμην ημών, ω δικαστά· βασάνιζε λοιπόν το σώμα τούτο, το οποίον φαίνεται εις σε ωραίον, και αφάνισον αυτό με τας μάστιγας· διότι ουδείς άλλος στολισμός δι’ αυτό είναι καλλίτερος, ούτε ο χρυσός, ούτε τα πολυτελή και ποικίλα ενδύματα δύνανται να κοσμήσωσι και στολίσωσιν αυτό, καθώς θα στολίσωσι τούτο αι ιδικαί σου πληγαί και αι παρά σού μάστιγες, τας οποίας ημείς από πολλού καιρού διψώμεν να υπομείνωμεν δια τον Χριστόν, και τας οποίας και τώρα ακόμη επιθυμούμεν». Ταύτα παρ’ ελπίδα ακούσας ο δικαστής, δεν ηδυνήθη να υποφέρη μετά πραότητος, αλλ’ αφήκε όλον τον θυμόν του κατά της παρθένου Μηνοδώρας· και αμέσως διατάσσει ίνα, γυμνώσαντες και δέσαντες αυτήν, ξέωσι το σώμα της τέσσαρες δήμιοι, και ο κήρυξ φωνάζη προς αυτήν λέγων· «Τίμα τους θεούς, λέγε καλούς λόγους και εγκωμίασον τον βασιλέα, και μη υβρίζης τους υπάρχοντας νόμους αυτού». Η δε Μάρτυς Μηνοδώρα, αν και δύο ολοκλήρους ώρας εξέετο εις το σώμα, το οποίον είχε γίνει όλον ως μία πληγή, εφαίνετο όμως ως να μη ησθάνετο κανένα πόνον εκ της πολλής της γενναιότητος, ούτε ανεστέναξεν, ούτε η ωραιότης του προσώπου της ήλλαξεν ή ωχρίασεν έστω και επ’ ελάχιστον· διότι όλον τον νουν, την καρδίαν και τα όμματα αυτής είχεν εστραμμένα προς τα μέλλοντα αγαθά, εκείνα μόνα βλέπουσα, και προς τας ελπίδας εκείνων είχε την ψυχήν προσηλωμένην. Ο δε ανόητος άρχων, μη δυνάμενος ούτε καν να ίδη τα τοιαύτα, επειδή ήτο τετυφλωμένος κατά τους ψυχικούς οφθαλμούς, και νομίζων ότι ένεκα των βασάνων θα έγινε μαλακωτέρα η Μάρτυς, παρεκάλει αυτήν ως και πρότερον ίνα θυσιάση εις τους θεούς. Η Αγία όμως μετά του αυτού θάρρους και της αυτής γενναιότητος απεκρίθη προς αυτόν· «Τι νομίζεις, ω μάταιε δικαστά, ότι το έργον τούτο της μεγάλης υπομονής εις τας βασάνους είναι ιδικόν μου; Ή δεν βλέπεις ότι όλον τον εαυτόν μου αφιέρωσα δια θυσίαν εις τον ιδικόν μου αληθινόν Θεόν; διότι ποία ωφέλεια εις το αίμα και το σώμα μου εφ’ όσον μετά θάνατον φθείρονται; («Τι ωφέλεια εν τω αίματί μου εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν»; Ψαλμ. κθ΄). Δεν είναι προτιμότερον ίνα προλάβω και παραδώσω τούτο, δια του μαρτυρικού θανάτου, εις τον ιδικόν μου Νυμφίον Ιησούν Χριστόν»; Οι λόγοι ούτοι της Αγίας Μάρτυρος Μηνοδώρας, ώσπερ τις σπινθήρ πυρός έπεσον επάνω εις τον θυμόν του τυράννου και συγκαθέδρου του ηγεμόνος, ηρέθισαν δε αυτόν περισσότερον καιόμενον από τον θυμόν· δια τούτο και μετά περισσοτέρας μανίας ωπλίζετο κατά της ιεράς εκείνης ψυχής της Παρθένου και Μάρτυρος. Όθεν και προσέταξεν ούτος ίνα με ράβδους συντρίψωσι τα οστά της Μάρτυρος, η οποία και συντριβομένη ίστατο ακίνητος και μη καταπίπτουσα· διότι με τον ισχυρόν πόθον προς τον Νυμφίον της Χριστόν ήτο πανταχόθεν δεδεμένη και εστηριγμένη. Και μετ’ ολίγον αποτεινομένη προς αυτόν τον Νυμφίον της Ιησούν Χριστόν, τον οποίον έβλεπε νοερώς, εφώνησε με μεγάλην φωνήν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, το εμόν αγαλλίασμα και ο ιδικός μου έρως, επί σε την ελπίδα μου καταφεύγω· δέξαι μου την ψυχήν». Και ευθύς μετ’ ειρήνης αφήκε το πνεύμα, και προς ον ηγάπα Νυμφίον μετά δόξης ανέρχεται, εστολισμένη δια των στιγμάτων των τραυμάτων και των πληγών, και ευμορφοτέρα παντός άνθους καλοχρωματισμένου και πολυχρώμου. Μετά παρέλευσιν τεσσάρων ημερών, σκεφθείς ωριμώτερον ο τύραννος τι να πράξη δια τας άλλας δύο αδελφάς, μήπως και υπ’ εκείνων νικηθείς καταισχυνθή, και προετοιμασθείς καλώς, φέρει επί του βήματός του την Μητροδώραν και Νυμφοδώραν· παρουσιάζει δε ο άθλιος έμπροσθεν και ρίπτει προ των ποδών αυτών το μαρτυρικόν σώμα της Αγίας Μηνοδώρας ολόγυμνον, άνευ του ελαχίστου περικαλύμματος, εξωγκωμένον υπό του δαρμού, έχον φανερά τα ίχνη εκ των μαστίγων και των πληγών εις όλα τα μέλη από κεφαλής έως ποδών, παράξενον θέαμα και τοιούτον, ώστε αδύνατον να μη φρίξη ο βλέπων αυτό. Τούτο δε εποίησεν ο ανόητος τύραννος, νομίζων ότι δια του θεάματος αυτού θα εκφοβίση τας Παρθένους, μήπως και αύται πάθωσι τα όμοια, ίνα πεισθώσιν εις το θέλημά του. Αλλά το μεν σώμα της Αγίας Μηνοδώρας τοιουτοτρόπως έκειτο ερριμμένον, και πάντες οι παριστάμενοι εκινούντο εις λύπην και δάκρυα και εις συμπάθειαν, εκτός της ψυχής του δικαστού της ασπλάγχνου και απανθρώπου σκληρυνομένης περισσότερον· τούτον δε όχι έλεος και συμπάθεια, αλλ’ η οργή και αγανάκτησις εκίνει. Αι Άγιαι όμως Μάρτυρες παρεκινούντο μεν υπό των αδελφικών σπλάγχνων ίνα δακρύσωσι, δεν επέτρεπεν όμως εις αυτάς η συνείδησις ίνα πράξωσι τούτο· διότι εγνώριζον καλώς ότι η αδελφή των είναι πλέον Μάρτυς και εις τον χορόν των Μαρτύρων, και ότι το τοιούτον θα συμβή και εις αυτάς τας ιδίας μετ’ ολίγον, και ότι θα παρευρεθώσι συντόμως προς συνάντησιν αυτής δια της μαρτυρικής τελειώσεως. Και ως να ευρίσκοντο εις τον νυμφικόν θάλαμον της αδελφής των, ούτως ήσαν λαμπραί εις την όψιν και πλήρεις γλυκύτητος, επειδή προέπεμπον αυτήν εις τους αφθάρτους εκείνους ουρανίους νυμφώνας, εκ των οποίων έσπευδον και αύται ίνα μη μείνωσιν έξω. Ο δε παράνομος δικαστής, αν και έβλεπε το γενναίον φρόνημα των Παρθένων και ότι αύται ουδόλως εφοβήθησαν εκ της θεωρίας του νεκρού σώματος της αδελφής των, εν τούτοις όμως δεν απηλπίσθη, αλλ’ εδοκίμαζεν ίνα μεταπείση αυτάς, και, κατά την παροιμίαν, εκίνει προς τούτο πάντα λίθον, άλλοτε μεν με απειλάς βασάνων δοκιμάζων να μετακινήση το στερεόν φρόνημά των, άλλοτε δε με υποσχέσεις αγαθών προσπαθών ίνα παραπλανήση αυτάς, λέγων· «Εάν, ω φίλαι κόραι, θυσιάσητε εις τους θεούς, θα γράψω αμέσως προς τον βασιλέα, ο οποίος θέλει σάς χαρίσει και χρήματα και άλλον πλούτον πολύν, αλλά και με άνδρας επιφανείς κατά την ευγένειαν και τα αξιώματα θέλει σάς συνάψει εις γάμον· και ούτω συμφώνως με το κάλλος και την ευμορφίαν σας θέλετε επιτύχει και τους νυμφίους και συζύγους σας». Και ταύτα μεν έλεγεν υποσχόμενος ο παράνομος δικαστής· αι δε Παρθένοι και όντως νύμφαι του Χριστού απεκρίθησαν εις αυτόν λέγουσαι· «Έως πότε δεν παύεις, άθλιε, με τον δήθεν ήμερον τρόπον σου ομιλών και τα εις τον εαυτόν σου εναντία; Και άλλοτε μεν ονομάζων ημάς αδελφάς της μακαρίας Μηνοδώρας, άλλοτε δε ως να είμεθα ξέναι και μηδεμίαν σχέσιν έχουσαι προς εκείνην, δοκιμάζεις ευκόλως να μας καθυποτάξης εις το θέλημά σου; Εάν λοιπόν πιστεύης πράγματι, ότι είμεθα αδελφαί κατά σάρκα, γνώριζε ότι είμεθα πολύ περισσότερον αδελφαί και εις την καλήν ταύτην υπέρ της πίστεως ομολογίαν και την υπέρ της ευσεβείας αντίστασιν, και μη νομίζης ότι θα εύρης εις ημάς τίποτε το δειλόν, το οποίον να φανερώνη ότι δεν είμεθα γνήσιαι αδελφαί Εκείνης, μηδέ γνώσιοι κλάδοι και τέκνα της ευγενούς ρίζης εκείνης και μητρός εκ της οποίας και αι τρεις εγεννήθημεν. Εάν λοιπόν θέλης να μάθης περί ημών οποίαι θα είμεθα κατά την υπέρ της πίστεως αντίστασιν και ομολογίαν, μάνθανε ακριβώς από την προλαβόντως μαρτυρήσασαν μακαρίαν αδελφήν μας· διότι εάν εκείνη, και χωρίς τινος προηγουμένου παραδείγματος, τοιαύτη εφάνη κατά την ανδρείαν και αρετήν, τι πρέπει να πράξωμεν ημείς προς τοιούτον παράδειγμα, την αδελφήν μας βλέπουσαι; Ή δεν βλέπεις ότι πως, αν και νεκρά κειμένη, μάς παρακινεί εις την ευσέβειαν, και την αδελφικήν σχέσιν και συγγένειαν μάς υπενθυμίζει, και προς τον όμοιον ζήλον μάς ενθαρρύνει με το ιδικόν της παράδειγμα της αθλήσεως, κατά το οποίον, γνώριζε, ότι δεν θα φανώμεν ημείς κατώτεραι, ουδέ θέλομεν ατιμάσει την εκείνης ευγένειαν· διότι εάν εν τοιούτον (ο μη γένοιτο ποτέ!) πράξωμεν, και προδώσωμεν την ευσέβειαν, θα αποδείξωμεν ότι ψευδόμεθα λέγουσαι ότι έχομεν τους ιδίους γονείς και ότι είμεθα κατά σάρκα αδελφαί της προκειμένης νεκράς καλλινίκου Παρθένου και Μάρτυρος. Ας χαθή λοιπόν τοιούτος πλούτος, ας αφανισθή τοιαύτη δόξα, τα οποία είναι μόνον πρόσκαιρα εδώ εις την γην, και πάλιν εις την γην χάνονται· ερρέτωσαν (ας πάνε να χαθούν) οι φθαρτοί μνηστήρες, διότι ημείς έχομεν τον ιδικόν μας άφθαρτον Νυμφίον Χριστόν τον Θεόν ημών, τον οποίον σφόδρα αγαπώμεν, και προς τον οποίον ως μόνην προίκα δίδομεν τον υπέρ αυτού θάνατον, ίνα λάβωμεν παρ’ αυτού τας ιεράς παστάδας και τους αιωνίους νυμφικούς θαλάμους και παρ’ αυτώ λαμπρώς και αιωνίως συμβασιλεύσωμεν». Ταύτα ακούσας ο δικαστής και γνωρίσας ότι ματαίως κοπιάζει δοκιμάζων να πλανήση τας Παρθένους, και βράζων από τον θυμόν του, παραδίδει την δευτέραν εκ των αδελφών Μητροδώραν εις τας βασάνους. Κρεμάται λοιπόν επάνω εις ξύλον η γενναία Μάρτυς του Χριστού και με ανημμένας λαμπάδας πυρός κατακαίουσιν αυτήν πανταχόθεν· δύο ολοκλήρους ώρας εις την σκληράν ταύτην βάσανον προσκαρτερήσασα και μηδόλως δείξασα σημείον δειλίας, μόνον προς τον ουράνιον εραστήν της Ιησούν Χριστόν προσηύχετο, και την παρ’ αυτού βοήθειαν εζήτει να λάβη. Αλλά και ούτω πάσχουσα, δεν έπαυεν όμως χλευάζουσα και κατηγορούσα την ειδωλικήν πλάνην, και αποδεικνύουσα αυτήν, όπως και αληθώς είναι, αξία αισχύνης και γέλωτος. Όθεν καταβιβάσας ο τύραννος από του ξύλου την γενναίαν Μάρτυρα, έθηκε βαρέα σίδηρα επάνω εις το σώμα της, το οποίον συνθλίβεται και κατασπώνται τα οστά από το βάρος. Εκείνη δε βλέπουσα ότι την εγκατέλειψαν αι σωματικαί δυνάμεις και ότι προσεγγίζει προς τον θάνατον, προσηύχετο νοερώς προς τον ηγαπημένον της Νυμφίον Ιησούν Χριστόν, επειδή και δια του θανάτου επλησίαζε προς Αυτόν, όστις και τον Νυμφώνα είχε δι’ αυτήν προπαρασκευάσει· είτα δε και την ψυχήν παραδίδει εις χείρας των Αγγέλων, και όλη μεταβαίνει προς τον ποθούμενόν της Χριστόν. Μετά την τελείωσιν και της Αγίας Μητροδώρας, ο παράνομος άρχων εκείνος, μη δυνάμενος να υποφέρη την μεγίστην εντροπήν, την οποίαν έλαβεν εκ της γενναιότητος και της υπομονής των Μαρτύρων, εθλίβετο καθ’ υπερβολήν· είχεν όμως μίαν μικράν παρηγορίαν, υπολαμβάνων ότι ίσως ήθελε παρασύρει εις την πλάνην του την τρίτην και νεωτέραν αδελφήν Νυμφοδώραν, την οποίαν και παρέστησεν επί του βήματός του, αναισχύντως τον πράον και ιλαρόν υποκρινόμενος ο θηριώδης κατά την γνώμην και λυκοκάρδιος. Όθεν και λέγει προς αυτήν· «Υπάκουσόν μου τουλάχιστον συ, ω καλή νεάνις, την οποίαν εγώ περισσότερον από τας άλλας αγαπώ, και το οποίον οι θεοί γνωρίζουσι, ότι και το κάλλος σου θαυμάζω και επαινώ, και την ηλικίαν σου λυπούμαι· υπάκουσον εις εμέ, ο οποίος ως τέκνον μου γνήσιον σε αγαπώ, και προσελθούσα (μήπως είναι τούτο βαρύ ή δύσκολον πράγμα;) προσκύνησον μόνον εις τους θεούς, και αμέσως μεγίστην χάριν θα σοι γνωρίση ο βασιλεύς, και θα σοι δώση πολλά χρήματα και τιμάς, αλλά το σπουδαιότερον και μεγαλύτερον θα σε αξιώση παρρησίας και σχέσεως προς εαυτόν. Εάν όμως δεν μου υπακούσης εις ταύτα όπου πατρικώς σε συμβουλεύω, οίμοι! Και συ κακώς θα απολεσθής, και δεν θα ωφεληθής τίποτε εκ της πικράς αυτής τελευτής, καθώς δεν ωφελήθησαν τίποτε και αι προαποθανούσαι αδελφαί σου». Ταύτα του άρχοντος ειπόντος προς την Αγίαν Νυμφοδώραν, ακόμη και φρονιμωτέραν και γνωστικωτέραν από τας άλλας ονομάσαντος αυτήν, εκείνη δια μεν τους άλλους ανοήτους λόγους και τας φλυαρίας του ουδόλως εφρόντισε· λαβούσα δε ως στόχον μόνον την λέξιν «φρόνιμον» απεκρίθη λέγουσα· «Δεν αισχύνεσαι, ταλαίπωρε, και δεν ερυθριάς από την εντροπήν να με ονομάζης φρόνιμον, και ύστερον να με συμβουλεύης να εγκαταλείψω τον αληθινόν Θεόν και να προσέλθω εις τους ιδικούς σου δαίμονας; Και δεν είναι τούτο η μεγαλυτέρα ανοησία και διαφθορά φρενών (φρενοληψία), να απομακρυνθώ από τον κοινόν Δεσπότην και Δημιουργόν των όλων Θεόν, και να ακολουθήσω προσκυνούσα είδωλα έργα χειρών ανθρώπων στερούμενα αισθήσεως και φρενών, θεωρούσα αυτά ίσα με τον αληθινόν Θεόν; Και τι να ελπίσω από αυτά; Και τι κέρδος θα έχω; Ειπέ εις εμέ και δέχομαι. Ειπέ και δείξον εις εμέ τι καλόν απήλαυσας συ από την προς αυτά (τα είδωλα) πίστιν σου, και τότε πείθομαι εις τους λόγους σου. Αλλά δεν έχεις να είπης ή να παρουσιάσης τοιούτον τι· διότι κατά αλήθειαν «τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες και τιμώντες αυτά», ως είπεν ο ιδικός μας Προφήτης Δαβίδ. Επομένως, ω δικαστά, μη ελπίζης να απολαύσης παρ’ εμού εκείνο το οποίον επιθυμείς. Ιδού λοιπόν εις την διάθεσίν σου είναι αι σάρκες μου έτοιμοι να πάθωσι δια τον Χριστόν με περισσοτέραν προθυμίαν, παρά όσην έχεις συ δια να κολάζης ημάς». Μη έχων λοιπόν ο μιαρός άρχων τι να πράξη πλέον, μηδέ άλλην ελπίδα, επειδή πανταχόθεν απεκρούσθη υπό της Μάρτυρος, προστάσσει ίνα και ταύτην κρεμάσωσιν επί του ξύλου και να ζέωσι με σιδηρούς όνυχας· πλην όμως αύτη η μακαρία, καίτοι δεινώς τιμωρουμένη, ουδεμίαν φωνήν, ουδένα στεναγμόν άφησε· φανερά δε ήτο συνομιλούσα με τον Θεόν δια της προσευχής· και τούτο εφανέρωνον τα χείλη αυτής κινούμενα και οι οφθαλμοί αυτής όντες προς τον ουρανόν υψωμένοι. Ο δε ανόητος εκείνος δικαστής πάλιν έλεγε λόγους προς αυτήν δια του κήρυκος, ίνα θυσιάση εις τους θεούς δια να απαλλαγή από τα βάσανα· αλλ’ η Μάρτυς απεκρίνατο· «Εθυσίασα εγώ τον εαυτόν μου εις τον Κύριον, δια τον οποίον και το να πάθω μού είναι ηδονή και γλυκύτης, και το να αποθάνω δι’ Αυτόν κέρδος μέγιστον». Ταύτα δε περισσότερον ήναψαν τον θυμόν του τυράννου· δια τούτο με σιδηρούς μοχλούς συνέσφιξε και συνέτριψε τα οστά της. Αλλ’ ο Θεός, όστις ενίσχυε και τας άλλας αδελφάς εις τας βασάνους, αυτός ομοίως, φροντίζων και δια την Αγίαν Νυμφοδώραν, ενεδυνάμωνεν αυτήν εις την σκληράν βάσανον· είτα και προς τον εαυτόν του προσκαλεί την Παρθένον, η οποία τοιουτοτρόπως με γλυκύτητα παραδίδει εις τους κόλπους τού εαυτής εραστού και Νυμφίου Ιησού Χριστού την μακαρίαν της ψυχήν συναριθμηθείσα εις τον χορόν των προαθλησασών αυταδέλφων αυτής Μηνοδώρας και Μητροδώρας. Ο άδικος λοιπόν και παράνομος εκείνος δικαστής, βράζοντα έχων ακόμη τον θυμόν, και τούτον σύμμαχον παραλαβών, εκστρατεύει και εναντίον αυτών των μαρτυρικών λειψάνων· ανάψας όθεν μεγάλην κάμινον και ταύτην κάψας αρκετά με επιτηδείαν ύλην, έρριψεν εις το μέσον αυτής τα μαρτυρικά σώματα. Όμως ο των ψυχών εραστής Θεός ουδέ τα σώματα παρέβλεψεν· αλλά βρονταί και αστραπαί εξαίφνης γενόμεναι, προσλαμβάνουσι το πυρ της καμίνου, και αυτόν τον δικαστήν και τους πολυπληθείς υπηρέτας αυτού κατέκαυσαν, κάρβουνα και στάκτην ποιήσασαι τούτους· και τούτο ήτο προοίμνιον της ατελευτήτου γεέννης και κολάσεως δια την οποίαν και μόνην εκείνοι, ένεκα της κακής των προαιρέσεως, ήσαν άξιοι· βροχή δε ραγδαία πεσούσα άνωθεν αμέσως έσβησε την κάμινον και τοιουτοτρόπως οι ευσεβείς Χριστιανοί ευρόντες ευκαιρίαν μετά πολλού πόθου έλαβον εκείθεν τα παρθενικά λείψανα, και μεγαλοπρεπώς στολίσαντες, έθαψαν αυτά ενδόξως εκεί εις τον τόπον της τελειώσεως αυτών, του Θεού και ενταύθα θαυματουργήσαντος· όπως δηλαδή εκείνας τας οποίας μία μητρική γαστήρ εκοιλοπόνησε και εγέννησε, ταύτας και εις τάφος εδέχθη προς κατοικίαν μέχρι της κοινής αναστάσεως· και εκείνων των οποίων αι ψυχαί ένα νυμφικόν θάλαμον εκληρονόμησαν εις κατοικίαν, τούτων μηδέ η αναίσθητος κόνις των σωμάτων εχωρίσθη. Αλλά καθώς ήσαν αδελφαί εις την ζωήν ταύτην, ούτω να είναι αδελφαί και εις τον ουρανόν, αδελφαί και εις την γην μετά θάνατον να φαίνωνται προς πάντας. Έκτισαν δε οι ευσεβείς Χριστιανοί επάνω εις τον τάφον τών Αγίων Μαρτύρων μεγαλοπρεπή Εκκλησίαν σωζομένην μέχρι σήμερον, ως ποταμός ανεξάντλητος προχέουσαν τα θαύματα. Ας ακούσωσι ταύτα πάντα αι αδελφαί και αι παρθένοι και όσαι είσθε εις τον του γάλου ζυγόν· και αι μεν αδελφαί και παρθένοι τοιουτοτρόπως ας αγαπώσιν αλλήλας· αι δε υπό τον ζυγόν του γάλου ας μη κατηγορώσιν εαυτάς μηδέ να απελπίζωνται, διότι ηνοίχθη και εις τας γυναίκας η θύρα του Μαρτυρίου· Όλαι λοιπόν ας καταφρονήσωσι τα πάντα και τον θάνατον ακόμη δια τον Χριστόν, ίνα απολαύσωσι παρά της αυτού φιλανθρωπίας και χρηστότητος πάντων των αγαθών· ων γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί άμα τω Αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δια τούτο και η θαυμαστή των Παρθένων τούτων τριάς, τα αληθινά της παρθενίας δώρα και αφιερώματα, ήλθον προθύμως εις το μαρτυρικόν στάδιον αγωνισάμεναι γενναίως, και με γλυκύτητα εδέχθησαν το κέρδος του θανάτου, ο οποίος δεν κατεβίβασεν αυτάς εις τον άδην (το οποίον είναι φυσική συνέπεια του θανάτου), αλλά τας ανεβίβασεν εις τους αθανάτους νυμφώνας, προς τας ιεράς παστάδας, και προς αυτόν τον Νυμφίον Χριστόν. Αύται αι Παρθένοι και Μάρτυρες εγεννήθησαν και ανετράφησαν εις την επαρχίαν της Βιθυνίας εξ ευγενών και Χριστιανών γονέων, αδελφαί ούσαι κατά σάρκα· περιεκόσμουν δε και εστόλιζον αυτάς πλείσται χάριτες και κάλλη ψυχής τε και σώματος, και μετά της παρθενίας η ωραιότης του προσώπου διέλαμπε και εκ της σωματικής καλλονής, η ωραιότης της ψυχής και ευγένεια διεκρίνετο· ολίγον δε κατ’ ολίγον, προχωρούσης της ηλικίας αυτών, και επειδή ηγάπων την παρθενίαν, δια τούτο απέφευγον τας μετά των ανδρών ομιλίας και συναναστροφάς, επόθουν δε την ερημίαν και ησυχίαν. Όθεν δια την αγάπην του Χριστού, εγκαταλείψασαι την εαυτών πτρίδα, κατώκησαν εις ένα υψηλόν τόπον όχι πολύ μακράν των Πυθίων θερμών υδάτων, και εκεί έζων με σωφροσύνην και την άσκησιν πασών των άλλων αρετών. Μετά δε παρέλευσιν καιρού λαβούσαι πάσαν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, διέλαμπον δια των καλών έργων, των θαυμάτων και δια της αφθονίας των άλλων του Θεού χαρισμάτων· όθεν επειδή ήσαν ως «πόλις επάνω όρους κειμένη», κατά το Ευαγγέλιον, δια τούτο συντόμως εφανερώθησαν εις τους ανθρώπους, και ως εκ τούτου πολλοί έτρεχον εις αυτάς, οι οποίοι όχι μόνον εκ των ασθενειών και των πονηρών πνευμάτων (δαιμόνων) απηλλάττοντο, αλλά και φωτιζόμενοι κατά τας ψυχάς, την σωτηρίαν αυτών εκέρδιζον. Ταύτα πάντα όμως εγένοντο γνωστά και εις τον ασεβέστατον Φρόντωνα, όστις είχε τότε την ηγεμονίαν των μερών εκείνων, λαβών αυτήν παρά του βασιλέως των Ρωμαίων Μαξιμιανού· ούτος δε αποστέλλει αμέσως τον συγκάθεδρον αυτού και δευτερεύοντα μετά πολλών υπηρετών και δορυφόρων, δους εις αυτόν και πάσαν κατά των Παρθένων εξουσίαν· ο οποίος, δια των υπηρετούντων εις αυτόν δημίων, παραστήσας αυτάς έμπροσθέν του, είπε· «Πόθεν εγένετο εις σας η τόση τόλμη και αυθάδεια, ώστε (ίνα αφήσω τα άλλα) να σέβητε ένα Θεόν, τον οποίον ούτε αυτός ο μέγας βασιλεύς Μαξιμιανός, ούτε ημείς μέχρι σήμερον εφάνημεν τιμώντες»; Απεκρίθησαν δε αι Παρθένοι με το αυτό της ψυχής παράστημα και θάρρος. «Ημείς, ω άρχων, δεν εδιδάχθημεν από ανθρώπινον δόγμα δια να γνωρίζωμεν Θεόν πρόσκαιρον, αλλά πιστεύομεν και ομολογούμεν (διδαχθείσαι εκ των θείων μας Γραφών) Θεόν αιώνιον, τον τα πάντα βλέποντα και συγκρατούντα με σοφίαν και τάξιν πάσαν κτίσιν, και ο οποίος όχι κατά την ουσίαν, αλλά μόνον κατά την δύναμιν κατανοείται, και ο οποίος ευφραίνεται και επαναπαύεται εις τους έχοντας αρετήν και καρδίαν καθαράν και εις τους τοιουτοτρόπως καθαρώς και εναρέτως ζώντας αγαπά να εμφανίζηται δια την ιδικήν του χάριν και αγαθότητα· δι’ αυτού δε «Βασιλείς βασιλεύουσι και τύραννοι κρατούσι γης». Ταύτα αφόβως και με χάριν και τάξιν αι Παρθένοι αποκριθείσαι, ο άρχων βλέψας κατά πρόσωπον αυτών, εθαύμασε δια την σεμνήν παράστασίν των και το νουνεχές τών αποκρίσεων· δια τούτο και επί πολλήν ώραν ίστατο σιωπών και θαυμάζων. Μετά παρέλευσιν πολλής ώρας όμως επιφέρει προς αυτάς και δευτέραν ερώτησιν λέγων· «Ποία είναι τα ονόματα και ποία η πατρίς υμών»; Αι δε Παρθένοι απεκρίθησαν ειπούσαι· «Πρώτον μεν από του ονόματος του Χριστού, Χριστιαναί ονομαζόμεθα· εάν δε και τα από του Αγίου Βαπτίσματος ονόματα πρέπει να προσθέσωμεν, άκουσον και αυτά· η μεν πρώτη Μηνοδώρα, η ετέρα Μητροδώρα, και η Τρίτη Νυμφοδώρα λεγόμεθα, πατρίδος δε καταγόμεθα εκ της επαρχίας της Βιθυνίας· εγεννήθημεν δε εκ του αυτού πατρός και υπό της αυτής μητρός ανετράφημεν, και υπό των ιδίων γονέων ηγαπήθημεν, και τους ιδίους γονείς ωνομάσαμεν (ήτοι είμεθα κατά σάρκα αδελφαί)· την ιδίαν δε κοινώς πολιτείαν ακολουθούμεν, και το αυτό φρόνημα έχομεν μέχρι τούδε, ευχόμεναι όπως και μέχρι τέλους έχωμεν αυτό». Την ελευθεροστομίαν, τον τρόπον και τους λόγους των Αγίων καθ’ εαυτόν θαυμάσας ο άρχων, με πολλήν πονηρίαν ο δεινός εδοκίμαζε να υποσκελίση τας Παρθένους· δι’ ο και έλεγε προς αυτάς· «Μη θελήσετε, ω φίλαι κόραι, δι’ εκείνα τα οποία οι θεοί παρέσχον εις απόλαυσίν σας αγαθά να φανήτε αχάριστοι ποιούσαι αυτά άχρηστα, προτιμώσαι τα αβέβαια· μάλιστα δε τιμήσατε αυτούς (τους θεούς), οικοδομούσαι επάνω εις αυτά και άλλα αγαθά έργα· και ούτω συμφωνείτε μετ’ εμού υποτασσόμεναι και θυσιάζουσαι κοινώς εις τους θεούς ως αδελφαί· μη χωρισθήτε απ’ αλλήλων δια την προς αυτούς εύνοιαν και το σέβας, και γίνητε αφορμή δια να ίδητε την (μη συμφωνούσαν) αδελφήν σας πικροτάτας τιμωρίας υπομένουσαν επάνω εις αυτό το άνθος της ηλικίας της. Αλλά καθώς εγώ λοιπόν σας συμβουλεύω τα πρέποντα και ωφέλιμα, τοιουτοτρόπως και σεις πρέπει να δεχθήτε τους λόγους μου, ωσάν να επέχω σήμερον την θέσιν του πατρός σας. Διότι εάν ούτω πράξητε, θα απολαύσητε της συμπαθείας του βασιλέως και της δόξης αυτού, αλλά και ευτυχίαν βίου και πλησμονήν παντός αγαθού, ένεκα των οποίων θα μακαρίζεσθε δικαίως εις τον αιώνα μένον το μνημόσυνόν σας. Εάν όμως δεν θελήσητε να μου ακούσητε, αλλοίμονον! αι σκληραί τιμωρίαι και αι βάσανοι θα αφανίσωσι το τρυφερόν και ανθηρόν της ηλικίας σας». Προς τους λόγους τούτους αποκριθείσα η Μηναδώρα είπεν· «Αλλ’ εις ημάς, ω άρχων, ούτε τα παρά σού υποσχόμενα αγαθά φαίνονται μεγάλα και άξια προσοχής, ούτε πάλιν αι απειλούμεναι τιμωρίαι και κολάσεις δύνανται να μας φοβίσωσι· διότι η απόλαυσις του πλούτου, της τρυφής, της δόξης και των άλλων γλυκέων του κόσμου τούτου, όσον έχουσι πρόσκαιρον την ηδονήν ενταύθα, τοσούτον έχουσι μόνιμον και αιώνιον την τιμωρίαν εις την μέλλουσαν ζωήν· αι δε τιμωρίαι και η του φθαρτού τούτου σώματος κακοπάθεια, ίσως μεν να μας λυπήσωσιν ενταύθα ολίγον και να μας προξενήσωσιν ολίγους πόνους, όμως θα γίνωσιν εις ημάς αύται πρόξενοι χαράς και ευφροσύνης μηδέποτε εχούσης τέλος· διότι το μεν ιδικόν σου κακόν είναι πρόσκαιρον, και το αγαθόν επίσης παρερχόμενον· του δε ιδικού μας Δεσπότου Χριστού καθώς τα λυπηρά δια την τούτου αθέτησιν και άρνησιν είναι αιώνια, τοιουτοτρόπως και τα ευφρόσυνα δια την υπέρ αυτού ομολογίαν και τον θάνατον είναι αιώνια και ατελεύτητα. Και τούτο όθεν, την μίαν γνώμην και την υπέρ Χριστού του Θεού ομολογίαν δηλαδή, θα φανώμεν ότι είμεθα περισσότερον αδελφαί κατά την ψυχήν ή κατά τα σώματα». «Καθώς λοιπόν μία μητρική κοιλία ώδινε και εγέννησεν ημάς, ούτω και εις θάνατος, ο υπέρ της ευσεβείας, θα τελειώσει ημάς, και εις και ο αυτός ουράνιος θάλαμος θέλει μάς υποδεχθή. Και κατ’ αυτόν τον τρόπον δεν θα λυθή ο θεσμός και η φιλία της αδελφότητος ημών, ουδέ θα διαχωρισθώμεν απ’ αλλήλων, αλλά παντοτινήν και αιώνιον την αδελφότητα και την ένωσιν εις τον εαυτόν μας θα φυλάξωμεν, εάν παραστήσωμεν αδελφικόν το φρόνημα και το θέλημα εις τον πλάστην μας Θεόν, όστις μας έπλασεν αδελφάς κατά σάρκα. Αλλά, μη γένοιτο! Νυμφίε Χριστέ, να σε αρνηθώμεν έμπροσθεν των ανθρώπων, μηδέ λοιπόν και Συ αυτός αρνηθής ημάς έμπροσθεν του Πατρός σου τού εν τοις ουρανοίς. Ιδού ήκουσας την γνώμην ημών, ω δικαστά· βασάνιζε λοιπόν το σώμα τούτο, το οποίον φαίνεται εις σε ωραίον, και αφάνισον αυτό με τας μάστιγας· διότι ουδείς άλλος στολισμός δι’ αυτό είναι καλλίτερος, ούτε ο χρυσός, ούτε τα πολυτελή και ποικίλα ενδύματα δύνανται να κοσμήσωσι και στολίσωσιν αυτό, καθώς θα στολίσωσι τούτο αι ιδικαί σου πληγαί και αι παρά σού μάστιγες, τας οποίας ημείς από πολλού καιρού διψώμεν να υπομείνωμεν δια τον Χριστόν, και τας οποίας και τώρα ακόμη επιθυμούμεν». Ταύτα παρ’ ελπίδα ακούσας ο δικαστής, δεν ηδυνήθη να υποφέρη μετά πραότητος, αλλ’ αφήκε όλον τον θυμόν του κατά της παρθένου Μηνοδώρας· και αμέσως διατάσσει ίνα, γυμνώσαντες και δέσαντες αυτήν, ξέωσι το σώμα της τέσσαρες δήμιοι, και ο κήρυξ φωνάζη προς αυτήν λέγων· «Τίμα τους θεούς, λέγε καλούς λόγους και εγκωμίασον τον βασιλέα, και μη υβρίζης τους υπάρχοντας νόμους αυτού». Η δε Μάρτυς Μηνοδώρα, αν και δύο ολοκλήρους ώρας εξέετο εις το σώμα, το οποίον είχε γίνει όλον ως μία πληγή, εφαίνετο όμως ως να μη ησθάνετο κανένα πόνον εκ της πολλής της γενναιότητος, ούτε ανεστέναξεν, ούτε η ωραιότης του προσώπου της ήλλαξεν ή ωχρίασεν έστω και επ’ ελάχιστον· διότι όλον τον νουν, την καρδίαν και τα όμματα αυτής είχεν εστραμμένα προς τα μέλλοντα αγαθά, εκείνα μόνα βλέπουσα, και προς τας ελπίδας εκείνων είχε την ψυχήν προσηλωμένην. Ο δε ανόητος άρχων, μη δυνάμενος ούτε καν να ίδη τα τοιαύτα, επειδή ήτο τετυφλωμένος κατά τους ψυχικούς οφθαλμούς, και νομίζων ότι ένεκα των βασάνων θα έγινε μαλακωτέρα η Μάρτυς, παρεκάλει αυτήν ως και πρότερον ίνα θυσιάση εις τους θεούς. Η Αγία όμως μετά του αυτού θάρρους και της αυτής γενναιότητος απεκρίθη προς αυτόν· «Τι νομίζεις, ω μάταιε δικαστά, ότι το έργον τούτο της μεγάλης υπομονής εις τας βασάνους είναι ιδικόν μου; Ή δεν βλέπεις ότι όλον τον εαυτόν μου αφιέρωσα δια θυσίαν εις τον ιδικόν μου αληθινόν Θεόν; διότι ποία ωφέλεια εις το αίμα και το σώμα μου εφ’ όσον μετά θάνατον φθείρονται; («Τι ωφέλεια εν τω αίματί μου εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν»; Ψαλμ. κθ΄). Δεν είναι προτιμότερον ίνα προλάβω και παραδώσω τούτο, δια του μαρτυρικού θανάτου, εις τον ιδικόν μου Νυμφίον Ιησούν Χριστόν»; Οι λόγοι ούτοι της Αγίας Μάρτυρος Μηνοδώρας, ώσπερ τις σπινθήρ πυρός έπεσον επάνω εις τον θυμόν του τυράννου και συγκαθέδρου του ηγεμόνος, ηρέθισαν δε αυτόν περισσότερον καιόμενον από τον θυμόν· δια τούτο και μετά περισσοτέρας μανίας ωπλίζετο κατά της ιεράς εκείνης ψυχής της Παρθένου και Μάρτυρος. Όθεν και προσέταξεν ούτος ίνα με ράβδους συντρίψωσι τα οστά της Μάρτυρος, η οποία και συντριβομένη ίστατο ακίνητος και μη καταπίπτουσα· διότι με τον ισχυρόν πόθον προς τον Νυμφίον της Χριστόν ήτο πανταχόθεν δεδεμένη και εστηριγμένη. Και μετ’ ολίγον αποτεινομένη προς αυτόν τον Νυμφίον της Ιησούν Χριστόν, τον οποίον έβλεπε νοερώς, εφώνησε με μεγάλην φωνήν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, το εμόν αγαλλίασμα και ο ιδικός μου έρως, επί σε την ελπίδα μου καταφεύγω· δέξαι μου την ψυχήν». Και ευθύς μετ’ ειρήνης αφήκε το πνεύμα, και προς ον ηγάπα Νυμφίον μετά δόξης ανέρχεται, εστολισμένη δια των στιγμάτων των τραυμάτων και των πληγών, και ευμορφοτέρα παντός άνθους καλοχρωματισμένου και πολυχρώμου. Μετά παρέλευσιν τεσσάρων ημερών, σκεφθείς ωριμώτερον ο τύραννος τι να πράξη δια τας άλλας δύο αδελφάς, μήπως και υπ’ εκείνων νικηθείς καταισχυνθή, και προετοιμασθείς καλώς, φέρει επί του βήματός του την Μητροδώραν και Νυμφοδώραν· παρουσιάζει δε ο άθλιος έμπροσθεν και ρίπτει προ των ποδών αυτών το μαρτυρικόν σώμα της Αγίας Μηνοδώρας ολόγυμνον, άνευ του ελαχίστου περικαλύμματος, εξωγκωμένον υπό του δαρμού, έχον φανερά τα ίχνη εκ των μαστίγων και των πληγών εις όλα τα μέλη από κεφαλής έως ποδών, παράξενον θέαμα και τοιούτον, ώστε αδύνατον να μη φρίξη ο βλέπων αυτό. Τούτο δε εποίησεν ο ανόητος τύραννος, νομίζων ότι δια του θεάματος αυτού θα εκφοβίση τας Παρθένους, μήπως και αύται πάθωσι τα όμοια, ίνα πεισθώσιν εις το θέλημά του. Αλλά το μεν σώμα της Αγίας Μηνοδώρας τοιουτοτρόπως έκειτο ερριμμένον, και πάντες οι παριστάμενοι εκινούντο εις λύπην και δάκρυα και εις συμπάθειαν, εκτός της ψυχής του δικαστού της ασπλάγχνου και απανθρώπου σκληρυνομένης περισσότερον· τούτον δε όχι έλεος και συμπάθεια, αλλ’ η οργή και αγανάκτησις εκίνει. Αι Άγιαι όμως Μάρτυρες παρεκινούντο μεν υπό των αδελφικών σπλάγχνων ίνα δακρύσωσι, δεν επέτρεπεν όμως εις αυτάς η συνείδησις ίνα πράξωσι τούτο· διότι εγνώριζον καλώς ότι η αδελφή των είναι πλέον Μάρτυς και εις τον χορόν των Μαρτύρων, και ότι το τοιούτον θα συμβή και εις αυτάς τας ιδίας μετ’ ολίγον, και ότι θα παρευρεθώσι συντόμως προς συνάντησιν αυτής δια της μαρτυρικής τελειώσεως. Και ως να ευρίσκοντο εις τον νυμφικόν θάλαμον της αδελφής των, ούτως ήσαν λαμπραί εις την όψιν και πλήρεις γλυκύτητος, επειδή προέπεμπον αυτήν εις τους αφθάρτους εκείνους ουρανίους νυμφώνας, εκ των οποίων έσπευδον και αύται ίνα μη μείνωσιν έξω. Ο δε παράνομος δικαστής, αν και έβλεπε το γενναίον φρόνημα των Παρθένων και ότι αύται ουδόλως εφοβήθησαν εκ της θεωρίας του νεκρού σώματος της αδελφής των, εν τούτοις όμως δεν απηλπίσθη, αλλ’ εδοκίμαζεν ίνα μεταπείση αυτάς, και, κατά την παροιμίαν, εκίνει προς τούτο πάντα λίθον, άλλοτε μεν με απειλάς βασάνων δοκιμάζων να μετακινήση το στερεόν φρόνημά των, άλλοτε δε με υποσχέσεις αγαθών προσπαθών ίνα παραπλανήση αυτάς, λέγων· «Εάν, ω φίλαι κόραι, θυσιάσητε εις τους θεούς, θα γράψω αμέσως προς τον βασιλέα, ο οποίος θέλει σάς χαρίσει και χρήματα και άλλον πλούτον πολύν, αλλά και με άνδρας επιφανείς κατά την ευγένειαν και τα αξιώματα θέλει σάς συνάψει εις γάμον· και ούτω συμφώνως με το κάλλος και την ευμορφίαν σας θέλετε επιτύχει και τους νυμφίους και συζύγους σας». Και ταύτα μεν έλεγεν υποσχόμενος ο παράνομος δικαστής· αι δε Παρθένοι και όντως νύμφαι του Χριστού απεκρίθησαν εις αυτόν λέγουσαι· «Έως πότε δεν παύεις, άθλιε, με τον δήθεν ήμερον τρόπον σου ομιλών και τα εις τον εαυτόν σου εναντία; Και άλλοτε μεν ονομάζων ημάς αδελφάς της μακαρίας Μηνοδώρας, άλλοτε δε ως να είμεθα ξέναι και μηδεμίαν σχέσιν έχουσαι προς εκείνην, δοκιμάζεις ευκόλως να μας καθυποτάξης εις το θέλημά σου; Εάν λοιπόν πιστεύης πράγματι, ότι είμεθα αδελφαί κατά σάρκα, γνώριζε ότι είμεθα πολύ περισσότερον αδελφαί και εις την καλήν ταύτην υπέρ της πίστεως ομολογίαν και την υπέρ της ευσεβείας αντίστασιν, και μη νομίζης ότι θα εύρης εις ημάς τίποτε το δειλόν, το οποίον να φανερώνη ότι δεν είμεθα γνήσιαι αδελφαί Εκείνης, μηδέ γνώσιοι κλάδοι και τέκνα της ευγενούς ρίζης εκείνης και μητρός εκ της οποίας και αι τρεις εγεννήθημεν. Εάν λοιπόν θέλης να μάθης περί ημών οποίαι θα είμεθα κατά την υπέρ της πίστεως αντίστασιν και ομολογίαν, μάνθανε ακριβώς από την προλαβόντως μαρτυρήσασαν μακαρίαν αδελφήν μας· διότι εάν εκείνη, και χωρίς τινος προηγουμένου παραδείγματος, τοιαύτη εφάνη κατά την ανδρείαν και αρετήν, τι πρέπει να πράξωμεν ημείς προς τοιούτον παράδειγμα, την αδελφήν μας βλέπουσαι; Ή δεν βλέπεις ότι πως, αν και νεκρά κειμένη, μάς παρακινεί εις την ευσέβειαν, και την αδελφικήν σχέσιν και συγγένειαν μάς υπενθυμίζει, και προς τον όμοιον ζήλον μάς ενθαρρύνει με το ιδικόν της παράδειγμα της αθλήσεως, κατά το οποίον, γνώριζε, ότι δεν θα φανώμεν ημείς κατώτεραι, ουδέ θέλομεν ατιμάσει την εκείνης ευγένειαν· διότι εάν εν τοιούτον (ο μη γένοιτο ποτέ!) πράξωμεν, και προδώσωμεν την ευσέβειαν, θα αποδείξωμεν ότι ψευδόμεθα λέγουσαι ότι έχομεν τους ιδίους γονείς και ότι είμεθα κατά σάρκα αδελφαί της προκειμένης νεκράς καλλινίκου Παρθένου και Μάρτυρος. Ας χαθή λοιπόν τοιούτος πλούτος, ας αφανισθή τοιαύτη δόξα, τα οποία είναι μόνον πρόσκαιρα εδώ εις την γην, και πάλιν εις την γην χάνονται· ερρέτωσαν (ας πάνε να χαθούν) οι φθαρτοί μνηστήρες, διότι ημείς έχομεν τον ιδικόν μας άφθαρτον Νυμφίον Χριστόν τον Θεόν ημών, τον οποίον σφόδρα αγαπώμεν, και προς τον οποίον ως μόνην προίκα δίδομεν τον υπέρ αυτού θάνατον, ίνα λάβωμεν παρ’ αυτού τας ιεράς παστάδας και τους αιωνίους νυμφικούς θαλάμους και παρ’ αυτώ λαμπρώς και αιωνίως συμβασιλεύσωμεν». Ταύτα ακούσας ο δικαστής και γνωρίσας ότι ματαίως κοπιάζει δοκιμάζων να πλανήση τας Παρθένους, και βράζων από τον θυμόν του, παραδίδει την δευτέραν εκ των αδελφών Μητροδώραν εις τας βασάνους. Κρεμάται λοιπόν επάνω εις ξύλον η γενναία Μάρτυς του Χριστού και με ανημμένας λαμπάδας πυρός κατακαίουσιν αυτήν πανταχόθεν· δύο ολοκλήρους ώρας εις την σκληράν ταύτην βάσανον προσκαρτερήσασα και μηδόλως δείξασα σημείον δειλίας, μόνον προς τον ουράνιον εραστήν της Ιησούν Χριστόν προσηύχετο, και την παρ’ αυτού βοήθειαν εζήτει να λάβη. Αλλά και ούτω πάσχουσα, δεν έπαυεν όμως χλευάζουσα και κατηγορούσα την ειδωλικήν πλάνην, και αποδεικνύουσα αυτήν, όπως και αληθώς είναι, αξία αισχύνης και γέλωτος. Όθεν καταβιβάσας ο τύραννος από του ξύλου την γενναίαν Μάρτυρα, έθηκε βαρέα σίδηρα επάνω εις το σώμα της, το οποίον συνθλίβεται και κατασπώνται τα οστά από το βάρος. Εκείνη δε βλέπουσα ότι την εγκατέλειψαν αι σωματικαί δυνάμεις και ότι προσεγγίζει προς τον θάνατον, προσηύχετο νοερώς προς τον ηγαπημένον της Νυμφίον Ιησούν Χριστόν, επειδή και δια του θανάτου επλησίαζε προς Αυτόν, όστις και τον Νυμφώνα είχε δι’ αυτήν προπαρασκευάσει· είτα δε και την ψυχήν παραδίδει εις χείρας των Αγγέλων, και όλη μεταβαίνει προς τον ποθούμενόν της Χριστόν. Μετά την τελείωσιν και της Αγίας Μητροδώρας, ο παράνομος άρχων εκείνος, μη δυνάμενος να υποφέρη την μεγίστην εντροπήν, την οποίαν έλαβεν εκ της γενναιότητος και της υπομονής των Μαρτύρων, εθλίβετο καθ’ υπερβολήν· είχεν όμως μίαν μικράν παρηγορίαν, υπολαμβάνων ότι ίσως ήθελε παρασύρει εις την πλάνην του την τρίτην και νεωτέραν αδελφήν Νυμφοδώραν, την οποίαν και παρέστησεν επί του βήματός του, αναισχύντως τον πράον και ιλαρόν υποκρινόμενος ο θηριώδης κατά την γνώμην και λυκοκάρδιος. Όθεν και λέγει προς αυτήν· «Υπάκουσόν μου τουλάχιστον συ, ω καλή νεάνις, την οποίαν εγώ περισσότερον από τας άλλας αγαπώ, και το οποίον οι θεοί γνωρίζουσι, ότι και το κάλλος σου θαυμάζω και επαινώ, και την ηλικίαν σου λυπούμαι· υπάκουσον εις εμέ, ο οποίος ως τέκνον μου γνήσιον σε αγαπώ, και προσελθούσα (μήπως είναι τούτο βαρύ ή δύσκολον πράγμα;) προσκύνησον μόνον εις τους θεούς, και αμέσως μεγίστην χάριν θα σοι γνωρίση ο βασιλεύς, και θα σοι δώση πολλά χρήματα και τιμάς, αλλά το σπουδαιότερον και μεγαλύτερον θα σε αξιώση παρρησίας και σχέσεως προς εαυτόν. Εάν όμως δεν μου υπακούσης εις ταύτα όπου πατρικώς σε συμβουλεύω, οίμοι! Και συ κακώς θα απολεσθής, και δεν θα ωφεληθής τίποτε εκ της πικράς αυτής τελευτής, καθώς δεν ωφελήθησαν τίποτε και αι προαποθανούσαι αδελφαί σου». Ταύτα του άρχοντος ειπόντος προς την Αγίαν Νυμφοδώραν, ακόμη και φρονιμωτέραν και γνωστικωτέραν από τας άλλας ονομάσαντος αυτήν, εκείνη δια μεν τους άλλους ανοήτους λόγους και τας φλυαρίας του ουδόλως εφρόντισε· λαβούσα δε ως στόχον μόνον την λέξιν «φρόνιμον» απεκρίθη λέγουσα· «Δεν αισχύνεσαι, ταλαίπωρε, και δεν ερυθριάς από την εντροπήν να με ονομάζης φρόνιμον, και ύστερον να με συμβουλεύης να εγκαταλείψω τον αληθινόν Θεόν και να προσέλθω εις τους ιδικούς σου δαίμονας; Και δεν είναι τούτο η μεγαλυτέρα ανοησία και διαφθορά φρενών (φρενοληψία), να απομακρυνθώ από τον κοινόν Δεσπότην και Δημιουργόν των όλων Θεόν, και να ακολουθήσω προσκυνούσα είδωλα έργα χειρών ανθρώπων στερούμενα αισθήσεως και φρενών, θεωρούσα αυτά ίσα με τον αληθινόν Θεόν; Και τι να ελπίσω από αυτά; Και τι κέρδος θα έχω; Ειπέ εις εμέ και δέχομαι. Ειπέ και δείξον εις εμέ τι καλόν απήλαυσας συ από την προς αυτά (τα είδωλα) πίστιν σου, και τότε πείθομαι εις τους λόγους σου. Αλλά δεν έχεις να είπης ή να παρουσιάσης τοιούτον τι· διότι κατά αλήθειαν «τα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων· όμοιοι αυτοίς γένοιντο οι ποιούντες και τιμώντες αυτά», ως είπεν ο ιδικός μας Προφήτης Δαβίδ. Επομένως, ω δικαστά, μη ελπίζης να απολαύσης παρ’ εμού εκείνο το οποίον επιθυμείς. Ιδού λοιπόν εις την διάθεσίν σου είναι αι σάρκες μου έτοιμοι να πάθωσι δια τον Χριστόν με περισσοτέραν προθυμίαν, παρά όσην έχεις συ δια να κολάζης ημάς». Μη έχων λοιπόν ο μιαρός άρχων τι να πράξη πλέον, μηδέ άλλην ελπίδα, επειδή πανταχόθεν απεκρούσθη υπό της Μάρτυρος, προστάσσει ίνα και ταύτην κρεμάσωσιν επί του ξύλου και να ζέωσι με σιδηρούς όνυχας· πλην όμως αύτη η μακαρία, καίτοι δεινώς τιμωρουμένη, ουδεμίαν φωνήν, ουδένα στεναγμόν άφησε· φανερά δε ήτο συνομιλούσα με τον Θεόν δια της προσευχής· και τούτο εφανέρωνον τα χείλη αυτής κινούμενα και οι οφθαλμοί αυτής όντες προς τον ουρανόν υψωμένοι. Ο δε ανόητος εκείνος δικαστής πάλιν έλεγε λόγους προς αυτήν δια του κήρυκος, ίνα θυσιάση εις τους θεούς δια να απαλλαγή από τα βάσανα· αλλ’ η Μάρτυς απεκρίνατο· «Εθυσίασα εγώ τον εαυτόν μου εις τον Κύριον, δια τον οποίον και το να πάθω μού είναι ηδονή και γλυκύτης, και το να αποθάνω δι’ Αυτόν κέρδος μέγιστον». Ταύτα δε περισσότερον ήναψαν τον θυμόν του τυράννου· δια τούτο με σιδηρούς μοχλούς συνέσφιξε και συνέτριψε τα οστά της. Αλλ’ ο Θεός, όστις ενίσχυε και τας άλλας αδελφάς εις τας βασάνους, αυτός ομοίως, φροντίζων και δια την Αγίαν Νυμφοδώραν, ενεδυνάμωνεν αυτήν εις την σκληράν βάσανον· είτα και προς τον εαυτόν του προσκαλεί την Παρθένον, η οποία τοιουτοτρόπως με γλυκύτητα παραδίδει εις τους κόλπους τού εαυτής εραστού και Νυμφίου Ιησού Χριστού την μακαρίαν της ψυχήν συναριθμηθείσα εις τον χορόν των προαθλησασών αυταδέλφων αυτής Μηνοδώρας και Μητροδώρας. Ο άδικος λοιπόν και παράνομος εκείνος δικαστής, βράζοντα έχων ακόμη τον θυμόν, και τούτον σύμμαχον παραλαβών, εκστρατεύει και εναντίον αυτών των μαρτυρικών λειψάνων· ανάψας όθεν μεγάλην κάμινον και ταύτην κάψας αρκετά με επιτηδείαν ύλην, έρριψεν εις το μέσον αυτής τα μαρτυρικά σώματα. Όμως ο των ψυχών εραστής Θεός ουδέ τα σώματα παρέβλεψεν· αλλά βρονταί και αστραπαί εξαίφνης γενόμεναι, προσλαμβάνουσι το πυρ της καμίνου, και αυτόν τον δικαστήν και τους πολυπληθείς υπηρέτας αυτού κατέκαυσαν, κάρβουνα και στάκτην ποιήσασαι τούτους· και τούτο ήτο προοίμνιον της ατελευτήτου γεέννης και κολάσεως δια την οποίαν και μόνην εκείνοι, ένεκα της κακής των προαιρέσεως, ήσαν άξιοι· βροχή δε ραγδαία πεσούσα άνωθεν αμέσως έσβησε την κάμινον και τοιουτοτρόπως οι ευσεβείς Χριστιανοί ευρόντες ευκαιρίαν μετά πολλού πόθου έλαβον εκείθεν τα παρθενικά λείψανα, και μεγαλοπρεπώς στολίσαντες, έθαψαν αυτά ενδόξως εκεί εις τον τόπον της τελειώσεως αυτών, του Θεού και ενταύθα θαυματουργήσαντος· όπως δηλαδή εκείνας τας οποίας μία μητρική γαστήρ εκοιλοπόνησε και εγέννησε, ταύτας και εις τάφος εδέχθη προς κατοικίαν μέχρι της κοινής αναστάσεως· και εκείνων των οποίων αι ψυχαί ένα νυμφικόν θάλαμον εκληρονόμησαν εις κατοικίαν, τούτων μηδέ η αναίσθητος κόνις των σωμάτων εχωρίσθη. Αλλά καθώς ήσαν αδελφαί εις την ζωήν ταύτην, ούτω να είναι αδελφαί και εις τον ουρανόν, αδελφαί και εις την γην μετά θάνατον να φαίνωνται προς πάντας. Έκτισαν δε οι ευσεβείς Χριστιανοί επάνω εις τον τάφον τών Αγίων Μαρτύρων μεγαλοπρεπή Εκκλησίαν σωζομένην μέχρι σήμερον, ως ποταμός ανεξάντλητος προχέουσαν τα θαύματα. Ας ακούσωσι ταύτα πάντα αι αδελφαί και αι παρθένοι και όσαι είσθε εις τον του γάλου ζυγόν· και αι μεν αδελφαί και παρθένοι τοιουτοτρόπως ας αγαπώσιν αλλήλας· αι δε υπό τον ζυγόν του γάλου ας μη κατηγορώσιν εαυτάς μηδέ να απελπίζωνται, διότι ηνοίχθη και εις τας γυναίκας η θύρα του Μαρτυρίου· Όλαι λοιπόν ας καταφρονήσωσι τα πάντα και τον θάνατον ακόμη δια τον Χριστόν, ίνα απολαύσωσι παρά της αυτού φιλανθρωπίας και χρηστότητος πάντων των αγαθών· ων γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί άμα τω Αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου