Νικόλαος
ο ένδοξος του Χριστού Νεομάρτυς εγεννήθη από γονείς ευσεβείς και φιλοθέους,
πατρίδα έχων την περίφημον πόλιν, την ονομαζομένην Καρπενήσιον, ήτις είναι
θρόνος της επαρχίας Λιτζάς και Αγράφων, καλώς δε ανατρεφόμενος υπό των γονέων
του εστάλη εις το σχολείον και έμαθε τα ιερά γράμματα· αφού δε έγινεν ετών δέκα
πέντε, τον επήρεν ο πατήρ του εις την Κωνσταντινούπολιν, ένθα ήτο παντοπώλης
και τον είχεν εις το εργαστήριόν του, εις τόπον λεγόμενον Ταχτά Καλέ· είχε δε ο
πατήρ του απέναντι εις το εργαστήριόν του ένα φίλον Αγαρηνόν κουρέα έμπειρον
και κατέχοντα την των Αγαρηνών διάλεκτον· εις αυτόν λοιπόν ηθέλησεν ο πατήρ του
να βάλη τον θαυμάσιον τούτον νέον δια να μάθη και τουρκικά γράμματα· τούτο δε
ήτο τέχνη του διαβόλου, ίνα παρασύρη τον νέον ή εις κακά ήθη ή και τελείως εις
την ασέβειαν (επειδή τοιαύτα είναι πάντοτε του πονηρού διαβόλου τα τεχνάσματα,
να παρακινή τους ταλαιπώρους Χριστιανούς τάχα δια κάποιον σωματικόν κέρδος να
βάλλωσιν εις τας παγίδας του εχθρού τα τέκνα των, και ούτω να τα χωρίζωσιν
ολίγον κατ’ ολίγον από την πίστιν του Χριστού).
Εις τον Άγιον όμως τούτον νέον Νικόλαον συνέβη όλως το εναντίον· διότι πίπτων αυτός μέσα εις τας παγίδας του διαβόλου, συνέτριψεν εκείνον όστις τας έστησε και ανήλθε στεφανηφόρος εις τα ουράνια. Διδασκόμενος λοιπόν ο Μάρτυς τα τουρκικά γράμματα, και ευφυής ων εις τον νουν, τα εμάνθανε τόσον ευκόλως, ώστε τον εθαύμαζεν ο Αγαρηνός και τον εφθόνει δια την ταχείαν πρόοδόν του, και έβαλα βουλήν ο επάρατος, αν εύρη τρόπον, να τουρκεύση τον νέον· όθεν τεχνεύεται το εξής κακούργημα. Μίαν ημέραν έκραξε και άλλους τινάς Τούρκους, τους λεγομένους υπ’ αυτών Γενιτσάρους, και τους λέγει· «Ούτος ο παντοπώλης έχει υιόν κατά πολλά φρόνιμον και εις τα γράμματα τόσον επιτήδειον, ώστε καθώς του παραδώσω το μάθημα, ευθύς το μανθάνει· όθεν σας παρακαλώ, αδελφοί, να συνεργήσετε και σεις δια να τουρκεύσωμεν ένα τοιούτον προκομμένον παιδίον». Εύρε δε αυτός και τον τρόπον και τους τον ηρμήνευσεν, οίτινες υπεσχέθησαν ότι θα τον βοηθήσωσιν εις τούτο όσον δύνανται. Μετ’ ολίγας ημέρας έγραψεν ο κουρεύς το σαλαβάτι, ήτοι την ομολογίαν της πίστεώς των, και το είχεν έτοιμον· ότε δε ήλθεν ο Νικόλαος δια το μάθημα, κατά την συνήθειαν, και αφού του παρέδωσε τούτο ο διδάσκαλος, εγχειρίζει το σαλαβάτι εκείνο εις τον Νικόλαον λέγων εις αυτόν· «Ανάγνωσε αυτόν τον τεσκερέν». Ήσαν δε και οι Γενίτσαροι εκείνοι παρόντες· επήρεν ο Νικόλαος το γράμμα εκείνο και το ανέγνωσε, μη γινώσκων, ότι είναι το σαλαβάτι των· και πάραυτα οι Τούρκοι εκείνοι, κατά την εντολήν του κουρέως, φωνάζουν και λέγουν· «Τούρκος έγινες, Νικόλαε, επειδή το σαλαβάτι ανέγνωσες». Ο δε Νικόλαος εκπλαγείς δια το τέχνασμα έλεγε· «Χριστιανός είμαι, και όχι καθώς σεις λέγετε· εγώ ό,τι μάθημα μου δώση ο διδάσκαλός μου χρεωστώ να το αναγνώσω». Τότε εκείνοι και άλλοι πολλοί συνηγμένοι εκείσε ήρπασαν τον νέον, και τον ωδήγησαν βιαίως εις τον καϊμακάμην, ήτοι εις τον επίτροπον του βεζύρη. Απάγοντες λοιπόν τον μακάριον Νικόλαον εις τον καϊμακάμην, άλλοι μεν εφώναζον, άλλοι δε εψευδομαρτύρουν, και άλλοι αγωγήν ποιούντες έλεγον· «Ο άνθρωπος ούτος, εφέντη, έκαμε σαλαβάτι έμπροσθέν μας, και αν θέλης να πιστωθής την αλήθειαν, ιδέ και τον τεσκερέν, εις τον οποίον το έχει γεγραμμένον και το αναγινώσκει καθ’ εκάστην ώραν· και τώρα τον προτρέπομεν να γίνη Τούρκος, και αυτός περιγελά την πίστιν μας». Ο δε καϊμακάμης του λέγει· «Νικόλαε, διατί, αφού έγραψας το σαλαβάτι και το αναγινώσκεις, έπειτα Τούρκος δεν γίνεσαι»; Αποκρίνεται ο Νικόλαος εντόνως, χωρίς καμμίαν δειλίαν, και λέγει προς τον κριτήν· «Σήμερον, μετά το μάθημα, ο διδάσκαλός μου μού έδωσε και αυτό το γράμμα, και μου είπε να το αναγνώσω, αλλ’ εγώ δεν ήξευρα, ότι είναι το σαλαβάτι σας· εγώ ενόμιζα, ότι επειδή είναι διδάσκαλός μου, ό,τι γράμμα μου δώση, ανάγκη είναι να το αναγνώσω». Ο δε καϊμακάμης του λέγει· «Επειδή, Νικόλαε, ανέγνωσες το σαλαβάτι, πρέπει να γίνης Τούρκος· εγώ δε θα σου δώσω οφφίκιον μεγάλον, όποιον θέλεις· θα σε πλουτίσω, θα σε τιμήσω, και θα σε δοξάσω μέσα εις τα βασίλεια». Και ο Άγιος λέγει· «Εγώ Χριστιανός είμαι, και τον Χριστόν μου πιστεύω Θεόν αληθινόν· αι δε τιμαί και τα οφφίκια, τα οποία μοι υπόσχεσαι, δεν μοι χρειάζονται· εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι· εις τον Χριστόν μου πιστεύω· δια το όνομά Του αποθνήσκω· Τούρκος δεν γίνομαι». Όντως εις τούτον τον Άγιον ηλήθευσεν ο λόγος του Δεσπότου Χριστού όστις λέγει· «Προ δε τούτων πάντων επιβαλούσιν εφ’ υμάς τας χείρας αυτών και διώξουσι, παραδιδόντες εις συναγωγάς και φυλακάς, αγομένους επί βασιλείς και ηγεμόνας ένεκεν του ονόματός μου· αποβήσεται δε υμίν εις μαρτύριον. Θέσθε ουν εις τας καρδίας υμών μη προμελετάν απολογηθήναι· εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν , η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκά, κα: 12-15). Βλέπων λοιπόν ο καϊμακάμης, ότι δεν κατορθώνει τίποτε, τι κάμνει; Προστάζει να δέσουν τας χείρας του οπίσω και να τον κρεμάσουν εις ένα στύλον του μεγάρου του, και τον ερωτά: «Νικόλαε, βλέπε τι θέλομεν να σε κάμωμεν, μόνον γενού με το καλόν Τούρκος». Ο Άγιος του αποκρίνετα: «Εξουσιαστής είσαι, και ό,τι θέλεις κάμε· εγώ Χριστιανός είμαι· δεν λέγει το κιτάπι σας (το Κοράνιον) ότι δυναστικώς να μη κάμνητε τινά Τούρκον»; Τότε διέταξε και τον περιέτεμον, νομίζοντες ότι θα καταπεισθή ούτω να ομολογήση την θρησκείαν των ως αληθινήν· αλλ’ αυτός ο μακάριος εφώναζε πλέον εντονώτερον· «Τι με κόπτετε; Εγώ Χριστιανός είμαι· εις τον Χριστόν μου πιστεύω ως Θεόν αληθινόν· εάν και το σώμα μου όλον κατακόψητε εις λεπτά τεμάχια, τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι· εις Αυτόν πιστεύω, Αυτόν λατρεύω, Αυτόν έχω βοηθόν, όστις στέκεται αοράτως και με ενδυναμώνει». Οι δε Τούρκοι του έλεγον: «Συ, Νικόλαε, σαλαβάτι έκαμες, και ημείς περιτομήν σου εκάμαμεν, είσαι Τούρκος». Και ο Άγιος έλεγε: «Ψεύματα λέγετε· εγώ Χριστιανός είμαι, και τον Χριστόν μου πιστεύω». Ω μακαρίας φωνής μακαριώτερον στόμα, όπερ έλαμψε λαμπρότερον του ηλίου. Ιδών ο καϊμακάμης, ότι και δια της περιτομής τίποτε δεν κατώρθωσε, διέταξε να τον βάλουν εις την φυλακήν των κακούργων και φονέων, παραγγείλας εις τους φύλακας να μη του δώσουν ούτε άρτον, ούτε ύδωρ· διέμεινε δε εις αυτήν επί όλας ημέρας εξήκοντα πέντε· έπειτα τον απεφυλάκισαν και τον επήγαν πάλιν εις τον καϊμακάμην· ήτο δε όλος φαιδρός και χαριέστατος, ως να ήτο εις συμπόσιον γάμου, εφώναζον δε οι κατήγοροι: «Ή Τούρκος να γίνη ή να θανατωθή». Τον ηρώτησε πάλιν ο καϊμακάμης, αν τυχόν μετενόησε και στέργη την πίστιν του Μωάμεθ· αλλ’ αυτός ο γενναίος έτι μάλλον αναθαρρήσας μετά πλειοτέρας τόλμης και καρδίας εβόησε· «Χριστιανός είμαι και εις τον Χριστόν μου πιστεύω· τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι, αν και μυρίας βασάνους μου δώσητε». Όθεν πάλιν τον εφυλάκισαν και τον ερράβδιζον συχνά. Ευρισκομένου του Αγίου εις την φυλακήν και δεινώς μαστιγουμένου υπό των ασπλάγχνων εκείνων και θηριογνωμόνων δημίων, επήγεν ο Αγαρηνός, ο ιδιοκτήτης του εργαστηρίου, και καθό υπέρπλουτος υπέσχετο να του δώση την θυγατέρα του ομού και προίκα μυριάριθμον και εργαστήρια πολλών χρημάτων αξίας, εάν γίνη Τούρκος· αλλά ταύτα πάντα ο γενναίος Νικόλαος ως όνειρα και ως κονιορτόν και σκιάν τα ελογίσθη. «Εγώ, έλεγεν, έχω πλούτον άσυλον εντός της καρδίας μου την πίστιν του Χριστού μου, όστις μου έχει ετοιμασμένα εις τους ουρανούς καθαρόν θάλαμον, δόξαν αμάραντον, τρυφήν αδαπάνητον, τιμήν ανυπέρβλητον, χαράν ανεκλάλητον, και βασιλείαν αδιάδοχον, και δια το πολλοστημόριον της οποίας δεν είναι όλος ο κόσμος αντάξιος· ταύτην την βασιλείαν επηγγείλατο ο Άγιος Θεός να δώση εις τους αγαπώντας και μη αρνουμένους αυτόν, προς κατοικίαν εν αυτή και συμβασιλείαν μετ’ αυτού αιωνίως». Ταύτα ακούσας εκείνος εκ μέρους του Μάρτυρος απήλθεν άπρακτος· μετέπειτα πάλιν δια προσταγής του καϊμακάμη απεφυλάκισαν τον Μάρτυρα και τον επήγαν εις τον κριτήν· ο δε κριτής βλέπων τον μακάριον πολύ νέον, και το πρόσωπόν του απαστράπτον, ήρχισε να τον κολακεύη με πολλήν ημερότητα· «Άκουσέ μου, ω νέε, και μη θέλης να χάσης την ζωήν σου άωρα· έλα εις την ιδικήν μας πίστιν, και τότε θα μάθης την ωφέλειαν και το καλόν της, επειδή τώρα ως ανήλικος δεν δύνασαι να κατανοήσης την αλήθειαν». Ο δε μακάριος του Χριστού Μάρτυς τα αυτά πάλιν επανελάμβανε παρρησία λέγων: «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός επιθυμώ να αποθάνω· τι βραδύνετε; Τι χασομεράτε; Ταύτην την χάριν μόνον σας ζητώ, να μου δώσετε όσον τάχιστα τον θάνατον». Ταύτα ακούσας ο κριτής και βλέπων και το αμετάθετον της γνώμης του, ότι δεν ήτο δυνατόν να παρασαλεύση από την πίστιν του Χριστού, ούτε καν με λόγον, δια να μη καταισχύνηται περισσότερον, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, παραδώσας αυτόν εις τον έπαρχον, όστις τον έδεσε και τον έφερεν εις το εργαστήριόν του, κατά τον Ταχτά Καλέ, κείμενον έμπροσθεν της λεωφόρου. Εκείσε δε ερχόμενος ο Μάρτυς ήτο όλος χαρά, χωρίς ποσώς να δειλιάση τον θάνατον, και θαύμα μέγα έδιδεν εις τους παρόντας και βλέποντας την αυτού προθυμίαν, επειδή ήστραπτε το πρόσωπόν του από την ένδοθεν φαιδρότητα της ψυχής του, ως ποτε και του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου· αληθώς δε εφαίνετο ότι εις γάμον μετέβαινε και όχι εις θάνατον· τόσον ήτο όλος ηλλοιωμένος· τόσον επόθει και εδίψα τον υπέρ Χριστού θάνατον, ως η Δαβιτική εκείνη έλαφος τρέχει διψώσα εις τας πηγάς των υδάτων· διότι είχε το πυρ της αγάπης του Χριστού εις την καρδίαν, από το οποίον αναφλεγόμενος έκραζε και αυτός κατά τον Παύλον: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψις; Ή στενοχωρία; Ή λιμός; Ή διωγμός; Ή γυμνότης; Ή μάχαιρα;». Ότε λοιπόν έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον έκλινεν ο μακάριος Νικόλαος τα γόνατα και όσον ηδύνατο εξήπλωσε τον λαιμόν του, δια να τον αποκεφαλίση ο δήμιος ευκόλως και ταχέως· προσευχόμενος δε απετμήθη την μακαρίαν αυτού κεφαλήν εις τας κγ΄ (23) Σεπτεμβρίου, ημέραν Δευτέραν, εν έτει αχοβ΄ (1672) και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Και η μεν αγία και καθαρά και άμωμος αυτού ψυχή ανέβη εις τα ουράνια ευπαρρησίαστος, όλη φως ουράνιον απαστράπτουσα, όλη ακτίνας αστραποηλιοχρυσομαργαροφαιδροειδείς εκπέμπουσα, όλη στεφανηφόρος και συνοδευομένη υπό ταγμάτων των Αγίων Αγγέλων και των Μαρτύρων, ένθα και απολαμβάνει τρανότατα το φως της Αγίας Τριάδος· η δε θεία Χάρις έμεινεν εις το άγιον αυτού και σεβάσμιον λείψανον· δι’ ο και έβλεπον άπαντες ολοφάνερα φως θείον, όπερ κατέβαινεν επάνω εις αυτό ουρανόθεν επί τρεις ολοκλήρους νύκτας, υπό του οποίου καταυγαζόμενον εφαίνετο το μαρτυρικόν εκείνο λείψανον όλον φως. Και οι μεν Χριστιανοί βλέποντες αυτό έχαιρον και ηγαλλιώντο· οι δε Αγαρηνοί διεπρίοντο τας καρδίας, και βουλόμενοι να συσκιάσωσι το θαύμα έλεγον· «Ημείς τον εκόψαμεν, και ο Θεός έρριψε πυρ και τον καίει». Βλέποντες οι Χριστιανοί το άγιον εκείνο φως, ηυλαβήθησαν και επήγαν τινές εξ αυτών εις τον κριτήν και έδωκαν εις αυτόν ικανά αργύρια, επήραν δε το άγιον λείψανον και μετά μεγάλης παρουσίας μετακομίσαντες έθαψαν εις το Μοναστήριον της Παναγίας, το οποίον ονομάζεται Χάλκη· μετά ταύτα δε όστις ήθελεν, έδιδεν εν φλωρίον και έβαφε μετά πίστεως το μανδήλιόν του εις το αίμα του Μάρτυρος, εκεί όπου τον απέτεμον, και ό,τι δήποτε νόσημα και αν είχεν, ω του θαύματος! ελάμβανε την υγείαν του· ευλαβής δε τις λαβών το μανδήλιον δι’ ου είχον δεδεμένους τους οφθαλμούς του Μάρτυρος, κατά την αποκεφάλισίν του, ως είναι συνήθεια, και βαλών αυτό επάνω εις άνθρωπον έχοντα θέρμην πολυκαιρινήν, ιάτρευσε παρευθύς τον νοσούντα δια της χάριτός του. Μετ’ ολίγον έκαμον την ανακομιδήν του αγίου λειψάνου του Μάρτυρος, και επήραν την αγίαν αυτού κάραν εις την Εκκλησίαν της Παναγίας, ήτις ονομάζεται Κοντοσκάλι· έτυχε δε και ήτο εκεί εις την Εκκλησίαν ο Σύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας, ονόματι Γρηγόριος, εκ της του Αγιωνύμου Όρους Μονής του Ξηροποτάμου, άνθρωπος σοφώτατος και ενάρετος, τον οποίον υπερηγάπα ο Πατριάρχης. Ούτος εζήτησε την κάραν του Μάρτυρος από τους Χριστιανούς, δια να την φέρη εις το Μοναστήριόν του, και του την έδωσαν· πλην πάλιν την είχεν εκεί εις την Εκκλησίαν δια αγιασμόν και ευλάβειαν των προσερχομένων Χριστιανών· μετά δε τον θάνατον του Συγκέλλου, την επήραν οι επίτροποι της Εκκλησίας, ομού και άλλα δύο μέρη άγια λείψανα έλαβεν ο Οικουμενικός Πατριάρχης· οι δε Πατέρες της Μονής του Ξηροποτάμου επήγαν δια την κληρονομίαν του Συγκέλλου, αλλά δεν κατώρθωσαν τίποτε. Επί τέλους μετά πολλού κόπου ύστερον άλλοι Πατέρες έλαβον τα άγια λείψανα παρά του Πατριάρχου. Την δε αγίαν κάραν του Μάρτυρος απεφάσισεν όλη η συνοικία να την παραδώση, αλλ’ άρχων τις, επίτροπος της Εκκλησίας πρώτος, δεν την άφηνε, λέγων ότι έχουσιν εις το Μοναστήριον οι Πατέρες και άλλα πολλά άγια λείψανα, ημείς δε έχομεν περισσοτέραν από εκείνους ανάγκην να την έχωμεν ενταύθα. Επικραίνοντο λοιπόν οι πτωχοί Πατέρες, πλην είχον την ελπίδα εις τον Θεόν και εις τον Άγιον· το δε πρωϊ, ω του θαύματος! εκτύπησεν η πανώλη τον άρχοντα εκείνον, και στείλας κράζει τους Πατέρας, και ευθύς έγινεν υγιής μετά τον ψαλέντα αγιασμόν, οι δε του εζήτησαν την αγίαν κάραν, αλλά ματαίως· όθεν τον εκτύπησε και δεύτερον η πανώλης, και πάλιν δεν απέδωκε την αγίαν κάραν· εσπέρας δε γενομένης φαίνεται ο Άγιος εις τον ύπνον τού προηγουμένου παπά Μακαρίου ως εν παιδίον νέον, ολίγον ξανθόν, και του λέγει· «Αύριον λαμβάνεις εκείνο το οποίον ποθείς, Πάτερ»· το πρωϊ εκτύπησε τρίτον η πανώλης και τον άρχοντα και την γυναίκα του· όθεν έστειλε πάλιν και έκραξε τους Πατέρας και εσταύρωσαν αυτόν τε και την γυναίκα του, και παρευθύς έγιναν υγιείς. Τότε λοιπόν τους παρέδωσε την αγίαν κάραν, και άλλα πολλά αφιερώματα εχάρισεν εις το Μοναστήριον, τα οποία συμπαραλαβόντες ομού οι Πατέρες ήλθον εν μεγάλη χαρά εις το Μοναστήριόν των, και εκεί απέθεσαν την αγίαν κάραν μετά των διαλειφθέντων λειψάνων, όπου ευρίσκονται έως την σήμερον και επιτελούσι διάφορα θαύματα εις τους πιστώς αυτοίς προστρέχοντας, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Εις τον Άγιον όμως τούτον νέον Νικόλαον συνέβη όλως το εναντίον· διότι πίπτων αυτός μέσα εις τας παγίδας του διαβόλου, συνέτριψεν εκείνον όστις τας έστησε και ανήλθε στεφανηφόρος εις τα ουράνια. Διδασκόμενος λοιπόν ο Μάρτυς τα τουρκικά γράμματα, και ευφυής ων εις τον νουν, τα εμάνθανε τόσον ευκόλως, ώστε τον εθαύμαζεν ο Αγαρηνός και τον εφθόνει δια την ταχείαν πρόοδόν του, και έβαλα βουλήν ο επάρατος, αν εύρη τρόπον, να τουρκεύση τον νέον· όθεν τεχνεύεται το εξής κακούργημα. Μίαν ημέραν έκραξε και άλλους τινάς Τούρκους, τους λεγομένους υπ’ αυτών Γενιτσάρους, και τους λέγει· «Ούτος ο παντοπώλης έχει υιόν κατά πολλά φρόνιμον και εις τα γράμματα τόσον επιτήδειον, ώστε καθώς του παραδώσω το μάθημα, ευθύς το μανθάνει· όθεν σας παρακαλώ, αδελφοί, να συνεργήσετε και σεις δια να τουρκεύσωμεν ένα τοιούτον προκομμένον παιδίον». Εύρε δε αυτός και τον τρόπον και τους τον ηρμήνευσεν, οίτινες υπεσχέθησαν ότι θα τον βοηθήσωσιν εις τούτο όσον δύνανται. Μετ’ ολίγας ημέρας έγραψεν ο κουρεύς το σαλαβάτι, ήτοι την ομολογίαν της πίστεώς των, και το είχεν έτοιμον· ότε δε ήλθεν ο Νικόλαος δια το μάθημα, κατά την συνήθειαν, και αφού του παρέδωσε τούτο ο διδάσκαλος, εγχειρίζει το σαλαβάτι εκείνο εις τον Νικόλαον λέγων εις αυτόν· «Ανάγνωσε αυτόν τον τεσκερέν». Ήσαν δε και οι Γενίτσαροι εκείνοι παρόντες· επήρεν ο Νικόλαος το γράμμα εκείνο και το ανέγνωσε, μη γινώσκων, ότι είναι το σαλαβάτι των· και πάραυτα οι Τούρκοι εκείνοι, κατά την εντολήν του κουρέως, φωνάζουν και λέγουν· «Τούρκος έγινες, Νικόλαε, επειδή το σαλαβάτι ανέγνωσες». Ο δε Νικόλαος εκπλαγείς δια το τέχνασμα έλεγε· «Χριστιανός είμαι, και όχι καθώς σεις λέγετε· εγώ ό,τι μάθημα μου δώση ο διδάσκαλός μου χρεωστώ να το αναγνώσω». Τότε εκείνοι και άλλοι πολλοί συνηγμένοι εκείσε ήρπασαν τον νέον, και τον ωδήγησαν βιαίως εις τον καϊμακάμην, ήτοι εις τον επίτροπον του βεζύρη. Απάγοντες λοιπόν τον μακάριον Νικόλαον εις τον καϊμακάμην, άλλοι μεν εφώναζον, άλλοι δε εψευδομαρτύρουν, και άλλοι αγωγήν ποιούντες έλεγον· «Ο άνθρωπος ούτος, εφέντη, έκαμε σαλαβάτι έμπροσθέν μας, και αν θέλης να πιστωθής την αλήθειαν, ιδέ και τον τεσκερέν, εις τον οποίον το έχει γεγραμμένον και το αναγινώσκει καθ’ εκάστην ώραν· και τώρα τον προτρέπομεν να γίνη Τούρκος, και αυτός περιγελά την πίστιν μας». Ο δε καϊμακάμης του λέγει· «Νικόλαε, διατί, αφού έγραψας το σαλαβάτι και το αναγινώσκεις, έπειτα Τούρκος δεν γίνεσαι»; Αποκρίνεται ο Νικόλαος εντόνως, χωρίς καμμίαν δειλίαν, και λέγει προς τον κριτήν· «Σήμερον, μετά το μάθημα, ο διδάσκαλός μου μού έδωσε και αυτό το γράμμα, και μου είπε να το αναγνώσω, αλλ’ εγώ δεν ήξευρα, ότι είναι το σαλαβάτι σας· εγώ ενόμιζα, ότι επειδή είναι διδάσκαλός μου, ό,τι γράμμα μου δώση, ανάγκη είναι να το αναγνώσω». Ο δε καϊμακάμης του λέγει· «Επειδή, Νικόλαε, ανέγνωσες το σαλαβάτι, πρέπει να γίνης Τούρκος· εγώ δε θα σου δώσω οφφίκιον μεγάλον, όποιον θέλεις· θα σε πλουτίσω, θα σε τιμήσω, και θα σε δοξάσω μέσα εις τα βασίλεια». Και ο Άγιος λέγει· «Εγώ Χριστιανός είμαι, και τον Χριστόν μου πιστεύω Θεόν αληθινόν· αι δε τιμαί και τα οφφίκια, τα οποία μοι υπόσχεσαι, δεν μοι χρειάζονται· εγώ τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι· εις τον Χριστόν μου πιστεύω· δια το όνομά Του αποθνήσκω· Τούρκος δεν γίνομαι». Όντως εις τούτον τον Άγιον ηλήθευσεν ο λόγος του Δεσπότου Χριστού όστις λέγει· «Προ δε τούτων πάντων επιβαλούσιν εφ’ υμάς τας χείρας αυτών και διώξουσι, παραδιδόντες εις συναγωγάς και φυλακάς, αγομένους επί βασιλείς και ηγεμόνας ένεκεν του ονόματός μου· αποβήσεται δε υμίν εις μαρτύριον. Θέσθε ουν εις τας καρδίας υμών μη προμελετάν απολογηθήναι· εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν , η ου δυνήσονται αντειπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν» (Λουκά, κα: 12-15). Βλέπων λοιπόν ο καϊμακάμης, ότι δεν κατορθώνει τίποτε, τι κάμνει; Προστάζει να δέσουν τας χείρας του οπίσω και να τον κρεμάσουν εις ένα στύλον του μεγάρου του, και τον ερωτά: «Νικόλαε, βλέπε τι θέλομεν να σε κάμωμεν, μόνον γενού με το καλόν Τούρκος». Ο Άγιος του αποκρίνετα: «Εξουσιαστής είσαι, και ό,τι θέλεις κάμε· εγώ Χριστιανός είμαι· δεν λέγει το κιτάπι σας (το Κοράνιον) ότι δυναστικώς να μη κάμνητε τινά Τούρκον»; Τότε διέταξε και τον περιέτεμον, νομίζοντες ότι θα καταπεισθή ούτω να ομολογήση την θρησκείαν των ως αληθινήν· αλλ’ αυτός ο μακάριος εφώναζε πλέον εντονώτερον· «Τι με κόπτετε; Εγώ Χριστιανός είμαι· εις τον Χριστόν μου πιστεύω ως Θεόν αληθινόν· εάν και το σώμα μου όλον κατακόψητε εις λεπτά τεμάχια, τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι· εις Αυτόν πιστεύω, Αυτόν λατρεύω, Αυτόν έχω βοηθόν, όστις στέκεται αοράτως και με ενδυναμώνει». Οι δε Τούρκοι του έλεγον: «Συ, Νικόλαε, σαλαβάτι έκαμες, και ημείς περιτομήν σου εκάμαμεν, είσαι Τούρκος». Και ο Άγιος έλεγε: «Ψεύματα λέγετε· εγώ Χριστιανός είμαι, και τον Χριστόν μου πιστεύω». Ω μακαρίας φωνής μακαριώτερον στόμα, όπερ έλαμψε λαμπρότερον του ηλίου. Ιδών ο καϊμακάμης, ότι και δια της περιτομής τίποτε δεν κατώρθωσε, διέταξε να τον βάλουν εις την φυλακήν των κακούργων και φονέων, παραγγείλας εις τους φύλακας να μη του δώσουν ούτε άρτον, ούτε ύδωρ· διέμεινε δε εις αυτήν επί όλας ημέρας εξήκοντα πέντε· έπειτα τον απεφυλάκισαν και τον επήγαν πάλιν εις τον καϊμακάμην· ήτο δε όλος φαιδρός και χαριέστατος, ως να ήτο εις συμπόσιον γάμου, εφώναζον δε οι κατήγοροι: «Ή Τούρκος να γίνη ή να θανατωθή». Τον ηρώτησε πάλιν ο καϊμακάμης, αν τυχόν μετενόησε και στέργη την πίστιν του Μωάμεθ· αλλ’ αυτός ο γενναίος έτι μάλλον αναθαρρήσας μετά πλειοτέρας τόλμης και καρδίας εβόησε· «Χριστιανός είμαι και εις τον Χριστόν μου πιστεύω· τον Χριστόν μου δεν αρνούμαι, αν και μυρίας βασάνους μου δώσητε». Όθεν πάλιν τον εφυλάκισαν και τον ερράβδιζον συχνά. Ευρισκομένου του Αγίου εις την φυλακήν και δεινώς μαστιγουμένου υπό των ασπλάγχνων εκείνων και θηριογνωμόνων δημίων, επήγεν ο Αγαρηνός, ο ιδιοκτήτης του εργαστηρίου, και καθό υπέρπλουτος υπέσχετο να του δώση την θυγατέρα του ομού και προίκα μυριάριθμον και εργαστήρια πολλών χρημάτων αξίας, εάν γίνη Τούρκος· αλλά ταύτα πάντα ο γενναίος Νικόλαος ως όνειρα και ως κονιορτόν και σκιάν τα ελογίσθη. «Εγώ, έλεγεν, έχω πλούτον άσυλον εντός της καρδίας μου την πίστιν του Χριστού μου, όστις μου έχει ετοιμασμένα εις τους ουρανούς καθαρόν θάλαμον, δόξαν αμάραντον, τρυφήν αδαπάνητον, τιμήν ανυπέρβλητον, χαράν ανεκλάλητον, και βασιλείαν αδιάδοχον, και δια το πολλοστημόριον της οποίας δεν είναι όλος ο κόσμος αντάξιος· ταύτην την βασιλείαν επηγγείλατο ο Άγιος Θεός να δώση εις τους αγαπώντας και μη αρνουμένους αυτόν, προς κατοικίαν εν αυτή και συμβασιλείαν μετ’ αυτού αιωνίως». Ταύτα ακούσας εκείνος εκ μέρους του Μάρτυρος απήλθεν άπρακτος· μετέπειτα πάλιν δια προσταγής του καϊμακάμη απεφυλάκισαν τον Μάρτυρα και τον επήγαν εις τον κριτήν· ο δε κριτής βλέπων τον μακάριον πολύ νέον, και το πρόσωπόν του απαστράπτον, ήρχισε να τον κολακεύη με πολλήν ημερότητα· «Άκουσέ μου, ω νέε, και μη θέλης να χάσης την ζωήν σου άωρα· έλα εις την ιδικήν μας πίστιν, και τότε θα μάθης την ωφέλειαν και το καλόν της, επειδή τώρα ως ανήλικος δεν δύνασαι να κατανοήσης την αλήθειαν». Ο δε μακάριος του Χριστού Μάρτυς τα αυτά πάλιν επανελάμβανε παρρησία λέγων: «Χριστιανός είμαι και Χριστιανός επιθυμώ να αποθάνω· τι βραδύνετε; Τι χασομεράτε; Ταύτην την χάριν μόνον σας ζητώ, να μου δώσετε όσον τάχιστα τον θάνατον». Ταύτα ακούσας ο κριτής και βλέπων και το αμετάθετον της γνώμης του, ότι δεν ήτο δυνατόν να παρασαλεύση από την πίστιν του Χριστού, ούτε καν με λόγον, δια να μη καταισχύνηται περισσότερον, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, παραδώσας αυτόν εις τον έπαρχον, όστις τον έδεσε και τον έφερεν εις το εργαστήριόν του, κατά τον Ταχτά Καλέ, κείμενον έμπροσθεν της λεωφόρου. Εκείσε δε ερχόμενος ο Μάρτυς ήτο όλος χαρά, χωρίς ποσώς να δειλιάση τον θάνατον, και θαύμα μέγα έδιδεν εις τους παρόντας και βλέποντας την αυτού προθυμίαν, επειδή ήστραπτε το πρόσωπόν του από την ένδοθεν φαιδρότητα της ψυχής του, ως ποτε και του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου· αληθώς δε εφαίνετο ότι εις γάμον μετέβαινε και όχι εις θάνατον· τόσον ήτο όλος ηλλοιωμένος· τόσον επόθει και εδίψα τον υπέρ Χριστού θάνατον, ως η Δαβιτική εκείνη έλαφος τρέχει διψώσα εις τας πηγάς των υδάτων· διότι είχε το πυρ της αγάπης του Χριστού εις την καρδίαν, από το οποίον αναφλεγόμενος έκραζε και αυτός κατά τον Παύλον: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού, θλίψις; Ή στενοχωρία; Ή λιμός; Ή διωγμός; Ή γυμνότης; Ή μάχαιρα;». Ότε λοιπόν έφθασαν εις τον ωρισμένον τόπον έκλινεν ο μακάριος Νικόλαος τα γόνατα και όσον ηδύνατο εξήπλωσε τον λαιμόν του, δια να τον αποκεφαλίση ο δήμιος ευκόλως και ταχέως· προσευχόμενος δε απετμήθη την μακαρίαν αυτού κεφαλήν εις τας κγ΄ (23) Σεπτεμβρίου, ημέραν Δευτέραν, εν έτει αχοβ΄ (1672) και έλαβε του Μαρτυρίου τον στέφανον. Και η μεν αγία και καθαρά και άμωμος αυτού ψυχή ανέβη εις τα ουράνια ευπαρρησίαστος, όλη φως ουράνιον απαστράπτουσα, όλη ακτίνας αστραποηλιοχρυσομαργαροφαιδροειδείς εκπέμπουσα, όλη στεφανηφόρος και συνοδευομένη υπό ταγμάτων των Αγίων Αγγέλων και των Μαρτύρων, ένθα και απολαμβάνει τρανότατα το φως της Αγίας Τριάδος· η δε θεία Χάρις έμεινεν εις το άγιον αυτού και σεβάσμιον λείψανον· δι’ ο και έβλεπον άπαντες ολοφάνερα φως θείον, όπερ κατέβαινεν επάνω εις αυτό ουρανόθεν επί τρεις ολοκλήρους νύκτας, υπό του οποίου καταυγαζόμενον εφαίνετο το μαρτυρικόν εκείνο λείψανον όλον φως. Και οι μεν Χριστιανοί βλέποντες αυτό έχαιρον και ηγαλλιώντο· οι δε Αγαρηνοί διεπρίοντο τας καρδίας, και βουλόμενοι να συσκιάσωσι το θαύμα έλεγον· «Ημείς τον εκόψαμεν, και ο Θεός έρριψε πυρ και τον καίει». Βλέποντες οι Χριστιανοί το άγιον εκείνο φως, ηυλαβήθησαν και επήγαν τινές εξ αυτών εις τον κριτήν και έδωκαν εις αυτόν ικανά αργύρια, επήραν δε το άγιον λείψανον και μετά μεγάλης παρουσίας μετακομίσαντες έθαψαν εις το Μοναστήριον της Παναγίας, το οποίον ονομάζεται Χάλκη· μετά ταύτα δε όστις ήθελεν, έδιδεν εν φλωρίον και έβαφε μετά πίστεως το μανδήλιόν του εις το αίμα του Μάρτυρος, εκεί όπου τον απέτεμον, και ό,τι δήποτε νόσημα και αν είχεν, ω του θαύματος! ελάμβανε την υγείαν του· ευλαβής δε τις λαβών το μανδήλιον δι’ ου είχον δεδεμένους τους οφθαλμούς του Μάρτυρος, κατά την αποκεφάλισίν του, ως είναι συνήθεια, και βαλών αυτό επάνω εις άνθρωπον έχοντα θέρμην πολυκαιρινήν, ιάτρευσε παρευθύς τον νοσούντα δια της χάριτός του. Μετ’ ολίγον έκαμον την ανακομιδήν του αγίου λειψάνου του Μάρτυρος, και επήραν την αγίαν αυτού κάραν εις την Εκκλησίαν της Παναγίας, ήτις ονομάζεται Κοντοσκάλι· έτυχε δε και ήτο εκεί εις την Εκκλησίαν ο Σύγκελλος της Μεγάλης Εκκλησίας, ονόματι Γρηγόριος, εκ της του Αγιωνύμου Όρους Μονής του Ξηροποτάμου, άνθρωπος σοφώτατος και ενάρετος, τον οποίον υπερηγάπα ο Πατριάρχης. Ούτος εζήτησε την κάραν του Μάρτυρος από τους Χριστιανούς, δια να την φέρη εις το Μοναστήριόν του, και του την έδωσαν· πλην πάλιν την είχεν εκεί εις την Εκκλησίαν δια αγιασμόν και ευλάβειαν των προσερχομένων Χριστιανών· μετά δε τον θάνατον του Συγκέλλου, την επήραν οι επίτροποι της Εκκλησίας, ομού και άλλα δύο μέρη άγια λείψανα έλαβεν ο Οικουμενικός Πατριάρχης· οι δε Πατέρες της Μονής του Ξηροποτάμου επήγαν δια την κληρονομίαν του Συγκέλλου, αλλά δεν κατώρθωσαν τίποτε. Επί τέλους μετά πολλού κόπου ύστερον άλλοι Πατέρες έλαβον τα άγια λείψανα παρά του Πατριάρχου. Την δε αγίαν κάραν του Μάρτυρος απεφάσισεν όλη η συνοικία να την παραδώση, αλλ’ άρχων τις, επίτροπος της Εκκλησίας πρώτος, δεν την άφηνε, λέγων ότι έχουσιν εις το Μοναστήριον οι Πατέρες και άλλα πολλά άγια λείψανα, ημείς δε έχομεν περισσοτέραν από εκείνους ανάγκην να την έχωμεν ενταύθα. Επικραίνοντο λοιπόν οι πτωχοί Πατέρες, πλην είχον την ελπίδα εις τον Θεόν και εις τον Άγιον· το δε πρωϊ, ω του θαύματος! εκτύπησεν η πανώλη τον άρχοντα εκείνον, και στείλας κράζει τους Πατέρας, και ευθύς έγινεν υγιής μετά τον ψαλέντα αγιασμόν, οι δε του εζήτησαν την αγίαν κάραν, αλλά ματαίως· όθεν τον εκτύπησε και δεύτερον η πανώλης, και πάλιν δεν απέδωκε την αγίαν κάραν· εσπέρας δε γενομένης φαίνεται ο Άγιος εις τον ύπνον τού προηγουμένου παπά Μακαρίου ως εν παιδίον νέον, ολίγον ξανθόν, και του λέγει· «Αύριον λαμβάνεις εκείνο το οποίον ποθείς, Πάτερ»· το πρωϊ εκτύπησε τρίτον η πανώλης και τον άρχοντα και την γυναίκα του· όθεν έστειλε πάλιν και έκραξε τους Πατέρας και εσταύρωσαν αυτόν τε και την γυναίκα του, και παρευθύς έγιναν υγιείς. Τότε λοιπόν τους παρέδωσε την αγίαν κάραν, και άλλα πολλά αφιερώματα εχάρισεν εις το Μοναστήριον, τα οποία συμπαραλαβόντες ομού οι Πατέρες ήλθον εν μεγάλη χαρά εις το Μοναστήριόν των, και εκεί απέθεσαν την αγίαν κάραν μετά των διαλειφθέντων λειψάνων, όπου ευρίσκονται έως την σήμερον και επιτελούσι διάφορα θαύματα εις τους πιστώς αυτοίς προστρέχοντας, εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου