Ιωάννης ο μέγας
Πρόδρομος και Βαπτιστής του Κυρίου ήτο υιός Ζαχαρίου του Αρχιερέως και της Ελισάβετ,
εξ επαγγελίας του Αρχαγγέλου Γαβριήλ γεννηθείς, απεκεφαλίσθη δε σήμερον υπό του
Ηρώδου Αντύπα, διότι ήλεγχεν αυτόν δια την παράνομον μίξιν μετά της Ηρωδιάδος.
Ούτος εμαρτυρήθη υπό του Δεσπότου Χριστού, ότι είναι ο μέγιστος πάντων των εκ
κοιλίας μητρός εξελθόντων και ο εκλεκτότατος των Προφητών.
Ούτος εσκίρτησεν εκ κοιλίας μητρός του, εκήρυξε δε τον Χριστόν και εις τους ζώντας εν τη γη άνω και εις τας ψυχάς των τεθνεώτων εν τω Άδη κάτω. Ούτος είναι ο μέγας Ιωάννης εκείνος, ο οποίος ήτο ενδεδυμένος την αγιότητα εκ κοιλίας μητρός του, ο οποίος είχεν εγκάτοικον εν τη ψυχή του την παρθενίαν και καθαρότητα, και ηγάπησεν εγκαρδίως την σωφροσύνην, ο οποίος ήσκεισε την νηστείαν και ατροφίαν και κακουχίαν και έγινεν αλλότριος πάσης συναναστροφής μετά των ανθρώπων, ο οποίος κατώκησεν εις την έρημον, και συνανεστρέφετο μετά των αγρίων θηρίων, και εκαλύπτετο με τρίχας καμήλου και έζωνε την οσφύν του με ζώνην δερματίνην, ο οποίος είχε τροφήν ετοίμην και αυτοσχέδιον ως τα πετεινά, και ο οποίος ηξιώθη να υπερβή τους όρους της φύσεως, και να βαπτίση τον καθαρόν και αμόλυντον Χριστόν τον πάσης επέκεινα φύσεως. Αυτός, ο τοσούτος και τηλικούτος Άγιος, επειδή εμελέτα πάντοτε τον θείον Νόμον, όλα τα του κόσμου ενόμιζε δεύτερα και κατώτερα της τηρήσεως του θείου Νόμου. Ο δε Ηρώδης, τετράρχης ων της Ιουδαίας, καθό ασελγέστατος και ακόλαστος άνθρωπος, ήλθεν εις αθεμίτους σχέσεις μετά της Ηρωδιάδος, συζύγου του αδελφού του Φιλίπου, εν ω ούτος αφ’ ενός μεν έζη εισέτι, αφ’ ετέρου δε είχε και θυγατέρα μετ’ αυτής, αι παραβάσεις δε αύται αμφότεραι ήσαν εναντίαι του θείου Νόμου. Όθεν ο μέγας Πρόδρομος, υπό ενθέου ζήλου κινηθείς και οπλισθείς τα όπλα της αληθείας, έλεγε προς τον ασελγή βασιλέα: «Δεν σοι είναι επιτετραμμένον να έχης την γυναίκα του αδελφού σου». Μη υποφέρων δε τον έλεγχον τούτον ο Ηρώδης έδεσε τον χαριτώνυμον Ιωάννην και έρριψεν αυτόν εν τη φυλακή, παρακινούμενος εις ταύτα υπό της ακολάστου και μοιχαλίδος Ηρωδιάδος. Εορταζομένης λοιπόν υπό του Ηρώδου και των αρχόντων της επετείου ημέρας της γεννήσεώς του παρετέθη τράπεζα και έγινε φιλήδονον συμπόσιον, καθ’ ό ο Ηρώδης εξώκειλεν εις μέθην και αφροσύνην, επειδή δε εχόρευσεν η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος έμπροσθεν του βασιλέως, αντημείφθη δια τον άσεμνον χορόν της με τον φόνον, φεύ! του μεγάλου Προφήτου. Πάραυτα λοιπόν εφέρθη εν τω μέσω της τραπέζης επί πινακίου η προδρομική κεφαλή του δικαίου, εισέτι αιμοσταγής, και ωσεί ελέγχουσα σιωπηλώς τον Ηρώδην· εδόθη δε εις την ακόλαστον και μοιχαλίδα γυναίκα. Ταύτα δε εγίνοντο εν Σεβαστουπόλει, ήτις απέχει της Ιερουσαλήμ μιάς ημέρας διάστημα, ένθα και ο μετά τον Ηρώδην τετράρχης έκτισε τα βασιλικά του παλάτια, και το ρηθέν προφητοκτόνον συμπόσιον ετελέσθη. Το πάντιμον δε και άγιον σώμα του μεγάλου Προδρόμου εκηδεύθη εκεί υπό των ιδίων του μαθητών, οίτινες ήλθον και ήραν αυτό και έθηκαν εν Μνημείω (Μάρκου στ: 21-29), ευλαβώς και εντίμως. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τω προφητικώ του Ναώ τω κειμένω εις τόπον καλούμενον Φαρακίου.
Ούτος εσκίρτησεν εκ κοιλίας μητρός του, εκήρυξε δε τον Χριστόν και εις τους ζώντας εν τη γη άνω και εις τας ψυχάς των τεθνεώτων εν τω Άδη κάτω. Ούτος είναι ο μέγας Ιωάννης εκείνος, ο οποίος ήτο ενδεδυμένος την αγιότητα εκ κοιλίας μητρός του, ο οποίος είχεν εγκάτοικον εν τη ψυχή του την παρθενίαν και καθαρότητα, και ηγάπησεν εγκαρδίως την σωφροσύνην, ο οποίος ήσκεισε την νηστείαν και ατροφίαν και κακουχίαν και έγινεν αλλότριος πάσης συναναστροφής μετά των ανθρώπων, ο οποίος κατώκησεν εις την έρημον, και συνανεστρέφετο μετά των αγρίων θηρίων, και εκαλύπτετο με τρίχας καμήλου και έζωνε την οσφύν του με ζώνην δερματίνην, ο οποίος είχε τροφήν ετοίμην και αυτοσχέδιον ως τα πετεινά, και ο οποίος ηξιώθη να υπερβή τους όρους της φύσεως, και να βαπτίση τον καθαρόν και αμόλυντον Χριστόν τον πάσης επέκεινα φύσεως. Αυτός, ο τοσούτος και τηλικούτος Άγιος, επειδή εμελέτα πάντοτε τον θείον Νόμον, όλα τα του κόσμου ενόμιζε δεύτερα και κατώτερα της τηρήσεως του θείου Νόμου. Ο δε Ηρώδης, τετράρχης ων της Ιουδαίας, καθό ασελγέστατος και ακόλαστος άνθρωπος, ήλθεν εις αθεμίτους σχέσεις μετά της Ηρωδιάδος, συζύγου του αδελφού του Φιλίπου, εν ω ούτος αφ’ ενός μεν έζη εισέτι, αφ’ ετέρου δε είχε και θυγατέρα μετ’ αυτής, αι παραβάσεις δε αύται αμφότεραι ήσαν εναντίαι του θείου Νόμου. Όθεν ο μέγας Πρόδρομος, υπό ενθέου ζήλου κινηθείς και οπλισθείς τα όπλα της αληθείας, έλεγε προς τον ασελγή βασιλέα: «Δεν σοι είναι επιτετραμμένον να έχης την γυναίκα του αδελφού σου». Μη υποφέρων δε τον έλεγχον τούτον ο Ηρώδης έδεσε τον χαριτώνυμον Ιωάννην και έρριψεν αυτόν εν τη φυλακή, παρακινούμενος εις ταύτα υπό της ακολάστου και μοιχαλίδος Ηρωδιάδος. Εορταζομένης λοιπόν υπό του Ηρώδου και των αρχόντων της επετείου ημέρας της γεννήσεώς του παρετέθη τράπεζα και έγινε φιλήδονον συμπόσιον, καθ’ ό ο Ηρώδης εξώκειλεν εις μέθην και αφροσύνην, επειδή δε εχόρευσεν η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος έμπροσθεν του βασιλέως, αντημείφθη δια τον άσεμνον χορόν της με τον φόνον, φεύ! του μεγάλου Προφήτου. Πάραυτα λοιπόν εφέρθη εν τω μέσω της τραπέζης επί πινακίου η προδρομική κεφαλή του δικαίου, εισέτι αιμοσταγής, και ωσεί ελέγχουσα σιωπηλώς τον Ηρώδην· εδόθη δε εις την ακόλαστον και μοιχαλίδα γυναίκα. Ταύτα δε εγίνοντο εν Σεβαστουπόλει, ήτις απέχει της Ιερουσαλήμ μιάς ημέρας διάστημα, ένθα και ο μετά τον Ηρώδην τετράρχης έκτισε τα βασιλικά του παλάτια, και το ρηθέν προφητοκτόνον συμπόσιον ετελέσθη. Το πάντιμον δε και άγιον σώμα του μεγάλου Προδρόμου εκηδεύθη εκεί υπό των ιδίων του μαθητών, οίτινες ήλθον και ήραν αυτό και έθηκαν εν Μνημείω (Μάρκου στ: 21-29), ευλαβώς και εντίμως. Τελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τω προφητικώ του Ναώ τω κειμένω εις τόπον καλούμενον Φαρακίου.
ΛΟΓΟΣ Α΄ Εις την
αποτομήν της τιμίας Κεφαλής του Αγίου ενδίξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού
ΙΩΑΝΝΟΥ. (εκ του «Νέου Θησαυρού» Γ.
Σουγδουρή)
Προ
της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ήτο
ηγεμών της Ιουδαίας αλλόφυλός τις, Αντίπατρος ονόματι, αλλόφυλοι δε ελέγοντο
όσοι δεν ήσαν εκ της θρησκείας των Εβραίων. Ούτος λαβών γυναίκα την θυγατέρα
του βασιλέως της Αραβίας, Κύπρον λεγομένην, εγέννησεν εξ αυτής τέσσαρας υιούς,
Φάσαιλον, Ηρώδην, Ιώσηπον και Φερώραν· και ο μεν
Φάσαιλος εγένετο ηγεμών των Ιεροσολύμων, και ολίγον καιρόν ηγεμονεύσας εφονεύθη
υπό των Πάρθων. Ο δε Ιώσηπος ετελεύτησεν ιδιώτης. Ομοίως δε και ο Φερώρας,
φθονηθείς υπό του αδελφού αυτού Ηρώδου, απέθανε φαρμάκω. Ο δε Ηρώδης ούτος,
τέταρτος υιός του Αντιπάτρου, πρώτον μεν εγένετο ηγεμών της Γαλιλαίας· μετά δε
τον θάνατον του αδελφού του Φασαίλου, επήγε και προσεκύνησε τον Καίσαρα της
Ρώμης Αύγουστον, και παρέλαβε την ηγεμονίαν της Ιουδαίας. Επί του Ηρώδου τούτου
εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εκ της Παρθένου Μαρίας, διότι έπρεπε να
πληρωθή η προφητεία του πατριάρχου Ιακώβ η λέγουσα· «Ουκ εκλείψει άρχων εξ
Ιούδα, ουδέ ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη ω απόκειται». Ελθόντος δε
του Χριστού αυτοδικαίως έλειψαν τότε εις τον καιρόν της γεννήσεώς του οι βασιλείς
των Ιουδαίων και εβασίλευσεν εις αυτούς ο αλλόφυλος Ηρώδης. Ούτος, καθό
εθνικός, δεν ήτο ευπρόσδεκτος εις τους Εβραίους·
δια τούτο πολλούς εξ αυτών εφόνευσε, κατέκαυσε δε και τας αναγραφάς των φυλών
και των γενεών, όπου ήσαν συνηθροισμέναι από τον καιρόν του Έσδρα, ίνα μη
γνωρίζη κανείς των Ιουδαίων από ποίαν φυλήν ή γενεάν κατήγετο. Όχι δε μόνον
τούτο εποίησεν, αλλά και την ιερατικήν στολήν έβαλεν εις το θησαυροφυλάκιόν
του, ίνα όστις θελήση να γίνη Αρχιερεύς να του δίδη πρώτον αργύρια, και ούτω να
λαμβάνη ταύτην εξ αυτού. Ούτος εφόνευσε και τας δέκα τέσσαρας χιλιάδας βρέφη
δια να φονεύση μεταξύ αυτών και τον Χριστόν. Ηγεμονεύσας ο Ηρώδης επί 37
συναπτά έτη απέθανεν υπό μεγάλης και χαλεπούς ασθενείας. Αφήκε δε διαθήκην, ίνα
οι τέσσαρες υιοί του μοιρασθώσιν εξ ίσου την βασιλείαν του, δια τούτο
ωνομάζοντο τετράρχαι, ότι εκάτερος εκ των τεσσάρων είχε το τέταρτον μέρος της
αρχής και εξουσίας του πατρός του. Και πρώτος ήτο ο Αρχέλαος, ο οποίος εξουσιάσας
την Ιουδαίαν επί εννέα έτη απέθανεν άτεκνος. Δεύτερος ήτο ο Φίλιππος, όστις
ήρχε της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδος χώρας. Τρίτος ήτο ο Λυσανίας, ο οποίος
εξουσίαζε την Αβιληνήν. Τέταρτος δε ήτο ο Αντύπας, ο οποίος εις μεν την ηλικίαν
ήτο δεύτερος των άλλων αδελφών, ομοιάζων δε τον μιαρόν και φονέα πατέρα του εις
την γνώμην, ωνομάζετο και αυτός Ηρώδης και ετετράρχει της Γαλιλαίας. Ο
μιαρώτατος ούτος τετράρχης, κεκυριευμένος ων όλος υπό της αισχράς επιθυμίας,
εξεδίωξε την γυναίκα του την νόμιμον, η οποία ήτο θυγάτηρ του Αρέτα, βασιλέως
της Αραβίας, περί ου γράφει και ο Απόστολος Παύλος, ότι έλαβεν εις γυναίκα την
Ηρωδιάδα, την γυναίκα του αδελφού αυτού Φιλίππου, τούτου έτι ζώντος, η οποία
είχε με τον Φίλιππον μίαν θυγατέρα, λεγομένην Σαλώμην. Τούτον τον Ηρώδην ήλεγχε
καθ’ εκάστην ημέραν ο τίμιος Πρόδρομος ως παράνομον και ασεβή, κατά δύο
τρόπους. Πρώτον μεν, διότι εξεδίωξε την γυναίκα αυτού την νόμιμον και επήρε την
Ηρωδιάδα, ζώντος του ανδρός αυτής Φιλίππου· δεύτερον δε ότι ο μωσαϊκός νόμος
προστάσσει να λαμβάνη ο αδελφός την γυναίκα του αδελφού του, εάν ούτος αποθάνη
και δεν αφήση παιδίον· εκείνη όμως είχε θυγατέρα εκ του Φιλίππου την Σαλώμην·
αλλ’ εκείνος, μη υπομένων τους ελέγχους και την κατηγορίαν του Προδρόμου,
πρώτον μεν έβαλεν αυτόν εις φυλακήν, μετά δε ταύτα αποστείλας στρατιώτας
απεκεφάλισεν αυτόν. Αλλ’ επειδή έως ώδε εφέραμεν την διήγησίν μας, ευλογημένοι
Χριστιανοί, πρέπει να φέρωμεν εις το μέσον τον θείον Ευαγγελιστήν Μάρκον, ίνα
ακούσωμεν παρ’ αυτού πλέον βεβαιότερον, ποία ήτο η αιτία της αποτομής της
τιμίας κεφαλής του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. «Τω καιρώ
εκείνω ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης την ακοήν του Ιησού (φανερόν γαρ εγένετο το
όνομα αυτού), και έλεγεν, ότι Ιωάννης ο βαπτίζων εκ νεκρών ηγέρθη, και δια
τούτο ενεργούσιν αι δυνάμεις εν αυτώ. Άλλοι έλεγον· ότι Ηλίας εστίν· άλλοι δε
έλεγον ότι Προφήτης εστίν, ή ως εις των Προφητών. Ακούσας δε ο Ηρώδης είπεν,
ότι, ον εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην, ούτός εστιν· αυτός ηγέρθη εκ νεκρών». Ήτοι
άλλοι έλεγον ότι ο Προφήτης Ηλίας είναι, άλλοι έλεγον ότι Προφήτης είναι, ή ως
ένας από τους παλαιούς Προφήτας. Ο δε Ηρώδης έλεγεν, ότι εκείνος ο Ιωάννης, τον
οποίον απεκεφάλισα εγώ, είναι ο Χριστός και ανέστη εκ νεκρών. Επί της περικοπής
ταύτης του Ιερού Ευαγγελίου έχομεν τας εξής πέντε απορίας. Πρώτην, εις ποίον
καιρόν λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος, ότι ήκουσεν ο Ηρώδης το όνομα του Χριστού. Δευτέραν,
διατί ονομάζει ο Ευαγγελιστής τον Ηρώδην βασιλέα, ενώ ήτο τετράρχης, καθώς
ανωτέρω απεδείξαμεν. Τρίτην, πόσοι βασιλείς είναι Ηρώδαι λεγόμενοι, τους
οποίους αναφέρει η θεία Γραφή της Νέας Διαθήκης. Καλόν είναι να το μάθωμεν και
αυτό, διότι εις μεν το δεύτερον κεφάλαιον του κατά Ματθαίον αγίου Ευαγγελίου
ακούομεν ότι ο Ηρώδης ο βασιλεύς της Ιουδαίας εφόνευσε τα βρέφη της Βηθλεέμ,
από δύο ετών και κατωτέρω, κατά τον καιρόν καθ’ ον εγεννήθη ο Χριστός εκ της
Παρθένου· πάλιν δε σήμερον ακούομεν, ότι ο Ηρώδης εφόνευσε τον Πρόδρομον, ενώ
παρήλθον από Χριστού Γεννήσεως έτη τριάκοντα. Ομοίως δε και εις το κγ΄ (23)
Κεφάλαιον των Αποστολικών Πράξεων ακούομεν, ότι ο βασιλεύς Ηρώδης εφόνευσε τον
Απόστολον Ιάκωβον, τον αδελφόν του Θεολόγου Ιωάννου, και ηβουλήθη να φονεύση
και τον Απόστολον Πέτρον, αλλ’ Άγγελος Κυρίου ηλευθέρωσεν αυτόν εκ της φυλακής.
Ίνα μη σφάλωμεν λοιπόν νομίζοντες ότι εις και ο αυτός είναι ο Ηρώδης, δια τούτο
πρέπει να μάθωμεν πόσοι Ηρώδαι είναι. Τετάρτην απορίαν έχομεν, διατί ο Ηρώδης
ενόμιζεν, ότι ο Πρόδρομος Ιωάννης ανέστη εκ των νεκρών. Πέμπτην δε, διατί
ενόμιζον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι ο Προφήτης Ηλίας ή ως εις των Προφητών.
Αυτάς τας πέντε απορίας έχομεν. Και δια την πρώτην απορίαν λέγομεν, ότι, ως
φαίνεται, μετά καιρόν πολύν, αφ’ ότου ήρχισεν ο Ιησούς να διδάσκη και να
θαυματουργή, ήκουσεν ο Ηρώδης το όνομά του. Και όχι μόνον παρήλθε καιρός έως
τότε, αλλά και αφ’ ότου επεκεφαλίσθη ο Τίμιος Πρόδρομος ημέραι πολλαί παρήλθον
έως ότου έμαθεν ο Ηρώδης τα περί Χριστού. Διότι και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος,
πριν να έλθη εις την διήγησιν ταύτην, προλαβών έγραψεν ότι ο Ιωάννης, ακούσας
εν τω δεσμωτηρίω τα έργα του Χριστού, έπεμψε δύο μαθητάς αυτού προς αυτόν, ο δε
Χριστός μετά ταύτα είπε μαρτυρίας αγαθάς περί του Ιωάννου, ιάτρευσε τον έχοντα
την χείρα εξηραμμένην, εθεράπευσε τον δαιμονιζόμενον τυφλόν και κωφόν, ωνείδισε
τους Φαρισαίους, και καθίσας περί τον αιγιαλόν εδίδασκε τους όχλους εν
παραβολαίς· μετά δε ταύτα ανεχώρησεν εις την πατρίδα του την Ναζαρέτ. Ο
Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει, ότι η αμαρτωλός γυνή ήλειψε τον Χριστόν με το μύρον
εις τον οίκον του Φαρισαίου Σίμωνος, ότι ο Χριστός ιάτρευσε τον δαιμονιζόμενον
εις την χώραν των Γαδαρηνών, ανέστησε την θυγατέρα του Αρχισυναγώγου Ιαείρου
και ότι απέστειλε τους δώδεκα Μαθητάς να διδάσκωσι και να θεραπεύωσι τους
ασθενείς. Δια ταύτα και άλλα περισσότερα, άπερ λέγουσιν οι θείοι Ευαγγελισταί,
απαιτούνται ημέραι πολλαί εις τελείωσιν· όθεν συμπεραίνομεν, ότι περίπου εξ
μήνες παρήλθον, αφ’ ότου εφόνευσε τον Ιωάννην ο Ηρώδης, έως ου ήκουσε τα περί
του Χριστού. Ίδετε δε και την υπερηφανίαν του Ηρώδου άπασαι αι πόλεις της
Γαλιλαίας και της Ιουδαίας, και οι άνθρωποι οι εγγύς και οι μακρόθεν, πάντες
εγίνωσκον τα περί Χριστού, βλέποντες τα θαύματά του και ακούοντες την
διδασκαλίαν του και ο Ηρώδης, όστις ήτο αρχηγός εις αυτούς τους τόπους, μόλις
και μετά βίας μετά τοσούτον καιρόν ήκουσε το όνομά του. Τοιαύτην συνήθειαν
έχουσιν οι άρχοντες οι υπερήφανοι και αδικηταί βραδύνουν να μάθουν τα καλά, τα
οποία γίνονται εις την επαρχίαν των, πολύ δε περισσότερον, όταν έχουν και
υπηρέτας κακούς. Εάν όμως γίνη καμμία παραμικρά σύγχυσις, παρευθύς ούτοι την
φέρουν εις τας ακοάς του κυρίου των· εάν δε τύχη να ζη άνθρωπος ενάρετος ή
αγαθός και άξιος τιμής, ή τον διαβάλλουσιν ως κακόν προς τον εξουσιαστήν των, ή
ουδέ ενθύμησιν του δίδουν περί εκείνου· τοιούτοι ήσαν και οι αυλοκόλακες του
Ηρώδου· δεν του ανέφερον επί τοσούτον καιρόν τα περί του Χριστού, και δια τούτο
ουδέ αυτός ηδυνήθη τότε συντόμως να ακούση το όνομα του Χριστού. Αύτη είναι η
λύσις της πρώτης απορίας. Δια την δευτέραν απορίαν λέγομεν, ότι αδιαφόρως
γράφει τούτο ο Ευαγγελιστής, και δεν λεπτολογεί περί τας λέξεις, διότι ήξευρεν
ο Ευαγγελιστής, ότι βασιλεύς λέγεται εκείνος, ο οποίος δεν έχει συνάρχοντα εις
την βασιλείαν του· ο δε Ηρώδης ελέγετο τετράρχης, διότι είχε το τέταρτον μέρος
της βασιλείας του πατρός του. Ότι δε αληθώς τετράρχης ήτο ο Ηρώδης και ουχί
βασιλεύς, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος εις το ιδ΄ κεφάλαιον και ο Λουκάς εις το θ΄
βεβαιώνουσι τούτο. Αρκούσι τοσαύτα και δια την δευτέραν απορίαν. Ερχόμεθα ήδη
εις την λύσιν της τρίτης απορίας, ήτις είναι: πόσοι βασιλείς είναι Ηρώδαι
ονομαζόμενοι, οι οποίοι αναφέρονται εις την θείαν Γραφήν; Και λέγομεν, ότι
τρεις είναι· πρώτος ο υιός του αλλοφύλου Αντιπάτρου, όστις ήτο εις τον καιρόν
της Γεννήσεως του Χριστού, και εφόνευσε τας δεκατέσσαρας χιλιάδας βρέφη, εξ ου
ωνομάζετο βρεφοκτόνος. Δεύτερος, ο υιός τούτου, ο οποίος ελέγετο Αντύπας, περί
ου αναφέρει και σήμερον ο Ευαγγελιστής Μάρκος, ότι εφόνευσε τον Πρόδρομον.
Τρίτος ο υιός του Αριστοβούλου, όστις ωνομάζετο Αγρίππας, ο οποίος παρέλαβε την
ηγεμονίαν της Γαλιλαίας τότε νεωστί, εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού, και
μετά ταύτα εφόνευσε και τον Ιάκωβον, τον υιόν του Ζεβεδαίου. Ότι δε τρεις είναι
Ηρώδαι και ότι άλλος Ηρώδης ήτο εκείνος, όστις εφόνευσε τα βρέφη, και άλλος
εκείνος όστις ήτο εις τον καιρόν του πάθους του Χριστού, το γράφει ο Ευσέβιος
Παμφίλου εν τω β΄ λόγω της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, και ο Φλάβιος Ιώσηπος εν τω
ιη΄ λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας. Ταύτα περί της τρίτης απορίας. Προς δε την
τετάρτην απορίαν, ότι διατί ο Ηρώδης ενόμιζεν ότι ανέστη εκ των νεκρών ο
Πρόδρομος, λέγομεν, ότι ο Ηρώδης, ακούων τα θαύματα άτινα εποίει ο Χριστός,
εσκέπτετο, ότι τα τοιαύτα θαύματα άλλος δεν θα ηδύνατο να κάμη, ειμή μόνον ο
Πρόδρομος Ιωάννης, ως άγιος και δίκαιος και ασκητής, όστις επειδή αδίκως
εφονεύθη ανέστη εκ νεκρών και απέκτησε την ενέργειαν των θαυμάτων. Ίδετε την
αγνωσίαν του Ηρώδου· όταν τον είχε ζώντα, δεν τον ήθελε και τώρα νεκρόν τον
φοβείται και ζητεί να τον ίδη, ως γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις το θ΄
κεφάλαιον· «Και εζήτει ιδείν αυτόν». Δια τούτο λέγει και τις σοφός των Ελλήνων,
ότι οι άνθρωποι οι κακοί εις την γνώμην, όταν έχωσι τα αγαθά εις τας χείρας των
δεν τα γνωρίζουσιν, όταν όμως τους τα αφαιρέση τις, τότε τα ενθυμούνται. Έχομεν
εν συντόμω και την λύσιν της τετάρτης απορίας. Δια δε την πέμπτην, διατί τάχα
ενόμιζον οι άνθρωποι, ότι ο Χριστός είναι ο Προφήτης Ηλίας ή ως εις των
Προφητών, λέγομεν, ότι ως Ηλίαν μεν ενόμιζον τον Χριστόν, διότι έβλεπον, ότι
όσα εποίησεν ο Ηλίας εις τους τότε καιρούς, τα κάμνει και ο Χριστός. Ενήστευσεν
εκείνος τεσσαράκοντα ημέρας, ενήστευσε και ο Χριστός τοσαύτας ημέρας· ανέστησεν
εκείνος νεκρόν, τον υιόν της χήρας, ανέστησε και ο Χριστός εις την Ναϊν την
πόλιν τον υιόν της χήρας, και μετά ταύτα την θυγατέρα του αρχισυναγώγου·
επέρασεν εκείνος αβρόχοις ποσί τον Ιορδάνην ποταμόν, περιεπάτησε και ο Χριστός
επάνω της θαλάσσης· προσηύξατο εκείνος και κατέβη βροχή εκ του ουρανού,
επετίμησε και ο Χριστός τους ανέμους και την θάλασσαν, και επαύσαντο της
ταραχής· ηυλόγησεν εκείνος της Σαραφθίας το καδδίον και δεν έλειψε το άλευρον,
ηυλόγησε και ο Χριστός τους πέντε άρτους και εχορτάσθησαν πέντε χιλιάδες λαός·
‘ηλεγχεν εκείνος τους ιερείς των ειδώλων και τον βασιλέα Αχαάβ, ήλεγχε και ο
Χριστός τους Φαρισαίους και Γραμματείς λέγων· «ω γενεά άπιστος και
διεστραμμένη». Ακούσατε δε και άλλην αιτίαν δια την οποίαν έλεγον οι άνθρωποι,
ότι ο Χριστός είναι αυτός ο Ηλίας· είναι δε αύτη ότι ο Προφήτης Μαλαχίας λέγει
εις το δ΄ κεφάλαιον ως εκ προσώπου του Θεού· «ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον
Θεσβίτην». Επειδή δε ο Προφήτης Μαλαχίας, υστερώτερος ων του Προφήτου Ηλία,
είπε, ότι μέλλει να έλθη πάλιν ο Προφήτης Ηλίας, δια τούτο οι άνθρωποι ανέμενον
τον Ηλίαν. Δια ταύτας τας δύο αιτίας ενόμιζον οι άνθρωποι δια τον Χριστόν, ότι
είναι ο Προφήτης Ηλίας. Προφήτην δε τον ενόμιζον, ή ως ένα των Προφητών, διότι
ως οι Προφήται οι περισσότεροι δεν ήξευραν γράμματα, μόνον εκ Πνεύματος Αγίου
ελάλουν, ομοίως και ο Χριστός, μη γνωρίζων γράμματα, εδίδασκε τους Εβραίους εν
παραβολαίς· δια τούτο και άλλοτε θαυμάζοντες έλεγον·
«Πως ούτος οίδε γράμματα μη μεμαθηκώς;» Αλλ’ επειδή ελύσαμεν τας πέντε απορίας,
ας έλθωμεν και εις την άλλην ρήσιν του Ευαγγελιστού Μάρκου. «αὐτὸς γὰρ
ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα
τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. ἔλεγεν γὰρ ὁ Ἰωάννης
τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν
αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην,
εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ
πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε».
Έχομεν και ώδε εξ ζητήματα· πρώτον μεν, πως έλαβεν ο Ηρώδης την γυναίκα
του αδελφού του· δεύτερον, ποίον νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης, συζευχθείς την
γυναίκα του αδελφού του· τρίτον, άραγε ο Ηρώδης ούτος Εβραίος ήτο κατά την
θρησκείαν ή αλλόφυλος; Διότι τινές τον λέγουσιν αλλόφυλον. Τέταρτον, τίνος
ένεκεν τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος και δεν εσιώπα· πέμπτον, πόθεν εγίγνωσκεν ο
Ηρώδης τον Ιωάννην, ως λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι ήτο άνθρωπος άγιος και δίκαιος·
έκτον, αφ’ ου τον ήξευρεν άγιον και δίκαιον και μετά πάσης προθυμίας ήκουε τους
λόγους του, διατί τον εφόνευσε. Και δια μεν το πρώτον ζήτημα λέγομεν ιστορίαν
τινά, δανεισθέντες παρά του Φλαβίου Ιωσήπου, όστις ήτο άνθρωπος σοφός, Εβραίος
την θρησκείαν, τεσσαράκοντα έτη μετά από την σταύρωσιν του Χριστού, επί της
βασιλείας του Καίσαρος Ουεσπασιανού· έγραψε δε εις πολλά βιβλία Ελληνιστί τας
από κτίσεως κόσμου Ιστορίας, μέχρι και της τελευταίας αλώσεως των Ιεροσολύμων·
ο θείος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μάλιστα ονομάζει τον Φλάβιον φιλαλήθη και αψευδή
ιστοριογράφον. Κατά το ζ΄ (7) όθεν κεφάλαιον του ιη΄ (18) λόγου της Ιουδαϊκής
Αρχαιολογίας του Φλαβίου, ο Ηρώδης ούτος, ο και Αντύπας λεγόμενος, ακόμη όταν
έζη ο πατήρ του, ο βρεφοκτόνος Ηρώδης, είχε λάβει εις γυναίκα την θυγατέρα του
Αρέτα του βασιλέως της Πετραίας Αραβίας, διότι είναι και άλλη, Ευδαίμων Αραβία
ονόματι. Εφ’ όσον λοιπόν έζη ο βρεφοκτόνος Ηρώδης, είχε και ούτος ο Αντύπας
Ηρώδης την γυναίκα του και συνεβίουν εν συμπνοία· μετά τον θάνατον όμως του
πατρός του, ακούσατε εις ποίον κρημνόν τον ωδήγησεν η μυσαρά αγάπη. Ο πατήρ
του, όταν απέθνησκεν, είχεν αφήσει διαθήκην ότι ο μεγαλύτερος υιός του Αρχέλαος
να λάβη μετά του θρόνου την Ιουδαίαν και την Σαμάρειαν, οι δε άλλοι τρεις, ήτοι
ούτος ο Αντύπας, ο Φίλιππος και ο Λυσανίας να λάβωσι τας έξω επαρχίας, την
Γαλιλαίαν, την Ιτουραίαν και την Αβιληνήν. Ώρισε δε τον Καίσαρα της Ρώμης
Τιβέριον εκτελεστήν και κηδεμόνα της διαθήκης του. Ο Ηρώδης όμως ούτος,
εναντιούμενος προς τον αδελφόν του τον Αρχέλαον περί του θρόνου, και θέλων να
γίνη αυτός εξουσιαστής της Ιουδαίας, επειδή είχε τα Ιεροσόλυμα και τον ναόν των
Εβραίων, ηβουλήθη να υπάγη εις την Ρώμην προς τον Τιβέριον επί τω σκοπώ τούτω.
Αναχωρών λοιπόν εις Ρώμην επεσκέφθη τον αδελφόν του Φίλιππον, αλλ’ εκεί είδε
και την γυναίκα αυτού την Ηρωδιάδα, η οποία ήτο θυγάτηρ μεν του Αριστοβούλου,
αδελφή δε του Αγρίππα του μετονομασθέντος Ηρώδου, περί του οποίου προείπομεν,
ότι ήτο εις τον καιρόν της σταυρώσεως του Χριστού. Και ως την είδε, παρευθύς
εισήλθεν εις έρωτα σατανικόν, και κάμνει ορκωμοσίαν μετ’ αυτής, ότι όταν
επιστρέψη εκ Ρώμης, να διώξη μεν την θυγατέρα του Αρέτα, να λάβη δε αυτήν την
Ηρωδιάδα εις γυναίκα του. Αφού λοιπόν επέστρεψεν εκ Ρώμης ήρχισε να μισή την
πρώτην του γυναίκα, άνευ ουδεμιάς αιτίας· αύτη δε μαθούσα παρά τινος εμπίστου
ευνούχου της την υπόθεσιν ότι ώμοσε να συζευχθή την Ηρωδιάδα και να εκδιώξη
αυτήν, εσκέφθη τίνι τρόπω να ελευθερωθή από τας χείρας του χωρίς να εκτεθή
προφασισθείσα όθεν ασθένειαν μετέβη εις τας θέρμας. Ήσαν δε τότε θερμά ύδατα
πλησίον της Ιεριχούς εις εν φρούριον, όπερ ωνομάζετο Μαχαιρούς και έκειτο
σύνορον εις το μέσον της Γαλιλαίας, την οποίαν ώριζεν ο Ηρώδης, και της
Αραβίας, την οποίαν ώριζεν ο Αρέτας. Απ’ εκεί έστειλεν επιστολάς κρυφίως εις
τον πατέρα της, να στείλη ανθρώπους να την παραλάβωσι, διότι μέλλει να την
φονεύση ο σύζυγός της δια τον έρωτα της Ηρωδιάδος· παρευθύς δε ο Αρέτας
αποστείλας στρατιώτας την παρέλαβε και την διέσωσε. Τότε ο μιαρός Ηρώδης, ευρών
εύλογον αιτίαν, εφανέρωσε την μιαράν του βουλήν, και συνεζεύχθη την Ηρωδιάδα,
κατά την συμφωνίαν των. Είχε δε η Ηρωδιάς εκ του Φιλίππου τότε μίαν θυγατέρα,
ονομαζομένην Σαλώμην, ως το προείπομεν, την οποίαν, όταν ήλθεν εις τον Ηρώδην,
την συμπαρέλαβε, κορασίδα ούσαν μικράν. Τοιουτοτρόπως, ευλογημένοι Χριστιανοί,
έλαβεν ο Ηρώδης την γυναίκα του αδελφού του. Έχομεν όθεν την λύσιν του πρώτου
ζητήματος. Προς δε το δεύτερον, ποίον νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης, λαβών την
γυναίκα του αδελφού του, λέγομεν, ότι πρώτον μεν νόμον μωσαϊκόν παρέβη ο Ηρώδης
τον εξής, όστις λέγει εις το ιη΄ κεφάλαιον του Λευϊτικού «Ασχημοσύνην γυναικός
αδελφού σου ουκ αποκαλύψεις· ασχημοσύνη αδελφού σου εστιν». Δεύτερον δε νόμον
παρέβη τον λέγοντα, εις το κ΄ (20) κεφάλαιον του αυτού Λευϊτικού «Ός εάν λάβη
γυναίκα του αδελφού αυτού, ακαθαρσία εστιν· ασχημοσύνην του αδελφού αυτού
απεκάλυψεν, άτεκνοι αποθανούνται». Τρίτον δε νόμον παρέβη, τον κελεύοντα εν τω
κε΄ (25) κεφαλαίω του Δευτερονομίου: «Εάν δε κατοικώσιν αδελφοί επί τω αυτό και
αποθάνη εις εξ αυτών, σπέρμα δε μη η αυτώ, ουκ έσται η γυνή του τεθνηκότος έξω
ανδρί μη εγγίζοντι· ο αδελφός του ανδρός αυτής
εισελεύσεται προς αυτήν, και λήψεται αυτήν εαυτώ γυναίκα και συνοικήσει αυτή
και έσται το παιδίον, ο εάν τέκη, κατασταθήσεται εκ του ονόματος του
τετελευτηκότος, και ουκ εξαλειφθήσεται το όνομα αυτού εξ Ισραήλ». Ακούετε πότε
λέγει ο μωσαϊκός νόμος, ότι είχεν εξουσίαν ο αδελφός να λαμβάνη του αδελφού του
την γυναίκα όταν αποθάνη άτεκνος; Ώστε όταν έζη ή απέθνησκε και άφηνε παιδίον,
τότε δεν είχεν εξουσίαν να την συζευγνύηται. Ο δε Ηρώδης και εις αμφότερα
παρενόμησε, διότι συνεζεύχθη την Ηρωδιάδα, ζώντος του ανδρός αυτής Φιλίππου,
και διότι, και εάν απέθνησκεν ο Φίλιππος, ουδέ τότε δεν ήτο νόμιμον να την λάβη
σύζυγον, επειδή είχεν παιδίον την Σαλώμην. Αρκούσι τοσαύτα και δια το δεύτερον
ζήτημα. Ερχόμεθα ήδη εις την λύσιν του τρίτου ζητήματος, εάν ο Ηρώδης ούτος ήτο
Εβραίος κατά την θρησκείαν ή αλλόφυλος, ως διϊσχυρίζονταί τινες ιστοριογράφοι.
Νομίζω δε ότι και τούτου του ζητήματος πάντες θα ομολογήσητε την λύσιν, ότι
Εβραίος ήτο διότι αν δεν ήτο Εβραίος, ποίαν παρανομίαν εποίησε δια την οποίαν
τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος, αφού δεν θα είχε τοιούτον νόμον να μη λαμβάνη την
γυναίκα του αδελφού του; Ώστε δεν ήτο ανάγκη να τον ελέγχη ο Πρόδρομος, εάν δεν
ήτο Εβραίος παραβάτης του μωσαϊκού νόμου· ότι δε Εβραίος ήτο ο Ηρώδης, και ο
προρρηθείς χρονογράφος Ιώσηπος το αποδεικνύει δια πολλών ιστορικών τεκμηρίων εν
τω ια΄ (11) λόγω της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας, και εν τω β΄ λόγω της Ιουδαϊκής
αλώσεως. Έχομεν λοιπόν και την λύσιν του τρίτου ζητήματος. Ερχόμεθα ήδη εις το
τέταρτον ζήτημα, το οποίον ήτο δια τι τον ήλεγχεν ο Πρόδρομος και δεν εσιώπα;
Ιδού δε η απόκρισις. Ο Τίμιος Πρόδρομος απεστάλη εκ Θεού, και ήλθεν εκ της
ερήμου εις την περίχωρον του Ιορδάνου, ίνα κηρύξη μετάνοιαν, καθώς το λέγει και
ο θείος Λουκάς εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω, ότι ήλθεν εις πάσαν την περίχωρον του
Ιορδάνου, κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών. Όθεν επειδή ήλθε δια
να κηρύξη μετάνοιαν, δια τούτο δικαίως ήλεγχε τον Ηρώδην, όπως μετανοήση και
αποδιώξη την παράνομον Ηρωδιάδα. Ήτο δε δίκαιος ο έλεγχος και επιβεβλημένος υπό
του Νόμου, διότι ο Μωϋσής εν τω ιθ΄ (19) κεφαλαίω του Λευϊτικού προστάσσει·
«Ελεγμώ ελέγξεις τον πλησίον σου, και ου λήψη δι’ αυτόν αμαρτίαν»· και ο
Προφήτης Αββακούμ εν τω β΄ (2) κεφαλαίω: «Εάν υποστείληται ο δίκαιος, ουκ
ευδοκεί η ψυχή μου εν αυτώ», ήτοι λέγει ο Θεός εάν φοβηθή ο δίκαιος και δεν
ελέγξη τον παράνομον, δεν θα είναι η αγάπη μου μετ’ αυτού. Ομοίως και ο
Προφήτης Ιερεμίας εν τω ιε΄ (15) κεφαλαίω: «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως
το στόμα μου έση». Ωσαύτως και ο Προφήτης Δαβίδ εν τω ριη΄ (118) ψαλμώ·
«Παρανόμους εμίμησα, τον δε νόμον σου ηγάπησα». Όθεν και ο Πρόδρομος, θέλων να
γίνη ως στόμα Θεού, καλώς ποιών προσεπάθει μετά καλού τρόπου να τον επιστρέψη
εκ της παρανομίας. Ότι δε ο έλεγχος του Προδρόμου δεν ήτο προς έχθραν, αλλά
προς ειρήνην, είναι ευνόητον, διότι δεν του έλεγεν, ασεβέστατε, μιαρέ και
παράνομε, διατί έλαβες την γυναίκα του αδελφού σου; Αλλά, δεν είναι νόμιμον να
έχης την γυναίκα του αδελφού σου. Τούτον τον έλεγχον προβλέπων ο Προφήτης
Μαλαχίας είπεν εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω· «Και έσομαι Μάρτυς ταχύς επί τας
φαρμακούς και επί τας μοιχαλίδας». Παραπλησίως δε και ο Προφήτης Δαβίδ λέγει·
«Και ελάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων, και ουκ ησχυνόμην».
Ταύτα και δια το τέταρτον ζήτημα. Ως προς το πέμπτον ζήτημα περί του πόθεν
εγνώριζεν ο Ηρώδης τον Ιωάννην, ότι ήτο άνθρωπος δίκαιος και άγιος,
αποκρινόμεθα ότι πρώτον πρέπει να μάθωμεν, ποίος λέγεται δίκαιος και ποίος
λέγεται άγιος, και τότε θα εννοήσωμεν εκ τίνων και ποίων σημείων εγνώριζεν ο
Ηρώδης τον Πρόδρομον άγιον και δίκαιον. Δίκαιος μεν λέγεται εκείνος ο άνθρωπος,
όστις ούτε την πλεονεξίαν αγαπά ούτε την μειονεξίαν. Και πλεονεξία μεν είναι,
όταν επί παραδείγματι εις διανομήν κοινού πράγματος προσπαθής να λάβης εσύ
περισσότερον από τους συντρόφους σου ή από άλλην συναλλαγήν, μειονεξία δε είναι
όταν εις τους άλλους δίδης το περισσότερον, και εσύ λαμβάνης το ολιγώτερον.
Ταύτα είναι έξω της δικαιοσύνης. Ομοίως εάν είσαι δικαστής, και βοηθής τους
φίλους σου, έστω και αν δεν έχουν δίκαιον, και τότε έξω της δικαιοσύνης
πράττεις· επειδή εκείνους τους αδικούντας φίλους σου, εις τους οποίους έπρεπε
να δώσης το ολιγώτερον, τους δίδεις το περισσότερον, εις δε τους άλλους,
οίτινες έχουν το δίκαιον, αλλά δεν είναι φίλοι σου, τους δίδεις το ολιγώτερον.
Ο δε δίκαιος δεν παρασύρεται από τας φιλίας ή τας έχθρας, αλλ’ εις πάντας
απονέμει το δίκαιον. Άγιος δε λέγεται εκείνος, όπου έχει την ψυχήν και το σώμα
καθαρόν από φόνους, από πορνείας και από πάσαν άλλην αμαρτίαν. Τας δύο ταύτας
αρετάς, ήτοι την αγιωσύνην και την δικαιοσύνην μόνος ο Χριστός τας είχε κυρίως
και καθολικώς· δια τούτο και ο Απόστολος Πέτρος εν τω γ΄ (3) κεφαλαίω των
Πράξεων, δημηγορών προς τους Εβραίους λέγει· «Υμείς δε τον Άγιον και Δίκαιον
ηρνήσασθε», ήτοι τον Χριστόν· οι δε άνθρωποι κατά χάριν έχουσι τας δύο ταύτας
αρετάς. Όθεν και όσοι λέγονται δίκαιοι και άγιοι διαφέρουσι μεταξύ των, και
άλλος μεν είναι ολίγον δίκαιος ή άγιος, άλλος δε περισσότερον, κατά την χρήσιν,
την οποίαν κάμνει έκαστος της δικαιοσύνης ή της ψυχής και του σώματος. Όστις
όθεν ευσεβής Χριστιανός φυλάττει τας εντολάς του Θεού λέγεται εις την Γραφήν
δίκαιος και άγιος. Και έχομεν τας περί τούτου μαρτυρίας του Προφήτου Αββακούμ
και του Αποστόλου Παύλου, διότι ο μεν Αββακούμ λέγει εν τω β΄ (2) κεφαλαίω: «Ο
δε δίκαιος εκ πίστεώς μου ζήσεται»· ο δε Παύλος εν μεν τω πρώτω κεφαλαίω της
προς Τιμόθεον πρώτης επιστολής λέγει: «Δικαίω νόμος ου κείται». Εν δε τω έκτω
της προς Κορινθίους πρώτης επιστολής: «Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς τον
έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων»; Ομοίως δε και εν τω
πρώτω της προς Εφεσίους: «Παύλος Απόστολος Ιησού Χριστού, δια θελήματος Θεού,
τοις αγίοις τοις ούσιν εν Εφέσω και πιστοίς εν Χριστώ Ιησού». Και πάλιν εν τω
πρώτω της προς Φιλιππησίους: «Παύλος και Τιμόθεος δούλοι Ιησού Χριστού, πάσι
τοις Αγίοις τοις ούσιν εν Φιλίπποις»· και εν τω
τετάρτω της αυτής: «Ασπάσασθε πάντα άγιον εν Χριστώ Ιησού, ασπάζονται ημάς
πάντες οι Άγιοι». Ωσαύτως και εις το ε΄ (5) κεφάλαιον της προς Θεσσαλονικείς
πρώτης επιστολής γράφει: «Ορκίζω υμάς τον Κύριον, αναγνωσθήναι την επιστολήν
πάσι τοις αγίοις αδελφοίς» και σχεδόν ειπείν άπειροι είναι αι περί τούτων
μαρτυρίαι της θείας Γραφής. Εφ’ όσον όθεν απεδείξαμεν δια των μαρτυριών εκ της
θείας Γραφής, ποίος λέγεται δίκαιος και ποίος λέγεται άγιος, ας έλθωμεν να
ίδωμεν από ποία δεδομένα ο Ηρώδης εγίγνωσκεν, ότι ο θείος Πρόδρομος ήτο δίκαιος
και άγιος. Δίκαιον μεν τον εγνώριζεν, διότι εδίδασκε τους τελώνας, ως λέγει ο
θείος Λουκάς, εις το γ΄ (3) κεφάλαιον, «Μηδέν πλέον παρά το διατεταγμένον υμίν
πράσσετε» και διότι ενουθέτει τους στρατιώτας, «Μηδένα διασείσητε, μηδέ
συκοφαντήσητε, και αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών». Ταύτα και τα τοιαύτα της
δικαιοσύνης είναι τεκμήρια. Άγιον δε τον ήξευρεν, ότι ήτο σχεδόν ειπείν όλως
δι’ όλου ως άσαρκος, επειδή δεν έτρωγε παντελώς όσα έτρωγον οι άλλοι άνθρωποι,
καθώς το μαρτυρεί και ο Χριστός εις το ια΄ (11) κεφάλαιον του κατά Ματθαίον
αγίου Ευαγγελίου: «Ήλθεν ο Ιωάννης, μήτε εσθίων, μήτε πίνων», αλλ’ έτρωγεν
ακρίδας και μέλι άγριον, ο δε τοιούτος εγκρατής το σώμα φανερόν είναι ότι ήτο
και τη ψυχή και το πνεύματι καθαρός και άγιος. Έχομεν και την λύσιν του πέμπτου
ζητήματος. Δια δε το έκτον ζήτημα, διατί, αφ’ ου τον εγνώριζε δίκαιον και
άγιον, και μετά καλής καρδίας ήκουσε τους λόγους του, διατί, λέγω, τον εφόνευσε;
Τούτο μόνος ο Ευαγγελιστής Μάρκος θα το λύση, λέγων την αιτίαν δι’ ην
παρεκινήθη ο Ηρώδης και τον απεκεφάλισεν. Όθεν ας ακούσωμεν τους λόγους του: «Καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρώδης τοῖς γενεσίοις
αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις
τῆς Γαλιλαίας, καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης
καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδη καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· αἴτησόν
με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὅ ἐάν με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου».
Ως γνωστόν, συνήθειαν είχον οι
παλαιοί βασιλείς οι μεν να εορτάζωσι την ημέραν, καθ’ ην εγεννήθησαν, οι δε την
ημέραν, καθ’ ην εκάθησαν εις τον βασιλικόν θρόνον ως ευτυχισμένας ημέρας. Τούτο
δε ήτο πλάνη και αφορμή προς ματαίαν δαπάνην. Κατ’ αυτήν λοιπόν την ημέραν και
ο Ηρώδης πανηγυρίζων τα γενέθλιά του εφίλευε τους άρχοντας και τους χιλιάρχους
και τους πρώτους της Γαλιλαίας, ότι αυτής μόνης ετετράρχει τότε. Ω συμποσίου
μισητού, παρανομίας και φόνου πεπληρωμένου! Ω θέατρον σατανικόν! Ω χόρευμα
παράνομον, και δωρεά τούτου παρανομωτέρα! Ω τράπεζα πλήρης αιμάτων! Είθε να μη
εγεννάσο, Ηρώδη, δια τον φόνον όπου έκαμες, διότι τον λύχνον του φωτός έσβεσας,
τον δίκαιον ηδίκησας, τον Άγιον εθανάτωσας! Τα θηρία τον ηυλαβούντο εις την
έρημον, και συ δεν τον ηυλαβήθης να μην τον φονεύσης, αλλά τον εφόνευσας δια
μιας ασέμνου κόρης την όρχησιν! Ο κόσμος όλος δεν ήτο αντάξιος της τιμίας
κεφαλής του, και συ την εχάρισες δι’ εν χόρευμα! Δεν ακούεις τον Σολομώντα,
λέγοντα εις το ε΄ (5) κεφάλαιον των Παροιμιών: «Μη πρόσεχε φαύλη γυναικί· μέλι
γαρ αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, η προς καιρόν λιπαίνει σον φάρυγγα,
ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις και ηκονημένον μάλλον μαχαίρας διστόμου»· και πάλιν εις το ιη΄ (18) «Ο κατέχων μοιχαλίδα,
άφρων και ασεβής». Δια μιας γυναικός μοιχαλίδος θέλημα, ειπέ μοι, εφόνευσας τον
Ιωάννην, τον οποίον εγνώριζες δίκαιον και Άγιον; Ω πόσα κακά ποιεί η μέθη,
ευλογημένοι Χριστιανοί! Τον βίον δαπανά, τον νουν σκοτίζει, το σώμα παραλύει,
την τιμήν ελαττώνει, τέλος και εις την αιώνιον κόλασιν οδηγεί τον άνθρωπον ως
και ο θείος Απόστολος Παύλος εν τω στ΄ (6) κεφαλαίω της προς Κορινθίους πρώτης
επιστολής λέγει. Δια τούτο λέγει επίσης και ο σοφός Σολομών εις το κ΄ (20)
κεφάλαιον των Παροιμιών: «Ακόλαστον οίνος και υβριστικόν μέθη»· και πάλιν εις
το κγ΄ (23): «Πας μέθυσος και πορνοκόπος πτωχεύσει· εάν γαρ εις τας φιάλας και
τα ποτήρια δως τους οφθαλμούς σου, ύστερον περιπατήσεις γυμνότερος υπέρου»· και
ο Απόστολος Παύλος εν τω πέμπτω κεφαλαίω της προς Εφεσίους Επιστολής: «Μη
μεθύσκεσθε οίνω, εν ω εστιν ασωτία». Δια τούτο ας φύγωμεν, αδελφοί, την
πολυποσίαν και μέθην, ως αιτίαν της κολάσεως. Ίδετε τον Ηρώδην· εν όσω ήτο
νήστις, εφοβείτο και εντρέπετο τον Τίμιον Πρόδρομον, ότε δε εμέθυσεν, ετελείωσε
και τον φόνον. Ω! πόσην κουφότητα φρενών είχεν ο ταλαίπωρος! Δια μίαν όρχησιν
υπεσχέθη το ήμισυ της βασιλείας του· και όχι μόνον απλώς υπεσχέθη, αλλά και
μεθ’ όρκου επεβεβαίωσεν ότι, ει τι ζητήση, θα της το δώση. Αλλ’ εάν εζήτει την
κεφαλήν του, θα έμενεν εις τον όρκον του; Βλέπετε εις τι τον κατήντησεν η μέθη
και ο έρως της μιαράς γυναικός; Δια τούτο λέγει και ο σοφός Σολομών εις το ιβ΄
(12) κεφάλαιον των Παροιμιών· «Ώσπερ εν ξύλω σκώληξ, ούτω άνδρα απόλλυσι γυνή
κακοποιός» ήτοι, ως ο σκώληξ τρώγει το ξύλον, ομοίως και η κακότροπος γυνή
ημέραν και νύκτα τρώγει τον άνδρα της. Τοιαύτη ήτο η Ηρωδιάς εκείνη, διότι καθ’
εκάστην ώραν τοιαύτα προς τον Ηρώδην έλεγεν, άπερ και η Σοφία του Σολομώντος
προλέγει εις το β΄ (2) κεφάλαιον. «Ενεδρεύσωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος
ημίν εστι και εναντιούται τοις έργοις ημών και ονειδίζει ημίν αμαρτήματα νόμου
και επιφημίζει ημίν αμαρτήματα παιδείας ημών. Επαγγέλλεται γνώσιν έχειν Θεού
και παίδα Κυρίου εαυτόν ονομάζει. Εγένετο ημίν εις έλεγχον εννοιών ημών. Βαρύς
εστιν ημίν και βλεπόμενος, ότι ανόμοιος τοις άλλοις ο βίος αυτού, και
εξηλλαγμέναι αι τρίβοι αυτού. Εις κίβδηλον ελογίσθημεν αυτώ, και απέχεται των
οδών ημών ως από ακαθαρσιών… θανάτω ασχήμονι καταδικάσωμεν αυτόν». Ταύτα και
τοιαύτα λέγουσα καθ’ εκάστην ημέραν και ώραν η Ηρωδιάς κατέπεισε τον
φρενόληπτον Ηρώδην, και εγένετο προφητοκτόνος. Αλλ’ ας επανέλθωμεν όμως εις τον
θείον Ευαγγελιστήν Μάρκον, όστις συνεχίζει. «ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε·
τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν
βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου
τοῦ βαπτιστοῦ».
Ω μιαράς μητρός μιαρώτατον γέννημα! Ω συμβουλής παρανόμου
παρανομώτερον ζήτημα! Προτιμότερον είχε τον φόνον του Προφήτου, παρά το ήμισυ
της βασιλείας. Εδίψα η μιαρά λέαινα να πίη το αίμα του δικαίου· δια τούτο και
τότε όπου εύρε καιρόν επιτήδειον, ως κακή έχιδνα, έρριψε το πικρόν δηλητήριον
με την απαλήν γλώσσαν της θυγατρός της εις τα ώτα του μεθύσου Ηρώδου. Και διατί
λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι εισήλθεν ευθέως μετά σπουδής προς τον βασιλέα; Δια να
δείξη, ότι η μήτηρ αυτής, μάλλον δε ο διάβολος την ηνάγκαζε να τελειώση τον
φόνον· επειδή εκείνο το οποίον εμελέτα η μιαρά τοσούτον καιρόν, εύρε κατάλληλον
ώραν να το κάμη, δια τούτο ηνάγκασε και την θυγατέρα. Τι είπε το ασελγές
κοράσιον προς τον Ηρώδην; Θέλω ίνα μοι δως εξ αυτής, τουτέστι παρευθύς, ταύτην
την ώραν. Εφοβείτο η μιαρά να μη παρέλθη ώρα, και ξεμεθύση ο Ηρώδης, και
μετανοήσας δεν τον φονεύση, δια τούτο λέγει· θέλω πάραυτα, ταύτην την ώραν,
ταύτην την στιγμήν να μου δώσης επί πίνακι την κεφαλήν του Βαπτιστού Ιωάννου.
Και διατί δεν είπεν, ότι θέλω να φέρης ώδε τον Ιωάννην, να τον αποκεφαλίσης;
Διότι και κατά φαντασίαν έφριττε την παρουσίαν του, εφοβείτο τον έλεγχόν του,
να μη ακούση πάλιν το «ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου». Και
ώσπερ τα μικρά ζωϋφια, όπου πέτονται, όταν προσεγγίσωσιν εις μεγάλην πυράν,
παρευθύς αφανίζονται, ούτω και εκείνη, παράνομος ούσα και μοιχαλίς, απέφευγε
την φοβεράν όψιν του Προφήτου. και πάλιν, δεν είπεν απλώς, θέλω να στείλης να
τον φονεύσης εις την φυλακήν, αλλά να μου δώσης την κεφαλήν του εντός πινακίου,
διότι υπωπτεύετο ότι δεν θα τον φονεύση, καθό δίκαιον και άγιον και υπό πάντων
υποληπτόμενον· δια τούτο ζητεί και την κεφαλήν του να την ίδη οφθαλμοφανώς
κεκομμένην, να εκδικηθή τον έλεγχον της μητρός της. Ω της ανοχής σου, βασιλεύ!
Και πως δεν εσχίσθη η γη να την καταπίη, πως δεν εκόλλησεν η γλώσσά της εις τον
λάρυγγά της, όταν ήνοιξε το μιαρόν της στόμα να ζητήση το τοιούτον παράνομον
ζήτημα; Αλλ’ όμως η άρρητος βουλή του Θεού έπρεπε να πληρωθή δια δύο αιτίας·
πρώτην μεν, ίνα πορευθείς ο Ιωάννης εν τω Άδη κηρύξη τοις απ’ αιώνος νεκροίς
την έλευσιν του Χριστού, καθώς εκήρυξε και επί της γης λέγων: «Έρχεται ο
ισχυρότερός μου», δεύτερον δε, ίνα, όταν αδίκως πειράζωνται οι Άγιοι, έχωσι
παρηγορίαν και παραμυθίαν ακούοντες όσα έπαθεν ο Τίμιος Πρόδρομος.
«καὶ περίλυπος
γενόμενος ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν
ἀθετῆσαι. καὶ εὐθέως ἀποστείλας
ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν
αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. καὶ ἀκούσαντες
οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ».
Ιδέτε, ευλαβείς Χριστιανοί, την αγνωσίαν του Ηρώδου· τους
φίλους εντρέπετο να μη φανή ψεύστης, και τον Θεόν τον Ποιητήν του ουρανού και
της γης δεν εφοβείτο, αλλ’ υπεκρίνετο ότι λυπείται επί τούτω και αγανακτεί· εάν
όμως ούτως είχε το πράγμα, δεν θα τον εφυλάκιζεν εις την αρχήν. Καλύτερον μεν
ήτο να μη ώμνυεν, αφ’ ου δε πλέον ώμοσεν, έπρεπε να παραβή τον τοιούτον άλογον
όρκον του, διότι και ο Προφήτης Δαβίδ ούτω λέγει· «Ώμοσα, και έστησα του
φυλάξασθαι τα κρίματα της δικαιοσύνης σου, ουχί του ποιήσαι παρανομίαν». Ότι δε
φαινομενικώς ελυπήθη ο Ηρώδης και ουχί τη αληθεία, δύναται πας τις να το
αντιληφθή· διότι εάν αληθώς ελυπείτο να φονεύση τον Πρόδρομον, έπρεπε να είπη
προς τους συγκαθημένους. Ω φίλοι, εγώ έως το ήμισυ της βασιλείας μου υπεσχέθην
να δώσω και το δίδω· εγώ βίον υπεσχέθην, ώμοσα, ει τι μου ζητήση να της το
δώσω, και δεν παραβαίνω τον λόγον μου. Ας ζητήση ό,τι είναι εις την εξουσίαν
μου, ανθρώπου δε φόνον, και ουχ απλώς ανθρώπου, αλλά δικαίου και αγίου και
Προφήτου και Βαπτιστού, του οποίου ο κόσμος όλος δεν είναι αντάξιος, δεν
εξουσιάζω εγώ να τον χαρίσω. Δεν είπε τοιαύτα ο Ηρώδης, διότι είχε και αυτός
διάθεσιν να τον φονεύση, τον εμίσει και αυτός, ως και η Ηρωδιάς, αν και
εφαίνετο κατά πρόσωπον, ότι τον αγαπά· αυτό το μίσος προβλέπων ο Προφήτης Αμώς
έλεγεν εις το ε΄ (5) κεφάλαιον της προφητείας του. «Εμίσησαν εν πύλαις
ελέγχοντα, και λόγον όσιον εβδελύξαντο». Ας εξετάσωμεν ήδη να μάθωμεν, τι
εννοεί ο ιερός ούτος Ευαγγελιστής λέγων. «Και ακούσαντες οι Μαθηταί αυτού ήλθον
και ήραν το πτώμα αυτού, και έθηκαν αυτό εν μνημείω». Πρώτον μεν, τίνες ήσαν οι
Μαθηταί αυτού· δεύτερον τι θα είπη πτώμα· τρίτον τι εγένετο η Τιμία Κεφαλή του
Προδρόμου και πως ευρίσκεται το λείψανον αυτού. Και ως προς το πρώτον λέγομεν,
ότι οι μαθηταί του Προδρόμου ήσαν μεν και άλλοι πολλοί ανώνυμοι, ονομαστί δε
ήσαν ο Απόστολος Ανδρέας και ο Θεολόγος Ιωάννης, καθώς αναφέρει ρητώς ο ίδιος
ούτος Θεολόγος και Ευαγγελιστής Ιωάννης εν α΄ (1) κεφαλαίω του κατ’ αυτόν Αγίου
Ευαγγελίου, οίτινες ηκολούθησαν κατόπιν τον Χριστόν. Προς δε το δεύτερον
λέγομεν, ότι πρέπει να γνωρίζητε ότι οι αρχαίοι σοφοί των Ελλήνων με τέσσαρα
ονόματα προσονομάζουν το σώμα του ανθρώπου, ήτοι δέμας, σκήνος, σώμα και πτώμα.
Δέμας μεν το λέγουσιν, ότι είναι οιονεί δέμα και δεσμός της ψυχής· διότι η ψυχή
ούτως εις το σώμα, ως εις μεγάλα δεσμά, είναι πεφυλακισμένη· δια τούτο
παρακαλεί ο Προφήτης Δαβίδ, να ελευθερωθή από την φυλακήν του σώματος λέγων:
«Εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχήν μου, του εξομολογήσασθαι τω ονόματί σου». Επειδή,
εάν δεν ελευθερωθή η ψυχή από το σκότος της φυλακής του σώματος, δεν δύναται να
ίδη το φως του Θεού, ουδέ να ομιλήση καθαρώς και αμέσως μετά του Θεού. Σκήνος
δε ονομάζουν το σώμα, διότι είναι ως σκηνή της ψυχής· και καθώς ο άνθρωπος,
διαμείνας επ’ αρκετόν κάτωθι σκηνής, εξέρχεται και υπάγει εις άλλον τόπον, και
τίποτε απ’ εκεί δεν λαμβάνει, ομοίως και η ψυχή κατοικεί μεν εις το σώμα όσον
είναι το θέλημα του Θεού, μετά δε ταύτα, όταν εξέρχεται να υπάγη προς τον Θεόν,
δεν λαμβάνει μηδέν από το σώμα. Σώμα δε το λέγουν, διότι είναι ως σήμα, ήτοι
τάφος της ψυχής, επειδή είναι τεθαμμένη και κλειδωμένη εις αυτό, καθώς
προείπον. Πτώμα δε το ονομάζουν, διότι, ως εξέλθη η ψυχή απ’ αυτό, παρευθύς
πλέον δεν δύναται να σταθή όρθιον, αλλά πίπτει κάτω. Προς αυτήν την έννοιαν
φέρει και ο λόγος του Χριστού, λέγοντος εις το κδ΄ (24) κεφάλαιον του κατά
Ματθαίον Αγίου Ευαγγελίου· «Όπου εάν η το πρώμα, εκεί συναχθήσονται οι αετοί»,
ήτοι, ως καθώς εις το νεκρόν σώμα συντόμως συνάζονται οι αετοί, ομοίως και όπου
θα φανή ο Χριστός εν τη Δευτέρα παρουσία μέλλουσι να συναχθώσι πάντες οι Άγιοι
πετόμενοι, ως αετοί εν νεφέλαις, εις απάντησιν αυτού. Αετοί μεν οι Άγιοι
λέγονται δια το καθαρόν του οφθαλμού της ψυχής των, τουτέστι του νου. Πτώμα δε
ονομάζεται ο Χριστός, διότι χωρισθείσης της αγίας αυτού ψυχής έπεσε το σώμα εις
τον τάφον. Προς δε το τρίτον λέγομεν, ότι η παράνομος Ηρωδιάς τότε μεν κατέχωσε
την Τιμίαν ταύτην Κεφαλήν εντός του κήπου του Ηρώδου, εις κεκρυμμένον τόπον·
μεταγενεστέρως όμως, κατ’ αποκάλυψιν του Τιμίου Προδρόμου, την εύρον δύο
Μοναχοί, οι οποίοι μετέβησαν δια να προσκυνήσωσιν εις τα Ιεροσόλυμα· και κατά
διαδοχήν ευρίσκοντο μέρη εκ ταύτης και έως του νυν εις διαφόρους τόπους. Το δε
τίμιον αυτού σώμα ετάφη μεν υπό των μαθητών αυτού εν τη Σεβαστή Καισαρεία
κειμένη εν τη Παλαιστίνη, την οποίαν περιετείχισεν ο βρεφοκτόνος Ηρώδης και
επωνόμασεν ούτω εις το όνομα του Σεβαστού Καίσαρος της Ρώμης Τιβερίου, καθώς
διηγείται ο φιλαλήθης και φιλίστωρ Φλάβιος Ιώσηπος εν τω ιε΄ Λόγω της Ιουδαϊκής
Αρχαιολογίας του, εν ω πρώην ωνομάζετο Στράτωνος Πύργος, ύστερον όμως ο
ασεβέστατος βασιλεύς Ιουλιανός ο Παραβάτης το έκαυσεν εν τη πόλει Αντιοχεία,
καθώς το αναγράφει ο Μεταφραστής Συμεών εις το Μαρτύριον του Αγίου
μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου. Τοιουτοτρόπως εγένετο η αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του
Προδρόμου, ευλογημένοι Χριστιανοί· και ο μεν Ηρώδης και η ασεβεστάτη γυνή αυτού
Ηρωδιάς συν τη θυγατρί αυτής Σαλώμη εκληρονόμησαν την αιώνιον κόλασιν, ο δε
δίκαιος Πρόδρομος, καθώς το λέγει και η Σοφία του Σολομώντος εις το ε΄ (5)
κεφάλαιον «Στήσεται ο δίκαιος εν παρρησία πολλή κατά πρόσωπον των θλιψάντων
αυτόν», του Ηρώδου δηλονότι και της Ηρωδιάδος επί της δευτέρας παρουσίας του Χριστού.
Τότε θα τον ίδωσι και θα ταραχθώσιν από τον φόβον των, και θα θαυμάσωσι δια την
τιμήν την οποίαν έλαβεν εκ Θεού. Ημείς δε, αδελφοί, ας φύγωμεν την μίμησιν του
Ηρώδου, της Ηρωδιάδος και της θυγατρός αυτής. Μη γενώμεθα οι άνδρες ως ο Ηρώδης·
μη γίνωνται αι γυναίκες ως η Ηρωδιάς και η θυγάτηρ αυτής. Μη μεθύωμεν εις τας
εορτάς και πανηγύρεις των Αγίων· μη χορεύωσιν αύται, κατά την συνήθειαν των
Εβραίων, διότι και εάν τον Πρόδρομον δεν φονεύωμεν πάλιν, αλλά φονεύομεν
εαυτούς ποιούντες εαυτούς υποδίκους της αιωνίου κολάσεως. Ακούσατε όσοι έχετε
γυναίκας· ακούσατε όσοι έχετε θυγατέρας· ακούσατε όσοι είσθε εκδεδομένοι εις
την επιθυμίαν των γυναικών· ακούσατε όσοι ομνύετε δια παραμικράν αιτίαν ή και
άνευ αιτίας· διότι και ο ταλαίπωρος Ηρώδης δεν εφαντάζετο ότι θα του ζητήση η
θυγατέρα της Ηρωδιάδος τοιούτον ζήτημα· δια τούτο ώμνυεν, αλλ’ όμως έγινε
φονεύς, και ουχί απλώς φονεύς, αλλά και προφητοκτόνος. Τοιούτοι είναι και την
σήμερον πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι κακώς ομνύουσι και εκπληρούσι τον όρκον των·
τοιαύται είναι και γυναίκες πολλαί, αι οποίαι εκεί όπου πρέπει να ίστανται μετά
ευλαβείας πολλής εις την Εκκλησίαν, ομιλούσι και κατακρίνουσιν η μία την άλλην·
ενώ πρέπει να κάθηνται ευτάκτως και σωφρόνως εις τους γάμους, εγείρονται και
ορχούνται· εκεί όπου πρέπει να ακροάζωνται μεθ’ ησυχίας την ψαλμωδίαν και την
ανάγνωσιν του Βίου του εορταζομένου Αγίου, συνάζονται και χορεύουσι, και το
θαυμαστόν είναι ότι το έχουσι και δια έπαινον, ποία θα στολισθή και ποία θα
χορεύση καλλίτερα. Βαβαί της απωλείας! Ημείς φονεύομεν καθ’ εκάστην ημέραν την
ψυχήν μας, και δεν το εννοούμεν, και τον Ηρώδην θαυμάζομεν, ότι εφόνευσε τον
Πρόδρομον! Πόσοι είναι και σήμερον, όπου δια μιάς γυναικός απόλαυσιν
προαιρούνται τον θάνατον; Πόσαι γυναίκες είναι όπου καθυποδουλώνονται εις έρωτα
σατανικόν, και φονεύουσι τους άνδρας αυτών; Και όμως ουδέν θηρίον ποιεί αυτό,
να φονεύση τον σύζυγόν του· μόνον η έχιδνα! Ταύτα δε πάντα συμβαίνουσι, διότι
δεν έχουν σωφροσύνην και παίδευσιν τα παιδία από μικρά, αλλά συνηθίζουσιν από
τους πατέρας την μέθην και από τας μητέρας τους χορούς, γινόμενα της απωλείας
όταν μεγαλώσωσι. Δια τούτο πρέπει να παιδεύωνται εκ νεαράς ηλικίας εις
διδασκάλους σώφρονας και φρονίμους· μάλλον δε οι πατέρες να γίνωνται διδάσκαλοι
των παίδων, να μη μεθύωσι, να μη προδίδωσι, να μη συκοφαντώσι, να μη πορνεύωσι,
να μη κάμνωσιν όσα είναι της κολάσεως αίτια. Ομοίως και αι μητέρες να γίνωνται
παιδαγωγοί των θυγατέρων των, να μη βλέπωσιν εκ των παραθύρων έξω εις τας
οδούς, να μη ομιλώσιν αργολογίας, όσαι μολύνουσι την ψυχήν των παρθένων, να μη
χορεύωσι, να μη καταλαλώσι, και σχεδόν ειπείν να μη κάμνωσιν όσα είναι σατανικά
έργα. Διότι, όταν ανατραφώσι τα παιδία με τοιαύτας καλάς παιδαγωγίας, δυσκόλως
μετατρέπονται εις το κακόν, όταν φθάσωσιν εις την νόμιμον ηλικίαν. Η ψυχή των
παίδων είναι ως το καθαρόν και λευκόν πανίον, το οποίον εις ό,τι χρώμα βαφή εξ
αρχής, εκείνο μένει έως τέλους· καν θελήση τις να το μεταβάψη εις έτερον χρώμα,
πάντοτε φαίνεται η πρώτη βαφή. Ομοίως και τα μικρά παιδία, όταν συνηθίσωσιν εις
την αρετήν, δυσκόλως μετατρέπονται εις την κακίαν· δια τούτο λέγει ο Απόστολος
Παύλος εις το ιε΄ (15) κεφάλαιον της προς Κορινθίους πρώτης Επιστολής, λαβών
την παροιμίαν εκ του ποιητού Μενάνδρου· «Φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί».
Και μη θαυμάζωμεν, πως γίνονται τινες κλέπται ή πόρνοι ή αρνηταί της πίστεως
των Χριστιανών, διότι δεν διδάσκονται μικρόθεν τα παιδία υπό των πατέρων των εν
παιδεία και νουθεσία Κυρίου, αλλά συνηθίζουν από μικρά εις την αμαρτίαν, και
όταν εύρωσιν ολίγην αιτίαν, παρευθύς εκτρέπονται της ευθείας οδού και
περιπίπτουσιν εις την απώλειαν. Δια τούτο παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος εις το
έκτον κεφάλαιον της προς Εφεσίους Επιστολής· «Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσιν
υμών εν Κυρίω· τούτο γαρ εστι δίκαιον· τίμα τον πατέρα και την μητέρα σου, ήτις
εστίν εντολή πρώτη εν επαγγελία, ίνα ευ σοι γένηται, και έση μακροχρόνιος επί
της γης· και οι πατέρες μη παροργίζετε τα τέκνα υμών, αλλ’ εκτρέφετε αυτά εν
παοδεία και νουθεσία Κυρίου». Και πάλιν εις το δωδέκατον κεφάλαιον της προς
Εβραίους Επιστολής. «Τις γαρ εστιν υιός, ον ου παιδεύει πατήρ;» Και ο σοφός
Σολομών εις το ι΄ (10) κεφάλαιον των Παροιμιών ούτω λέγει· «Υιός πεπαιδευμένος,
σοφός έσται». Και πάλιν εις το ιζ΄ (17) «Ουκ ευφραίνεται πατήρ επί υιώ
απαιδεύτω, υιός δε φρόνιμος ευφραίνει μητέρα αυτού». Και πάλιν εις το ιγ΄ (13)
«Ος φείδεται της βακτηρίας μισεί τον υιόν αυτού, ο δε αγαπών επιμελώς
παιδεύει». Ταύτα λέγων περί των αρρένων παιδίων, πολλώ μάλλον σας παραγγέλλω
περισσότερον να παιδεύητε τα θήλεα, επειδή είναι ασθενέστερον γένος και εύκολον
εις την αμαρτίαν. Ο σοφός Σεράχ εις το έβδομον κεφάλαιον παραγγέλλει· «Τέκνα
σοι εστι; Παίδευσον αυτά, και κάμψον εκ νεότητος τον τράχηλον αυτών. Θυγατέρες
σοι εισι; Πρόσεχε τω σώματι αυτών, και μη ιλαρώσης προς αυτάς το πρόσωπόν σου».
Ακούετε όσαι είσθε μητέρες θυγατέρων, και μη γίνεσθε κακά παραδείγματα των
κορασίων, διότι, όταν σεις ομιλήτε λόγους, οίτινες μολύνουσι τας ψυχάς απαλών
ανθρώπων, όταν δεν αγαπάτε την εργασίαν του οίκου, όταν αντιλέγητε εις τους
άνδρας, όταν προκύπτητε συχνάκις εκ των παραθυρίδων, όταν ατακτήτε και
χορεύητε, πόθεν θα μάθωσιν αι μικραί κόραι την παίδευσιν, αίτινες δεν
εξέρχονται έξω του οίκου; Δια τούτο, όπως ονομάζεται θυγάτηρ του δεινός και της
δείνος, ομοίως πρέπει πάλιν και εκ του πατρός και εκ της μητρός να έχη την
παίδευσιν. Διότι, εάν μεν η θυγάτηρ αυτών γίνη φρόνιμος, είναι τιμή και
αγαλλίασις αμφοτέρων, εάν δε αποβή το εναντίον, αμφοτέρων πάλιν είναι δια
παντός κατηγορία και ατιμία και όνειδος και εξουθένημα. Ταύτα δε, άπερ λέγω,
ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι αναγκαία και χρήσιμα εις πάντα Χριστιανόν όχι
μόνον εις τους πατέρας, είτε αρσενικού είτε θηλικού παιδίου, αλλά και προς τους
ατέκνους, διότι είναι τινές όπου εκτρέφουσι παιδία ορφανά, υπέρ της ψυχικής
αυτών σωτηρίας, εις τα οποία θέλουν να έχουν και περισσοτέραν επιμέλειαν. Δια
τούτο μη καταφρονήσητε τους λόγους μου, μάλλον δε σπουδάσατε να γίνητε
εκπληρωταί τούτων, ίνα ούτω θεαρέστως πολιτευόμενοι τύχητε της Βασιλείας των
ουρανών. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω
πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω
παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας
των αιώνων, Αμήν.
ΛΟΓΟΣ Β΄ Εις την
αποτομήν της Τιμίας Κεφαλής του Προδρόμου.
«Και ευθέως αποστείλας ο βασιλεύς σπευκουλάτωρα, επέταξεν
ενεχθήναι την καφαλήν αυτού» (Μάρκου στ:27).
Θαύμα
φαίνεται και παράδοξον άκουσμα, πως ο Ηρώδης απετόλμησεν ή να είπω καλλίτερα
ετυφλώθη, ώστε να αποκεφαλίση τοιούτον καρπόν στείρας, τον οποίον δια να δείξη
ο Θεός πόσης τιμής είναι άξιος προμηνύει δι’ Αγγέλου αυτόν τον καρπόν, ότι εγεννήθη,
δια να θρέψη πολλάς ψυχάς. Εφάνη εις τον κόσμον, δια να αρπάση πολλούς από την
απάτην του κόσμου. Αυτόν θερίζει παράκαιρα ο Ηρώδης και παρανομώτατα, όπου δεν
ήγγιξε τινός, όχι με το έργον, αλλ’ ουδέ με την σκιάν. Αυτόν όπου ήτο εις τους
αμαρτωλούς συγχώρησις, εις τους μετανοούντας διδασκαλία, εις τους δικαίους
τελείωσις, και απλώς ειπείν εις πάντας διδασκαλείον αγιωσύνης και τελειότητος. Τον
τοιούτον, λέγω, πως ετόλμησε να αποκεφαλίση ο Ηρώδης; Θαύμα το έχουσιν οι
πολλοί, αλλ’ εγώ δεν το νομίζω πράγμα παράδοξον, διδαχθείς από τον φωστήρα των
Νυσσαέων, όστις γράφει ότι όλη η ζωή του ανθρώπου είναι ένας καιρός αρμόδιος
δια να αγαπά τον Θεόν, και να απομακρύνηται και να χωρίζηται παντάπασιν από τον
διάβολον· εκείνος δε όστις παύση εις ολίγον διάστημα της ζωής από του να αγαπά
τον Θεόν, έξω γίνεται φωτός, και της αγάπης Αυτού κεχώρισται· εκείνος όστις
χωρισθή του Θεού εξ ανάγκης γίνεται έξω και του φωτός· όθεν ενούται με τον
διάβολον, όστις παίρνει μέσα εις τα ιδικά του βάραθρα τούτον τον χωρισμένον από
της αγάπης και του φωτός του Θεού, και ακολουθεί εις αυτόν σκότος και διαφθορά,
πανωλεθρία και θάνατος. Και λοιπόν τι παράδοξον είναι, αν ίσως και τυφλός ο
Ηρώδης, χωρισμένος της προς τον Θεόν αγάπης, δουλωμένος από το σκότος της προς
την Ηρωδιάδα μανίας, αποτολμά να κάμη τοιούτον φόνον; Ποίος παραξενεύεται
βλέπων τυφλόν να κρημνίζεται μέσα εις τα βάραθρα; Εις ποίον εφάνη παράδοξον,
ότι ο περιπατών εν τη σκοτία, ουκ οίδε που υπάγει; Εις τίνος ακοάς έπεσεν
ασυνείθιστον άκουσμα, ότι πλοίον χωρίς πηδάλιον στερούμενον από κυβερνήτην
εναυάγησε; Φως ο Θεός, και οδός και ζωή και τα πάντα. Εγύμνωσε τον Ηρώδην ο
έρως της Ηρωδιάδος από όλον αυτόν τον πλούτον της θείας χάριτος και φαίνεται
παράδοξον, πως ήπλωσε την μάχαιραν εις το κοινόν όφελος του κόσμου και εις την
σφραγίδα των Προφητών. Δεν είναι παράδοξον, όχι, και μάλιστα εις εκείνον όπου
ενθυμείται την χρυσήν γνώμην του προρρηθέντος διδασκάλου, την λέγουσαν· «Η
αγαπητική σχέσις, την προς το αγαπώμενον ανάκρισιν φυσικώς κατεργάζεται· όπερ
ουν δια της φιλίας ερώμεθα, εκείνο και γινόμεθα, ή ευωδία του Χριστού ή δυσωδία»
όπερ θέλει να ειπή· «Έχει τοιαύτην δύναμιν η αγάπη,
να ενώνη τον αγαπώντα με τον αγαπώμενον». Όθεν καθώς είναι εκείνο όπου αγαπά
τις, τοιούτος γίνεται και αυτός· αν ίσως η αγάπη του αποτείνεται προς τον Θεόν,
ο τοιούτος γίνεται απαθής, και εις τα δυνατά πάντα τη κτιστή φύσει, συμμέτοχος
της θείας χάριτος και απλώς ειπείν και είναι και λέγεται ευωδία Χριστού κατά
τον Απόστολον· εκ του εναντίου δε, ει μεν εκείνο όπου αγαπά είναι πηλός,
δυσωδία διαβολική, ο τοιούτος γίνεται δυσωδία, πηλός, βόρβορος, και απλώς
ειπείν όργανον και δούλος του Σατανά. Βλέπε το παράδειγμα εις τον Ηρώδην· το
υποκείμενον της αγάπης του ποίον είναι; Ηρωδιάς, ταυτόν ειπείν, πόρνη,
μοιχαλίς, παραβάτις των νόμων του Θεού, προδότις και άπιστος εις την τιμήν του
πρώτου ανδρός. Και λοιπόν τι θαυμαστόν, αν ίσως και ο Ηρώδης φαίνεται σήμερον
όμοιος με την Ηρωδιάδα, προδότης των θείων νόμων, άπιστος εις την αγάπην του
αδελφού του, και τέλος πάντων φονεύς τοιούτου Προφήτου; Δεν είναι αυτό
παράδοξον, αλλ’ ο κυριευμένος από τοιούτον πάθος, παράδοξον είναι αν ίσως δεν
ήθελε κάμει πολλούς τοιούτους φόνους, καθώς τούτο θέλει γίνει φανερόν μετά
ταύτα και ακούσατε. Επαίνου άξιος μεν φαίνεται εκείνος όστις επενόησε ταύτην την
μέθοδον, ζωγραφίζων τον έρωτα τυφλόν, θέλων να αποδείξη ιερογλυφικώς, ότι
αποτελεί έργα τόσον παράνομα, τόσον άπρεπα, ώστε όχι μόνον ήθελε τα είπει τις
τυφλού, αλλά και παντάπασιν ανοήτου. Όθεν και αυτός ο ίδιος έρως αισχύνεται να
τα βλέπη, και δια τούτο του κλείει τους οφθαλμούς ο ζωγράφος, και τον αφήνει
τυφλόν. Αλλά τι το όφελος ότι ζωγραφίζει εις το πλευρόν του εν βρέφος, δια να
δείξη πως όχι μόνον τα έργα του είναι χειρότερα του τυφλού, αλλά και από αυτού
του βρέφους ανοητότερα και μωρότερα. Και βλέπε του Ηρώδου τον φόνον· δύνασαι να μοι είπης, πως δεν είναι έργον όχι μόνον
τυφλού και μωρού, αλλά και ωμότερον και σκληρότερον θηρίου, απ’ εκείνα όπου δεν
απετόλμησαν ποτέ όλα τα θηρία εις τα δάση; Επειδή και εκ νεότητος ο Ιωάννης
συνανεστρέφετο τα θηρία, αλλά ουδέν απετόλμησε να εγγίση εις εκείνο το
παρθενικόν και αγιώτατον σώμα. Αλλά δια να γνωρίσης, ότι ο έρως ο σατανικός
μεταβάλλει τον άνθρωπον εις Σατανάν και αγριώτερον αποδεικνύει θηρίου, σφάζει
άσπλαγχνα εκείνον όπου δεν έβλαψαν τα θηρία. Και κατά μεν το φαινόμενον, ένας
φαίνεται ο φόνος, κατά δε το πράγμα πολλοί· όπως εν και το αυτό αμάρτημα, κατ’
άλλον και άλλον τρόπον γινόμενον, βαρύτερα γίνεται και κρίνεται. Λοιπόν όσα
αξιώματα, όσας επιγραφάς εδέχετο εκείνη η κεφαλή του Προδρόμου,τόσους φόνους
έκαμεν ο Ηρώδης. Και λέγε μοι, μέτρησε τώρα, ποία στέφανα, ποίοι τίτλοι των
αξιωμάτων δεν αρμόζουσιν εις αυτήν την ιεράν κεφαλήν; Άφησε ότι ήτο Πρόδρομος
του Κυρίου· άφησε πως είχεν επαινετήν αυτήν την αλήθειαν, με το προνόμιον, ότι
υπήρχε μείζων εν γεννητοίς γυναικών· άφησε πως ήτο ηγιασμένος εκ κοιλίας
μητρός. Να τον είπης διδάσκαλον της οικουμένης, τάχα δεν του πρέπει; Και ποίος
άλλος λόγος εβγήκε ποτέ από το στόμα του, παρά διδασκαλίαι και νουθεσίαι; Τάχα
αν του δώσης τον στέφανον της παρθενίας, δεν του αρμόζει; Και εφύλαξεν άλλος
την παρθενίαν του τόσον καθαράν, τόσον αμόλυντον κατά πάσας τας αισθήσεις; Με
την όρασιν; Πριν να τον ίδη ο κόσμος έφυγε τον κόσμον·
με την γεύσιν; Εκ νεότητος την εχαλιναγώγει με την πικρότητα εκείνου του
μέλιτος, και με την άλλην απαραίτητον νηστείαν· με την αφήν; Προς τι άλλο η
τόση γυμνότης, προς τι αι τρίχες της καμήλου, και η δερματίνη ζώνη; Χαλινοί
ταύτα πάντα της παρθενίας. Ποίον στέφανον να θέσης επάνω εις αυτήν την Αγίαν
Κεφαλήν, και να μη αρμόζη; Τάχα της προφητικής αξίας; Και πως όχι; Ότι εστάθη
όχι μόνον των Προφητών ο υπέρτατος, αλλά και η σφραγίς. Επειδή εκείνον όπου οι
άλλοι Προφήται εν σκιαίς και αινίγμασιν εκήρυξαν, αυτός και με τους αισθητούς
οφθαλμούς τον είδε, και μέσα από την κοιλίαν της μητρός τον επροσκύνησε, και
δακτύλω τον έδειξε, και το φοβερώτατον και το πλέον άξιον φρίκης, τον εβάπτισεν
εν Ιορδάνη, και μαρτυρούμενον υπό του Πατρός ήκουσε, και την κεφαλήν του ου
μόνον εφίλησεν, αλλά και ήγγισεν. Ας το είπη όποιος θέλει, αν ίσως και δεν
πρέπει εις ταύτην την κεφαλήν και ο της αποστολικής αξίας στέφανος και μάλιστα
προ των άλλων εις τούτον αρμόζει, επειδή οι άλλοι μετά τα θαύματα, ύστερον από
τας θεοσημείας του Ιησού ήρχισαν να κηρύττωσι τον Ιησούν. Ούτος και προ των
σημείων και προ της επιφοιτήσεως του Παναγίου Πνεύματος. Βλέπεις πόσοι στέφανοι
αξιωμάτων, πόσοι τίτλοι ατερών ευρίσκονται επάνω εις ταύτην την Κεφαλήν του
Προδρόμου; Όθεν δεν απεκεφάλισεν ένα η ερωτομανία του Ηρώδου με τον φαινόμενον
τούτον θάνατον του Προδρόμου, αλλά πολλούς και μεγάλους φόνους έκαμε, με
εκείνην την μίαν απόφασιν όπου έδωσε να ενεχθή η κεφαλή του Ιωάννου επί
πίνακος. Έσβησε τον λύχνον του φωτός, εκρήμνισε το σχολείον των αρετών, διέλυσε
την ιδέαν της αγιότητος, έκοψε τον κανόνα της δικαιοσύνης, συνέτριψε το κάτοπτρον
της παρθενίας, εσήκωσεν από τον κόσμον της σωφροσύνης την στήλην, εστέρησεν από
τους ανθρώπους το παράδειγμα της καθαρότητος, ημπόδισε την οδόν της μετανοίας,
εματαίωσε την συγχώρησιν των αμαρτωλών, και τέλος πάντων απεκεφάλισε τον
διδάσκαλον της Πίστεως, τον ανώτερον πάσης ανθρωπίνης φύσεως και της αγγελικής
τον όμοιον. Και τέλος με μίαν και την αυτήν σφαγήν ο Ηρώδης απέπνιξε την φωνήν
των Αποστόλων, την φωνήν των Προφητών, τον κήρυκα του κοινού Κριτού και τον
μεσίτην όλης της Αγίας Τριάδος. Βλέπεις πως δεν είναι παράδοξον, αν ίσως ο
Ηρώδης απετόλμησε τοιούτον φόνον, τυφλός και κατακυριευμένος από το τοιούτον
πάθος του έρωτος. Αλλά παράδοξον θα ήτο, αν δεν εθανάτωνε τόσους, όσοι
θεωρούνται υποκάτω από την Κεφαλήν του Ιωάννου· επειδή είναι φιλοσοφική γνώμη,
ότι η δύναμις των μερικών ενωθείσα περισσότερον δύναται, παρ’ όταν είναι
διηρημένη· παραδείγματος χάριν, εν πλοίον σηκώνουσι δέκα άνδρες, αλλ’ αν
διαμοιράσης εκείνο το πλοίον εις δέκα τμήματα, δεν ημπορούσιν εκείνοι οι δέκα
να σηκώσωσι χωριστά έκαστος εκείνο όπου ηδύναντο ομού. Λοιπόν απ’ εδώ γίνεται
φανερόν, ότι ο σατανικός έρως του Ηρώδου, όπου απετόλμησε να θερίση τοιαύτην
Κεφαλήν επάνω εις την οποίαν ευρίσκονται τόσα στέφανα και Προφητών, και
Αποστόλων, και Ασκητών και Παρθένων, και Κηρύκων, δεν ήθελεν εντραπή να
αποκεφαλίση και χωριστά ένα έκαστον Μάρτυρα, και Απόστολον, και Προφήτην, όσοι
εθεωρούντο ως το υποκείμενον του Ιωάννου. Ίσως ήθελε νομίσει τις τούτο, όπερ
λέγω, να είναι υπερβολής σχήμα· πλην ας το καταλάβη πως είναι αυτή η αλήθεια,
επειδή και εγώ απεσιώπησα τα περισσότερα όσα ευρίσκονται εις το υποκείμενον του
Ιωάννου· διότι αν ερευνήση άλλος, θέλει εύρει με τας μαρτυρίας του Ευαγγελίου
τον Ιωάννην, ότι ήτο όχι μόνον φωνή του σεσαρκωμένου Λόγου, αλλά και πασών των
αρετών, και κόπτων εκείνην την φωνήν ο Ηρώδης, έσβησεν όλην την διδασκαλίαν της
αρετής· επειδή ποίας αρετής δεν εστάθη εκείνος φωνή έμψυχος και κήρυξ και
διδάσκαλος τοις έργοις πολλώ πρότερον, και τελευταίον τη γλώττη; Και τι άλλο
σοι τον μαρτυρεί το Ευαγγέλιον, όταν γράφη δι’ αυτόν πως έλεγεν εις τα περίχωρα
του Ιορδάνου· «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών»; Παρά πως ήτο φωνή της μετανοίας;
Τι άλλο, όταν ο Ευαγγελιστής ιστορή δι΄αυτόν, ότι «Ωμολόγησε και ουκ ηρνήσατο,
ότι ουκ έστιν αυτός ο Χριστός»; Παρά πως ήτο φωνή της εξομολογήσεως και της
ταπεινότητος; Αυτός δεν ήτο η φωνή, όπου έλεγε, πως δεν είναι άξιος να λύση τον
ιμάντα του Χριστού; Αλλά και της πίστεως αυτός δεν ήτο η φωνή όπου είπεν· «Ίδε
ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου»; Εγώ, ναι, ήθελα ειπεί
βέβαια, πως ήτο και ο έλεγχος των αμαρτωλών, επειδή και ακούω πως έλεγε·
«Γεννήματα εχιδνών τις υπέδειξεν υμίν φυγείν από της μελλούσης κρίσεως και της
δικαιοσύνης»; Επειδή παρρησία έλεγεν εις τους στρατιώτας· «Μηδένα διασείσητε,
ουδένα συκοφαντήσητε, αλλ’ αρκείσθε τοις οψωνίοις υμών». Αλλά και της
δοξολογίας της προς τον Θεόν φωνή αυτός και διδάσκαλος ήτο, επειδή όχι μόνον
όταν εγεννήθη παρεκίνησε τον πατέρα του Ζαχαρίαν να ειπή· «Ευλογητός Κύριος ο
Θεός του Ισραήλ, ότι επεσκέψατο, και εποίησε λύτρωσιν τω λαώ αυτού». Αλλά και
πριν να γεννηθή, με τα σκιρτήματα προσκυνεί και προκηρύττει την παρουσίαν του
ιδικού του Δεσπότου, και με αυτό δίδει αφορμήν εις την Παρθένον να ειπή· «Μεγαλύνει
η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου, ότι επέβλεψεν επί την
ταπείνωσιν της δούλης αυτού». Ω! τώρα εννοώ εκείνο όπου εγράψαμεν ανωτέρω εκ
του Νύσσης, ότι «η αγαπητική σχέσις, την προς το αγαπώμενον ανάκρισιν φυσικώς
κατεργάζεται». Επειδή ιδού προχωρών ο λόγος μου παρασταίνει τον Ηρώδην, πως με
τον έρωτα της Ηρωδιάδος, όχι μόνον μετεβλήθη εις μίαν Ηρωδιάδα, μοιχαλίδα,
ασεβή και παράνομον, αλλά και διεδέχθη μέσα εις την καρδίαν του όλην αυτήν την
κακίαν του Σατανά· διότι καθώς εκείνος εστάθη κοινός εχθρός των ανθρώπων,
τοιουτοτρόπως και ο Ηρώδης κοινός εχθρός και πολέμιος όλης της ανθρωπίνης
φύσεως, επειδή και με τοιαύτην άσπλαγχνον μάχαιραν εθέρισε την φωνήν πασών των
αρετών. Ποίαν αδικίαν εγνώρισεν ο Ηρώδης από τον επίγειον Άγγελον Ιωάννην;
Ποίαν ύβριν; Ποίαν καταφρόνησιν; Μήπως επεβουλεύθη την αρχήν του; Μήπως
εξύφανεν εναντίον του καμμίαν συνωμοσίαν; Μήπως τον ημπόδισεν από κανέν κοινόν
εισόδημα; Μήπως τον διέβαλεν εις το κοινόν πλήθος, πως είναι φθορεύς των κοινών
πραγμάτων; Κανέν από αυτά δεν είχε να κατηγορήση τον Ιωάννην ο Ηρώδης· έλεγχον
μόνον ήκουσε, νουθεσίαν πατρικήν, παραγγελίαν διδασκάλου, την οποίαν ήκουσαν
και άλλοι προ αυτού πολλοί, όχι μόνον ιδιώται, αλλά και στρατιώται, αλλ’ ουδείς
εξεμάνη τόσον, δεν εβγήκεν από τας φρένας του τόσον, ώστε να ανταμείψη την
ευαγγελικήν διδασκαλίαν με φόνον. Ποία φωνή ήτο βαρυτέρα, το «ουκ έξεστί σοι
έχειν γυναίκα Φιλίππου του αδελφού σου»; Ή το να λέγη·
«Γεννήματα εχιδνών»; Αύτη βέβαια· επειδή όχι μόνον εγγίζει τα τέκνα, αλλά και
τους προγόνους. Ανακαλύπτει αύτη η φωνή και δημοσιεύει πάσαν προπατορικήν
αμαρτίαν, και εις τον ίδιον καιρόν μαρτυρεί, όχι μόνον τα τέκνα πως είναι
διάδοχοι της κακίας των πατέρων, αλλά και μητραλοίαι και πατραλοίαι. Ποίος
άλλος δριμύτερος λόγος, δια να εξάψη τον θυμόν ως αυτός; Και με όλον τούτο
ουδείς ωργίσθη κατά του Ιωάννου από τόσα πλήθη, όσα ήκουσαν τοιούτον έλεγχον,
αλλ’ ο Ηρώδης, ως γυναικομανής, μεταβεβλημένος όλος εις το ερώμενον, με ψιλόν
λόγον, με μίαν πατρικήν παραγγελίαν, εξάπτεται εις θυμόν, ανταμείβει του
διδασκάλου την νουθεσίαν με θάνατον. Εκεί όπου πρέπει να τιμήση εκείνον τον
κοινόν διδάσκαλον ως φιλόστοργον πατέρα, επειδή ήλθε μέσα εις τα βασίλεια να
διορθώση και να σκεπάση την αναίδειαν όπου εκάθητο εις τον θρόνον και την ψυχήν
του αλιτηρίου Ηρώδου να την ελευθερώση από τα δεσμά του έρωτος, τον καταδικάζει
εις φυλακήν και εις δεσμά ο δούλος της ηδονής· και εκείνος όπου έχασεν όχι
μόνον την ελευθερίαν, αλλά και αυτήν την επιθυμίαν και την όρεξιν της
ανακτήσεως, δεσμεύει τον ελεύθερον, εταράχθη ευθύς ως ήκουσε πως δεν πρέπει ο
Ηρώδης να είναι κατά το σχήμα άρχων, και κατά το πράγμα αρχόμενος και δούλος·
«Ουκ έξεστί σοι, ήκουσε, μοιχεύειν», και ως να ήκουσε με αυτό το ουκ έξεστί
σοι, την αρχήν της ελευθερίας του, τρέμει το τέλος της φυλακής του. Δια τούτο
φυλακίζει εκείνον όπου εστάλη να συντρίψη τας αλύσεις της δουλείας του.
Προνόμιον της εξουσίας του είχεν ο άρχων και το να αμαρτάνη ατιμώρητα. Ο
υπερασπιστής των νόμων συγκεχωρημένον το είχε να καταπατή πάντα νόμον· ως
εχθρόν φυλακίζει τον Ιωάννην και πολέμιον της εξουσίας του, ως να είχεν
ανδρείαν να κατακυριεύη όχι μόνον των ανθρώπων, αλλά και των θείων νόμων·
άτιμον και δυσειδή έκρινε τον στέφανον της εξουσίας, αν ίσως και ήθελεν εβγάλει
ο Ιωάννης μέσα από εκείνους τους πολυτίμους λίθους τον βόρβορον της μοιχείας
και παρανομίας· μη ηξεύρων ο ανόητος, ότι εν και το αυτό αμάρτημα
τερατωδέστερον φαίνεται, όταν κατεξουσιάζη ένα άρχοντα, παρ’ όταν κυριεύη ένα
ιδιώτην· και δια τούτο βάλλει τους πόδας εις την άλυσιν, δια να δεσμεύση την
φωνήν εκείνου, όπου εστάλη να τον ελευθερώση από τοιαύτην βαρυτάτην δουλείαν.
Τοιούτον μωρόν, τοιούτον αναίσθητον κατασταίνει τον άνθρωπον η γυναικομανία.
Ηξεύρω τι ηθέλετε με ειπεί, ότι εις αυτόν τον παράνομον φόνον δεν ήτο αίτιος ο
Ηρώδης, αλλά μάλιστα η Ηρωδιάς· αυτή ήτο όπου επιθυμούσεν όχι μόνον να ίδη τον
Ιωάννην εις την φυλακήν, αλλά και μάλιστα νεκρόν· επειδή εφοβείτο ότι, εάν ζη ο
Ιωάννης, αποθνήσκει η ασέλγεια αυτής. Ναι, πείθομαι εις την κοινήν γνώμην, ως
και αυτή η ιστορία του Ευαγγελίου το κηρύττει, ότι η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος,
διδαχθείσα από την μητέρα, εζήτησε την κεφαλήν του Ιωάννου. Όμως τινές
θέλουσιν, ότι ήσαν όλα προκατασκευαί του Ηρώδου· αυτός προσδιώρισε να γίνη ο
φόνος κατά τοιούτον τρόπον δια να φύγη τον κοινόν έλεγχον· επειδή πάντες τον
Ιωάννην ως Προφήτην είχον. Και θεμελιώνουσι την γνώμην ταύτην επάνω εις εκείνο
το ρητόν του Κυρίου μας, όπερ είπε δι’ αυτόν τον Ηρώδην· «Είπατε τη αλώπεκι
ταύτη», με το όνομα τοιούτου ζώου φανερώνων την πονηρίαν και την δολιότητα του
Ηρώδου. Πλην είτε ούτως είτε άλλως, εσφάγη το κλέος της ανθρωπίνης φύσεως, ο
θαυμαστός Ιωάννης, δίδεται μισθός μιάς πόρνης ο επίλογος των αρετών, εκείνος
όπου ήτο άξιος δια να ζη εις μυρίους αιώνας, κλείει το στόμα εκείνο όπου δεν
έπρεπε να κλείση ποτέ, διότι ήτο κοινόν ιατρείον όλου του κόσμου. Και φαίνεται
η κακία να θριαμβεύη κατά της αρετής, φαίνεται ο ερωτομανής να κατέκλεισε τον
έλεγχον της παρανομίας του, πλην ιδού ότι διηνεκώς στηλιτεύεται από τότε μέχρι
της σήμερον. Αλλά μοι φαίνεται, ότι και εκεί στάζουσα το αίμα η Κεφαλή να
εξήλεγχε τον Ηρώδην και να τον έλεγε τοιουτοτρόπως· ω παρανομίας άγαλμα, καθώς
δεν είναι άλλο πράγμα πλέον ατιμώτερον και καταφρονεμένον ως το αίμα του
ανθρώπου, όταν χυθή από αιτίαν αισχράν και ουτιδανήν, τοιουτοτρόπως δεν είναι
άλλο πράγμα πλέον πολυτιμότερον ούτε ενδοξότερον από εκείνο το αίμα που θα χυθή
δια αιτίαν εύλογον και έντιμον. Και τι άλλο τιμιώτερον, τι άλλο ενδοξότερον το
να χυθή το αίμα το ιδικόν μου υπέρ της αληθείας; Ποίος άλλος πολυτιμότερος
στέφανος ήθελε μοι δοθή, ώστε να γίνω εγώ θυσία της σωφροσύνης; Ποίον άλλο
σεμνότερον διάδημα του μαρτυρίου, ως εκείνο όπου λαμβάνει τις δια τον νόμον της
αληθείας; Ποίος άλλος σεμνότερος θάνατος, ως εκείνος όπου γίνεται δια την
υπεράσπισιν των θείων νόμων, δια το σέβας των θείων εντολών; Ω παράνομε Ηρώδη,
μεθυσθείς από τον έρωτα της μοιχείας, δεν ηξεύρεις τι μοι εχάρισες σήμερον. Και
μη θέλων και ακουσίως μοι δίδεις τοιούτον προνόμιον, να είμαι κήρυξ όχι μόνον
εις τους επί γης, αλλά και εις τους εν άδη· και βέβαια, αν ήξευρες πόση
πανήγυρις, πόση χαρά θέλει γίνει σήμερον εις τους αποθανόντας προπάτορας, δεν
ήθελες χωρίσει την κεφαλήν μου από το σώμα· πλην δια περισσοτέραν σου αισχύνην
και λύπην, άκουσον το αποβησόμενον, μάθε το τι θέλει ακολουθήσει μετά τον
θάνατόν μου· αντί δια φωνάς, έχε τούτους τους
σταλαγμούς του αίματός μου. Συ δια ζημίαν μου μεγάλην επρόσταξες να χωρισθή η
Κεφαλή μου από το σώμα· πλην αυτό είναι η ακροτάτη μου ευτυχία, επειδή με
ηλευθέρωσας από τας βρωμεράς φυλακάς, μίαν από εκείνην όπου με κατεδίκασεν η
μανία του έρωτος της μοιχείας σου, και άλλην όπου με ηλευθέρωσες από την αγριότητα
της ερήμου και την πικράν τροφήν του μέλιτος, και δη από την ανυπόφορον
αχαριστίαν και σκληρογνωμοσύνην των Ιουδαίων. Δεν θα έχω πλέον από την σήμερον
γείτονας τα θηρία, δια παραμυθίαν τα δάκρυα· δεν θα λυπηθώ πλέον πως
επροσκάλεσα πολλούς εις μετάνοιαν, και δεν με ήκουσαν· εδίδαξα πολλούς δια να
πιστεύσωσιν εις τον ερχομόν του Μεσσία, και ολίγοι τον ηκολούθησαν. Από τοιαύτα
με ηλευθέρωσας, Ηρώδη και αντί τούτων έχω καλούς συνοδίτας τους Προπάτορας,
ευρίσκω σήμερον εις τον άδην των Προφητών τους χορούς· ως πόση χαρά νομίζεις
πως θέλει με συμπεριλάβει, όταν ιδώ Αδάμ και Εύαν, Ενώχ και Άβελ, Αβραάμ και
Ισαάκ; Τι θέλει είσθαι εις εμέ όταν συγκατοικώ με τοιούτους, πόση δόξα, πόση
ευφροσύνη, όταν ακούσωσιν από εμέ της σωτηρίας αυτών τα μηνύματα· πόση
δεξίωσις, πόση φιλοφροσύνη θέλει γίνει εις εμέ, όταν τους είπω, ότι έφθασεν η
μόνη ελπίς της σωτηρίας ημών, και ας μη είναι πλέον εις εσάς θλίψεις, ας μη
είναι καμμία στενοχωρία· διότι εκείνος ο ελπιζόμενος Υιός του Θεού, ο δυνατός
δια να συντρίψη τα δεσμά ταύτα του άδου, εκείνος όπου σας έδωκε την επαγγελίαν,
ότι θέλει σας αναβιβάσει εις την πρώτην τιμήν και αξίαν, ανθρωπίνην φύσιν
ενδυθείς, περιπατεί εις την γην, και εις ολίγας ημέρας προσμένετε τον ερχομόν
του. Με πόσους θανάτους είναι άξιον να αγορασθή τούτο το μήνυμα, αύτη η χαρά
όπου γίνεται σήμερον εις τους εν άδη δια μέσου της σφαγής του Ηρώδου; Μοι
φαίνεται ότι αν είχεν αίσθησιν ο Ηρώδης να γνωρίση την δόξαν όπου επροξένησεν
εις τον Ιωάννην, και την αιώνιον αισχύνην εις τον εαυτόν του, ποτέ δεν ήθελεν
αποτολμήσει να γίνη φονεύς τοιούτου Προφήτου· αλλά τυφλός ο έρως, και τοιούτους
απεργάζεται τους υπηρέτας αυτού. Δια τον Δημοσθένην γράφουσιν οι ιστορικοί,
ότιεπήγε πρέσβυς εις τον Φίλιππον υπέρ των Αθηναίων, και επειδή με μεγάλην
παρρησίαν και αφοβίαν έλεγε τα δικαιολογήματα τα αστικά, τον ερωτά ο Φίλιππος·
«Δεν φοβείσαι μήπως και προστάξω και κοπή η κεφαλή σου»; Τω αποκρίνεται ο καλός
ρήτωρ· «Παντάπασι τοιούτος φόβος εις την καρδίαν μου δεν εχώρησεν, επειδή συ αν
προστάξης να μοι κοπή η κεφαλή, αθάνατον θέλει στήσει αυτήν η πατρίς εις την
Ακρόπολιν». Αύτη η γνώμη και η καλή απόκρισις μάλιστα εις τον ιδικόν μας
Ιωάννην ηλήθευσεν· επειδή αυτού η Κεφαλή έχει αυτό το προνόμιον της αθανασίας· δεν λέγω τα μετά την ανάστασιν ούτε τα προ της
αναστάσεως, εις ποίαν δόξαν, εις ποίαν τιμήν ευρίσκεται η μακαρία αυτού ψυχή,
αλλ’ ας συλλογισθή έκαστος δια την πάντιμον αισθητήν αυτού Κεφαλήν, πόσοι
βασιλείς την επροσκύνησαν, πόσοι Πατριάρχαι, πόσοι Αρχιερείς, πόσοι Ιερείς, με
ποίους πολυτίμους λίθους την εκόσμησαν, εις ποίαν ευλάβειαν, εις ποίαν
δεξίωσιν, εις ποίαν φύλαξιν την έχουσιν έως της σήμερον αμερίστως των Ορθοδόξων
οι βασιλείς! Τίνος μονάρχου κεφαλή, τίνος βασιλέως ταύτης της γης ηξιώθη τόσης
τιμής, όσης ηξίωσαν οι βασιλείς την Κεφαλήν εκείνου του γυμνού, εκείνου του
ανυποδήτου, εκείνου του καταδεδικασμένου; Αύτη είναι η αρετή, και ζώσα ένδοξος,
και μετά τον θάνατον μάλιστα πολύτιμος. Ευρίσκει ο Μέγας Αλέξανδρος τον κυνικόν
φιλόσοφον Διογένην περιπατούντα εις τους τάφους των βασιλέων, και με την ράβδον
του ζητούντα κάτι τι τον ερωτά τι γυρεύει και αποκρίνεται την κεφαλήν του
πατρός σου Φιλίππου ζητώ να εύρω, και δεν δύναμαι να την διακρίνω από τας
άλλας, αλλ’ όλα τα κρανία γυμνά βλέπω και σκωληκόβρωτα τόσον και εκείνα όπου
εστόλιζαν τα βασιλικά διαδήματα, όσον και εκείνα όπου γυμνά έκαιεν ο ήλιος.
Μάθημα, άνθρωπε, καλόν μάθε σήμερον, από την εορτήν του κήρυκος της αληθείας,
πόση η δόξα της αρετής, πόση η αθανασία, πόση η τιμή μάθε πόση η τυφλότης, πόση
η αγνωσία εκείνων όπου κυριευθούν από σατανικούς έρωτας· μάθε από την τιμήν και
προσκύνησιν όπου με πολλήν ευλάβειαν αποδίδει όλη η οικουμένη των ευσεβών εις
την τιμίαν κεφαλήν του επιγείου Αγγέλου, πως τότε ο άνθρωπος εισέρχεται εις τα
βασίλεια της αθανασίας όταν τελευτά με έργα επαινετά μάθε από την σημερινήν
εορτήν, ότι θάνατοι, σφαγαί, ξίφη, φυλακαί, αλύσεις, εξορίαι, δημεύσεις των
υπαρχόντων, δεν είναι άλλο εις εκείνον όπου έρχεται δια ζήλον της αληθείας, δια
την υπεράσπισιν των θείων νόμων, δια το κήρυγμα του ιερού Ευαγγελίου, δια την
αγάπην όπου έχει εις την αρετήν, δια το μίσος όπου έχει εις την κακίαν, εις
τοιούτον άνθρωπον, λέγω, εκείνα τα φαινόμενα λυπηρά, όπου είπα, δεν είναι άλλο,
παρά στέφανα πορφυροστόλιστα του μαρτυρίου, λίθοι πολύτιμοι του ποθητού
Παραδείσου, αρραβώνες αψευδέστατοι της ουρανίου Βασιλείας, δώρα πολύτιμα του
πλάστου και κριτού των απάντων Θεού. Δεν είναι εκείναι αι πληγαί, όπου δίδονται
δια την αρετήν, πληγαί, αλλά σφραγίδες της θεϊκής υιοθεσίας· δεν είναι θάνατοι
εκείνοι όπου έρχονται δια ζήλον του θείου νόμου, αλλά προοίμια της αιωνίου ζωής·
δεν είναι εκείναι αι σφαγαί, σφαγαί, όπου γίνονται δια το μίσος και τον πόλεμον
του κοινού εχθρού, αλλ’ αρχή της αθανασίας. Πληγώνεται καιρίως ο Επαμεινώνδας,
και κείμενος εις την γην, ερωτά τους στρατιώτας του αν ίσως σώζεται, και δεν
εχάθη η περικεφαλαία του· ακούσας ότι πάρεστι, πάλιν ερωτά, αν ίσως ενικήθησαν
οι εχθροί· όταν δε ήκουσε και τούτο πως έγινε, τότε λέγει·
«Ήδη τέλος της εμής ζωής λαμπρόν εφέστηκεν, ήδη ο Επαμεινώνδας γεννάται,
επείπερ ούτω θνήσκει». Βλέπεις η ευαγγελική αλήθεια πως επροκηρύττετο και με
τον ζήλον, όπου φυσικώς είχον οι παλαιοί εις την αλήθειαν; Λοιπόν δεν πρέπει
εγώ σήμερον να επάρω πλέον εις τας χείρας μου την αιματωμένην Κεφαλήν του
Προδρόμου, δια να δείξω πόσα δύναται να κάμη ο τυφλός έρως των γυναικών, δεν
παίρνω αυτήν την αιματωμένην κεφαλήν δια να εξυπνήσω εκείνους όπου κοιμώνται
μέσα εις την τρυφήν και σπατάλην του σώματος, δια να ίδωσιν εις ποία βάραθρα
κρημνίζει τον δυστυχισμένον άνθρωπον η μέθη και η πολυφαγία· δεν παίρνω αυτήν
την κεφαλήν την στάζουσαν το αίμα το προφητικόν, την βοώσαν όχι εκδίκησιν, ως
του Άβελ, αλλ’ έλεον και ευσπλαγχνίαν, ως το αίμα του Υιού του Θεού· δεν
παίρνω, λέγω, εκείνο το αίμα να το χύσω εις το πρόσωπον εκείνων όπου έσχισαν το
προσωπείον της ανθρωπότητος, και πηδώσι και χορεύουσιν ως κάμηλοι· δεν παίρνω
αυτήν την κεφαλήν να τους δείξω, ποίος είναι ο καρπός όπου εγέννησεν ο χορός,
ποίον Προφήτην, ποίον Απόστολον, ποίον επίγειον Άγγελον απεκεφάλισεν ο χορός·
έχω άλλην ζώσαν μαρτυρίαν, την χρυσήν απόφασιν του διδασκάλου της Εκκλησίας·
αυτήν την απόφασιν επιρρίπτω εις τους χορούς, ήτις φωνάζει μεγαλοφώνως· «Ένθα
όρχησις, εκεί και ο διάβολος». Αύτη η απόφασις του διδασκάλου ας τους μάθη, ότι
δεν χορεύουσι μόνοι, δεν είναι συντροφιασμένοι άνδρες και γυναίκες εις τους
χορούς, αλλ’ είναι και ο διάβολος εκεί ομού, συντροφιασμένος με όλα του τα
τάγματα· αυτή η απόφασις ας διδάξη τους χορεύοντας, ότι εκείνους τους πόδας
όπου σαλεύουσι και κτυπώσιν άνω και κάτω, δεν έπλασεν αυτούς ο Θεός, ίν’
ασχημονώμεν, ίνα όπως αι κάμηλοι πηδώμεν, αλλ’ ίνα συν Αγγέλοις χορεύωμεν.
Μάθετε από αυτήν την απόφασιν οι χορεύοντες, ότι αν και δεν έχετε μεταξύ σας
την θυγατέρα της Ηρωδιάδος να σύρη τον χορόν, πλην εκείνος ο διάβολος, όπου
εκινούσε τους πόδας εκείνης, ο ίδιος κινεί και τους πόδας τους ιδικούς σας·
εκείνος όπου εδίδαξε την ψυχήν εκείνης να ζητήση πληρωμήν του χορού της τον
φόνον του Ιωάννου, ο ίδιος κρημνίζει και τώρα άλλον εις πορνείαν, άλλον εις
μοιχείαν, και άλλον εις σατανικόν έρωτα· «Ο δι’
εκείνης ορχησάμενος τότε διάβολος, και δια τούτων χορεύει νυν, και τας ψυχάς
των ανακειμένων λαβών άπεισιν αιχμαλώτους». Δεν είναι χρεία άλλης διδασκαλίας
εις τους χορευτάς, ούτε εις τους άλλους, δια να παραστήσω την Κεφαλήν του
Ιωάννου, αλλά φθάνει το τέλος του Επαμεινώνδα· αρκετός είναι ο ζήλος εκείνου
του ΄Σλληνος, δια να εξυπνήση των ευσεβών την καρδίαν, να γνωρίσωσι πως δεν είναι
άλλη τιμή, άλλη δόξα, άλλος πλούτος, έλλο καλόν όνομα, μεγαλειοτέρα βασιλεία,
ως το να αποθάνη τις εις την φύλαξιν των νόμων του Θεού, εις την νίκην του
κοινού εχθρού διαβόλου. Και δεν είναι αισχύνη μεγάλη, μία εντροπή ασύγκριτος,
ημάς τους ασεβείς να διδάσκη ένας ασεβής, ημάς όπου εδίδαξαν τόσοι Προφήται,
τόσοι Μάρτυρες, τόσοι Απόστολοι, τόσαι Παρθένοι, τόσοι Ασκηταί, τόσοι
Διδάσκαλοι και αυτός ο ίδιος ο Υιός του Θεού και Θεός με την ιδικήν του ζωήν,
ότι δεν είναι άλλο ενδοξότερον και τιμιώτερον από την αρετήν; Δεν είναι άλλος
θάνατος πλέον ένδοξος, πλέον άγιος, πλέον χαρμόσυνος, ως να αποθνήσκη τις ίνα
διαφυλάξη το Βάπτισμά του, να μη μολύνη την σωφροσύνην του, δια να μη καταφρονηθή
η εικών του Θεού και Πατρός του, δια να μη καταπατηθώσιν οι νόμοι του πλάστου του,
δια να μη φανή ποτέ ηττημένη η αλήθεια από το ψεύδος; Ημάς, λέγω, τους
διδαγμένους από τοσούτους και τοιούτους Αγίους να διδάσκη με το τέλος του ένας
Επαμεινώνδας, δεν είναι καταισχύνη μεγάλη; Ναι, καταισχύνη είναι μεγάλη και δια
τούτο ας μη το υποφέρη τις, αλλ’ όλοι, και άνδρες και γυναίκες, ας αντισταθώμεν
κατά της αμαρτίας μέχρις αίματος, καθώς ο σήμερον εορταζόμενος· ας μισήσωμεν το
ψεύδος, ας αγαπήσωμεν την αλήθειαν, ας εκριζώσωμεν από την καρδίαν μας τον
σατανικόν έρωτα δια την αγάπην τούτου του προφητικού αίματος, όπου γίνεται
θυσία της σωφροσύνης και της καθαρότητος· ας αποκόψωμεν από την σήμερον τους
σατανικούς χορούς και τα διαβολικά συμπόσια, δια την αγάπην ταύτης της Κεφαλής,
όπου εδόθη μισθός μιας χορευτρίας, ίνα δια πρεσβειών τούτου του ενδόξου
Προδρόμου και Ιωάννου αξιωθώμεν της μερίδος των σωζομένων, χάριτι του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου