Παγχάριος ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς κατήγετο εκ της χώρας των Ουσάνων,
εκ πόλεως Βιλλαπάτης, υιός υπάρχων γονέων Χριστιανών. Ήτο δε ανήρ υψηλός και
ωραίος, ζων κατά τους χρόνους των δυσσεβών και αντιχρίστων βασιλέων
Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, οίτινες από κοινού εβασίλευον από του διακοσιοστού
ογδοηκοστού έκτου έτους, μέχρι του τριακοστού πέμπτου (286 – 305), ήτοι εις
διάστημα δεκαεννέα ολοκλήρων ετών, καθ’ όλον δε το διάστημα τούτο η πλάνη των
ειδώλων ήτο διεσπαρμένη εις όλην την οικουμένην και πας Χριστιανός, ομολογών
τον Χριστόν, όχι μόνον εστερείτο της περιουσίας και των κτημάτων του, αλλ’
έχανε προς τούτοις και την ιδίαν ζωήν του, αφ’ ου πρότερον εδοκίμαζε πολλάς και
διαφόρους βασάνους.
Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν και ο θαυμάσιος ούτος Παγχάριος επορεύθη εις την Ρώμην και εγένετο φίλος με τον Διοκλητιανόν, όστις και τον κατέστησε πρώτον των αρχόντων της Συγκλήτου και καθ’ υπερβολήν ηγάπα αυτόν. Εκ της υπερβολικής όμως ταύτης αγάπης, την οποίαν έτρεφον προς αλλήλους, ηρνήθη, φεύ! ο Παγχάριος την εις Χριστόν Πίστιν και έγινεν ομόφρων προς τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς διώρισε να λαμβάνη ο Παγχάριος ετησίως διάφορα σιτηρέσια παρά της βασιλείας, άλλα μεν με έγγραφον διατύπωσιν, άλλα δε και με βασιλικήν προσταγήν, ίνα δια τούτων έχη πάσαν απόλαυσιν και ανάπαυσιν. Ταύτην την πικράν είδησιν μαθούσα η μακαρία μήτηρ ως και η αδελφή τού Παγχαρίου έγραψαν εις αυτόν επιστολήν και συνεβούλευον αυτόν, πρώτον μεν να αποκτήση τον φόβον του Θεού, και δεύτερον να ενθυμηθή την φοβεράν Κρίσιν Αυτού. Και ότι, όστις εγνώρισε τον Χριστόν και παρρησία τον ωμολόγησεν έμπροσθεν βασιλέων και αρχόντων, αυτός μέλλει αντιστοίχως να ομολογηθή παρά του Δεσπότου Χριστού και να λάβη την επαγγελίαν και απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών, καθώς αυτός ταύτα λίαν καλώς γνωρίζει. Αντιθέτως πάλιν, όσοι ηθέτησαν και ηρνήθησαν την Θεότητα του Χριστού, αυτοί πολλήν καταδίκην μέλλουσι να λάβωσιν εν τη φοβερά εκείνη ημέρα της Κρίσεως, καθώς καλώς και αυτό γνωρίζει. Διότι λέγει ο Κύριος· «Πας ουν όστις ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι:33). Και πάλιν· «Τι γαρ ωφελήση άνθρωπον, εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Ή τι δώση άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού»; (Μάρκ. η:36 – 37). Ταύτην την επιστολήν λαβών ο Παγχάριος και αναγνώσας, ήλθεν εις συναίσθσιν του κακού, το οποίον έπαθε και ήρχισε να θρηνή και να οδύρεται, ριπτόμενος δε κατά γης εβόα εξ όλης ψυχής και καρδίας· «Ε΄’εησόν με Κύριε Παντοκράτορ, ελέησόν με και μη καταισχύνης τον δούλον σου ενώπιον των Αγγέλων και των ανθρώπων, αλλ’ ευσπλαγχνίσθητί με δια το έλεός Σου». Βλέποντες δε αυλικοί τινές αυτόν τόσον πικρώς κλαίοντα, εφανέρωσαν τούτο εις τον βασιλέα. Όθεν παραστάντος εις αυτόν του Παγχαρίου, λέγει προς αυτόν ο βασιλεύς· «Λέγε μοι, προσφιλέστατε Παγχάριε, μήπως είσαι Ναζωραίος»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Ναι, Ναζωραίος είμαι βασιλεύ, και Χριστιανός». Ο βασιλεύς τότε λέγει προς αυτόν· «Αρνήθητι, Παγχάριε, το όνομα αυτό δια την αγάπην μου, διότι γνώριζε, ότι δεν θέλω αποφασίσει να λάβης σύντομον και ταχύν θάνατον, αλλά θα σε αναλώσω πρότερον με πολλάς και διαφόρους βασάνους». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ μεν, ω βασιλεύ, και δια μόνον τον λόγον, ότι έγινα ομόφρων σου, φοβούμαι και φρίττω, μη πέση πυρ ουρανόθεν και με κατακαύση· εις το εξής δε, μη γένοιτο, να αρνηθώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, είτε σήμερον, είτε μετά πολυετίαν, έστω και αν δια πολλών τιμωριών αναλώσης, ως λέγεις, το σώμα μου». Tότε προστάσσει ο τύραννος να εκδύσωσι τον Άγιον και να τον δέρωσι με βούνευρα. Καλέσας δε την Σύγκλητον όλην των αρχόντων, λέγει προς αυτούς· «Εμάθατε ότι ο Παγχάριος, ο σακελλάριος και σκρινιάριος της βασιλείας, έπεσεν εις την θρησκείαν των Γαλιλαίων; Είπατέ μοι λοιπόν, τι να πράξω εις αυτόν». Οι άρχοντες τότε απεκρίθησαν· «Πρόσταξον, ω βασιλεύ, να γυμνωθή ο Παγχάριος εν μέσω του θεάτρου και εκεί να δέρεται, είτα δε απόστειλον αυτόν εις την Νικομήδειαν προς τον εκεί άρχοντα, ίνα εκείνος τιμωρήση αυτόν και μη γίνωμεν ημείς κοινωνοί του αίματός του, αφ’ ου σοι ήτο τοσούτον αγαπητός». Ήρεσεν η βουλή αύτη εις τον βασιλέα, επειδή ηγάπα αυτόν καθ’ υπερβολήν και δεν ήθελε να τον θανατώση. Όθεν οδηγήσας τον Άγιον εις το θέατρον έδειραν αυτόν δυνατά. Τότε ο βασιλεύς, παραδώσας τον Μάρτυρα εις τους στρατιώτας, έστειλεν έγγραφον επιστολήν εις τον άρχοντα της Νικομηδείας, δια της οποίας τον διέτασσε να τιμωρήση τον Άγιον με πολυώδυνον θάνατον. Αφ’ ου δε έφθασεν ο Άγιος εις την Νικομήδειαν και ωδηγήθη προ του άρχοντος, ηναγκάζετο παρ’ εκείνου να αποκριθή. Όθεν απεκρίθη προς αυτόν, λέγων· «Ιδού, εκ της βασιλικής προσταγής επληροφορήθης, ότι εγώ είμαι Χριστιανός· ποίησον λοιπόν επιμελώς και άνευ συστολής ό,τι φαίνεται εις σε εύλογον». Ο άρχων είπε· «Πως είναι το όνομά σου»; Και ο Μάρτυς απήντησε· «Παγχάριος μεν είναι το όνομά μου, Χριστιανός δε είμαι εκ προγόνων· επειδή όμως ενικήθην υπό της απάτης του βασιλέως και έγινα ομόφρων αυτού, κακώς και ανοήτως τούτο διαπράξας, δια τούτο τώρα, συν Θεώ, διορθωθείς υπό της μητρός μου και της αδελφής μου, προσέτρεξα εις τον Χριστόν και Θεόν μου. Όθεν σπεύδω να αποθάνω δια το όνομά Του, ίνα με την καλήν ταύτην ομολογίαν και τον θάνατόν μου, εξαλείψω την άρνησιν, την οποίαν κακώς εποίησα». Ο άρχων είπε τότε· «Άφες αυτά και εκτέλεσον την προσταγήν του βασιλέως, μη θελήσης δε να απολεσθή το μνημόσυνόν σου από της γης, συ, όστις είσαι τοσούτον εύμορφος και ωραιότατος άνθρωπος». Ο Άγιος απεκρίθη· «Η απώλεια αύτη, περί της οποίας ομιλείς, και προσωρινή είναι και ζωήν αιώνιον προξενεί εις εκείνους όσοι, δια την αγάπην του Χριστού, την υπομείνωσι». Τέλος πάντων, βλέπων ο άρχων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την του θανάτου απόφασιν. Προσευχηθείς δε ο του Χριστού Αθλητής, απεκεφαλίσθη εν Νικομηδεία και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον.
Κατ’ εκείνον λοιπόν τον καιρόν και ο θαυμάσιος ούτος Παγχάριος επορεύθη εις την Ρώμην και εγένετο φίλος με τον Διοκλητιανόν, όστις και τον κατέστησε πρώτον των αρχόντων της Συγκλήτου και καθ’ υπερβολήν ηγάπα αυτόν. Εκ της υπερβολικής όμως ταύτης αγάπης, την οποίαν έτρεφον προς αλλήλους, ηρνήθη, φεύ! ο Παγχάριος την εις Χριστόν Πίστιν και έγινεν ομόφρων προς τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς διώρισε να λαμβάνη ο Παγχάριος ετησίως διάφορα σιτηρέσια παρά της βασιλείας, άλλα μεν με έγγραφον διατύπωσιν, άλλα δε και με βασιλικήν προσταγήν, ίνα δια τούτων έχη πάσαν απόλαυσιν και ανάπαυσιν. Ταύτην την πικράν είδησιν μαθούσα η μακαρία μήτηρ ως και η αδελφή τού Παγχαρίου έγραψαν εις αυτόν επιστολήν και συνεβούλευον αυτόν, πρώτον μεν να αποκτήση τον φόβον του Θεού, και δεύτερον να ενθυμηθή την φοβεράν Κρίσιν Αυτού. Και ότι, όστις εγνώρισε τον Χριστόν και παρρησία τον ωμολόγησεν έμπροσθεν βασιλέων και αρχόντων, αυτός μέλλει αντιστοίχως να ομολογηθή παρά του Δεσπότου Χριστού και να λάβη την επαγγελίαν και απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών, καθώς αυτός ταύτα λίαν καλώς γνωρίζει. Αντιθέτως πάλιν, όσοι ηθέτησαν και ηρνήθησαν την Θεότητα του Χριστού, αυτοί πολλήν καταδίκην μέλλουσι να λάβωσιν εν τη φοβερά εκείνη ημέρα της Κρίσεως, καθώς καλώς και αυτό γνωρίζει. Διότι λέγει ο Κύριος· «Πας ουν όστις ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς· όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι:33). Και πάλιν· «Τι γαρ ωφελήση άνθρωπον, εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού; Ή τι δώση άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού»; (Μάρκ. η:36 – 37). Ταύτην την επιστολήν λαβών ο Παγχάριος και αναγνώσας, ήλθεν εις συναίσθσιν του κακού, το οποίον έπαθε και ήρχισε να θρηνή και να οδύρεται, ριπτόμενος δε κατά γης εβόα εξ όλης ψυχής και καρδίας· «Ε΄’εησόν με Κύριε Παντοκράτορ, ελέησόν με και μη καταισχύνης τον δούλον σου ενώπιον των Αγγέλων και των ανθρώπων, αλλ’ ευσπλαγχνίσθητί με δια το έλεός Σου». Βλέποντες δε αυλικοί τινές αυτόν τόσον πικρώς κλαίοντα, εφανέρωσαν τούτο εις τον βασιλέα. Όθεν παραστάντος εις αυτόν του Παγχαρίου, λέγει προς αυτόν ο βασιλεύς· «Λέγε μοι, προσφιλέστατε Παγχάριε, μήπως είσαι Ναζωραίος»; Ο Άγιος απεκρίθη· «Ναι, Ναζωραίος είμαι βασιλεύ, και Χριστιανός». Ο βασιλεύς τότε λέγει προς αυτόν· «Αρνήθητι, Παγχάριε, το όνομα αυτό δια την αγάπην μου, διότι γνώριζε, ότι δεν θέλω αποφασίσει να λάβης σύντομον και ταχύν θάνατον, αλλά θα σε αναλώσω πρότερον με πολλάς και διαφόρους βασάνους». Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εγώ μεν, ω βασιλεύ, και δια μόνον τον λόγον, ότι έγινα ομόφρων σου, φοβούμαι και φρίττω, μη πέση πυρ ουρανόθεν και με κατακαύση· εις το εξής δε, μη γένοιτο, να αρνηθώ τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, είτε σήμερον, είτε μετά πολυετίαν, έστω και αν δια πολλών τιμωριών αναλώσης, ως λέγεις, το σώμα μου». Tότε προστάσσει ο τύραννος να εκδύσωσι τον Άγιον και να τον δέρωσι με βούνευρα. Καλέσας δε την Σύγκλητον όλην των αρχόντων, λέγει προς αυτούς· «Εμάθατε ότι ο Παγχάριος, ο σακελλάριος και σκρινιάριος της βασιλείας, έπεσεν εις την θρησκείαν των Γαλιλαίων; Είπατέ μοι λοιπόν, τι να πράξω εις αυτόν». Οι άρχοντες τότε απεκρίθησαν· «Πρόσταξον, ω βασιλεύ, να γυμνωθή ο Παγχάριος εν μέσω του θεάτρου και εκεί να δέρεται, είτα δε απόστειλον αυτόν εις την Νικομήδειαν προς τον εκεί άρχοντα, ίνα εκείνος τιμωρήση αυτόν και μη γίνωμεν ημείς κοινωνοί του αίματός του, αφ’ ου σοι ήτο τοσούτον αγαπητός». Ήρεσεν η βουλή αύτη εις τον βασιλέα, επειδή ηγάπα αυτόν καθ’ υπερβολήν και δεν ήθελε να τον θανατώση. Όθεν οδηγήσας τον Άγιον εις το θέατρον έδειραν αυτόν δυνατά. Τότε ο βασιλεύς, παραδώσας τον Μάρτυρα εις τους στρατιώτας, έστειλεν έγγραφον επιστολήν εις τον άρχοντα της Νικομηδείας, δια της οποίας τον διέτασσε να τιμωρήση τον Άγιον με πολυώδυνον θάνατον. Αφ’ ου δε έφθασεν ο Άγιος εις την Νικομήδειαν και ωδηγήθη προ του άρχοντος, ηναγκάζετο παρ’ εκείνου να αποκριθή. Όθεν απεκρίθη προς αυτόν, λέγων· «Ιδού, εκ της βασιλικής προσταγής επληροφορήθης, ότι εγώ είμαι Χριστιανός· ποίησον λοιπόν επιμελώς και άνευ συστολής ό,τι φαίνεται εις σε εύλογον». Ο άρχων είπε· «Πως είναι το όνομά σου»; Και ο Μάρτυς απήντησε· «Παγχάριος μεν είναι το όνομά μου, Χριστιανός δε είμαι εκ προγόνων· επειδή όμως ενικήθην υπό της απάτης του βασιλέως και έγινα ομόφρων αυτού, κακώς και ανοήτως τούτο διαπράξας, δια τούτο τώρα, συν Θεώ, διορθωθείς υπό της μητρός μου και της αδελφής μου, προσέτρεξα εις τον Χριστόν και Θεόν μου. Όθεν σπεύδω να αποθάνω δια το όνομά Του, ίνα με την καλήν ταύτην ομολογίαν και τον θάνατόν μου, εξαλείψω την άρνησιν, την οποίαν κακώς εποίησα». Ο άρχων είπε τότε· «Άφες αυτά και εκτέλεσον την προσταγήν του βασιλέως, μη θελήσης δε να απολεσθή το μνημόσυνόν σου από της γης, συ, όστις είσαι τοσούτον εύμορφος και ωραιότατος άνθρωπος». Ο Άγιος απεκρίθη· «Η απώλεια αύτη, περί της οποίας ομιλείς, και προσωρινή είναι και ζωήν αιώνιον προξενεί εις εκείνους όσοι, δια την αγάπην του Χριστού, την υπομείνωσι». Τέλος πάντων, βλέπων ο άρχων το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, έδωκε κατ’ αυτού την του θανάτου απόφασιν. Προσευχηθείς δε ο του Χριστού Αθλητής, απεκεφαλίσθη εν Νικομηδεία και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του Μαρτυρίου τον στέφανον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου