Κόνων
ο Όσιος Πατήρ ημών κατήγετο εκ της Κιλικίας, ων δε νέος πολύ έγινε Μοναχός, εις
το Μοναστήριον το λεγόμενον του Πενθουκλά, το οποίον ήτο πλησίον εις τον
Ιορδάνην· είτα έγινε Πρεσβύτερος και έφθασεν εις το άκρον της ασκήσεως. Μαθών
δε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Πέτρος (524- 552) την θαυμαστήν άσκησιν του
Οσίου, διώρισεν αυτόν να βαπτίζη τους εις τον Ιορδάνην ερχομένους· όθεν έχριεν
αυτούς με το άγιον έλαιον και εβάπτιζεν.
Ότε δε έμελλε να χρίση γυναίκα τινά, εσκανδαλίζετο ως άνθρωπος και δια τούτο εσκέπτετο να αναχωρήση από το Κοινόβιον· οσάκις δε εσυλλογίζετο να αναχωρήση, εφαίνετο εις αυτόν ο μακάριος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Κυρίου και του έλεγεν· «Υπόμεινον, γέρον, και εγώ θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμον». Ημέραν τινά ήλθε κόρη τις εκ της Περσίας ίνα βαπτισθή, ήτο δε τόσον πολύ ωραία, ώστε δεν ηδυνήθη ο Άγιος να την χρίση γυμνήν και ως εκ τούτου διέμενεν εκεί η κόρη χωρίς να χρισθή και να βαπτισθή. Ακούσας ο Αρχιεπίσκοπος τούτο εξεπλάγη δια το σκάνδαλον του γέροντος και ηθέλησε να διορίση επί τούτω γυναίκα, ίνα χρίη και βαπτίζη τας γυναίκας· αλλ’ όμως δεν ήτο τούτο δυνατόν, είτε δια την ερήμωσιν του τόπου, είτε και δι’ άλλας περιστάσεις. Ο δε γέρων, λαβών το μηλωτάριόν του, ανεχώρησεν, ειπών· «Εις το εξής δεν μένω εις τον τόπον τούτον». Τότε απήντησεν αυτόν ο Τίμιος Πρόδρομος έξωθεν του Κοινοβίου και λέγει προς αυτόν με πραείαν φωνήν· «Επίστρεψον εις το Μοναστήριόν σου και εγώ θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμον». Ο δε Αββάς Κόνων λέγει προς αυτόν οργίλως· «Πίστευσον, ότι δεν επιστρέφω, επειδή πολλάκις υπεσχέθης να με ελαφρύνης και ουδέν έπραξας». Τότε εκράτησεν αυτόν ο θείος Πρόδρομος και ανασύρας τα ενδύματά του, εσφράγισε με το σημείον του Τιμίου Σταυρού τα υποκάτω του ομφαλού του μέρη και είπε· «Πίστευσόν μοι, Αββά Κόνων· εγώ ήθελον να έχης μισθόν δια τον πόλεμον αυτόν, πλην τώρα επίστρεψον εις το Μοναστήριόν σου και πλέον μη αμφιβάλλης περί τούτου». Όθεν ο Γέρων επανήλθεν εις το Κοινόβιον και την επιούσαν έχρισε και εβάπτισε την Περσίδα κόρην, χωρίς ουδόλως να στοχασθή, ότι ήτο γυνή. Έζησε δε μετά ταύτα ο Όσιος άλλα είκοσιν έτη και έφθασεν εις το άκρον της απαθείας, ούτως ώστε ενομίζετο, ότι έγινεν υπέρ άνθρωπον και εν ειρήνη εκοιμήθη.
Ότε δε έμελλε να χρίση γυναίκα τινά, εσκανδαλίζετο ως άνθρωπος και δια τούτο εσκέπτετο να αναχωρήση από το Κοινόβιον· οσάκις δε εσυλλογίζετο να αναχωρήση, εφαίνετο εις αυτόν ο μακάριος Ιωάννης ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Κυρίου και του έλεγεν· «Υπόμεινον, γέρον, και εγώ θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμον». Ημέραν τινά ήλθε κόρη τις εκ της Περσίας ίνα βαπτισθή, ήτο δε τόσον πολύ ωραία, ώστε δεν ηδυνήθη ο Άγιος να την χρίση γυμνήν και ως εκ τούτου διέμενεν εκεί η κόρη χωρίς να χρισθή και να βαπτισθή. Ακούσας ο Αρχιεπίσκοπος τούτο εξεπλάγη δια το σκάνδαλον του γέροντος και ηθέλησε να διορίση επί τούτω γυναίκα, ίνα χρίη και βαπτίζη τας γυναίκας· αλλ’ όμως δεν ήτο τούτο δυνατόν, είτε δια την ερήμωσιν του τόπου, είτε και δι’ άλλας περιστάσεις. Ο δε γέρων, λαβών το μηλωτάριόν του, ανεχώρησεν, ειπών· «Εις το εξής δεν μένω εις τον τόπον τούτον». Τότε απήντησεν αυτόν ο Τίμιος Πρόδρομος έξωθεν του Κοινοβίου και λέγει προς αυτόν με πραείαν φωνήν· «Επίστρεψον εις το Μοναστήριόν σου και εγώ θα σε ελαφρύνω από τον πόλεμον». Ο δε Αββάς Κόνων λέγει προς αυτόν οργίλως· «Πίστευσον, ότι δεν επιστρέφω, επειδή πολλάκις υπεσχέθης να με ελαφρύνης και ουδέν έπραξας». Τότε εκράτησεν αυτόν ο θείος Πρόδρομος και ανασύρας τα ενδύματά του, εσφράγισε με το σημείον του Τιμίου Σταυρού τα υποκάτω του ομφαλού του μέρη και είπε· «Πίστευσόν μοι, Αββά Κόνων· εγώ ήθελον να έχης μισθόν δια τον πόλεμον αυτόν, πλην τώρα επίστρεψον εις το Μοναστήριόν σου και πλέον μη αμφιβάλλης περί τούτου». Όθεν ο Γέρων επανήλθεν εις το Κοινόβιον και την επιούσαν έχρισε και εβάπτισε την Περσίδα κόρην, χωρίς ουδόλως να στοχασθή, ότι ήτο γυνή. Έζησε δε μετά ταύτα ο Όσιος άλλα είκοσιν έτη και έφθασεν εις το άκρον της απαθείας, ούτως ώστε ενομίζετο, ότι έγινεν υπέρ άνθρωπον και εν ειρήνη εκοιμήθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου