Χρήστος ο Άγιος του Χριστού Νεομάρτυς κατήγετο εκ της Αλβανίας, όταν δε
ήτο ετών τεσσαράκοντα την ηλικίαν, πορευθείς εις την βασιλεύουσαν, έγινεν εκεί
κηπουρός· εν μια δε των ημερών πωλών μήλα εις την αγοράν, συνεφώνησε μετά τινος
Τούρκου να του πωλήση τα μήλα τα οποία είχεν· επειδή δε περιήλθεν εις
φιλονικίαν μετ’ αυτού περί της τιμής των μήλων, ο Αγαρηνός, δια να εκδικηθή,
συκοφαντεί τον Χρήστον, ότι είπε δήθεν να γίνη Τούρκος· όθεν σύρει παρευθύς τον
Άγιον και τον πηγαίνει εις το κριτήριον, παρουσίασε δε και ψευδομάρτυρας, ότι
είπεν αληθώς να τουρκεύση.
Ο κριτής ηρώτησε τότε τον Μάρτυρα περί τούτου και αυτός απεκρίθη, με μεγάλην γενναιότητα, ότι είναι Χριστιανός και ότι τοιούτον λόγον δεν είπεν, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να αλλάξη την Ορθόδοξον πίστιν του, καν λάβη μύρια βάσανα. Τότε ο κριτής επρόσταξε και ερράβδισαν σφοδρώς τον Μάρτυρα· έπειτα δένοντες αυτόν, τον εκτύπησαν εις την κεφαλήν, ώστε έτρεχον άφθονα αίματα· είτα τον έβαλαν εις την φυλακήν και έσφιγξαν τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον. Έτυχε δε να είναι τότε εντός της φυλακής και ο γνωστός λόγιος Μοναχός Καισάριος ο Δαπόντες, όστις και το Μαρτύριον τούτο συνέγραψε και βλέπων τον Μάρτυρα εις το ξύλον, τον συνεπόνησεν· όθεν έκαμε τρόπον και τον έβγαλε κρυφίως από το ξύλον και του έφερε να φάγη δια να ενδυναμωθή· αλλ’ ο Μάρτυς δεν ηθέλησε να γευθή τελείως, ειπών· «Διατί να φάγω; Μήπως πρόκειται να ζήσω; Λοιπόν ας αποθάνω δια τον Χριστόν μου πεινασμένος και διψασμένος». Έδωκε δε ο Μάρτυς προς τον ρηθέντα Μοναχόν Καισάριον μίαν ακόνην από ατσάλι, την οποίαν είχεν εις την ζώνην του, και τον παρεκάλεσε να δώση να του κάμουν μετά θάνατον μερικάς λειτουργίας. Μετά ταύτα έβγαλαν τον Μάρτυρα από την φυλακήν και τον απεκεφάλισαν την ιδίαν ημέραν και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον του Μαρτυρίου την ιβ΄ (12η) Φεβρουαρίου του έτους, αψμη΄ (1748) εν Χριστώ Ιησού· ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Ο κριτής ηρώτησε τότε τον Μάρτυρα περί τούτου και αυτός απεκρίθη, με μεγάλην γενναιότητα, ότι είναι Χριστιανός και ότι τοιούτον λόγον δεν είπεν, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να αλλάξη την Ορθόδοξον πίστιν του, καν λάβη μύρια βάσανα. Τότε ο κριτής επρόσταξε και ερράβδισαν σφοδρώς τον Μάρτυρα· έπειτα δένοντες αυτόν, τον εκτύπησαν εις την κεφαλήν, ώστε έτρεχον άφθονα αίματα· είτα τον έβαλαν εις την φυλακήν και έσφιγξαν τους πόδας του εις το τιμωρητικόν ξύλον. Έτυχε δε να είναι τότε εντός της φυλακής και ο γνωστός λόγιος Μοναχός Καισάριος ο Δαπόντες, όστις και το Μαρτύριον τούτο συνέγραψε και βλέπων τον Μάρτυρα εις το ξύλον, τον συνεπόνησεν· όθεν έκαμε τρόπον και τον έβγαλε κρυφίως από το ξύλον και του έφερε να φάγη δια να ενδυναμωθή· αλλ’ ο Μάρτυς δεν ηθέλησε να γευθή τελείως, ειπών· «Διατί να φάγω; Μήπως πρόκειται να ζήσω; Λοιπόν ας αποθάνω δια τον Χριστόν μου πεινασμένος και διψασμένος». Έδωκε δε ο Μάρτυς προς τον ρηθέντα Μοναχόν Καισάριον μίαν ακόνην από ατσάλι, την οποίαν είχεν εις την ζώνην του, και τον παρεκάλεσε να δώση να του κάμουν μετά θάνατον μερικάς λειτουργίας. Μετά ταύτα έβγαλαν τον Μάρτυρα από την φυλακήν και τον απεκεφάλισαν την ιδίαν ημέραν και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον του Μαρτυρίου την ιβ΄ (12η) Φεβρουαρίου του έτους, αψμη΄ (1748) εν Χριστώ Ιησού· ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου