Τρόφιμος και
Ευκαρπίων οι Άγιοι Μάρτυρες ήσαν εις την Νικομήδειαν κατά τους χρόνους του
βασιλέως Μαξιμιανού, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπστ΄ - τε΄ (286 – 305), ότε
ήναπτεν ο κατά των Χριστιανών διωγμός. Κατά τους χρόνους εκείνους οι Χριστιανοί
εκρατούντο και ερρίπτοντο εις τας φυλακάς, κατόπιν δε ανακρινόμενοι με πολλήν
επιμονήν και βασανιστήρια, όσοι έμενον μέχρι τέλους εις την ομολογίαν της
Πίστεως του Χριστού εθανατώνοντο.
Επειδή δε οι μακάριοι ούτοι ήσαν δυνατοί και τολμηροί, είχον πρότερον συναριθμηθή εις τα βασιλικά στρατεύματα και ήσαν διώκται και άκροι εχθροί του Χριστού και των Χριστιανών, τους οποίους συνελάμβανον και εφυλάκιζον, διότι είχον επιτύχει να λάβωσι παρά των τυράννων πάσαν εξουσίαν κατά παντός σεβομένου τον Χριστόν και, κατ’ αρέσκειαν, άλλους μεν ετιμώρουν, άλλους δε επεριποιούντο. Ούτοι λοιπόν οι πρότερον διώκται των Χριστιανών μεταβαίνοντες ποτε ίνα συλλάβωσι Χριστιανούς τινάς, είδον πυρίνην νεφέλην, ήτις εφαίνετο ως μεγάλη τις πυρκαϊά, η οποία κατήρχετο εκ του ουρανού κατ’ αυτών, ήκουσαν δε και φωνήν λέγουσαν εις αυτούς· «Διατί σεις δεικνύετε τόσην προθυμίαν εις το να διώκετε τους δούλους μου; Μη πλανάσθε, διότι ουδείς δύναται να κυριεύση τους πιστεύοντας εις εμέ, μάλλον δε σεις προσκολληθήτε εις τους δούλους μου και θέλετε κερδίσει την Βασιλείαν των ουρανών». Ταύτην την φωνήν ως ήκουσαν ούτοι, οι πρότερον θρασείς και ωμοί και κατά των Χριστιανών υπερηφανευόμενοι, έπεσον ευθύς χαμαί, μη δυνάμενοι ούτε τους οφθαλμούς να υψώσωσιν, όπως ίδωσι πόθεν προήρχετο η βροντώδης εκείνη και ουράνιος φωνή. Κείμενοι δε κατά γης, τούτο και μόνον έλεγον· «Αληθώς μέγας είναι ο Θεός, όστις εφάνη εις ημάς σήμερον και μακάριοι θέλομεν γίνει και ημείς, εάν κατασταθώμεν δούλοι του». Εν ω δε ταύτα έλεγον εν φόβω και τρόμω, εσχίσθη εις δύο η πυρίνη εκείνη νεφέλη και εστάθη εκατέρωθεν αυτών. Εξήλθε δε εκ της αυτής νεφέλης ετέρα φωνή λέγουσα· «Εγέρθητε και επειδή μετανοείτε δια την πλάνην σας, ιδού συγχωρούνται αι αμαρτίαι σας». Εγερθέντες λοιπόν οι μακάριοι εκείνοι στρατιώται είδον λευκοφόρον και ωραίον άνδρα καθήμενον εν μέσω της νεφέλης, έμπροσθεν του οποίου παρίστατο πλήθος πολύ. Όθεν καταπλαγέντες εκ του θεάματος τούτου, ανεβόησαν ως εξ ενός στόματος· «Δέξαι, Κύριε, και ημάς, διότι τα σφάλματά μας είναι πολλά και αμέτρητα, επειδή κατεφρονήσαμεν Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και τους εις Σε πιστεύοντας Χριστιανούς ητιμάσαμεν». Ευθύς δε ως είπον ταύτα πάλιν το νέφος ηνώθη και ανέβη εις τον ουρανόν. Κλαύσαντες δε ούτοι δια την προτέραν πλάνην και ασπλαγχνίαν των και τον Θεόν παρακαλέσαντες, επέστρεψαν ειςτα ίδια. Έκτοτε όσους Χριστιανούς εύρισκον εις τας φυλακάς τους ενεθάρρυναν και απορρίπτοντες από των καρδιών αυτών πάντα φόβον και δειλίαν τούς ησπάζοντο και τους προσεκύνουν ως αδελφούς. Απέλυον δε αυτούς εκ των δεσμών και τους απέστελλον εις τους οίκους των. Ως έμαθε ταύτα ο άρχων, μεγάλως ωργίσθη κατ’ αυτών και διέταξε να παρασταθώσιν οι Άγιοι ενώπιόν του. Όταν δε παρεστάθησαν ηρώτησεν αυτούς, ζητών να μάθη την αιτίαν της μεταβολής των. Επειδή δε εκείνοι διηγήθησαν λεπτομερώς όλην την οπτασίαν, την οποίαν είδον, διέταξε να κρεμάσωσιν αυτούς εις ξύλον και να ξεσχίζωσι με χειράγρας τα σώματά των. Τούτου δε γενομένου, επρόσταξε να τρίβωσι τας πληγάς των με τρίχινα υφάσματα. Οι δε Άγιοι, ανδρείως υπομένοντες τας βασάνους, προσηύχοντο χαίροντες και ευχαριστούντες τω Θεώ. Βλέπων ο άρχων αυτούς χαίροντας, ωργίσθη σφόδρα και προστάσσει να αναφθή κάμινος εν τω μέσω της πόλεως Νικομηδείας και να ριφθώσιν εν αυτή οι Άγιοι. Τούτου γενομένου παρέδωκαν τας ψυχάς των οι μακάριοι εις χείρας Θεού και έλαβον τους του Μαρτυρίου αμαράντους στεφάνους.
Επειδή δε οι μακάριοι ούτοι ήσαν δυνατοί και τολμηροί, είχον πρότερον συναριθμηθή εις τα βασιλικά στρατεύματα και ήσαν διώκται και άκροι εχθροί του Χριστού και των Χριστιανών, τους οποίους συνελάμβανον και εφυλάκιζον, διότι είχον επιτύχει να λάβωσι παρά των τυράννων πάσαν εξουσίαν κατά παντός σεβομένου τον Χριστόν και, κατ’ αρέσκειαν, άλλους μεν ετιμώρουν, άλλους δε επεριποιούντο. Ούτοι λοιπόν οι πρότερον διώκται των Χριστιανών μεταβαίνοντες ποτε ίνα συλλάβωσι Χριστιανούς τινάς, είδον πυρίνην νεφέλην, ήτις εφαίνετο ως μεγάλη τις πυρκαϊά, η οποία κατήρχετο εκ του ουρανού κατ’ αυτών, ήκουσαν δε και φωνήν λέγουσαν εις αυτούς· «Διατί σεις δεικνύετε τόσην προθυμίαν εις το να διώκετε τους δούλους μου; Μη πλανάσθε, διότι ουδείς δύναται να κυριεύση τους πιστεύοντας εις εμέ, μάλλον δε σεις προσκολληθήτε εις τους δούλους μου και θέλετε κερδίσει την Βασιλείαν των ουρανών». Ταύτην την φωνήν ως ήκουσαν ούτοι, οι πρότερον θρασείς και ωμοί και κατά των Χριστιανών υπερηφανευόμενοι, έπεσον ευθύς χαμαί, μη δυνάμενοι ούτε τους οφθαλμούς να υψώσωσιν, όπως ίδωσι πόθεν προήρχετο η βροντώδης εκείνη και ουράνιος φωνή. Κείμενοι δε κατά γης, τούτο και μόνον έλεγον· «Αληθώς μέγας είναι ο Θεός, όστις εφάνη εις ημάς σήμερον και μακάριοι θέλομεν γίνει και ημείς, εάν κατασταθώμεν δούλοι του». Εν ω δε ταύτα έλεγον εν φόβω και τρόμω, εσχίσθη εις δύο η πυρίνη εκείνη νεφέλη και εστάθη εκατέρωθεν αυτών. Εξήλθε δε εκ της αυτής νεφέλης ετέρα φωνή λέγουσα· «Εγέρθητε και επειδή μετανοείτε δια την πλάνην σας, ιδού συγχωρούνται αι αμαρτίαι σας». Εγερθέντες λοιπόν οι μακάριοι εκείνοι στρατιώται είδον λευκοφόρον και ωραίον άνδρα καθήμενον εν μέσω της νεφέλης, έμπροσθεν του οποίου παρίστατο πλήθος πολύ. Όθεν καταπλαγέντες εκ του θεάματος τούτου, ανεβόησαν ως εξ ενός στόματος· «Δέξαι, Κύριε, και ημάς, διότι τα σφάλματά μας είναι πολλά και αμέτρητα, επειδή κατεφρονήσαμεν Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και τους εις Σε πιστεύοντας Χριστιανούς ητιμάσαμεν». Ευθύς δε ως είπον ταύτα πάλιν το νέφος ηνώθη και ανέβη εις τον ουρανόν. Κλαύσαντες δε ούτοι δια την προτέραν πλάνην και ασπλαγχνίαν των και τον Θεόν παρακαλέσαντες, επέστρεψαν ειςτα ίδια. Έκτοτε όσους Χριστιανούς εύρισκον εις τας φυλακάς τους ενεθάρρυναν και απορρίπτοντες από των καρδιών αυτών πάντα φόβον και δειλίαν τούς ησπάζοντο και τους προσεκύνουν ως αδελφούς. Απέλυον δε αυτούς εκ των δεσμών και τους απέστελλον εις τους οίκους των. Ως έμαθε ταύτα ο άρχων, μεγάλως ωργίσθη κατ’ αυτών και διέταξε να παρασταθώσιν οι Άγιοι ενώπιόν του. Όταν δε παρεστάθησαν ηρώτησεν αυτούς, ζητών να μάθη την αιτίαν της μεταβολής των. Επειδή δε εκείνοι διηγήθησαν λεπτομερώς όλην την οπτασίαν, την οποίαν είδον, διέταξε να κρεμάσωσιν αυτούς εις ξύλον και να ξεσχίζωσι με χειράγρας τα σώματά των. Τούτου δε γενομένου, επρόσταξε να τρίβωσι τας πληγάς των με τρίχινα υφάσματα. Οι δε Άγιοι, ανδρείως υπομένοντες τας βασάνους, προσηύχοντο χαίροντες και ευχαριστούντες τω Θεώ. Βλέπων ο άρχων αυτούς χαίροντας, ωργίσθη σφόδρα και προστάσσει να αναφθή κάμινος εν τω μέσω της πόλεως Νικομηδείας και να ριφθώσιν εν αυτή οι Άγιοι. Τούτου γενομένου παρέδωκαν τας ψυχάς των οι μακάριοι εις χείρας Θεού και έλαβον τους του Μαρτυρίου αμαράντους στεφάνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου