Ματρώνα
η Οσία και θαυματουργός Μήτηρ ημών ήτο από την νήσον Χίον, από το χωρίον το
καλούμενον έως την σήμερον Βολισσός, το οποίον είναι εις το επάνω βόρειον μέρος
της Χίου· και ο μεν πατήρ αυτής ωνομάζετο Λέων, η δε μήτηρ Άννα, ήσαν δε ούτοι
ευσεβείς Χριστιανοί, και με όλα τα χριστιανικά ήθη και έργα κεκοσμημένοι,
προσέτι και εις τον πλούτον και εις τα άλλα κοσμικά αγαθά ήσαν επισημότεροι των
άλλων του χωρίου. Είχον δε αυτοί και άλλας εξ θυγατέρας και με την Μαρίαν επτά
(διότι Μαρία ωνομάζετο η Αγία, και μετωνομάσθη ύστερον Ματρώνα).
Αύτη λοιπόν η Μαρία (η οποία ήτο μικροτέρα των άλλων θυγατέρων), όταν ήλθε καιρός να την νυμφεύσωσιν οι γονείς της, δεν ηθέλησεν, αλλ’ επρόκρινεν, ως φρονίμη, να φυλάξη παρθενίαν και καθαρότητα, δια να γίνη νύμφη καλή και άμωμος του αθανάτου Νυμφίου Χριστού· αλλ’ επειδή η αληθής παρθενία και αφθορία δεν είναι εύκολον να κατορθωθή μέσα εις τον κόσμον, εις την συναναστροφήν των πολλών, ομοίως και τα άλλα καλά, με τα οποία φαιδρύνεται η λαμπάς της παρθενίας, μέσα εις τον κόσμον απαντώσι πολλά εμπόδια, δια τούτο τρωθείσα η μακαρία από τα γλυκύτατα βέλη του θείου έρωτος, ανεχώρησε κρυφίως εκ της συγγενείας της, αφήκε τον πατέρα, την μητέρα και τας αδελφάς της, και ήλθεν εις ένα όρος πλησίον του χωρίου, όπερ καλείται Κατάβασις, και εκεί ήνοιξε το στάδιον των ασκητικών της αγώνων και την κατά των παθών και των δαιμόνων έστησε πάλην, νηστεύουσα, αγρυπνούσα, και μόνη μόνω τω Θεώ προσευχομένη η αοίδιμος. Έχαιρε λοιπόν η Αγία και εδόξαζε τον Θεόν, λυτρωθείσα των ταραχών και των θορύβων του κόσμου. Οι γονείς της όμως αγνοούντες τι έγινε και που κατήντησεν, ελυπούντο βαρέως και δεν έπαυον από του να την αναζητώσιν. Ερευνώντες δε εις κάθε τόπον, ανεύρον αυτήν εις το όρος και μη κρίναντες εύλογον να την αφήσωσιν εκεί μόνην, την παρεκίνησαν να έλθη εις την οικίαν των, αυτή δε υπήκουσεν, ως Θεού δούλη, εις το ευλογοφανές πρόσταγμα των γονέων της, και ήλθεν εις την πατρικήν της οικίαν· και εις μεν τα άλλα υπετάσσετο χριστομιμήτως και υπήκουεν εις αυτούς με πολλήν ταπείνωσιν, εις το να υπανδρευθή όμως παντελώς δεν υπήκουεν· όθεν βλέποντες εκείνοι ότι δεν τους υπακούει, και γνωρίσαντες το αμετάθετον της γνώμης της, και τον μεγάλον πόθον τον οποίον είχε δια την μοναδικήν ζωήν, τέλος πάντων έδωκαν εις αυτήν την άδειαν να υπάγη να ησυχάση και να πολιτεύηται την κατά Θεόν πολιτείαν, όπου ευχαριστείται και αρέσκεται, αλλά και την πατρογονικήν της κληρονομίαν εξεχώρισαν και την αφήκαν εις την εξουσίαν της, να την οικονομήση ως θέλει. Η δε κυριώνυμος Μαρία και της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας άμωμος νύμφη, τα μεν κινητά πάντα διεμοίρασε, κατά την εντολήν του Κυρίου, εις χήρας και ορφανά και πτωχούς· τα δε ακίνητα, χωράφια δηλαδή και άλλα παρόμοια, τα άφησεν εις τας αδελφάς της, να τα καλλιεργώσι και να τα επιμελώνται, έως ου να την φωτίση ο Θεός να τα οικονομήση κατά το θέλημά του, προς ψυχικήν της ωφέλειαν. Και λοιπόν αφ’ ου ούτω καλώς διετάξατο τα εαυτής πάντα, άφησε την Βολισσόν και ήλθε πάλιν εις την Κατάβασιν, εις το πρώτον της ησυχαστήριον· την δε ολίγην εκείνην τροφήν, ήτις ήτο αναγκαία προς συντήρησιν του σώματός της δια να μη αποθάνη από την παντελή ασιτίαν, εφρόντιζε και έφερε μία αδελφή της. Έμεινε δε εκεί εις την Κατάβασιν ησυχάζουσα και αγωνιζομένη τρεις ολοκλήρους χρόνους, αλλά κατά μεν το σώμα ευρίσκετο εις την Κατάβασιν, κατά δε την ψυχήν και την καρδίαν και την διάνοιαν ευρίσκετο εις την ανάβασιν και εις το ύψος του ουρανού, φανταζομένη τα ανεκλάλητα εκείνα κάλλη και τας ωραιότητας και αναβάσεις εν τη καρδία αυτής διατιθεμένη κατά τον Προφήτην. Μετά δε τα τρία έτη, θέλων ο φιλάνθρωπος Θεός να φανερώση τον κρυπτόμενον θησαυρόν, δια να πλουτίση και άλλους με τον ουράνιον πλούτον των αρετών και να θέση τον λύχνον επάνω εις την λυχνίαν, δια να φωτίση και οδηγήση και άλλους εις οδόν σωτηρίας, καθώς έδειξαν τα πράγματα ύστερον, ενέπνευσεν εις την διάνοιάν της λογισμόν αγαθόν, και πόθον έβαλεν εις την καρδίαν της θερμόν, να καταβή εις την χώραν, όπου ήσαν τότε πολλά γυναικεία Μοναστήρια, δια να εύρη παραδείγματα αρετών και να υποταχθή εις Γερόντισσαν, κατά τους νόμους της μοναδικής πολιτείας. Ελθούσα λοιπόν εις την χώραν και τα εν αυτή γυναικεία Μοναστήρια θεωρήσασα, και πολλών εναρέτων Μοναζουσών τας αρετάς μιμησαμένη, ως πάλαι ο μέγας Αντώνιος, εύρεν μικρόν Μοναστήριον, το οποίον της ήρεσε περισσότερον από τα άλλα, επειδή ήσαν εις αυτό τρεις μόνον Μονάζουσαι, μήτηρ και δύο θυγατέρες, και ήτο μεγάλη ησυχία και ειρήνη· όθεν τας παρεκάλεσε να δεχθώσι και αυτήν εις την συνοδείαν των, αυταί δε την εδέχθησαν, βλέπουσαι την σεμνότητα, την ευταξίαν και το ταπεινόν αυτής ήθος· έμεινε λοιπόν υποτασσομένη εις αυτάς και δοκιμαζομένη εις τους κόπους και τας κακοπαθείας της ασκήσεως. Δεν παρήλθεν όμως πολύς καιρός και εφάνησαν, ή μάλλον ειπείν έλαμψαν αι αρεταί της, και των προτέρων της ασκητικών πόνων οι πνευματικοί καρποί εγνωρίσθησαν· όθεν την έκειραν Μοναχήν και την ενέδυσαν το Μοναχικόν Σχήμα, αντί δε της Μαρίας μετωνομάσθη Ματρώνα· και όσον τα έτη της προέβαινον και η ηλικία της ηύξανε, τόσον και αυτή προέβαινε και επρόκοπτεν εις νέους αγώνας και ασκητικούς πόνους, και ηύξανε και επερίσσευεν εις τας αρετάς· όθεν και διεδόθη η φήμη της, και πολλάς άλλας παρεκίνει καθ’ εκάστην, αίτινες ήρχοντο εις το Μονύδριον εκείνο και εκοινοβίαζον. Επειδή όμως η Εκκλησία των ήτο πολύ μικρά, διότι δεν ήτο Εκκλησία Μοναστηρίου, αλλ’ ήτο πατρογονική και κτιτορική των τριών εκείνων Μοναχών και είχον στενοχωρίαν εις αυτήν μεγάλην, λέγει εν μια των ημερών η Ματρώνα προς την Γερόντισσάν της· «Θέλεις, κυρία μου, να μεγαλύνωμεν τον Ναόν τούτον και να κτίσωμεν και τινα κελλία»; «Ναι», απεκρίθη εκείνη, «πολλά το ηγάπων, κυρία μου, και εγώ να γίνη αυτό όπου λέγεις, αλλά τι να κάμω; Γνωρίζεις και συ ότι έξοδα δεν έχω». «Μη στενοχωρείσαι» της λέγει η Ματρώνα «και ο Κύριος οικονομεί» και της εφανέρωσε πόθεν ηδύναντο να ευρεθώσι τα έξοδα της οικοδομής· και ούτω λαβούσα την άδειαν, επώλησε τα ακίνητα πράγματα τα οποία είχεν εις την Βολισσόν, και πρώτον μεν έκτισεν ένα λουτρόν μετά γνώμης και αδείας της Γεροντίσσης, δια να λούωνται οι πτωχοί και ξένοι, κατά την συνήθειαν, την οποίαν είχον τον καιρόν εκείνον οι άνθρωποι, έπειτα αρχίζει την οικοδομήν του Ναού. Τι δε ποιεί ο αρχέκακος και μισόκαλος; Επιχειρεί ο πονηρότατος να την ρίψη εις κανέν άτοπον· όθεν εκεί όπου ήνοιγον οι εργάται τα θεμέλια, ιδού φαίνεται αίφνης μέγας θησαυρός· αλλ’ ήθελεν απορήσει τις, τι κακόν ενδέχετο να πάθη η Οσία από την εύρεσιν του θησαυρού; Εκείνος μόνος ο δόλιος και πανούργος ηξεύρει τους δόλους και τας πανουργίας του· ίσως εδοκίμαζε να την ρίψη εις φιλαργυρίαν ή σε υψηλοφροσύνην, ότι δηλαδή έφθασεν εις μεγάλα μέτρα αρετής, και ο Θεός δια την αρετήν αυτής της έδωκε τον ανέλπιστον θησαυρόν· ή δια τούτο, ή δι’ άλλο αίτιον, εκείνος ο πονηρότατος ηξεύρει την πονηρίαν του, ο δε πανάγαθος Θεός δεν τον ημπόδισεν, αλλά τον άφησε, δια να νικηθή και να καταισχυνθή από την απάθειαν της Οσίας, καθώς ποτε ενικήθη και από την απάθειαν και αφιλάργυρον γνώμην του μεγάλου Αντωνίου, όταν του έδειξεν εις την έρημον τον θησαυρόν. Δεν εχάρη, λοιπόν η Οσία, ουδέ εσκίρτησεν, ιδούσα παρ’ ελπίδα τοιούτον θησαυρόν, καθώς ήθελε κάμει άλλος εμπαθής και φιλάργυρος, αλλά τι; Πίπτει παρευθύς εις θερμήν δέησιν και ικεσίαν, και έλεγε μετά δακρύων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ει μεν το χρυσίον τούτο είναι απεσταλμένον από την χάριν σου, φανέρωσον εις ημάς, ει δε είναι από πανουργίαν του δαίμονος, ας αφανισθή». Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας (ω του θαύματος!) ευθύς εφάνη το λαμπρότατον χρυσίον εσβεσμένοι άνθρακες· και όλοι οι ιδόντες και ακούσαντες το παράδοξον τούτο εδόξασαν τον εν Αγίοις αυτού δοξαζόμενον Θεόν. Και ούτως η μεν Οσία εδοξάσθη δια την απάθειαν και την προς τον Θεόν παρρησίαν της, ο δε διάβολος κατησχύνθη, και το εναντίον από εκείνα τα οποία εδολιεύθη να πράξη εγένετο· επειδή η μεν Ματρώνα μετά των συνασκουμένων έλαβε θάρρος μεγάλον εις την οικοδομήν του Ναού, οι δε δουλεύοντες έγιναν προθυμότεροι εις το έργον των από την θαυματουργίαν ταύτην. Αφ’ ου ετελείωσε τον Ναόν με την βοήθειαν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου, εις του οποίου το θείον όνομα ετιμάτο, τότε ετελείωσε και η Γερόντισσά της την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, και απήλθεν εις την αιώνιον, αι δε συνασκούμεναι αδελφαί παρεκάλουν θερμώς την Ματρώναν να δεχθή την προστασίαν και ηγουμενίαν του Μονυδρίου και τέλος πάντων και μη θέλουσαν την εψήφισαν Ηγουμένην και υπετάσσοντο εις αυτήν. Επειδή δε εις τα γυναικεία Μοναστήρια συνειθίζουσι να λέγουσι την Ηγουμένην κυράν, την έλεγον ούτως· όθεν επεκράτησεν έκτοτε και λέγεται ακόμη και την σήμερον Αγία Κυρά· διότι και τα κύριά της ονόματα Μαρία και Ματρώνα, τούτο δηλούσιν, ήτοι Κυρία, ως και το επίθετον, και οικείως και καταλλήλως και ως από θείαν νεύσιν της εδόθησαν όλα· ότι ουχί μόνον φερωνύμως εκυρίευσε τα πάθη και τον κόσμον και τους κοσμοκράτορας, αλλά και αυτόν τον θάνατον τον κυριεύοντα παντός του ανθρωπίνου γένους εκυρίευσε και ενίκησε, και ως ένα ύπνον απέδειξε· και ακούσατε δια να θαυμάσητε και να πιστωθήτε την αλήθειαν. Τον καιρόν κατά τον οποίον εξουσίαζον οι Γενοβέζοι την Χίον, ήλθε πλήθος πολύ από βάρβαρόν τι έθνος της Δύσεως, άνθρωποι βάρβαροι και κατά την γλώσσαν και κατά το ήθος αγριώτατοι και απανθρωπότατοι, και εποίουν πολλάς αρπαγάς και ζημίας εις την Χίον· ελθόντες δε και εις το Μοναστήριον της Οσίας, ώρμησεν εις από αυτούς, ο πλέον αναιδέστερος και αναισχυντότερος των άλλων, να βιάση μίαν Μοναχήν, αλλ’ ω του θαύματος! «Παρεμβαλεί Άγγελος Κυρίου κύκλω των φοβουμένων αυτόν και ρύσεται αυτούς» (Ψαλμ. λγ:8), έφθασεν η θεία δίκη τον άδικον, και έπεσε την ώραν εκείνην νεκρός εις την γην. Η Οσία λοιπόν, ήτις είχεν όλην της την ελπίδα και την πεποίθησιν εις τον Θεόν, και εκείθεν εζήτει δια προσευχής την βοήθειαν, βλέπουσα τούτο εδόξασε την ταχείαν του Θεού αντίληψιν, αλλά και εσπλαγχνίσθη τον άσπλαγχνον εκείνον βάρβαρον, και προσευξαμένη εις τον Θεόν, τον έχοντα ζωής και θανάτου την εξουσίαν, τον ανέστησε, προς θαύμα και έκπληξιν των ιδόντων και ακουσάντων το γεγονός. Αφ’ ου δε τον ανέστησε και κατεφόβισε με τα δύο ταύτα, με τον θάνατον, λέγω, και με την ανάστασιν, έχουσα τον καιρόν επιτήδειον ενουθέτησε και τους φοβερούς εκείνους βαρβάρους ως έπρεπε, και τους απέλυσεν· οι δε ανεχώρησαν εκ Χίου έμφοβοι και έντρομοι· όθεν ελθόντες και δευτέραν φοράν, δεν ετόλμησαν να υπάγωσι πλέον εις το Μοναστήριον της Αγίας, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και εις όλην την πόλιν εφάνησαν ημερώτεροι και φιλανθρωπότεροι και τα πρότερα δεινά δεν ετόλμησαν πλέον να πράξωσιν. Πλην το να αναστήση δια προσευχής τον νεκρόν η Οσία ήτο της θείας Χάριτος κατόρθωμα και της προς τον Θεόν παρρησίας της ένδειξις· το δε να αποθάνη και αυτή η ιδία ως άνθρωπος, είναι της ανθρωπίνης φύσεως νόμος κοινός, και χρέος απαραίτητον· όθεν όταν ηυδόκησεν ο αθάνατος αυτής Νυμφίος Χριστός να την παραλάβη δια θανάτου εις τους αθανάτους και ουρανίους νυμφώνας αυτού και να την αναπαύση από τους ασκητικούς αυτής κόπους εις την αιώνιον εκείνην μακαριότητα του ουρανού, τότε της απεκάλυψε προ επτά ημερών το μακάριον τέλος της, και την προς αυτόν εκδημίαν της και μικρόν ασθενήσασα, προσεκάλεσε τας αδελφάς και υποτακτικάς της, και τας ενουθέτησεν ως μήτηρ, και τας συνεχώρησεν, είτα και αυτή συγχώρησιν λαβούσα παρ’ εκείνων, και όλα τα χριστιανικά τελέσασα, και την κοινωνίαν των αχράντων Μυστηρίων δεξαμένη, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις τας αχράντους χείρας του ψυχοσώστου Θεού. Εκοιμήθη δε η μακαρία Ματρώνα εν έτει από Χριστού αυξβ΄ (1462), τη εικοστή του Οκτωβρίου, και ετάφη το ιερόν αυτής σώμα εις τον Ναόν τον οποίον έκτισεν η ιδία. Ο δε των θαυμασίων Θεός, τον οποίον εδόξασε με τους ασκητικούς της αγώνας και με τας αρετάς της, την εδόξασε μετά θάνατον με την θείαν του Χάριν, και ανέδειξεν εις τους ανθρώπους τα θεία της λείψανα και τον ιερόν της Ναόν πηγήν θαυμάτων αέναον, και ιατρείον άμισθον παντός πάθους και πάσης ασθενείας· από τα οποία θέλομεν διηγηθή ολίγα τινά, εις δόξαν Θεού, του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού, και εις ωφέλειαν των αναγινωσκόντων και ακουόντων. Εις την Μαγνησίαν, πόλιν επίσημον της Ανατολής, ήτο Αγαρηνός τις πλούσιος πολύ και ασθενήσας έμεινε καθ’ όλον το αριστερόν μέρος του σώματός του ξηρός· εποίησαν λοιπόν οι ιατροί εις αυτόν πολλά ιατρικά, πλην να τον βοηθήσωσι δεν ηδυνήθησαν, αυτός δε πολλά χρήματα δαπανήσας, ουδέν όφελος έλαβεν. Είχεν όμως ούτος μίαν δούλην Χριστιανήν, Μαρίαν ονομαζομένην, η οποία βλέπουσα αυτόν να εξοδεύη τον πλούτον του ματαίως και να μη λαμβάνη θεραπείαν, εν μια των ημερών λέγει προς αυτόν· «Αυθέντα μου, εγώ ηξεύρω ένα ιατρόν εις τον οποίον, εάν θελήσης να υπάγης, λαμβάνεις αναμφιβόλως παρ’ αυτού την υγείαν σου». Η ανάγκη βιάζει τον αυθέντην να ακούση μετά προσοχής μεγάλης τους λόγους της δούλης, και ερωτά να μάθη τον ιατρόν. Τότε του λέγει εκείνη· «Εις την Χίον είναι μία γυνή των Χριστιανών, η οποία ιατρεύει παντός είδους ασθένειαν, χωρίς βότανα και έμπλαστρα, και ας υπάγωμεν εκεί να σε ιατρεύση». Πείθεται ο αυθέντης και λαμβάνει την Μαρίαν και άλλους τινάς εις την συνοδείαν του και έρχεται εις την Χίον, βασταζόμενος δε υπό των δούλων του εφέρθη εις τον Ναόν της Αγίας. Ελθών λοιπόν ο ασθενής εις τον Ναόν ζητεί εκεί να εύρη την ιατρόν, και νομίζει ακόμη ότι είναι ζώσα τις γυνή καθώς εξ αρχής υπέθεσεν· η δε δούλη του λέγει· «Αναπαύσου ολίγον και έρχεται η γυνή, ήτις εξάπαντος θέλει σε θεραπεύσει». Αληθώς, αδελφοί, δίκαιον είναι να είπωμεν περί ταύτης της γυναικός εκείνα τα ευαγγελικά· «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις» (Ματθ. ιε:28), διότι και τη αληθεία μεγάλη και αδίστακτος ήτο η πίστις αυτής προς τον Θεόν και η ευλάβειά της προς την Αγίαν· δεν εδίστασε και δεν εφοβήθη να είπη καθ’ εαυτήν· «Καλά, κινώ εγώ τον αυθέντην μου, άρρωστον όντα, να ποιήση τοσούτον μακρόν ταξίδιον και δια ξηράς και δια θαλάσσης, αλλ’ ανίσως τον βδελυχθή η Οσία ως άπιστον και ακούσω και εγώ ως η Χαναναία· «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων, και βαλείν τοις κυναρίοις» (Ματθ. ιε:26), ανίσως λέγω και δεν τον θεραπεύση, τι θα ποιήση προς με ύστερον»; Ναι, δεν εδίστασεν, ουδέ εφοβήθη, αλλ’ ουδέ η προσευχή δεν έλειπεν από τον νουν της, ουδέ τα δάκρυα από τους οφθαλμούς της· όθεν και με θάρρος και μεγάλην πεποίθησιν του λέγει· «Αναπαύσου, και θέλεις ιατρευθή». Αναπαύεται ο αυθέντης και με καλήν ελπίδα της υγείας του ησυχάζει. Τι δε η Οσία Ματρώνα ωκονόμησεν; ακούσατε· παρευθύς την πρώτην εκείνην νύκτα φαίνεται εις τον ασθενή εν οράματι και του λέγει· «Δια τα δάκρυα, τας προσευχάς, και την πίστιν της ομωνύμου μου Μαρίας της δούλης σου, σε ιατρεύω· εγέρθητι και περιπάτει εν τω ονόματι του Κυρίου μου και ύπαγε υγιής εις τον οίκον σου». Ο δε Αγαρηνός, αποτινάξας τον ύπνον, εγνώρισε τον εαυτόν του όλον υγιά, χωρίς ουδέν ίχνος του πάθους του· και ούτως εκείνον μεν ηλευθέρωσεν η θαυματουργός Ματρώνα από το πάθος, την δε Μαρίαν ηλευθέρωσεν από την σωματικήν δουλείαν, ωκονόμησε δε και την ψυχικήν της σωτηρίαν· διότι ο Αγαρηνός εκείνος εις μεν τον Ναόν της Αγίας αφιέρωσε πολλά πράγματα, την δε δούλην ηλευθέρωσε, και τα χρειώδη προς την ζωοτροφίαν της έδωκε· και αυτή ως ευγνώμων και ευλαβής έμεινεν υπηρετούσα τον Ναόν της Οσίας έως τέλους της ζωής της, και θεαρέστως ζήσασα ανεπαύθη εν Κυρίω. Τούτο το θαύμα, κοινολογηθέν εις την Μαγνησίαν, ενεποίησε μεγάλην εντύπωσιν και εις μεγάλην ευλάβειαν προς την Αγίαν εκίνησε τους εκείσε Χριστιανούς, και έκτοτε συνηθίζουσι και έρχονται πολλοί από αυτήν την χώραν εις την μνήμην αυτής εις προσκύνησιν των ιερών λειψάνων· αλλά και από πολλά άλλα μέρη ήρχοντο και έρχονται, και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι της νήσου συνέτρεχον, καθώς έτι και σήμερον συντρέχουσιν. Αλλ’ επειδή ο Ναός ήτο μικρός και υπήρχε μεγάλη στενοχωρία εκ του πλήθους των εισερχομένων, δια τούτο οι μεταγενέστεροι πολίται της Χίου ηθέλησαν να τον μεγεθύνωσι. Λοιπόν επήραν εντός της περιοχής της Εκκλησίας και τον τόπον εις τον οποίον ήτο ο τάφος της Οσίας, και ενώ έσκαπτον εντός του τάφου, ευρέθη κατά θείαν οικονομίαν κεκρυμμένη, άρρητον ευωδίαν αποπνέουσα και με όλα τα σημεία της θείας Χάριτος δεδοξασμένη η αγία και σεβασμία της κεφαλή· διότι την ώραν εκείνην ασπασάμενος αυτήν παράλυτός τις ηνωρθώθη και γυνή τις μογιλάλος ωμίλησε καθαρώς. Έγινε δε μεγάλη χαρά και μεγάλη συνδρομή των Χριστιανών εις προσκύνησίν της, και ουχί μόνον οι ημέτεροι, αλλά και ο τότε εξουσιαστής της Χίου Γενοβέζος την είδε, και μαρτυρίαν έγγραφον έδωκεν, ότι είναι αληθώς η κάρα της Οσίας Ματρώνης, όθεν και εορτή τελείται εις τας δέκα πέντε του Ιουλίου μηνός, εις μνήμην της ευρέσεως. Πολλά δε και εξαίσια θαύματα ετέλεσεν η Αγία εις διαφόρους περιστάσεις, παλαιοτέρας τε και νεωτέρας, τα οποία εάν θελήσωμεν να γράψωμεν όλα, δεν θα επαρκέση εις ημάς ο χώρος του βιβλίου· δια τούτο αφήνοντες τα πολλά μεταφέρομεν ενταύθα δύο μόνον εισέτι εις δόξαν αυτής και εις ωφέλειαν των πιστών, και εκ των ολίγων τούτων ας εννοήσωσι πάντες την χάριν των ιαμάτων με την οποίαν επλουτίσθη παρά Χριστού η περικαλλεστάτη νύμφη αυτού Ματρώνα. Κατά το έτος αψ΄ (1700) ήλθεν από την Ευρώπην εις άνθρωπος χωλός και κατά τους δύο πόδας, όστις δεν ηδύνατο παντελώς να σταθή εις τους πόδας του, αλλά καθήμενος επάνω εις υποζύγιον επήγεν εις τον Ναόν της Οσίας, και εκεί πάλιν υποστηριζόμενος επάνω εις δύο ράβδους εισήλθεν εις την Εκκλησίαν και μετά πίστεως μεγάλης έπεσεν εις τον τάφον της Αγίας και διήλθεν εκεί ημέρας τινάς, έως της εικοστής του Οκτωβρίου μηνός, κατά την οποίαν τελείται η θεία μνήμη αυτής. Κατά δε την νύκτα εκείνην ηνωρθώθη παραδόξως ο άνθρωπος και περιεπάτησε χωρίς ράβδον, και εις το εξής περιεπάτει ανεμπόδιστα, δοξάζων τον Θεόν και την αυτού Αγίαν Ματρώναν· όθεν και προς ευχαριστίαν αυτής εχρύσωσε δι’ εξόδων του το κουβούκλιον το οποίον είναι επάνω εις τον ιερόν τάφον της Οσίας, καθώς έτι και την σήμερον φαίνεται, είτα απελθών εις την Βενετίαν και επιστρέψας προσέφερε τρία ορειχάλκινα κηροπήγια μεγάλα και ένα πολυέλαιον εις μνήμην του εις αυτόν γενομένου θαύματος. Ακούσατε δε και το ακόλουθον, το οποίον περιέχει και αρκετήν δόσιν αστειότητος και εξ αυτού δύναται να πληροφορηθή πας τις και περί των άλλων. Εκτός των άλλων ασθενών των εις τον Ναόν της Οσίας προστρεχόντων, ήλθον ποτέ εις τυφλός, εις χωλός και τις γυνή άλαλος. Κατά δε την νύκτα εκείνην βλέπει η άλαλος γυνή εις τον ύπνον της, ότι την εδίωκεν ο χωλός, και φοβηθείσα εφώναζεν. Εις δε τον χωλόν εφάνη καθ’ ύπνον, ότι ήκουσε τας φωνάς της αλάλου γυναικός, και εξεπλάγη και ετρόμαξεν ο άνθρωπος, και έτρεχεν ανεμποδίστως· εις δε τον τυφλόν εφάνη κατά την αυτήν ώραν, ότι ήκουσε τας φωνάς και το τρέξιμον, και ως να είχε το φως του εγύρισε προς το μέρος εκείνο και παρετήρησε να μάθη τι ήτο. Αυτά είδον εν οράματι συγχρόνως και οι τρεις, και αποτινάξαντες τον ύπνον, ω της προς Θεόν παρρησίας και της θαυματουργικής χάριτος της Οσίας! Η μεν άλαλος ελάλει τρανώς, ο δε χωλός περιεπάτει ελευθέρως και ο τυφλός έβλεπε καθαρώς· και διηγούμενοι εις τους παρόντας το όραμα (ότι διενυκτέρευον πάμπολυ πλήθος ανθρώπων εις τον Ναόν), πάντας εξέπληξαν, και εις δόξαν Θεού και της Αγίας αυτού εκίνησαν. Τα παράδοξα και υπερφυσικά ταύτα θαύματα ακουσθέντα και κοινολογηθέντα εκίνησαν όλον σχεδόν το πλήθος της πόλεως, ίνα έλθωσιν εις θέαν αυτών και ούτως έγιναν πασίδηλα και κοινότατα, ούτως ώστε και ο τότε αγάς του τόπου το έμαθε, και μη πιστεύσας εις την κοινήν φήμην, έφερεν ενώπιόν του τον τυφλόν, τον χωλόν και την άλαλον, και ιδών αυτούς και ακριβώς ερευνήσας, εβεβαιώθη και υπερεθαύμασε και αυτός μετά πάντων των άλλων. Ουχί δε μόνον εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις τον Ναόν της θαυματουργεί η Οσία, αλλά και εις τους μακρόθεν επικαλουμένους την αυτής θείαν χάριν και αντίληψιν σπεύδει ευθύς ως άμισθος ιατρός να παράσχη βοήθειαν, ης ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν άπαντες από παντός κινδύνου και πάσης ασθενείας και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Αύτη λοιπόν η Μαρία (η οποία ήτο μικροτέρα των άλλων θυγατέρων), όταν ήλθε καιρός να την νυμφεύσωσιν οι γονείς της, δεν ηθέλησεν, αλλ’ επρόκρινεν, ως φρονίμη, να φυλάξη παρθενίαν και καθαρότητα, δια να γίνη νύμφη καλή και άμωμος του αθανάτου Νυμφίου Χριστού· αλλ’ επειδή η αληθής παρθενία και αφθορία δεν είναι εύκολον να κατορθωθή μέσα εις τον κόσμον, εις την συναναστροφήν των πολλών, ομοίως και τα άλλα καλά, με τα οποία φαιδρύνεται η λαμπάς της παρθενίας, μέσα εις τον κόσμον απαντώσι πολλά εμπόδια, δια τούτο τρωθείσα η μακαρία από τα γλυκύτατα βέλη του θείου έρωτος, ανεχώρησε κρυφίως εκ της συγγενείας της, αφήκε τον πατέρα, την μητέρα και τας αδελφάς της, και ήλθεν εις ένα όρος πλησίον του χωρίου, όπερ καλείται Κατάβασις, και εκεί ήνοιξε το στάδιον των ασκητικών της αγώνων και την κατά των παθών και των δαιμόνων έστησε πάλην, νηστεύουσα, αγρυπνούσα, και μόνη μόνω τω Θεώ προσευχομένη η αοίδιμος. Έχαιρε λοιπόν η Αγία και εδόξαζε τον Θεόν, λυτρωθείσα των ταραχών και των θορύβων του κόσμου. Οι γονείς της όμως αγνοούντες τι έγινε και που κατήντησεν, ελυπούντο βαρέως και δεν έπαυον από του να την αναζητώσιν. Ερευνώντες δε εις κάθε τόπον, ανεύρον αυτήν εις το όρος και μη κρίναντες εύλογον να την αφήσωσιν εκεί μόνην, την παρεκίνησαν να έλθη εις την οικίαν των, αυτή δε υπήκουσεν, ως Θεού δούλη, εις το ευλογοφανές πρόσταγμα των γονέων της, και ήλθεν εις την πατρικήν της οικίαν· και εις μεν τα άλλα υπετάσσετο χριστομιμήτως και υπήκουεν εις αυτούς με πολλήν ταπείνωσιν, εις το να υπανδρευθή όμως παντελώς δεν υπήκουεν· όθεν βλέποντες εκείνοι ότι δεν τους υπακούει, και γνωρίσαντες το αμετάθετον της γνώμης της, και τον μεγάλον πόθον τον οποίον είχε δια την μοναδικήν ζωήν, τέλος πάντων έδωκαν εις αυτήν την άδειαν να υπάγη να ησυχάση και να πολιτεύηται την κατά Θεόν πολιτείαν, όπου ευχαριστείται και αρέσκεται, αλλά και την πατρογονικήν της κληρονομίαν εξεχώρισαν και την αφήκαν εις την εξουσίαν της, να την οικονομήση ως θέλει. Η δε κυριώνυμος Μαρία και της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας άμωμος νύμφη, τα μεν κινητά πάντα διεμοίρασε, κατά την εντολήν του Κυρίου, εις χήρας και ορφανά και πτωχούς· τα δε ακίνητα, χωράφια δηλαδή και άλλα παρόμοια, τα άφησεν εις τας αδελφάς της, να τα καλλιεργώσι και να τα επιμελώνται, έως ου να την φωτίση ο Θεός να τα οικονομήση κατά το θέλημά του, προς ψυχικήν της ωφέλειαν. Και λοιπόν αφ’ ου ούτω καλώς διετάξατο τα εαυτής πάντα, άφησε την Βολισσόν και ήλθε πάλιν εις την Κατάβασιν, εις το πρώτον της ησυχαστήριον· την δε ολίγην εκείνην τροφήν, ήτις ήτο αναγκαία προς συντήρησιν του σώματός της δια να μη αποθάνη από την παντελή ασιτίαν, εφρόντιζε και έφερε μία αδελφή της. Έμεινε δε εκεί εις την Κατάβασιν ησυχάζουσα και αγωνιζομένη τρεις ολοκλήρους χρόνους, αλλά κατά μεν το σώμα ευρίσκετο εις την Κατάβασιν, κατά δε την ψυχήν και την καρδίαν και την διάνοιαν ευρίσκετο εις την ανάβασιν και εις το ύψος του ουρανού, φανταζομένη τα ανεκλάλητα εκείνα κάλλη και τας ωραιότητας και αναβάσεις εν τη καρδία αυτής διατιθεμένη κατά τον Προφήτην. Μετά δε τα τρία έτη, θέλων ο φιλάνθρωπος Θεός να φανερώση τον κρυπτόμενον θησαυρόν, δια να πλουτίση και άλλους με τον ουράνιον πλούτον των αρετών και να θέση τον λύχνον επάνω εις την λυχνίαν, δια να φωτίση και οδηγήση και άλλους εις οδόν σωτηρίας, καθώς έδειξαν τα πράγματα ύστερον, ενέπνευσεν εις την διάνοιάν της λογισμόν αγαθόν, και πόθον έβαλεν εις την καρδίαν της θερμόν, να καταβή εις την χώραν, όπου ήσαν τότε πολλά γυναικεία Μοναστήρια, δια να εύρη παραδείγματα αρετών και να υποταχθή εις Γερόντισσαν, κατά τους νόμους της μοναδικής πολιτείας. Ελθούσα λοιπόν εις την χώραν και τα εν αυτή γυναικεία Μοναστήρια θεωρήσασα, και πολλών εναρέτων Μοναζουσών τας αρετάς μιμησαμένη, ως πάλαι ο μέγας Αντώνιος, εύρεν μικρόν Μοναστήριον, το οποίον της ήρεσε περισσότερον από τα άλλα, επειδή ήσαν εις αυτό τρεις μόνον Μονάζουσαι, μήτηρ και δύο θυγατέρες, και ήτο μεγάλη ησυχία και ειρήνη· όθεν τας παρεκάλεσε να δεχθώσι και αυτήν εις την συνοδείαν των, αυταί δε την εδέχθησαν, βλέπουσαι την σεμνότητα, την ευταξίαν και το ταπεινόν αυτής ήθος· έμεινε λοιπόν υποτασσομένη εις αυτάς και δοκιμαζομένη εις τους κόπους και τας κακοπαθείας της ασκήσεως. Δεν παρήλθεν όμως πολύς καιρός και εφάνησαν, ή μάλλον ειπείν έλαμψαν αι αρεταί της, και των προτέρων της ασκητικών πόνων οι πνευματικοί καρποί εγνωρίσθησαν· όθεν την έκειραν Μοναχήν και την ενέδυσαν το Μοναχικόν Σχήμα, αντί δε της Μαρίας μετωνομάσθη Ματρώνα· και όσον τα έτη της προέβαινον και η ηλικία της ηύξανε, τόσον και αυτή προέβαινε και επρόκοπτεν εις νέους αγώνας και ασκητικούς πόνους, και ηύξανε και επερίσσευεν εις τας αρετάς· όθεν και διεδόθη η φήμη της, και πολλάς άλλας παρεκίνει καθ’ εκάστην, αίτινες ήρχοντο εις το Μονύδριον εκείνο και εκοινοβίαζον. Επειδή όμως η Εκκλησία των ήτο πολύ μικρά, διότι δεν ήτο Εκκλησία Μοναστηρίου, αλλ’ ήτο πατρογονική και κτιτορική των τριών εκείνων Μοναχών και είχον στενοχωρίαν εις αυτήν μεγάλην, λέγει εν μια των ημερών η Ματρώνα προς την Γερόντισσάν της· «Θέλεις, κυρία μου, να μεγαλύνωμεν τον Ναόν τούτον και να κτίσωμεν και τινα κελλία»; «Ναι», απεκρίθη εκείνη, «πολλά το ηγάπων, κυρία μου, και εγώ να γίνη αυτό όπου λέγεις, αλλά τι να κάμω; Γνωρίζεις και συ ότι έξοδα δεν έχω». «Μη στενοχωρείσαι» της λέγει η Ματρώνα «και ο Κύριος οικονομεί» και της εφανέρωσε πόθεν ηδύναντο να ευρεθώσι τα έξοδα της οικοδομής· και ούτω λαβούσα την άδειαν, επώλησε τα ακίνητα πράγματα τα οποία είχεν εις την Βολισσόν, και πρώτον μεν έκτισεν ένα λουτρόν μετά γνώμης και αδείας της Γεροντίσσης, δια να λούωνται οι πτωχοί και ξένοι, κατά την συνήθειαν, την οποίαν είχον τον καιρόν εκείνον οι άνθρωποι, έπειτα αρχίζει την οικοδομήν του Ναού. Τι δε ποιεί ο αρχέκακος και μισόκαλος; Επιχειρεί ο πονηρότατος να την ρίψη εις κανέν άτοπον· όθεν εκεί όπου ήνοιγον οι εργάται τα θεμέλια, ιδού φαίνεται αίφνης μέγας θησαυρός· αλλ’ ήθελεν απορήσει τις, τι κακόν ενδέχετο να πάθη η Οσία από την εύρεσιν του θησαυρού; Εκείνος μόνος ο δόλιος και πανούργος ηξεύρει τους δόλους και τας πανουργίας του· ίσως εδοκίμαζε να την ρίψη εις φιλαργυρίαν ή σε υψηλοφροσύνην, ότι δηλαδή έφθασεν εις μεγάλα μέτρα αρετής, και ο Θεός δια την αρετήν αυτής της έδωκε τον ανέλπιστον θησαυρόν· ή δια τούτο, ή δι’ άλλο αίτιον, εκείνος ο πονηρότατος ηξεύρει την πονηρίαν του, ο δε πανάγαθος Θεός δεν τον ημπόδισεν, αλλά τον άφησε, δια να νικηθή και να καταισχυνθή από την απάθειαν της Οσίας, καθώς ποτε ενικήθη και από την απάθειαν και αφιλάργυρον γνώμην του μεγάλου Αντωνίου, όταν του έδειξεν εις την έρημον τον θησαυρόν. Δεν εχάρη, λοιπόν η Οσία, ουδέ εσκίρτησεν, ιδούσα παρ’ ελπίδα τοιούτον θησαυρόν, καθώς ήθελε κάμει άλλος εμπαθής και φιλάργυρος, αλλά τι; Πίπτει παρευθύς εις θερμήν δέησιν και ικεσίαν, και έλεγε μετά δακρύων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ει μεν το χρυσίον τούτο είναι απεσταλμένον από την χάριν σου, φανέρωσον εις ημάς, ει δε είναι από πανουργίαν του δαίμονος, ας αφανισθή». Ταύτα προσευξαμένης της Αγίας (ω του θαύματος!) ευθύς εφάνη το λαμπρότατον χρυσίον εσβεσμένοι άνθρακες· και όλοι οι ιδόντες και ακούσαντες το παράδοξον τούτο εδόξασαν τον εν Αγίοις αυτού δοξαζόμενον Θεόν. Και ούτως η μεν Οσία εδοξάσθη δια την απάθειαν και την προς τον Θεόν παρρησίαν της, ο δε διάβολος κατησχύνθη, και το εναντίον από εκείνα τα οποία εδολιεύθη να πράξη εγένετο· επειδή η μεν Ματρώνα μετά των συνασκουμένων έλαβε θάρρος μεγάλον εις την οικοδομήν του Ναού, οι δε δουλεύοντες έγιναν προθυμότεροι εις το έργον των από την θαυματουργίαν ταύτην. Αφ’ ου ετελείωσε τον Ναόν με την βοήθειαν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Αρτεμίου, εις του οποίου το θείον όνομα ετιμάτο, τότε ετελείωσε και η Γερόντισσά της την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, και απήλθεν εις την αιώνιον, αι δε συνασκούμεναι αδελφαί παρεκάλουν θερμώς την Ματρώναν να δεχθή την προστασίαν και ηγουμενίαν του Μονυδρίου και τέλος πάντων και μη θέλουσαν την εψήφισαν Ηγουμένην και υπετάσσοντο εις αυτήν. Επειδή δε εις τα γυναικεία Μοναστήρια συνειθίζουσι να λέγουσι την Ηγουμένην κυράν, την έλεγον ούτως· όθεν επεκράτησεν έκτοτε και λέγεται ακόμη και την σήμερον Αγία Κυρά· διότι και τα κύριά της ονόματα Μαρία και Ματρώνα, τούτο δηλούσιν, ήτοι Κυρία, ως και το επίθετον, και οικείως και καταλλήλως και ως από θείαν νεύσιν της εδόθησαν όλα· ότι ουχί μόνον φερωνύμως εκυρίευσε τα πάθη και τον κόσμον και τους κοσμοκράτορας, αλλά και αυτόν τον θάνατον τον κυριεύοντα παντός του ανθρωπίνου γένους εκυρίευσε και ενίκησε, και ως ένα ύπνον απέδειξε· και ακούσατε δια να θαυμάσητε και να πιστωθήτε την αλήθειαν. Τον καιρόν κατά τον οποίον εξουσίαζον οι Γενοβέζοι την Χίον, ήλθε πλήθος πολύ από βάρβαρόν τι έθνος της Δύσεως, άνθρωποι βάρβαροι και κατά την γλώσσαν και κατά το ήθος αγριώτατοι και απανθρωπότατοι, και εποίουν πολλάς αρπαγάς και ζημίας εις την Χίον· ελθόντες δε και εις το Μοναστήριον της Οσίας, ώρμησεν εις από αυτούς, ο πλέον αναιδέστερος και αναισχυντότερος των άλλων, να βιάση μίαν Μοναχήν, αλλ’ ω του θαύματος! «Παρεμβαλεί Άγγελος Κυρίου κύκλω των φοβουμένων αυτόν και ρύσεται αυτούς» (Ψαλμ. λγ:8), έφθασεν η θεία δίκη τον άδικον, και έπεσε την ώραν εκείνην νεκρός εις την γην. Η Οσία λοιπόν, ήτις είχεν όλην της την ελπίδα και την πεποίθησιν εις τον Θεόν, και εκείθεν εζήτει δια προσευχής την βοήθειαν, βλέπουσα τούτο εδόξασε την ταχείαν του Θεού αντίληψιν, αλλά και εσπλαγχνίσθη τον άσπλαγχνον εκείνον βάρβαρον, και προσευξαμένη εις τον Θεόν, τον έχοντα ζωής και θανάτου την εξουσίαν, τον ανέστησε, προς θαύμα και έκπληξιν των ιδόντων και ακουσάντων το γεγονός. Αφ’ ου δε τον ανέστησε και κατεφόβισε με τα δύο ταύτα, με τον θάνατον, λέγω, και με την ανάστασιν, έχουσα τον καιρόν επιτήδειον ενουθέτησε και τους φοβερούς εκείνους βαρβάρους ως έπρεπε, και τους απέλυσεν· οι δε ανεχώρησαν εκ Χίου έμφοβοι και έντρομοι· όθεν ελθόντες και δευτέραν φοράν, δεν ετόλμησαν να υπάγωσι πλέον εις το Μοναστήριον της Αγίας, όχι δε μόνον τούτο, αλλά και εις όλην την πόλιν εφάνησαν ημερώτεροι και φιλανθρωπότεροι και τα πρότερα δεινά δεν ετόλμησαν πλέον να πράξωσιν. Πλην το να αναστήση δια προσευχής τον νεκρόν η Οσία ήτο της θείας Χάριτος κατόρθωμα και της προς τον Θεόν παρρησίας της ένδειξις· το δε να αποθάνη και αυτή η ιδία ως άνθρωπος, είναι της ανθρωπίνης φύσεως νόμος κοινός, και χρέος απαραίτητον· όθεν όταν ηυδόκησεν ο αθάνατος αυτής Νυμφίος Χριστός να την παραλάβη δια θανάτου εις τους αθανάτους και ουρανίους νυμφώνας αυτού και να την αναπαύση από τους ασκητικούς αυτής κόπους εις την αιώνιον εκείνην μακαριότητα του ουρανού, τότε της απεκάλυψε προ επτά ημερών το μακάριον τέλος της, και την προς αυτόν εκδημίαν της και μικρόν ασθενήσασα, προσεκάλεσε τας αδελφάς και υποτακτικάς της, και τας ενουθέτησεν ως μήτηρ, και τας συνεχώρησεν, είτα και αυτή συγχώρησιν λαβούσα παρ’ εκείνων, και όλα τα χριστιανικά τελέσασα, και την κοινωνίαν των αχράντων Μυστηρίων δεξαμένη, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν της εις τας αχράντους χείρας του ψυχοσώστου Θεού. Εκοιμήθη δε η μακαρία Ματρώνα εν έτει από Χριστού αυξβ΄ (1462), τη εικοστή του Οκτωβρίου, και ετάφη το ιερόν αυτής σώμα εις τον Ναόν τον οποίον έκτισεν η ιδία. Ο δε των θαυμασίων Θεός, τον οποίον εδόξασε με τους ασκητικούς της αγώνας και με τας αρετάς της, την εδόξασε μετά θάνατον με την θείαν του Χάριν, και ανέδειξεν εις τους ανθρώπους τα θεία της λείψανα και τον ιερόν της Ναόν πηγήν θαυμάτων αέναον, και ιατρείον άμισθον παντός πάθους και πάσης ασθενείας· από τα οποία θέλομεν διηγηθή ολίγα τινά, εις δόξαν Θεού, του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις αυτού, και εις ωφέλειαν των αναγινωσκόντων και ακουόντων. Εις την Μαγνησίαν, πόλιν επίσημον της Ανατολής, ήτο Αγαρηνός τις πλούσιος πολύ και ασθενήσας έμεινε καθ’ όλον το αριστερόν μέρος του σώματός του ξηρός· εποίησαν λοιπόν οι ιατροί εις αυτόν πολλά ιατρικά, πλην να τον βοηθήσωσι δεν ηδυνήθησαν, αυτός δε πολλά χρήματα δαπανήσας, ουδέν όφελος έλαβεν. Είχεν όμως ούτος μίαν δούλην Χριστιανήν, Μαρίαν ονομαζομένην, η οποία βλέπουσα αυτόν να εξοδεύη τον πλούτον του ματαίως και να μη λαμβάνη θεραπείαν, εν μια των ημερών λέγει προς αυτόν· «Αυθέντα μου, εγώ ηξεύρω ένα ιατρόν εις τον οποίον, εάν θελήσης να υπάγης, λαμβάνεις αναμφιβόλως παρ’ αυτού την υγείαν σου». Η ανάγκη βιάζει τον αυθέντην να ακούση μετά προσοχής μεγάλης τους λόγους της δούλης, και ερωτά να μάθη τον ιατρόν. Τότε του λέγει εκείνη· «Εις την Χίον είναι μία γυνή των Χριστιανών, η οποία ιατρεύει παντός είδους ασθένειαν, χωρίς βότανα και έμπλαστρα, και ας υπάγωμεν εκεί να σε ιατρεύση». Πείθεται ο αυθέντης και λαμβάνει την Μαρίαν και άλλους τινάς εις την συνοδείαν του και έρχεται εις την Χίον, βασταζόμενος δε υπό των δούλων του εφέρθη εις τον Ναόν της Αγίας. Ελθών λοιπόν ο ασθενής εις τον Ναόν ζητεί εκεί να εύρη την ιατρόν, και νομίζει ακόμη ότι είναι ζώσα τις γυνή καθώς εξ αρχής υπέθεσεν· η δε δούλη του λέγει· «Αναπαύσου ολίγον και έρχεται η γυνή, ήτις εξάπαντος θέλει σε θεραπεύσει». Αληθώς, αδελφοί, δίκαιον είναι να είπωμεν περί ταύτης της γυναικός εκείνα τα ευαγγελικά· «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις» (Ματθ. ιε:28), διότι και τη αληθεία μεγάλη και αδίστακτος ήτο η πίστις αυτής προς τον Θεόν και η ευλάβειά της προς την Αγίαν· δεν εδίστασε και δεν εφοβήθη να είπη καθ’ εαυτήν· «Καλά, κινώ εγώ τον αυθέντην μου, άρρωστον όντα, να ποιήση τοσούτον μακρόν ταξίδιον και δια ξηράς και δια θαλάσσης, αλλ’ ανίσως τον βδελυχθή η Οσία ως άπιστον και ακούσω και εγώ ως η Χαναναία· «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων, και βαλείν τοις κυναρίοις» (Ματθ. ιε:26), ανίσως λέγω και δεν τον θεραπεύση, τι θα ποιήση προς με ύστερον»; Ναι, δεν εδίστασεν, ουδέ εφοβήθη, αλλ’ ουδέ η προσευχή δεν έλειπεν από τον νουν της, ουδέ τα δάκρυα από τους οφθαλμούς της· όθεν και με θάρρος και μεγάλην πεποίθησιν του λέγει· «Αναπαύσου, και θέλεις ιατρευθή». Αναπαύεται ο αυθέντης και με καλήν ελπίδα της υγείας του ησυχάζει. Τι δε η Οσία Ματρώνα ωκονόμησεν; ακούσατε· παρευθύς την πρώτην εκείνην νύκτα φαίνεται εις τον ασθενή εν οράματι και του λέγει· «Δια τα δάκρυα, τας προσευχάς, και την πίστιν της ομωνύμου μου Μαρίας της δούλης σου, σε ιατρεύω· εγέρθητι και περιπάτει εν τω ονόματι του Κυρίου μου και ύπαγε υγιής εις τον οίκον σου». Ο δε Αγαρηνός, αποτινάξας τον ύπνον, εγνώρισε τον εαυτόν του όλον υγιά, χωρίς ουδέν ίχνος του πάθους του· και ούτως εκείνον μεν ηλευθέρωσεν η θαυματουργός Ματρώνα από το πάθος, την δε Μαρίαν ηλευθέρωσεν από την σωματικήν δουλείαν, ωκονόμησε δε και την ψυχικήν της σωτηρίαν· διότι ο Αγαρηνός εκείνος εις μεν τον Ναόν της Αγίας αφιέρωσε πολλά πράγματα, την δε δούλην ηλευθέρωσε, και τα χρειώδη προς την ζωοτροφίαν της έδωκε· και αυτή ως ευγνώμων και ευλαβής έμεινεν υπηρετούσα τον Ναόν της Οσίας έως τέλους της ζωής της, και θεαρέστως ζήσασα ανεπαύθη εν Κυρίω. Τούτο το θαύμα, κοινολογηθέν εις την Μαγνησίαν, ενεποίησε μεγάλην εντύπωσιν και εις μεγάλην ευλάβειαν προς την Αγίαν εκίνησε τους εκείσε Χριστιανούς, και έκτοτε συνηθίζουσι και έρχονται πολλοί από αυτήν την χώραν εις την μνήμην αυτής εις προσκύνησιν των ιερών λειψάνων· αλλά και από πολλά άλλα μέρη ήρχοντο και έρχονται, και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι της νήσου συνέτρεχον, καθώς έτι και σήμερον συντρέχουσιν. Αλλ’ επειδή ο Ναός ήτο μικρός και υπήρχε μεγάλη στενοχωρία εκ του πλήθους των εισερχομένων, δια τούτο οι μεταγενέστεροι πολίται της Χίου ηθέλησαν να τον μεγεθύνωσι. Λοιπόν επήραν εντός της περιοχής της Εκκλησίας και τον τόπον εις τον οποίον ήτο ο τάφος της Οσίας, και ενώ έσκαπτον εντός του τάφου, ευρέθη κατά θείαν οικονομίαν κεκρυμμένη, άρρητον ευωδίαν αποπνέουσα και με όλα τα σημεία της θείας Χάριτος δεδοξασμένη η αγία και σεβασμία της κεφαλή· διότι την ώραν εκείνην ασπασάμενος αυτήν παράλυτός τις ηνωρθώθη και γυνή τις μογιλάλος ωμίλησε καθαρώς. Έγινε δε μεγάλη χαρά και μεγάλη συνδρομή των Χριστιανών εις προσκύνησίν της, και ουχί μόνον οι ημέτεροι, αλλά και ο τότε εξουσιαστής της Χίου Γενοβέζος την είδε, και μαρτυρίαν έγγραφον έδωκεν, ότι είναι αληθώς η κάρα της Οσίας Ματρώνης, όθεν και εορτή τελείται εις τας δέκα πέντε του Ιουλίου μηνός, εις μνήμην της ευρέσεως. Πολλά δε και εξαίσια θαύματα ετέλεσεν η Αγία εις διαφόρους περιστάσεις, παλαιοτέρας τε και νεωτέρας, τα οποία εάν θελήσωμεν να γράψωμεν όλα, δεν θα επαρκέση εις ημάς ο χώρος του βιβλίου· δια τούτο αφήνοντες τα πολλά μεταφέρομεν ενταύθα δύο μόνον εισέτι εις δόξαν αυτής και εις ωφέλειαν των πιστών, και εκ των ολίγων τούτων ας εννοήσωσι πάντες την χάριν των ιαμάτων με την οποίαν επλουτίσθη παρά Χριστού η περικαλλεστάτη νύμφη αυτού Ματρώνα. Κατά το έτος αψ΄ (1700) ήλθεν από την Ευρώπην εις άνθρωπος χωλός και κατά τους δύο πόδας, όστις δεν ηδύνατο παντελώς να σταθή εις τους πόδας του, αλλά καθήμενος επάνω εις υποζύγιον επήγεν εις τον Ναόν της Οσίας, και εκεί πάλιν υποστηριζόμενος επάνω εις δύο ράβδους εισήλθεν εις την Εκκλησίαν και μετά πίστεως μεγάλης έπεσεν εις τον τάφον της Αγίας και διήλθεν εκεί ημέρας τινάς, έως της εικοστής του Οκτωβρίου μηνός, κατά την οποίαν τελείται η θεία μνήμη αυτής. Κατά δε την νύκτα εκείνην ηνωρθώθη παραδόξως ο άνθρωπος και περιεπάτησε χωρίς ράβδον, και εις το εξής περιεπάτει ανεμπόδιστα, δοξάζων τον Θεόν και την αυτού Αγίαν Ματρώναν· όθεν και προς ευχαριστίαν αυτής εχρύσωσε δι’ εξόδων του το κουβούκλιον το οποίον είναι επάνω εις τον ιερόν τάφον της Οσίας, καθώς έτι και την σήμερον φαίνεται, είτα απελθών εις την Βενετίαν και επιστρέψας προσέφερε τρία ορειχάλκινα κηροπήγια μεγάλα και ένα πολυέλαιον εις μνήμην του εις αυτόν γενομένου θαύματος. Ακούσατε δε και το ακόλουθον, το οποίον περιέχει και αρκετήν δόσιν αστειότητος και εξ αυτού δύναται να πληροφορηθή πας τις και περί των άλλων. Εκτός των άλλων ασθενών των εις τον Ναόν της Οσίας προστρεχόντων, ήλθον ποτέ εις τυφλός, εις χωλός και τις γυνή άλαλος. Κατά δε την νύκτα εκείνην βλέπει η άλαλος γυνή εις τον ύπνον της, ότι την εδίωκεν ο χωλός, και φοβηθείσα εφώναζεν. Εις δε τον χωλόν εφάνη καθ’ ύπνον, ότι ήκουσε τας φωνάς της αλάλου γυναικός, και εξεπλάγη και ετρόμαξεν ο άνθρωπος, και έτρεχεν ανεμποδίστως· εις δε τον τυφλόν εφάνη κατά την αυτήν ώραν, ότι ήκουσε τας φωνάς και το τρέξιμον, και ως να είχε το φως του εγύρισε προς το μέρος εκείνο και παρετήρησε να μάθη τι ήτο. Αυτά είδον εν οράματι συγχρόνως και οι τρεις, και αποτινάξαντες τον ύπνον, ω της προς Θεόν παρρησίας και της θαυματουργικής χάριτος της Οσίας! Η μεν άλαλος ελάλει τρανώς, ο δε χωλός περιεπάτει ελευθέρως και ο τυφλός έβλεπε καθαρώς· και διηγούμενοι εις τους παρόντας το όραμα (ότι διενυκτέρευον πάμπολυ πλήθος ανθρώπων εις τον Ναόν), πάντας εξέπληξαν, και εις δόξαν Θεού και της Αγίας αυτού εκίνησαν. Τα παράδοξα και υπερφυσικά ταύτα θαύματα ακουσθέντα και κοινολογηθέντα εκίνησαν όλον σχεδόν το πλήθος της πόλεως, ίνα έλθωσιν εις θέαν αυτών και ούτως έγιναν πασίδηλα και κοινότατα, ούτως ώστε και ο τότε αγάς του τόπου το έμαθε, και μη πιστεύσας εις την κοινήν φήμην, έφερεν ενώπιόν του τον τυφλόν, τον χωλόν και την άλαλον, και ιδών αυτούς και ακριβώς ερευνήσας, εβεβαιώθη και υπερεθαύμασε και αυτός μετά πάντων των άλλων. Ουχί δε μόνον εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις τον Ναόν της θαυματουργεί η Οσία, αλλά και εις τους μακρόθεν επικαλουμένους την αυτής θείαν χάριν και αντίληψιν σπεύδει ευθύς ως άμισθος ιατρός να παράσχη βοήθειαν, ης ταις αγίαις πρεσβείαις ρυσθείημεν άπαντες από παντός κινδύνου και πάσης ασθενείας και αξιωθείημεν της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου