Κάποτε, ενώ περπατούσαμε στις όχθες της
Νεκράς Θάλασσας, ο Γέροντας μου κι’ εγώ, κυριεύθηκα από υπερβολική δίψα.
- Διψώ, Αββά, είπα στον Γέροντά μου.
- Πιές από τη θάλασσα, μου είπε. Τον κύτταξα με απορία. Πινόταν εκείνο το νερό, που ήταν όλο αλμύρα και θειάφι; Ο Γέροντας όμως είχε σταθή σε προσευχή και με το ευλογημένο χέρι του σταύρωνε τα νερά.
- Πιές, μου ξανάπε. Υπήκουσα. Πήρα με τη χούφτα μου και ήπια. Το πικρό νερό της Νεκράς Θαλασσας είχε γίνει πιο γλυκό από μέλι. Σαν είδα το θαύμα αυτό, ετοιμάστηκα να γεμίσω το μικρό λαγήνι που είχα μαζί μου.
- Γιατί το γεμίζεις; με ρώτησε ο Γεροντας.
- Για να το έχω, όταν διψάσω πάλι, Αββά. Με κύτταξε με αυστηρό βλέμμα:
- Ο Θεός που είναι εδώ, ολιγόπιστε, θα είναι και πιο κάτω.
- Πιές από τη θάλασσα, μου είπε. Τον κύτταξα με απορία. Πινόταν εκείνο το νερό, που ήταν όλο αλμύρα και θειάφι; Ο Γέροντας όμως είχε σταθή σε προσευχή και με το ευλογημένο χέρι του σταύρωνε τα νερά.
- Πιές, μου ξανάπε. Υπήκουσα. Πήρα με τη χούφτα μου και ήπια. Το πικρό νερό της Νεκράς Θαλασσας είχε γίνει πιο γλυκό από μέλι. Σαν είδα το θαύμα αυτό, ετοιμάστηκα να γεμίσω το μικρό λαγήνι που είχα μαζί μου.
- Γιατί το γεμίζεις; με ρώτησε ο Γεροντας.
- Για να το έχω, όταν διψάσω πάλι, Αββά. Με κύτταξε με αυστηρό βλέμμα:
- Ο Θεός που είναι εδώ, ολιγόπιστε, θα είναι και πιο κάτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου