Νικήτας ο Άγιος Ομολογητής και Πατρίκιος εγεννήθη εις την χώραν των
Παφλαγόνων, από γονείς ευσεβείς και φιλοθέους, οίτινες ως λέγεται, ήσαν
συγγενείς Θεοδώρας της κατόπιν βασιλίσσης συζύγου του Θεοφίλου. Παιδιόθεν
λοιπόν εις τα σχολεία έμαθε τα ιερά γράμματα και κατόπιν επήγεν εις την
Κωνσταντινούπολιν, όταν ήτο ετών δεκαεπτά. Μαθούσα δε η τα σκήπτρα της
βασιλείας τότε κρατούσα Ειρήνη, ότι όταν ο Άγιος ήτο νήπιον ευνουχίσθη από τους
γονείς του, δια τούτο επήρεν αυτόν εις τα βασιλικά παλάτια και εις ολίγον
καιρόν έγινε πρώτος από τους οικείους ανθρώπους της.
Έφθασε δε και εις το να λάβη το αξίωμα του Πατρικίου και να κατασταθή στρατηγός της Σικελίας. Παιδιόθεν δε μετεχειρίζετο ο μακάριος την αρετήν και ήθελε μεν να γίνη Μοναχός, ημποδίζετο όμως από τους τότε βασιλεύοντας, ήτοι τον Νικηφόρον και τον υιόν του Σταυράκιον. Ύστερον δε, όταν έγινε βασιλεύς ο Μιχαήλ, πολλά παρεκάλεσεν αυτόν ο Όσιος, δια να τον αφήση να γίνη Μοναχός, ούτος δε έδωκε μεν εις αυτόν άδειαν να μονάση, να μη εξέλθη όμως από την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν έδωκεν εις την εξουσίαν του το Μοναστήριον, το οποίον ευρίσκετο εις τη χρυσήν Πύλην την επονομαζομένην Χρυσονίκην και προσέταξεν αυτόν να μένη εκεί. Ήτο δε πενήντα ετών ο Άγιος, όταν έγινε Μοναχός και έμεινεν εις το Μοναστήριον έως της βασιλείας Λέοντος του Εικονομάχου. Βλέπων δε ο Άγιος τας ατιμίας όσας εποίουν οι εικονομάχοι εναντίον των αγίων Εικόνων, εξήλθε της Κωνσταντινουπόλεως και επήγεν εις προάστιον, το οποίον αυτός εχάρισε εις το Μοναστήριον. Έμεινε δε εκεί με τους ευτελεστέρους Μοναχούς, συντρώγων και συγκοπιάζων ομού με αυτούς. Επειδή δε τινες διαβολείς, χάριν ποιούντες εις τον βασιλέα Λέοντα, τον Αρμένιον δηλαδή, εφανέρωσαν εις αυτόν, ότι ο Νικήτας έχει εικόνα τινά του Δεσπότου Χριστού και την προσκυνεί, την οποίαν επήρεν από την Ρώμην, τούτου ένεκεν απεστάλη εις από τους στρατιώτας του βασιλέως δια να απειλήση τον Άγιον και να πάρη από αυτόν την Εικόνα. Ο Άγιος όμως δεν επείσθη εις το να δώση την Εικόνα, αλλ’ απεκρίθη εις τον απεσταλμένον μετά παρρησίας λέγων· «Η Εικών αύτη δεν είναι ιδική μου, αλλά του Θεού και δια τούτο είναι αφιερωμένη εις τον Θεόν και ευρίσκεται ομού με τα άλλα της Εκκλησίας κειμήλια». Ο δε απεσταλμένος του βασιλέως, λαβών έτερόν τινα Μοναχόν, επήγε μετ’ αυτού εις την Εκκλησίαν, δια να του δείξη την Εικόνα, την οποίαν ευθύς ως είδε, την επήρε και την έρριψεν ατίμως μέσα εις το βεριδάριόν του. Ιδών δε ο Άγιος την ατιμίαν ταύτην και στενάξας εκ καρδίας, εστοχάσθη ότι τούτο θέλει γίνει αρχή πειρασμών και θλίψεων. Αναχωρών δε ο απεσταλμένος παρήγγειλε με αυστηρότητα να μη τολμήση ο Άγιος να φύγη απ’ εκεί. Όταν δε μετά ταύτα εβασίλευσεν ο Θεόφιλος, εν έτει ωκθ΄ (829), και διεξήγεν επιμελώς τον κατά των αγίων Εικόνων πόλεμον, τότε απεστάλη από τον βασιλέα προς τον Όσιον τούτον άλλος άνθρωπος, Θεοδόσιος ονόματι, ο οποίος είπε προς αυτόν έμπροσθεν πάντων· «Ο βασιλεύς σε προστάζει δι’ εμού ή να συγκοινωνήσης με τον Πατριάρχην Αντώνιον (όστις και αυτός ήτο εικονομάχος) και να μη προσκυνής τας Εικόνας ή αυτήν την ώραν να εξορισθής απ’ εδώ. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Την Εικόνα του Χριστού μου δεν θέλω παύσει από του να προσκυνώ, καν και σεις εις τούτο δεν αρέσκεσθε. Τον δε Αντώνιον, εάν έχω τον νουν μου σώον και υγιά, δεν θέλω ονομάσει Πατριάρχην, αλλά μοιχόν. Λοιπόν εξόριζέ με, σφάζε με και ό,τι άλλο κακόν θέλεις ποίησον κατ’ εμού». Ευθύς τότε ο απεσταλμένος εξεδίωξεν αυτόν από εκεί. Ο δε Άγιος ευχαριστήσας τον Θεόν έλαβε μετ’ αυτού τρεις αδελφούς και επήγεν εις άλλο προάστιον, εκεί πλησίον ευρισκόμενον, εις το οποίον διήλθεν όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν και την Πεντηκοστήν, έπειτα δε απ’ εκεί επήγεν εις το Παντείχιον. Επειδή δε εξήλθε δόγμα βασιλικόν προστάζον να μη δέχεται κανείς εις τον οίκον του και να μη φιλοξενή τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, και μάλιστα τέως Μοναχούς, όσοι ήθελον φύγει δια την αιτίαν των αγίων Εικόνων, τούτου ένεκα στενοχωρηθείς ο Άγιος επέστρεψεν εις τον Ερίβολον. Επειδή δε και εκεί δεν ειρήνευσε, διότι ήρχοντο Αγαρηνοί, δια τούτο είπεν εις αυτόν εις συγγενής αυτού, Νικόλαος ονόματι, ότι θέλει εύρει μεγάλην ανάπαυσιν ανίσως υπάγη εις το ιδικόν του προάστιον, Ζουλουσάν ονομαζόμενον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος επήγεν εκεί. Αλλ’ ύστερον από ολίγον καιρόν πέμπεται εις αυτόν μήνυμα από τους εικονομάχους, ότι ή να συγκοινωνήση με αυτούς ή να φύγη απ’ εκεί. Όθεν ανεχώρησε και απ’ εκεί ο Όσιος και επήγεν εις τόπον λεγόμενον Κατισίαν και εκεί ευρών μικρόν τόπον ηγόρασεν αυτόν και έκτισε Ναόν εις το όνομα των Αρχαγγέλων, και εκεί διεπέρασε καλώς θεαρέστως αρκετούς χρόνους, ομού με τους αδελφούς όπου είχε μετ’ αυτού, τελευταίον δε επήγεν εις το Μοναστήριον, όπερ ήτο εκεί πλησίον εις την θάλασσαν. Εις τούτο λοιπόν ευρισκόμενος προεγνώρισεν ο αοίδιμος τον θάνατον και την προς τον Θεόν αναχώρησίν του. Όθεν κατηχήσας τους Μοναχούς και ευχηθείς εις αυτούς τα σωτηριώδη, προς Κύριον εξεδήμησε κατά τον εβδομηκοστόν πέμπτον χρόνον της ζωής του. Μετά δε τον θάνατόν του πολλά θαύματα εποίησεν.
Έφθασε δε και εις το να λάβη το αξίωμα του Πατρικίου και να κατασταθή στρατηγός της Σικελίας. Παιδιόθεν δε μετεχειρίζετο ο μακάριος την αρετήν και ήθελε μεν να γίνη Μοναχός, ημποδίζετο όμως από τους τότε βασιλεύοντας, ήτοι τον Νικηφόρον και τον υιόν του Σταυράκιον. Ύστερον δε, όταν έγινε βασιλεύς ο Μιχαήλ, πολλά παρεκάλεσεν αυτόν ο Όσιος, δια να τον αφήση να γίνη Μοναχός, ούτος δε έδωκε μεν εις αυτόν άδειαν να μονάση, να μη εξέλθη όμως από την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν έδωκεν εις την εξουσίαν του το Μοναστήριον, το οποίον ευρίσκετο εις τη χρυσήν Πύλην την επονομαζομένην Χρυσονίκην και προσέταξεν αυτόν να μένη εκεί. Ήτο δε πενήντα ετών ο Άγιος, όταν έγινε Μοναχός και έμεινεν εις το Μοναστήριον έως της βασιλείας Λέοντος του Εικονομάχου. Βλέπων δε ο Άγιος τας ατιμίας όσας εποίουν οι εικονομάχοι εναντίον των αγίων Εικόνων, εξήλθε της Κωνσταντινουπόλεως και επήγεν εις προάστιον, το οποίον αυτός εχάρισε εις το Μοναστήριον. Έμεινε δε εκεί με τους ευτελεστέρους Μοναχούς, συντρώγων και συγκοπιάζων ομού με αυτούς. Επειδή δε τινες διαβολείς, χάριν ποιούντες εις τον βασιλέα Λέοντα, τον Αρμένιον δηλαδή, εφανέρωσαν εις αυτόν, ότι ο Νικήτας έχει εικόνα τινά του Δεσπότου Χριστού και την προσκυνεί, την οποίαν επήρεν από την Ρώμην, τούτου ένεκεν απεστάλη εις από τους στρατιώτας του βασιλέως δια να απειλήση τον Άγιον και να πάρη από αυτόν την Εικόνα. Ο Άγιος όμως δεν επείσθη εις το να δώση την Εικόνα, αλλ’ απεκρίθη εις τον απεσταλμένον μετά παρρησίας λέγων· «Η Εικών αύτη δεν είναι ιδική μου, αλλά του Θεού και δια τούτο είναι αφιερωμένη εις τον Θεόν και ευρίσκεται ομού με τα άλλα της Εκκλησίας κειμήλια». Ο δε απεσταλμένος του βασιλέως, λαβών έτερόν τινα Μοναχόν, επήγε μετ’ αυτού εις την Εκκλησίαν, δια να του δείξη την Εικόνα, την οποίαν ευθύς ως είδε, την επήρε και την έρριψεν ατίμως μέσα εις το βεριδάριόν του. Ιδών δε ο Άγιος την ατιμίαν ταύτην και στενάξας εκ καρδίας, εστοχάσθη ότι τούτο θέλει γίνει αρχή πειρασμών και θλίψεων. Αναχωρών δε ο απεσταλμένος παρήγγειλε με αυστηρότητα να μη τολμήση ο Άγιος να φύγη απ’ εκεί. Όταν δε μετά ταύτα εβασίλευσεν ο Θεόφιλος, εν έτει ωκθ΄ (829), και διεξήγεν επιμελώς τον κατά των αγίων Εικόνων πόλεμον, τότε απεστάλη από τον βασιλέα προς τον Όσιον τούτον άλλος άνθρωπος, Θεοδόσιος ονόματι, ο οποίος είπε προς αυτόν έμπροσθεν πάντων· «Ο βασιλεύς σε προστάζει δι’ εμού ή να συγκοινωνήσης με τον Πατριάρχην Αντώνιον (όστις και αυτός ήτο εικονομάχος) και να μη προσκυνής τας Εικόνας ή αυτήν την ώραν να εξορισθής απ’ εδώ. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Την Εικόνα του Χριστού μου δεν θέλω παύσει από του να προσκυνώ, καν και σεις εις τούτο δεν αρέσκεσθε. Τον δε Αντώνιον, εάν έχω τον νουν μου σώον και υγιά, δεν θέλω ονομάσει Πατριάρχην, αλλά μοιχόν. Λοιπόν εξόριζέ με, σφάζε με και ό,τι άλλο κακόν θέλεις ποίησον κατ’ εμού». Ευθύς τότε ο απεσταλμένος εξεδίωξεν αυτόν από εκεί. Ο δε Άγιος ευχαριστήσας τον Θεόν έλαβε μετ’ αυτού τρεις αδελφούς και επήγεν εις άλλο προάστιον, εκεί πλησίον ευρισκόμενον, εις το οποίον διήλθεν όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν και την Πεντηκοστήν, έπειτα δε απ’ εκεί επήγεν εις το Παντείχιον. Επειδή δε εξήλθε δόγμα βασιλικόν προστάζον να μη δέχεται κανείς εις τον οίκον του και να μη φιλοξενή τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, και μάλιστα τέως Μοναχούς, όσοι ήθελον φύγει δια την αιτίαν των αγίων Εικόνων, τούτου ένεκα στενοχωρηθείς ο Άγιος επέστρεψεν εις τον Ερίβολον. Επειδή δε και εκεί δεν ειρήνευσε, διότι ήρχοντο Αγαρηνοί, δια τούτο είπεν εις αυτόν εις συγγενής αυτού, Νικόλαος ονόματι, ότι θέλει εύρει μεγάλην ανάπαυσιν ανίσως υπάγη εις το ιδικόν του προάστιον, Ζουλουσάν ονομαζόμενον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος επήγεν εκεί. Αλλ’ ύστερον από ολίγον καιρόν πέμπεται εις αυτόν μήνυμα από τους εικονομάχους, ότι ή να συγκοινωνήση με αυτούς ή να φύγη απ’ εκεί. Όθεν ανεχώρησε και απ’ εκεί ο Όσιος και επήγεν εις τόπον λεγόμενον Κατισίαν και εκεί ευρών μικρόν τόπον ηγόρασεν αυτόν και έκτισε Ναόν εις το όνομα των Αρχαγγέλων, και εκεί διεπέρασε καλώς θεαρέστως αρκετούς χρόνους, ομού με τους αδελφούς όπου είχε μετ’ αυτού, τελευταίον δε επήγεν εις το Μοναστήριον, όπερ ήτο εκεί πλησίον εις την θάλασσαν. Εις τούτο λοιπόν ευρισκόμενος προεγνώρισεν ο αοίδιμος τον θάνατον και την προς τον Θεόν αναχώρησίν του. Όθεν κατηχήσας τους Μοναχούς και ευχηθείς εις αυτούς τα σωτηριώδη, προς Κύριον εξεδήμησε κατά τον εβδομηκοστόν πέμπτον χρόνον της ζωής του. Μετά δε τον θάνατόν του πολλά θαύματα εποίησεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου