Ἐν
Πειραιεῖ τῇ 17ῃ Νοεμβρίου 2018
Ὁ
Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ὡς μέλος τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατέθεσε τά ἀκόλουθα δύο ὑπομνήματα στήν συγκληθεῖσα
Ἱεραρχία:
Α.
Γιά τίς προτάσεις ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος πού σχετίζονται μέ τήν Ἐκκλησία
Β.
Γιά τό πλαίσιο συμφωνίας Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,
Ἀναφερόμενος
εἰς τήν παρουσιασθεῖσα πρότασι ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος ἐπάγομαι τά κάτωθι:
1.
Ἡ
πρότασις τοῦ κυβερνῶντος κόμματος ΣΥΡΙΖΑ γιά τήν ἀναθεώρησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ
ἰσχύοντος Συντάγματος καταδεικνύει τό περίγραμμα τῆς ἀναθεωρητικῆς λογικῆς του
στήν ὁποία καταλέγεται ἀσφαλῶς ἡ τυπολογία τῶν σχέσεων Πολιτείας-Ἐκκλησίας. Δέν
ἐπιλέγεται μέν ἡ κατάργησι τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος πού θά ἐπέφερε
τεκτονικό σεισμό μέ τήν κατάργησι τῆς συνταγματικῆς προστασίας τῶν Καταστατικῶν
κειμένων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ἡ εἰσαγωγή στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος
τῆς ἀόριστης ρήτρας γιά τήν «κρατική θρησκευτική οὐδετερότητα» πού ὅμως
ὑπονοεῖται ἡ κατοχύρωσίς της ὑπέρ ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν τῆς χώρας, ἤδη στό
ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος γιά τήν θρησκευτική ἐλευθερία. Ρυθμίζει τό ἰσχῦον
ἄρθρο 3 τίς σχέσεις τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὡς
διεθνές Νομικό Πρόσωπο καί δηλώνει τό σεβασμό τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας πρός τή
διαμορφωμένη κατά τό κανονικό δίκαιο σχέσι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τήν
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ( δογματική ἑνότητα, καθεστώς Νέων Χωρῶν, Κρήτης,
Δωδεκανήσου, ἀλλά καί Ἁγίου Ὅρους σύμφωνα μέ τίς εἰδικότερες προβλέψεις τοῦ
ἄρθρου 105). Γιά τήν ἀκρίβεια, τό Σύνταγμα εἰσάγει δύο διαφορετικά συστήματα
σχέσεων Kράτους
καί ‘Eκκλησίας.
Ἕνα σύστημα συνταγματικῶς ρυθμισμένων σχέσεων (πού ἐξειδικεύει ὁ νόμος) μέ τήν
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἕνα σύστημα ὁμοταξίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Τό ἄρθρο 3 λειτουργεῖ προστατευτικά διά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί τή
διεθνῆ νομική καί κανονική του θέσι, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἰδιαίτερων Ἐκκλησιαστικῶν
καθεστώτων, στήν Ἑλλάδα πού τό ἀφοροῦν εὐθέως. Τό ἰσχῦον Σύνταγμα εἶναι συνεπῶς
θρησκευτικά φιλελεύθερο. Εἶναι πιό προστατευτικό γιά τή θρησκευτική ἐλευθερία
καί ἰσότητα ἀπό τή λεγόμενη θρησκευτική οὐδετερότητα. Ἡ οὐδετερότητα δέν εἶναι
laicite. Η laicite εἶναι ἱστορικά μία πολιτική θεολογία πού συγγενεύει μέ τόν
δεϊσμό. Ἡ θρησκευτική οὐδετερότητα ἐμφανίζεται σέ κράτη στά ὁποῖα συνυπάρχουν Kαθολικισμός καί Προτεσταντισμός.
Ἡ θρησκεία τοποθετεῖται στήν ἰδιωτική σφαῖρα ἤ μᾶλλον στή σφαίρα τῆς κοινωνίας
τῶν πολιτῶν, τό κράτος τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις, χωρίς πίεση καί χωρίς προτίμηση
πρός μία θρησκευτική κοινότητα, ἀλλά δέν εἶναι ἐχθρικό πρός τό θρησκευτικό
φαινόμενο. Ἐφόσον στήν Ἑλληνική ἔννομη τάξι ἰσχύει πλήρως τό ἄρθρο 13 τοῦ
Συντάγματος καί τό ἄρθρο 9 τῆς ΕΣΔΑ, ἡ προσθήκη τῆς ρήτρας τῆς θρησκευτικῆς
οὐδετερότητας, ἐνσωματώνεται μεθοδικῶς στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος πού ἀφορᾶ
μόνο στήν «Ἐπικρατοῦσα» Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καί ὄχι ὡς ὄφειλε στό ἄρθρο 13, πού
ναί μέν ἀνήκει στό σκληρό πυρήνα τῶν μή ἀναθεωρητέων ἄρθρων τοῦ Συντάγματος,
ἀλλά πού ἡ συγκεκριμένη πρόσθεση δέν ἀναθεωρεῖ τήν οὐσία τῆς διατάξεως, πού ὅπως
εἴπαμε κατοχυρώνει τήν θρησκευτική ἐλευθερία ἰσοτίμως ὅλων τῶν γνωστῶν
θρησκειῶν, διαρρυθμίζει συνολικῶς τό θρησκευτικό φαινόμενο καί ἑπομένως
περιλαμβάνει στό κανονιστικό του πεδίο ὅλες τίς γνωστές θρησκεῖες, διά νά ἐπιτευχθῇ
ἡ παγία θέση τῆς Ἀριστερᾶς ὅτι ἡ διάταξη
τοῦ ἄρθρου 3 ἔχει μόνο διαπιστωτικό καί ὄχι κανονιστικό περιεχόμενο, μέ ὅτι
αὐτό δικαιοπολιτικά συνεπάγεται.
2. Ἡ πρότασι ἀναθεωρήσεως
γιά τήν καθιέρωσι τοῦ πολιτικοῦ ὅρκου καί ἡ κατάργησι τῆς προαιρετικότητος στήν
ὁρκοδοσία αἱρετῶν καί δημοσίων λειτουργῶν στοχεύει πρόδηλα στήν ἀποσύνδεσι τῆς Ἐκκλησίας
ἀπό τόν Δημόσιο βίο καί στήν ἀπομείωσι ἑνός ἐκ τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς ἐθνικῆς
ταυτότητος πού εἶναι τό ὁμόθρησκον. Προσβάλει ὅμως καταφώρως τήν ἔννοια τοῦ
σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, διότι ἐπιβάλλει
στούς ἐνθέους αἱρετούς καί δημοσίους λειτουργούς Ἕλληνες πολίτες, τήν διά τοῦ Συντάγματος
δημοσία δήλωσι ὡς ὀντολογικοῦ τους θεμελίου, ὄχι τῆς πίστεώς τους στό θεῖο καί ἱερό,
ἀλλά στόν ἑαυτό τους. Ἡ ἐπιβολή αὐτή ἀποτελεῖ παραβίασι τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ
Συντάγματος καί τῆς ΕΣΔΑ. Ὅπως τυγχάνει ἀπαράδεκτο νά ὑποχρεοῦται ὁ ἄθεος πού
θεωρεῖ ὡς ὀντολογικό του θεμέλιο τόν ἑαυτό του, δηλαδή τήν τυχαία συνάρμοση τῶν
κυττάρων του ἐκ τῆς ὁποίας μυστηριωδῶς προκύπτουν μεταφυσικές ἔννοιες ὡς ἡ τιμή
καί συνείδηση, νά δηλώνει τό θεῖο καί τό ἱερό, ἔτσι καί ὁ ἔνθεος νά ὑποχρεώνεται
νά ὁρκοδοτεῖ στόν ἑαυτό του.
3. Ἡ πρόταση ἀναθεωρήσεως
τοῦ ἄρθρου 21 τοῦ Συντάγματος πού εὐθέως ἀπομειώνει καί ἐξαφανίζει τήν ἔννοια τῆς
οἰκογένειας ὡς πρωταρχικοῦ κυττάρου τοῦ Ἔθνους καί τοῦ προσδίδει μόνο ὑλιστικό
περιεχόμενο εἶναι ἀπαράδεκτη καί προσβλητική γιά τήν ἰδιοπροσω-πεία τοῦ λαοῦ
μας.
+ ὁ Πειραιῶς
Σεραφείμ
Συνημμένως
ὑποβάλλονται οἱ Γνωμοδοτήσεις:
1. Κυριάκου
Κυριαζοπούλου, Καθηγητοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου Νομικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
2. Χρήστου
Παπασωτηρίου, Δικηγόρου Ἀθηνῶν.
Β. ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ
ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΟΣ
Μητροπολίτου Πειραιῶς
Σεραφείμ
16 Νοεμβρίου 2018
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,
Ἀναφερόμενος
εἰς τό παρουσιασθέν πλαίσιο συμφωνίας Ἐκκλησίας-Πολιτείας ἐπάγομαι τά κάτωθι:
Τό Ἑλληνικό
Δημόσιο δέν μισθοδοτεῖ μόνο τούς Ὀρθοδόξους Κληρικούς καί ὁρισμένους ἀπό τούς Ἐκκλησιαστικούς
Ὑπαλλήλους Ἱ. Μητροπόλεων ἀλλά καί τούς μουφτῆδες καί ἱεροδιδασκάλους Δ. Θράκης
καί μάλιστα τούς μουφτῆδες μέ βαθμό καί μισθολόγιο Γεν. Διευθυντοῦ Ὑπουργείου.
Ἡ
μισθοδοσία τοῦ κλήρου καί ἡ ὑποστήριξι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαίδευσης ἀπό τό
Κράτος δέν εἶναι ζήτημα θεσμικῶν σχέσεων Κράτους καί Ἐκκλησίας ἀλλά ἀφορᾶ στίς
περιουσιακές ἔννομες σχέσεις τους. Ἡ κρατική συμβολή στήν μισθοδοσία τοῦ Κλήρου
ξεκίνησε τό 1945 πρίν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀναγνωρισθεῖ expresis
verbis ἀπό τό νομοθέτη ὡς ΝΠΔΔ τό 1969. Ἡ
δικαιοπολιτική θεμελίωσι τῆς μισθοδοσίας ἀπό τό Κράτος εἶναι ὅτι ἡ μισθοδοσία
τοῦ Κλήρου καί ἡ Ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση ἔχουν ἀναληφθεῖ ἀπό τό Κράτος ὡς μία
μορφή ἀφηρημένης, «κατ’ ἀποκοπή» ἀποζημίωσης πρός τήν Ἐκκλησία γιά τήν Ἐκκλησιαστική,
ἰδίως μοναστηριακή περιουσία πού περιῆλθε στό Κράτος καί διακρατεῖται ἀπό αὐτό
χωρίς καμμία ἀποζημίωση τῆς Ἐκκλησίας.
Τό 1994 ὁ
Ν. 1700/1987 πού θεωρήθηκε συνταγματικός ἀπό τά Ἐθνικά Δικαστήρια ὁδήγησε σέ
καταδίκη τῆς Ἑλλάδας καί κρίθηκε ἀντίθετος στήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων
τοῦ Ἀνθρώπου (ΕΣΔΑ, 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο, ἄρθρο 1, Προστασία
περιουσίας) μετά τήν προσφυγή 5 ἱερῶν Μονῶν (Ἄνω Ξενιᾶς Βόλου, Ἁγίας Λαύρας
Καλαβρύτων, Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Μετεώρων, Χρυσολεοντίσσης Αἰγίνης καί Μ.
Σπηλαίου Καλαβρύτων) πού δέν ὑπέγραψαν τή σύμβασι τῆς 11/5/1988 καί 3 Ἱ. Μονῶν
( Ἀσωμάτων Πετράκη, Ὁσίου Λουκᾶ Βοιωτίας καί Φλαμουρίου Βόλου) πού ὑπέγραψαν
τήν σύμβασι τοῦ 1988. Μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 10/1993/405/483-484 Ἀπόφασι τοῦ ΕΔΔΑ οἱ
μονές πού δέν ὑπέγραψαν τήν σύμβασι ἐδικαιώθησαν, ἐνῶ οἱ 3 μονές πού ὑπέγραψαν
τήν σύμβασι ἀπερρίφθη ἡ προσφυγή τους.
Μέ βάσι τά ἀνωτέρω
τό πρῶτο σημεῖο τοῦ πλαισίου πού ἀναγνωρίζει ὅτι μέχρι τό 1939 τό Κράτος «ἀπέκτησε
ἐκκλ. περιουσία ἔναντι ἀναταλλάγματος πού ὑπολοίπεται τῆς ἀξίας της» εἶναι μέν ἀξιόλογη
παραδοχή, ἀλλά αὐταπόδεικτη ἀφοῦ προκύπτει ἐκ τῶν Νομικῶν κειμένων τοῦ Ἑλληνικοῦ
Δημοσίου γιά τήν δήμευσι καί ἀπαλλοτρίωσι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς (μοναστηριακῆς)
περιουσίας. Ἑπομένως τό σημεῖο 5 τοῦ πλαισίου συμφωνίας μέ τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει
ὅτι παραιτεῖται «κάθε ἄλλης ἀξίωσης γιά τήν ἐν λόγῳ ἐκκλησιαστική περιουσία» εἶναι
ὀλέθριο, διότι ἀπογυμνώνει τήν Ἐκκλησία ἀπό τό μόνο διαπραγματευτικό Της
δικαιοπολιτικά ὅπλο, στερώντας της διηνεκῶς τήν δυνατότητα προσφυγῆς τόσο στά Ἐθνικά
ὅσο καί στά Εὐρωπαϊκά Δικαστήρια σέ περίπτωσι καταστρατηγήσεως τῆς συμφωνίας
καί μάλιστα ὅταν ὑφίσταται σχετικό δεδικασμένο ἀπό τό ΕΔΔΑ μέ τήν παραπάνω ἀπόφασι.
Ἐπιπροσθέτως μέγιστο μέρος αὐτῆς τῆς περιουσίας ἀνήκει σέ ἕτερα αὐτοδιοικούμενα
Νομικά Πρόσωπα τῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τῶν ὁποίων δέν μπορεῖ νά παραιτηθεῖ ἡ Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος ἄνευ εἰδικῆς πληρεξουσιότητος. Σημειωτέον ὅτι μέ πρόσφατο Νόμο
περιέρχεται στίς Ἱ. Μητροπόλεις ἡ περιουσία τῶν διαλελυμένων Ἱ. Μονῶν καί ἑπομένως
ἡ περιουσία τῶν 412 Μοναστηρίων πού διέλυσε καί δήμευσε ἡ Βαυαρική Ἀντιβασιλεία
καί διακατέχει σήμερα ἡ Ἑλληνική Πολιτεία εἶναι ἀπαιτητή ἀπό τίς Ἱερές
Μητροπόλεις καί τό ὕψος της δυσθεώρητο ὅταν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι οἱ 8 Μονές πού
προσέφυγαν στό ΕΔΔΑ ζητοῦσαν τό ποσόν τῶν 7.640.255.213.120 δραχμῶν καί τό 1997
ἐπεδικάσθη στίς πέντε δικαιωθεῖσες Μονές τό ποσόν τῶν 3.000.000.000.000 δραχμῶν
ἤ 8.800.000.000 Εὐρώ.
Μέ τόν Νόμο
4111/2013 ἐπί ὑπουργίας Διαμαντοπούλου οἱ Κληρικοί ἐνετάχθησαν μισθολογικῶς στό
ἀνθρώπινο δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου καί μισθοδοτοῦνται ἀπό τόν Κρατικό
Προϋπολογισμό καί ὄχι ἀπό εἰδικό κονδύλιο μισθοδοσίας, διά τῆς Ἑνιαίας Ἀρχῆς
Πληρωμῶν. Συνεπῶς ἡ καταβολή τῆς μισθοδοσίας ἀπό τόν Κρατικό Προϋπολογισμό, σέ
μορφή ἐπιδοτήσεως ὅπως ἀναφέρει τό σημεῖο 4 τοῦ πλαισίου Συμφωνίας, ἄν ληφθῆ ὑπ’
ὄψιν ἡ ἀντίθεσι τῶν Εὐρωπαϊκῶν θεσμῶν σέ συνεχόμενες ἐπιδοτήσεις ἐγκυμονεῖ τόν
μέγα κίνδυνο διακοπῆς τῆς ἐπιχορηγήσεως καί περιελεύσεως τῆς Ἐκκλησίας σέ αἰσχίστη
ἔνδεια καί ἀδυναμία, χωρίς τήν δυνατότητα προσφυγῆς στά ἐγχώρια καί Εὐρωπαϊκά
Δικαστήρια, λόγῳ τῆς παραιτήσεως ἀπό τήν ἀξίωσί Της γιά τή μή ἀποζημιωθεῖσα Ἐκκλησιαστική
περιουσία.
Ταυτοχρόνως
προκύπτει καί ἕτερο μεῖζον θέμα πού δέν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν του τό πλαίσιο συμφωνίας,
ἡ διαχρονική ἀφερεγγυότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου ὅπως ἀποδεικνύεται πασίδηλα
μέ τήν σύμβασι τῆς 18/9/1952 μεταξύ Ἐκκλησίας καί Ἑλληνικοῦ Δημοσίου ἡ ὁποία
κυρώθηκε μέ τό ΒΔ 26/9/1952 (ΦΕΚ 289Α΄) μέ τήν ὁποία παρεχώρησε ἡ Ἐκκλησία
770.000 στρέμματα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά τήν ἀποκατάστασι ἀκτημόνων καί ἐμπεριστάτων
ἀπό τόν ἐμφύλιο πόλεμο καί ἔλαβε σέ ἀντιστάθμισμα κάτω ἀπό τό 1/3 τῆς ἀξίας τῆς
παραχωρηθείσης περιουσίας 164 ἀκίνητα, μέ τόν πρόσθετο ὅρο τῆς μή φορολογήσεως
τῶν εἰσοδημάτων τους. Στό σημεῖο αὐτό Μακαριώτατε, ἐπιτρεψατέ μου νά μεταφέρω ἀπό
τό βιβλίο Σας «Ἐκκλησιαστική περιουσία καί μισθοδοσία τοῦ κλήρου» (2012) τά ἑξῆς:
«Οἱ ἐκκλησιαστικές ὑπηρεσίες ὑποστήριζαν ὅτι τά ἀστικά ἀκίνητα τά παραχωρούμενα
ὑπό τοῦ Δημοσίου πρός τήν Ἐκκλησίαν βρέθηκαν ἀντί 164, 60, γιατί ἀπό αὐτά ἄλλα ἦσαν
ἀνύπαρκτα, ἄλλα δέν ἀνήκαν κατά κυριότητα στό Δημόσιο, ἄλλα εἶχαν ἤδη διατεθεῖ
πρός δημόσιες ὑπηρεσίες πρό τῆς συμβάσεως. Ἄλλα ἦσαν μή ἄρτια καί οἰκοδομήσιμα ἤ
ρυμοτομούμενα ὑπό ὁδῶν ἤ μετατρεπόμενα σέ πράσινο, πλατεῖες, κοινόχρηστους
χώρους, ἄλλα ἐπίδικα καί βεβαρυμένα». Τό Ἑλληνικό Δημόσιο παρά ταῦτα εἶχε τήν ἀνεντιμότητα
καί ἀφερεγγυότητα νά καταστρατηγήσει καί τόν πρόσθετο ὅρο περί μή φορολογήσεως
τῶν εἰσοδημάτων τους καί ὅταν προσφάτως ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προσέφυγε κατά τῆς
καταστρατηγήσεως καί τῆς μονομεροῦς ἀθετήσεως τῆς συμβάσεως στό ΣτΕ, τό Β΄ Τμῆμα
μέ Πρόεδρο τήν Ἀντιπρόεδρο κ. Μαίρη Σάρπ καί εἰσηγήτρια τήν Σύμβουλο Ἐπικρατείας
κ. Εὐ. Νίκα μέ τρεῖς ἀποφάσεις του 1731-1732-1733/2018 ἔκρινε ὅτι «καλῶς» τό Ἑλληνικό
Δημόσιο καταστρατήγησε τήν Σύμβαση τοῦ 1952 καί ὅτι «καλῶς» ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
ὑποχρεώθηκε νά καταβάλει γιά τήν ἐκμίσθωσι τῶν 60 τελικά ἀστικῶν ἀκινήτων τῆς
Συμβάσεως φόρο εἰσοδήματος 2.900.000 Εὐρώ γιά τήν περίοδο 2011-2013 μέ τό «ἐπιχείρημα» ὅτι ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τόν φόρο πού
προβλεπόταν ἀπό τό 1952 μέ τό ΝΔ 2185/1952 γιά τά Νομικά Πρόσωπα, καταργήθηκε
τό 1971 μέ τό ΝΔ 1077/1971. Ἑπομένως κατόπιν αὐτοῦ τοῦ προσφάτου καί αὐταποδείκτου
γεγονότος τῆς ἀφερεγγυότητος τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου πῶς μποροῦμε νά ἐμπιστευτοῦμε
τήν διαγραφή μας ἀπό τό ἀνθρώπινο δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου, καί τήν
καταβολή τῆς μισθοδοσίας ἀπό τόν Κρατικό Προϋπολογισμό, σέ μία ἁπλή ἐπιδότησι
μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται.
Ἡ παντελής ἔλλειψη
ποινικῆς ρήτρας ἀπό τό πλαίσιο συμφωνίας καί μετά ἀπό τήν προτεινομένη
παραίτησι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό «κάθε ἄλλη ἀξίωση γιά τήν ἐν λόγω Ἐκκλησιαστική
περιουσία», δημιουργεῖ μεῖζον θέμα διότι καταδεικνύει τό πλαίσιο συμφωνίας ὡς
λεόντιο σύμβασι ὑπέρ τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου, ἀφοῦ τό ἀδύναμο μέρος τῆς
συμφωνίας ἡ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, οὐδόλως προστατεύεται σέ περίπτωσι
καταστρατηγήσεως τῆς συμφωνίας ἤ ἀποτυχίας τοῦ Ταμείου ἀξιοποίησης Ἐκκλησιαστικῆς
Περιουσίας πού προβλέπεται στό πλαίσιο συμφωνίας, πού ὅπως δηλώθηκε ἀπό
Κυβερνητικῆς πλευρᾶς θά ἀποδίδει τό ποσόν τῆς ἐπιχορηγήσεως ἕως τό 2030.
Παρέλκει νά ἀναφέρωμε ὅτι ὅμοια προσπάθεια μέ τό Νόμο 4182/2013 ἀπέβη ἀλυσιτελής μέ τήν Ἑταιρεία Ἀξιοποίησης Ἀκίνητης Ἐκκλησιαστικῆς
Περιουσίας. Ὡστόσο εἶναι ἀπαραίτητο νά τονισθεῖ ἐδῶ ὅτι τό ἐγχείρημα γιά τήν
καταγραφή τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας εἶναι χρονοβόρο καί ἀπαιτεῖ δύσκολα
βήματα καί στήν καλύτερη περίπτωση θά ἔχει ὁλοκληρωθεῖ στό τέλος τῆς
προγραμματικῆς περιόδου γιά τό τρέχον ΕΣΠΑ τό 2020. Ἑπομένως ἡ δῆθεν
«χειροπιαστή καί ἄμεση ἀξιοποίηση» τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας εἶναι
περισσότερο ἐπικοινωνιακῆς καί μικροπολιτικῆς στόχευσης.
Προβληματική
ὡσαύτως, εἶναι καί ἡ διαφημιζομένη ἐξαίρεσι τῶν Κληρικῶν τῆς Ἠμιαυτονόμου Ἐκκλησίας
τῆς Κρήτης καί τῶν Ἱ. Μητροπόλεων τῆς Δωδεκανήσου, διότι παρουσιάζει στήν Ἑλληνική
Πολιτεία δύο εἰδῶν Ὀρθοδόξων Θρησκευτικῶν Λειτουργῶν, τούς ἀνήκοντας στό ἀνθρώπινο
δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου, κληρικούς τῆς Ἡμιαυτονόμου Ἐκκλησίας τῆς
Κρήτης καί τῆς Δωδεκανήσου καί τούς ἀνήκοντας στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πού
διαγράφονται ἀπό τό ἀνθρώπινο δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ Δημοσίου. Βεβαίως ἡ δηλωθεῖσα
ἀπό κυβερνητικῆς πλευρᾶς πρόθεσι διαγραφῆς τῶν 10.000 κληρικῶν συμπεριλαμβάνει
καί τούς ἀνωτέρω κληρικούς διότι οἱ κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἶναι
8.700.
Ὅσον ἀφορᾶ
στήν ἀπαραίτητη ποινική ρήτρα γιά τό πλαίσιο συμφωνίας θά πρέπει νά ἀνατεθεῖ σέ
δύο τουλάχιστο διεθνεῖς ἐκτιμητικές ἑταιρεῖες real estate,
ἡ μελέτη τοῦ οἰκονομικοῦ μεγέθους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας πού περιῆλθε ἀπό
τό 1833 ἕως σήμερα στό Ἑλληνικό Δημόσιο καί νά ἐπιβαρύνει ἀποτρεπτικά τό Ἑλληνικό
Δημόσιο σέ περίπτωση καταστρατήγησης τῆς συμφωνίας, τό ὁποῖο θά συνομολογεῖ ὅτι
θά εἶναι ἄμεσα ἀπαιτητό τό ποσόν τῆς ποινικῆς ρήτρας ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος
σέ ὅποιαδήποτε δυσμενῆ μεταβολή σέ βάρος τῆς Ἐκκλησίας διότι ἡ ἀθέτησι τοῦ ὅρου
φορολογήσεως τῆς Συμβάσεως τοῦ 1952, ὀφείλεται στήν ἀφερεγγυότητα τοῦ Ἑλληνικοῦ
Δημοσίου ἀλλά καί στήν ἔλλειψι ποινικῆς ρήτρας, ἡ ὁποία εἶναι ἐκτελεστός
τίτλος.
Τέλος θά
πρέπει νά διακριβωθεῖ καί νά διασφαλιστεῖ μέ γνωμοδοτήσεις Συνταγματολόγων καί
Διοικητολόγων Καθηγητῶν ἐάν ἡ διαγραφή ἀπό τό ἀνθρώπινο δυναμικό τοῦ Ἑλληνικοῦ
Δημοσίου συμπαρασύρει τήν Νομική Προσωπικότητα Δημοσίου Δικαίου τῶν Νομικῶν
Προσώπων τῆς Ἐκκλησίας καί τήν μετατροπή τους σέ Νομικά Πρόσωπα Θρησκευτικοῦ
Δικαίου τοῦ Ν. 4301/7.10.2014 (ΦΕΚ 223Α)
ἤ σέ ΝΠΙΔ διότι αὐτό ἰσοδυναμεῖ μέ καταστροφή
τῆς εὐστάθειας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους τοῦ ὁποίου θά διασαλευτεῖ ἡ
κοινωνική συνοχή, ἀφοῦ θά δίνει τό δικαίωμα σέ 400 ἄτομα νά ἐγγράφουν τούς Ἱ.
Ναούς καί τίς Ἱ. Μονές ἐπ’ ὀνόματί τους στό ἁρμόδιο Πρωτοδικεῖο καί νά
παρέχεται ἔτσι ἡ δυνατότης ἀναπτύξεως ἀνεξελέκτων σχισματικῶν καταστάσεων μέ
βαρύτατο κοινωνικό ἀντίκτυπο.
Ἑπομένως
κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, τό πλαίσιο συμφωνίας ὅπως ἐτέθη δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό.
+ ὁ Πειραιῶς
Σεραφείμ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου