Παύλος
ο εν Αγίοις Πατήρ ημών έγινε τόσον περιβόητος κατά τας αρετάς, ώστε το όνομά
του έφθασε και εις τας ακοάς του τότε βασιλεύοντος εν Νικομηδεία Λικινίου
τη΄-τκγ΄ (308-323), όθεν αποστείλας ανθρώπους παρέστησε τον Άγιον ενώπιόν του.
Και πρώτον εδοκίμαζεν ο τύραννος να τον εκφοβίση με απειλάς, κατόπιν δε ήρχισε
και να τον δέρη, αλλ΄ εξεπλάγη αυτός τε και όλοι οι παρεστώτες δια την
ασύγκριτον τούτου ανδρείαν και υπομονήν.
Έπειτα, κατά προσταγήν του, πυρώσας ο χαλκεύς τεμάχιον σιδήρου, έβαλεν αυτό εντός της μιάς παλάμης του Αγίου, επί δε του σιδήρου έθηκε και την άλλην παλάμην του, και έσφιγξεν αυτάς επί τοσούτον διάστημα χρόνου, έως ου εψυχράνθη ο πεπυρωμένος σίδηρος· εκ δε της βασάνου ταύτης έμειναν νεκρά και ανενέργητα τα νεύρα και των δύο χειρών του. Μετά ταύτα εξώρισεν αυτόν εις φρούριον όπερ ευρίσκετο εις τας άκρας του Ευφράτου ποταμού. Όταν δε ο μέγας Κωνσταντίνος ήλθεν εκ της Ρώμης εις το Βυζάντιον, τότε ηλευθερώνοντο όλοι οι Χριστιανοί οι ευρισκόμενοι εν φυλακαίς και εξορίαις, και έκαστος απήρχετο εις την πατρίδα του, ως και αλλαχού ανεφέρθη· όθεν και ο Άγιος ούτος, ελευθερωθείς από την εξορίαν, επανήλθεν εις τον θρόνον του, την Νεοκαισάρειαν, διαλάμπων με τας αρετάς, ως πρότερον. Ότε δε συνηθροίσθη η εν Νικαία Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, εν έτει τκε΄ (325), ήτο και ούτος εις των εκεί συναθροισθέντων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων, οίτινες όλοι έφερον εις το σώμα των τα στίγματα και τας πληγάς του Χριστού, ως λέγει ο θείος Παύλος, και αυτά εθεώρουν καλλωπισμόν των, δεικνύοντες αυτά προς αλλήλους. Και εδείκνυον άλλος μεν την αποκοπείσαν υπό των ειδωλολατρών χείρα του, άλλος τα ώτα του, άλλος την ρίνα του, έτερος τους οφθαλμούς του, και άλλος άλλο μέλος του σώματός του παρουσίαζε βεβλαμμένον και ηκρωτηριασμένον από τους προλαβόντας τυράννους υπέρ της Αγίας του Χριστού Πίστεως. Άλλοι πάλιν επρόβαλλον τα πρήσματα, τα εκ των πεπυρωμένων σιδήρων, τα οποία όλα μετά πάσης χαράς και προθυμίας υπέμειναν οι τρισμακάριοι βασανιζόμενοι δια τον Χριστόν· όθεν και τα εδείκνυον εις όλους, ως λαμπρά σημεία της εις τον Χριστόν αγάπης των. Τότε λοιπόν και ο μακάριος ούτος Παύλος εδείκνυε τα εκ των ροπάλων θλάσματα, τα οποία είχεν εις το σώμα του, ομοίως και τας αγίας χείρας του τας σιδηροκαύστους και ανενεργήτους ούσας. Αφού δε όλοι οι τριακόσιοι δεκαοκτώ Πατέρες συνήχθησαν εις την Νίκαιαν, και συνεδριάσαντες ανεθεμάτισαν τον δυσσεβή Άρειον, απήλθον όλοι μετά του βασιλέως εις το Βυζάντιον. Ο δε αοίδιμος βασιλεύς Κωνσταντίνος, λαμβάνων δια των ιδίων χειρών του τας χείρας του μακαρίου τούτου Παύλου, κατεφίλει αυτάς, και επιθέτων επί των του μακαρίου τούτου Παύλου, κατεφίλει αυτάς, και επιθέτων επί των οφθαλμών του και επί των άλλων αυτού μελών, επεφώνει τα αξιομνημόνευτα ταύτα λόγια· «Δεν χορταίνω να καταφιλώ τας χείρας ταύτας, αίτινες δια τον Χριστόν μου έγιναν νεκραί και ανενέργητοι». Απελθών δε ύστερον εις τον θρόνον του ο αοίδιμος ούτος Παύλος και ζήσας έτη τινά, προς Κύριον εξεδήμησε λαβών παρ΄ Αυτού τον στέφανον της ομολογίας.
Έπειτα, κατά προσταγήν του, πυρώσας ο χαλκεύς τεμάχιον σιδήρου, έβαλεν αυτό εντός της μιάς παλάμης του Αγίου, επί δε του σιδήρου έθηκε και την άλλην παλάμην του, και έσφιγξεν αυτάς επί τοσούτον διάστημα χρόνου, έως ου εψυχράνθη ο πεπυρωμένος σίδηρος· εκ δε της βασάνου ταύτης έμειναν νεκρά και ανενέργητα τα νεύρα και των δύο χειρών του. Μετά ταύτα εξώρισεν αυτόν εις φρούριον όπερ ευρίσκετο εις τας άκρας του Ευφράτου ποταμού. Όταν δε ο μέγας Κωνσταντίνος ήλθεν εκ της Ρώμης εις το Βυζάντιον, τότε ηλευθερώνοντο όλοι οι Χριστιανοί οι ευρισκόμενοι εν φυλακαίς και εξορίαις, και έκαστος απήρχετο εις την πατρίδα του, ως και αλλαχού ανεφέρθη· όθεν και ο Άγιος ούτος, ελευθερωθείς από την εξορίαν, επανήλθεν εις τον θρόνον του, την Νεοκαισάρειαν, διαλάμπων με τας αρετάς, ως πρότερον. Ότε δε συνηθροίσθη η εν Νικαία Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, εν έτει τκε΄ (325), ήτο και ούτος εις των εκεί συναθροισθέντων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων, οίτινες όλοι έφερον εις το σώμα των τα στίγματα και τας πληγάς του Χριστού, ως λέγει ο θείος Παύλος, και αυτά εθεώρουν καλλωπισμόν των, δεικνύοντες αυτά προς αλλήλους. Και εδείκνυον άλλος μεν την αποκοπείσαν υπό των ειδωλολατρών χείρα του, άλλος τα ώτα του, άλλος την ρίνα του, έτερος τους οφθαλμούς του, και άλλος άλλο μέλος του σώματός του παρουσίαζε βεβλαμμένον και ηκρωτηριασμένον από τους προλαβόντας τυράννους υπέρ της Αγίας του Χριστού Πίστεως. Άλλοι πάλιν επρόβαλλον τα πρήσματα, τα εκ των πεπυρωμένων σιδήρων, τα οποία όλα μετά πάσης χαράς και προθυμίας υπέμειναν οι τρισμακάριοι βασανιζόμενοι δια τον Χριστόν· όθεν και τα εδείκνυον εις όλους, ως λαμπρά σημεία της εις τον Χριστόν αγάπης των. Τότε λοιπόν και ο μακάριος ούτος Παύλος εδείκνυε τα εκ των ροπάλων θλάσματα, τα οποία είχεν εις το σώμα του, ομοίως και τας αγίας χείρας του τας σιδηροκαύστους και ανενεργήτους ούσας. Αφού δε όλοι οι τριακόσιοι δεκαοκτώ Πατέρες συνήχθησαν εις την Νίκαιαν, και συνεδριάσαντες ανεθεμάτισαν τον δυσσεβή Άρειον, απήλθον όλοι μετά του βασιλέως εις το Βυζάντιον. Ο δε αοίδιμος βασιλεύς Κωνσταντίνος, λαμβάνων δια των ιδίων χειρών του τας χείρας του μακαρίου τούτου Παύλου, κατεφίλει αυτάς, και επιθέτων επί των του μακαρίου τούτου Παύλου, κατεφίλει αυτάς, και επιθέτων επί των οφθαλμών του και επί των άλλων αυτού μελών, επεφώνει τα αξιομνημόνευτα ταύτα λόγια· «Δεν χορταίνω να καταφιλώ τας χείρας ταύτας, αίτινες δια τον Χριστόν μου έγιναν νεκραί και ανενέργητοι». Απελθών δε ύστερον εις τον θρόνον του ο αοίδιμος ούτος Παύλος και ζήσας έτη τινά, προς Κύριον εξεδήμησε λαβών παρ΄ Αυτού τον στέφανον της ομολογίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου