Ουρπασιανός, ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού, ήτο κατά τας ημέρας του
ασεβεστάτου Μαξιμιανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τε΄- τια΄ (305 – 311).
Ούτος, αφ’ ότου ανέλαβε την βασιλείαν, κατετυρράννει όλην την περιοχήν της
Νικομηδείας διάπυρος γενόμενος υπερασπιστής των ειδώλων. Τούτου δε την οργήν
κατά των Χριστιανών ήναψαν, ως μεγάλην πυρκαϊάν, οι ομόφρονες και συντράπεζοί
του ειδωλολάτραι. Συναθροίσας λοιπόν ούτος ποτέ άπαντας τους συγκλητικούς και
άρχοντας του βασιλείου του, είπεν εις αυτούς:
«Όστις εξ υμών περιέπεσεν εις την κακίστην θρησκείαν των Χριστιανών και δεν θέλει να επιστρέψη προς τους ευμενείς θεούς ημών και να τους εξιλεώση δια της μετανοίας, ούτος ας εκβάλη την ζώνην τού αξιώματος, το οποίον φέρει, και ας απομακρυνθή αμέσως εκ του βασιλικού παλατίου και της πόλεως ταύτης. Επειδή η πόλις αύτη της Νικομηδείας από των προγόνων της λατρεύει τους μεγάλους θεούς και όχι ένα Θεόν εσταυρωμένον». Φόβος και τρόμος κατέλαβε τότε άπαντας τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν, ούτω δε έβλεπε πας τις ότι πράγματι η εις τον Χριστόν Πίστις και ευσέβεια εγυμνάζετο και εδοκιμάζετο, ως ο χρυσός εις το πυρ. Διότι άλλοι μεν των Χριστιανών έφευγον και εκρύπτοντο, άλλοι δε παρεδίδοντο εις τας βασάνους· όσοι δε είχον αγάπην καθαράν και γνησίαν εις τον Θεόν, καταφρονούντες τα ίδια αυτών σώματα και τον τύραννον εμπαίζοντες, έρριπτον τας ζώνας κατά πρόσωπον αυτού και έφευγον. Κατά την περίοδον ταύτην ήτο και ο μεγαλόφρων ούτος και αδαμάντινος κατά την ψυχήν Ουρπασιανός, όστις παρουσιασθείς ενώπιον του βασιλέως και όλης της συγκλήτου, απέρριψε την ιδικήν του χλαμύδα και ζώνην, ειπών· «Επειδή, βασιλεύ, εγώ σήμερον στρατεύομαι τω επουρανίω και αθανάτω Βασιλεί τω Κυρίω μου Ιησού Χριστώ, λάβε την ζώνην και την τιμήν και την δόξαν, διότι αύτη είναι προσωρινή και δεν μου χρησιμεύει ουδόλως». Ταύτα ειπόντος αιφνιδίως του Ουρπασιανού, ήκουσεν ο Μαξιμιανός και παρευθύς ηλλοιώθη κατά τον νουν, επί πολλήν δε ώραν έμεινεν άφωνος. Έπειτα τρίψας τους οφθαλμούς του και υποβλέπων τον Μάρτυρα, εβρυχήθη αγρίως, ως θηρίον ανήμερον, λέγων προς τους παρεστώτας· «Κρεμάσατε τούτον τον αλιτήριον και τας σάρκας αυτού καταξεσχίζετε επί ώρας πολλάς με τα βούνευρα». Τούτου δε γενομένου ευθύς, κατεσχίζετο ο του Χριστού γενναίος αγωνιστής, ο οποίος, έχων τους οφθαλμούς του προσηλωμένους εις τον ουρανόν, προσηύχετο, χωρίς να λυπήται ουδόλως. Κατόπιν, αφού κατεβίβασαν τον Άγιον εκ του μηχανικού μαγγάνου, λέγει προς τους υπηρέτας ο τύραννος· «Ρίψατε αυτόν εντός σκοτεινής φυλακής και εκεί καταξηράνατε τας σάρκας του, έως ότου σκεφθώ με ποίου είδους θάνατον θα τον εξολοθρεύσω». Ο δε γενναίος του Χριστού Μάρτυς, εν τη φυλακή ευρισκόμενος, έχαιρε και ηυφραίνετο προσφέρων τας προσευχάς του τω Κυρίω. Ο δε ασεβής βασιλεύς, σκεπτόμενος δια ποίου τρόπου να βασανίση περισσότερον τον Άγιον, κατεσκεύασε βασανιστικόν τι όργανον, ήτο δε τούτο κλωβός σιδηρούς, και εξαγαγών τον Άγιον εκ της φυλακής, διέταξε να τον κλείσωσιν εντός του κλωβού και να τον κρεμάσωσιν υψηλά. Τούτου γενομένου εκρέματο ο Άγιος εκ των δύο χειρών και εφόρει τον σιδηρούν κλωβόν εις όλον του το σώμα. Έπειτα προσέταξεν ο τύραννος να ανάψωσι λαμπάδας και να κατακαίωσιν ασπλάγχνως τον Άγιον. Τόσον δε κατεκάη υπό των λαμπάδων ο Αθλητής, ώστε αι σάρκες του αναλυθείσαι έτρεχον ωσάν κηρίον εις την γην και εζυμώθησαν με το χώμα. Ούτως ο του Χριστού Μάρτυς προσευχόμενος και αναλυόμενος επλήρωσε τον αέρα ευωδίας ως από μύρω πολλών προερχομένης και ως αστήρ φαεινός ανέβη προς Κύριον, ίνα λάβη τον στέφανον της νίκης, καθώς Χριστιανοί τινες ωμολόγησαν, οίτινες ηξιώθησαν να ίδωσιν αυτόν αναβαίνοντα εις τους ουρανούς, με τοσαύτην λαμπρότητα. Ο δε άθλιος Μαξιμιανός, μένων ακόμη εν τη μανία του, προσέταξε να συναχθή επιμελώς η γη εκείνη, εις την οποίαν έπεσον αι σάρκες και τα οστά τού Αγίου και να σκορπισθώσιν ενώπιόν του εις την θάλασσαν.
«Όστις εξ υμών περιέπεσεν εις την κακίστην θρησκείαν των Χριστιανών και δεν θέλει να επιστρέψη προς τους ευμενείς θεούς ημών και να τους εξιλεώση δια της μετανοίας, ούτος ας εκβάλη την ζώνην τού αξιώματος, το οποίον φέρει, και ας απομακρυνθή αμέσως εκ του βασιλικού παλατίου και της πόλεως ταύτης. Επειδή η πόλις αύτη της Νικομηδείας από των προγόνων της λατρεύει τους μεγάλους θεούς και όχι ένα Θεόν εσταυρωμένον». Φόβος και τρόμος κατέλαβε τότε άπαντας τους πιστεύοντας εις τον Χριστόν, ούτω δε έβλεπε πας τις ότι πράγματι η εις τον Χριστόν Πίστις και ευσέβεια εγυμνάζετο και εδοκιμάζετο, ως ο χρυσός εις το πυρ. Διότι άλλοι μεν των Χριστιανών έφευγον και εκρύπτοντο, άλλοι δε παρεδίδοντο εις τας βασάνους· όσοι δε είχον αγάπην καθαράν και γνησίαν εις τον Θεόν, καταφρονούντες τα ίδια αυτών σώματα και τον τύραννον εμπαίζοντες, έρριπτον τας ζώνας κατά πρόσωπον αυτού και έφευγον. Κατά την περίοδον ταύτην ήτο και ο μεγαλόφρων ούτος και αδαμάντινος κατά την ψυχήν Ουρπασιανός, όστις παρουσιασθείς ενώπιον του βασιλέως και όλης της συγκλήτου, απέρριψε την ιδικήν του χλαμύδα και ζώνην, ειπών· «Επειδή, βασιλεύ, εγώ σήμερον στρατεύομαι τω επουρανίω και αθανάτω Βασιλεί τω Κυρίω μου Ιησού Χριστώ, λάβε την ζώνην και την τιμήν και την δόξαν, διότι αύτη είναι προσωρινή και δεν μου χρησιμεύει ουδόλως». Ταύτα ειπόντος αιφνιδίως του Ουρπασιανού, ήκουσεν ο Μαξιμιανός και παρευθύς ηλλοιώθη κατά τον νουν, επί πολλήν δε ώραν έμεινεν άφωνος. Έπειτα τρίψας τους οφθαλμούς του και υποβλέπων τον Μάρτυρα, εβρυχήθη αγρίως, ως θηρίον ανήμερον, λέγων προς τους παρεστώτας· «Κρεμάσατε τούτον τον αλιτήριον και τας σάρκας αυτού καταξεσχίζετε επί ώρας πολλάς με τα βούνευρα». Τούτου δε γενομένου ευθύς, κατεσχίζετο ο του Χριστού γενναίος αγωνιστής, ο οποίος, έχων τους οφθαλμούς του προσηλωμένους εις τον ουρανόν, προσηύχετο, χωρίς να λυπήται ουδόλως. Κατόπιν, αφού κατεβίβασαν τον Άγιον εκ του μηχανικού μαγγάνου, λέγει προς τους υπηρέτας ο τύραννος· «Ρίψατε αυτόν εντός σκοτεινής φυλακής και εκεί καταξηράνατε τας σάρκας του, έως ότου σκεφθώ με ποίου είδους θάνατον θα τον εξολοθρεύσω». Ο δε γενναίος του Χριστού Μάρτυς, εν τη φυλακή ευρισκόμενος, έχαιρε και ηυφραίνετο προσφέρων τας προσευχάς του τω Κυρίω. Ο δε ασεβής βασιλεύς, σκεπτόμενος δια ποίου τρόπου να βασανίση περισσότερον τον Άγιον, κατεσκεύασε βασανιστικόν τι όργανον, ήτο δε τούτο κλωβός σιδηρούς, και εξαγαγών τον Άγιον εκ της φυλακής, διέταξε να τον κλείσωσιν εντός του κλωβού και να τον κρεμάσωσιν υψηλά. Τούτου γενομένου εκρέματο ο Άγιος εκ των δύο χειρών και εφόρει τον σιδηρούν κλωβόν εις όλον του το σώμα. Έπειτα προσέταξεν ο τύραννος να ανάψωσι λαμπάδας και να κατακαίωσιν ασπλάγχνως τον Άγιον. Τόσον δε κατεκάη υπό των λαμπάδων ο Αθλητής, ώστε αι σάρκες του αναλυθείσαι έτρεχον ωσάν κηρίον εις την γην και εζυμώθησαν με το χώμα. Ούτως ο του Χριστού Μάρτυς προσευχόμενος και αναλυόμενος επλήρωσε τον αέρα ευωδίας ως από μύρω πολλών προερχομένης και ως αστήρ φαεινός ανέβη προς Κύριον, ίνα λάβη τον στέφανον της νίκης, καθώς Χριστιανοί τινες ωμολόγησαν, οίτινες ηξιώθησαν να ίδωσιν αυτόν αναβαίνοντα εις τους ουρανούς, με τοσαύτην λαμπρότητα. Ο δε άθλιος Μαξιμιανός, μένων ακόμη εν τη μανία του, προσέταξε να συναχθή επιμελώς η γη εκείνη, εις την οποίαν έπεσον αι σάρκες και τα οστά τού Αγίου και να σκορπισθώσιν ενώπιόν του εις την θάλασσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου