Ευσέβιος ο
Όσιος Πατήρ ημών ούτος ηγωνίζετο ασκητικώς εις τα όρη και τας ερήμους της
Συρίας κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου Β΄ του Μικρού του βασιλεύσαντος
κατά τα έτη υη΄ - υν΄ (408-450). Ποίος ήτο ο τόπος της καταγωγής του και ποίοι
οι γονείς αυτού δεν εφανέρωσεν η κατ’ αυτόν ιστορία. Τούτο δε μόνον γνωρίζομεν
περί αυτού, το οποίον αι λέγομεν, ότι δια των ασκητικών του πόνων απέκτησε
πατρίδα τον ουρανόν.
Και πρώτον μεν επήγεν εις Μοναστήριον και έγινε Μοναχός, έπειτα δε ανέβη εις την ακρώρειαν όρους τινός κειμένου πλησίον του χωρίου του καλουμένου Ασιχά, εκεί δε έκτισε μικρόν περιτείχισμα εκ ξηρολίθων, εντός του οποίου εβίωσε ταλαιπωρούμενος ο αοίδιμος, άνευ στέγης και σκεπάσματος· και ένδυμα μεν είχε δερμάτινον, τροφήν δε ρεβίθια και κουκκία βρεγμένα, σπανίως δε έτρωγε και ξηρά σύκα, δια να παρηγορή την ασθένειαν του σώματος. Τόσον δε πολύ εκράτει αδιακόπως την άσκησιν απ’ αρχής μέχρι τέλους, ώστε και όταν έφθασεν εις γήρας βαθύ και εστερήθη των περισσοτέρων οδόντων του και τότε ακόμη δεν ήλλαξεν ούτε το φαγητόν του, ούτε την κατοικίαν του, αλλ’ υπέφερεν, ο τρισόλβιος, ανδρείως τας εναντίας καιρικάς μεταβολάς έχων ερρυτιδωμένον το πρόσωπον και κατεξηραμμένα τα μέλη του σώματος, εις τρόπον ώστε, ούτε αυτή η ζώνη ηδύνατο να σταθή εις την μέσην του, αλλά κατέπιπτεν, επειδή κατεξηράνθησαν αι σάρκες αι κάτωθεν της οσφύος, ως και τα κόκκαλα, όσα είναι εκατέρωθεν της μέσης και επί των οποίων ίστανται οι μηροί. Επειδή δε πολλοί ήρχοντο εις αυτόν και ετάραττον την ησυχίαν του, δια τούτο, αποστρεφόμενος τας ταραχάς, επορεύθη εις ασκητήριον, εκεί πλησίον κείμενον, και ποιήσας περιτείχισμα εις την γωνίαν του τοίχου, ηγωνίζετο εντός αυτού τους συνήθεις αγώνας· λέγουσι δε, ότι καθ’ όλας τας επτά εβδομάδας της μεγάλης Τεσσαρακοστής έτρωγε μόνον δεκαπέντε ξηρά σύκα, μολονότι ήτο αποκαμωμένος υπό ασθενείας ανεκδιηγήτου. Με τοιούτους λοιπόν κόπους και ιδρώτας περιρρεόμενος ο γενναίος αγωνιστής έφθασεν εκ γήρας βαθύ, ζήσας πλέον των ενενήκοντα ετών και ούτω προς Κύριον εξεδήμησε.
Και πρώτον μεν επήγεν εις Μοναστήριον και έγινε Μοναχός, έπειτα δε ανέβη εις την ακρώρειαν όρους τινός κειμένου πλησίον του χωρίου του καλουμένου Ασιχά, εκεί δε έκτισε μικρόν περιτείχισμα εκ ξηρολίθων, εντός του οποίου εβίωσε ταλαιπωρούμενος ο αοίδιμος, άνευ στέγης και σκεπάσματος· και ένδυμα μεν είχε δερμάτινον, τροφήν δε ρεβίθια και κουκκία βρεγμένα, σπανίως δε έτρωγε και ξηρά σύκα, δια να παρηγορή την ασθένειαν του σώματος. Τόσον δε πολύ εκράτει αδιακόπως την άσκησιν απ’ αρχής μέχρι τέλους, ώστε και όταν έφθασεν εις γήρας βαθύ και εστερήθη των περισσοτέρων οδόντων του και τότε ακόμη δεν ήλλαξεν ούτε το φαγητόν του, ούτε την κατοικίαν του, αλλ’ υπέφερεν, ο τρισόλβιος, ανδρείως τας εναντίας καιρικάς μεταβολάς έχων ερρυτιδωμένον το πρόσωπον και κατεξηραμμένα τα μέλη του σώματος, εις τρόπον ώστε, ούτε αυτή η ζώνη ηδύνατο να σταθή εις την μέσην του, αλλά κατέπιπτεν, επειδή κατεξηράνθησαν αι σάρκες αι κάτωθεν της οσφύος, ως και τα κόκκαλα, όσα είναι εκατέρωθεν της μέσης και επί των οποίων ίστανται οι μηροί. Επειδή δε πολλοί ήρχοντο εις αυτόν και ετάραττον την ησυχίαν του, δια τούτο, αποστρεφόμενος τας ταραχάς, επορεύθη εις ασκητήριον, εκεί πλησίον κείμενον, και ποιήσας περιτείχισμα εις την γωνίαν του τοίχου, ηγωνίζετο εντός αυτού τους συνήθεις αγώνας· λέγουσι δε, ότι καθ’ όλας τας επτά εβδομάδας της μεγάλης Τεσσαρακοστής έτρωγε μόνον δεκαπέντε ξηρά σύκα, μολονότι ήτο αποκαμωμένος υπό ασθενείας ανεκδιηγήτου. Με τοιούτους λοιπόν κόπους και ιδρώτας περιρρεόμενος ο γενναίος αγωνιστής έφθασεν εκ γήρας βαθύ, ζήσας πλέον των ενενήκοντα ετών και ούτω προς Κύριον εξεδήμησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου