Τὸ περιεχόμενο τοῦ
μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ καὶ πάλι θέμα συζήτησης μεταξὺ τῶν Θεολόγων
καὶ ὄχι μόνο. Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἑτοιμάζονται ἤδη νέα προγράμματα σπουδῶν καὶ
νέα βιβλία γιὰ τὰ Θρησκευτικὰ Δημοτικοῦ καὶ Γυμνασίου. Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς
πρόσωπα γνωστὰ γιὰ τὶς ἀπόψεις τους στοὺς θεολογικοὺς κύκλους προτείνουν ἕ να «ἄνοιγμα»
τοῦ μαθήματος ὥστε νὰ εἰσέλθει σὲ αὐτὸ ἀέρας ἀπὸ τὴ Δύση (Παπισμὸς–Προτεσταντισμὸς)
καὶ τὴν Ἀνατολὴ (Ἰσλαμισμὸς – Ἰουδαϊσμὸς –Βουδισμὸς κ.λπ.). Πρόκειται οὐσιαστικὰ
γιὰ ἕνα ἀκόμη βῆμα στὴν πορεία γιὰ ἀντικατάσταση τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανικοῦ μαθήματος
ἀπὸ ἕνα μάθημα θρησκειολογίας, κίνηση ποὺ βρίσκει ἀντίθετη τὴ μεγάλη
πλειονότητα τῶν θεολόγων ἐκπαιδευτικῶν. Τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μιᾶς ὀρθόδοξης
χώρας, ὅπως ἡ Πατρίδα μας, δὲν μπορεῖ καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὶς πηγὲς
τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση.
Στὸ ἐπίκεντρο τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πρέπει νὰ ὑπάρχει ἡ Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, διδασκόμενη σὲ ἁπλὴ γλώσσα καὶ μὲ βάση τὴν ἑρμηνεία της ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Γιὰ παράδειγμα ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου προσεγγίζεται ὀρθὰ μέσα ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν πρώτων κεφαλαίων τῆς Γενέσεως καὶ τοὺς ἑρμηνευτικοὺς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «Εἰς τὴν Ἑξαήμερον». Ὁμοίως τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου διδάσκονται μέσω τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν καὶ ἑρμηνεύονται βάσει τῆς Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ Θεολογία νοσεῖ ἀπὸ προτεσταντικὴ μυωπία, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν «Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου» καὶ τὸν «Εὐαγγελισμὸ τῆς Μαρίας». Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία πρέπει νὰ διδάσκεται μέσα ἀπὸ τὰ πατερικὰ ἔργα. Ἡ καταδίκη τῶν αἱρέσεων, οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ἡ δράση τῶν Ἁγίων μορφῶν τῆς Ὀρθοδοξίας μας περιέχεται μέσα στὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ παράδειγμα ὁ ἐπικήδειος λόγος, ποὺ συνέταξε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, εἶναι κείμενο, ποὺ μόνο του ἀρκεῖ γιὰ νὰ μάθουν οἱ μαθητὲς ὄχι μόνο τὴ ζωὴ τοῦ Οὐρανοφάντορος Ἁγίου ἀλλὰ καὶ τοὺς καρποὺς τῆς πνευματικῆς δράσης τῶν δύο Ἁγίων φίλων καὶ Ιεραρχῶν. Τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων, οἱ ὕμνοι τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, οἱ εἰκόνες τῶν Ἱ. Ναῶν εἶναι μέσα ἄμεσης καὶ εὐχάριστης γιὰ τοὺς μαθητὲς μετάδοσης τῆς γνώσης τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ἕνα σύγχρονο μάθημα Θρησκευτικῶν ὀφείλει νὰ περιέχει ἀναλυτικὴ παρουσίαση τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων Γερόντων τῶν τελευταίων χρόνων (π.χ. Γέροντας Παΐσιος, Γέροντας Πορφύριος, Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης κ.ἄ.). Μιὰ ἑνότητα ἀφιερωμένη στὸν μάρτυρα τῶν ἡμερῶν μας, Ἅγιο Εὐγένιο Ροντιόνωφ μπορεῖ νὰ διδάξει στοὺς μαθητὲς ὅτι τὸ Μαρτύριο συνεχίζει καὶ σήμερα νὰ εἶναι τρόπος ζωῆς ἢ μᾶλλον ἁγιασμένο τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς πολλῶν ἀληθινῶν Χριστιανῶν. Τέλος, ἡ ἀναφορὰ στοὺς ἑτερόδοξους χριστιανοὺς καὶ τὰ ξένα θρησκεύματα πρέπει νὰ γίνεται μέσα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δὲν εἴμαστε «ἀνεκτικότεροι» οὔτε ἀγαποῦμε «τὸν ἕτερο» ἀλλόθρησκο ἢ ἑτερόδοξο συνάνθρωπό μας περισσότερο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Ὀφείλουμε νὰ μὴ θυσιάζουμε τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στὸ βωμὸ πανθρησκειακῆς ψευτοαγάπης καὶ δῆθεν ἀλληλοκατανόησης. Γιὰ παράδειγμα οἱ Παπικοὶ εἶναι αἱρετικοὶ –Λατίνους τοὺς ὀνομάζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὰ ἔργα του– καὶ ὄχι «ἀδελφοὶ Χριστιανοί», ὅσο καὶ ἂν κάποιοι θεολόγοι προσπαθοῦν νὰ στηρίξουν τὶς ἀπόψεις τους σὲ οἰκουμενιστικὲς πρακτικὲς διαχριστιανικῶν διαλόγων. Ὅσοι θεολόγοι ἐπιδιώκουν τὴν ἐκτενέστερη ἀναφορὰ τοῦ μαθήματος στοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦν ὅτι οἱ μαθητές μας μέσω τοῦ διαδικτύου καὶ τῆς τηλεόρασης ἔχουν πλήρη γνώση τῶν σκανδάλων παιδεραστίας ὑψηλόβαθμων κληρικῶν τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν γάμων καὶ χειροτονιῶν ὁμοφυλοφίλων τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ἀλήθεια, τί θὰ ἀπαντήσουν οἱ θεολόγοι αὐτοὶ στὸ εὔλογο ἐρώτημα ἂν τὰ παραπάνω κρούσματα εἶναι ἁπλὲς ἐξαιρέσεις ἢ ἂν ἀποτελοῦν καρποὺς τῆς πλάνης καὶ τῆς διαστροφῆς τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τοὺς «χριστιανοὺς τῆς Δύσης»; Στὴ σημερινὴ κοινωνία τῆς σύγχυσης ἀντιλήψεων καὶ τοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ τῆς σκέψης ἀκόμη καὶ ὀρθοδόξων θεολόγων τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ οἱ διδάσκοντες αὐτὸ ἔχουμε ἀνάγκη διαρκοῦς ἀναβαπτισμοῦ στὴν ἁγιοπνευματικὴ πατερικὴ διδασκαλία.
Στὸ ἐπίκεντρο τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πρέπει νὰ ὑπάρχει ἡ Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, διδασκόμενη σὲ ἁπλὴ γλώσσα καὶ μὲ βάση τὴν ἑρμηνεία της ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Γιὰ παράδειγμα ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου προσεγγίζεται ὀρθὰ μέσα ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν πρώτων κεφαλαίων τῆς Γενέσεως καὶ τοὺς ἑρμηνευτικοὺς λόγους τοῦ Μεγάλου Βασιλείου «Εἰς τὴν Ἑξαήμερον». Ὁμοίως τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου διδάσκονται μέσω τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν καὶ ἑρμηνεύονται βάσει τῆς Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ Θεολογία νοσεῖ ἀπὸ προτεσταντικὴ μυωπία, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει τὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν «Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου» καὶ τὸν «Εὐαγγελισμὸ τῆς Μαρίας». Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία πρέπει νὰ διδάσκεται μέσα ἀπὸ τὰ πατερικὰ ἔργα. Ἡ καταδίκη τῶν αἱρέσεων, οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι, ἡ δράση τῶν Ἁγίων μορφῶν τῆς Ὀρθοδοξίας μας περιέχεται μέσα στὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ παράδειγμα ὁ ἐπικήδειος λόγος, ποὺ συνέταξε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, εἶναι κείμενο, ποὺ μόνο του ἀρκεῖ γιὰ νὰ μάθουν οἱ μαθητὲς ὄχι μόνο τὴ ζωὴ τοῦ Οὐρανοφάντορος Ἁγίου ἀλλὰ καὶ τοὺς καρποὺς τῆς πνευματικῆς δράσης τῶν δύο Ἁγίων φίλων καὶ Ιεραρχῶν. Τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων, οἱ ὕμνοι τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, οἱ εἰκόνες τῶν Ἱ. Ναῶν εἶναι μέσα ἄμεσης καὶ εὐχάριστης γιὰ τοὺς μαθητὲς μετάδοσης τῆς γνώσης τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ἕνα σύγχρονο μάθημα Θρησκευτικῶν ὀφείλει νὰ περιέχει ἀναλυτικὴ παρουσίαση τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων Γερόντων τῶν τελευταίων χρόνων (π.χ. Γέροντας Παΐσιος, Γέροντας Πορφύριος, Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης κ.ἄ.). Μιὰ ἑνότητα ἀφιερωμένη στὸν μάρτυρα τῶν ἡμερῶν μας, Ἅγιο Εὐγένιο Ροντιόνωφ μπορεῖ νὰ διδάξει στοὺς μαθητὲς ὅτι τὸ Μαρτύριο συνεχίζει καὶ σήμερα νὰ εἶναι τρόπος ζωῆς ἢ μᾶλλον ἁγιασμένο τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς πολλῶν ἀληθινῶν Χριστιανῶν. Τέλος, ἡ ἀναφορὰ στοὺς ἑτερόδοξους χριστιανοὺς καὶ τὰ ξένα θρησκεύματα πρέπει νὰ γίνεται μέσα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δὲν εἴμαστε «ἀνεκτικότεροι» οὔτε ἀγαποῦμε «τὸν ἕτερο» ἀλλόθρησκο ἢ ἑτερόδοξο συνάνθρωπό μας περισσότερο ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες. Ὀφείλουμε νὰ μὴ θυσιάζουμε τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στὸ βωμὸ πανθρησκειακῆς ψευτοαγάπης καὶ δῆθεν ἀλληλοκατανόησης. Γιὰ παράδειγμα οἱ Παπικοὶ εἶναι αἱρετικοὶ –Λατίνους τοὺς ὀνομάζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὰ ἔργα του– καὶ ὄχι «ἀδελφοὶ Χριστιανοί», ὅσο καὶ ἂν κάποιοι θεολόγοι προσπαθοῦν νὰ στηρίξουν τὶς ἀπόψεις τους σὲ οἰκουμενιστικὲς πρακτικὲς διαχριστιανικῶν διαλόγων. Ὅσοι θεολόγοι ἐπιδιώκουν τὴν ἐκτενέστερη ἀναφορὰ τοῦ μαθήματος στοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦν ὅτι οἱ μαθητές μας μέσω τοῦ διαδικτύου καὶ τῆς τηλεόρασης ἔχουν πλήρη γνώση τῶν σκανδάλων παιδεραστίας ὑψηλόβαθμων κληρικῶν τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν γάμων καὶ χειροτονιῶν ὁμοφυλοφίλων τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ἀλήθεια, τί θὰ ἀπαντήσουν οἱ θεολόγοι αὐτοὶ στὸ εὔλογο ἐρώτημα ἂν τὰ παραπάνω κρούσματα εἶναι ἁπλὲς ἐξαιρέσεις ἢ ἂν ἀποτελοῦν καρποὺς τῆς πλάνης καὶ τῆς διαστροφῆς τοῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ τοὺς «χριστιανοὺς τῆς Δύσης»; Στὴ σημερινὴ κοινωνία τῆς σύγχυσης ἀντιλήψεων καὶ τοῦ ἀποπροσανατολισμοῦ τῆς σκέψης ἀκόμη καὶ ὀρθοδόξων θεολόγων τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ οἱ διδάσκοντες αὐτὸ ἔχουμε ἀνάγκη διαρκοῦς ἀναβαπτισμοῦ στὴν ἁγιοπνευματικὴ πατερικὴ διδασκαλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου