Ιωσήφ ο Άγιος Μάρτυς ήτο από το Χαλέπιον της Συρίας. Κατά δε το έτος
αχπστ΄ (1686) συλλαβόντες αυτόν Αγαρηνοί τινες τον παρουσίασαν σπρώχνοντες και
δέρνοντες εις τον κριτήν με την συκοφαντίαν ότι είπε να γίνη Τούρκος, αυτός
όμως κατ’ ουδένα τρόπον εδέχετο τούτο. Ως δε είδεν ο κριτής τον Μάρτυρα, λέγει
προς αυτόν· «Έλα, άνθρωπε, να γίνης μουσουλμάνος, να εξέλθης από την ψεύτικην πίστιν
και να έλθης εις την αληθινήν, να σε έχω κοντά μου, να γίνης μέγας άρχων».
Ταύτα ως ήκουσεν ο Μάρτυς απεκρίθη με μεγάλην παρρησίαν και είπεν·
«Ω! πίστιν όπου έχετε και παρακινείτε και άλλους να πιστεύσουν! Τρισάθλιοι, κακορρίζικοι και δυστυχείς όπου είσθε! Που την ηύρετε σεις την πίστιν και την εκάματε και αληθινήν; Σεις, ταλαίπωροι, ούτε την νηστείαν σας ηξεύρετε πότε είναι, ούτε το μπαϊράμι σας· μόνον αναμένετε πότε να ιδήτε την σελήνην, να αρχίσητε την νηστείαν σας ή, μάλλον ειπείν, την πολυφαγίαν σας· όπου κάθεσθε όλην την ημέραν ωσάν νεκροί εις τον τάφον και αν εξυπνήσετε, παρατηρείτε τον ήλιον πότε να βασιλεύση να ορμήσητε πάλιν εις το φαγητόν· έπειτα φυλάττετε πάλιν πότε να ιδήτε την σελήνην να κάμετε το μπαϊράμι σας· και αν τύχη συννεφία, το κάνετε άλλοι εμπρός και άλλοι οπίσω και σας έχουν όλα τα έθνη παίγνιον και γελούν μαζί σας. Αυτή είναι η πίστις σας και μου λέγετε να πιστεύσω εις αυτήν; Πως δε να ειπώ τα άλλα σας μυθώδη και μυσαρά θρησκεύματα, τα οποία είναι πως ο Θεός σας τρώγει και πίνει και πως σεις έχετε να απολαύσετε εις τον κατεσκευασμένον από υμάς παράδεισον φαγητά και ποτά και ασελγείας περισσοτέρας, όπου κάμνετε εδώ»; Ταύτα και άλλα πλείονα δημηγορήσας ο Μάρτυς και εκφαυλίσας την θρησκείαν των εσιώπησεν. Οι δε, ακούσαντες, έτριξαν κατ’ αυτού τους οδόντας και ο αλιτήριος κριτής έδωκε κατ’ αυτού την δια ξίφους απόφασιν. Παραλαβόντες λοιπόν αυτόν τον επήγαν δέροντες εις τον τόπον της καταδίκης και εκεί γονατίσας ο Μάρτυς εδέχθη το μακάριον τέλος και έλαβε χαίρων του Μαρτυρίου τον στέφανον, εις δόξαν Χριστού.
«Ω! πίστιν όπου έχετε και παρακινείτε και άλλους να πιστεύσουν! Τρισάθλιοι, κακορρίζικοι και δυστυχείς όπου είσθε! Που την ηύρετε σεις την πίστιν και την εκάματε και αληθινήν; Σεις, ταλαίπωροι, ούτε την νηστείαν σας ηξεύρετε πότε είναι, ούτε το μπαϊράμι σας· μόνον αναμένετε πότε να ιδήτε την σελήνην, να αρχίσητε την νηστείαν σας ή, μάλλον ειπείν, την πολυφαγίαν σας· όπου κάθεσθε όλην την ημέραν ωσάν νεκροί εις τον τάφον και αν εξυπνήσετε, παρατηρείτε τον ήλιον πότε να βασιλεύση να ορμήσητε πάλιν εις το φαγητόν· έπειτα φυλάττετε πάλιν πότε να ιδήτε την σελήνην να κάμετε το μπαϊράμι σας· και αν τύχη συννεφία, το κάνετε άλλοι εμπρός και άλλοι οπίσω και σας έχουν όλα τα έθνη παίγνιον και γελούν μαζί σας. Αυτή είναι η πίστις σας και μου λέγετε να πιστεύσω εις αυτήν; Πως δε να ειπώ τα άλλα σας μυθώδη και μυσαρά θρησκεύματα, τα οποία είναι πως ο Θεός σας τρώγει και πίνει και πως σεις έχετε να απολαύσετε εις τον κατεσκευασμένον από υμάς παράδεισον φαγητά και ποτά και ασελγείας περισσοτέρας, όπου κάμνετε εδώ»; Ταύτα και άλλα πλείονα δημηγορήσας ο Μάρτυς και εκφαυλίσας την θρησκείαν των εσιώπησεν. Οι δε, ακούσαντες, έτριξαν κατ’ αυτού τους οδόντας και ο αλιτήριος κριτής έδωκε κατ’ αυτού την δια ξίφους απόφασιν. Παραλαβόντες λοιπόν αυτόν τον επήγαν δέροντες εις τον τόπον της καταδίκης και εκεί γονατίσας ο Μάρτυς εδέχθη το μακάριον τέλος και έλαβε χαίρων του Μαρτυρίου τον στέφανον, εις δόξαν Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου