Μοναχός τις
ευρίσκετο εις Σκήτην, υποτασσόμενος εις Γέροντα επί έτη τινά. Φθονήσαντος δε
του δαίμονος, παρεξετράπη ποτέ της προς τον Γέροντα υπακοής, χωρίς να είναι
ουδεμία εύλογος και δεδικαιολογημένη αφορμή. Όθεν επιτιμηθείς υπό του Γέροντος
και κανονισθείς δια την παρακοήν του, κατεφρόνησε και αυτό το δοθέν επιτίμιον
και τον κανόνα. Καταβάς λοιπόν εις την Αλεξάνδρειαν, συνελήφθη ως Χριστιανός
από τον εκεί ευρισκόμενον ειδωλολάτρην άρχοντα· και αφ’ ου εξεδύθη το μοναχικόν
σχήμα, ηναγκάζετο να θυσιάση εις τα είδωλα.
Επειδή δε ο άρχων δεν ηδύνατο να καταπείση αυτόν, πρώτον μεν προσέταξε να τον δέρωσιν ασπλάγχνως με νεύρα βοών, έπειτα δε προσέταξε να τον αποκεφαλίσωσι. Τούτου δε γενομένου, έρριψαν το σώμα του έξω της πόλεως, δια να το φάγωσιν οι κύνες. Τινές δε φιλόθεοι Χριστιανοί, ελθόντες εν καιρώ νυκτός, έλαβον αυτό και τυλίξαντες με μύρα και σινδόνας έθηκαν αυτό εντός κιβωτίου, το οποίον ετοποθέτησαν εις το Άγιον Βήμα του Ναού, τιμήσαντες τούτο ως περιέχον μαρτυρικόν λείψανον. Όταν όμως ετελείτο η θεία ιερουργία και ο Διάκονος εξεφώνει το «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε», ω του θαύματος! ευθύς έβλεπον όλοι οι περιεστώτες, ότι το κιβώτιον κινούμενον μόνον του χωρίς να το εγγίση χειρ τις άλλη εξήρχετο του Βήματος και του Ναού και ίστατο εις τον Νάρθηκα έως την απόλυσιν της ιερουργίας, μετά την οποίαν το αυτοκίνητον κιβώτιον εισήρχετο πάλιν εις τον Ναόν και εις το άγιον Βήμα. Τούτο το θαυμάσιον εγίνετο εις πάσαν ιερουργίαν· όθεν και προυξένει εις τους βλέποντας θαυμασμόν και έκπληξιν. Μαθών δε τούτο εις των τότε ακμαζόντων μεγάλων και θεοφόρων Πατέρων, παρεκάέσε τον Θεόν να του αποκαλύψη την αιτίαν του τοιούτου θαύματος· όθεν εισακούσας ο Θεός της δεήσεώς του, εφανέρωσε τάχιστα εις αυτόν την αιτίαν του γενομένου, ως εξής: Άγγελος Κυρίου παρασταθείς, λέγει προς αυτόν· «Τι θαυμάζεις και απορείς δια το παράδοξον όπερ γίνεται; Δεν έλαβον οι Απόστολοι από τον Χριστόν εξουσίαν να δένωσι και να λύωσιν; Από τους Αποστόλους δε πάλιν δεν έλαβον την αυτήν εξουσίαν οι εκείνων διάδοχοι; Αλλ’ όμως ούτος ο αδελφός, όστις έχυσε το αίμα του δια τον Χριστόν και δεν συγχωρείται να μένη εντός του Αγίου Βήματος, όταν τελείται η θεία και ιερά Λειτουργία, αυτός κατεφρόνησε την εντολήν και τον κανόνα του πνευματικού αυτού Πατρός και Γέροντος, και δια τούτο διώκεται υπό θείου Αγγέλου έως εις τον νάρθηκα. Διότι αυτός μαθητής ων και υποτακτικός του δείνος Συνασκητού σου, από επήρειαν του δαίμονος ηθέλησε να παρεκκλίνη της προς τον Γέροντά του υπακοής· και ουχί μόνον τούτο, αλλά και δεθείς υπ’ αυτού με δεσμόν και επιτίμιον εύλογον, κατεφρόνησε τόσον τον μισθόν της υπακοής, όσον και τον εύλογον δεσμόν και ανεχώρησεν από τον Γέροντά του. Δια τούτο, καθό μεν βασανισθείς και αποκεφαλισθείς δια τον Χριστόν, έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον· επειδή δε είχε δεσμόν, δεν συγχωρείται να ίσταται μέσα εις το άγιον Βήμα, όταν τελείται η θεία ιερουργία. Εφ’ όσον δε ο Γέρων, όστις έδεσεν αυτόν, δεν τον λύση, από άλλον τινά δεν είναι δυνατόν να λυθή. (Τούτο συμβαίνει εφ’ όσον ο Γέρων ευρίσκεται εν τη ζωή· εάν όμως αυτός έχη αποθάνη, δύναται και Αρχιερεύς να λύση τον δεσμευθέντα). Αφ’ ου ταύτα απεκαλύφθησαν παρά Θεού, ο θείος εκείνος Γέρων, λαβών την βακτηρίαν του επορεύθη προς τον Ασκητήν, τον Γέροντα του Μάρτυρος, και διηγήθη εις αυτόν όλην την υπόθεσιν. Όθεν παραλαβών αυτόν, κατέβη μετ’ αυτού εις την Αλεξάνδρειαν και ανοίξαντες το κιβώτιον, εντός του οποίου ήτο το σώμα του Μάρτυρος έδωκαν εις αυτόν και οι δύο την συγχώρησιν· και τούτον ασπασάμενοι, εστάθησαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν. Έκτοτε λοιπόν έμενεν ο Μάρτυς ακίνητος μέσα εις το άγιον Βήμα, όταν ετελείτο η θεία Λειτουργία.
Επειδή δε ο άρχων δεν ηδύνατο να καταπείση αυτόν, πρώτον μεν προσέταξε να τον δέρωσιν ασπλάγχνως με νεύρα βοών, έπειτα δε προσέταξε να τον αποκεφαλίσωσι. Τούτου δε γενομένου, έρριψαν το σώμα του έξω της πόλεως, δια να το φάγωσιν οι κύνες. Τινές δε φιλόθεοι Χριστιανοί, ελθόντες εν καιρώ νυκτός, έλαβον αυτό και τυλίξαντες με μύρα και σινδόνας έθηκαν αυτό εντός κιβωτίου, το οποίον ετοποθέτησαν εις το Άγιον Βήμα του Ναού, τιμήσαντες τούτο ως περιέχον μαρτυρικόν λείψανον. Όταν όμως ετελείτο η θεία ιερουργία και ο Διάκονος εξεφώνει το «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε», ω του θαύματος! ευθύς έβλεπον όλοι οι περιεστώτες, ότι το κιβώτιον κινούμενον μόνον του χωρίς να το εγγίση χειρ τις άλλη εξήρχετο του Βήματος και του Ναού και ίστατο εις τον Νάρθηκα έως την απόλυσιν της ιερουργίας, μετά την οποίαν το αυτοκίνητον κιβώτιον εισήρχετο πάλιν εις τον Ναόν και εις το άγιον Βήμα. Τούτο το θαυμάσιον εγίνετο εις πάσαν ιερουργίαν· όθεν και προυξένει εις τους βλέποντας θαυμασμόν και έκπληξιν. Μαθών δε τούτο εις των τότε ακμαζόντων μεγάλων και θεοφόρων Πατέρων, παρεκάέσε τον Θεόν να του αποκαλύψη την αιτίαν του τοιούτου θαύματος· όθεν εισακούσας ο Θεός της δεήσεώς του, εφανέρωσε τάχιστα εις αυτόν την αιτίαν του γενομένου, ως εξής: Άγγελος Κυρίου παρασταθείς, λέγει προς αυτόν· «Τι θαυμάζεις και απορείς δια το παράδοξον όπερ γίνεται; Δεν έλαβον οι Απόστολοι από τον Χριστόν εξουσίαν να δένωσι και να λύωσιν; Από τους Αποστόλους δε πάλιν δεν έλαβον την αυτήν εξουσίαν οι εκείνων διάδοχοι; Αλλ’ όμως ούτος ο αδελφός, όστις έχυσε το αίμα του δια τον Χριστόν και δεν συγχωρείται να μένη εντός του Αγίου Βήματος, όταν τελείται η θεία και ιερά Λειτουργία, αυτός κατεφρόνησε την εντολήν και τον κανόνα του πνευματικού αυτού Πατρός και Γέροντος, και δια τούτο διώκεται υπό θείου Αγγέλου έως εις τον νάρθηκα. Διότι αυτός μαθητής ων και υποτακτικός του δείνος Συνασκητού σου, από επήρειαν του δαίμονος ηθέλησε να παρεκκλίνη της προς τον Γέροντά του υπακοής· και ουχί μόνον τούτο, αλλά και δεθείς υπ’ αυτού με δεσμόν και επιτίμιον εύλογον, κατεφρόνησε τόσον τον μισθόν της υπακοής, όσον και τον εύλογον δεσμόν και ανεχώρησεν από τον Γέροντά του. Δια τούτο, καθό μεν βασανισθείς και αποκεφαλισθείς δια τον Χριστόν, έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον· επειδή δε είχε δεσμόν, δεν συγχωρείται να ίσταται μέσα εις το άγιον Βήμα, όταν τελείται η θεία ιερουργία. Εφ’ όσον δε ο Γέρων, όστις έδεσεν αυτόν, δεν τον λύση, από άλλον τινά δεν είναι δυνατόν να λυθή. (Τούτο συμβαίνει εφ’ όσον ο Γέρων ευρίσκεται εν τη ζωή· εάν όμως αυτός έχη αποθάνη, δύναται και Αρχιερεύς να λύση τον δεσμευθέντα). Αφ’ ου ταύτα απεκαλύφθησαν παρά Θεού, ο θείος εκείνος Γέρων, λαβών την βακτηρίαν του επορεύθη προς τον Ασκητήν, τον Γέροντα του Μάρτυρος, και διηγήθη εις αυτόν όλην την υπόθεσιν. Όθεν παραλαβών αυτόν, κατέβη μετ’ αυτού εις την Αλεξάνδρειαν και ανοίξαντες το κιβώτιον, εντός του οποίου ήτο το σώμα του Μάρτυρος έδωκαν εις αυτόν και οι δύο την συγχώρησιν· και τούτον ασπασάμενοι, εστάθησαν και εδοξολόγησαν τον Θεόν. Έκτοτε λοιπόν έμενεν ο Μάρτυς ακίνητος μέσα εις το άγιον Βήμα, όταν ετελείτο η θεία Λειτουργία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου