Μάρκος ο Όσιος Πατήρ ημών, ο Ασκητής, ήκμαζε
κατά το έτος υλ΄ (430) από Χριστού και γενόμενος εις όλα φιλόπονος, επεδόθη
εις την μελέτην των Θείων Γραφών, συγχρόνως δε έφθασεν εις το άκρον της
ασκήσεως και αρετής. Σημείον και απόδειξις των δύο τούτων είναι τόσον οι
συγγραφέντες παρ’ αυτού λόγοι, οι οποίοι είναι πλήρεις πάσης παιδείας και
ωφελείας, όσον και η δοθείσα εις αυτόν χάρις των θαυμάτων, εν εκ των οποίων
είναι και το εξής:
Όταν ο μακάριος Μάρκος ησύχαζεν αγωνιζόμενος εις το κελλίον του και επρόσεχεν εις τον εαυτόν του, ήλθε προς αυτόν ύαινα τις φέρουσα τον σκύμνον της τυφλόν και με ταπεινόν σχήμα εδείκνυεν, ότι παρεκάλει τον Άγιον να ευσπλαγχνισθή το γέννημά της και ιατρεύση τα όμματά του. Ο δε Άγιος, πτύσας εις τα τυφλά του όμματα και προσευχηθείς, κατέστησεν αυτά υγιά. Αφού δε παρήλθον ημέραι τινές, έφερεν εις τον Άγιον η ύαινα εν δέρμα μεγάλου κριού, ως αμοιβήν και ευχαριστίαν της ιατρείας τού τέκνου της. Ο Άγιος όμως δεν εδέχετο τούτο, έως ου η ύαινα έδειξε δια σχημάτων, ότι εις το εξής δεν θέλει βλάψει πρόβατα των πενήτων. Όθεν εκ τούτου συμπεραίνομεν, ότι αν ο Άγιος Μάρκος ήτο τόσον εύσπλαγχνος και συμπαθής εις την άλογον φύσιν των θηρίων, πόσον άραγε θα ήτο εύσπλαγχνος εις τους ανθρώπους τους οποίους η της φύσεως κοινωνία απαιτεί να ευσπλαγχνίζεται πας τις, ως ομογενείς και ομοφύλους; Τόσην δε καθαρότητα είχεν ο Όσιος ούτος, ώστε ο Πρεσβύτερος της Σκήτεως ώμνυεν, ότι ουδέποτε εκοινώνησε τον Άγιον τούτον με τας ιδίας του χείρας, αλλ’ όταν προσήρχετο όπως μεταλάβη Άγγελος Κυρίου τον μετελάμβανε, του οποίου την χείρα έβλεπεν εκ του αγκώνος βαστάζουσαν την λαβίδα και μεταλαμβάνουσαν τον Όσιον. Απετάξατο δε ο Όσιος ούτος τον κόσμον και τα εν κόσμω όταν ήτο ετών τεσσαράκοντα. Διανύσας δε εις την άσκησιν έτη εξήκοντα προς Κύριον εξεδήμησεν. Ήτο δε κατά το μέγεθος του σώματος χαμηλός, αγένειος και φαλακρός εις την κεφαλήν, είχεν όμως λάμπουσαν εκ των έσωθεν προς τα έξω την Χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Όταν ο μακάριος Μάρκος ησύχαζεν αγωνιζόμενος εις το κελλίον του και επρόσεχεν εις τον εαυτόν του, ήλθε προς αυτόν ύαινα τις φέρουσα τον σκύμνον της τυφλόν και με ταπεινόν σχήμα εδείκνυεν, ότι παρεκάλει τον Άγιον να ευσπλαγχνισθή το γέννημά της και ιατρεύση τα όμματά του. Ο δε Άγιος, πτύσας εις τα τυφλά του όμματα και προσευχηθείς, κατέστησεν αυτά υγιά. Αφού δε παρήλθον ημέραι τινές, έφερεν εις τον Άγιον η ύαινα εν δέρμα μεγάλου κριού, ως αμοιβήν και ευχαριστίαν της ιατρείας τού τέκνου της. Ο Άγιος όμως δεν εδέχετο τούτο, έως ου η ύαινα έδειξε δια σχημάτων, ότι εις το εξής δεν θέλει βλάψει πρόβατα των πενήτων. Όθεν εκ τούτου συμπεραίνομεν, ότι αν ο Άγιος Μάρκος ήτο τόσον εύσπλαγχνος και συμπαθής εις την άλογον φύσιν των θηρίων, πόσον άραγε θα ήτο εύσπλαγχνος εις τους ανθρώπους τους οποίους η της φύσεως κοινωνία απαιτεί να ευσπλαγχνίζεται πας τις, ως ομογενείς και ομοφύλους; Τόσην δε καθαρότητα είχεν ο Όσιος ούτος, ώστε ο Πρεσβύτερος της Σκήτεως ώμνυεν, ότι ουδέποτε εκοινώνησε τον Άγιον τούτον με τας ιδίας του χείρας, αλλ’ όταν προσήρχετο όπως μεταλάβη Άγγελος Κυρίου τον μετελάμβανε, του οποίου την χείρα έβλεπεν εκ του αγκώνος βαστάζουσαν την λαβίδα και μεταλαμβάνουσαν τον Όσιον. Απετάξατο δε ο Όσιος ούτος τον κόσμον και τα εν κόσμω όταν ήτο ετών τεσσαράκοντα. Διανύσας δε εις την άσκησιν έτη εξήκοντα προς Κύριον εξεδήμησεν. Ήτο δε κατά το μέγεθος του σώματος χαμηλός, αγένειος και φαλακρός εις την κεφαλήν, είχεν όμως λάμπουσαν εκ των έσωθεν προς τα έξω την Χάριν του Αγίου Πνεύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου