Φωκάς ο τρισμακάριος και πανένδοξος ούτος Μάρτυς εγεννήθη και ανετράφη
εν τη κατά την Μαύρην θάλασσαν μεγαλουπόλει Σινώπη, η οποία πόλις είναι
επαινετή και δια πολλά άλλα προτερήματα, όμως περισσότερον μεγαλύνεται λμπρώς
με τούτον τον μέγαν και αήττητον αριστέα Φωκάν, δια τα άπειρα θαύματα όπου
τελεί καθ’ εκάστην. Ούτος ο μακάριος από νεότητός του ειργάζετο κήπον και απ’
αυτόν επορίζετο την ζωοτροφίαν του· είχε δε τον κήπον και δι’ εαυτόν και δια
τους άλλους ξένους και πτωχούς. Το οικίδιόν του ήτο εμπρός εις την πύλην του
κάστρου προς τον λιμένα· δια τούτο δεν έλειπον ποτέ ξένοι και πτωχοί, τους
οποίους εφίλευε και εδέχετο πτωχικά, καθώς ηδύνατο, από την εργασίαν του κήπου.
Και με όλον όπου εδέχετο καθ’ ένα πτωχικά, η προαίρεσις όμως της φιλοξενίας του εσύναζε πλουσίους θησαυρούς εις τα ταμεία της ουρανών βασιλείας· η φιλοξενία λοιπόν τον εχειραγώγησε και τον απέδειξεν εις το ύστερον Μάρτυρα και θαυματουργόν εν γη και εν θαλάσση διαπρύσιον. Τον καιρόν εκείνον εφρύαξαν άρχοντες και λαοί ειδωλολάτραι κατά του Κυρίου και κατά των Χριστιανών· όθεν πανταχού όπου ήθελον ακούσει όνομα Χριστιανού, ώσπερ οι λύκοι τα πρόβατα, ούτω και αυτοί εφόνευον τους Χριστιανούς χωρίς εξέτασιν και χωρίς κρίσιν. Ηκούσθη δε και ο πτωχός ούτος κηπουρός, ο ιερός, λέγω, Φωκάς, ως Χριστιανός· και ευθύς απεστάλησαν στρατιώται παρά των αρχόντων και κριτών της αδικίας, να φέρουν την κεφαλήν του τρισολβίου Φωκά. Ελθόντες λοιπόν εκείνοι οι φονείς, τους εδέχθη ως ξένους ο μακάριος Φωκάς, χωρίς να γνωρίση αυτός εκείνους και αυτοί εκείνον. Είχον οι λύκοι το πρόβατον εις το χέρι, αλλά δεν το εγνώριζον· η πάρδαλις με τον έριφον και οι λέοντες με τον μόσχον συνεβόσκοντο· οι φονείς με τον κατάδικον φιλεύονται εις μίαν τράπεζαν. Αφού παρήλθον ημέραι τινές και εφιλιώθησαν προς αλλήλους, ηρώτησεν ο ιερός Φωκάς τους στρατιώτας, δια ποίαν αφορμήν επήραν τον κόπον και ήλθον εις τούτον τον τόπον. Εκείνοι δε, δια την φιλίαν την οποίαν έδειξεν εις αυτούς και πεποίθησιν, ως φίλον μυστικόν του εφανέρωσαν την υπόθεσιν· ότι δηλαδή είναι απεσταλμένοι υπό της εξουσίας να εύρουν τον Φωκάν να τον αποκεφαλίσουν ως Χριστιανόν και τον παρεκάλεσαν να μη είπη τινός, και μάλιστα του είπον, ότι «μεγάλην χάριν θα μας έκαμνες, αδελφέ, ανίσως τον γνωρίζης και μας τον φανερώσης». Ήκουσε ταύτα ο όντως δούλος του Χριστού και αντί να φοβηθή, έλαβε προθυμίαν, εχάρη και ηγαλλιάσατο, και εμελέτα καθ’ εαυτόν λέγων· «Ήλθεν ο ποθούμενος καιρός, εφάνη η λαμπρά ημέρα να δείξω με το έργον ότι είμαι αληθινός Χριστιανός και γνήσιος δούλος Κυρίου». Ω μακαρία ψυχή! Ευθύς ότε ήκουσε το πικρόν μήνυμα του θανάτου, είχε και τον τρόπον και τον καιρόν να αναχωρήση· δεν έδειξεν όμως τοιαύτην δειλίαν ο όντως υιός της βασιλείας, αλλά και υπεσχέθη εις τους φονείς του, μετά προθυμίας, λέγων προς αυτούς ταύτα· «Εγώ φίλοι μου, να σας συμβοηθήσω εις ταύτην την υπόθεσιν δια την εύρεσιν του Φωκά, τον οποίον ηξεύρω πολύ καλά και είναι ευκολώτατον να τον εύρω, και όχι με πολυκαιρίαν, αλλά αύριον θέλετε τον έχει εις τας χείρας σας· μόνον σεις μείνατε εις τον πτωχικόν μου οικίσκον και εγώ θέλω σας ελευθερώσει από ταύτην την φροντίδα». Ταύτα ειπών μετέβη και ητοίμασε να φιλεύση τους φίλους και φονείς, και έσκαψε με τας χείρας του και ητοίμασε τον τάφον του· το δε πρωϊ λέγει εις τους στρατιώτας· «Γνωρίσατε, ω φίλοι μου, ότι με πολλήν επιμέλειαν εξήτασα τον Φωκάν και τον εύρον· λοιπόν το κυνήγιον είναι έτοιμον εις την παγίδα σας». Εκείνοι δε καθώς ήκουσαν, εχάρησαν κατά πολύ και τον ηρώτησαν που ευρίσκεται. Λέγει εις αυτούς ο Φωκάς· «Δεν είναι μακράν, αλλά συνομιλεί με σας, διότι εγώ είμαι ο ίδιος, και κάμετε το έργον δια το οποίον εκάμετε τόσην οδοιπορίαν με κόπον έως εδώ». Εκείνοι δε, καθώς ήκουσαν τον λόγον, επληγώθησαν την καρδίαν και έμειναν ως εκστατικοί, ευλαβηθέντες την περιποίησιν και φιλοξενίαν του Μάρτυρος, και εντρέποντο καν να τον ίδωσιν εις το πρόσωπον. Ο Άγιος όμως τους παρεκίνει, παρακλών αυτούς και λέγων· «Εις τούτο, φίλοι μου, μη έχετε κανένα δισταγμόν δια τον φόνον, εις τον οποίον δεν είσθε σεις αιτία, αλλ’ εκείνοι όπου σας έστειλαν». Με τοιούτους παρακινητικούς λόγους κατέπεισε τους στρατιώτας και τον απεκεφάλισαν· και η μεν μακαρία του ψυχή ανήλθεν εις τα ουράνια, δια να λάβη παρά της δεξιάς του Υψίστου τον στέφανον του Μαρτυρίου· το δε υπέρτιμον αυτού σώμα έμεινεν εις την γην, μέγα και άσυλον ιατρείον εις όσους εις αυτό προστρέχουσι μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Οι δε φιλομάρτυρες Χριστιανοί έκτισαν εις τον τόπον εκείνον Εκκλησίαν μεγαλοπρεπή, και κατέθεσαν το πάνσεπτον λείψανον, το οποίον έγινε με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος των θλιβομένων παρηγορία, των ασθενούντων ιατρείον και των πεινώντων τροφή. Ούτος ο Άγιος επρόφθασε και έφερε δωρεάν σίτον εις την πατρίδα του, όταν εκινδύνευον εκεί να αποθάνουν από πείναν, αλλά και εις όλους τους χρείαν έχοντας δωρεάν χαρίζεται. Αυτός ο Άγιος Φωκάς εφάνη και εις ναύτας, οίτινες εκινδύνευον να καταποντισθώσιν εις το πέλαγος, κι τους ελύτρωσεν από τον πνιγμόν. Άλλοτε πάλιν εφάνη την νύκτα και παρεκίνησε πηδαλιούχον κοιμηθέντα να είναι έτοιμος εις το πηδάλιον, επειδή έμελλε να γίνη τρικυμία εξαφνική. Και άλλας φοράς τον έβλεπον οι ναύται φανερά εις τας μεγάλας ταραχάς, ότι εβοήθει, πότε εις τα σχοινία των σιδήρων και πότε εις τα ιστία, και άλλοτε εφύλαττε το πλοίον να μη πέση εις αβαθή ή εις βράχους. Όθεν έγινε συνήθεια και νόμος εις τους ναύτας να έχουν τον Άγιον Φωκάν ομοτράπεζον. Όθεν, όταν εκάθιζον εις την τράπεζαν, ηγόραζεν εις εκ των ναυτών το μερίδιον του Αγίου, την άλλην ημέραν το ηγόραζεν άλλος, την άλλην άλλος και ούτω συνεκέντρωνον αργύρια, τα οποία, όταν έφθανε το πλοίον εις τον προορισμόν του, τα εμοίραζον εις τους εκεί υπάρχοντας πένητας. Ποίος ακόμη ημπορεί ν διηγηθή τας ιατρείας των εν ανάγκαις, εις άλλους φαινόμενος καθ’ ύπνον, και εις άλλους ενεργών αοράτως τας ιάσεις εις τους με ευλάβειαν αυτόν επικαλουμένους; Στοχασθήτε, αδελφοί, την δύναμιν και την αξίαν της αρετής, εις πόσην δόξαν και τιμήν φέρει εκείνον, όστις την εργάζεται με προαίρεσιν άδολον και καθαράν, είτε μέγας τύχοι να είναι ούτος, είτε μικρός, καθώς ο μακάριος Φωκάς, όστις ήτο εις άνθρωπος πτωχός και αφανής και ευτελέστατος κηπουρός, και η απλή και άκακος προαίρεσις τον ηξίωσε να τον προσκυνώσι βασιλείς, αξιωματικοί και ιδιώται, ευγενείς τε και βάρβαροι. Και ημείς προβαλλόμεθα αυτόν πρέσβυν προς Κύριον, όπως γένηται ίλεως ημίν εν τε τω παρόντι βίω, και εν τω μέλλοντι και ατελευτήτω αιώνι. Αμήν.
Και με όλον όπου εδέχετο καθ’ ένα πτωχικά, η προαίρεσις όμως της φιλοξενίας του εσύναζε πλουσίους θησαυρούς εις τα ταμεία της ουρανών βασιλείας· η φιλοξενία λοιπόν τον εχειραγώγησε και τον απέδειξεν εις το ύστερον Μάρτυρα και θαυματουργόν εν γη και εν θαλάσση διαπρύσιον. Τον καιρόν εκείνον εφρύαξαν άρχοντες και λαοί ειδωλολάτραι κατά του Κυρίου και κατά των Χριστιανών· όθεν πανταχού όπου ήθελον ακούσει όνομα Χριστιανού, ώσπερ οι λύκοι τα πρόβατα, ούτω και αυτοί εφόνευον τους Χριστιανούς χωρίς εξέτασιν και χωρίς κρίσιν. Ηκούσθη δε και ο πτωχός ούτος κηπουρός, ο ιερός, λέγω, Φωκάς, ως Χριστιανός· και ευθύς απεστάλησαν στρατιώται παρά των αρχόντων και κριτών της αδικίας, να φέρουν την κεφαλήν του τρισολβίου Φωκά. Ελθόντες λοιπόν εκείνοι οι φονείς, τους εδέχθη ως ξένους ο μακάριος Φωκάς, χωρίς να γνωρίση αυτός εκείνους και αυτοί εκείνον. Είχον οι λύκοι το πρόβατον εις το χέρι, αλλά δεν το εγνώριζον· η πάρδαλις με τον έριφον και οι λέοντες με τον μόσχον συνεβόσκοντο· οι φονείς με τον κατάδικον φιλεύονται εις μίαν τράπεζαν. Αφού παρήλθον ημέραι τινές και εφιλιώθησαν προς αλλήλους, ηρώτησεν ο ιερός Φωκάς τους στρατιώτας, δια ποίαν αφορμήν επήραν τον κόπον και ήλθον εις τούτον τον τόπον. Εκείνοι δε, δια την φιλίαν την οποίαν έδειξεν εις αυτούς και πεποίθησιν, ως φίλον μυστικόν του εφανέρωσαν την υπόθεσιν· ότι δηλαδή είναι απεσταλμένοι υπό της εξουσίας να εύρουν τον Φωκάν να τον αποκεφαλίσουν ως Χριστιανόν και τον παρεκάλεσαν να μη είπη τινός, και μάλιστα του είπον, ότι «μεγάλην χάριν θα μας έκαμνες, αδελφέ, ανίσως τον γνωρίζης και μας τον φανερώσης». Ήκουσε ταύτα ο όντως δούλος του Χριστού και αντί να φοβηθή, έλαβε προθυμίαν, εχάρη και ηγαλλιάσατο, και εμελέτα καθ’ εαυτόν λέγων· «Ήλθεν ο ποθούμενος καιρός, εφάνη η λαμπρά ημέρα να δείξω με το έργον ότι είμαι αληθινός Χριστιανός και γνήσιος δούλος Κυρίου». Ω μακαρία ψυχή! Ευθύς ότε ήκουσε το πικρόν μήνυμα του θανάτου, είχε και τον τρόπον και τον καιρόν να αναχωρήση· δεν έδειξεν όμως τοιαύτην δειλίαν ο όντως υιός της βασιλείας, αλλά και υπεσχέθη εις τους φονείς του, μετά προθυμίας, λέγων προς αυτούς ταύτα· «Εγώ φίλοι μου, να σας συμβοηθήσω εις ταύτην την υπόθεσιν δια την εύρεσιν του Φωκά, τον οποίον ηξεύρω πολύ καλά και είναι ευκολώτατον να τον εύρω, και όχι με πολυκαιρίαν, αλλά αύριον θέλετε τον έχει εις τας χείρας σας· μόνον σεις μείνατε εις τον πτωχικόν μου οικίσκον και εγώ θέλω σας ελευθερώσει από ταύτην την φροντίδα». Ταύτα ειπών μετέβη και ητοίμασε να φιλεύση τους φίλους και φονείς, και έσκαψε με τας χείρας του και ητοίμασε τον τάφον του· το δε πρωϊ λέγει εις τους στρατιώτας· «Γνωρίσατε, ω φίλοι μου, ότι με πολλήν επιμέλειαν εξήτασα τον Φωκάν και τον εύρον· λοιπόν το κυνήγιον είναι έτοιμον εις την παγίδα σας». Εκείνοι δε καθώς ήκουσαν, εχάρησαν κατά πολύ και τον ηρώτησαν που ευρίσκεται. Λέγει εις αυτούς ο Φωκάς· «Δεν είναι μακράν, αλλά συνομιλεί με σας, διότι εγώ είμαι ο ίδιος, και κάμετε το έργον δια το οποίον εκάμετε τόσην οδοιπορίαν με κόπον έως εδώ». Εκείνοι δε, καθώς ήκουσαν τον λόγον, επληγώθησαν την καρδίαν και έμειναν ως εκστατικοί, ευλαβηθέντες την περιποίησιν και φιλοξενίαν του Μάρτυρος, και εντρέποντο καν να τον ίδωσιν εις το πρόσωπον. Ο Άγιος όμως τους παρεκίνει, παρακλών αυτούς και λέγων· «Εις τούτο, φίλοι μου, μη έχετε κανένα δισταγμόν δια τον φόνον, εις τον οποίον δεν είσθε σεις αιτία, αλλ’ εκείνοι όπου σας έστειλαν». Με τοιούτους παρακινητικούς λόγους κατέπεισε τους στρατιώτας και τον απεκεφάλισαν· και η μεν μακαρία του ψυχή ανήλθεν εις τα ουράνια, δια να λάβη παρά της δεξιάς του Υψίστου τον στέφανον του Μαρτυρίου· το δε υπέρτιμον αυτού σώμα έμεινεν εις την γην, μέγα και άσυλον ιατρείον εις όσους εις αυτό προστρέχουσι μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Οι δε φιλομάρτυρες Χριστιανοί έκτισαν εις τον τόπον εκείνον Εκκλησίαν μεγαλοπρεπή, και κατέθεσαν το πάνσεπτον λείψανον, το οποίον έγινε με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος των θλιβομένων παρηγορία, των ασθενούντων ιατρείον και των πεινώντων τροφή. Ούτος ο Άγιος επρόφθασε και έφερε δωρεάν σίτον εις την πατρίδα του, όταν εκινδύνευον εκεί να αποθάνουν από πείναν, αλλά και εις όλους τους χρείαν έχοντας δωρεάν χαρίζεται. Αυτός ο Άγιος Φωκάς εφάνη και εις ναύτας, οίτινες εκινδύνευον να καταποντισθώσιν εις το πέλαγος, κι τους ελύτρωσεν από τον πνιγμόν. Άλλοτε πάλιν εφάνη την νύκτα και παρεκίνησε πηδαλιούχον κοιμηθέντα να είναι έτοιμος εις το πηδάλιον, επειδή έμελλε να γίνη τρικυμία εξαφνική. Και άλλας φοράς τον έβλεπον οι ναύται φανερά εις τας μεγάλας ταραχάς, ότι εβοήθει, πότε εις τα σχοινία των σιδήρων και πότε εις τα ιστία, και άλλοτε εφύλαττε το πλοίον να μη πέση εις αβαθή ή εις βράχους. Όθεν έγινε συνήθεια και νόμος εις τους ναύτας να έχουν τον Άγιον Φωκάν ομοτράπεζον. Όθεν, όταν εκάθιζον εις την τράπεζαν, ηγόραζεν εις εκ των ναυτών το μερίδιον του Αγίου, την άλλην ημέραν το ηγόραζεν άλλος, την άλλην άλλος και ούτω συνεκέντρωνον αργύρια, τα οποία, όταν έφθανε το πλοίον εις τον προορισμόν του, τα εμοίραζον εις τους εκεί υπάρχοντας πένητας. Ποίος ακόμη ημπορεί ν διηγηθή τας ιατρείας των εν ανάγκαις, εις άλλους φαινόμενος καθ’ ύπνον, και εις άλλους ενεργών αοράτως τας ιάσεις εις τους με ευλάβειαν αυτόν επικαλουμένους; Στοχασθήτε, αδελφοί, την δύναμιν και την αξίαν της αρετής, εις πόσην δόξαν και τιμήν φέρει εκείνον, όστις την εργάζεται με προαίρεσιν άδολον και καθαράν, είτε μέγας τύχοι να είναι ούτος, είτε μικρός, καθώς ο μακάριος Φωκάς, όστις ήτο εις άνθρωπος πτωχός και αφανής και ευτελέστατος κηπουρός, και η απλή και άκακος προαίρεσις τον ηξίωσε να τον προσκυνώσι βασιλείς, αξιωματικοί και ιδιώται, ευγενείς τε και βάρβαροι. Και ημείς προβαλλόμεθα αυτόν πρέσβυν προς Κύριον, όπως γένηται ίλεως ημίν εν τε τω παρόντι βίω, και εν τω μέλλοντι και ατελευτήτω αιώνι. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου