Αγγελής, Μανουήλ, Γεώργιος και Νικόλαος οι Άγιοι Νεομάρτυρες ήσαν υιοί
γονέων θεοσεβών, Χριστιανών μυστικών, οίτινες έσωθεν μεν ήσαν Χριστιανοί
Ορθόδοξοι, πράττοντες άπαντα τα της Εκκλησίας μυστήρια, όπως και οι Χριστιανοί,
έξωθεν δε φαινόμενοι ως Οθωμανοί δια τον φόβον. Τοιούτοι δε ήσαν πάμπολλοι κατά
την εποχήν εκείνην εις την νήσον της Κρήτης, διότι, ως είναι γνωστόν, τούτο
εγένετο απ’ αρχής της αλώσεως της νήσου ταύτης μέχρι της απελευθερώσεως αυτής.
Τοιούτοι δε υπήρχον και ούτοι οι τέσσαρες Νεομάρτυρες, καθώς ήσαν και οι γονείς αυτών, ήσαν δε γέννημα και θρέμμα της κώμης Μέλαμπες της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου της τιμωμένης με την Επισκοπήν Λάμπης της νήσου Κρήτης. Και οι μεν Μανουήλ και Αγγελής ήσαν γνήσιοι αδελφοί, υιοί Ιωάννου Ρετζέπη, ο Γεώργιος υιός Κωνσταντίνου Ρετζέπη και ο Νικόλαος υιός άλλου Ιωάννου Ρετζέπη, εξάδελφοι, νέοι και γενναίοι, έχοντες άπαντες ονόματα οθωμανικά εις το φαινόμενον, όπως και οι γονείς των και ησχολούντο με την γεωργίαν. Ούτοι ελάμβανον συζύγους, τας οποίας ενυμφεύοντο κατά την τάξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μυστικώς, ετέλουν όμως και τα οθωμανικά έθιμα εις τους γάμους των, τοιουτοτρόπως δε ανέτρεφον και τα τέκνα των. Φαινόμενοι δε και πράττοντες ταύτα τα οθωμανικά έθιμα, ενέμοντο άπαντα τα των οθωμανών δικαιώματα, χωρίς να δίδουν ούτε φόρον εις τον βασιλέα, ούτε άλλο τι όσα οι Χριστιανοί απέδιδον, ούτε ηνωχλούντο ποσώς παρά των Οθωμανών. Κατά δε το έτος 1821 άπαντες οι εν τη νήσω ταύτη Χριστιανοί λαβόντες τα όπλα συμμετέσχον εις τον αγώνα της υπολοίπου Ελλάδος προς απαλλαγήν από του Τουρκικού ζυγού και των αφορήτων δυστυχιών, τας οποίας υπέφερον επί τοσαύτα έτη. Τότε λοιπόν και οι θείοι ούτοι Μάρτυρες, συνενωθέντες μετά των επαναστατών ένεκα της ευσεβείας και του ζήλου υπό του οποίου διεκαίοντο, κατεπολέμουν τους Οθωμανούς, ζητούντες ίνα μείνωσιν ελεύθεροι και τελώσι τα θρησκευτικά αυτών καθήκοντα αφόβως. Πολεμούντων λοιπόν και πολεμουμένων έτη τρία και επέκεινα, έφθασαν εξ Αιγύπτου στρατεύματα εις ενίσχυσιν των Οθωμανών και ούτω κατανικηθέντων των επαναστατών κατά το έτος 1824 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι ψυχαί αρκεταί ανδρών, γυναικών και παίδων. Οι δε θείοι ούτοι Μάρτυρες έμειναν αβλαβείς και διέμενον εις την κώμην αυτών φαινόμενοι Χριστιανοί φανερά και πράττοντες τα χριστιανικά αυτών χρέη. Ζητήσαντες όμως εν καιρώ οι εξουσιασταί Οθωμανοί τους φόρους παρά των κατατροπωθέντων Χριστιανών και τα λοιπά συνήθη δικαιώματα αυτών, εύρον τους Αγίους προθύμους εις την απόδοσιν των φόρων αυτών μετά των λοιπών Χριστιανών. Γνωρίζοντες δε αυτούς πρότερον Οθωμανούς παρεκίνουν αυτούς, ίνα επανέλθωσιν εις την θρησκείαν αυτών και ούτω απαλλαγώσι και του φόβου και νέμωνται πάλιν άπαντα τα Οθωμανικά προνόμια. Οι μακάριοι ούτοι Μάρτυρες όμως ουδόλως ενέδωκαν εις τας συμβουλάς των κρατούντων, ούτε εις τους κολακευτικούς λόγους αυτών, αλλ’ υπέρ της ευσεβείας αγωνιζόμενοι ωμολόγουν ότι υπάρχουσι Χριστιανοί ως και οι γονείς αυτών και τον φόρον μετ’ ευχαριστίας αποδίδουσι. Βλέποντες δε εκείνοι την εμμονήν των αοιδίμων Αγίων εις την Ορθοδοξίαν, ανήγγειλαν τούτο εις τον ηγεμόνα αυτών Μεχμέτ πασάν, διαμένοντα εις την πόλιν της Ρεθύμνης, όστις και απέστειλέ τινας των υπ’ αυτόν, οίτινες εκράτησαν αυτούς και τους ωδήγησαν δεσμίους εκ της κώμης αυτών εις την Ρέθυμναν. Αχθέντες λοιπόν ενώπιον του ηγεμόνος ηρωτήθησαν παρ’ αυτού ποίαν θρησκείαν σέβονται. Αυτοί δε οι μακάριοι, χωρίς να φοβηθούν παντελώς, ωμολόγησαν την πίστιν των Χριστιανών και ότι εξ αρχής υπήρχον Χριστιανοί βεβαπτισμένοι εν ονόματι της Παναγίας Τριάδος καθώς και οι γονείς αυτών και τον Χριστόν ως μόνον Θεόν λατρεύουσι. Παρακινηθέντες δε παρά του ηγεμόνος, ίνα αρνηθώσι την πίστιν του Χριστού και επανέλθωσιν εις την οθωμανικήν, δια να λάβωσι δωρεάς, βαθμούς και μεγάλα αξιώματα, αυτοί δεν ήθελον ούτε καν να ακούωσιν, αλλ’ εβόων, ότι «απ’ αρχής Χριστιανοί είμεθα και Χριστιανοί θέλομεν να αποθάνωμεν». Τέλος μη πειθομένους, απέστειλεν αυτούς εις την φυλακήν δεσμίους. Εις την ειρκτήν δε ευρισκομένους παρεκίνουν αυτούς και πάλιν επί το αυτό, αλλ’ ούτοι οι μακάριοι πάντοτε τον αυτόν εβόων λόγον· όθεν προσήγαγεν αυτούς ο ηγεμών και πάλιν ενώπιόν του και ωμίλησε και συνεβούλευσεν αυτούς, ποιών εις αυτούς και κολαστήρια, αλλ’ ουδέν κατώρθωσε, μη δυνηθείς να μεταβάλη την γνώμην αυτών, βοώντων ότι υπέρ Χριστού θα αποθάνωσι. Βλέπων λοιπόν ο ηγεμών το αμετάθετον της γνώμης των Αγίων και την σταθεράν εμμονήν αυτών εις την Χριστιανικήν θρησκείαν και ότι ούτε τα δώρα ούτε αι απειλαί μεταβάλλουσιν αυτούς, απεφάσισε την τελευταίαν αυτών καταδίκην, τον θάνατον. Όθεν ωδήγησαν αυτούς εις τον τόπον, εις τον οποίον εφόνευον τους καταδίκους, λεγόμενον Μεγάλην θύραν της Ρεθύμνης, όπου και ο δήμιος απέκοψε τας κεφαλάς αυτών επικαλουμένων μέχρι τελευταίας αυτών αναπνοής τον Θεόν δια του «Κύριε, ελέησον» και ούτως οι αοίδιμοι παρέδωκαν τας αγίας αυτών ψυχάς εις τον Κύριον. Κατέλιπον δε τα άγια αυτών λείψανα εκεί έως τρεις ημέρας, ως καταδίκων και προς περιφρόνησιν αυτών. Κατ’ αυτάς δε τας ημέρας, οι φυλάσσοντες την πόλιν ταύτην Οθωμανοί έβλεπον φως εις τα άγια λείψανα αυτών και βλασφημούντες αυτούς ωνείδιζον λέγοντες, ότι πυρ εκ του ουρανού κατήλθεν ίνα κατακαύση αυτούς. Αφού δε εθανάτωσαν τους Αγίους συνέλαβον τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών και τους εκράτησαν αιχμαλώτους. Μετά τρεις ημέρας Χριστιανοί τινες, διαμένοντες εις την πόλιν, απετάθησαν εις τον διερμηνέα του ηγεμόνος, ονόματι Μανουήλ Παπαδάκην, όστις και εζήτησε τα των Αγίων Μαρτύρων λείψανα παρά του ηγεμόνος. Δοθείσης δε της αδείας απέστειλε τον Αντώνιον Πουρδούνην και τον Γεώργιον Λαγόν, μεθ’ ετέρων τινών, οίτινες μετεκόμισαν αυτά εις την Μονήν του Αγίου Γεωργίου, ευρισκομένην εις το χωρίον Περιβόλια, ένθα και τα ενεταφίασαν. Το δε εκχυθέν αίμα αυτών καθώς και τα ιμάτια αυτών, εξ ων έλαβον οι Χριστιανοί τινα, εποίουν πάμπολλα θαύματα. Μετά εν έτος δε ο εν Ρεθύμνη γενόμενος Αρχιερεύς Ιωαννίκιος αποστείλας εύρε τα άγια αυτών λείψανα και τας μεν κάρας και μέρος των ιερών λειψάνων έφερεν εις την εν Ρεθύμνη Εκκλησίαν, εκ των οποίων την μίαν κάραν έδωκεν εις πλοίαρχόν τινα Ρώσον, ίνα φέρη αυτήν εις την Ρωσίαν, τα δε λοιπά λείψανα απέστειλεν εις την Μονήν του Αγίου Κωνσταντίνου, την ονομαζομένην του Αρκαδίου, άτινα και διενεμήθησαν εις τους Ορθοδόξους Ιερωμένους τε και λαϊκούς, ποιούντα άπειρα θαύματα, καθότι όστις των Χριστιανών μετά πίστεως παρεκάλει αυτούς, ιατρεύετο εξ οιασδήποτε ασθενείας έπασχεν. Ούτω δοξάζει ο Κύριος τους υπέρ αυτού εναθλήσαντας Αγίους, ων ταις πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
Τοιούτοι δε υπήρχον και ούτοι οι τέσσαρες Νεομάρτυρες, καθώς ήσαν και οι γονείς αυτών, ήσαν δε γέννημα και θρέμμα της κώμης Μέλαμπες της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου της τιμωμένης με την Επισκοπήν Λάμπης της νήσου Κρήτης. Και οι μεν Μανουήλ και Αγγελής ήσαν γνήσιοι αδελφοί, υιοί Ιωάννου Ρετζέπη, ο Γεώργιος υιός Κωνσταντίνου Ρετζέπη και ο Νικόλαος υιός άλλου Ιωάννου Ρετζέπη, εξάδελφοι, νέοι και γενναίοι, έχοντες άπαντες ονόματα οθωμανικά εις το φαινόμενον, όπως και οι γονείς των και ησχολούντο με την γεωργίαν. Ούτοι ελάμβανον συζύγους, τας οποίας ενυμφεύοντο κατά την τάξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας μυστικώς, ετέλουν όμως και τα οθωμανικά έθιμα εις τους γάμους των, τοιουτοτρόπως δε ανέτρεφον και τα τέκνα των. Φαινόμενοι δε και πράττοντες ταύτα τα οθωμανικά έθιμα, ενέμοντο άπαντα τα των οθωμανών δικαιώματα, χωρίς να δίδουν ούτε φόρον εις τον βασιλέα, ούτε άλλο τι όσα οι Χριστιανοί απέδιδον, ούτε ηνωχλούντο ποσώς παρά των Οθωμανών. Κατά δε το έτος 1821 άπαντες οι εν τη νήσω ταύτη Χριστιανοί λαβόντες τα όπλα συμμετέσχον εις τον αγώνα της υπολοίπου Ελλάδος προς απαλλαγήν από του Τουρκικού ζυγού και των αφορήτων δυστυχιών, τας οποίας υπέφερον επί τοσαύτα έτη. Τότε λοιπόν και οι θείοι ούτοι Μάρτυρες, συνενωθέντες μετά των επαναστατών ένεκα της ευσεβείας και του ζήλου υπό του οποίου διεκαίοντο, κατεπολέμουν τους Οθωμανούς, ζητούντες ίνα μείνωσιν ελεύθεροι και τελώσι τα θρησκευτικά αυτών καθήκοντα αφόβως. Πολεμούντων λοιπόν και πολεμουμένων έτη τρία και επέκεινα, έφθασαν εξ Αιγύπτου στρατεύματα εις ενίσχυσιν των Οθωμανών και ούτω κατανικηθέντων των επαναστατών κατά το έτος 1824 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι ψυχαί αρκεταί ανδρών, γυναικών και παίδων. Οι δε θείοι ούτοι Μάρτυρες έμειναν αβλαβείς και διέμενον εις την κώμην αυτών φαινόμενοι Χριστιανοί φανερά και πράττοντες τα χριστιανικά αυτών χρέη. Ζητήσαντες όμως εν καιρώ οι εξουσιασταί Οθωμανοί τους φόρους παρά των κατατροπωθέντων Χριστιανών και τα λοιπά συνήθη δικαιώματα αυτών, εύρον τους Αγίους προθύμους εις την απόδοσιν των φόρων αυτών μετά των λοιπών Χριστιανών. Γνωρίζοντες δε αυτούς πρότερον Οθωμανούς παρεκίνουν αυτούς, ίνα επανέλθωσιν εις την θρησκείαν αυτών και ούτω απαλλαγώσι και του φόβου και νέμωνται πάλιν άπαντα τα Οθωμανικά προνόμια. Οι μακάριοι ούτοι Μάρτυρες όμως ουδόλως ενέδωκαν εις τας συμβουλάς των κρατούντων, ούτε εις τους κολακευτικούς λόγους αυτών, αλλ’ υπέρ της ευσεβείας αγωνιζόμενοι ωμολόγουν ότι υπάρχουσι Χριστιανοί ως και οι γονείς αυτών και τον φόρον μετ’ ευχαριστίας αποδίδουσι. Βλέποντες δε εκείνοι την εμμονήν των αοιδίμων Αγίων εις την Ορθοδοξίαν, ανήγγειλαν τούτο εις τον ηγεμόνα αυτών Μεχμέτ πασάν, διαμένοντα εις την πόλιν της Ρεθύμνης, όστις και απέστειλέ τινας των υπ’ αυτόν, οίτινες εκράτησαν αυτούς και τους ωδήγησαν δεσμίους εκ της κώμης αυτών εις την Ρέθυμναν. Αχθέντες λοιπόν ενώπιον του ηγεμόνος ηρωτήθησαν παρ’ αυτού ποίαν θρησκείαν σέβονται. Αυτοί δε οι μακάριοι, χωρίς να φοβηθούν παντελώς, ωμολόγησαν την πίστιν των Χριστιανών και ότι εξ αρχής υπήρχον Χριστιανοί βεβαπτισμένοι εν ονόματι της Παναγίας Τριάδος καθώς και οι γονείς αυτών και τον Χριστόν ως μόνον Θεόν λατρεύουσι. Παρακινηθέντες δε παρά του ηγεμόνος, ίνα αρνηθώσι την πίστιν του Χριστού και επανέλθωσιν εις την οθωμανικήν, δια να λάβωσι δωρεάς, βαθμούς και μεγάλα αξιώματα, αυτοί δεν ήθελον ούτε καν να ακούωσιν, αλλ’ εβόων, ότι «απ’ αρχής Χριστιανοί είμεθα και Χριστιανοί θέλομεν να αποθάνωμεν». Τέλος μη πειθομένους, απέστειλεν αυτούς εις την φυλακήν δεσμίους. Εις την ειρκτήν δε ευρισκομένους παρεκίνουν αυτούς και πάλιν επί το αυτό, αλλ’ ούτοι οι μακάριοι πάντοτε τον αυτόν εβόων λόγον· όθεν προσήγαγεν αυτούς ο ηγεμών και πάλιν ενώπιόν του και ωμίλησε και συνεβούλευσεν αυτούς, ποιών εις αυτούς και κολαστήρια, αλλ’ ουδέν κατώρθωσε, μη δυνηθείς να μεταβάλη την γνώμην αυτών, βοώντων ότι υπέρ Χριστού θα αποθάνωσι. Βλέπων λοιπόν ο ηγεμών το αμετάθετον της γνώμης των Αγίων και την σταθεράν εμμονήν αυτών εις την Χριστιανικήν θρησκείαν και ότι ούτε τα δώρα ούτε αι απειλαί μεταβάλλουσιν αυτούς, απεφάσισε την τελευταίαν αυτών καταδίκην, τον θάνατον. Όθεν ωδήγησαν αυτούς εις τον τόπον, εις τον οποίον εφόνευον τους καταδίκους, λεγόμενον Μεγάλην θύραν της Ρεθύμνης, όπου και ο δήμιος απέκοψε τας κεφαλάς αυτών επικαλουμένων μέχρι τελευταίας αυτών αναπνοής τον Θεόν δια του «Κύριε, ελέησον» και ούτως οι αοίδιμοι παρέδωκαν τας αγίας αυτών ψυχάς εις τον Κύριον. Κατέλιπον δε τα άγια αυτών λείψανα εκεί έως τρεις ημέρας, ως καταδίκων και προς περιφρόνησιν αυτών. Κατ’ αυτάς δε τας ημέρας, οι φυλάσσοντες την πόλιν ταύτην Οθωμανοί έβλεπον φως εις τα άγια λείψανα αυτών και βλασφημούντες αυτούς ωνείδιζον λέγοντες, ότι πυρ εκ του ουρανού κατήλθεν ίνα κατακαύση αυτούς. Αφού δε εθανάτωσαν τους Αγίους συνέλαβον τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών και τους εκράτησαν αιχμαλώτους. Μετά τρεις ημέρας Χριστιανοί τινες, διαμένοντες εις την πόλιν, απετάθησαν εις τον διερμηνέα του ηγεμόνος, ονόματι Μανουήλ Παπαδάκην, όστις και εζήτησε τα των Αγίων Μαρτύρων λείψανα παρά του ηγεμόνος. Δοθείσης δε της αδείας απέστειλε τον Αντώνιον Πουρδούνην και τον Γεώργιον Λαγόν, μεθ’ ετέρων τινών, οίτινες μετεκόμισαν αυτά εις την Μονήν του Αγίου Γεωργίου, ευρισκομένην εις το χωρίον Περιβόλια, ένθα και τα ενεταφίασαν. Το δε εκχυθέν αίμα αυτών καθώς και τα ιμάτια αυτών, εξ ων έλαβον οι Χριστιανοί τινα, εποίουν πάμπολλα θαύματα. Μετά εν έτος δε ο εν Ρεθύμνη γενόμενος Αρχιερεύς Ιωαννίκιος αποστείλας εύρε τα άγια αυτών λείψανα και τας μεν κάρας και μέρος των ιερών λειψάνων έφερεν εις την εν Ρεθύμνη Εκκλησίαν, εκ των οποίων την μίαν κάραν έδωκεν εις πλοίαρχόν τινα Ρώσον, ίνα φέρη αυτήν εις την Ρωσίαν, τα δε λοιπά λείψανα απέστειλεν εις την Μονήν του Αγίου Κωνσταντίνου, την ονομαζομένην του Αρκαδίου, άτινα και διενεμήθησαν εις τους Ορθοδόξους Ιερωμένους τε και λαϊκούς, ποιούντα άπειρα θαύματα, καθότι όστις των Χριστιανών μετά πίστεως παρεκάλει αυτούς, ιατρεύετο εξ οιασδήποτε ασθενείας έπασχεν. Ούτω δοξάζει ο Κύριος τους υπέρ αυτού εναθλήσαντας Αγίους, ων ταις πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου