Τιμόθεος ο Άγιος Οσιομάρτυς κατήγετο από την επαρχίαν Κισσανίου του κατά
την Θράκην, από χωρίον τι καλούμενον Παράορα, ωνομάζετο δε Τριαντάφυλλος
πρότερον· όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, έλαβε γυναίκα νόμιμον και εγέννησεν εξ
αυτής δύο κοράσια. Μετά δε χρόνους η γυνή αυτού, εκ συνεργείας του διαβόλου,
ηγάπησεν Αγαρηνόν τινα. Όθεν ετούρκευσε και υπανδρεύθη με αυτόν, αφήσασα τον
νόμιμον αυτής σύζυγον. Αλλ’ ούτος, λυπούμενος δια την απώλειαν της ψυχής αυτής,
προνοών δε και δια τα κοράσια αυτού, μήπως τα λάβωσιν οι ασεβείς και τα
τουρκεύσωσι κατά την συνήθειαν αυτών, αφ’ ενός μεν παρέδωκεν αυτά εις τινας
συγγενείς αυτού να τα φυλάττωσι κεκρυμμένα εις το χωρίον των, αφ’ ετέρου δε δεν
έπαυεν από του να μηνύη προς αυτήν όπως επιστρέψη εις την πίστιν του Χριστού
δια να μη αποθάνη εις την ασέβειαν, οπότε θα κολασθή αιωνίως και άλλα όμοια.
Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου ήλθεν η γυνή εις αίσθησιν, αλλά δεν ηδύνατο να απαλλαγή εκ των χειρών του βαρβάρου ανδρός της, ούτε εγνώριζε που να καταφύγη και να λυτρωθή από εκείνον. Όθεν εσκέφθη λογισμόν τοιούτον, τον οποίον εφανέρωσε μυστικώς εις τον πρώτον άνδρα της, με το μέσον του ανθρώπου εκείνου, δια του οποίου και αυτός εμήνυσε προς αυτήν. Ο δε λογισμός ούτος ήτο να τουρκεύση και αυτός οικονομικώς και να επαναλάβη την γυναίκα του, έπειτα δε να αναχωρήσωσιν εκείθεν, δια να μεταβώσι δήθεν εις την Αίνον, διά τινα υπόθεσίν των, από εκεί δε να φύγωσιν αλλαχού. Και τότε εκείνη μεν να γίνη Μοναχή εις γυναικείον Μοναστήριον, αυτός δε να αναχωρήση εις το Άγιον Όρος και να μονάση. Ταύτην την είδησιν ως έμαθεν ο Τριαντάφυλλος δεν ανέβαλε τον καιρόν δια να λυτρώση την μεμελανωμένην εκείνην ψυχήν. Όθεν επήγεν αμέσως εις το κριτήριον των ασεβών και είπεν, ότι εάν του δίδωσι πάλιν την γυναίκα του γίνεται Τούρκος. Οι δε ασεβείς υπεσχέθησαν εις αυτόν να του την δώσωσιν. Όθεν περιτμηθείς, επανέλαβε την γυναίκα του και εκάθισε μετ’ αυτής ειςτο Κισσάνιον περί τους πέντε έως εξ μήνας, ζώντες κατά μεν το φαινόμενον ως Τούρκοι, εν τω κρυπτώ δε χριστιανικώς, προσέχοντες να μη δώσωσιν ουδεμίαν υποψίαν εις τους κρατούντας. Ημεραν δε τινά ευρών αιτίαν ευλογοφανή, παρέλαβε την γυναίκα του, και διελθών από το ρηθέν χωρίον απεχαιρέτησε τους συγγενείς αυτού και τα κοράσιά του και κατέβη εις Αίνον. Εκείθεν επιβάς εις πλοίον κρυφίως, επήγεν εις Κυδωνίας, ένθα αποκατέστησε την γυναίκα του εις το εκεί πλησίον γυναικείον Μοναστήριον, έπειτα δε αυτός διέπλευσεν εις το Άγιον Όρος αγνώριστος. Και απελθών πρώτον εις την Μεγίστην Λαύραν έγινε κηπουρός, μετά τινα δε χρόνον έλαβε και το μικρόν Σχήμα, μετονομασθείς Τιμόθεος. Διατρίψας όθεν εκείσε περί τα έξ έτη, εφύλαττεν ακριβώς τας διατάξεις του μοναδικού επαγγέλματος, ενήστευε, προσηύχετο, είχε τελείαν υπακοήν, πραότητα, ταπείνωσιν και όλας τας λοιπάς αρετάς. Έχων δε πόθον εγκάρδιον ίνα μαρτυρήση, και ακούσας το ένδοξον Μαρτύριον του Αγίου Νεομάρτυρος Αγαθαγγέλου του Εσφιγμενίτου, του κατ’ εκείνο το έτος μαρτυρήσαντος, έλαβεν άδειαν παρά των προεστώτων της Λαύρας, και ελθών εις το ιερόν Κοινόβιον του Εσφιγμένου, έβαλε μετάνοιαν· ύστερον δε έγινε και Μεγαλόσχημος, αυξήσας περισσότερον τον κανόνα και τας λοιπάς υποχρεώσεις της μοναδικής πολιτείας, ως επίσης και τας αρετάς, τας οποίας προείπομεν, έτι πλέον ανέπτυξε. Όθεν εποίει προθύμως πάντοτε παν το προστασσόμενον, τόσον από τον Ηγούμενον, όσον και από τον οικονόμον και από πάντα άλλον διακονητήν όστις τον προσέτασσεν. Αλλ’ επειδή ο προς το Μαρτύριον πόθος αυτού ηύξανεν ημέρα τη ημέρα, εφανέρωσε τον σκοπόν του εις τον Ηγούμενον και τον παρεκάλεσε να τον στείλη εις το Μαρτύριον. Ο δε του απεκρίθη να έχη υπομονήν, έως ότου τον δοκιμάση. Όθεν υπακούσας ηκολούθει το διακόνημά του. Δεν έλειπεν όμως του να προσέρχεται συχνάκις εις τον Ηγούμενον και να τον παρακαλή μετά θερμών δακρύων να τον ευσπλαγχνισθή και να παραδεχθή την αίτησίν του. τούτου πολλάκις γενομένου υπεχώρησεν ο Ηγούμενος Ευθύμιος εις την αίτησίν του και εφοδιάσας αυτόν με γράμματα, τον απέστειλε προς τον ιεροδιδάσκαλον κύριον Γερμανόν, διατρίβοντα τότε εις τα παράλια της Προποντίδος, παρακαλών αυτόν να τον συνοδεύση εις το Μαρτύριόν του, επιστηρίζων και νουθετών αυτόν περί την άθλησιν. Αναχωρήσας δε ο Άγιος από το Κοινόβιον, ηρώτησε τον Ηγούμενον το εξής: «Άραγε, επιτρέπεταί μοι, όταν θα διαβώ από το χωρίον μου, το οποίον είναι εις την οδόν εξ ης θα διέλθω και εις το οποίον ευρίσκονται τα κοράσιά μου, να υπάγω εις τον οίκον των, να τα ίδω μόνον»; Ο δε Ηγούμενος, φοβούμενος μήπως η αγάπη των τέκνων εμποδίση τον Άγιον από τον αγαθόν του σκοπόν, έτι δε και δια να λαμπρύνη αυτόν περισσότερον, δεν του επέτρεψεν. Κινήσας λοιπόν ο υπήκοος μαθητής του καλού ποιμένος, έφθασεν έξω του χωρίου εκείνου. Εκεί δε τα φιλόστοργα σπλάγχνα τόσον εθέρμαναν την καρδίαν του, ώστε έχυνε κρουνηδόν δάκρυα· όμως δεν ετόλμησεν όχι μόνον να εισέλθη εις το χωρίον, αλλ’ ουδέ να το ίδη καν με τους οφθαλμούς του, φοβούμενος το αμάρτημα της παρακοής. Παρακάμψας όθεν το χωρίον εβάδιζεν επί της οδού. Εκεί δε υπήντησέ τινα των γνωρίμων αυτού, εις το χωρίον εισερχόμενον, όστις και τον ανεγνώρισε και τον προσεκάλεσεν εις τον οίκον του· αλλ’ αυτός του απεκρίθη, ότι τώρα μεν δεν δύναται να εισέλθη εις το χωρίον, διότι εβιάζετο να προφθάση όσον τάχιστα εις τι μέρος, αλλά μετά την επιστροφήν του θέλει τον επισκεφθή. Αυτά και έτερα επροφασίζετο. Εισελθών δε ο άνθρωπος εκείνος εις το χωρίον, ανήγγειλεν εις τας θυγατέρας του την διάβασιν του πατρός των και ότι εκεί πλησίον έτι ευρίσκετο. Όθεν ακούσασαι εκείναι έδραμον ευθέως κράζουσαι και δεόμεναι να σταθή να τον ίδωσι μόνον. Αυτός όμως ο μακάριος, ακούσας τας φωνάς των, όχι μόνον δεν ηλάττωσε το βήμα ούτε και έστρεψε να τας ίδη, αλλ’ ώρμησε μάλλον τρέχων εις τα έμπροσθεν· έτρεχον δε και εκείναι κατόπιν του, πλην δεν ηδυνήθησαν να τον φθάσωσι, διότι εκείνος έτρεχεν ταχύτερον, έως ου εμακρύνθη πολύ εξ αυτών. Όταν δε έφθασεν εις τον Ελλήσποντον, περί τον οποίον ευρίσκετο ο Γερμανός, έτυχε τότε να είναι εκεί παρών και έτερος Ιερομόναχος, Ευθύμιος καλούμενος Βυζάντιος, όστις μετήρχετο εκεί και την πνευματικήν διαγωγήν. Ούτος ακούσας και μαθών τα περί αυτού επεθύμησεν, οίκοθεν κινηθείς, να συνοδεύση αυτόν εις το Μαρτύριον, και, ει δυνατόν, να συμμαρτυρήση και αυτός με αυτόν. Ήτο εκ Θεού πάντως η πρόθεσις αύτη του Ευθυμίου, καθότι η συνοδεία του μεγάλως ωφέλησε τον Αθλητήν εις τινα δεινήν περίστασιν, ως κατωτέρω θέλομεν είπει. Αφ’ ου λοιπόν ητοιμάσθησαν, έκειρε πρώτον ο Γερμανός μεγαλόσχημον τον ρηθέντα Ιερέα Ευθύμιον κατ’ επίμονόν του αίτησιν. Έπειτα ενεδύθησαν κοσμικά ενδύματα, ίνα φαίνωνται άγνωστοι εις τους βλέποντας αυτούς και απήλθον εις το Κισσάνιον, διαταχθέντες παρά του Γερμανού να εμφανισθώσι πρώτον ως έμποροι εις τους εκείσε κατοίκους, έπειτα δε να υπάγωσι εις επίσκεψιν αρνησιχρίστων τινών εκεί ευρισκομένων και τότε να φανερώση ο Τιμόθεος τον εαυτόν του προς αυτούς, υπομιμνήσκων την προτέραν των οικειότητα και γνωριμίαν· έπειτα να τους παρακινήση να μιμηθώσι και εκείνοι την επιστροφήν του και να επιστρέψωσιν εις την πατρώαν ευσέβειαν. Έπραξαν λοιπόν καθώς διετάχθησαν. Αλλ’ ο πρώτος των αρνησιχρίστων εκείνων, ευθύς ως ήκουσε την καλήν συμβουλήν αυτών, ων βεβυθισμένος όλως διόλου εις την ασέβειαν και μη υποφέρων την παρρησίαν των λόγων, πορευθείς επρόδωσεν αυτούς εις τους ασεβείς. Μαθών ταύτα ο κριτής και θυμού μεγάλου πλησθείς, αποστείλας έφερεν αυτούς δεδεμένους εις το κριτήριον. Είτα ερωτηθείς ο Τιμόθεος, ωμολόγησεν ότι Χριστιανός ήτο πρότερον και Χριστιανός επεθύμει να αποθάνη, αποκηρύττων την ασέβειαν και τα άλλα, προς τα οποία συνωμολόγησε και ο Ευθύμιος, τα αυτά και πλείονα λέγων και στηλιτεύων την πλάνην αυτών. Όθεν ο κριτής οργισθείς, πρώτον μεν ώρισε και έδεσαν αυτούς τόσον σφιγκτά και μάλιστα τον Τιμόθεον, ώστε επλησίασαν οι ώμοι να ενωθώσιν. Έπειτα τους εφυλάκισαν, κρεμάσαντες αυτούς από το δέσιμον εκείνο των βραχιόνων. Όθεν έγινε το σφίγξιμον δριμύτερον και εκινδύνευον να αποκολληθώσιν οι ώμοι εκ του βάρους του σώματος. Ησθάνετο δε ο Τιμόθεος οδύνην ανείκαστον και ανυπόφορον και είπεν εις τον Ευθύμιον ότι δεν ηδύνατο να υποφέρη. Ο δε Ευθύμιος παρηγόρει αυτόν και τον παρεθάρρυνε να υπομείνη ευχαρίστως την βάσανον. Έπειτα παρεκάλεσεν ένα των εκείσε παρευρεθέντων Αγαρηνών και έλυσεν αυτόν ολίγον και ούτως κατέστη μετριωτέρα η ανυπόφορος εκείνη βάσανος. Ο δε κριτής πρώτον μεν έγραψε το ιλάμιον (την απόφασιν) του θανάτου του Τιμοθέου, κατά δε την επομένην απέστειλεν αυτούς μετά της αποφάσεως εις Ανδριανούπολιν, εις την οποίαν προ μιάς ημέρας είχον ομολογήσει την ευσέβειαν δύο έτεροι Ομολογηταί, Νικόλαος Ιερομόναχος και Βαρνάβας Μοναχός, τους οποίους, αφ’ ου επαίδευσαν, διεχώρισαν αυτούς απ’ αλλήλων· και τον μεν Ιερέα Νικόλαον έβαλον εις την φυλακήν του Κοσταντζήμπαση, τον δε Βαρνάβαν εις την κοινήν φυλακήν, την εν τω πραιτωρίω του σατράπου. Διώρισαν δε να τους δέρωσι καθ’ εκάστην εσπέραν εις τους πόδας, αρχόμενοι από τριάκοντα οκτώ πληγών και αυξάνοντες καθ’ εκάστην αυτάς ανά δύο, άχρι τέλους της σελήνης εκείνης και εάν επιμείνωσιν έως τέλους εις την ομολογίαν των, να τους θανατώσωσιν εις τας αρχάς της νέας σελήνης. Ως δε έφθασαν και ούτοι οι δύο, Τιμόθεος και Ευθύμιος, παρεστάθησαν εις τον σατράπην (ήτοι τον πασάν), και δείξαντες την επιμονήν, την οποίαν είχον εις την αγίαν πίστιν ημών, έβαλεν αυτούς εις την κοινήν φυλακήν, εκεί δε εσφάλισαν τους πόδας αυτών εις το τιμωρητικόν ξύλον μετά του ρηθέντος Βαρνάβα. Πλην τον μεν Ιερέα Ευθύμιον έδερον καθ’ εκάστην, τον δε Τιμόθεον όχι, αλλ’ είπον εις αυτόν, ότι το ιδικόν του ιλάμι εγράφη. Όθεν αν μέχρι τέλους του παρόντος μηνός δεν επιστρέψη εις την πίστιν αυτών, θέλει θανατωθή εξ αποφάσεως εις την αρχήν της νέας σελήνης. Ο δε Ιερομόναχος Γερμανός, επιθυμών να παρακολουθή αυτοπροσώπως τους Ομολογητάς και να στηρίζη αυτούς, έφθασε μετά δύο ημέρας εις Ανδριανούπολιν και έμεινεν εις πανδοχείον προς ώραν, ίνα μη δώση υποψίαν τινά εις τους Αγαρηνούς. Εκεί ηρώτησε παρατυχόντα Χριστιανόν περί των Ομολογητών, ο δε είπε προς αυτόν, ότι καθ’ εσπέραν δέρουσιν αυτούς και ότι εζήτησαν την θείαν και ιεράν Κοινωνίαν, πλην ουδείς των ιερωμένων τολμά να υπάγη εις την φυλακήν. Συγχρόνως, ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης αοίδιμος Κύριλλος, παροικών τότε εκείσε, έμαθε την έλευσιν του Ιερομονάχου Γερμανού και καλέσας αυτόν προέτρεψε φιλικώς να μη εμφανισθή, αλλά να διάγη κεκρυμμένος άχρι της αθλήσεως των Ομολογητών, ίνα μη κακοποιήσωσιν αυτόν οι ασεβείς. Αλλ’ αυτός εξελθών του Πατριαρχικού οικήματος, αμέσως απελθών εις την Εκκλησίαν, εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα και λαβών εξ μερίδας του Δεσποτικού Σώματος, την αυτήν ημέραν απέστειλε τας τρεις προς τους Ομολογητάς εις την φυλακήν δια τινος Χριστιανού, όστις ήτο υπηρέτης των εισπρακτόρων των κεφαλικών φόρων, συναπέστειλε δε και γράμμα, δηλοποιών προς αυτούς, ότι την αύριον θέλει υπάγει και ο ίδιος εις την φυλακήν να τους φέρη και άλλον Άγιον Άρτον. Λαβόντες δε εκείνοι τοιαύτην είδησιν παρηγορήθησαν μεγάλως, δοξάσαντες μετά δακρύων τον Κύριον. Αντέγραψαν δε και ούτοι απόκρισιν δια τινος Χριστιανού, Αναγνώστου καλουμένου, όντος και αυτού φυλακισμένου τότε δια χρέη και απέστειλαν δια του ιδίου γραμματοκομιστού, ευχαριστούντες και δεικνύοντες την επιθυμίαν, την οποίαν είχον να τον απολαύσωσιν. Μαθών δε ο Ιερομόναχος Γερμανός, ότι τους Χριστιανούς τους μη έχοντας απόδειξιν ότι επλήρωσαν τον κεφαλικόν φόρον τους εγκλείουσιν εις την αυτήν φυλακήν όπου είχον και τους Ομολογητάς, είπεν εις τον προρρηθέντα υπηρέτην να είπη εις τον αυθέντην του εισπράκτορα του χαρατσίου, ότι δεν είχεν ενδεικτικόν φόρου. Ακούσας τούτο ο Οθωμανός ήλθε το πρωϊ εις το ρηθέν πανδοχείον και εζήτει να ίδη την απόδειξιν του φόρου του. όταν δε του είπεν ο Γερμανός ότι δεν είχε και ότι στερείται χρημάτων δια να πληρώση, λαβών αυτόν ενέκλεισεν εις την φυλακήν. Εισελθών λοιπόν, πρώτον ησπάσθη τους πόδας των Ομολογητών, οίτινες ήσαν εις το τιμωρητικόν ξύλον, είτα εναγκαλισθέντες μετά δακρύων ηυφράνθησαν πνευματικώς. Κατά την εσπέραν εκείνην, θεία νεύσει, δεν έδειραν οι Οθωμανοί τους Ομολογητάς, αλλ’ έπαυσαν τον δαρμόν αυτών, κατά διαταγήν του πασά, δια δύο αίτια τα οποία εσκέφθη. Πρώτον μεν διότι οι Ομολογηταί εδέχοντο τας πληγάς ευχαρίστως και προοσηνώς, χωρίς να δείξωσιν ουδόλως δυσαρέσκειαν, καίτοι έτυπτον σφοδρώς αυτούς εις τους όνυχας των ποδών δια να γογγύσωσι και να εκφωνήσωσι τουλάχιστον ένα ωχ! Τουναντίον δε μάλιστα, ο Ιερεύς Ευθύμιος, όστις ηύχετο ευχαρίστως, λέγων το «Κύριε Ιησού Χριστέ κ.τ.λ.», έκαμε τους βαρβάρους να θαυμάζωσι. Δεύτερον δε, ότι επιάσθησαν αι χείρες των δημίων, οίτινες τους έδερον, εκ των οποίων δυσωπηθείς ο πασάς ώρισε και έπαυσαν τον δαρμόν. Διανυκτερεύσας λοιπόν ο Γερμανός εις την φυλακήν μετά των Ομολογητών, έψαλλον αγρυπνίαν ολονύκτιον, αντί δε αναγνώσεως διηγούντο οι Ομολογηταί, κατά προτροπήν του Γερμανού, τους άθλους και πάντα τα κινήματα αυτών, δηλαδή όσα οι τύραννοι είπον προς αυτούς και όσα αυτοί προέτεινον εις εκείνους και λοιπά. Διηγείτο δε και ο Βαρνάβας τους άθλους αυτού τε και του Γεροντός του Ιερέως Νικολάου. Μετά δε το τέλος της αγρυπνίας εξωμολογήθησαν εις τον Γερμανόν και εκοινώνησαν παρ’ αυτού τα Άχραντα Μυστήρια. Ο δε μακάριος Τιμόθεος διέκειτο εις βαθυτάτην ειρήνην και άκραν ταπείνωσιν, είχε δε δια μεγάλην χαράν την αγγελίαν, αφ’ ότου ήκουσεν, ότι εξεδόθη το ιλάμι του. Περί δε τα τέλη του Οκτωβρίου μηνός, εν έτει αωκ΄ (1820), φανείσης νέας σελήνης προ μιάς ή δύο ημερών, εξέβαλον τον Τιμόθεον της φυλακής και παρέστησαν αυτόν ενώπιον του σατράπου. Όθεν εξετάσας αυτόν και παρακινήσας πολύ να επιστρέψη εις τον Μωαμεθανισμόν και μη δυνηθείς να τον καταπείση να ομολογήση την πίστιν των, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να τον αποκεφαλίσωσιν. Όθεν δέσαντες αυτόν οι δήμιοι έφερον εις τον τόπον της καταδίκης και κλίνας τα γόνατα, απετμήθη την τιμίαν αυτού κεφαλήν τη κθ΄ (29η) Οκτωβρίου του έτους αωκ΄ (1820). Ο δε θάνατος αυτού τόσον κατήσχυνε τον πασάν και τους άρχοντας αυτού, ώστε τους άλλους τρεις, ήτοι τον Ιερέα Ευθύμιον, τον Ιερέα Νικόλαον και τον Βαρνάβαν ώρισε και τους απεδίωξαν μετά παρέλευσιν τριών ημερών, χωρίς να τους κακοποιήσωσι, καίτοι ο Ιερεύς Ευθύμιος δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον να αναχωρήση εκείθεν, ποθών να συναποθάνη μετά του Μάρτυρος, και έλεγε πολλάκις εις τους ασεβείς· «Εγώ μόνος δεν ήλθα εδώ, αλλά ή δότε μου τον σύντροφόν μου ή στείλατε και εμέ όπου εκείνον επέμψατε» και άλλα τοιαύτα πολλά. Αλλά εκείνοι εμβάσαντες αυτόν βιαίως εις πλοίον τι δια του ποταμού, απέστειλαν αυτόν εις Αίνον· οι δε έτεροι δύο διωχθέντες εκείθεν ανεχώρησαν. Το δε σώμα του Μάρτυρος εζήτησε με χρήματα ο Γερμανός να το λάβη, αλλά δεν ηθέλησαν κατ’ ουδένα τρόπον να το πωλήσωσιν, αν και δια μέσου Χριστιανών τινων υπεσχέθη να τους δώση χρήματα ικανά, όσα ήθελον. Εκείνοι όμως, θέλοντες να εκδικήσωσι την καταισχύνην της θρησκείας των εις το σώμα του Μάρτυρος του ταύτην καταισχύναντος, διέταξαν και ερρίφθη εις τον ποταμόν. Ηγόρασε δε τα ενδύματα αυτού τα αιματωμένα ο ρηθείς Ιερομόναχος Γερμανός. Λαβών δε αυτά, ανεχώρησεν από την Αδριανούπολιν και διελθών από το χωρίον Παράορα επεσκέφθη τας θυγατέρας του Μάρτυρος, δους εις αυτάς και μέρος εκ των αιματωμένων ιματίων του Μάρτυρος και πατρός αυτών. Εκείθεν δια της Αίνου πλεύσας ήλθεν εις το Άγιον Όρος και έφερεν εις την Ιεράν Μονήν του Εσφιγμένου τα ιερά αιματωμένα ιμάτια του Αγίου Οσιομάρτυρος Τιμοθέου· και εξελθόντες με λιτανείαν ο τε Ηγούμενος και οι Πατέρες εδέχθησαν αυτά περιχαρώς και ασπασάμενοι αυτά ευλαβώς, απεθησαύρισαν μετά των αμφίων του προαθλήσαντος Οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου εις θεραπείαν παθών ψυχής τε και σώματος πάντων των μετ’ ευλαβείας ασπαζομένων και επικαλουμένων θερμώς την αρωγήν αυτών και βοήθειαν. Ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της αιωνίου δόξης και ουρανίου μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει δόξα συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων· Αμήν.
Μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου ήλθεν η γυνή εις αίσθησιν, αλλά δεν ηδύνατο να απαλλαγή εκ των χειρών του βαρβάρου ανδρός της, ούτε εγνώριζε που να καταφύγη και να λυτρωθή από εκείνον. Όθεν εσκέφθη λογισμόν τοιούτον, τον οποίον εφανέρωσε μυστικώς εις τον πρώτον άνδρα της, με το μέσον του ανθρώπου εκείνου, δια του οποίου και αυτός εμήνυσε προς αυτήν. Ο δε λογισμός ούτος ήτο να τουρκεύση και αυτός οικονομικώς και να επαναλάβη την γυναίκα του, έπειτα δε να αναχωρήσωσιν εκείθεν, δια να μεταβώσι δήθεν εις την Αίνον, διά τινα υπόθεσίν των, από εκεί δε να φύγωσιν αλλαχού. Και τότε εκείνη μεν να γίνη Μοναχή εις γυναικείον Μοναστήριον, αυτός δε να αναχωρήση εις το Άγιον Όρος και να μονάση. Ταύτην την είδησιν ως έμαθεν ο Τριαντάφυλλος δεν ανέβαλε τον καιρόν δια να λυτρώση την μεμελανωμένην εκείνην ψυχήν. Όθεν επήγεν αμέσως εις το κριτήριον των ασεβών και είπεν, ότι εάν του δίδωσι πάλιν την γυναίκα του γίνεται Τούρκος. Οι δε ασεβείς υπεσχέθησαν εις αυτόν να του την δώσωσιν. Όθεν περιτμηθείς, επανέλαβε την γυναίκα του και εκάθισε μετ’ αυτής ειςτο Κισσάνιον περί τους πέντε έως εξ μήνας, ζώντες κατά μεν το φαινόμενον ως Τούρκοι, εν τω κρυπτώ δε χριστιανικώς, προσέχοντες να μη δώσωσιν ουδεμίαν υποψίαν εις τους κρατούντας. Ημεραν δε τινά ευρών αιτίαν ευλογοφανή, παρέλαβε την γυναίκα του, και διελθών από το ρηθέν χωρίον απεχαιρέτησε τους συγγενείς αυτού και τα κοράσιά του και κατέβη εις Αίνον. Εκείθεν επιβάς εις πλοίον κρυφίως, επήγεν εις Κυδωνίας, ένθα αποκατέστησε την γυναίκα του εις το εκεί πλησίον γυναικείον Μοναστήριον, έπειτα δε αυτός διέπλευσεν εις το Άγιον Όρος αγνώριστος. Και απελθών πρώτον εις την Μεγίστην Λαύραν έγινε κηπουρός, μετά τινα δε χρόνον έλαβε και το μικρόν Σχήμα, μετονομασθείς Τιμόθεος. Διατρίψας όθεν εκείσε περί τα έξ έτη, εφύλαττεν ακριβώς τας διατάξεις του μοναδικού επαγγέλματος, ενήστευε, προσηύχετο, είχε τελείαν υπακοήν, πραότητα, ταπείνωσιν και όλας τας λοιπάς αρετάς. Έχων δε πόθον εγκάρδιον ίνα μαρτυρήση, και ακούσας το ένδοξον Μαρτύριον του Αγίου Νεομάρτυρος Αγαθαγγέλου του Εσφιγμενίτου, του κατ’ εκείνο το έτος μαρτυρήσαντος, έλαβεν άδειαν παρά των προεστώτων της Λαύρας, και ελθών εις το ιερόν Κοινόβιον του Εσφιγμένου, έβαλε μετάνοιαν· ύστερον δε έγινε και Μεγαλόσχημος, αυξήσας περισσότερον τον κανόνα και τας λοιπάς υποχρεώσεις της μοναδικής πολιτείας, ως επίσης και τας αρετάς, τας οποίας προείπομεν, έτι πλέον ανέπτυξε. Όθεν εποίει προθύμως πάντοτε παν το προστασσόμενον, τόσον από τον Ηγούμενον, όσον και από τον οικονόμον και από πάντα άλλον διακονητήν όστις τον προσέτασσεν. Αλλ’ επειδή ο προς το Μαρτύριον πόθος αυτού ηύξανεν ημέρα τη ημέρα, εφανέρωσε τον σκοπόν του εις τον Ηγούμενον και τον παρεκάλεσε να τον στείλη εις το Μαρτύριον. Ο δε του απεκρίθη να έχη υπομονήν, έως ότου τον δοκιμάση. Όθεν υπακούσας ηκολούθει το διακόνημά του. Δεν έλειπεν όμως του να προσέρχεται συχνάκις εις τον Ηγούμενον και να τον παρακαλή μετά θερμών δακρύων να τον ευσπλαγχνισθή και να παραδεχθή την αίτησίν του. τούτου πολλάκις γενομένου υπεχώρησεν ο Ηγούμενος Ευθύμιος εις την αίτησίν του και εφοδιάσας αυτόν με γράμματα, τον απέστειλε προς τον ιεροδιδάσκαλον κύριον Γερμανόν, διατρίβοντα τότε εις τα παράλια της Προποντίδος, παρακαλών αυτόν να τον συνοδεύση εις το Μαρτύριόν του, επιστηρίζων και νουθετών αυτόν περί την άθλησιν. Αναχωρήσας δε ο Άγιος από το Κοινόβιον, ηρώτησε τον Ηγούμενον το εξής: «Άραγε, επιτρέπεταί μοι, όταν θα διαβώ από το χωρίον μου, το οποίον είναι εις την οδόν εξ ης θα διέλθω και εις το οποίον ευρίσκονται τα κοράσιά μου, να υπάγω εις τον οίκον των, να τα ίδω μόνον»; Ο δε Ηγούμενος, φοβούμενος μήπως η αγάπη των τέκνων εμποδίση τον Άγιον από τον αγαθόν του σκοπόν, έτι δε και δια να λαμπρύνη αυτόν περισσότερον, δεν του επέτρεψεν. Κινήσας λοιπόν ο υπήκοος μαθητής του καλού ποιμένος, έφθασεν έξω του χωρίου εκείνου. Εκεί δε τα φιλόστοργα σπλάγχνα τόσον εθέρμαναν την καρδίαν του, ώστε έχυνε κρουνηδόν δάκρυα· όμως δεν ετόλμησεν όχι μόνον να εισέλθη εις το χωρίον, αλλ’ ουδέ να το ίδη καν με τους οφθαλμούς του, φοβούμενος το αμάρτημα της παρακοής. Παρακάμψας όθεν το χωρίον εβάδιζεν επί της οδού. Εκεί δε υπήντησέ τινα των γνωρίμων αυτού, εις το χωρίον εισερχόμενον, όστις και τον ανεγνώρισε και τον προσεκάλεσεν εις τον οίκον του· αλλ’ αυτός του απεκρίθη, ότι τώρα μεν δεν δύναται να εισέλθη εις το χωρίον, διότι εβιάζετο να προφθάση όσον τάχιστα εις τι μέρος, αλλά μετά την επιστροφήν του θέλει τον επισκεφθή. Αυτά και έτερα επροφασίζετο. Εισελθών δε ο άνθρωπος εκείνος εις το χωρίον, ανήγγειλεν εις τας θυγατέρας του την διάβασιν του πατρός των και ότι εκεί πλησίον έτι ευρίσκετο. Όθεν ακούσασαι εκείναι έδραμον ευθέως κράζουσαι και δεόμεναι να σταθή να τον ίδωσι μόνον. Αυτός όμως ο μακάριος, ακούσας τας φωνάς των, όχι μόνον δεν ηλάττωσε το βήμα ούτε και έστρεψε να τας ίδη, αλλ’ ώρμησε μάλλον τρέχων εις τα έμπροσθεν· έτρεχον δε και εκείναι κατόπιν του, πλην δεν ηδυνήθησαν να τον φθάσωσι, διότι εκείνος έτρεχεν ταχύτερον, έως ου εμακρύνθη πολύ εξ αυτών. Όταν δε έφθασεν εις τον Ελλήσποντον, περί τον οποίον ευρίσκετο ο Γερμανός, έτυχε τότε να είναι εκεί παρών και έτερος Ιερομόναχος, Ευθύμιος καλούμενος Βυζάντιος, όστις μετήρχετο εκεί και την πνευματικήν διαγωγήν. Ούτος ακούσας και μαθών τα περί αυτού επεθύμησεν, οίκοθεν κινηθείς, να συνοδεύση αυτόν εις το Μαρτύριον, και, ει δυνατόν, να συμμαρτυρήση και αυτός με αυτόν. Ήτο εκ Θεού πάντως η πρόθεσις αύτη του Ευθυμίου, καθότι η συνοδεία του μεγάλως ωφέλησε τον Αθλητήν εις τινα δεινήν περίστασιν, ως κατωτέρω θέλομεν είπει. Αφ’ ου λοιπόν ητοιμάσθησαν, έκειρε πρώτον ο Γερμανός μεγαλόσχημον τον ρηθέντα Ιερέα Ευθύμιον κατ’ επίμονόν του αίτησιν. Έπειτα ενεδύθησαν κοσμικά ενδύματα, ίνα φαίνωνται άγνωστοι εις τους βλέποντας αυτούς και απήλθον εις το Κισσάνιον, διαταχθέντες παρά του Γερμανού να εμφανισθώσι πρώτον ως έμποροι εις τους εκείσε κατοίκους, έπειτα δε να υπάγωσι εις επίσκεψιν αρνησιχρίστων τινών εκεί ευρισκομένων και τότε να φανερώση ο Τιμόθεος τον εαυτόν του προς αυτούς, υπομιμνήσκων την προτέραν των οικειότητα και γνωριμίαν· έπειτα να τους παρακινήση να μιμηθώσι και εκείνοι την επιστροφήν του και να επιστρέψωσιν εις την πατρώαν ευσέβειαν. Έπραξαν λοιπόν καθώς διετάχθησαν. Αλλ’ ο πρώτος των αρνησιχρίστων εκείνων, ευθύς ως ήκουσε την καλήν συμβουλήν αυτών, ων βεβυθισμένος όλως διόλου εις την ασέβειαν και μη υποφέρων την παρρησίαν των λόγων, πορευθείς επρόδωσεν αυτούς εις τους ασεβείς. Μαθών ταύτα ο κριτής και θυμού μεγάλου πλησθείς, αποστείλας έφερεν αυτούς δεδεμένους εις το κριτήριον. Είτα ερωτηθείς ο Τιμόθεος, ωμολόγησεν ότι Χριστιανός ήτο πρότερον και Χριστιανός επεθύμει να αποθάνη, αποκηρύττων την ασέβειαν και τα άλλα, προς τα οποία συνωμολόγησε και ο Ευθύμιος, τα αυτά και πλείονα λέγων και στηλιτεύων την πλάνην αυτών. Όθεν ο κριτής οργισθείς, πρώτον μεν ώρισε και έδεσαν αυτούς τόσον σφιγκτά και μάλιστα τον Τιμόθεον, ώστε επλησίασαν οι ώμοι να ενωθώσιν. Έπειτα τους εφυλάκισαν, κρεμάσαντες αυτούς από το δέσιμον εκείνο των βραχιόνων. Όθεν έγινε το σφίγξιμον δριμύτερον και εκινδύνευον να αποκολληθώσιν οι ώμοι εκ του βάρους του σώματος. Ησθάνετο δε ο Τιμόθεος οδύνην ανείκαστον και ανυπόφορον και είπεν εις τον Ευθύμιον ότι δεν ηδύνατο να υποφέρη. Ο δε Ευθύμιος παρηγόρει αυτόν και τον παρεθάρρυνε να υπομείνη ευχαρίστως την βάσανον. Έπειτα παρεκάλεσεν ένα των εκείσε παρευρεθέντων Αγαρηνών και έλυσεν αυτόν ολίγον και ούτως κατέστη μετριωτέρα η ανυπόφορος εκείνη βάσανος. Ο δε κριτής πρώτον μεν έγραψε το ιλάμιον (την απόφασιν) του θανάτου του Τιμοθέου, κατά δε την επομένην απέστειλεν αυτούς μετά της αποφάσεως εις Ανδριανούπολιν, εις την οποίαν προ μιάς ημέρας είχον ομολογήσει την ευσέβειαν δύο έτεροι Ομολογηταί, Νικόλαος Ιερομόναχος και Βαρνάβας Μοναχός, τους οποίους, αφ’ ου επαίδευσαν, διεχώρισαν αυτούς απ’ αλλήλων· και τον μεν Ιερέα Νικόλαον έβαλον εις την φυλακήν του Κοσταντζήμπαση, τον δε Βαρνάβαν εις την κοινήν φυλακήν, την εν τω πραιτωρίω του σατράπου. Διώρισαν δε να τους δέρωσι καθ’ εκάστην εσπέραν εις τους πόδας, αρχόμενοι από τριάκοντα οκτώ πληγών και αυξάνοντες καθ’ εκάστην αυτάς ανά δύο, άχρι τέλους της σελήνης εκείνης και εάν επιμείνωσιν έως τέλους εις την ομολογίαν των, να τους θανατώσωσιν εις τας αρχάς της νέας σελήνης. Ως δε έφθασαν και ούτοι οι δύο, Τιμόθεος και Ευθύμιος, παρεστάθησαν εις τον σατράπην (ήτοι τον πασάν), και δείξαντες την επιμονήν, την οποίαν είχον εις την αγίαν πίστιν ημών, έβαλεν αυτούς εις την κοινήν φυλακήν, εκεί δε εσφάλισαν τους πόδας αυτών εις το τιμωρητικόν ξύλον μετά του ρηθέντος Βαρνάβα. Πλην τον μεν Ιερέα Ευθύμιον έδερον καθ’ εκάστην, τον δε Τιμόθεον όχι, αλλ’ είπον εις αυτόν, ότι το ιδικόν του ιλάμι εγράφη. Όθεν αν μέχρι τέλους του παρόντος μηνός δεν επιστρέψη εις την πίστιν αυτών, θέλει θανατωθή εξ αποφάσεως εις την αρχήν της νέας σελήνης. Ο δε Ιερομόναχος Γερμανός, επιθυμών να παρακολουθή αυτοπροσώπως τους Ομολογητάς και να στηρίζη αυτούς, έφθασε μετά δύο ημέρας εις Ανδριανούπολιν και έμεινεν εις πανδοχείον προς ώραν, ίνα μη δώση υποψίαν τινά εις τους Αγαρηνούς. Εκεί ηρώτησε παρατυχόντα Χριστιανόν περί των Ομολογητών, ο δε είπε προς αυτόν, ότι καθ’ εσπέραν δέρουσιν αυτούς και ότι εζήτησαν την θείαν και ιεράν Κοινωνίαν, πλην ουδείς των ιερωμένων τολμά να υπάγη εις την φυλακήν. Συγχρόνως, ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης αοίδιμος Κύριλλος, παροικών τότε εκείσε, έμαθε την έλευσιν του Ιερομονάχου Γερμανού και καλέσας αυτόν προέτρεψε φιλικώς να μη εμφανισθή, αλλά να διάγη κεκρυμμένος άχρι της αθλήσεως των Ομολογητών, ίνα μη κακοποιήσωσιν αυτόν οι ασεβείς. Αλλ’ αυτός εξελθών του Πατριαρχικού οικήματος, αμέσως απελθών εις την Εκκλησίαν, εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα και λαβών εξ μερίδας του Δεσποτικού Σώματος, την αυτήν ημέραν απέστειλε τας τρεις προς τους Ομολογητάς εις την φυλακήν δια τινος Χριστιανού, όστις ήτο υπηρέτης των εισπρακτόρων των κεφαλικών φόρων, συναπέστειλε δε και γράμμα, δηλοποιών προς αυτούς, ότι την αύριον θέλει υπάγει και ο ίδιος εις την φυλακήν να τους φέρη και άλλον Άγιον Άρτον. Λαβόντες δε εκείνοι τοιαύτην είδησιν παρηγορήθησαν μεγάλως, δοξάσαντες μετά δακρύων τον Κύριον. Αντέγραψαν δε και ούτοι απόκρισιν δια τινος Χριστιανού, Αναγνώστου καλουμένου, όντος και αυτού φυλακισμένου τότε δια χρέη και απέστειλαν δια του ιδίου γραμματοκομιστού, ευχαριστούντες και δεικνύοντες την επιθυμίαν, την οποίαν είχον να τον απολαύσωσιν. Μαθών δε ο Ιερομόναχος Γερμανός, ότι τους Χριστιανούς τους μη έχοντας απόδειξιν ότι επλήρωσαν τον κεφαλικόν φόρον τους εγκλείουσιν εις την αυτήν φυλακήν όπου είχον και τους Ομολογητάς, είπεν εις τον προρρηθέντα υπηρέτην να είπη εις τον αυθέντην του εισπράκτορα του χαρατσίου, ότι δεν είχεν ενδεικτικόν φόρου. Ακούσας τούτο ο Οθωμανός ήλθε το πρωϊ εις το ρηθέν πανδοχείον και εζήτει να ίδη την απόδειξιν του φόρου του. όταν δε του είπεν ο Γερμανός ότι δεν είχε και ότι στερείται χρημάτων δια να πληρώση, λαβών αυτόν ενέκλεισεν εις την φυλακήν. Εισελθών λοιπόν, πρώτον ησπάσθη τους πόδας των Ομολογητών, οίτινες ήσαν εις το τιμωρητικόν ξύλον, είτα εναγκαλισθέντες μετά δακρύων ηυφράνθησαν πνευματικώς. Κατά την εσπέραν εκείνην, θεία νεύσει, δεν έδειραν οι Οθωμανοί τους Ομολογητάς, αλλ’ έπαυσαν τον δαρμόν αυτών, κατά διαταγήν του πασά, δια δύο αίτια τα οποία εσκέφθη. Πρώτον μεν διότι οι Ομολογηταί εδέχοντο τας πληγάς ευχαρίστως και προοσηνώς, χωρίς να δείξωσιν ουδόλως δυσαρέσκειαν, καίτοι έτυπτον σφοδρώς αυτούς εις τους όνυχας των ποδών δια να γογγύσωσι και να εκφωνήσωσι τουλάχιστον ένα ωχ! Τουναντίον δε μάλιστα, ο Ιερεύς Ευθύμιος, όστις ηύχετο ευχαρίστως, λέγων το «Κύριε Ιησού Χριστέ κ.τ.λ.», έκαμε τους βαρβάρους να θαυμάζωσι. Δεύτερον δε, ότι επιάσθησαν αι χείρες των δημίων, οίτινες τους έδερον, εκ των οποίων δυσωπηθείς ο πασάς ώρισε και έπαυσαν τον δαρμόν. Διανυκτερεύσας λοιπόν ο Γερμανός εις την φυλακήν μετά των Ομολογητών, έψαλλον αγρυπνίαν ολονύκτιον, αντί δε αναγνώσεως διηγούντο οι Ομολογηταί, κατά προτροπήν του Γερμανού, τους άθλους και πάντα τα κινήματα αυτών, δηλαδή όσα οι τύραννοι είπον προς αυτούς και όσα αυτοί προέτεινον εις εκείνους και λοιπά. Διηγείτο δε και ο Βαρνάβας τους άθλους αυτού τε και του Γεροντός του Ιερέως Νικολάου. Μετά δε το τέλος της αγρυπνίας εξωμολογήθησαν εις τον Γερμανόν και εκοινώνησαν παρ’ αυτού τα Άχραντα Μυστήρια. Ο δε μακάριος Τιμόθεος διέκειτο εις βαθυτάτην ειρήνην και άκραν ταπείνωσιν, είχε δε δια μεγάλην χαράν την αγγελίαν, αφ’ ότου ήκουσεν, ότι εξεδόθη το ιλάμι του. Περί δε τα τέλη του Οκτωβρίου μηνός, εν έτει αωκ΄ (1820), φανείσης νέας σελήνης προ μιάς ή δύο ημερών, εξέβαλον τον Τιμόθεον της φυλακής και παρέστησαν αυτόν ενώπιον του σατράπου. Όθεν εξετάσας αυτόν και παρακινήσας πολύ να επιστρέψη εις τον Μωαμεθανισμόν και μη δυνηθείς να τον καταπείση να ομολογήση την πίστιν των, έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν απόφασιν, να τον αποκεφαλίσωσιν. Όθεν δέσαντες αυτόν οι δήμιοι έφερον εις τον τόπον της καταδίκης και κλίνας τα γόνατα, απετμήθη την τιμίαν αυτού κεφαλήν τη κθ΄ (29η) Οκτωβρίου του έτους αωκ΄ (1820). Ο δε θάνατος αυτού τόσον κατήσχυνε τον πασάν και τους άρχοντας αυτού, ώστε τους άλλους τρεις, ήτοι τον Ιερέα Ευθύμιον, τον Ιερέα Νικόλαον και τον Βαρνάβαν ώρισε και τους απεδίωξαν μετά παρέλευσιν τριών ημερών, χωρίς να τους κακοποιήσωσι, καίτοι ο Ιερεύς Ευθύμιος δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον να αναχωρήση εκείθεν, ποθών να συναποθάνη μετά του Μάρτυρος, και έλεγε πολλάκις εις τους ασεβείς· «Εγώ μόνος δεν ήλθα εδώ, αλλά ή δότε μου τον σύντροφόν μου ή στείλατε και εμέ όπου εκείνον επέμψατε» και άλλα τοιαύτα πολλά. Αλλά εκείνοι εμβάσαντες αυτόν βιαίως εις πλοίον τι δια του ποταμού, απέστειλαν αυτόν εις Αίνον· οι δε έτεροι δύο διωχθέντες εκείθεν ανεχώρησαν. Το δε σώμα του Μάρτυρος εζήτησε με χρήματα ο Γερμανός να το λάβη, αλλά δεν ηθέλησαν κατ’ ουδένα τρόπον να το πωλήσωσιν, αν και δια μέσου Χριστιανών τινων υπεσχέθη να τους δώση χρήματα ικανά, όσα ήθελον. Εκείνοι όμως, θέλοντες να εκδικήσωσι την καταισχύνην της θρησκείας των εις το σώμα του Μάρτυρος του ταύτην καταισχύναντος, διέταξαν και ερρίφθη εις τον ποταμόν. Ηγόρασε δε τα ενδύματα αυτού τα αιματωμένα ο ρηθείς Ιερομόναχος Γερμανός. Λαβών δε αυτά, ανεχώρησεν από την Αδριανούπολιν και διελθών από το χωρίον Παράορα επεσκέφθη τας θυγατέρας του Μάρτυρος, δους εις αυτάς και μέρος εκ των αιματωμένων ιματίων του Μάρτυρος και πατρός αυτών. Εκείθεν δια της Αίνου πλεύσας ήλθεν εις το Άγιον Όρος και έφερεν εις την Ιεράν Μονήν του Εσφιγμένου τα ιερά αιματωμένα ιμάτια του Αγίου Οσιομάρτυρος Τιμοθέου· και εξελθόντες με λιτανείαν ο τε Ηγούμενος και οι Πατέρες εδέχθησαν αυτά περιχαρώς και ασπασάμενοι αυτά ευλαβώς, απεθησαύρισαν μετά των αμφίων του προαθλήσαντος Οσιομάρτυρος Αγαθαγγέλου εις θεραπείαν παθών ψυχής τε και σώματος πάντων των μετ’ ευλαβείας ασπαζομένων και επικαλουμένων θερμώς την αρωγήν αυτών και βοήθειαν. Ων ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της αιωνίου δόξης και ουρανίου μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει δόξα συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων· Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου