Αρτέμων
ο Άγιος του Χριστού Ιερομάρτυς ήτο Πρεσβύτερος εις την Λαοδίκειαν κατά τον
καιρόν της βασιλείας του ασεβεστάτου Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη
σπδ΄ - τε΄ (384 – 305). Κατά τον καιρόν εκείνον εστάλησαν βασιλικαί διαταγαί
δια των αρχόντων και ηγεμόνων, εις πάσαν πόλιν και χώραν, ορίζουσαι να
προσφέρωσιν όλοι θυσίας και σπονδάς εις τα είδωλα. Συνεπεία τούτου απεστάλη και
εις τα μέρη της Λαοδικείας κόμης τις ονόματι Πατρίκιος, όστις εβίαζεν όλους
τους Χριστιανούς να θυσιάζωσιν εις τους ψευδωνύμους θεούς, καθώς και εκείνος
διετάχθη.
Τούτο μαθών ο Σισίνιος, ο της Λαοδικείας Επίσκοπος, ομού μετά του Πρεσβυτέρου τούτου Αρτέμονος, παρέλαβον Χριστιανούς τινας και μετέβησαν κατά την νύκτα εις τον ναόν της ψευδοθεάς Αρτέμιδος, συντρίψαντες δε τα εκεί είδωλα, του Απόλλωνος, του Ασκληπιού και τα άλλα, μετέβαλον αυτά εις κόνιν. Τέλος, βαλόντες πυρ, κατέκαυσαν τα υπόλοιπα, αφήσαντες μόνον τους εκεί ευρισκομένους δράκοντας, οι οποίοι, καθώς ελέγετο, κατά μεν το μήκος ήσαν ογδοήκοντα πήχεων, κατά δε το πλάτος είκοσι. Ταύτα πληροφορηθείς ο ανωτέρω κόμης ωργίσθη σφόδρα και παραλαβών μεθ’ εαυτού πλήθος λαού, επορεύθη μετ’ αυτών έξω της πόλεως, καθήμενος επί βασιλικού ίππου. Ήτο δε η πορεία των προς την Εκκλησίαν των Χριστιανών, όπου εσκόπουν αφ’ ενός μεν ίνα σφάξωσιν όλους τους εκεί συνηθροισμένους Χριστιανούς, αφ’ ετέρου δε ίνα κατακόψωσιν εις τεμάχια τον Σισίνιον και τον Αρτέμονα. Όταν όμως επλησίαζον εις την Εκκλησίαν, φόβος και τρόμος κατέλαβε τον κόμητα και υπό τοσούτου πυρετού εκυριεύθη, ώστε εξήπλωσαν αυτόν εις κλίνην και τον έφεραν βασταζόμενον εις τον οίκον του. Ελθών λοιπόν ο κόμης εις άκραν ταλαιπωρίαν και αδυναμίαν σώματος, διεμήνυσεν εις τον Επίσκοπον Σισίνιον ταύτα· «Παρακάλεσον τον Θεόν σου να ελευθερωθώ εκ της ασθενείας και θέλω κάμει τον αδριάντα σου χρυσούν, τον οποίον θα στήσω εν τω μέσω της πόλεως». Εις απάντησιν της επιστολής ταύτης ο Επίσκοπος έγραψεν εις αυτόν τα εξής· «Το χρυσίον σου ας είναι ιδικόν σου· εάν δε πιστεύσης εις τον Χριστόν και Θεόν μου, γνώριζε, ότι ευθύς θέλει σε ιατρεύσει». Ο κόμης, ευθύς ως έλαβε την επιστολήν ταύτην, αντέγραψεν εις αυτόν· «Πιστεύω εις τον Θεόν σου, μόνον εάν με ιατρεύση». Και ω του θαύματος! Ευθύς ως είπε τον λόγον τούτον ιατρεύθη και ηγέρθη εκ της κλίνης. Περιπατών λοιπόν ούτος και πορευόμενος εις την Καισάρειαν, απέχουσαν τρία ως έγγιστα μίλια από της Λαοδικείας, απήντησε τον Πρεσβύτερον Άγιον Αρτέμονα, τον οποίον ηκολούθουν δύο έλαφοι και εξ άγριοι όνοι. Ηρώτησε τότε αυτόν· «Πως εκράτησες τα ζώα ταύτα»; Ο δε Άγιος Αρτέμων απεκρίθη· «Με τον λόγον του Χριστού μου τα εκράτησα». Ο κόμης τότε του λέγει· «Είσαι λοιπόν Χριστιανός»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εκ νεαράς μου ηλικίας». Τότε κρατήσας αυτόν ο κόμης τον έδεσε με δύο αλύσεις και τον παρέδωκεν εις δύο στρατιώτας διατάξας να τον σύρουν όπισθέν του ούτω δεμένον, έως ότου φθάση εις την Καισάρειαν. Τοιουτοτρόπως ταλαιπωρούμενος υπό της οδοιπορίας και των δεσμών ο Άγιος και σκεπτόμενος περί των μελλόντων να επακολουθήσουν, εστράφη προς τα ζώα, τα οποία τον ηκολούθουν και λέγει προς αυτά· «Υπάγετε εις τον Άγιον Επίσκοπον Σισίνιον». Εκείνα ευθύς, ως να ήσαν λογικά, υπήκουσαν και μετέβησαν, βλέπων δε ταύτα ο Επίσκοπος, ηρώτησε τον θυρωρόν· «Πόθεν ήλθον εδώ τα ζώα ταύτα»; Τότε, κατά προσταγήν του Θεού, μία εκ των ελάφων έλαβεν ανθρωπίνην φωνήν και είπεν· «Ο δούλος του Θεού Αρτέμων εκρατήθη υπό του ασεβούς κόμητος και φέρεται δέσμιος εις την Καισάρειαν. Όθεν επρόσταξεν ημάς τα ζώα να έλθωμεν εδώ και να σου δώσωμεν είδησιν». Ακούσας ο Επίσκοπος το ζώον ομιλούν έμεινεν έκθαμβος και καλέσας τον Διάκονον Φιλέαν, απέστειλεν αυτόν εις την Καισάρειαν, ειπών· «Ύπαγε και μάθε, εάν είναι αληθή όσα ηκούσαμεν παρά της ελάφου». Μεταβάς δε ούτος εις Καισάρειαν, εύρεν τον Άγιον Αρτέμονα εις την φυλακήν. Αφ’ ου δε εχαιρέτησαν αλλήλους, διέταξαν οι φύλακες τον Διάκονον να απομακρυνθή. Την επομένην ημέραν εκάθησεν ο κόμης εις το κριτήριον και φέρει έμπροσθέν του τον Άγιον Αρτέμονα, προς τον οποίον λέγει· «Τίμησον το γήρας σου, άνθρωπε, και θυσίασον εις τους θεούς». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Δεκαέξ έτη διήνυσα ως Αναγνώστης, αναγινώσκων τα ιερά βιβλία εν τω Ναώ του Θεού, εις επήκοον πάντων. Είκοσι οκτώ έτη διετέλεσα Διάκονος Χριστού, αναγινώσκων εις τον λαόν τα Άγια Ευαγγέλια και τριάκοντα τρία έτη αριθμώ ως Πρεσβύτερος και Ιερεύς, διδάσκων και κηρύττων την του Χριστού μου δύναμιν και Θεότητα, τώρα δε μου λέγεις να θυσιάσω εις τον όμοιόν σου αναίσθητον δαίμονα; Μη γένοιτο τούτο εις εμέ εις τον αιώνα»! Ταύτα ακούσας ο κόμης εταράχθη υπό οργής και πυρώσας πολύ εσχάραν, ήπλωσεν επ’ αυτής τον Άγιον Αρτέμονα. Πονών δε ο Άγιος εκ του καυσίματος του πυρός, ύψωσε τα βλέμματα προς τον ουρανόν και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, μη επιτρέψης εις τον μιαρόν τούτον κόμητα να καυχηθή και να γελάση εις βάρος του δούλου Σου, αλλά Συ, όστις γνωρίζεις, ότι ταύτα πάσχω δια την αγάπην Σου, δος μοι υπομονήν, ίνα καταισχύνω αυτόν εντελώς». Ενώ δε ταύτα και άλλα πολλά έλεγεν ο Άγιος, ιδού έφθασε και η έλαφος, η αποσταλείσα και ομιλήσασα προς τον Επίσκοπον Σισίνιον. Πλησιάσασα δε έλειχε δια της γλώσσης της τας πληγάς του Αγίου και κατά προσταγήν Θεού, διότι ουδέν είναι αδύνατον εις τον Θεόν, λέγει εις έλεγχον των ασεβών· «Γνώριζε, ω ασεβέστατε κόμη, ότι ο μεν δούλος του Θεού Αρτέμων ταχέως θέλει βοηθηθή παρά του Θεού, συ δε θέλεις καταδικασθή υπ’ Αυτού, όστις θέλει προστάξει δύο όρνεα, ίνα σε ρίψωσιν εντός λέβητος πλήρους πίσσης κοχλαζούσης. Εκεί αι σάρκες σου θα αναλυθώσι και θα γίνωσιν ως χυλός, επειδή εφάνης αχάριστος και αφ’ ενός μεν ηρνήθης τον Θεόν, ον ωμολόγησας και επίστευσας ως ιατρεύσαντά σε, αφ’ ερέρου δε απανθρώπως τον δίκαιον Αρτέμονα εβασάνισας». Ταύτα ευθύς ως ήκουσεν ο κόμης παρά της ελάφου, ωργίσθη σφόδρα, διότι ηλέγχθη υπό ζώου αγρίου και προστάσσει τους στρατιώτας του να την τοξεύσωσι. Πηδήσασα όμως η έλαφος πλησίον του άρχοντος, ο οποίος ήτο συγκάθεδρος του κόμητος, αυτή μεν ελυτρώθη εκ των βελών και εξέφυγεν, ο δε συγκάθεδρος του κόμητος κτυπηθείς με το βέλος και πληγωθείς θανατηφόρως εξ αυτού, απώλεσε την μιαράν ψυχήν του. Τούτον ιδών ο κόμης νεκρόν ελυπήθη και ανεχώρησεν, έρριψεν όμως πάλιν τον Άγιον εις την φυλακήν. Κατά την επομένην ημέραν διέταξεν ο κόμης να τεθή πίσσα εντός λέβητος και να βράση δυνατά, ίνα εντός αυτής ρίψωσι τον Άγιον. Τούτου γενομένου, προσήλθον οι στρατιώται εις τον κόμητα και του είπον, ότι έβρασεν η πίσσα δυνατά. Ο κόμης όμως δεν επίστευσε τούτο και είπεν ότι θα υπάγη και μόνος να ίδη με τους ιδίους του τους οφθαλμούς και τότε θα βεβαιωθή περί της αληθείας. Ιππεύσας λοιπόν έτρεξε κατ’ ευθείαν εις τον λέβητα. Όταν όμως επλησίασεν εις αυτόν, ω του θαύματος! αιφνιδίως ήλθον δύο Άγγελοι εξ ουρανού εις σχήμα αετών και αρπάσαντες τον κόμητα εκ του ίππου, έρριψαν αυτόν εντός του λέβητος και τόσον ανελύθη και εχωνεύθη όλον το σώμα του, ώστε δεν έμεινεν ούτε οστούν. Τούτο το θαυμάσιον ιδόντες οι στρατιώται και όλος ο λαός εξέστησαν και φοβηθέντες έφυγον, έμεινε δε μόνος ο Άγιος εις τον τόπον εκείνον, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Ευθύς δε ως προσηυχήθη ανέβλυσεν εκεί ύδωρ πολύ. Τούτο ιδών ο Βιτάλιος, ο ιερεύς των ειδώλων και άλλοι πολλοί, εζήτησαν να κατηχηθώσιν υπό του Αγίου και πιστεύσαντες εβαπτίσθησαν. Κατά δε την νύκτα εκείνην ήλθε φωνή εξ ουρανού προς τον Άγιον λέγουσα· «Έξελθε ταύτης της πόλεως και ύπαγε εις την οδόν την άγουσαν προς τους παραθαλασσίους τόπους της Μικράς Ασίας, όπου θέλεις καθαρίσει πολλούς από τα δαιμόνια και από διαφόρους ασθενείας και πολλοί δια σου θα φωτισθώσι και θα δοξάσωσι τον Θεόν». Υπακούσας λοιπόν ο Άγιος, και αφόυ πρώτον κατήχησεν εκεί και άλλους πολλούς, απεχαιρέτησε τούτους και αναβάς επί αγρίου όνου επορεύετο όπου η θεία φωνή τον διέταξεν. Αρπαγείς δε υπό θείου Αγγέλου, έφθασε παρευθύς εις τόπον, όστις απεκαλύφθη εις αυτόν. Πολλά δε σημεία και θαύματα ποιήσας και εκεί, με την δύναμιν του Θεού, μετά δε ταύτα κρατηθείς υπό των ειδωλολατρών, απεκεφαλίσθη ο μακάριος και απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς.
Τούτο μαθών ο Σισίνιος, ο της Λαοδικείας Επίσκοπος, ομού μετά του Πρεσβυτέρου τούτου Αρτέμονος, παρέλαβον Χριστιανούς τινας και μετέβησαν κατά την νύκτα εις τον ναόν της ψευδοθεάς Αρτέμιδος, συντρίψαντες δε τα εκεί είδωλα, του Απόλλωνος, του Ασκληπιού και τα άλλα, μετέβαλον αυτά εις κόνιν. Τέλος, βαλόντες πυρ, κατέκαυσαν τα υπόλοιπα, αφήσαντες μόνον τους εκεί ευρισκομένους δράκοντας, οι οποίοι, καθώς ελέγετο, κατά μεν το μήκος ήσαν ογδοήκοντα πήχεων, κατά δε το πλάτος είκοσι. Ταύτα πληροφορηθείς ο ανωτέρω κόμης ωργίσθη σφόδρα και παραλαβών μεθ’ εαυτού πλήθος λαού, επορεύθη μετ’ αυτών έξω της πόλεως, καθήμενος επί βασιλικού ίππου. Ήτο δε η πορεία των προς την Εκκλησίαν των Χριστιανών, όπου εσκόπουν αφ’ ενός μεν ίνα σφάξωσιν όλους τους εκεί συνηθροισμένους Χριστιανούς, αφ’ ετέρου δε ίνα κατακόψωσιν εις τεμάχια τον Σισίνιον και τον Αρτέμονα. Όταν όμως επλησίαζον εις την Εκκλησίαν, φόβος και τρόμος κατέλαβε τον κόμητα και υπό τοσούτου πυρετού εκυριεύθη, ώστε εξήπλωσαν αυτόν εις κλίνην και τον έφεραν βασταζόμενον εις τον οίκον του. Ελθών λοιπόν ο κόμης εις άκραν ταλαιπωρίαν και αδυναμίαν σώματος, διεμήνυσεν εις τον Επίσκοπον Σισίνιον ταύτα· «Παρακάλεσον τον Θεόν σου να ελευθερωθώ εκ της ασθενείας και θέλω κάμει τον αδριάντα σου χρυσούν, τον οποίον θα στήσω εν τω μέσω της πόλεως». Εις απάντησιν της επιστολής ταύτης ο Επίσκοπος έγραψεν εις αυτόν τα εξής· «Το χρυσίον σου ας είναι ιδικόν σου· εάν δε πιστεύσης εις τον Χριστόν και Θεόν μου, γνώριζε, ότι ευθύς θέλει σε ιατρεύσει». Ο κόμης, ευθύς ως έλαβε την επιστολήν ταύτην, αντέγραψεν εις αυτόν· «Πιστεύω εις τον Θεόν σου, μόνον εάν με ιατρεύση». Και ω του θαύματος! Ευθύς ως είπε τον λόγον τούτον ιατρεύθη και ηγέρθη εκ της κλίνης. Περιπατών λοιπόν ούτος και πορευόμενος εις την Καισάρειαν, απέχουσαν τρία ως έγγιστα μίλια από της Λαοδικείας, απήντησε τον Πρεσβύτερον Άγιον Αρτέμονα, τον οποίον ηκολούθουν δύο έλαφοι και εξ άγριοι όνοι. Ηρώτησε τότε αυτόν· «Πως εκράτησες τα ζώα ταύτα»; Ο δε Άγιος Αρτέμων απεκρίθη· «Με τον λόγον του Χριστού μου τα εκράτησα». Ο κόμης τότε του λέγει· «Είσαι λοιπόν Χριστιανός»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εκ νεαράς μου ηλικίας». Τότε κρατήσας αυτόν ο κόμης τον έδεσε με δύο αλύσεις και τον παρέδωκεν εις δύο στρατιώτας διατάξας να τον σύρουν όπισθέν του ούτω δεμένον, έως ότου φθάση εις την Καισάρειαν. Τοιουτοτρόπως ταλαιπωρούμενος υπό της οδοιπορίας και των δεσμών ο Άγιος και σκεπτόμενος περί των μελλόντων να επακολουθήσουν, εστράφη προς τα ζώα, τα οποία τον ηκολούθουν και λέγει προς αυτά· «Υπάγετε εις τον Άγιον Επίσκοπον Σισίνιον». Εκείνα ευθύς, ως να ήσαν λογικά, υπήκουσαν και μετέβησαν, βλέπων δε ταύτα ο Επίσκοπος, ηρώτησε τον θυρωρόν· «Πόθεν ήλθον εδώ τα ζώα ταύτα»; Τότε, κατά προσταγήν του Θεού, μία εκ των ελάφων έλαβεν ανθρωπίνην φωνήν και είπεν· «Ο δούλος του Θεού Αρτέμων εκρατήθη υπό του ασεβούς κόμητος και φέρεται δέσμιος εις την Καισάρειαν. Όθεν επρόσταξεν ημάς τα ζώα να έλθωμεν εδώ και να σου δώσωμεν είδησιν». Ακούσας ο Επίσκοπος το ζώον ομιλούν έμεινεν έκθαμβος και καλέσας τον Διάκονον Φιλέαν, απέστειλεν αυτόν εις την Καισάρειαν, ειπών· «Ύπαγε και μάθε, εάν είναι αληθή όσα ηκούσαμεν παρά της ελάφου». Μεταβάς δε ούτος εις Καισάρειαν, εύρεν τον Άγιον Αρτέμονα εις την φυλακήν. Αφ’ ου δε εχαιρέτησαν αλλήλους, διέταξαν οι φύλακες τον Διάκονον να απομακρυνθή. Την επομένην ημέραν εκάθησεν ο κόμης εις το κριτήριον και φέρει έμπροσθέν του τον Άγιον Αρτέμονα, προς τον οποίον λέγει· «Τίμησον το γήρας σου, άνθρωπε, και θυσίασον εις τους θεούς». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Δεκαέξ έτη διήνυσα ως Αναγνώστης, αναγινώσκων τα ιερά βιβλία εν τω Ναώ του Θεού, εις επήκοον πάντων. Είκοσι οκτώ έτη διετέλεσα Διάκονος Χριστού, αναγινώσκων εις τον λαόν τα Άγια Ευαγγέλια και τριάκοντα τρία έτη αριθμώ ως Πρεσβύτερος και Ιερεύς, διδάσκων και κηρύττων την του Χριστού μου δύναμιν και Θεότητα, τώρα δε μου λέγεις να θυσιάσω εις τον όμοιόν σου αναίσθητον δαίμονα; Μη γένοιτο τούτο εις εμέ εις τον αιώνα»! Ταύτα ακούσας ο κόμης εταράχθη υπό οργής και πυρώσας πολύ εσχάραν, ήπλωσεν επ’ αυτής τον Άγιον Αρτέμονα. Πονών δε ο Άγιος εκ του καυσίματος του πυρός, ύψωσε τα βλέμματα προς τον ουρανόν και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, μη επιτρέψης εις τον μιαρόν τούτον κόμητα να καυχηθή και να γελάση εις βάρος του δούλου Σου, αλλά Συ, όστις γνωρίζεις, ότι ταύτα πάσχω δια την αγάπην Σου, δος μοι υπομονήν, ίνα καταισχύνω αυτόν εντελώς». Ενώ δε ταύτα και άλλα πολλά έλεγεν ο Άγιος, ιδού έφθασε και η έλαφος, η αποσταλείσα και ομιλήσασα προς τον Επίσκοπον Σισίνιον. Πλησιάσασα δε έλειχε δια της γλώσσης της τας πληγάς του Αγίου και κατά προσταγήν Θεού, διότι ουδέν είναι αδύνατον εις τον Θεόν, λέγει εις έλεγχον των ασεβών· «Γνώριζε, ω ασεβέστατε κόμη, ότι ο μεν δούλος του Θεού Αρτέμων ταχέως θέλει βοηθηθή παρά του Θεού, συ δε θέλεις καταδικασθή υπ’ Αυτού, όστις θέλει προστάξει δύο όρνεα, ίνα σε ρίψωσιν εντός λέβητος πλήρους πίσσης κοχλαζούσης. Εκεί αι σάρκες σου θα αναλυθώσι και θα γίνωσιν ως χυλός, επειδή εφάνης αχάριστος και αφ’ ενός μεν ηρνήθης τον Θεόν, ον ωμολόγησας και επίστευσας ως ιατρεύσαντά σε, αφ’ ερέρου δε απανθρώπως τον δίκαιον Αρτέμονα εβασάνισας». Ταύτα ευθύς ως ήκουσεν ο κόμης παρά της ελάφου, ωργίσθη σφόδρα, διότι ηλέγχθη υπό ζώου αγρίου και προστάσσει τους στρατιώτας του να την τοξεύσωσι. Πηδήσασα όμως η έλαφος πλησίον του άρχοντος, ο οποίος ήτο συγκάθεδρος του κόμητος, αυτή μεν ελυτρώθη εκ των βελών και εξέφυγεν, ο δε συγκάθεδρος του κόμητος κτυπηθείς με το βέλος και πληγωθείς θανατηφόρως εξ αυτού, απώλεσε την μιαράν ψυχήν του. Τούτον ιδών ο κόμης νεκρόν ελυπήθη και ανεχώρησεν, έρριψεν όμως πάλιν τον Άγιον εις την φυλακήν. Κατά την επομένην ημέραν διέταξεν ο κόμης να τεθή πίσσα εντός λέβητος και να βράση δυνατά, ίνα εντός αυτής ρίψωσι τον Άγιον. Τούτου γενομένου, προσήλθον οι στρατιώται εις τον κόμητα και του είπον, ότι έβρασεν η πίσσα δυνατά. Ο κόμης όμως δεν επίστευσε τούτο και είπεν ότι θα υπάγη και μόνος να ίδη με τους ιδίους του τους οφθαλμούς και τότε θα βεβαιωθή περί της αληθείας. Ιππεύσας λοιπόν έτρεξε κατ’ ευθείαν εις τον λέβητα. Όταν όμως επλησίασεν εις αυτόν, ω του θαύματος! αιφνιδίως ήλθον δύο Άγγελοι εξ ουρανού εις σχήμα αετών και αρπάσαντες τον κόμητα εκ του ίππου, έρριψαν αυτόν εντός του λέβητος και τόσον ανελύθη και εχωνεύθη όλον το σώμα του, ώστε δεν έμεινεν ούτε οστούν. Τούτο το θαυμάσιον ιδόντες οι στρατιώται και όλος ο λαός εξέστησαν και φοβηθέντες έφυγον, έμεινε δε μόνος ο Άγιος εις τον τόπον εκείνον, δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Ευθύς δε ως προσηυχήθη ανέβλυσεν εκεί ύδωρ πολύ. Τούτο ιδών ο Βιτάλιος, ο ιερεύς των ειδώλων και άλλοι πολλοί, εζήτησαν να κατηχηθώσιν υπό του Αγίου και πιστεύσαντες εβαπτίσθησαν. Κατά δε την νύκτα εκείνην ήλθε φωνή εξ ουρανού προς τον Άγιον λέγουσα· «Έξελθε ταύτης της πόλεως και ύπαγε εις την οδόν την άγουσαν προς τους παραθαλασσίους τόπους της Μικράς Ασίας, όπου θέλεις καθαρίσει πολλούς από τα δαιμόνια και από διαφόρους ασθενείας και πολλοί δια σου θα φωτισθώσι και θα δοξάσωσι τον Θεόν». Υπακούσας λοιπόν ο Άγιος, και αφόυ πρώτον κατήχησεν εκεί και άλλους πολλούς, απεχαιρέτησε τούτους και αναβάς επί αγρίου όνου επορεύετο όπου η θεία φωνή τον διέταξεν. Αρπαγείς δε υπό θείου Αγγέλου, έφθασε παρευθύς εις τόπον, όστις απεκαλύφθη εις αυτόν. Πολλά δε σημεία και θαύματα ποιήσας και εκεί, με την δύναμιν του Θεού, μετά δε ταύτα κρατηθείς υπό των ειδωλολατρών, απεκεφαλίσθη ο μακάριος και απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου