Ευδόκιμος ο Όσιος Πατήρ ημών έζησε και επολιτεύθη ευδοκίμως εις την Ιεράν
Μονήν Βατοπαιδίου, εις την οποίαν και εκομίσατο τον της αγήρω ζωής άφθαρτον
στέφανον. Το πραγματικόν όνομα τούτου του Οσίου Πατρός, μοναχικόν ή
βαπτιστικόν, δεν είναι γνωστόν, διότι το όνομα Ευδόκιμος εδόθη εις αυτόν μετά
την εύρεσιν του ιερού αυτού λειψάνου. Δεν είναι επίσης γνωστόν ούτε εν ποία ακριβώς
εποχή έζησεν, ούτε εκ ποίας επιγείου πατρίδος ήτο, ούτε οι ασκητικοί αυτού
κάματοι εγνώσθησαν, εν δε μόνον είναι βέβαιον, ότι πολιτευθείς ευδοκίμως και
εναρέτως εν τη Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους, εκληρώσατο την άνω
Ιερουσαλήμ την ουράνιον πατρίδα, εις την οποίαν νυν απολαμβάνει τους καρπούς
των κόπων και των μόχθων αυτού.
Μόνη δε αιτία εξ ης εγνώσθη η ευδόκιμος και ενάρετος αυτού διαβίωσις εν τη Ιερά Μονή Βατοπαιδίου είναι η εύρεσις και ανακομιδή του ιερού αυτού λειψάνου, την οποίαν και εορτάζομεν σήμερον. Η ιερά αύτη ανακομιδή εγένετο εις το παλαιόν κοιμητήριον της εν τω Αγίω Όρει Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου κατά την πέμπτην Οκτωβρίου του έτους αωμ΄ (1840). Κατ’ αυτήν ανελπίστως και κατά θείαν οικονομίαν ευρέθη το άγιον τούτου λείψανον, αποπνέον ευωδίας αρρήτου· έλαβε δε χώραν η εύρεσις αυτού υπό τας εξής περιστάσεις: Κατά την εποχήν εκείνην, ο τότε σκευοφύλαξ της Μονής, ονόματι Ιάκωβος, ιδών τον τοίχον του υπό τον Νάρθηκα προς δυσμάς μεταγενεστέρου κοιμητηρίου διαρραγέντα, κινούμενος υπό γνώμης ευσεβούς, απεφάσισε να επισκευάση τούτον· όθεν καλέσας τεχνίτας τινάς ανέθεσεν εις τούτους την οικοδομήν, καταστήσας επιμελητήν των έργων έτερον τινα αδελφόν. Αφαιρέσαντες λοιπόν ούτοι την επί του Νάρθηκος στέγην και κρημνίσαντες τον διερρηγμένον τοίχον, έπεσαν τεμάχια εξ αυτού επί του σκοτεινού κοιμητηρίου και ανεμίχθησαν τα εν αυτώ αποτεθειμένα οστά μετά των λίθων και των αμμοκονιαμάτων. Εδέησεν όθεν όπως ομού με τα κρημνίσματα αποκομίσουν εκείθεν και τα οστά δια να δυνηθούν να καθαρίσουν το κοιμητήριον και ούτως αφού ανοικοδομήσουν τον κρημνισθέντα τοίχον να επαναθέσουν τα οστά κεχωρισμένα από των ερειπίων και κεκαθαρμένα. Ήρχισε λοιπόν υπό τριών εργατών η εργασία μεταφοράς των οστών και των ερειπίων του κρημνισθέντος Νάρθηκος, ήτο δε τότε, ότε εγένετο η έναρξις της εργασίας, ημέρα της εβδομάδος Δευτέρα, συνέχισε δε αύτη και κατά τας επομένας ημέρας. Την δε Τετάρτην, ήτις ήτο η πρώτη του Οκτωβρίου μηνός, δύο περίπου ώρας προ μεσημβρίας, εξήλθεν από των αποκομιζομένων οστέων ευωδία θαυμάσιος τόσον ώστε εθαύμαζον και οι εργάται και ο επιμελητής. Όθεν υπέδειξεν ούτος εις αυτούς να εκτελώσι την εργασίαν ηρέμως, διότι, όπως εφαίνετο, η αναδιδομένη ευωδία ήτο δηλωτική αγιότητος και έπρεπε να προσέξωσι μήπως και ανεύρωσιν άγιόν τι λείψανον· όπερ και αληθώς μετ’ ου πολύ ανεφάνη, αισθητικωτέραν την ευωδίαν αποπνέον, δια της οποίας και ολόκληρος ο πέριξ αήρ επληρώθη. Είχε δε το αποκαλυφθέν άγιον λείψανον ούτω: Το μεν κρανίον ήτο ολόκληρον φαλακρόν και εστηρίζετο επί των σπονδύλων του αυχένος, το δε λοιπόν σώμα ήτο περιβεβλημένον δια τινος χιτώνος βαμβακερού. Τα οστά άπαντα ήταν συνηνωμένα μετ’ αλλήλων, άλλα μεν δια των τενόντων, άλλα δε δια της περιοστέου μεμβράνης, έκλινε δε ολόκληρον το σώμα προς την αριστεράν πλευράν, προς την οποίαν ήτο ο τοίχος του παλαιού προς ανατολάς θολωτού κοιμητηρίου και αι μεν κνήμαι ήσαν συγκεκλιμέναι προς τα οστέα του μηρού, τα δε γόνατα προς τα εκατέρωθεν πλευρά· αι χείρες επέκειντο σταυροειδώς επί του στέρνου, και από την δεξιάν ηγκαλίζετο εικών τις παλαιά, ήτις εφαίνετο να είναι της Θεοτόκου της Βηματαρίσσης. Ούτω λοιπόν οφθέντος του αγίου λειψάνου και ευωδίας αρρήτου πληρούντος τα πέριξ, εθαύμαζον οι ορώντες τεχνίται και ο επιμελητής και έσπευσαν να αναγγείλωσι το γεγονός εις τον επίτροπον Φιλάρετον, και εις πάντας τους εν τω Μοναστηρίω ευρισκομένους. Ετύγχανον δε τότε δύο Ιεράρχαι παροικούντες εις την Μονήν του Βατοπαιδίου ο τε πρώην Σμύρνης Χρύσανθος, όστις έφευγεν από του θρόνου του, διότι εσυκοφαντείτο δια προδοσίαν κατά του βασιλέως και τούτο διότι είχε συγγράψει κατά των Λουθηροκαλβίνων, και ο πρώην Ορεστιάδος ή Αδριανουπόλεως Γρηγόριος. Ελθόντων δε τούτων ως και του επιτρόπου και άλλων, και ιδόντων το άγιον λείψανον, έχον την θέσιν την οποίαν προείπομεν και βλεπόντων αλλήλους εν σιγή και θαυμαζόντων δια την εκπεμπομένην υπό του ιερού λειψάνου ευωδίαν, είπεν ο Σμύρνης Χρύσανθος: «Τι θαυμάζετε σιωπώντες, Πατέρες σεβάσμιοι; Ουχί δια θαύματος εδήλωσεν εις ημάς ο Θεός την αγιότητα τούτου του Πατρός, του οποίου βλέπομεν το λείψανον και οσφραινόμεθα της ουρανίου ευωδίας; Τις άλλος πλην του Θεού ημών κατεμύρισε τούτο τοιουτοτρόπως; Υπό τίνος άλλου εδόθη αύτη η θεία οσμή εις αυτό, και δι’ αυτού εκχέεται εις πάντα τον πέριξ ημών αέρα; Και πως τα ξηρά οστέα και αι σεσηπυίαι σάρκες τοιαύτην ευοσμίαν αποπνέουσιν, εφ’ όσον και αυτόν τον Λάζαρον, τετραήμερον μόνον εν τω τάφω κλεισθέντα, όζοντα εκ του Ευαγγελίου μανθάνομεν; «όζει· τεταρταίος γαρ εστι» (Ιωάν. ια: 39)· και ούτως είχε· διότι και τα οστά ταύτα, όταν διαλυθή το σώμα, αποφέρουσι γήϊνόν τινα και κάκοσμον αποφοράν. Τούτο δε το λείψανον αποπνέει θείου μύρου· δήλον δε και εκ των περικειμένων και επικειμένων επ’ αυτώ άλλων οστέων, και μάλιστα όσα ευρίσκονται μακρότερον του αγίου λειψάνου ουδεμίαν τοιαύτην ευωδίαν φέρουσι, τα δε πλησίον αυτού κείμενα ολίγον τι εκ της ευωδίας απολαμβάνουσι· μη όθεν απιστώμεν εις το θείον θαύμα, διότι πράγματι περί θαύματος πρόκειται, δια τους λόγους τους οποίους προείπον· ας δοξάσωμεν λοιπόν τον Θεόν, τον εν τοις Αγίοις αυτού αεί θαυμαζόμενον και τον Άγιον αυτού ας τιμήσωμεν δεόντως». Ταύτα τούτου λέγοντος συνευφήμησαν τον Άγιον και ο Αδριανουπόλεως και πάντες οι περιεστώτες, ειπόντες το «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών»· δοξάσαντες δε τον Θεόν μετεκόμισαν ευλαβώς το ιερόν λείψανον εις τον επί του παλαιού κοιμητηρίου υπάρχοντα Ναόν των Αγίων Αποστόλων, και εισήλθον εις το Μοναστήριον, εις τον Θεόν και πάλιν δόξαν προσφέροντες επί τω θαύματι, έχοντες κατά νουν τα του νεοφανούς Αγίου. Την επομένην ημέραν συνήλθον και συνεσκέπτοντο περί του ονόματος του Αγίου, τον οποίον δεν εγνώριζον, δια να μη τιμώσιν ανωνύμως τον εκ του Μοναστηρίου αυτών αναφανέντα Άγιον και περί του πως το ιερόν τούτο λείψανον ευρέθη τοιουτοτρόπως κείμενον εν τω κοιμητηρίω και περικεκυκλωμένον υπό πλήθους οστέων ατάκτως ερριμμένων. Και περί μεν του ονόματος γενομένης συζητήσεως εφάνη εις πάντας καλόν να δώσουν εις τον Άγιον πρόσκαιρόν τι όνομα και να επιτελέσουν αγρυπνίαν επί τη ευρέσει του αγίου λειψάνου, και προς δοξολογίαν Θεού, του δια θαύματος αποκαλύψαντος τον Άγιον αυτού εις ημάς. Κοινή γνώμη λοιπόν απεφάσισαν να ονομάσουν τούτον «Ευδόκιμον», διότι ηυδόκησεν ο Θεός να θαυματουργήση εις ημάς, καθ’ ον μάλιστα καιρόν τα της χριστιανικής ευσεβείας και πίστεως τοσούτον έχουσι παραμεληθέντα και ως εκ των ανθρωπίνων έργων έχουσι καταφρονηθή, ίνα τους μεν Χριστιανούς ανακαλέση εις την θείαν οδόν εκ της οποίας παρεκτραπέντες αθλίως εν τη παρούση ζωή διάγουσι και της μελλούσης κακά έχουσι τα προοίμια· ημάς δε πάλιν, τους τον μοναδικόν μετερχομένους βίον, να παροτρύνη εις μίμησιν της εναρέτου ζωής, δια την οποίαν δίδεται και η αγιαστική Χάρις. Εάν δε, είπον, δεν είναι αρεστόν εις τον Άγιον να δοξάζεται δια του ονόματος Ευδόκιμος, ας ευδοκήση αυτός να αποκαλύψη εις ημάς το εαυτού όνομα· ει δε είναι τούτο αρεστόν εις αυτόν και δέχεται το παρ’ ημών δοθέν όνομα, το οποίον, δια τον καιρόν κατά τον οποίον ζώμεν, είναι λίαν ευάρμοστον, ως δηλωτικόν της του Θεού ευδοκίας, προς διάσωσιν των πεπλανημένων Χριστιανών, ας δεχθή την παρ’ ημών επίκλησιν· «Ναι, Άγιε, είπον, εξ ευσεβούς γνώμης, τούτο το όνομα εγκρίνεται παρ’ ημών»· ούτως όθεν το όνομα «Ευδόκιμος», κοινή γνώμη των τε εν τω Βατοπαιδίω μοναζόντων, ως και των παρευρεθέντων δύο Ιεραρχών, προσεκυρώθη εις τον Άγιον. Περί δε του πως ευρέθη το λείψανον του Αγίου έχον την θέσιν, την οποίαν προείπομεν, εν τω κοιμητηρίω, πολλαί μεν γνώμαι ελέχθησαν· η δε του γραμματέως ενεκρίθη ειπόντος, ότι προγνωρίσας ο Άγιος την ώραν της τελευτής αυτού και εις ουδένα των εν τω Μοναστηρίω ειπών τι, παρέλαβε την σεβασμίαν εικόνα της Θεοτόκου εις τας αγκάλας αυτού, και εξελθών κρυφίως του Μοναστηρίου, εισήλθεν εις το αφεγγές κοιμητήριον, όπου ως υπελόγιζε θα ηδύνατο να παραμείνη απαρατήρητος. Εισελθών λοιπόν και ειπών το «Κύριε, εις χείρας σου το πνεύμα μου παρατίθημι», εξέπνευσε και εις τας αιωνίους απήλθε Μονάς. Η γνώμη αύτη του γραμματέως επεκυρώθη και εγένετο δεκτή παρά πάντων· διότι και το πράγμα ούτως εδείκνυεν. Επ’ αληθείας, εάν μεν ο Άγιος εθάπτετο πρώτον εκτός του κοιμητηρίου, πως οι ανορύξαντες τον τάφον αυτού δεν ησθάνθησαν της ευωδίας του λειψάνου, ότε αυτό μετεκόμιζον εις το κοιμητήριον; Ή πως ιδόντες το λείψανον έτι ενδεδυμένον, και των οστέων συνεχομένων, ως και την εν ταις αγκάλαις ιεράν εικόνα δεν εθαύμασαν; Ή πως τοιούτον πράγμα παρήλθον, μηδέν ειπόντες και μηδέν γράψαντες εις τον νεκρώσιμον κατάλογον, ούτε περί της εικόνος ούτε περί του λειψάνου, ούτε περί του ενδύματος αυτού; Τούτο βεβαίως δεν φαίνεται δυνατόν. Εάν δε πάλιν έθαπτον τον Άγιον εις το αφεγγές κοιμητήριον, πως μετά της εικόνος και αυτόν μόνον εκεί ενέβαλον, των δε άλλων Πατέρων μόνοντα οστέα συνήγον εκεί και ταύτα ατάκτως; Έτι δε και το να θάπτουν εκεί τα σώματα των κεκοιμημένων Πατέρων δεν φαίνεται ούτε πιθανόν ούτε αληθές, διότι επεκοινώνει το υστερόδμητον τούτο κοιμητήριον δια θυρίδος προςτο υπό την Εκκλησίαν παλαιόν και καμαρωτόν κοιμητήριον, και δια τούτο έπρεπε να εισέλθη τις πρώτον εις το μικρόν και νεόδμητον. Έπειτα δε και εάν τούτο, καίπερ απίθανον, υποθέσωμεν, πως εισερχόμενοι και εμβάλλοντες τα σώματα δεν είδον εκεί το λείψανον ούτω καθήμενον; Διότι εάν εισήρχοντο εκεί προς ενταφιασμόν των τεθνεώτων, δεν θα εισήρχοντο βεβαίως άνευ φωτός. Αλλά και το ότι τα των άλλων Πατέρων οστά ήσαν ατάκτως ερριμμένα αναιρεί παντελώς την υπόθεσιν περί της εκεί εισόδου Μοναχών προς ενταφιασμόν των νεκρών και μόνον τα οστά ερρίπτοντο εις το σκοτεινόν αυτό κοιμητήριον. Εκ τούτων όθεν απάντων η γνώμη του προρρηθέντος αδελφού εφάνη δεκτή και αναντίλεκτος. Φαίνεται δε ότι ο Άγιος τοσούτον έκρυπτε την αρετήν αυτού και αγιότητα, ώστε πιθανόν να εκρύβη, διότι εφοβείτο μήπως οι εν τω Βατοπαιδίω συνάδελφοί του εύρωσιν εις αυτόν δείγματα αγιότητος και τον τιμήσωσιν, όπερ αυτός δεν ήθελε, διότι επίστευεν ότι με το να τιμάται τις από τους ανθρώπους αμαρτάνει εις τον Θεόν και διότι τόσον θα ήτο ταπεινόφρων, ώστε κατεφρόνει απάσας τας του ματαίου τούτου βίου τιμάς. Τεκμήριον τούτο μέγιστον της αγιότητος αυτού, όπερ και μόνον ήρκει εις ένδειξιν του αληθώς αγιάσαντος, περιττού όντος παντός ετέρου θαύματος· διότι, ως λέγει τις των Πατέρων, «ο γαρ κατά Θεόν βίος και σημείων χωρίς τον στέφανον αποφέρεται της αγιότητος»· ότι δε ο βίος αυτού ήτο ενθεώτατος είναι φανερόν εκ του ότι ήθελε πάντοτε να κρύπτεται και ζων και μετά θάνατον, διο και εις ουδένα είπε τι, διότι εφοβείτο μήπως ποιήση τι προς το «θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ. κγ: 5), ο δε φόβος ούτος ηγίασε τον Ευδόκιμον, ότι το κρύπτειν αρετήν είναι μέγα κατόρθωμα. Πράγματι οι πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να κρύπτουν τα αμαρτήματα, τας δε αρετάς να διακηρύττουν, καν ώσι σμικρόταται, ενώ κατά τον της ισότητος λόγον πρέπει αμφότερα να κρύπτωνται, ίνα των εν κρυπτώ γενομένων αμαρτημάτων, κρύφιος γένηται και η αντίκρουσις· και ο εν κρυπτώ ηττηθείς, εν τω κρυπτώ και να νικήση. Το δε να διασαλπίζη τις τας αρετάς, τας δε αμαρτίας να αποκρύπτη, είναι εναντίον του ορθού λόγου· ημείς όμως αισχυνόμεθα την δημοσίευσιν των αμαρτιών, δια να μη γίνωμεν όνειδος και εξουθένημα λαού. Αλλά τότε διατί δεν φοβούμεθα και την των αγαθών πράξεων επίδειξιν, ήτις ως έγκλημα ανθρωπαρεσκείας απομακρύνει την ψυχήν μας από τον Θεόν; Και τι τούτου μεγαλύτερον; Δεν είναι ούτος όλεθρος ψυχής; Εφ’ όσον λοιπόν εις μόνον τον Θεόν αποκαλύπτομεν τα της ψυχής παραπτώματα, μη διακηρύττωμεν εις τους ανθρώπους την εκ της πτώσεως ανάστασιν, διότι τότε και ο μισθός ημών απόλλυται, και του θείου εντάλματος παραβάται γινόμεθα. Ο δε Άγιος Ευδόκιμος δεν εποίησεν ούτως. Εφ’ όσον λοιπόν της ευαγγελικής ταύτης εντολής φύλαξ ακριβής ομολογουμένως δείκνυται πόσον μάλλον και των λοιπών ευαγγελικών εντολών θα ήτο ακριβής τηρητής και μάλιστα των μεγαλυτέρων; Και πόσον θα ήτο κύριος των άλλων ηθικών παθών, εκτούτου και μόνον αποδεικνύεται, διότι το να νικήση την φιλοδοξίαν και να κρύπτη τας αρετάς αυτού τω όντι είναι πράγμα υπέρ άνθρωπον. Η φιλοδοξία έγκειται εις τας διανοίας των ανθρώπων και ως εκ τούτου δυσκολώτερον αποβάλλεται, διότι και δι’ αυτούς τους προ αυτού αγιάσαντας, αναγινώσκοντες τους Βίους αυτών, μανθάνομεν ότι ζώντες μεν τινες επεθύμουν να κρύπτωνται και να φεύγουν τον ανθρώπινον έπαινον, θνήσκοντες όμως δεν απηρέσκοντο εις το να καταστή γνωστή εις πάντας η αγιότης αυτών. Τοιούτον τι αναγινώσκομεν εις τους Βίους Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού και Ιωάννου του Καλυβίτου, οίτινες κατέλιπον δείγματα εις τους συγγενείς αυτών δια την μετά θάνατον αναγνώρισιν· ο δε Άγιος Ευδόκιμος, ως ήδη βλέπομεν, και ταύτην την επιθυμίαν ενίκησε. Πράγμα τούτο δυσκολώτατον και εις αυτούς τους εις άκρον αρετής ανελθόντας, διότι δεν έμελεν εις αυτόν το να τιμηθή από τους ανθρώπους ως Άγιος, αλλά το να ευαρεστήση τον Θεόν. Τι λοιπόν θα είπη τις, αν ίσως ανώτερον του Αλεξίου και Ιωάννου του Καλυβίτου ονομάσωμεν τον εκ του Βατοπαιδίου αναφανέντα Άγιον; Δεν εδιδάχθημεν όμως, Οσιώτατοι Πατέρες και αδελφοί, να κάμωμεν σύγκρισιν της αγιότητος, αλλ’ απλήν την αγιότητα να βλέπωμεν· γνωρίζομεν δε και ότι «εν τη οικία του Πατρός μου Μοναί πολλαί εισι» (Ιωάν. ιδ, 2), όπως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, αλλά γνωρίζομεν μίαν την απόλαυσιν εν ισότητι· λέγομεν δε μόνον ότι ο θείος Ευδόκιμος φύλαξ υπήρχεν απασών των θείων εντολών ακριβέστατος και τας αρετάς αυτού απάσας έκρυπτε, το προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις ρητόν φοβούμενος· και δια της φυλακής τούτου του ρητού, το μέγιστον θηρίον, την φιλοδοξίαν, λέγω, και την φιλοτιμίαν, υφ’ ης ταραττόμεθα άπαντες, και τους μεγίστους κινδύνους διατρέχομεν, τούτο το δεινόν θηρίον ο Ευδόκιμος ενίκησε, και τούτου κατεθριάμβευσε· τίνι τρόπω; Με το να κρύπτεται πάντοτε και να μη επιδεικνύη εις ουδένα ουδέν σημείον της αγιότητος αυτού. Τον τρόπον τούτον δια του οποίου ο Άγιος Ευδόκιμος κατενίκησε το πάθος της φιλοδοξίας εγώ νομίζω μεγαλώτατον θρίαμβον της αρετής τόσον όσον και το πάθος της φιλοδοξίας θεωρούμενον ακαταμάχητον. Διότι εκ τίνος άλλου νομίζετε ενεφυσήθη ο πρώτος των Αγγέλων εις το να τολμήση να είπη· «Αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου… έσομαι όμοιος τω Υψίστω»; (Ησα. ιδ, 14)· ουχί υπό του δοξαρίου του ακαταμαχήτου αυτού θηρίου; Και μη θαυμάσητε περί του ονόματος· διότι είτε έπαρσιν ονομάσωμεν, είτε υπερηφανείαν, είτε οίησιν, ή δόξαν, ή δοξομανίαν, ή δοξοκοπίαν, ή δοξάριον, ή φιλοτιμίαν, όνομα μεν μόνον μεταλλάσομεν, το δε πάθος είναι το αυτό λαμβάνον μόνον την διαφοράν κατά την των πασχόντων διάθεσιν. Ουχί δια το δοξάριον ο Αδάμ εφαντάσθη να γίνη ίσος προς τον Θεόν; Εάν λοιπόν δια το πάθος της δόξης εγένοντο οι Άγγελοι δαίμονες και διάβολοι, ο Αδάμ εθανατώθη και ο επίγειος και ουράνιος διάκοσμος συνεταράχθη και παμφάγος άδης εγεννήθη, ως ουδέποτε ώφελε, πως δεν είναι υπέρμεγα το πάθος του δοξαρίου; Και εάν ο πρώτος Άγγελος και ο πρώτος άνθρωπος νικηταί του πάθους τούτου εγίνοντο, δεν θα συνεταράττετο το σύμπαν ούτε ο θάνατος θα απειλούσεν ημάς δια του δρεπάνου αυτού καθιστών ημάς αεί τρέμοντας και φοβουμένους, δια το δοξάριον λοιπόν άπαντα τα δεινά και τρομερά εισήλθον εις τον κόσμον· διότι αυτό ενίκησε τους πρώτους και Άγγελον και άνθρωπον· ναι, δια τούτο· αλλά να νικήση τον Ευδόκιμον δεν ηδυνήθη, αλλ’ ενικήθη υπ’ αυτού, όστις κρύπτων ως κόρην οφθαλμού και αρετήν και αγιότητα, εθριάμβευσε θρίαμβον μέγαν, ανώτερος φανείς και του πρώτου Αγγέλου και του πρώτου ανθρώπου. Εάν λοιπόν δεν ονομάσωμεν Άγιον τον Ευδόκιμον και δεν τιμήσωμεν και δοξάσωμεν αυτόν ως Άγιον, τότε δεν γνωρίζω ποίον έτερον πρέπει να τιμήσωμεν. Το ότι δε το ευώδες αυτού σκήνος ευωδίαν αποπνέει ουράνιον μετά τοσούτον μέγαν θρίαμβον, τούτο και επέκεινα κρίνεται αγιότητος εις τους περί τα θεία καλώς φρονούντας, ως ξένος τις έγραφε προς τινα φίλον του, περί του Αγίου Ευδοκίμου αυτόν ερωτήσαντα· όμως δεν έμελλεν εις τέλος και δια παντός να κρύπτεται· διότι ο Θεός αντιδοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας· μήπως δεν θα εδόξαζε και τον Αδάμ, εάν ενίκα την φιλοδοξίαν; Ή θα εγκατελίμπανεν αγέραστον τον πρώτον Άγγελον, εάν δεν ενικάτο υπό του δοξαρίου; Βεβαίως θα τους εδόξαζεν, αλλ’ εκείνοι μεν δόξαν επιζητούντες και αυτής την οποίαν είχον εξέπεσον, ο δε ημέτερος Άγιος Ευδόκιμος, ταύτην αποφεύγων πάντοτε και δια παντός του βίου και εν τω θανάτω αυτού, και χωρίς να θέλη παρά Θεού εδοξάσθη· διότι ο Θεός δοξάζει πάντοτε τους Αγίους αυτού προς έπαινον της αρετής και της ενθέου ζωής, και προς έλεγχον της κακίας και εμπαθούς ζωής. Και περί μεν της ευρέσεως του αγίου λειψάνου και της αγιότητος του Αγίου Ευδοκίμου ταύτα. Οι δε του Βατοπαιδίου Πατέρες άπαντες λαμπαδηφορούντες την εσπέραν του Σαββάτου, ήτο δε τότε Τετάρτη του Οκτωβρίου μηνός, απήλθον εις το κοιμητήριον δια να μετακομίσουν το άγιον λείψανον, τινές δε των υπηρετών και των εργατών αφήρεσαν πολλά μέλη του αγίου λειψάνου, νομίζοντες ότι δεν γίνονται ιερόσυλοι, δια το χάριν ευλαβείας ταύτα λαμβάνειν, ούτε ότι αμαρτάνουν· όμως μαθόντες κατόπιν, ότι το να κλέπτη τις Αγίους είναι και της ιεροσυλίας μεγαλύτερον αμάρτημα, οι μεν έφερον ευθύς εκείνα τα οποία είχον αφαιρέσει, οι δε ανέμενον· τότε δε ψάλλοντες μετεκόμισαν το άγιον λείψανον εις τον εν τω Μοναστηρίω Καθολικόν Ναόν, περιελθόντες πρώτον αυτόν εν λιτανεία προπορευομένου του Ανδριανουπόλεως Ιεράρχου Γρηγορίου· συνθέσαντες δε εκ του προχείρου και Ακολουθίαν του Αγίου ετέλεσαν αγρυπνίαν, παννύχιοι τον Θεόν δοξάζοντες· τη δε επαύριον, μετά την λιτανείαν και λειτουργίαν, ασπασάμενοι ευλαβώς το ιερόν λείψανον έφερον αυτό εις το Καθολικόν της Μονής, τον Ιερόν Ναόν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και κατέθηκαν εις το ιερόν Βήμα, δόξαν και πάλιν αναπέμψαντες εις τον Θεόν εφ’ οις ηυδόκησε να φανερώση εις αυτούς. Ταύτα περί του Αγίου Ευδοκίμου, αδελφοί και Πατέρες οσιώτατοι, του οποίου και το ιερόν λείψανον ησπάσθητε, και της θείας ευωδίας ωσφράνθητε, και το θαύμα του Θεού είδετε. Αλλ’ άραγε ο Θεός, θαυματουργών μάτην θαυματουργεί; ουδαμώς· αλλά προς δόξαν της Χριστιανικής πίστεως, διεγείρων πάντας τους Χριστιανούς προς αρετήν και ημάς τους Μοναχούς προς ζήλον και μίμησιν της αυτού εναρέτου και κατά Θεόν πολιτείας, άπερ και υμείς ταύτα εγνωρίσατε και η διάθεσις υμών εφανερούτο, εκ του χρώματος του προσώπου υμών χαράν άμα και λύπην τινά εμφαίνοντος ανά πάσαν την τελετήν ταύτην και έχαιρε μεν υμών η καρδία, διότι συνάδελφος υμών δια θείου θαύματος Άγιος εφανερώθη, ελυπείτο δε σκεπτομένων, ότι της αρετής εκείνου απέχετε και όμως ουδέν υμάς κωλύει μιμητάς εκείνου γενέσθαι· ουχί εν τω Μοναστηρίω ως και ημείς τον βίον διήλθεν; Ουχί εν τω Μοναστηρίω ηγίασεν; Ουχί άνθρωπος ήτο, ώσπερ και ημείς; Άρα θελήσεως έχομεν μάλλον μεγαλυτέραν ανάγκην ή δυνάμεως, διότι άνθρωποι όντες, την μεν δύναμιν έχομεν, την δε θέλησιν ουχί, και τούτο είναι εκείνο το οποίον μας κάμνει να σκυθρωπάζωμεν· αλλά ας θελήσωμεν μόνον ημείς, και ο Θεός βοηθός της θελήσεως ημών επιφαίνεται· ας θελήσωμεν να κατανικήσωμεν την των παθών αγριότητα, και ευθύς μιμηταί του Αγίου Ευδοκίμου γινόμεθα· δια δε της μιμήσεως θέλομεν απολαύσει και της εκείνου αγιότητος, ήτις ημάς και χαράς πληροί και κληρονόμους της των ουρανών Βασιλείας καθιστάνει. Ένθα και συν τω Αγίω Ευδοκίμω παριστάμενοι ενώπιον του Παντοκράτορος Θεού συνδοξολογήσωμεν και συνυμνήσωμεν αυτόν, εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν. Επειδή δε και περί των θαυμάτων του Αγίου πρέπει να γράψωμεν, δια τούτο εκ των πολλών, τα οποία εποίησε, δύο μόνον, χάριν συντομίας, ενταύθα λέγομεν, των οποίων και αυτόπται υπήρξαμεν, των δε μακράν τυγχανόντων, όσοι εκ παθών ανιάτων πάσχοντες επίστευσαν εις τον Άγιον, και επικαλεσάμενοι αυτόν εθεραπεύθησαν και όσα άλλα θαύματα διακηρύττονται, είναι αδύνατον να γράψωμεν, διότι τοσούτον η του ανδρός αγιότης εν τάχει εθαυμαστώθη. Αδελφός τις Μοναχός, πάσχων εκ φυματιώσεως, απελπισθείς εκ της ανθρωπίνης θεραπείας επεκαλέσθη τον Άγιον λέγων· «Αμαρτωλός ειμι, Άγιε, όμως τολμώ να δεηθώ προς σε, διότι ο καταμυρίσας σε Θεός και την χάριν σου έδωκεν των ιαμάτων· επειδή λοιπόν πολλοί νοσούντες σε επικαλεσάμενοι μετά πίστεως απήλαυσαν της υγείας, κάμε και εις εμέ τον ταπεινόν το θαύμα σου και δείξον την δύναμιν της σης αγιότητος». Ταύτα και τα τούτοις όμοια λέγοντος κατέλαβεν αυτόν ολίγος ύπνος και ευθύς βλέπει Μοναχόν τινα σεμνοπρεπή προσελθόντα εις αυτόν, όστις και του προσέφερε ποτήριον δια να πίη· ο δε ασθενής λαβών το ποτήριον έπινεν, είτα πάλιν και δεύτερον, πιών δε και τούτο λέγει· «Σε ευχαριστώ, Πάτερ, ότι διψώντα με επότισας», και ταύτα λέγων εξύπνησε και εθαύμαζε δια το γεγονός· διότι ησθάνετο τούτο ως οπτασίαν και όχι καθ’ ύπνον πραχθέν, έτι δε ησθάνετο την δραστηριότητα του ποτου, αποδιώκοντος πάντα τον περί τον στόμαχον και πνεύμονα προϋπάρχοντα πόνον· όθεν προσευχόμενος διενοείτο τα περί της προς τον Άγιον δεήσεως. Έπειτα δε μετέβη εις τον πνευματικόν του Μοναστηρίου Νήφωνα, και διηγήθη εις αυτόν άπαντα, απ’ εκείνης δε της ώρας απηλλάγη αληθώς του πάθους. Έτερος επίσης Μοναχός της ιδίας Μονής Βατοπαιδίου, ονόματι Γαβριήλ, όστις ήτο και έμπειρος της ιατρικής και μάλιστα της πρακτικής, ευρισκόμενος ποτέ εις Καρυάς κατελήφθη υπό τοσαύτης σφοδράς οδύνης εις την οσφύν και τους νεφρούς, ώστε ούτε να κοιμηθή ούτε να καθήση ή άλλως πως να μένη ηδύνατο. Εχρησιμοποίησε δε προς απαλλαγήν του εκ της δριμείας οδύνης όσα η τέχνη συνιστά και η πείρα αποδέχεται· βεντούζας, εντριβάς, χειραλειφάς, έμπλαστρα, θερμόλουτρα, καταπλάσματα και τα λοιπά· άπαντα όμως τα θεραπευτικά ταύτα μέσα απεδεικνύοντο ανίκανα να θεραπεύσουν τον πάσχοντα δια να δοξασθή και εις τούτον η χάρις του Αγίου Ευδοκίμου. Εν αμηχανία λοιπόν και οδύνη εκ των αφορήτων πόνων ευρισκομένου και των αδελφών πειραζόντων αυτόν λεγόντων: «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν», έτεροι προέτρεπον αυτόν να παρακαλέση τον Άγιον Ευδόκιμον, και αμέσως θα θεραπευθή, λέγοντες: «Υπέρτερός σου ιατρός υπάρχει εκείνος», ο δε πάσχων ακούσας ταύτα, είπεν· «Εάν είναι αληθώς θαυματουργός ο Άγιος, και δύναται να με θεραπεύση, εγώ θα επαργυρώσω την ιεράν αυτού κάραν». Ταύτα δε ειπών, επειδή ήτο από πολλού άυπνος, εκοιμήθη και ευθύς βλέπει Μοναχόν τινα σεμνοπρεπή, βαθύν και μεγαλόφρονα, με λευκόν πώγωνα, όστις προσελθών εις αυτόν εψηλάφησε την οσφύν αυτού και του λέγει· «Τίποτε δεν είναι αυτό, τι βοάς»; Ο δε ασθενής είπε· «Με περιπαίζεις, Γέροντα; Δεν γνωρίζεις οποίους φρικτούς πόνους έχω»; Τότε ο φανείς Γέρων, ειπών, το: «Καλώς έχεις» απήλθε· το δε σχήμα και η μορφή του φανέντος εις αυτόν Αγίου ωμοίαζε πολύ με την μορφήν του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου. Διεγερθείς δε ο Γαβριήλ κατ’ αρχάς μεν ενόμιζεν ότι εν εγρηγόρσει ήλθε τις προς αυτόν· όθεν στραφείς προς παριστάμενον Μοναχόν είπε· «Ποίος ήτο ο ελθών και ήδη εκ της θύρας εξερχόμενος Γέρων»; Ο δε είπεν· «Ουδείς ούτε εισήλθεν ούτε εξήλθε». Σύννους όθεν γενόμενος ανεμνήσθη όσα ηυχήθη εις τον Άγιον Ευδόκιμον, αλλ’ ενόμιζε φαντασίαν το πράγμα και ταραχήν του εγκεφάλου· εγερθείς δε και εξελθών του κελλίου του ησθάνθη εαυτόν υγιά· όθεν επίστευσεν ότι Άγιος ήτο ο ελθών και ψηλαφήσας αυτόν, ως δε είδε ότι και ο πόνος παντελώς έπαυσεν, ηννόησε το θαύμα του Αγίου· όθεν είπε το του Δαβίδ· «Εύξασθε και απόδοτε» (Ψαλμ. οε, 12), στραφείς δε και προς τους Μοναχούς είπε προς αυτούς· «Φέρετέ μοι μετ’ ευλαβείας την κάραν του Αγίου, ίνα ταύτην ασπασθώ, ότι αληθώς εθαυμαστώθη και εις εμέ η χάρις αυτού και με απήλλαξε της ανιάτου οδύνης». Κομισάντων δε την αγίαν κάραν και ασπασάμενος αυτήν είπε· «Εγώ θα σε επαργυρώσω, σεβασμία κεφαλή, διότι επίστευσα ότι αληθώς Άγιος υπάρχεις». Ανέθηκε δε εις χρυσοχόον την επαργύρωσιν της κάρας του Αγίου, όπερ και εγένετο, χαράξας και το εξής δίστιχον:
Μόνη δε αιτία εξ ης εγνώσθη η ευδόκιμος και ενάρετος αυτού διαβίωσις εν τη Ιερά Μονή Βατοπαιδίου είναι η εύρεσις και ανακομιδή του ιερού αυτού λειψάνου, την οποίαν και εορτάζομεν σήμερον. Η ιερά αύτη ανακομιδή εγένετο εις το παλαιόν κοιμητήριον της εν τω Αγίω Όρει Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου κατά την πέμπτην Οκτωβρίου του έτους αωμ΄ (1840). Κατ’ αυτήν ανελπίστως και κατά θείαν οικονομίαν ευρέθη το άγιον τούτου λείψανον, αποπνέον ευωδίας αρρήτου· έλαβε δε χώραν η εύρεσις αυτού υπό τας εξής περιστάσεις: Κατά την εποχήν εκείνην, ο τότε σκευοφύλαξ της Μονής, ονόματι Ιάκωβος, ιδών τον τοίχον του υπό τον Νάρθηκα προς δυσμάς μεταγενεστέρου κοιμητηρίου διαρραγέντα, κινούμενος υπό γνώμης ευσεβούς, απεφάσισε να επισκευάση τούτον· όθεν καλέσας τεχνίτας τινάς ανέθεσεν εις τούτους την οικοδομήν, καταστήσας επιμελητήν των έργων έτερον τινα αδελφόν. Αφαιρέσαντες λοιπόν ούτοι την επί του Νάρθηκος στέγην και κρημνίσαντες τον διερρηγμένον τοίχον, έπεσαν τεμάχια εξ αυτού επί του σκοτεινού κοιμητηρίου και ανεμίχθησαν τα εν αυτώ αποτεθειμένα οστά μετά των λίθων και των αμμοκονιαμάτων. Εδέησεν όθεν όπως ομού με τα κρημνίσματα αποκομίσουν εκείθεν και τα οστά δια να δυνηθούν να καθαρίσουν το κοιμητήριον και ούτως αφού ανοικοδομήσουν τον κρημνισθέντα τοίχον να επαναθέσουν τα οστά κεχωρισμένα από των ερειπίων και κεκαθαρμένα. Ήρχισε λοιπόν υπό τριών εργατών η εργασία μεταφοράς των οστών και των ερειπίων του κρημνισθέντος Νάρθηκος, ήτο δε τότε, ότε εγένετο η έναρξις της εργασίας, ημέρα της εβδομάδος Δευτέρα, συνέχισε δε αύτη και κατά τας επομένας ημέρας. Την δε Τετάρτην, ήτις ήτο η πρώτη του Οκτωβρίου μηνός, δύο περίπου ώρας προ μεσημβρίας, εξήλθεν από των αποκομιζομένων οστέων ευωδία θαυμάσιος τόσον ώστε εθαύμαζον και οι εργάται και ο επιμελητής. Όθεν υπέδειξεν ούτος εις αυτούς να εκτελώσι την εργασίαν ηρέμως, διότι, όπως εφαίνετο, η αναδιδομένη ευωδία ήτο δηλωτική αγιότητος και έπρεπε να προσέξωσι μήπως και ανεύρωσιν άγιόν τι λείψανον· όπερ και αληθώς μετ’ ου πολύ ανεφάνη, αισθητικωτέραν την ευωδίαν αποπνέον, δια της οποίας και ολόκληρος ο πέριξ αήρ επληρώθη. Είχε δε το αποκαλυφθέν άγιον λείψανον ούτω: Το μεν κρανίον ήτο ολόκληρον φαλακρόν και εστηρίζετο επί των σπονδύλων του αυχένος, το δε λοιπόν σώμα ήτο περιβεβλημένον δια τινος χιτώνος βαμβακερού. Τα οστά άπαντα ήταν συνηνωμένα μετ’ αλλήλων, άλλα μεν δια των τενόντων, άλλα δε δια της περιοστέου μεμβράνης, έκλινε δε ολόκληρον το σώμα προς την αριστεράν πλευράν, προς την οποίαν ήτο ο τοίχος του παλαιού προς ανατολάς θολωτού κοιμητηρίου και αι μεν κνήμαι ήσαν συγκεκλιμέναι προς τα οστέα του μηρού, τα δε γόνατα προς τα εκατέρωθεν πλευρά· αι χείρες επέκειντο σταυροειδώς επί του στέρνου, και από την δεξιάν ηγκαλίζετο εικών τις παλαιά, ήτις εφαίνετο να είναι της Θεοτόκου της Βηματαρίσσης. Ούτω λοιπόν οφθέντος του αγίου λειψάνου και ευωδίας αρρήτου πληρούντος τα πέριξ, εθαύμαζον οι ορώντες τεχνίται και ο επιμελητής και έσπευσαν να αναγγείλωσι το γεγονός εις τον επίτροπον Φιλάρετον, και εις πάντας τους εν τω Μοναστηρίω ευρισκομένους. Ετύγχανον δε τότε δύο Ιεράρχαι παροικούντες εις την Μονήν του Βατοπαιδίου ο τε πρώην Σμύρνης Χρύσανθος, όστις έφευγεν από του θρόνου του, διότι εσυκοφαντείτο δια προδοσίαν κατά του βασιλέως και τούτο διότι είχε συγγράψει κατά των Λουθηροκαλβίνων, και ο πρώην Ορεστιάδος ή Αδριανουπόλεως Γρηγόριος. Ελθόντων δε τούτων ως και του επιτρόπου και άλλων, και ιδόντων το άγιον λείψανον, έχον την θέσιν την οποίαν προείπομεν και βλεπόντων αλλήλους εν σιγή και θαυμαζόντων δια την εκπεμπομένην υπό του ιερού λειψάνου ευωδίαν, είπεν ο Σμύρνης Χρύσανθος: «Τι θαυμάζετε σιωπώντες, Πατέρες σεβάσμιοι; Ουχί δια θαύματος εδήλωσεν εις ημάς ο Θεός την αγιότητα τούτου του Πατρός, του οποίου βλέπομεν το λείψανον και οσφραινόμεθα της ουρανίου ευωδίας; Τις άλλος πλην του Θεού ημών κατεμύρισε τούτο τοιουτοτρόπως; Υπό τίνος άλλου εδόθη αύτη η θεία οσμή εις αυτό, και δι’ αυτού εκχέεται εις πάντα τον πέριξ ημών αέρα; Και πως τα ξηρά οστέα και αι σεσηπυίαι σάρκες τοιαύτην ευοσμίαν αποπνέουσιν, εφ’ όσον και αυτόν τον Λάζαρον, τετραήμερον μόνον εν τω τάφω κλεισθέντα, όζοντα εκ του Ευαγγελίου μανθάνομεν; «όζει· τεταρταίος γαρ εστι» (Ιωάν. ια: 39)· και ούτως είχε· διότι και τα οστά ταύτα, όταν διαλυθή το σώμα, αποφέρουσι γήϊνόν τινα και κάκοσμον αποφοράν. Τούτο δε το λείψανον αποπνέει θείου μύρου· δήλον δε και εκ των περικειμένων και επικειμένων επ’ αυτώ άλλων οστέων, και μάλιστα όσα ευρίσκονται μακρότερον του αγίου λειψάνου ουδεμίαν τοιαύτην ευωδίαν φέρουσι, τα δε πλησίον αυτού κείμενα ολίγον τι εκ της ευωδίας απολαμβάνουσι· μη όθεν απιστώμεν εις το θείον θαύμα, διότι πράγματι περί θαύματος πρόκειται, δια τους λόγους τους οποίους προείπον· ας δοξάσωμεν λοιπόν τον Θεόν, τον εν τοις Αγίοις αυτού αεί θαυμαζόμενον και τον Άγιον αυτού ας τιμήσωμεν δεόντως». Ταύτα τούτου λέγοντος συνευφήμησαν τον Άγιον και ο Αδριανουπόλεως και πάντες οι περιεστώτες, ειπόντες το «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών»· δοξάσαντες δε τον Θεόν μετεκόμισαν ευλαβώς το ιερόν λείψανον εις τον επί του παλαιού κοιμητηρίου υπάρχοντα Ναόν των Αγίων Αποστόλων, και εισήλθον εις το Μοναστήριον, εις τον Θεόν και πάλιν δόξαν προσφέροντες επί τω θαύματι, έχοντες κατά νουν τα του νεοφανούς Αγίου. Την επομένην ημέραν συνήλθον και συνεσκέπτοντο περί του ονόματος του Αγίου, τον οποίον δεν εγνώριζον, δια να μη τιμώσιν ανωνύμως τον εκ του Μοναστηρίου αυτών αναφανέντα Άγιον και περί του πως το ιερόν τούτο λείψανον ευρέθη τοιουτοτρόπως κείμενον εν τω κοιμητηρίω και περικεκυκλωμένον υπό πλήθους οστέων ατάκτως ερριμμένων. Και περί μεν του ονόματος γενομένης συζητήσεως εφάνη εις πάντας καλόν να δώσουν εις τον Άγιον πρόσκαιρόν τι όνομα και να επιτελέσουν αγρυπνίαν επί τη ευρέσει του αγίου λειψάνου, και προς δοξολογίαν Θεού, του δια θαύματος αποκαλύψαντος τον Άγιον αυτού εις ημάς. Κοινή γνώμη λοιπόν απεφάσισαν να ονομάσουν τούτον «Ευδόκιμον», διότι ηυδόκησεν ο Θεός να θαυματουργήση εις ημάς, καθ’ ον μάλιστα καιρόν τα της χριστιανικής ευσεβείας και πίστεως τοσούτον έχουσι παραμεληθέντα και ως εκ των ανθρωπίνων έργων έχουσι καταφρονηθή, ίνα τους μεν Χριστιανούς ανακαλέση εις την θείαν οδόν εκ της οποίας παρεκτραπέντες αθλίως εν τη παρούση ζωή διάγουσι και της μελλούσης κακά έχουσι τα προοίμια· ημάς δε πάλιν, τους τον μοναδικόν μετερχομένους βίον, να παροτρύνη εις μίμησιν της εναρέτου ζωής, δια την οποίαν δίδεται και η αγιαστική Χάρις. Εάν δε, είπον, δεν είναι αρεστόν εις τον Άγιον να δοξάζεται δια του ονόματος Ευδόκιμος, ας ευδοκήση αυτός να αποκαλύψη εις ημάς το εαυτού όνομα· ει δε είναι τούτο αρεστόν εις αυτόν και δέχεται το παρ’ ημών δοθέν όνομα, το οποίον, δια τον καιρόν κατά τον οποίον ζώμεν, είναι λίαν ευάρμοστον, ως δηλωτικόν της του Θεού ευδοκίας, προς διάσωσιν των πεπλανημένων Χριστιανών, ας δεχθή την παρ’ ημών επίκλησιν· «Ναι, Άγιε, είπον, εξ ευσεβούς γνώμης, τούτο το όνομα εγκρίνεται παρ’ ημών»· ούτως όθεν το όνομα «Ευδόκιμος», κοινή γνώμη των τε εν τω Βατοπαιδίω μοναζόντων, ως και των παρευρεθέντων δύο Ιεραρχών, προσεκυρώθη εις τον Άγιον. Περί δε του πως ευρέθη το λείψανον του Αγίου έχον την θέσιν, την οποίαν προείπομεν, εν τω κοιμητηρίω, πολλαί μεν γνώμαι ελέχθησαν· η δε του γραμματέως ενεκρίθη ειπόντος, ότι προγνωρίσας ο Άγιος την ώραν της τελευτής αυτού και εις ουδένα των εν τω Μοναστηρίω ειπών τι, παρέλαβε την σεβασμίαν εικόνα της Θεοτόκου εις τας αγκάλας αυτού, και εξελθών κρυφίως του Μοναστηρίου, εισήλθεν εις το αφεγγές κοιμητήριον, όπου ως υπελόγιζε θα ηδύνατο να παραμείνη απαρατήρητος. Εισελθών λοιπόν και ειπών το «Κύριε, εις χείρας σου το πνεύμα μου παρατίθημι», εξέπνευσε και εις τας αιωνίους απήλθε Μονάς. Η γνώμη αύτη του γραμματέως επεκυρώθη και εγένετο δεκτή παρά πάντων· διότι και το πράγμα ούτως εδείκνυεν. Επ’ αληθείας, εάν μεν ο Άγιος εθάπτετο πρώτον εκτός του κοιμητηρίου, πως οι ανορύξαντες τον τάφον αυτού δεν ησθάνθησαν της ευωδίας του λειψάνου, ότε αυτό μετεκόμιζον εις το κοιμητήριον; Ή πως ιδόντες το λείψανον έτι ενδεδυμένον, και των οστέων συνεχομένων, ως και την εν ταις αγκάλαις ιεράν εικόνα δεν εθαύμασαν; Ή πως τοιούτον πράγμα παρήλθον, μηδέν ειπόντες και μηδέν γράψαντες εις τον νεκρώσιμον κατάλογον, ούτε περί της εικόνος ούτε περί του λειψάνου, ούτε περί του ενδύματος αυτού; Τούτο βεβαίως δεν φαίνεται δυνατόν. Εάν δε πάλιν έθαπτον τον Άγιον εις το αφεγγές κοιμητήριον, πως μετά της εικόνος και αυτόν μόνον εκεί ενέβαλον, των δε άλλων Πατέρων μόνοντα οστέα συνήγον εκεί και ταύτα ατάκτως; Έτι δε και το να θάπτουν εκεί τα σώματα των κεκοιμημένων Πατέρων δεν φαίνεται ούτε πιθανόν ούτε αληθές, διότι επεκοινώνει το υστερόδμητον τούτο κοιμητήριον δια θυρίδος προςτο υπό την Εκκλησίαν παλαιόν και καμαρωτόν κοιμητήριον, και δια τούτο έπρεπε να εισέλθη τις πρώτον εις το μικρόν και νεόδμητον. Έπειτα δε και εάν τούτο, καίπερ απίθανον, υποθέσωμεν, πως εισερχόμενοι και εμβάλλοντες τα σώματα δεν είδον εκεί το λείψανον ούτω καθήμενον; Διότι εάν εισήρχοντο εκεί προς ενταφιασμόν των τεθνεώτων, δεν θα εισήρχοντο βεβαίως άνευ φωτός. Αλλά και το ότι τα των άλλων Πατέρων οστά ήσαν ατάκτως ερριμμένα αναιρεί παντελώς την υπόθεσιν περί της εκεί εισόδου Μοναχών προς ενταφιασμόν των νεκρών και μόνον τα οστά ερρίπτοντο εις το σκοτεινόν αυτό κοιμητήριον. Εκ τούτων όθεν απάντων η γνώμη του προρρηθέντος αδελφού εφάνη δεκτή και αναντίλεκτος. Φαίνεται δε ότι ο Άγιος τοσούτον έκρυπτε την αρετήν αυτού και αγιότητα, ώστε πιθανόν να εκρύβη, διότι εφοβείτο μήπως οι εν τω Βατοπαιδίω συνάδελφοί του εύρωσιν εις αυτόν δείγματα αγιότητος και τον τιμήσωσιν, όπερ αυτός δεν ήθελε, διότι επίστευεν ότι με το να τιμάται τις από τους ανθρώπους αμαρτάνει εις τον Θεόν και διότι τόσον θα ήτο ταπεινόφρων, ώστε κατεφρόνει απάσας τας του ματαίου τούτου βίου τιμάς. Τεκμήριον τούτο μέγιστον της αγιότητος αυτού, όπερ και μόνον ήρκει εις ένδειξιν του αληθώς αγιάσαντος, περιττού όντος παντός ετέρου θαύματος· διότι, ως λέγει τις των Πατέρων, «ο γαρ κατά Θεόν βίος και σημείων χωρίς τον στέφανον αποφέρεται της αγιότητος»· ότι δε ο βίος αυτού ήτο ενθεώτατος είναι φανερόν εκ του ότι ήθελε πάντοτε να κρύπτεται και ζων και μετά θάνατον, διο και εις ουδένα είπε τι, διότι εφοβείτο μήπως ποιήση τι προς το «θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ. κγ: 5), ο δε φόβος ούτος ηγίασε τον Ευδόκιμον, ότι το κρύπτειν αρετήν είναι μέγα κατόρθωμα. Πράγματι οι πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να κρύπτουν τα αμαρτήματα, τας δε αρετάς να διακηρύττουν, καν ώσι σμικρόταται, ενώ κατά τον της ισότητος λόγον πρέπει αμφότερα να κρύπτωνται, ίνα των εν κρυπτώ γενομένων αμαρτημάτων, κρύφιος γένηται και η αντίκρουσις· και ο εν κρυπτώ ηττηθείς, εν τω κρυπτώ και να νικήση. Το δε να διασαλπίζη τις τας αρετάς, τας δε αμαρτίας να αποκρύπτη, είναι εναντίον του ορθού λόγου· ημείς όμως αισχυνόμεθα την δημοσίευσιν των αμαρτιών, δια να μη γίνωμεν όνειδος και εξουθένημα λαού. Αλλά τότε διατί δεν φοβούμεθα και την των αγαθών πράξεων επίδειξιν, ήτις ως έγκλημα ανθρωπαρεσκείας απομακρύνει την ψυχήν μας από τον Θεόν; Και τι τούτου μεγαλύτερον; Δεν είναι ούτος όλεθρος ψυχής; Εφ’ όσον λοιπόν εις μόνον τον Θεόν αποκαλύπτομεν τα της ψυχής παραπτώματα, μη διακηρύττωμεν εις τους ανθρώπους την εκ της πτώσεως ανάστασιν, διότι τότε και ο μισθός ημών απόλλυται, και του θείου εντάλματος παραβάται γινόμεθα. Ο δε Άγιος Ευδόκιμος δεν εποίησεν ούτως. Εφ’ όσον λοιπόν της ευαγγελικής ταύτης εντολής φύλαξ ακριβής ομολογουμένως δείκνυται πόσον μάλλον και των λοιπών ευαγγελικών εντολών θα ήτο ακριβής τηρητής και μάλιστα των μεγαλυτέρων; Και πόσον θα ήτο κύριος των άλλων ηθικών παθών, εκτούτου και μόνον αποδεικνύεται, διότι το να νικήση την φιλοδοξίαν και να κρύπτη τας αρετάς αυτού τω όντι είναι πράγμα υπέρ άνθρωπον. Η φιλοδοξία έγκειται εις τας διανοίας των ανθρώπων και ως εκ τούτου δυσκολώτερον αποβάλλεται, διότι και δι’ αυτούς τους προ αυτού αγιάσαντας, αναγινώσκοντες τους Βίους αυτών, μανθάνομεν ότι ζώντες μεν τινες επεθύμουν να κρύπτωνται και να φεύγουν τον ανθρώπινον έπαινον, θνήσκοντες όμως δεν απηρέσκοντο εις το να καταστή γνωστή εις πάντας η αγιότης αυτών. Τοιούτον τι αναγινώσκομεν εις τους Βίους Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού και Ιωάννου του Καλυβίτου, οίτινες κατέλιπον δείγματα εις τους συγγενείς αυτών δια την μετά θάνατον αναγνώρισιν· ο δε Άγιος Ευδόκιμος, ως ήδη βλέπομεν, και ταύτην την επιθυμίαν ενίκησε. Πράγμα τούτο δυσκολώτατον και εις αυτούς τους εις άκρον αρετής ανελθόντας, διότι δεν έμελεν εις αυτόν το να τιμηθή από τους ανθρώπους ως Άγιος, αλλά το να ευαρεστήση τον Θεόν. Τι λοιπόν θα είπη τις, αν ίσως ανώτερον του Αλεξίου και Ιωάννου του Καλυβίτου ονομάσωμεν τον εκ του Βατοπαιδίου αναφανέντα Άγιον; Δεν εδιδάχθημεν όμως, Οσιώτατοι Πατέρες και αδελφοί, να κάμωμεν σύγκρισιν της αγιότητος, αλλ’ απλήν την αγιότητα να βλέπωμεν· γνωρίζομεν δε και ότι «εν τη οικία του Πατρός μου Μοναί πολλαί εισι» (Ιωάν. ιδ, 2), όπως λέγει το ιερόν Ευαγγέλιον, αλλά γνωρίζομεν μίαν την απόλαυσιν εν ισότητι· λέγομεν δε μόνον ότι ο θείος Ευδόκιμος φύλαξ υπήρχεν απασών των θείων εντολών ακριβέστατος και τας αρετάς αυτού απάσας έκρυπτε, το προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις ρητόν φοβούμενος· και δια της φυλακής τούτου του ρητού, το μέγιστον θηρίον, την φιλοδοξίαν, λέγω, και την φιλοτιμίαν, υφ’ ης ταραττόμεθα άπαντες, και τους μεγίστους κινδύνους διατρέχομεν, τούτο το δεινόν θηρίον ο Ευδόκιμος ενίκησε, και τούτου κατεθριάμβευσε· τίνι τρόπω; Με το να κρύπτεται πάντοτε και να μη επιδεικνύη εις ουδένα ουδέν σημείον της αγιότητος αυτού. Τον τρόπον τούτον δια του οποίου ο Άγιος Ευδόκιμος κατενίκησε το πάθος της φιλοδοξίας εγώ νομίζω μεγαλώτατον θρίαμβον της αρετής τόσον όσον και το πάθος της φιλοδοξίας θεωρούμενον ακαταμάχητον. Διότι εκ τίνος άλλου νομίζετε ενεφυσήθη ο πρώτος των Αγγέλων εις το να τολμήση να είπη· «Αναβήσομαι, επάνω των αστέρων του ουρανού θήσω τον θρόνον μου… έσομαι όμοιος τω Υψίστω»; (Ησα. ιδ, 14)· ουχί υπό του δοξαρίου του ακαταμαχήτου αυτού θηρίου; Και μη θαυμάσητε περί του ονόματος· διότι είτε έπαρσιν ονομάσωμεν, είτε υπερηφανείαν, είτε οίησιν, ή δόξαν, ή δοξομανίαν, ή δοξοκοπίαν, ή δοξάριον, ή φιλοτιμίαν, όνομα μεν μόνον μεταλλάσομεν, το δε πάθος είναι το αυτό λαμβάνον μόνον την διαφοράν κατά την των πασχόντων διάθεσιν. Ουχί δια το δοξάριον ο Αδάμ εφαντάσθη να γίνη ίσος προς τον Θεόν; Εάν λοιπόν δια το πάθος της δόξης εγένοντο οι Άγγελοι δαίμονες και διάβολοι, ο Αδάμ εθανατώθη και ο επίγειος και ουράνιος διάκοσμος συνεταράχθη και παμφάγος άδης εγεννήθη, ως ουδέποτε ώφελε, πως δεν είναι υπέρμεγα το πάθος του δοξαρίου; Και εάν ο πρώτος Άγγελος και ο πρώτος άνθρωπος νικηταί του πάθους τούτου εγίνοντο, δεν θα συνεταράττετο το σύμπαν ούτε ο θάνατος θα απειλούσεν ημάς δια του δρεπάνου αυτού καθιστών ημάς αεί τρέμοντας και φοβουμένους, δια το δοξάριον λοιπόν άπαντα τα δεινά και τρομερά εισήλθον εις τον κόσμον· διότι αυτό ενίκησε τους πρώτους και Άγγελον και άνθρωπον· ναι, δια τούτο· αλλά να νικήση τον Ευδόκιμον δεν ηδυνήθη, αλλ’ ενικήθη υπ’ αυτού, όστις κρύπτων ως κόρην οφθαλμού και αρετήν και αγιότητα, εθριάμβευσε θρίαμβον μέγαν, ανώτερος φανείς και του πρώτου Αγγέλου και του πρώτου ανθρώπου. Εάν λοιπόν δεν ονομάσωμεν Άγιον τον Ευδόκιμον και δεν τιμήσωμεν και δοξάσωμεν αυτόν ως Άγιον, τότε δεν γνωρίζω ποίον έτερον πρέπει να τιμήσωμεν. Το ότι δε το ευώδες αυτού σκήνος ευωδίαν αποπνέει ουράνιον μετά τοσούτον μέγαν θρίαμβον, τούτο και επέκεινα κρίνεται αγιότητος εις τους περί τα θεία καλώς φρονούντας, ως ξένος τις έγραφε προς τινα φίλον του, περί του Αγίου Ευδοκίμου αυτόν ερωτήσαντα· όμως δεν έμελλεν εις τέλος και δια παντός να κρύπτεται· διότι ο Θεός αντιδοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας· μήπως δεν θα εδόξαζε και τον Αδάμ, εάν ενίκα την φιλοδοξίαν; Ή θα εγκατελίμπανεν αγέραστον τον πρώτον Άγγελον, εάν δεν ενικάτο υπό του δοξαρίου; Βεβαίως θα τους εδόξαζεν, αλλ’ εκείνοι μεν δόξαν επιζητούντες και αυτής την οποίαν είχον εξέπεσον, ο δε ημέτερος Άγιος Ευδόκιμος, ταύτην αποφεύγων πάντοτε και δια παντός του βίου και εν τω θανάτω αυτού, και χωρίς να θέλη παρά Θεού εδοξάσθη· διότι ο Θεός δοξάζει πάντοτε τους Αγίους αυτού προς έπαινον της αρετής και της ενθέου ζωής, και προς έλεγχον της κακίας και εμπαθούς ζωής. Και περί μεν της ευρέσεως του αγίου λειψάνου και της αγιότητος του Αγίου Ευδοκίμου ταύτα. Οι δε του Βατοπαιδίου Πατέρες άπαντες λαμπαδηφορούντες την εσπέραν του Σαββάτου, ήτο δε τότε Τετάρτη του Οκτωβρίου μηνός, απήλθον εις το κοιμητήριον δια να μετακομίσουν το άγιον λείψανον, τινές δε των υπηρετών και των εργατών αφήρεσαν πολλά μέλη του αγίου λειψάνου, νομίζοντες ότι δεν γίνονται ιερόσυλοι, δια το χάριν ευλαβείας ταύτα λαμβάνειν, ούτε ότι αμαρτάνουν· όμως μαθόντες κατόπιν, ότι το να κλέπτη τις Αγίους είναι και της ιεροσυλίας μεγαλύτερον αμάρτημα, οι μεν έφερον ευθύς εκείνα τα οποία είχον αφαιρέσει, οι δε ανέμενον· τότε δε ψάλλοντες μετεκόμισαν το άγιον λείψανον εις τον εν τω Μοναστηρίω Καθολικόν Ναόν, περιελθόντες πρώτον αυτόν εν λιτανεία προπορευομένου του Ανδριανουπόλεως Ιεράρχου Γρηγορίου· συνθέσαντες δε εκ του προχείρου και Ακολουθίαν του Αγίου ετέλεσαν αγρυπνίαν, παννύχιοι τον Θεόν δοξάζοντες· τη δε επαύριον, μετά την λιτανείαν και λειτουργίαν, ασπασάμενοι ευλαβώς το ιερόν λείψανον έφερον αυτό εις το Καθολικόν της Μονής, τον Ιερόν Ναόν του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και κατέθηκαν εις το ιερόν Βήμα, δόξαν και πάλιν αναπέμψαντες εις τον Θεόν εφ’ οις ηυδόκησε να φανερώση εις αυτούς. Ταύτα περί του Αγίου Ευδοκίμου, αδελφοί και Πατέρες οσιώτατοι, του οποίου και το ιερόν λείψανον ησπάσθητε, και της θείας ευωδίας ωσφράνθητε, και το θαύμα του Θεού είδετε. Αλλ’ άραγε ο Θεός, θαυματουργών μάτην θαυματουργεί; ουδαμώς· αλλά προς δόξαν της Χριστιανικής πίστεως, διεγείρων πάντας τους Χριστιανούς προς αρετήν και ημάς τους Μοναχούς προς ζήλον και μίμησιν της αυτού εναρέτου και κατά Θεόν πολιτείας, άπερ και υμείς ταύτα εγνωρίσατε και η διάθεσις υμών εφανερούτο, εκ του χρώματος του προσώπου υμών χαράν άμα και λύπην τινά εμφαίνοντος ανά πάσαν την τελετήν ταύτην και έχαιρε μεν υμών η καρδία, διότι συνάδελφος υμών δια θείου θαύματος Άγιος εφανερώθη, ελυπείτο δε σκεπτομένων, ότι της αρετής εκείνου απέχετε και όμως ουδέν υμάς κωλύει μιμητάς εκείνου γενέσθαι· ουχί εν τω Μοναστηρίω ως και ημείς τον βίον διήλθεν; Ουχί εν τω Μοναστηρίω ηγίασεν; Ουχί άνθρωπος ήτο, ώσπερ και ημείς; Άρα θελήσεως έχομεν μάλλον μεγαλυτέραν ανάγκην ή δυνάμεως, διότι άνθρωποι όντες, την μεν δύναμιν έχομεν, την δε θέλησιν ουχί, και τούτο είναι εκείνο το οποίον μας κάμνει να σκυθρωπάζωμεν· αλλά ας θελήσωμεν μόνον ημείς, και ο Θεός βοηθός της θελήσεως ημών επιφαίνεται· ας θελήσωμεν να κατανικήσωμεν την των παθών αγριότητα, και ευθύς μιμηταί του Αγίου Ευδοκίμου γινόμεθα· δια δε της μιμήσεως θέλομεν απολαύσει και της εκείνου αγιότητος, ήτις ημάς και χαράς πληροί και κληρονόμους της των ουρανών Βασιλείας καθιστάνει. Ένθα και συν τω Αγίω Ευδοκίμω παριστάμενοι ενώπιον του Παντοκράτορος Θεού συνδοξολογήσωμεν και συνυμνήσωμεν αυτόν, εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν. Επειδή δε και περί των θαυμάτων του Αγίου πρέπει να γράψωμεν, δια τούτο εκ των πολλών, τα οποία εποίησε, δύο μόνον, χάριν συντομίας, ενταύθα λέγομεν, των οποίων και αυτόπται υπήρξαμεν, των δε μακράν τυγχανόντων, όσοι εκ παθών ανιάτων πάσχοντες επίστευσαν εις τον Άγιον, και επικαλεσάμενοι αυτόν εθεραπεύθησαν και όσα άλλα θαύματα διακηρύττονται, είναι αδύνατον να γράψωμεν, διότι τοσούτον η του ανδρός αγιότης εν τάχει εθαυμαστώθη. Αδελφός τις Μοναχός, πάσχων εκ φυματιώσεως, απελπισθείς εκ της ανθρωπίνης θεραπείας επεκαλέσθη τον Άγιον λέγων· «Αμαρτωλός ειμι, Άγιε, όμως τολμώ να δεηθώ προς σε, διότι ο καταμυρίσας σε Θεός και την χάριν σου έδωκεν των ιαμάτων· επειδή λοιπόν πολλοί νοσούντες σε επικαλεσάμενοι μετά πίστεως απήλαυσαν της υγείας, κάμε και εις εμέ τον ταπεινόν το θαύμα σου και δείξον την δύναμιν της σης αγιότητος». Ταύτα και τα τούτοις όμοια λέγοντος κατέλαβεν αυτόν ολίγος ύπνος και ευθύς βλέπει Μοναχόν τινα σεμνοπρεπή προσελθόντα εις αυτόν, όστις και του προσέφερε ποτήριον δια να πίη· ο δε ασθενής λαβών το ποτήριον έπινεν, είτα πάλιν και δεύτερον, πιών δε και τούτο λέγει· «Σε ευχαριστώ, Πάτερ, ότι διψώντα με επότισας», και ταύτα λέγων εξύπνησε και εθαύμαζε δια το γεγονός· διότι ησθάνετο τούτο ως οπτασίαν και όχι καθ’ ύπνον πραχθέν, έτι δε ησθάνετο την δραστηριότητα του ποτου, αποδιώκοντος πάντα τον περί τον στόμαχον και πνεύμονα προϋπάρχοντα πόνον· όθεν προσευχόμενος διενοείτο τα περί της προς τον Άγιον δεήσεως. Έπειτα δε μετέβη εις τον πνευματικόν του Μοναστηρίου Νήφωνα, και διηγήθη εις αυτόν άπαντα, απ’ εκείνης δε της ώρας απηλλάγη αληθώς του πάθους. Έτερος επίσης Μοναχός της ιδίας Μονής Βατοπαιδίου, ονόματι Γαβριήλ, όστις ήτο και έμπειρος της ιατρικής και μάλιστα της πρακτικής, ευρισκόμενος ποτέ εις Καρυάς κατελήφθη υπό τοσαύτης σφοδράς οδύνης εις την οσφύν και τους νεφρούς, ώστε ούτε να κοιμηθή ούτε να καθήση ή άλλως πως να μένη ηδύνατο. Εχρησιμοποίησε δε προς απαλλαγήν του εκ της δριμείας οδύνης όσα η τέχνη συνιστά και η πείρα αποδέχεται· βεντούζας, εντριβάς, χειραλειφάς, έμπλαστρα, θερμόλουτρα, καταπλάσματα και τα λοιπά· άπαντα όμως τα θεραπευτικά ταύτα μέσα απεδεικνύοντο ανίκανα να θεραπεύσουν τον πάσχοντα δια να δοξασθή και εις τούτον η χάρις του Αγίου Ευδοκίμου. Εν αμηχανία λοιπόν και οδύνη εκ των αφορήτων πόνων ευρισκομένου και των αδελφών πειραζόντων αυτόν λεγόντων: «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν», έτεροι προέτρεπον αυτόν να παρακαλέση τον Άγιον Ευδόκιμον, και αμέσως θα θεραπευθή, λέγοντες: «Υπέρτερός σου ιατρός υπάρχει εκείνος», ο δε πάσχων ακούσας ταύτα, είπεν· «Εάν είναι αληθώς θαυματουργός ο Άγιος, και δύναται να με θεραπεύση, εγώ θα επαργυρώσω την ιεράν αυτού κάραν». Ταύτα δε ειπών, επειδή ήτο από πολλού άυπνος, εκοιμήθη και ευθύς βλέπει Μοναχόν τινα σεμνοπρεπή, βαθύν και μεγαλόφρονα, με λευκόν πώγωνα, όστις προσελθών εις αυτόν εψηλάφησε την οσφύν αυτού και του λέγει· «Τίποτε δεν είναι αυτό, τι βοάς»; Ο δε ασθενής είπε· «Με περιπαίζεις, Γέροντα; Δεν γνωρίζεις οποίους φρικτούς πόνους έχω»; Τότε ο φανείς Γέρων, ειπών, το: «Καλώς έχεις» απήλθε· το δε σχήμα και η μορφή του φανέντος εις αυτόν Αγίου ωμοίαζε πολύ με την μορφήν του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου. Διεγερθείς δε ο Γαβριήλ κατ’ αρχάς μεν ενόμιζεν ότι εν εγρηγόρσει ήλθε τις προς αυτόν· όθεν στραφείς προς παριστάμενον Μοναχόν είπε· «Ποίος ήτο ο ελθών και ήδη εκ της θύρας εξερχόμενος Γέρων»; Ο δε είπεν· «Ουδείς ούτε εισήλθεν ούτε εξήλθε». Σύννους όθεν γενόμενος ανεμνήσθη όσα ηυχήθη εις τον Άγιον Ευδόκιμον, αλλ’ ενόμιζε φαντασίαν το πράγμα και ταραχήν του εγκεφάλου· εγερθείς δε και εξελθών του κελλίου του ησθάνθη εαυτόν υγιά· όθεν επίστευσεν ότι Άγιος ήτο ο ελθών και ψηλαφήσας αυτόν, ως δε είδε ότι και ο πόνος παντελώς έπαυσεν, ηννόησε το θαύμα του Αγίου· όθεν είπε το του Δαβίδ· «Εύξασθε και απόδοτε» (Ψαλμ. οε, 12), στραφείς δε και προς τους Μοναχούς είπε προς αυτούς· «Φέρετέ μοι μετ’ ευλαβείας την κάραν του Αγίου, ίνα ταύτην ασπασθώ, ότι αληθώς εθαυμαστώθη και εις εμέ η χάρις αυτού και με απήλλαξε της ανιάτου οδύνης». Κομισάντων δε την αγίαν κάραν και ασπασάμενος αυτήν είπε· «Εγώ θα σε επαργυρώσω, σεβασμία κεφαλή, διότι επίστευσα ότι αληθώς Άγιος υπάρχεις». Ανέθηκε δε εις χρυσοχόον την επαργύρωσιν της κάρας του Αγίου, όπερ και εγένετο, χαράξας και το εξής δίστιχον:
Το δ’ ηργύρωσε Γαβριήλ σεμνόν κάρη, Ευδόκιμον
ευρών των πόνων ακέστορα.
Ούτω λοιπόν και ο Μοναχός ούτος δια θαύματος του Αγίου εθεραπεύθη, αλλά
και πας όστις επικαλεσθήτον Άγιον μετά πίστεως ας μη αμφιβάλλη δια την
εκπλήρωσιν της αιτήσεως, αρκεί μόνον να αιτή από τον Άγιον δίκαια και αγαθά, ου
ταις ικεσίαις και ημείς των συμβαινόντων ρυσθείημεν, και Βασιλείας ουρανίου
αξιωθείημεν. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου