Ευβίοτος ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού
του Γαλερίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη τε-τια΄ (305-311), καταγόμενος εκ της
κώμης Πωκετούς, ήτις ευρίσκετο εις την Ασίαν και υπήγετο εις το θέμα το
καλούμενον του Οψικίου. Εις την κώμην αυτήν εγεννήθη και ανετράφη ο Όσιος και
εις αυτήν έλαβε και το τέλος της ζωής του. Επειδή δε ο Άγιος ούτος διήγε ζωήν
θεάρεστον και παν είδος αρετής ειργάζετο, τούτου ένεκα εδοκίμασε πολλά κακά υπό
των ειδωλολατρών, περιφερόμενος εις διάφορα μέρη και δενόμενος και δερόμενος.
Μάλιστα δε και εξαιρέτως έπασχεν όλα ταύτα, διότι ετέλει πολλά θαύματα, δια δε των θαυμάτων του πολλούς απίστους επέστρεφεν εις την Πίστιν του Χριστού. Μίαν δε φοράν αφού συνετρίβη υπό των ειδωλολατρών με ξύλα και λίθους, ερρίφθη εις το πυρ· επειδή δε έμεινεν αβλαβής υπό της Χάριτος του Χριστού, πολλοί βλέποντες το παράδοξον τούτο και θαυμάσαντες επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν εις την εκεί Εκκλησίαν, την οποίαν είχον εγκαινιάσει οι Άγιοι πόστολοι Παύλος και Σίλας.Ταύτα μαθών ο ηγεμών της Κυζίκου Λεόντιος έστειλε και έφερε τον Άγιον δεδεμένον έμπροσθέν του. Τούτου δε γενομένου διατάσσει να δείρωσιν αυτόν κτυπώντες με λίθους εις το στόμα, τας σιαγόνας και τας παρειάς του· έπειτα κρεμώσιν αυτόν εις ξύλον και καταξεσχίζουσι το σώμα του με μάστιγας. Μετά ταύτα δίδουσιν αυτόν εις τα θηρία δια να τον φάγουν· επειδή δε έμεινεν από αυτά αβλαβής, ρίπτουσιν αυτόν εις την φυλακήν. Όθεν πολλοί Έλληνες βλέποντες το τοιούτον θαυμάσιον προσέτρεξαν εις την πίστιν του Χριστού και εβαπτίσθησαν. Βαρυνθείς τότε ο ηγεμών προσέταξε τους μονομάχους να σφάξωσι τον Άγιον, καταληφθέντες όμως εκείνοι υπό σκοτοδίνης κατεσφάζοντο μεταξύ των. Ο δε Μάρτυς, μείνας αβλαβής υπ΄ αυτών, ερρίφθη και πάλιν εις την φυλακήν. Αφού δε παρήλθον εικοσιδύο ημέραι, ηκούσθη θεόπεμπτον και χαροποιόν μήνυμα, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναβαίνει εκ των δυτικών μερών της Ευρώπης εις τα ανατολικά, ίνα πολεμήση τον τύραννον Μαξιμιανόν τον Γαλέριον· όθεν αυτός φοβηθείς προσέταξε να ελευθερωθώσιν εκ των φυλακών και των δεσμών οι Χριστιανοί. Τότε λοιπόν και ο πολύαθλος ούτος Ευβίοτος ελευθερωθείς από τα δεσμά, επανήλθεν εις το κελλίον του· και ζήσας ακόμη πέντε έτη, και πολλά θαύματα τελέσας, εν ειρήνη την ψυχήν του τω Κυρίω παρέθετο.
Μάλιστα δε και εξαιρέτως έπασχεν όλα ταύτα, διότι ετέλει πολλά θαύματα, δια δε των θαυμάτων του πολλούς απίστους επέστρεφεν εις την Πίστιν του Χριστού. Μίαν δε φοράν αφού συνετρίβη υπό των ειδωλολατρών με ξύλα και λίθους, ερρίφθη εις το πυρ· επειδή δε έμεινεν αβλαβής υπό της Χάριτος του Χριστού, πολλοί βλέποντες το παράδοξον τούτο και θαυμάσαντες επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν εις την εκεί Εκκλησίαν, την οποίαν είχον εγκαινιάσει οι Άγιοι πόστολοι Παύλος και Σίλας.Ταύτα μαθών ο ηγεμών της Κυζίκου Λεόντιος έστειλε και έφερε τον Άγιον δεδεμένον έμπροσθέν του. Τούτου δε γενομένου διατάσσει να δείρωσιν αυτόν κτυπώντες με λίθους εις το στόμα, τας σιαγόνας και τας παρειάς του· έπειτα κρεμώσιν αυτόν εις ξύλον και καταξεσχίζουσι το σώμα του με μάστιγας. Μετά ταύτα δίδουσιν αυτόν εις τα θηρία δια να τον φάγουν· επειδή δε έμεινεν από αυτά αβλαβής, ρίπτουσιν αυτόν εις την φυλακήν. Όθεν πολλοί Έλληνες βλέποντες το τοιούτον θαυμάσιον προσέτρεξαν εις την πίστιν του Χριστού και εβαπτίσθησαν. Βαρυνθείς τότε ο ηγεμών προσέταξε τους μονομάχους να σφάξωσι τον Άγιον, καταληφθέντες όμως εκείνοι υπό σκοτοδίνης κατεσφάζοντο μεταξύ των. Ο δε Μάρτυς, μείνας αβλαβής υπ΄ αυτών, ερρίφθη και πάλιν εις την φυλακήν. Αφού δε παρήλθον εικοσιδύο ημέραι, ηκούσθη θεόπεμπτον και χαροποιόν μήνυμα, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναβαίνει εκ των δυτικών μερών της Ευρώπης εις τα ανατολικά, ίνα πολεμήση τον τύραννον Μαξιμιανόν τον Γαλέριον· όθεν αυτός φοβηθείς προσέταξε να ελευθερωθώσιν εκ των φυλακών και των δεσμών οι Χριστιανοί. Τότε λοιπόν και ο πολύαθλος ούτος Ευβίοτος ελευθερωθείς από τα δεσμά, επανήλθεν εις το κελλίον του· και ζήσας ακόμη πέντε έτη, και πολλά θαύματα τελέσας, εν ειρήνη την ψυχήν του τω Κυρίω παρέθετο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου