Αβραάμης ο Όσιος
Πατήρ ημών ήκμασε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Μεγάλου του βασιλεύσαντος
κατά τα έτη 379 – 395, κατήγετο δε εκ της πόλεως Κύρου, εις την οποίαν εγεννήθη
και ανετράφη και συνέλεξε τον πλούτον της ασκητικής πολιτείας και αρετής. Διότι
δια τοσαύτης αγρυπνίας και ολονυκτίου στάσεως και νηστείας κατεδαπάνησε το σώμα
του ο μακάριος, ώστε έμεινεν ακίνητος επί πολλά έτη, χωρίς να δύναται να
περιπατή.
Μαθών δε, ότι πλησίον του όρους Λιβάνου υπήρχε χωρίον τι πλήρες ειδώλων, επήγεν εκεί και ενοικιάσας οίκον τινά, εκάθησεν ησυχάζων τρεις ημέρας· κατά δε την τετάρτην ημέραν, εν ω εξήρχετο ήσυχος, πρώτον μεν συλληφθείς κατεχώσθη εις λάκκον και εσκεπάσθη με το χώμα υπό των εκεί ειδωλολατρών, είτα δε διετάσσετο υπ’ αυτών αναγκαστικώς να φύγη μακράν αυτών. Ελθόντες όμως τότε εκεί, οι των φόρων εισπράκτορες, έδερον ασπλάγχνως τους κατοίκους, ζητούντες παρ’ αυτών τα βασιλικά δοσίματα· ο δε Όσιος Αβραάμης, ευσπλαγχνισθείς, έδωκεν εις τους φορολόγους τους φόρους εκείνων και ούτως ηλευθέρωσεν εκ των δαρμών τους τιμωρητάς του. Εκείνοι, βλέποντες τούτο υπερεθαύμασαν την φιλανθρωπίαν του Οσίου και εκ της αιτίας ταύτης γενόμενοι Χριστιανοί, ευθύς έκτισαν και Εκκλησίαν και ηνάγκαζον αυτόν να γίνη εις αυτούς Ιερεύς. Ο δε Όσιος ιερωθείς εκάθησε εκεί τρία έτη και καλώς αυτούς προς την ευσέβειαν οδηγήσας και στερεώσας, επανήλθεν εις το ασκητικόν του κελλίον, αφήσας εις εκείνους άλλον Ιερέα αντικαταστάτην του. Με τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα έργα διαλάμψας ο Όσιος, έγινεν Επίσκοπος των Καρών, η οποία ήτο πόλις της Παλαιστίνης γεμάτη από είδωλα. Απελθών δε εκεί, με μυρίους πόνους και με θεοπνεύστους διδασκαλίας επέστρεψε τους κατοίκους εις την ευσέβειαν εντός ολίγου χρόνου και τους προσέφερεν εις τον Κύριον, πρώτον δια των έργων αυτούς διδάσκων, διότι καθ’ όλον τον καιρόν, κατά τον οποίον ήτο Αρχιερεύς, ούτε άρτον έτρωγε ούτε όσπρια, ούτε χόρτα μαγειρευμένα, αλλά μόνον λαχανικά τινα, ήτοι μαρούλια, πικρίδας, μακεδονήσια και άλλα όμοια χόρτα ωμά, έπινε δε και ολίγον ύδωρ. Μολονότι δε ο Όσιος κατεξήρανε το σώμα του με την νηστείαν και την εγκράτειαν, δια τους ξένους όμως εδείκνυεν αχόρταστον επιμέλειαν, διότι εις αυτούς ητοίμαζε στρώματα ευπρεπή, άρτους λαμπρούς, οίνον ευώδη, ιχθύας και λάχανα· εκάθητο δε και αυτός ομού εις την τράπεζαν και εμοίραζεν εις έκαστον εκ των φαγητών της τραπέζης και τα ποτήρια έδιδε, μιμούμενος τον ομώνυμόν του Αβραάμ, ο οποίος διηκόνει μεν τους ξένους, αυτός δε ουδόλως έτρωγεν εξ αυτών. Όθεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος ακούσας τα περί αυτού τον εκάλεσεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί δε ο Όσιος απελθών και ολίγον καιρόν ζήσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, το δε σώμα του έπεμψεν εις την πόλιν των Καρών μετά μεγάλης τιμής ο ανωτέρω βασιλεύς Θεοδόσιος.
Μαθών δε, ότι πλησίον του όρους Λιβάνου υπήρχε χωρίον τι πλήρες ειδώλων, επήγεν εκεί και ενοικιάσας οίκον τινά, εκάθησεν ησυχάζων τρεις ημέρας· κατά δε την τετάρτην ημέραν, εν ω εξήρχετο ήσυχος, πρώτον μεν συλληφθείς κατεχώσθη εις λάκκον και εσκεπάσθη με το χώμα υπό των εκεί ειδωλολατρών, είτα δε διετάσσετο υπ’ αυτών αναγκαστικώς να φύγη μακράν αυτών. Ελθόντες όμως τότε εκεί, οι των φόρων εισπράκτορες, έδερον ασπλάγχνως τους κατοίκους, ζητούντες παρ’ αυτών τα βασιλικά δοσίματα· ο δε Όσιος Αβραάμης, ευσπλαγχνισθείς, έδωκεν εις τους φορολόγους τους φόρους εκείνων και ούτως ηλευθέρωσεν εκ των δαρμών τους τιμωρητάς του. Εκείνοι, βλέποντες τούτο υπερεθαύμασαν την φιλανθρωπίαν του Οσίου και εκ της αιτίας ταύτης γενόμενοι Χριστιανοί, ευθύς έκτισαν και Εκκλησίαν και ηνάγκαζον αυτόν να γίνη εις αυτούς Ιερεύς. Ο δε Όσιος ιερωθείς εκάθησε εκεί τρία έτη και καλώς αυτούς προς την ευσέβειαν οδηγήσας και στερεώσας, επανήλθεν εις το ασκητικόν του κελλίον, αφήσας εις εκείνους άλλον Ιερέα αντικαταστάτην του. Με τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα έργα διαλάμψας ο Όσιος, έγινεν Επίσκοπος των Καρών, η οποία ήτο πόλις της Παλαιστίνης γεμάτη από είδωλα. Απελθών δε εκεί, με μυρίους πόνους και με θεοπνεύστους διδασκαλίας επέστρεψε τους κατοίκους εις την ευσέβειαν εντός ολίγου χρόνου και τους προσέφερεν εις τον Κύριον, πρώτον δια των έργων αυτούς διδάσκων, διότι καθ’ όλον τον καιρόν, κατά τον οποίον ήτο Αρχιερεύς, ούτε άρτον έτρωγε ούτε όσπρια, ούτε χόρτα μαγειρευμένα, αλλά μόνον λαχανικά τινα, ήτοι μαρούλια, πικρίδας, μακεδονήσια και άλλα όμοια χόρτα ωμά, έπινε δε και ολίγον ύδωρ. Μολονότι δε ο Όσιος κατεξήρανε το σώμα του με την νηστείαν και την εγκράτειαν, δια τους ξένους όμως εδείκνυεν αχόρταστον επιμέλειαν, διότι εις αυτούς ητοίμαζε στρώματα ευπρεπή, άρτους λαμπρούς, οίνον ευώδη, ιχθύας και λάχανα· εκάθητο δε και αυτός ομού εις την τράπεζαν και εμοίραζεν εις έκαστον εκ των φαγητών της τραπέζης και τα ποτήρια έδιδε, μιμούμενος τον ομώνυμόν του Αβραάμ, ο οποίος διηκόνει μεν τους ξένους, αυτός δε ουδόλως έτρωγεν εξ αυτών. Όθεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος ακούσας τα περί αυτού τον εκάλεσεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Εκεί δε ο Όσιος απελθών και ολίγον καιρόν ζήσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, το δε σώμα του έπεμψεν εις την πόλιν των Καρών μετά μεγάλης τιμής ο ανωτέρω βασιλεύς Θεοδόσιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου