Γρηγέντιος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο από την μεγαλόπολιν των Μεδιολάνων, ήκμαζε δε εν έτει φιη΄(518). Οι γονείς του ωνομάζοντο Αγάπιος και Θεοδότη, ευσεβείς αμφότεροι· το δε παιδίον αυτών, ο θείος δηλαδή ούτος Γρηγέντιος, από μικρός εδεικνύετο, ότι έμελλε να γίνη δούλος Χριστού γνήσιος από σημεία και πράξεις εναρέτους, τας οποίας είχεν εκ νεότητος. Όθεν όταν έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, τον εχειροτόνησαν Διάκονον με θείον νεύμα και βούλησιν και τότε εδόθη εις περισσοτέραν νηστείαν, σκληραγωγίαν και άσκησιν και άλλας αρετάς ο θαυμάσιος· όθεν δεξάμενος την Χάριν του Πνεύματος, ετέλει σημεία μεγάλα και τέρατα.
Υπήρχε δε εκεί εις τα Μεδιόλανα γέρων τις σημειοφόρος Ερημίτης, όστις προεφήτευσεν εις τον Άγιον όσα έμελλε να συμβώσιν εις αυτόν. Αλλά και ο Μέγας Απόστολος Πέτρος εις οπτασίαν τού εφανέρωσεν ύστερον, ότι θέλει γίνει Επίσκοπος Αιθιοπίας και θα επιστρέψη μυριάδας Εβραίων εις την ευσέβειαν, καθώς και εγένετο. Τον καιρόν εκείνον ήτο αυτοκράτωρ εις το Βυζάντιον ο ευσεβής και υπέρμαχος της Ορθοδοξίας Ιουστίνος ο Α΄, όστις εβασίλευσεν από του 518 μέχρι του 527 μ.Χ. οπότε αφήκε τον θρόνον του εις τον ανεψιόν του Ιουστινιανόν τον Α΄ 527- 565 μ. Χ. Εις την Αιθιοπίαν εβασίλευσε τότε ο χριστιανικώτατος και γνωστός δια την δικαιοσύνην και ευσέβειαν βασιλεύς Ελεσβαάν. Ότε δε ετελεύτησεν ο Αρχιεπίσκοπος Αιθιοπίας, ο βασιλεύς έγραψεν εις τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας να του στείλη Αρχιερέα τινά ενάρετον και σοφώτατον άνθρωπον, ίνα ποιμάνη την επαρχίαν του. Τότε ευρέθη από θείαν Πρόνοιαν εις την Αλεξάνδρειαν ο θαυμάσιος Γρηγέντιος, τον οποίον χειροτονήσας ο Πατριάρχης, πεφωτισμένος ων εκ θείου Πνεύματος, τον έστειλεν εις την Αιθιοπίαν με τιμήν, ως έπρεπεν· ο δε βασιλεύς τον υπεδέχθη ασμένως με όλην την σύγκλητον και κατά πολλά τον ετίμησαν ως σημειοφόρον και ισαπόστολον, ιδόντες αυτόν αιδεσιμώτατον και πανευλαβέστατον, ευχαριστούντες τον Κύριον, όστις τους έστειλε τοιούτον Ποιμένα αξιοθαύμαστον. Όθεν και ο χριστιανικώτατος εκείνος βασιλεύς, δια να τον ενισχύση εις το έργον του, τον περιέβαλε με πάσαν εμπιστοσύνη και του έδωκεν όλην την εξουσίαν εις όλην την επαρχίαν. Την αποστολήν του ταύτην επετέλεσεν ο Άγιος μετά μεγάλου ζήλου και θερμής πίστεως στηρίζων, νουθετών και διδάσκων καθημερινώς το ποίμνιόν του. Εκείνο όμως το οποίον τον ανέδειξε μέγαν Αρχιποιμένα και υπέρμαχον της αληθούς και Ορθοδόξου Πίστεως είναι η μεγάλη αυτού προσπάθεια και ο ένθερμος ζήλος, όπως μεταδώση την χριστιανικήν διδασκαλίαν πανταχού και κατοχυρώση αυτήν δια νόμων, οδηγιών, κανονιστικών εγκυκλίων κλπ. Υπήρχον δε τότε εις την Αιθιοπίαν πολλαί χιλιάδες Εβραίων, οίτινες ενέμενον μετά φανατισμού εις την ιδίαν αυτών πλάνην. Τούτους ηγωνίσθη δι΄ όλων αυτού των δυνάμεων να φέρη εις την ευσέβειαν, όπερ και επέτυχε πλήρως, ως θέλομεν ίδει κατωτέρω. Δεν περιωρίσθη δε μόνον εις την Αιθιοπίαν η δράσις του Αγίου, αλλ΄ επεξετάθη αύτη και εις την Ευδαίμονα Αραβίαν και δη εις την χώραν των Ομηριτών, την οποίαν κατέλαβεν ο βασιλεύς Ελεσβαάν δια την ακόλουθον αιτίαν. Η χώρα των Ομηριτών εκυριαρχείτο τότε από τους Εβραίους, των οποίων αρχηγός ήτο τις Δουνουάν καλούμενος, λίαν δυσσεβής και φοβερός πολέμιος των Χριστιανών. Τούτον κατεπολέμησε πολλάκις ο Ελεσβαάν και τον κατενίκησεν επί τοσούτον, ώστε τον ηνάγκασε να πληρώνη και κεφαλικόν φόρον, δια να έχη την εξουσίαν. Επειδή όμως οι Χριστιανοί επιέζοντο πολύ υπό του τυράννου τούτου Δουνουάν, μάλιστα δε και δια τον απροκάλυπτον αυτού διωγμόν και δια την αναίσχυντον αυτού διαγωγήν και αθέτησιν των υποσχέσεών του, ιδία επί της πόλεως Νεγράς, εις την οποίαν εμαρτύρησεν ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Αρέθας και οι συν αυτώ, ο Ελεσβαάν παρακινηθείς και υπό του αυτοκράτορος Ιουστίνου και του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, εξεστράτευσε κατά του Δουνουάν, κατετρόπωσεν αυτόν, ηλευθέρωσε και πάλιν την Νεγράν και τας λοιπάς πόλεις και κατέστησε βασιλέα των Ομηριτών τον ευσεβέστατον και χριστιανικώτατον Αβραάμ ή Αβράμιον. Τότε άφησεν εκεί τον Άγιον Γρηγένιον να τακτοποιήση και αυτός εκκλησιαστικώς το κράτος των Ομηριτών. Λαβών λοιπόν ο Άγιος την εξουσίαν εχειροτόνησεν ευθύς Πρεσβυτέρους και Διακόνους, καθιέρωσε πολλάς νεοκτίστους Εκκλησίας, κατέστησε κατά πόλεις Επισκόπους και συνέθεσε τους περιφήμους Νόμους των Ομηριτών, δια των οποίων εκυβερνάτο η Εκκλησία των Ομηριτών. Εκεί ευρισκόμενος ο Άγιος ειργάσθη έτι περισσότερον δια την προσέλκυσιν της εις Χριστόν αληθούς πίστεως των πεπλανημένων Ιουδαίων, το οποίον και επέτυχε δια των πολλών θαυμασίων τα οποία έκαμε και δια της σοφίας των λόγων του· διότι ήτο εις τας Γραφάς πολύ έμπειρος και λόγιος και ενίκα τους γραμματείς των Ιουδαίων τόσον, ώστε δεν ηδύνατο άλλος τις να αντεπεξέλθη εις την σοφίαν των λόγων του και εις τα υψηλά του νοήματα ει μη μόνον ο νομοδιδάσκαλος αυτών, όστις ήτο ο πλέον εγγράμματος και ο πλέον πολυμήχανος, Ερβάν ονομαζόμενος, όστις εφιλονίκει καθ΄ ημέραν με τον Όσιον και του έδιδε πολλήν ενόχλησιν με τους ψευδοσυλλογισμούς του ο μάταιος· αλλ΄ ο θεόπνευστος Γρηγέντιος διέλυεν ως ιστόν αράχνης όλα του τα μηχανήματα και σοφίσματα. Αφού λοιπόν έκαμε πολλάς ημέρας διάλεξιν με τον Ερβάν ο σοφώτατος Γρηγέντιος και είπεν έκαστος εις βοήθειάν του διαφόρους ερωτήσεις και αποκρίσεις από τας βίβλους των Προφητών, βλέπων ο Εβραίος ότι τον ενίκα ο Γρηγέντιος (επειδή ήτο σοφώτερος και έλεγε την αλήθειαν), είπε ταύτα προς τον Άγιον· «Διατί να δαπανώμεν εις τόσας διαλέξεις τον καιρόν ματαίως και ανωφελώς; Ας παύσωμεν την φιλονικίαν και ας έλθωμεν εις τα έργα· δείξε μου αυτόν τον Ιησούν Χριστόν ζώντα, να τον ίδω αισθητώς και να ομιλήσω μετ΄ αυτού, και τότε να γίνω Χριστιανός αψευδέστατα». Ακούσαντες δε οι κάκιστοι Ιουδαίοι τούτον τον λόγον εσκανδαλίσθησαν και εφώναζεν όλον το πλήθος προς τον Ερβάν λέγοντες· «Διδάσκαλε, παρακαλούμεν σε, μη πλανηθής και γίνης Χριστιανός, αλλά μάλλον ανδρίζου και ίσχυε, στέκε ασάλευτος και στερεός εις την πίστιν μας, επειδή ηξεύρεις βέβαια, ότι άλλος Θεός δεν είναι ειμή ο Θεός των πατέρων μας». Λέγει προς αυτούς ο Ερβάν· «Τι φλυαρείτε, ασύνετοι; Εάν ο Γρηγέντιος με πληροφορήση ότι ο Χριστός είναι κατά αλήθειαν εκείνος περί του οποίου οι Προφήται ωμίλησαν, και δεν πιστεύσω εις αυτόν αδιστάκτως, τότε θα είμαι μωρός και ανόητος και του Θεού των πατέρων ημών αλλότριος». Βλέπων λοιπόν ο Άγιος, ότι ο Ερβάν ελάλει ταύτα κατ΄ αλήθειαν και όχι με χλεύην τινά ή υπόκρισιν, απεκρίνατο και λέγει προς αυτόν με ιλαρότητα· «Με ποίον τρόπον θέλεις να λάβης ταύτην την πληροφορίαν την οποίαν εζήτησες»; Λέγει ο Εβραίος· «Παρακάλεσον τον Δεσπότην σου (εάν είναι εις τον ουρανόν, καθώς είπες), παρευθύς να πιστεύσω εις αυτόν και να λάβω το Βάπτισμα». Τότε και το πλήθος των Φραμματέων και Φαρισαίων εφώναξε λέγον· «Ναι, δέσποτα Αρχιεπίσκοπε, κάμε του διδασκάλου μας το θέλημα, δείξον μας τον Χριστόν σου, και τότε μετά φόβου και τρόμου να πιστεύσωμεν εις αυτόν, μη έχοντες πλέον τινά απολογίαν ή πρόφασιν». Ταύτα μεν έλεγον εκφώνως, απόκρυφα δε έλεγον μεταξύ των, ότι και εάν τους τον δείξη να μη γίνουν Χριστιανοί, αλλά να προτιμήσουν να κολασθούν οι τρισάθλιοι· έτεροι δε πάλιν έλεγον· «Είναι τόσα έτη σήμερον, όπου τον εσταύρωσαν οι πατέρες μας και ετάφη εις τον λάκκον, δύναται τώρα αυτός να τον αναστήση, όπου καν οστούν εξ αυτού δεν έμεινεν»; Τότε ο Άγιος, γνωρίζων ότι εάν δεν κάμη τούτο το θαυμάσιον, δεν πιστεύουν οι σκληροτράχηλοι, είπε προς αυτούς· «Μάθετε ότι δια τον πολύν πόθον, τον οποίον έχω, να σας οδηγήσω εις την αλήθειαν, να μη κολασθήτε, ταλαίπωροι, θέλω παρακαλέσει τον Δεσπότην μου Χριστόν να συγκαταβή και πάλιν να έλθη εις την γην ουσιωδώς σήμερον, ως ελεήμων και πολυεύσπλαγχνος· και τότε, όταν φανή προς ημάς, καθώς εις τον ουρανόν καθέζεται δοξαζόμενος, όσοι δεν πιστεύσετε, ευθύς να σας κόψουν δικαίως με την μάχαιραν». Όλοι λοιπόν εδέχθησαν, νομίζοντες το πράγμα αδύνατον, να φανή ζων εκείνος όστις εθανατώθη και ετάφη τόσα έτη πρωτύτερα. Τότε ο Άγιος γνωρίζων ακριβώς, ότι ο Κύριος είπεν εις το ιερόν Ευαγγέλιον, ότι όστις έχει πίστιν εις Αυτόν θα κάμη μεγαλύτερα θαύματα από όσα Εκείνος ετέλεσεν, εγερθείς από τον θρόνον του, εξήλθε μόνος από της αιθούσης του συνεδρίου, παρακαλέσας τον βασιλέα να μη αναχωρήση, έως να επιστρέψη, δια να μη λυθή το συνέδριον. Εξελθών δε εστάθη εις τι μέρος απέναντι του λαού ο μακάριος και έκαμε προς την ανατολήν τρεις μετανοίας έως την γην, κλίνων την κεφαλήν και τα γόνατα. Έβλεπον δε αυτόν όλοι από μακράν ευχόμενον, εξ όλης καρδίας και πίστεως και λέγοντα μετά δακρύων προς τον Κύριον· «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Υιός και Λόγος του φοβερού και αοράτου Πατρός, ο προ αιώνων απαθώς και αρρεύστως εξ αυτού γεννηθείς, ου ποιηθείς, ο δι΄ αυτού κατ΄ αρχάς στερεώσας τον ουρανόν και την γην και θεμελιώσας αυτήν επί της θαλάσσης με το Πνεύμα σου το Άγιον, έπειτα κλίνας ουρανούς κατέβης εις την Αγίαν Παρθένων Μαρίαν και γενόμενος άνθρωπος ο φιλάνθρωπος συνανεστράφης με τους παρανόμους Ιουδαίους, εργαζόμενος σημεία και τέρατα· αυτός, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ελέησον, ελεήμον, και το εσκοτισμένον τούτο πλήθος των Εβραίων και επισκίασον αυτό τη δυνάμει σου, άνοιξον τους εσκοτισμένους οφθαλμούς αυτών, τους οποίους ετύφλωσεν ο διάβολος, και εμφανίσου εις αυτούς κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, ίνα σε ίδωσιν οφθαλμοφανώς την σήμερον και πιστεύσουν εις Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και τον αποστείλαντά Σε Πατέρα και εις το Πνεύμα Σου το Άγιον». Καθώς είπε ταύτα ο Άγιος και τον εκύτταζον άπαντες, αίφνης έγινε σεισμός μέγας και βροντή προς την ανατολήν με κτύπον μεγάλον, τόσον ώστε έπεσον κατά γης από τον φόβον των όλοι οι παρευρισκόμενοι. Εγερθέντες δε μετ΄ ολίγον και βλέποντες προς την ανατολήν, είδον σχιζομένους τους ουρανούς και νεφέλην φωτεινήν ηπλωμένην ως πεδιάδα αρχομένην από τον ουρανόν και φθάνουσαν έως αυτούς· βλέποντες δε καλλίτερα, είδον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ερχόμενον από τους ουρανούς προς αυτούς, επάνω της νεφέλης καθήμενος, ήτο δε εις το κάλλος πολύ ωραίος και εύμορφος. Ερχόμενος δε εστάθη εις το άκρον της νεφέλης πλησίον του συνεδρίου και άνωθεν του Αρχιεπισκόπου ωσεί πήχεις διακοσίας, τον έβλεπον δε όλοι ενδεδυμενον με νεφέλην κοκκίνην ωραιοτάτην και ένδοξον, από την οποίαν εξήρχετο ακτίνες θεότητος· εις δε την κεφαλήν αυτού ήτο διάδημα εις το κάλλος αμήχανον και εξαστράπτον, το οποίον ακτινοβολούσε τοσούτον, ώστε εφαίνετο ως ακάνθινος στέφανος, εκράτει δε εις την αριστεράν χείρα βιβλίον και εις την δεξιάν ξίφος. Ιδόντες λοιπόν ο βασιλεύς, οι άρχοντες και οι άλλοι ευσεβείς τον Δεσπότην εις τοιαύτην μορφήν θαυμάσιον, εφοβήθησαν ομού και εχάρησαν και εν τρόμω ηγαλλιάσαντο, μη δυνάμενοι να ομιλήσουν τελείως απ΄ εκείνο το φοβερώτατον θέαμα, μόνον τον έβλεπον με πολλήν ευφροσύνην και γλυκύτητα ως εκστατικοί και θαυμάζοντες· οι δε Ιουδαίοι με τον Ερβάν, βλέποντες το φοβερόν εκείνο μυστήριον, εφοβήθησαν περισσότερον και δέροντες τα στήθη από τον φόβον των έστρεφον τα βλέμματά των δεξιά και αριστερά προσπαθούντες αν ήτο δυνατόν να εύρωσι τρόπον να φύγωσιν. Τότε ο Άγιος εβόησε μεγαλοφώνως προς τον Ερβάν λέγων· «Βλέπεις, Ερβάν, το φοβερόν τούτο μυστήριον, το οποίον εζήτησες; Πληροφορήσου λοιπόν αναμφιβόλως και πίστευσον, ότι εις Θεός είναι μόνον, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός». Ο δε εσιώπα πάλιν με τους άλλους Ιουδαίους και δεν επίστευσαν ευθύς οι αχάριστοι, μόνον ίσταντο όλοι σιωπώντες και θαυμάζοντες. Τότε ήλθε προς αυτούς φωνή από τον Δεσπότην λέγουσα· «Δια την μεγάλην του Αρχιεπισκόπου παράκλησιν εφάνην προς σας, των οποίων οι πατέρες με εσταύρωσαν». Ταύτην την φωνήν ακούσαντες έπεσαν εις την γην οι Ιουδαίοι πρηνείς, έντρομοι και τετυφλωμένοι, καθώς έπαθε και ο μέγας Παύλος πρότερον, μετ΄ ολίγην δε ώραν ηγέρθησαν· και ήσαν μεν ανοικτοί οι οφθαλμοί των, αλλά δεν έβλεπον ουδόλως. Οι δε πιστοί και ευσεβείς όχι μόνον έβλεπον, αλλά μάλιστα εφωτίσθησαν περισσότερον βλέποντες τον Κύριον εις τους ουρανούς ανερχόμενον, έως ου τον εσκέπασεν η νεφέλη από προσώπου αυτών και πλέον δεν εφαίνετο. Ούτω λοιπόν ο ουράνιος Βασιλεύς ανελήφθη όπου ην το πρότερον· ο δε επίγειος και όλα τα πλήθη των Χριστιανών μετά του Αγίου ευχαριστούσαν μεγαλοφώνως την άκραν του Θεού συγκατάβασιν, κείμενοι πρηνείς ώραν πολλήν εις την γην και βοώντες μετά δακρύων αγαλλιάσεως όλοι το «Κύριε, ελέησον». Μετά ταύτα, εγερθέντες προσεκύνησαν τον Αρχιεπίσκοπον ο βασιλεύς και όλοι οι άρχοντες τιμώντες πολύ, ως έπρεπε, γεραίροντες άμα και θαυμάζοντες αυτόν ως άγιον άνθρωπον. Οι δε δυστυχείς Ιουδαίοι, παραμένοντες εισέτι τότε εις το σκότος, ηρώτων αλλήλους, εάν έβλεπον, αλλά πάντες απήντων ουδαμώς. Όθεν είπον ταύτα προς τον Ερβάν ολολύζοντες· «Αλλοίμονον εις ημας! Τι θα γίνωμεν τώρα, διδάσκαλε; Πως θα πορευθώμεν ουδαμώς βλέποντες»; Ο δε Ερβάν ηρώτα τους άλλους λέγων· «Άραγε ημείς μόνον δεν βλέπομεν ιδόντες τον Θεόν ή και οι Χριστιανοί, όσοι αυτόν είδον το αυτό έπαθον»; Τότε τινές από τους ευσεβείς, οίτινες ήκουσαν τους Ιουδαίους, απεκρίθησαν λέγοντες· «Μη γένοιτο τούτο, αλλά μάλιστα ημείς οι Χριστιανοί βλέποντες τον Χριστόν εφωτίσθημεν υπό της Χάριτος αυτού της αφάτου· νυν δε βλέπομεν καλύτερον». Τότε ο Ερβάν χειραγωγηθείς υφ΄ ενός των Χριστιανών επήγεν εις τον Αρχιερέα και λέγει προς αυτόν· «Πας άνθρωπος, όταν ίδη τον Θεόν, λαμβάνει ευεργεσίαν τινά παρ΄ Αυτού, ημείς δε ιδόντες Αυτόν σήμερον ετυφλώθημεν. Τοιαύτην ευεργεσίαν παρέχει εις τους προσερχομένους προς αυτόν ο Χριστός; Λοιπόν δεν έχει του Πατρός αυτού την αγαθότητα»; Απεκρίθη ο Άγιος· «Θεός εκδικήσεων Κύριος» (Ψαλμ. 93: 1)· κατά τας βλασφημίας υμών ανταπέδωκεν υμίν. Λέγει προς αυτόν ο Εβραίος· «εάν όμως αποδίδη κακόν αντί κακού, ουδείς έρχεται εις μετάνοιαν». Λέγει ο Άγιος· «Ο ιατρός, όταν κόψη το σεσηπός μέλος, δεν έχει κατάκρισιν. Επειδή λοιπόν είδετε τον Κύριον δι΄ αναξίων οφθαλμών ετυφλώθητε». Λέγει προς αυτόν ο Ερβάν· «Εξ όσων ηκούσαμεν και είδομεν εις σε, εν έτι λείπεται να τελειώσης, ήτοι να φωτίσης ημών τους οφθαλμούς και τότε να ποιήσης όλους ημάς Χριστιανούς· ειδεμή, θέλεις δώσει λόγον εις τον Θεόν κατά την ώραν της Κρίσεως». Λέγει προς αυτόν ο Άγιος· «Βαπτίσθητε πρότερον και τότε θέλετε αναβλέψει». Απεκρίθη ο Ερβάν· «Αλλ΄ εάν βαπτίσης ημάς και ύστερον δεν αναβλέψωμεν, τι θέλει γίνει»; Λέγει ο Άγιος· «Εις μόνον εξ ημών ας βαπτισθή και αν δεν φωτισθή ψυχή τε και σώματι, ας μη βαπτισθή έτερος». Ο λόγος ούτος ήρεσεν εις όλους τους Ιουδαίους και ως εβάπτισεν ο Άγιος ένα εξ αυτών, ευθέως ήνοιξαν αυτού οι οφθαλμοί και εβόησε λέγων· «Ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός αληθέστατος, εις τον οποίον πιστεύω και εγώ ο ανάξιος». Ταύτα και οι ΄λλοι Εβραίοι ακούσαντες προσήλθον άπαντες μετά πολλής προθυμίας και εβαπτίσθησαν· λαβόντες δε την εν Χριστώ σφραγίδα κατετάχθησαν μετά των Ορθοδόξων Χριστιανών και χαρά μεγάλη και αγαλλίασις εγένετο εν τη Εκκλησία του Χριστού· ο δε δαίμων και οι οπαδοί αυτού εζημιώθησαν ζημίαν πολλήν και θλίψιν απαραμύθητον. Βαπτισθέντος λοιπόν και του Ερβάν και των λοιπών πάντων εφωτίσθησαν αυτών οι οφθαλμοί και εδόξαζον μεγαλοφώνως τον Κύριον, μετανοούντες καθ΄ υπερβολήν δια τα πρότερα αυτών ανομήματα. Κατ΄ εξοχήν δε ο Ερβάν ο σοφώτατος έκλαιε δια τον Δεσπότην Χριστόν μετά πολλής της κατανύξεως και τύπτων το στήθος του έλεγεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άφρονα! Εις τους ουρανούς είναι ο Δεσπότης ημών Ιησούς Χριστός, τον οποίον οι αχάριστοι πατέρες ημών εσταύρωσαν, και ημείς ενομίζομεν ότι ευρίσκεται εις τον Άδην! Ω Δέσποτα πολυέλεε Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του ζώντος, συγχώρησόν μοι δα το μέγα σου έλεος, όσα εν αγνοία μου ήμαρτον εις Σε». Αυτά και έτερα πλείονα λέγοντες καθ΄ εκάστην εσέβοντο πολύ τον μακάριον Γρηγέντιον, τον οποίον ετίμων ως Θεού Άγγελον. Ο δε Ερβάν δεν ηδύνατο εκ της πολλής αγάπης, την οποίαν είχε προς τον Άγιον, να απομακρυνθή απ΄ αυτού παντελώς. Όθεν και ο βασιλεύς ηγάπα καθ΄ υπερβολήν αυτόν, ως ευπρεπέστατον και λογιώτατον και ως υιόν αυτού πνευματικόν, διότι αυτός τον ανεδέχθη εκ της ιεράς κολυμβήθρας του Αγίου Πνεύματος, ονομάσας αυτόν Λέοντα, και εποίησεν αυτόν ένα της συγκλήτου, τιμήσας αυτόν με το αξίωμα του πατρικίου. Όχι δε μόνον εις την πόλιν Κεφρών εβαπτίσθησαν οι Ιουδαίοι, αλλά και εις όλας τας πόλεις της επαρχίας του προσέταξεν ο ευσεβέστατος βασιλεύς και εβαπτίσθησαν όλαι αι συναγωγαί των Εβραίων, έφθασε δε ο αριθμός των πρώτων νεοφωτίστων Ιουδαίων τας πέντε χιλιάδας. Κατά προσταγήν δε του βασιλέως και του γίου εμίγησαν όλοι οι βαπτισθέντες μετά των άλλων Χριστιανών. Έγραψε δε και νόμον. Όταν νυμφευθή τις εκ τούτων των νεοφωτίστων, να μη λαμβάνη γυναίκα εκ της πτριάς αυτού, αλλ΄ εκ των άλλων Χριστιανών των εξ εθνών. Ομοίως και όστις υπανδρεύση την θυγατέρα του, να μη τολμήση να δώση αυτήν εις τους ομοφύλους του, αλλ΄ εις ξένους Χριστιανούς· όστις δε παραβή τον νόμον τούτον, να αποκεφαλίζεται άνευ συγχωρήσεώς τινος. Εις ολίγους δε χρόνους δια της πανσόφου ταύτης διατάξεως του ευσεβεστάτου βασιλέως και του θεοπροβλήτου Αρχιερέως η γενεά όλη των Ιουδαίων συνηνώθη μετά των Χριστιανών επί τοσούτον, ώστε συνεχωνεύθη ολοτελώς και άπασα η βασιλεία των Ομηριτών εφωτίσθη βοηθεία του Θεού και χαρά μεγάλη και αγαλλίασις ήτο εις τας Εκκλησίας του Θεού πανταχού και ομόνοια. Ο δε βασιλεύς και ο ρχιεπίσκοπος διήγον εν αρετή δοξολογούντες καθ΄ εκάστην τον Κύριον με αγρυπνίας και άλλα έργα θεάρεστα· εξαιρέτως δε επεμελούντο την ελεημοσύνην υπέρ πάσας τας αρετάς, ως θεομίμητον, βοηθούντες τα ορφανά και τας χήρας και τους άλλους πένητας αφθονώτατα. Εξετάσας δε ο χριστιανικώτατος βασιλεύς όλας τας ψήφους και αποφάσεις, τας οποίας έγραψε, τας μεν δικαίας επεκύρωσε, τας δε αδίκους ηκύρωσε, όσας δηλαδή τυχόν εποίησεν αδίκως ένεκεν απροσεξίας ή διαβολής κακών ανθρώπων· κατά προσταγήν δε αυτού οι μεγιστάνες και οι άρχοντες τού έδωσαν εγγράφως ιδιοχείρους δηλώσεις, ότι δεν θέλουσιν αδικήσει πτωχόν τινα ουδέποτε, ούτε και να κρίνωσιν αδίκως ή να καταδικάσωσιν αδίκως ανεύθυνον ή δικαιώσωσιν υπεύθυνον. Επί πάσι δε τούτοις έγραψε διαφόρους νόμους και δόγματα και οι ταύτα παραβαίνοντες (τα του βασιλέως προστάγματα) ξίφει εφονεύοντο ή εβυθίζοντο εις την θάλασσαν. Εις ουδένα δε εχαρίζετο ούτε εις πτωχόν ούτε εις άρχοντα ίνα φυλάξη τον Νόμον του Κυρίου απαρασάλευτα· ουδέποτε δε εποίησέ τι εις ουδεμίαν υπόθεσιν χωρίς να επικαλεσθή την μεσιτείαν του Αγίου, να ερωτήση τον Κύριον· το δε παρά του Κυρίου προσταττόμενον εποίει κατά γράμμα. Όθεν όλα τα της βασιλείας έβαινον κατ΄ ευχήν και ουδέν απέβαινεν εναντίον, επειδή ούτος εποίει τα εις τον Θεόν αρέσκοντα. Βασιλεύσας λοιπόν ο αξιομακάριστος εκείνος βασιλεύς έτη τριάκοντα απεδήμησεν εις ουρανούς εν καλή μετανοία. Διότι ο Άγιος προεφήτευσε την ημέραν της μεταστάσεώς του και ητοιμάσθη ως έπρεπε, τελευτήσας οσιώτατα και ενταφιασθείς εν τιμή και ευλαβεία. Μετά ταύτα παρέλαβε το βασίλειον ο υιός αυτού ονόματι Έρδιδος, όστις υπετάσσετο και αυτός ομοίως, ως ο πατήρ του, εις τον Άγιον Γρηγέντιον, όστις εποίμανε το ποίμνιον του Χριστού καλώς και θεαρέστως πολλά ποιήσας θαυμάσιά τε και τεράστια όχι μόνον όταν ευρίσκετο εις την ζωήν ταύτην, αλλά και μετά την οσίαν αυτού κοίμησιν γενομένην τη ιθ΄ (19) του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 552 μ.Χ. όχι πολύ ύστερον από την του βασιλέως κοίμησιν, ενταφιασθείς εις το κοιμητήριον της μεγάλης Εκκλησίας. Τοσούτοι δε Αρχιερείς, Ιερείς, Διάκονοι και Μοναχοί συνήχθησαν κατά τον ενταφιασμόν αυτού, ώστε δεν εχώρεσεν αυτούς η Μητρόπολις, εθρήνουν δε άπαντες πικρώς και ωδύροντο τοιούτου φιλανθρώπου Ποιμένος την στέρησιν, διότι εις όλους ήτο πατήρ φιλόστοργος και φιλότεκνος μεσιτεύων εις τον φιλάνθρωπον Θεόν, παρακαλών και δεόμενος συμπαθέστατα δια το ποίμνιον και δια της θεαρέστου ικεσίας αυτού συνεχώρει τα πταίσματα αυτών, ως ελεήμων και φιλάνθρωπος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος, η τιμή και η προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου