Και μη δυνάμενος να καθίση στο κελλί του,
έφυγε και εξομολογήθηκε τους λογισμούς του στον Αββά Ισίδωρο. Ο Γέροντας τον
παρεκάλεσε να επιστρέψη στο κελλί του. Εκείνος όμως δεν ήθελε να ακούση την
σύσταση απαντώντας στον Αββά Ισίδωρο. «Δεν αντέχω πλέον, Αββά». Τότε ο Αββάς
Ισίδωρος τον πήρε κοντά του και ανέβηκε στην στέγη του κελλιού και του λέγει:
– Κοίταξε προς δυσμάς.
Πράγματι εκοίταξε με προσοχή προς τα εκεί και είδε πλήθος δαιμόνων να προκαλούν ταραχή και να θορυβούν με το να κάνουν πόλεμο.
Του λέγει ο Αββάς Ισίδωρος.
– Τώρα κοίταξε προς Ανατολάς.
Όταν εστράφη προς ανατολάς ο Αββάς Μωϋσής είδε αναρίθμητα πλήθη αγίων Αγγέλων, που περιεβάλλοντο με δόξα. Είπε τότε προς τον Μωϋσήν ο Γέροντας.
Πράγματι εκοίταξε με προσοχή προς τα εκεί και είδε πλήθος δαιμόνων να προκαλούν ταραχή και να θορυβούν με το να κάνουν πόλεμο.
Του λέγει ο Αββάς Ισίδωρος.
– Τώρα κοίταξε προς Ανατολάς.
Όταν εστράφη προς ανατολάς ο Αββάς Μωϋσής είδε αναρίθμητα πλήθη αγίων Αγγέλων, που περιεβάλλοντο με δόξα. Είπε τότε προς τον Μωϋσήν ο Γέροντας.
– Να! αυτούς που βλέπεις είναι εκείνοι, που
στέλνει ο Κύριος να βοηθήσουν τους αγίους που αγωνίζονται. Αυτοί προς δυσμάς
είναι αυτοί που μας πολεμούν. Περισσότεροι είναι οι σύμμαχοί μας. Γι’ αυτό έχε
θάρρος. Τότε ο Αββάς
Μωϋσής γύρισε στο κελλί του ευχαριστώντας τον Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου