Εἶναι ἀπαραίτητο ἡ πίστη μας νὰ συνοδεύεται μὲ ἔργα; Μᾶς
βοηθοῦν τὰ ἔργα μας; Μᾶς ἀπαντᾶ ὁ Ἀπ. Ἰάκωβος. «Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐὰν
πίστις λέγῃ ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν;» (β´, 14).
«Οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ νεκρὰ ἐστι καθ᾽ ἑαυτὴν» (Ἰακ. β, 17). Δηλαδὴ
μὲ λίγα λόγια τί λέγει; Ἡ πίστη χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρά. • Ὁ Ὅσιος Ἡσαΐας λέγει:
Ὅταν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου βγῆ ἀπὸ τὸ σῶμα, μαζί της πορεύονται καὶ οἱ Ἄγγελοι. Ὅμως
τότε τρέχουν καὶ ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους, νὰ τὴν συναντήσουν καὶ προσπαθοῦν
νὰ τὴν κρατήσουν. Ἐξετάζουν μὲ προσοχὴ μήπως τυχὸν ἡ ψυχὴ ἔχει διαπράξει κάποια
ἀπὸ τὰ δικά τους ἔργα. Τότε δὲν πολεμοῦν οἱ Ἄγγελοι μὲ τοὺς δαίμονες, γιὰ νὰ
προστατέψουν τὴν ψυχή, ἀλλὰ τὰ ἔργα, ποὺ ἔπραξε, τὴν προστατεύουν καὶ τὴν
περιφρουροῦν, γιὰ νὰ μὴ τὴν ἀγγίξουν οἱ δαίμονες. Ἐὰν τὰ ἔργα, ποὺ ἔπραξε,
νικήσουν τοὺς δαίμονες, τότε οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι ψάλλουν πρὸ αὐτῆς, μέχρι ποὺ ἡ
ψυχὴ συναντήση μὲ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τὸν Θεό.
Στὸν βίο τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ διαβάζουμε. Ὁ Ἀπ. Θωμὰς περιώδευσε καὶ δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο στὶς Ἰνδίες. Ἐκεῖ παρουσιάσθηκε στὸν βασιλέα ὡς ἕνας ἄριστος οἰκοδόμος. Ὁ βασιλεὺς τὸτε τοῦ ἀνέθεσε νὰ κτίση σὲ κάποιο μέρος ἕνα λαμπρὸ παλάτι. Μάλιστα τοῦ ἔδωσε καὶ πολλὰ χρήματα. Ὁ Ἀπόστολος ὅμως μόλις πῆρε τὰ χρήματα τὰ μοίρασε ὅλα στοὺς φτωχούς. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ βασιλεὺς ἔστειλε δικούς του ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τὸν ἐνημερώσουν γιὰ τὴν πρόοδο τῆς οἰκοδομῆς. Ὅταν αὐτοὶ εἶδαν ὅτι ὁ Ἀπ. Θωμᾶς δὲν εἶχε κάνει τίποτε, καὶ ἔμαθαν ὅτι ὅλα τὰ χρήματα τὰ μοίρασε στοὺς πτωχούς, γύρισαν ἀμέσως στὸν βασιλέα καὶ τοῦ εἶπαν τὴν ἀλήθεια. Τότε ὁ βασιλεὺς ἄναψε ἀπὸ θυμὸ καὶ διέταξε καὶ τὸν ἔφεραν μπροστά του. Ἀμέσως τὸν ρωτᾶ. - Μοῦ ἔκτισες τὸ παλάτι: - Ναί, καὶ μάλιστα πολὺ ὡραῖα, ἀπάντησε ὁ Ἀπόστολος. - Ἐμπρὸς λοιπόν, πᾶμε νὰ τὸ δῶ, εἶπε αὐστηρὰ ὁ βασιλιάς. - Δὲν εἶναι δυνατόν, βασιλιά, νὰ δῆς τὸ ἀνάκτορο σὲ αὐτὴν τὴν ζωή. Μὲ τὸ ποὺ θὰ φύγης ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, θὰ τὸ δῆς καὶ θὰ τὸ ἀπολαύσης μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση. Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλεὺς Γουνδαφόρος (Ἔτσι ἦταν τὸ ὄνομά του) τὰ θεώρησε κοροϊδία καὶ διέταξε νὰ τὸν γδάρουν ζωντανὸ καὶ μετὰ νὰ βάλουν φωτιὰ νὰ τὸν κάψουν. «Ἄλλαι αἱ βουλαὶ ἀνθρώπων καὶ ἄλλα ὁ Θεὸς κελεύει». Ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὸν εἰδοποιοῦν ὅτι πέθανε ὁ ἀδελφός του Γάδ. Ἀμέσως δίνει ἐντολὴ νὰ φυλακίσουν τὸν Ἀπόστολο. Περισσότερο εἶχε στενοχωρηθῆ ὁ Γὰδ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν βασιλέα, γιατὶ δὲν ἔκτισε ὁ Ἀπόστολος τὸ ἀνάκτορο καὶ ζητοῦσε τὴν τιμωρία. Τότε ὅλοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν ταφὴ τοῦ Γάδ, καὶ λησμόνησαν τὸν φυλακισμένο. Τί συνέβη ὅμως; Μόλις πέθανε ὁ Γάδ, παρέλαβαν τὴν ψυχή του Ἄγγελοι καὶ ἔδειχναν σὲ αὐτὴν τὶς αἰώνιες καὶ ἄφθαρτες μονές, ποὺ ὑπάρχουν στὸν ἄλλο κόσμο. Ἡ ψυχὴ τότε τοῦ Γὰδ κυριεύθηκε ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν λαμπρότητα μιᾶς οὐράνιας ἐπαύλεως, ποὺ ξεχώριζε ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ ἄρχισε μὲ ἐπιμονὴ νὰ παρακαλῆ τοὺς ὁδηγοὺς Ἀγγέλους νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ κατοικήση σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μικρότερα δωμάτια. Οἱ Ἄγγελοι ὅμως δὲν συμφωνοῦσαν μαζί του, διότι ἡ ἔπαυλη αὐτὴ ἀνῆκε στὸν ἀδελφό του Γουνδαφόρο καὶ ὅτι τὴν ἔκτισε γιὰ χάρη του κάποιος ξένος, ποὺ τὸν ἔλεγαν Θωμᾶ. Μόλις ἔμαθε αὐτὸ ὁ Γάδ, παρακαλοῦσε τοὺς συνοδοὺς Ἀγγέλους νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ξαναγυρίση στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀγοράση ἀπὸ τὸν ἀδελφό του τὴν ἔπαυλη. Πράγματι ἐπέτρεψε ὁ Κύριος καὶ ἐπέστρεψε ἡ ψυχή τοῦ Γὰδ στὸ νεκρὸ σῶμα, γιὰ νὰ γλυτώση ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ψυχὲς νὰ σωθοῦν μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ Γάδ. Ἐνῶ λοιπὸν σαβάνωναν τὸν νεκρὸ Γάδ, ξαφνικὰ βλέπουν τὸ ἄψυχο σῶμα λίγο-λίγο νὰ ζωντανεύη. Ἀμέσως ἔτρεξαν, κατάπληκτοι, καὶ ἀνέφεραν τὸ πρωτάκουστο γεγονὸς στὸν βασιλέα. Κατάπληκτος ὁ βασιλεὺς ἔτρεξε γρήγορα στὸν νεκρὸ ἀδελφό του. Καὶ ὤ τοῦ θαύματος! ὁ μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νεκρὸς Γάδ, σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ ὕπνο, ἀνοίγει τὰ σφραγισμένα ἀπὸ τὸν θάνατο χείλη του καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν ἀδελφό του καὶ νὰ τοῦ λέγη: «Ἄν μὲ ἀγαπᾶς, ἀδελφέ μου, ἔχω τὴν ἀξίωση νὰ μοῦ πουλήσης τὸ ὡραῖο παλάτι, ποὺ σοῦ ἔκτισε ὁ Χριστιανὸς Θωμᾶς». Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλεύς, κατάλαβε τὴν σημασία τῶν λόγων τοῦ Γὰδ καὶ πίστεψε πράγματι ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἦταν ὁ Ἀπόστολος τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἔστειλε, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ στὴν Χώρα του. Ἀμέσως διέταξε καὶ ἔφεραν μπροστά του τὸν Ἀπόστολο. Τότε ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν συγχωρέση. Κατόπιν ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε ὅλους, καθὼς καὶ ἕνα μεγάλο πλῆθος Ἰνδῶν.
Στὸν βίο τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ διαβάζουμε. Ὁ Ἀπ. Θωμὰς περιώδευσε καὶ δίδαξε τὸ Εὐαγγέλιο στὶς Ἰνδίες. Ἐκεῖ παρουσιάσθηκε στὸν βασιλέα ὡς ἕνας ἄριστος οἰκοδόμος. Ὁ βασιλεὺς τὸτε τοῦ ἀνέθεσε νὰ κτίση σὲ κάποιο μέρος ἕνα λαμπρὸ παλάτι. Μάλιστα τοῦ ἔδωσε καὶ πολλὰ χρήματα. Ὁ Ἀπόστολος ὅμως μόλις πῆρε τὰ χρήματα τὰ μοίρασε ὅλα στοὺς φτωχούς. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὁ βασιλεὺς ἔστειλε δικούς του ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τὸν ἐνημερώσουν γιὰ τὴν πρόοδο τῆς οἰκοδομῆς. Ὅταν αὐτοὶ εἶδαν ὅτι ὁ Ἀπ. Θωμᾶς δὲν εἶχε κάνει τίποτε, καὶ ἔμαθαν ὅτι ὅλα τὰ χρήματα τὰ μοίρασε στοὺς πτωχούς, γύρισαν ἀμέσως στὸν βασιλέα καὶ τοῦ εἶπαν τὴν ἀλήθεια. Τότε ὁ βασιλεὺς ἄναψε ἀπὸ θυμὸ καὶ διέταξε καὶ τὸν ἔφεραν μπροστά του. Ἀμέσως τὸν ρωτᾶ. - Μοῦ ἔκτισες τὸ παλάτι: - Ναί, καὶ μάλιστα πολὺ ὡραῖα, ἀπάντησε ὁ Ἀπόστολος. - Ἐμπρὸς λοιπόν, πᾶμε νὰ τὸ δῶ, εἶπε αὐστηρὰ ὁ βασιλιάς. - Δὲν εἶναι δυνατόν, βασιλιά, νὰ δῆς τὸ ἀνάκτορο σὲ αὐτὴν τὴν ζωή. Μὲ τὸ ποὺ θὰ φύγης ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, θὰ τὸ δῆς καὶ θὰ τὸ ἀπολαύσης μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση. Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλεὺς Γουνδαφόρος (Ἔτσι ἦταν τὸ ὄνομά του) τὰ θεώρησε κοροϊδία καὶ διέταξε νὰ τὸν γδάρουν ζωντανὸ καὶ μετὰ νὰ βάλουν φωτιὰ νὰ τὸν κάψουν. «Ἄλλαι αἱ βουλαὶ ἀνθρώπων καὶ ἄλλα ὁ Θεὸς κελεύει». Ἐκείνη τὴν στιγμὴ τὸν εἰδοποιοῦν ὅτι πέθανε ὁ ἀδελφός του Γάδ. Ἀμέσως δίνει ἐντολὴ νὰ φυλακίσουν τὸν Ἀπόστολο. Περισσότερο εἶχε στενοχωρηθῆ ὁ Γὰδ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν βασιλέα, γιατὶ δὲν ἔκτισε ὁ Ἀπόστολος τὸ ἀνάκτορο καὶ ζητοῦσε τὴν τιμωρία. Τότε ὅλοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν ταφὴ τοῦ Γάδ, καὶ λησμόνησαν τὸν φυλακισμένο. Τί συνέβη ὅμως; Μόλις πέθανε ὁ Γάδ, παρέλαβαν τὴν ψυχή του Ἄγγελοι καὶ ἔδειχναν σὲ αὐτὴν τὶς αἰώνιες καὶ ἄφθαρτες μονές, ποὺ ὑπάρχουν στὸν ἄλλο κόσμο. Ἡ ψυχὴ τότε τοῦ Γὰδ κυριεύθηκε ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν λαμπρότητα μιᾶς οὐράνιας ἐπαύλεως, ποὺ ξεχώριζε ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ ἄρχισε μὲ ἐπιμονὴ νὰ παρακαλῆ τοὺς ὁδηγοὺς Ἀγγέλους νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ κατοικήση σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ μικρότερα δωμάτια. Οἱ Ἄγγελοι ὅμως δὲν συμφωνοῦσαν μαζί του, διότι ἡ ἔπαυλη αὐτὴ ἀνῆκε στὸν ἀδελφό του Γουνδαφόρο καὶ ὅτι τὴν ἔκτισε γιὰ χάρη του κάποιος ξένος, ποὺ τὸν ἔλεγαν Θωμᾶ. Μόλις ἔμαθε αὐτὸ ὁ Γάδ, παρακαλοῦσε τοὺς συνοδοὺς Ἀγγέλους νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ ξαναγυρίση στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀγοράση ἀπὸ τὸν ἀδελφό του τὴν ἔπαυλη. Πράγματι ἐπέτρεψε ὁ Κύριος καὶ ἐπέστρεψε ἡ ψυχή τοῦ Γὰδ στὸ νεκρὸ σῶμα, γιὰ νὰ γλυτώση ὁ Ἀπόστολος ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ψυχὲς νὰ σωθοῦν μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ Γάδ. Ἐνῶ λοιπὸν σαβάνωναν τὸν νεκρὸ Γάδ, ξαφνικὰ βλέπουν τὸ ἄψυχο σῶμα λίγο-λίγο νὰ ζωντανεύη. Ἀμέσως ἔτρεξαν, κατάπληκτοι, καὶ ἀνέφεραν τὸ πρωτάκουστο γεγονὸς στὸν βασιλέα. Κατάπληκτος ὁ βασιλεὺς ἔτρεξε γρήγορα στὸν νεκρὸ ἀδελφό του. Καὶ ὤ τοῦ θαύματος! ὁ μέχρι ἐκείνη τὴν στιγμὴ νεκρὸς Γάδ, σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ ὕπνο, ἀνοίγει τὰ σφραγισμένα ἀπὸ τὸν θάνατο χείλη του καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλῆ τὸν ἀδελφό του καὶ νὰ τοῦ λέγη: «Ἄν μὲ ἀγαπᾶς, ἀδελφέ μου, ἔχω τὴν ἀξίωση νὰ μοῦ πουλήσης τὸ ὡραῖο παλάτι, ποὺ σοῦ ἔκτισε ὁ Χριστιανὸς Θωμᾶς». Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλεύς, κατάλαβε τὴν σημασία τῶν λόγων τοῦ Γὰδ καὶ πίστεψε πράγματι ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἦταν ὁ Ἀπόστολος τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἔστειλε, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ στὴν Χώρα του. Ἀμέσως διέταξε καὶ ἔφεραν μπροστά του τὸν Ἀπόστολο. Τότε ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν συγχωρέση. Κατόπιν ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε ὅλους, καθὼς καὶ ἕνα μεγάλο πλῆθος Ἰνδῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου