Ιερόθεος ο
μακάριος, ο κατά τους εσχάτους καιρούς ανατείλας εν ασκήσει ως άλλος ήλιος,
εγεννήθη κατά το 1686 έτος από Χριστού εις τας Καλάμας της Πελοποννήσου από
γονε΄ς ευσεβείς και πλουσίους, Δήμον και Ασημίναν ονομαζομένους. Η μήτηρ αυτού,
ότε έφερεν αυτόν ακόμη εις την κοιλίαν της, ηρώτησεν ημέραν τινά ένα ενάρετον
Ασκητήν, όστις ευρίσκετο τότε εις την πόλιν των και τον είχον όλοι δι’ Άγιον
και Προφήτην, τι είδους παιδίον θα γεννηθή από αυτήν. Και της απεκρίθη εκείνος·
«Ύπαγε εις την κατοικίαν σου και θα γεννήσης υιόν καλόν και θεάρεστον».
Αφού δε το παιδίον εγένετο επτά ετών, το έβαλον οι γονείς του εις το σχολείον και εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλα τα εγκύκλια εκκλησιαστικά μαθήματα προς θαυμασμόν και έκπληξιν των βλεπόντων, εις τρόπον ώστε ανεγίνωσκεν έκαστον βιβλίον ελληνικόν, όπερ εις τας χείρας του ελάμβανεν. Έχων δε εξ αρχής νουν γηραλέον και φρόνημα στερεόν, δεν κατεγίνετο εις άλλα παιδαριώδη καμώματα, καθώς κάμνουν τα άλλα παιδία, αλλά ήναπτεν η καρδία του από τον έρωτα των μαθημάτων· αυτά εσκέπτετο, αυτά εφαντάζετο ημέραν και νύκτα, πιστεύων ότι δι’ αυτών ευκόλως θα ηννόει και τας θείας Γραφάς· τα οποία μαθήματα ήκουεν ότι και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας παραγγέλλουσι να τα μανθάνωσιν οι νέοι, κατ’ εξοχήν δε ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Όθεν και εκεί εις τας Καλάμας, ων ακόμη νέος, έμαθεν ικανώς την ελληνικήν και λατινικήν διάλεκτον, εξ ίσου χρησίμους και τας δύο πάντοτε και εις την εκκλησιαστικήν και εις την θύραθεν παιδείαν. Τον εβοήθει δε κατά πολλά εις την μάθησιν, ομού με την προθυμίαν και ζέσιν που είχε, και η οξύτης του νοός, το μνημονικόν, η αντίληψις και κρίσις, τα οποία φυσικά χαρίσματα ηνωμένα με την επιμέλειαν προξενούσι μεγάλην προκοπήν εις τον έχοντα. Και αυτός μεν ούτω προέκοπτεν· οι δε γονείς του εφρόντιζον να τον νυμφεύσουν, θέλοντες να τον καταστήσουν ευτυχισμένον τάχα εις την παρούσαν ζωήν, επειδή οι περισσότεροι τοιαύτην ιδένα έχουσιν, ότι όταν νυμφεύσουν τα τέκνα των, τότε τα καθιστούν ευτυχή, γινόμενοι αίτιοι να αποκτήσουν γυναίκα και τέκνα και τα άλλα του κόσμου αγαθά, και δεν ηξεύρουν οι μάταιοι ότι παρακινούντες αυτά εις την παρθενίαν, ήτις είναι αληθής ελευθερία, τα κάμνουν περισσότερον ευτυχισμένα παρά με τον γάμον, όστις είναι βαρύς δεσμός· επειδή όσοι νυμφεύονται, θλίψιν θέλουσιν έχει εις την σάρκα, ως λέγει ο θείος Απόστολος Παύλος, όπερ σημαίνει λύπας και κακουχίας. Οι μεν γονείς του λοιπόν ευρίσκοντο εις αυτήν την φροντίδα και αφού τον ηρραβώνισαν, ητοίμαζον και τα του γάμου· ο δε μακάριος ελυπείτο μεν και ηγανάκτει, επειδή έγιναν οι αρραβώνες χωρίς την θέλησίν του, υπετάσσετο όμως εις τα προστάγματα των γονέων, κατά το γραφικόν παράγγελμα· «Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσι κατά πάντα»· αλλά δεν παρέλειπε και να παρακαλή από καρδίας τον Άγιον Θεόν, οις είδε τρόποις η πρόνοιά του, να εμποδίση τους γάμους και να μείνη παρθένος εις όλην του την ζωήν δια να έχη καιρόν να γυμνάζεται ελευθέρως εις τα μαθήματα. Βλέπων δε ο Κύριος την μεγάλην ευλάβειαν όπου είχεν εις αυτόν ο θείος Ιερόθεος εκ νεότητος, εξεπλήρωσε τον πόθον του· «Θέλημα γαρ των φοβουμένων αυτόν ποιήσει»· και εις δεκαέξ ημέρας, καθ’ ας εμελέτων οι γονείς του να τελέσουν τους γάμους, παρέλαβεν αμφοτέρους εις την άλλην ζωήν· και όχι ότι επόθει αυτός τον θάνατον των γονέων του, αλλά τοιαύτη απόφασις ευρέθη εύλογος εις εκείνο το ενεξερεύνητον κριτήριον, ώστε τοιουτοτρόπως και την παρθενίαν να φυλάξη ο Άγιος και εις τα μαθήματα να προχωρήση. Και σκεφθήτε καρδίαν του γενναιόφρονος! Δια να μη δώση καμμίαν υποψίαν εις τους γονείς της μνηστής του, ότι έφυγε και δράμουν κατόπιν του και τον εμποδίσουν, αφήκε τας θύρας της οικίας του ανοικτάς, και απήλθεν εις την Ζάκυνθον, χωρίς να λάβη τίποτε από τα υπάρχοντά του. Εκεί δε διατρίβων ολίγον καιρόν, και σχολάζων εις την μάθησιν, παρεκινείτο από τινας πλουσίους συγγενείς του, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί, να υπάγη δι’ εξόδων των εις την Ευρώπην, δια να σπουδάση την φιλοσοφίαν. Αλλ’ αυτός ο αείμνηστος, αν και είχε διακαή τον έρωτα των μαθήσεων, επειδή ήκουσεν, ότι εις το Άγιον Όρος ευρίσκονται άνδρες, οίτινες ως άλλαι μέλισσαι εργάζονται το μέλι των αρετών, προτιμά να υπάγη εκείσε κατά το παρόν, δια να κοινωνήση από το μέλι εκείνο, με σκοπόν, ότι, αν συναντήση ύστερον εις την Ευρώπην πικρίαν τινά περί τα δόγματα ή περί τα ήθη, να υπερνικήση η γλυκύτης των αρετών την πικρίαν εκείνην. Ελθών όθεν εις το Άγιον Όρος συγκατώκησε με ένα ερημίτην εις το κελλίον Άγιος Αρτέμιος λεγόμενον, ένθα ησυχάζων ανεγίνωσκε συχνά με πολλήν έφεσιν τας Γραφικάς και οσιακάς βίβλους, εις τας οποίας ευρίσκων, ότι εις Ασκητής, αφού ηγωνίσθη εις την έρημον είκοσιν έτη, και άλλος τεσσαράκοντα, και έτερος εξήκοντα, έπειτα επλανήθησαν από τον διάβολον, και εγένοντο πτώμα ελεεινόν και τρισάθλιον, εσκέπτετο να εύρη άλλην οδόν, δι να σώση την ψυχήν του, συντομωτέραν και ακινδυνοτέραν· όθεν επενόησεν ως τοιαύτην το υπέρ Χριστού μαρτύριον. Αλλ’ επειδή και το μαρτύριον πρέπει να γίνη κατά την τάξιν και κατά τους νόμους, και όχι να υπάγη τις απλώς και ως έτυχε να προδώση την ζωήν του, υβρίζων δηλονότι τους ασεβείς, και ζητών τοιουτοτρόπως τον θάνατον, όπως και ο θείος Παύλος εμποδίζει λέγων· «Εάν δε και αθλή τις, ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση», αλλά να προέλθη από εκείνους η αιτία, και τότε να γίνη το υπέρ Χριστού μαρτύριον νόμιμον. Τοιουτοτρόπως εσκέπτετο ο μακάριος· όθεν πορευθείς εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων ερρασοφόρεσεν εκεί, και συνοδεύων ένα προεστώτα εκείνης της Μονής, μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν ομού με αυτόν, όστις είχε και άλλους αδελφούς εις την υποταγήν του, έβαλε δε εις τον νουν του, ότι βλέποντες αυτόν οι αλλόπιστοι Μοναχόν, αναστρεφόμενον εις την πόλιν, θα του δώσουν αφορμήν τυχόν μίαν ημέραν, ή κτυπώντες, ή υβρίζοντες αυτόν, οπότε ούτος θα αντισταθή με τρόπον συνετόν, ώστε να φέρη εις τέλος το μαρτύριον· όθεν και προσηύχετο κατ’ ιδίαν πολλάκις, αν είναι θέλημα Κυρίου, ο τοιούτος σκοπός να λάβη καλήν έκβασιν. Διατρίβοντος λοιπόν τούτου αρκετόν καιρόν εις την Κωνσταντινούπολιν εντός τοσαύτης ασεβείας, οι μεν άλλοι συνάδελφοί του υβρίζοντο και εκτυπώντο από τους αντιχρίστους, αυτός δε μόνος έμεινεν από εκείνους απείρακτος κατά πάντα τρόπον, αν και πολλάκις έδωκεν αφορμάς από μακρόθεν δια να πειρασθή, καθώς δε φαίνεται η θεία Πρόνοια τον εφύλαττε και δι’ άλλων πολλών ωφέλειαν. Όθεν βλέπων ότι δεν πραγματοποιείται ο πόθος του, αναχωρεί περίλυπος εκ Κωνσταντινουπόλεως, και μεταβαίνει εις τα βόρεια μέρη μετά των συν αυτώ· και εκείθεν επιστρέφει εις την Βλαχίαν, και πάλιν αρχίζει τα μαθήματα διδασκόμενος παρά του διδασκάλου τού εκείσε σχολείου Μάρκου του Κυπρίου, ένθα εχειροτονήθη και Ιεροδιάκονος από τον Μητροπολίτην Σόφιας Αυξέντιον· μετ’ ολίγον δε καιρόν επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν, και από τον εκ του Άργους διδάσκαλον τού εκεί σχολείου ονόματι Γιακουμήν εδιδάχθη τα φιλοσοφικά μαθήματα· όμως μη ευχαριστηθείς αρκούντως, επορεύθη εις την Βενετίαν προς τελειοποίησίν του, ακούων ότι εκεί και περισσότεραι και ακριβέστεραι επιστήμαι παραδίδονται από όσας έως τότε είχε διδαχθή. Αφού όθεν εκόρεσεν εκεί την μαθηματικήν δίψαν του, επανέκαμψε πάλιν εις το Άγιον Όρος, πλούσιος εις παντοίαν μάθησιν και ποικίλην σοφίαν, και εισήλθεν εις την ευαγή Μονήν των Ιβήρων, το πρώτον στάδιον των εισαγωγικών του αγώνων· εγκαταλείπει το εξωτερικόν σχολείον, και έρχεται εις το πνευματικόν, εις το οποίον ευκόλως δύναταί τις να διδαχθή την αληθινήν τέχνην των τεχνών, και την επιστήμην των επιστημών, την κατά Θεόν προκοπήν, δηλαδή την παμπόθητον αρετήν. Και παρευθύς ήρχισε με το πτύον της πνευματικής διακρίσεως, την οποίαν εδιδάσκετο καθ’ εκάστην από τας θείας Γραφάς, να λικμίζη την θημωνίαν των δεδιδαγμένων μαθημάτων, και το μεν άχυρον και το άχρηστον να εκρίπτη έξω ωσεί χνούν κατά πρόσωπον ανέμου, τον δε σίτον και το χρήσιμον να συνάγη εις τας ψυχικάς του αποθήκας, και ούτω να καταγίνηται μετά χαράς και αγαλλιάσεως εις την θείαν μελέτην. Γνωρίζων όμως ότι δια να καθαρίση τις κατ’ ακρίβειαν τον νουν του εις την τοιύτην μελέτην και να τον υψώση εις την ουράνιον θεωρίαν, πρέπει να προγυμνασθή με τας άλλας αρετάς, τόσον τας σωματικάς, όσον και τας ψυχικάς, ανέλαβεν εξ αρχής υπερβαλλόντως την αγρυπνίαν και την προσευχήν, ηξιώθη δε και του θείου χαρίσματος της ιερωσύνης κανονικώς, όταν ήτο ετών τριάκοντα, από τον Νεοκαισαρείας Μητροπολίτην Ιάκωβον, όστις ησύχαζε τότε εις την αυτήν Μονήν των Ιβήρων· και τότε προσθέτων αγώνας επάνω εις αγώνας και ιδρώτας επάνω εις ιδρώτας, προσεπάθει να γίνη τύπος των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν διδασκαλία και ούτω καθεξής. Επειδή δε εγνώριζεν ότι η νηστεία είναι το θεμέλιον πασών των αρετών, διότι και αυτός ο Κύριός μας την μακαρίζει, λέγων· «Μακάριοι οι πεινώντες νυν, ότι χορτασθήσεσθε» (είτε με την προαιρετικήν δηλαδή πείναν, είτε με την απροαίρετον, όμως μετ’ ευχαριστίας υποφερομένην), άλλοτε μεν εις τας δύο ή τρεις ημέρας έτρωγε μίαν φοράν τον επιούσιον άρτον του, άλλοτε δε εις τας τέσσαρας, και αυτόν ανάλατον και κρίθινον ή εκ πιτύρων· και άλλοτε μεν αντί άρτου έτρωγεν φακήν πολυήμερον και βρωμεράν, ώστε μόλις και μετά βίας την κατέπινεν, όθεν και ελεγχόμενός ποτε παρά του γνησίου του μαθητού Μελετίου, ότι εγίνετο αυτοφονεύς, τω απεκρίθη· «Όχι! αυτοφονεύς είναι εκείνος, όστις δεν τρώγει τίποτε και αποθνήσκει εκ πείνης, αλλ’ εγώ, λέγει, δίδω εις την κοιλίαν μου, αδιαφορών αν της αρέση ή ου». Όθεν και την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν μίαν φοράν την εβδομάδα έτρωγε, προθυμοποιούμενος να υπερβή και αυτούς τους παλαιούς Ασκητάς, τους οποίους εν πολλοίς και υπερέβη νηστεύων και έως δεκαπέντε ημέρας συνεχώς. Εν δε τη κοινοβιακή τραπέζη καθήμενος έτρωγεν από όλα όσα είναι συγκεχωρημένα εις τους Μοναχούς, και δια να μη φαίνηται εις τους άλλους η αρετή του, και δια να ταπεινώνηται το κέρας της υπερηφανείας, κατά τον Άγιον Ιωάννην τον συγγραφέα της Κλίμακος, αλλά και τότε μετά μεγάλης εγκρατείας. Αναλόγως δε μετελάνβανε και του ύπνου, έχων τύπον και υπογραμμόν του μεγάλου Αρσενίου την γνώμην, όστις λέγει· «Αρκετόν τω Μοναχώ, ίνα κοιμάται μίαν ώραν» (το ημερονύκτιον δηλαδή), εάν είναι αγωνιστής. Επετηδεύετο δε ταύτα δια να δύναται με αυτάς τας δύο αρετάς, ως με δύο πτέρυγας, να αναβαίνη ευκόλως και εις τας άλλας υψηλοτέρας αρετάς· ότε δε εβιάζετο πολύ από τον ύπνον, εγύριζε την νύκτα μόνος του εις το Μοναστήριον προσευχόμενος μετά δακρύων πολλών και στεναγμών την προσευχήν ταύτην· «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με», και προσπαθών άνευ διαλείμματος και διακοπής, αν ήτο τρόπος και εάν δεν ημποδίζετο από τους ανθρώπους εκάστοτε, να μη την αφήνη ούτε από τον νουν του ούτε από το στόμα του. Από τους υπερβολικούς όθεν τούτους αγώνας της ασκήσεως εις τόσην αδυναμίαν κατήντησεν, ώστε εν ω φύσει ήτο ανδρείος πολύ και ταχύς εις τους πόδας, ύστερον ηναγκάζετο εξ αδυναμίας το διάστημα το μικρόν και ομαλώτατον από τον αιγιαλόν εις το Μοναστήριον να το κάμνη δύο και τρεις και τέσσαρας σταθμούς· έφθασε δε εκ τούτων και εις το μακάριον πένθος και εις τα χαροποιά δάκρυα, και εις την υψοποιόν ταπείνωσιν και εις την καταφρόνησιν εαυτού· τέλος δε ανέβη και εις την θεομίμητον αγάπην. Όθεν δεν είχε φόβον εις το εξής να εκπέση, κατά τον θείον Απόστολον, διότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει»· δια τούτο και όταν του εζήτει πτωχός τις ελεημοσύνην, επειδή δεν είχεν αργύριον ή χρυσίον να του δώση, εξέβαλλε το ράσον του και του το έδινε, ενίοτε δε έδιδε και το νυκτερινόν του σκέπασμα· το δε Μοναστήριον μανθάνον τούτο έδιδεν εις αυτόν άλλα, τα οποία πάλιν εμοίραζεν ο Άγιος εις τους πτωχούς. Αύτη η αγάπη τον έκαμε να υποκύψη εις τας παρακλήσεις των Σκοπελιτών, εις των οποίων την νήσον μεταβάς με άλλους πολλούς Μοναχούς, εξ αιτίας μεγάλου θανατικού, διέμεινεν οκτώ έτη, διδάσκων μαθήμτα εις το σχολείον, κηρύττων λόγους επ’ Εκκλησίαις, δεχόμενος λογισμούς εξομολογουμένων και εφαρμόζων εντελέστατα το προφητικόν εκείνο ρητόν· «Ο εξάγων άξιον εξ αναξίου, ως το στόμα μου έσται». Απ’ αυτάς λοιπόν τας σωματικάς και ψυχικάς αρετάς του υψώθη εις την θεωρίαν των ουρανίων, μη θέλων παντελώς να τιμά τα γήϊνα· και καθ’ εκάστην ώραν καταλαμπόμενος με τας αϋλους και θεαυγείς εννοίας, έχαιρε χαρά ανεκλαλήτω, και τα θεία κάλλη θεωρών εθεώνετο κατά χάριν ο αξιοϋμνητος, ων ακόμη εις την παρούσαν ζωήν μετά σώματος· και όταν έπαυεν από την προσευχήν και την νοεράν του Θεού θεωρίαν, τον διεδέχετο η μελέτη των θείων Γραφών· όταν δε άφηνε την μελέτην, κατεγίνετο εις την παράδοσιν μαθημάτων και εις ηθικήν διδασκαλίαν, αρκούντως ηρτυμένην. Μεθ’ όλα ταύτα, θέλων να έχη βαθείαν την ησυχίαν, δια να σχολάζη εις τας θείας θεωρίας και να συνενώνηται μετά του Θεού δια μέσου αυτών τελειότερον, ή και προβλέπων τον σύντομον θάνατον, δια να μη δοξασθή, παραλαβών τον αγαπητότατόν του μαθητήν Μελέτιον Ιερομόναχον, ο οποίος έλαμπε και αυτός όχι ολίγον εις την αρετήν και ήτο ως εκτύπωμα των κατορθωμάτων εκείνου του μάκαρος, αναχωρεί εις εν ερημονήσι, Γιούρα λεγόμενον, το οποίον οι βασιλείς είχον τόπον επιτήδειον εις εξορίαν· και εκεί συνασκούμενος ολίγον καιρόν ομού μετ’ άλλων δύο αδελφών, Ιωάσαφ και Συμεών, ησθένησεν ολίγας ημέρας επί ποδός, χωρίς να καταπέση εις κλίνην και τη δεκάτη Τρίτη του Σεπτεμβρίου μηνός εν έτει από Χριστού αψμε΄ (1745) αφήκε την πρόσκαιρον ζωήν και μετέβη εις την αιώνιον, ζήσας επί γης έτη πεντήκοντα εννέα. Και αυτός μεν επορεύθη εις την χαρμόσυνον εκείνην δόξαν τε και λαμπρότητα, δια τους υπερβολικούς κόπους και αγώνας, τους οποίους ενταύθα ετέλεσε· τους δε συναγωνιστάς του, μάλιστα τον προδηλωθέντα Μελέτιον, αφήκεν εις λύπην άφατον, ο οποίος, αφού τον ενεταφίασεν, επέστρεψε πάλιν εις την Μονήν των Ιβήρων. Όταν δε έφθασεν ο καιρός της ανακομιδής των λειψάνων του Οσίου, επήγεν ο Μελέτιος εις την νήσον εκείνην και έκαμε την ανακομιδήν· βλέπων δε την θείαν Χάριν, την οποίαν είχον τα άγια αυτού λείψανα, επήρε την σεβασμίαν του κάραν, και την σιαγόνα, και τας έφερεν εις το Μοναστήριόν του, ένθα τας απεθησαύρισεν και όπου έως την σήμερον διαφυλάττονται τιμώμεναι και προσκυνούμεναι, επειδή ο Άγιος Ιερόθεος όχι μόνον έτι ζων ηξιώθη να λάβη παρά Χριστού την δύναμιν των ιαμάτων, αλλά και μετά την κοίμησίν του τα λείψανά του πλείστα ενεργούσι θαύματα και ευωδίαν εκπέμπουσιν ανείκαστον. Τρεις μάλιστα μαθηταί τού Αγίου, δύο Ιεροδιάκονοι και εις λαϊκός, μεταβάντες εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων και ζητήσαντες από τον σεβαστόν Μελέτιον, τον μαθητήν τού Αγίου, να προσκυνήσουν την τιμίαν κάραν του αοιδίμου γέροντός του, ευθύς ως ούτος εξήγαγεν αυτήν από την θήκην της, ω της εξαισίου Χάριτος! Κατά αλήθειαν όλον το κελλίον επληρώθη ευωδίας τόσον λεπτής και τόσον γλυκείας, ώστε οίκοθεν εγνωρίζετο ότι είναι δώρον του Ουρανού, οι δε μαθηταί εκείνοι, εξιστάμενοι εις το παράδοξον του θαύματος, αυτό είχον πολλάκις επί στόματος και αυτό εκήρυττον πανταχού και πάντοτε, λέγοντες ότι ουδέποτε άλλοτε ησθάνθησαν τοιαύτην ευωδίαν. Σημεία δε ολίγα της δοθείσης εις αυτόν Χάριτος είναι τα εξής ρηθησόμενα. Κατά την νεότητά του, όταν ηγωνίζετο τον καλόν αγώνα, φιλοκατήγορός τις Μοναχός, επειδή εις την σωφροσύνην αυτού φθονερώς και επιβούλως τον κατέκρινεν, ευθύς εδοκίμασε την θείαν αγανάκτησιν, και επρήσθη το σώμα του, τα δε χείλη εκείνα, ω των κριμάτων σου, Κύριε ! τα λαλήσαντα κατά του δικαίου ανομίαν, εκλείσθησαν τόσον, ώστε οι γνωστοί του δεν ηδύναντο ούτε φαγητόν ούτε ποτόν να βάλωσιν εις το στόμα του, αλλά ανοίγοντες αυτό με μάχαιραν, έχυναν μέσα ολίγον χυλόν, και ούτω μόλις έζη· έως ότου μαθών τούτο ο ανεξίκακος Όσιος ήλθε προς αυτόν αυτόκλητος, και προσευξάμενος υπέρ αυτού, τον εθεράπευσε. Το αυτό συνέβη και εις άλλον Μοναχόν, ο οποίος την αυτήν συκοφαντίαν έκαμε κατά του Αγίου, και την αυτήν οργήν παρά Θεού εδοκίμασεν, αλλά και την θεραπείαν τοιουτοτρόπως από τον Όσιον έλαβεν. Μετά δε την του Οσίου κοίμησιν, Καλλίνικος ο Ιβηρίτης, ευρισκόμενος εις την Κωνσταντινούπολιν, είχε μέρος εκ του ιερού λειψάνου του Οσίου· όταν δε μία γυνή, παθούσα εις τους οφθαλμούς από κακόν χυμόν, όχι μόνον εσκοτίσθη, αλλά και πόνους δριμυτάτους υπέφερε, την ιάτρευσε παραδόξως δια του τεμαχίου του Αγίου λειψάνου, και εδόξαζεν η πτωχή τον Θεόν, και ηυχαρίστει τον Όσιον, διότι δαπανήσασα πρότερον πολλά εις πολλούς ιατρούς κανέν όφελος δεν είχεν ίδει. Και άλλη πάλιν γυνή κατέκειτο τρία έτη ασθενής μετά πολλών πόνων, ο αυτός δε Καλλίνικος, δια του αυτού αγίου λειψάνου, και από τους πόνους την ηλευθέρωσε και από τον κράββατον την ήγειρε. Βρέφος δε τι κλαίον ακαταπαύστως και τρίζον τους οδόντας του έτος ολόκληρον, δι’ αυτού του θείου λειψάνου, ωσαύτως εθεραπεύθη. Και εις το Άγιον Όρος του Άθωνος εθεράπευσέ τινας ενοχλουμένους υπό σαρκικών παθών και άλλους υπό οδοντοπόνων κατατρυχομένους. Τοσούτον ισχύει δέησις δικαίου και μάλιστα μετά θάνατον, όταν ευπαρρησιάστως κάμνη τας δεήσεις του προς Κύριον δι’ εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται μετά πίστως θερμής και ζήλου κατ’ επίγνωσιν. Ούτος είναι, αδελφοί, ο βίος του Οσίου πατρός ημών Ιεροθέου· τοιουτοτρόπως επάλαισε, τοιουτοτρόπως εκοπίασε και ούτως ενίκησεν, ώστε μετά πλειοτέρας παρρησίας και αυτός δύναται να λέγη κατά τον Απόστολον Παύλον· «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα· λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι Κύριος εν εκείνη τη ημέρα ο δίκαιος κριτής»· επειδή και Μάρτυς αναίμακτος υπήρξε τη προαιρέσει, παραδώσας εαυτόν δια Χριστόν, αλλά και ως Όσιος πολλήν και άκραν σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν υπέμεινε, γενόμενος τοις πάσιν αληθώς κανών και τύπος της αρετής, καθώς ο Κύριος κελεύει λέγων· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». Τω όντι κατά την εποχήν εκείνην της σκοτεινής δουλείας ετίμησε το γένος του το Ορθόδοξον, ετίμησε την πατρίδα του· ετίμησε το Μοναστήριόν του· ετίμησε τον ίδιον τον Θεόν· δεν έχουσι τώρα στόμα οι αμελείς και φιλόσαρκοι να λέγωσιν, ότι παρήλθον εκείνοι οι παλαιοί καιροί, ότε εγίνοντο Άγιοι, ότε έδιδεν ο Θεός την Χάριν του, ότε ανθίσταντο μέχρις αίματος οι ευσεβείς κατά της αμαρτίας και κατά των ασεβών. Αλλ’ ω πάτερ θειότατε, καθώς εις όλην σου την ζωήν εφρόντισας μάλλον υπέρ της ωφελείας των αδελφών σου ή υπέρ της ιδικής σου, τοιουτοτρόπως και τώρα, ότε παρίστασαι εις τον θείον θρόνον, μεσίτευσον, παρακαλούμεν, μεσίτευσον προς Κύριον και δι’ ημάς τους αμαρτωλούς, οι οποίοι ακόμη ταξιδεύομεν τούτο το πολυτάραχον του βίου πέλαγος· εισέτι εις την επίγειον ταύτην πανήγυριν πραγματευόμεθα· ακόμη εις το επικίνδυνον τούτο νοερόν στάδιον αντιπαλαίομεν· και τριτεύοντες παρακαλούμεν, μεσίτευσον προς Κύριον, ίνα καταντήσωμεν εις λιμένα εύδιον· ίνα λυθή η πανήγυρις ευτυχώς και επωφελώς, ίνα φανώμεν νικηταί των ορατών τε και αοράτων εχθρών ημών, και επομένως λάβωμεν αξιοπρεπώς τον της νίκης στέφανον παρά του αγωνοθέτου Θεού, σε μεν δοξάζοντες και μνημονεύοντες και εορτάζοντες ετησίως, τω δε εν Τριάδι Θεώ προσφέροντες ακαταπαύστως τας λατρείας τε και ευχαριστίας· ω πρέπει πάσα δόξα, κράτος και αίνεσις εις τους αιώνας Αμήν.
Αφού δε το παιδίον εγένετο επτά ετών, το έβαλον οι γονείς του εις το σχολείον και εις ολίγον καιρόν έμαθεν όλα τα εγκύκλια εκκλησιαστικά μαθήματα προς θαυμασμόν και έκπληξιν των βλεπόντων, εις τρόπον ώστε ανεγίνωσκεν έκαστον βιβλίον ελληνικόν, όπερ εις τας χείρας του ελάμβανεν. Έχων δε εξ αρχής νουν γηραλέον και φρόνημα στερεόν, δεν κατεγίνετο εις άλλα παιδαριώδη καμώματα, καθώς κάμνουν τα άλλα παιδία, αλλά ήναπτεν η καρδία του από τον έρωτα των μαθημάτων· αυτά εσκέπτετο, αυτά εφαντάζετο ημέραν και νύκτα, πιστεύων ότι δι’ αυτών ευκόλως θα ηννόει και τας θείας Γραφάς· τα οποία μαθήματα ήκουεν ότι και οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας παραγγέλλουσι να τα μανθάνωσιν οι νέοι, κατ’ εξοχήν δε ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Όθεν και εκεί εις τας Καλάμας, ων ακόμη νέος, έμαθεν ικανώς την ελληνικήν και λατινικήν διάλεκτον, εξ ίσου χρησίμους και τας δύο πάντοτε και εις την εκκλησιαστικήν και εις την θύραθεν παιδείαν. Τον εβοήθει δε κατά πολλά εις την μάθησιν, ομού με την προθυμίαν και ζέσιν που είχε, και η οξύτης του νοός, το μνημονικόν, η αντίληψις και κρίσις, τα οποία φυσικά χαρίσματα ηνωμένα με την επιμέλειαν προξενούσι μεγάλην προκοπήν εις τον έχοντα. Και αυτός μεν ούτω προέκοπτεν· οι δε γονείς του εφρόντιζον να τον νυμφεύσουν, θέλοντες να τον καταστήσουν ευτυχισμένον τάχα εις την παρούσαν ζωήν, επειδή οι περισσότεροι τοιαύτην ιδένα έχουσιν, ότι όταν νυμφεύσουν τα τέκνα των, τότε τα καθιστούν ευτυχή, γινόμενοι αίτιοι να αποκτήσουν γυναίκα και τέκνα και τα άλλα του κόσμου αγαθά, και δεν ηξεύρουν οι μάταιοι ότι παρακινούντες αυτά εις την παρθενίαν, ήτις είναι αληθής ελευθερία, τα κάμνουν περισσότερον ευτυχισμένα παρά με τον γάμον, όστις είναι βαρύς δεσμός· επειδή όσοι νυμφεύονται, θλίψιν θέλουσιν έχει εις την σάρκα, ως λέγει ο θείος Απόστολος Παύλος, όπερ σημαίνει λύπας και κακουχίας. Οι μεν γονείς του λοιπόν ευρίσκοντο εις αυτήν την φροντίδα και αφού τον ηρραβώνισαν, ητοίμαζον και τα του γάμου· ο δε μακάριος ελυπείτο μεν και ηγανάκτει, επειδή έγιναν οι αρραβώνες χωρίς την θέλησίν του, υπετάσσετο όμως εις τα προστάγματα των γονέων, κατά το γραφικόν παράγγελμα· «Τα τέκνα υπακούετε τοις γονεύσι κατά πάντα»· αλλά δεν παρέλειπε και να παρακαλή από καρδίας τον Άγιον Θεόν, οις είδε τρόποις η πρόνοιά του, να εμποδίση τους γάμους και να μείνη παρθένος εις όλην του την ζωήν δια να έχη καιρόν να γυμνάζεται ελευθέρως εις τα μαθήματα. Βλέπων δε ο Κύριος την μεγάλην ευλάβειαν όπου είχεν εις αυτόν ο θείος Ιερόθεος εκ νεότητος, εξεπλήρωσε τον πόθον του· «Θέλημα γαρ των φοβουμένων αυτόν ποιήσει»· και εις δεκαέξ ημέρας, καθ’ ας εμελέτων οι γονείς του να τελέσουν τους γάμους, παρέλαβεν αμφοτέρους εις την άλλην ζωήν· και όχι ότι επόθει αυτός τον θάνατον των γονέων του, αλλά τοιαύτη απόφασις ευρέθη εύλογος εις εκείνο το ενεξερεύνητον κριτήριον, ώστε τοιουτοτρόπως και την παρθενίαν να φυλάξη ο Άγιος και εις τα μαθήματα να προχωρήση. Και σκεφθήτε καρδίαν του γενναιόφρονος! Δια να μη δώση καμμίαν υποψίαν εις τους γονείς της μνηστής του, ότι έφυγε και δράμουν κατόπιν του και τον εμποδίσουν, αφήκε τας θύρας της οικίας του ανοικτάς, και απήλθεν εις την Ζάκυνθον, χωρίς να λάβη τίποτε από τα υπάρχοντά του. Εκεί δε διατρίβων ολίγον καιρόν, και σχολάζων εις την μάθησιν, παρεκινείτο από τινας πλουσίους συγγενείς του, οι οποίοι ευρίσκοντο εκεί, να υπάγη δι’ εξόδων των εις την Ευρώπην, δια να σπουδάση την φιλοσοφίαν. Αλλ’ αυτός ο αείμνηστος, αν και είχε διακαή τον έρωτα των μαθήσεων, επειδή ήκουσεν, ότι εις το Άγιον Όρος ευρίσκονται άνδρες, οίτινες ως άλλαι μέλισσαι εργάζονται το μέλι των αρετών, προτιμά να υπάγη εκείσε κατά το παρόν, δια να κοινωνήση από το μέλι εκείνο, με σκοπόν, ότι, αν συναντήση ύστερον εις την Ευρώπην πικρίαν τινά περί τα δόγματα ή περί τα ήθη, να υπερνικήση η γλυκύτης των αρετών την πικρίαν εκείνην. Ελθών όθεν εις το Άγιον Όρος συγκατώκησε με ένα ερημίτην εις το κελλίον Άγιος Αρτέμιος λεγόμενον, ένθα ησυχάζων ανεγίνωσκε συχνά με πολλήν έφεσιν τας Γραφικάς και οσιακάς βίβλους, εις τας οποίας ευρίσκων, ότι εις Ασκητής, αφού ηγωνίσθη εις την έρημον είκοσιν έτη, και άλλος τεσσαράκοντα, και έτερος εξήκοντα, έπειτα επλανήθησαν από τον διάβολον, και εγένοντο πτώμα ελεεινόν και τρισάθλιον, εσκέπτετο να εύρη άλλην οδόν, δι να σώση την ψυχήν του, συντομωτέραν και ακινδυνοτέραν· όθεν επενόησεν ως τοιαύτην το υπέρ Χριστού μαρτύριον. Αλλ’ επειδή και το μαρτύριον πρέπει να γίνη κατά την τάξιν και κατά τους νόμους, και όχι να υπάγη τις απλώς και ως έτυχε να προδώση την ζωήν του, υβρίζων δηλονότι τους ασεβείς, και ζητών τοιουτοτρόπως τον θάνατον, όπως και ο θείος Παύλος εμποδίζει λέγων· «Εάν δε και αθλή τις, ου στεφανούται, εάν μη νομίμως αθλήση», αλλά να προέλθη από εκείνους η αιτία, και τότε να γίνη το υπέρ Χριστού μαρτύριον νόμιμον. Τοιουτοτρόπως εσκέπτετο ο μακάριος· όθεν πορευθείς εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων ερρασοφόρεσεν εκεί, και συνοδεύων ένα προεστώτα εκείνης της Μονής, μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν ομού με αυτόν, όστις είχε και άλλους αδελφούς εις την υποταγήν του, έβαλε δε εις τον νουν του, ότι βλέποντες αυτόν οι αλλόπιστοι Μοναχόν, αναστρεφόμενον εις την πόλιν, θα του δώσουν αφορμήν τυχόν μίαν ημέραν, ή κτυπώντες, ή υβρίζοντες αυτόν, οπότε ούτος θα αντισταθή με τρόπον συνετόν, ώστε να φέρη εις τέλος το μαρτύριον· όθεν και προσηύχετο κατ’ ιδίαν πολλάκις, αν είναι θέλημα Κυρίου, ο τοιούτος σκοπός να λάβη καλήν έκβασιν. Διατρίβοντος λοιπόν τούτου αρκετόν καιρόν εις την Κωνσταντινούπολιν εντός τοσαύτης ασεβείας, οι μεν άλλοι συνάδελφοί του υβρίζοντο και εκτυπώντο από τους αντιχρίστους, αυτός δε μόνος έμεινεν από εκείνους απείρακτος κατά πάντα τρόπον, αν και πολλάκις έδωκεν αφορμάς από μακρόθεν δια να πειρασθή, καθώς δε φαίνεται η θεία Πρόνοια τον εφύλαττε και δι’ άλλων πολλών ωφέλειαν. Όθεν βλέπων ότι δεν πραγματοποιείται ο πόθος του, αναχωρεί περίλυπος εκ Κωνσταντινουπόλεως, και μεταβαίνει εις τα βόρεια μέρη μετά των συν αυτώ· και εκείθεν επιστρέφει εις την Βλαχίαν, και πάλιν αρχίζει τα μαθήματα διδασκόμενος παρά του διδασκάλου τού εκείσε σχολείου Μάρκου του Κυπρίου, ένθα εχειροτονήθη και Ιεροδιάκονος από τον Μητροπολίτην Σόφιας Αυξέντιον· μετ’ ολίγον δε καιρόν επέστρεψεν εις την Κωνσταντινούπολιν, και από τον εκ του Άργους διδάσκαλον τού εκεί σχολείου ονόματι Γιακουμήν εδιδάχθη τα φιλοσοφικά μαθήματα· όμως μη ευχαριστηθείς αρκούντως, επορεύθη εις την Βενετίαν προς τελειοποίησίν του, ακούων ότι εκεί και περισσότεραι και ακριβέστεραι επιστήμαι παραδίδονται από όσας έως τότε είχε διδαχθή. Αφού όθεν εκόρεσεν εκεί την μαθηματικήν δίψαν του, επανέκαμψε πάλιν εις το Άγιον Όρος, πλούσιος εις παντοίαν μάθησιν και ποικίλην σοφίαν, και εισήλθεν εις την ευαγή Μονήν των Ιβήρων, το πρώτον στάδιον των εισαγωγικών του αγώνων· εγκαταλείπει το εξωτερικόν σχολείον, και έρχεται εις το πνευματικόν, εις το οποίον ευκόλως δύναταί τις να διδαχθή την αληθινήν τέχνην των τεχνών, και την επιστήμην των επιστημών, την κατά Θεόν προκοπήν, δηλαδή την παμπόθητον αρετήν. Και παρευθύς ήρχισε με το πτύον της πνευματικής διακρίσεως, την οποίαν εδιδάσκετο καθ’ εκάστην από τας θείας Γραφάς, να λικμίζη την θημωνίαν των δεδιδαγμένων μαθημάτων, και το μεν άχυρον και το άχρηστον να εκρίπτη έξω ωσεί χνούν κατά πρόσωπον ανέμου, τον δε σίτον και το χρήσιμον να συνάγη εις τας ψυχικάς του αποθήκας, και ούτω να καταγίνηται μετά χαράς και αγαλλιάσεως εις την θείαν μελέτην. Γνωρίζων όμως ότι δια να καθαρίση τις κατ’ ακρίβειαν τον νουν του εις την τοιύτην μελέτην και να τον υψώση εις την ουράνιον θεωρίαν, πρέπει να προγυμνασθή με τας άλλας αρετάς, τόσον τας σωματικάς, όσον και τας ψυχικάς, ανέλαβεν εξ αρχής υπερβαλλόντως την αγρυπνίαν και την προσευχήν, ηξιώθη δε και του θείου χαρίσματος της ιερωσύνης κανονικώς, όταν ήτο ετών τριάκοντα, από τον Νεοκαισαρείας Μητροπολίτην Ιάκωβον, όστις ησύχαζε τότε εις την αυτήν Μονήν των Ιβήρων· και τότε προσθέτων αγώνας επάνω εις αγώνας και ιδρώτας επάνω εις ιδρώτας, προσεπάθει να γίνη τύπος των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν διδασκαλία και ούτω καθεξής. Επειδή δε εγνώριζεν ότι η νηστεία είναι το θεμέλιον πασών των αρετών, διότι και αυτός ο Κύριός μας την μακαρίζει, λέγων· «Μακάριοι οι πεινώντες νυν, ότι χορτασθήσεσθε» (είτε με την προαιρετικήν δηλαδή πείναν, είτε με την απροαίρετον, όμως μετ’ ευχαριστίας υποφερομένην), άλλοτε μεν εις τας δύο ή τρεις ημέρας έτρωγε μίαν φοράν τον επιούσιον άρτον του, άλλοτε δε εις τας τέσσαρας, και αυτόν ανάλατον και κρίθινον ή εκ πιτύρων· και άλλοτε μεν αντί άρτου έτρωγεν φακήν πολυήμερον και βρωμεράν, ώστε μόλις και μετά βίας την κατέπινεν, όθεν και ελεγχόμενός ποτε παρά του γνησίου του μαθητού Μελετίου, ότι εγίνετο αυτοφονεύς, τω απεκρίθη· «Όχι! αυτοφονεύς είναι εκείνος, όστις δεν τρώγει τίποτε και αποθνήσκει εκ πείνης, αλλ’ εγώ, λέγει, δίδω εις την κοιλίαν μου, αδιαφορών αν της αρέση ή ου». Όθεν και την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν μίαν φοράν την εβδομάδα έτρωγε, προθυμοποιούμενος να υπερβή και αυτούς τους παλαιούς Ασκητάς, τους οποίους εν πολλοίς και υπερέβη νηστεύων και έως δεκαπέντε ημέρας συνεχώς. Εν δε τη κοινοβιακή τραπέζη καθήμενος έτρωγεν από όλα όσα είναι συγκεχωρημένα εις τους Μοναχούς, και δια να μη φαίνηται εις τους άλλους η αρετή του, και δια να ταπεινώνηται το κέρας της υπερηφανείας, κατά τον Άγιον Ιωάννην τον συγγραφέα της Κλίμακος, αλλά και τότε μετά μεγάλης εγκρατείας. Αναλόγως δε μετελάνβανε και του ύπνου, έχων τύπον και υπογραμμόν του μεγάλου Αρσενίου την γνώμην, όστις λέγει· «Αρκετόν τω Μοναχώ, ίνα κοιμάται μίαν ώραν» (το ημερονύκτιον δηλαδή), εάν είναι αγωνιστής. Επετηδεύετο δε ταύτα δια να δύναται με αυτάς τας δύο αρετάς, ως με δύο πτέρυγας, να αναβαίνη ευκόλως και εις τας άλλας υψηλοτέρας αρετάς· ότε δε εβιάζετο πολύ από τον ύπνον, εγύριζε την νύκτα μόνος του εις το Μοναστήριον προσευχόμενος μετά δακρύων πολλών και στεναγμών την προσευχήν ταύτην· «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με», και προσπαθών άνευ διαλείμματος και διακοπής, αν ήτο τρόπος και εάν δεν ημποδίζετο από τους ανθρώπους εκάστοτε, να μη την αφήνη ούτε από τον νουν του ούτε από το στόμα του. Από τους υπερβολικούς όθεν τούτους αγώνας της ασκήσεως εις τόσην αδυναμίαν κατήντησεν, ώστε εν ω φύσει ήτο ανδρείος πολύ και ταχύς εις τους πόδας, ύστερον ηναγκάζετο εξ αδυναμίας το διάστημα το μικρόν και ομαλώτατον από τον αιγιαλόν εις το Μοναστήριον να το κάμνη δύο και τρεις και τέσσαρας σταθμούς· έφθασε δε εκ τούτων και εις το μακάριον πένθος και εις τα χαροποιά δάκρυα, και εις την υψοποιόν ταπείνωσιν και εις την καταφρόνησιν εαυτού· τέλος δε ανέβη και εις την θεομίμητον αγάπην. Όθεν δεν είχε φόβον εις το εξής να εκπέση, κατά τον θείον Απόστολον, διότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει»· δια τούτο και όταν του εζήτει πτωχός τις ελεημοσύνην, επειδή δεν είχεν αργύριον ή χρυσίον να του δώση, εξέβαλλε το ράσον του και του το έδινε, ενίοτε δε έδιδε και το νυκτερινόν του σκέπασμα· το δε Μοναστήριον μανθάνον τούτο έδιδεν εις αυτόν άλλα, τα οποία πάλιν εμοίραζεν ο Άγιος εις τους πτωχούς. Αύτη η αγάπη τον έκαμε να υποκύψη εις τας παρακλήσεις των Σκοπελιτών, εις των οποίων την νήσον μεταβάς με άλλους πολλούς Μοναχούς, εξ αιτίας μεγάλου θανατικού, διέμεινεν οκτώ έτη, διδάσκων μαθήμτα εις το σχολείον, κηρύττων λόγους επ’ Εκκλησίαις, δεχόμενος λογισμούς εξομολογουμένων και εφαρμόζων εντελέστατα το προφητικόν εκείνο ρητόν· «Ο εξάγων άξιον εξ αναξίου, ως το στόμα μου έσται». Απ’ αυτάς λοιπόν τας σωματικάς και ψυχικάς αρετάς του υψώθη εις την θεωρίαν των ουρανίων, μη θέλων παντελώς να τιμά τα γήϊνα· και καθ’ εκάστην ώραν καταλαμπόμενος με τας αϋλους και θεαυγείς εννοίας, έχαιρε χαρά ανεκλαλήτω, και τα θεία κάλλη θεωρών εθεώνετο κατά χάριν ο αξιοϋμνητος, ων ακόμη εις την παρούσαν ζωήν μετά σώματος· και όταν έπαυεν από την προσευχήν και την νοεράν του Θεού θεωρίαν, τον διεδέχετο η μελέτη των θείων Γραφών· όταν δε άφηνε την μελέτην, κατεγίνετο εις την παράδοσιν μαθημάτων και εις ηθικήν διδασκαλίαν, αρκούντως ηρτυμένην. Μεθ’ όλα ταύτα, θέλων να έχη βαθείαν την ησυχίαν, δια να σχολάζη εις τας θείας θεωρίας και να συνενώνηται μετά του Θεού δια μέσου αυτών τελειότερον, ή και προβλέπων τον σύντομον θάνατον, δια να μη δοξασθή, παραλαβών τον αγαπητότατόν του μαθητήν Μελέτιον Ιερομόναχον, ο οποίος έλαμπε και αυτός όχι ολίγον εις την αρετήν και ήτο ως εκτύπωμα των κατορθωμάτων εκείνου του μάκαρος, αναχωρεί εις εν ερημονήσι, Γιούρα λεγόμενον, το οποίον οι βασιλείς είχον τόπον επιτήδειον εις εξορίαν· και εκεί συνασκούμενος ολίγον καιρόν ομού μετ’ άλλων δύο αδελφών, Ιωάσαφ και Συμεών, ησθένησεν ολίγας ημέρας επί ποδός, χωρίς να καταπέση εις κλίνην και τη δεκάτη Τρίτη του Σεπτεμβρίου μηνός εν έτει από Χριστού αψμε΄ (1745) αφήκε την πρόσκαιρον ζωήν και μετέβη εις την αιώνιον, ζήσας επί γης έτη πεντήκοντα εννέα. Και αυτός μεν επορεύθη εις την χαρμόσυνον εκείνην δόξαν τε και λαμπρότητα, δια τους υπερβολικούς κόπους και αγώνας, τους οποίους ενταύθα ετέλεσε· τους δε συναγωνιστάς του, μάλιστα τον προδηλωθέντα Μελέτιον, αφήκεν εις λύπην άφατον, ο οποίος, αφού τον ενεταφίασεν, επέστρεψε πάλιν εις την Μονήν των Ιβήρων. Όταν δε έφθασεν ο καιρός της ανακομιδής των λειψάνων του Οσίου, επήγεν ο Μελέτιος εις την νήσον εκείνην και έκαμε την ανακομιδήν· βλέπων δε την θείαν Χάριν, την οποίαν είχον τα άγια αυτού λείψανα, επήρε την σεβασμίαν του κάραν, και την σιαγόνα, και τας έφερεν εις το Μοναστήριόν του, ένθα τας απεθησαύρισεν και όπου έως την σήμερον διαφυλάττονται τιμώμεναι και προσκυνούμεναι, επειδή ο Άγιος Ιερόθεος όχι μόνον έτι ζων ηξιώθη να λάβη παρά Χριστού την δύναμιν των ιαμάτων, αλλά και μετά την κοίμησίν του τα λείψανά του πλείστα ενεργούσι θαύματα και ευωδίαν εκπέμπουσιν ανείκαστον. Τρεις μάλιστα μαθηταί τού Αγίου, δύο Ιεροδιάκονοι και εις λαϊκός, μεταβάντες εις την Ιεράν Μονήν των Ιβήρων και ζητήσαντες από τον σεβαστόν Μελέτιον, τον μαθητήν τού Αγίου, να προσκυνήσουν την τιμίαν κάραν του αοιδίμου γέροντός του, ευθύς ως ούτος εξήγαγεν αυτήν από την θήκην της, ω της εξαισίου Χάριτος! Κατά αλήθειαν όλον το κελλίον επληρώθη ευωδίας τόσον λεπτής και τόσον γλυκείας, ώστε οίκοθεν εγνωρίζετο ότι είναι δώρον του Ουρανού, οι δε μαθηταί εκείνοι, εξιστάμενοι εις το παράδοξον του θαύματος, αυτό είχον πολλάκις επί στόματος και αυτό εκήρυττον πανταχού και πάντοτε, λέγοντες ότι ουδέποτε άλλοτε ησθάνθησαν τοιαύτην ευωδίαν. Σημεία δε ολίγα της δοθείσης εις αυτόν Χάριτος είναι τα εξής ρηθησόμενα. Κατά την νεότητά του, όταν ηγωνίζετο τον καλόν αγώνα, φιλοκατήγορός τις Μοναχός, επειδή εις την σωφροσύνην αυτού φθονερώς και επιβούλως τον κατέκρινεν, ευθύς εδοκίμασε την θείαν αγανάκτησιν, και επρήσθη το σώμα του, τα δε χείλη εκείνα, ω των κριμάτων σου, Κύριε ! τα λαλήσαντα κατά του δικαίου ανομίαν, εκλείσθησαν τόσον, ώστε οι γνωστοί του δεν ηδύναντο ούτε φαγητόν ούτε ποτόν να βάλωσιν εις το στόμα του, αλλά ανοίγοντες αυτό με μάχαιραν, έχυναν μέσα ολίγον χυλόν, και ούτω μόλις έζη· έως ότου μαθών τούτο ο ανεξίκακος Όσιος ήλθε προς αυτόν αυτόκλητος, και προσευξάμενος υπέρ αυτού, τον εθεράπευσε. Το αυτό συνέβη και εις άλλον Μοναχόν, ο οποίος την αυτήν συκοφαντίαν έκαμε κατά του Αγίου, και την αυτήν οργήν παρά Θεού εδοκίμασεν, αλλά και την θεραπείαν τοιουτοτρόπως από τον Όσιον έλαβεν. Μετά δε την του Οσίου κοίμησιν, Καλλίνικος ο Ιβηρίτης, ευρισκόμενος εις την Κωνσταντινούπολιν, είχε μέρος εκ του ιερού λειψάνου του Οσίου· όταν δε μία γυνή, παθούσα εις τους οφθαλμούς από κακόν χυμόν, όχι μόνον εσκοτίσθη, αλλά και πόνους δριμυτάτους υπέφερε, την ιάτρευσε παραδόξως δια του τεμαχίου του Αγίου λειψάνου, και εδόξαζεν η πτωχή τον Θεόν, και ηυχαρίστει τον Όσιον, διότι δαπανήσασα πρότερον πολλά εις πολλούς ιατρούς κανέν όφελος δεν είχεν ίδει. Και άλλη πάλιν γυνή κατέκειτο τρία έτη ασθενής μετά πολλών πόνων, ο αυτός δε Καλλίνικος, δια του αυτού αγίου λειψάνου, και από τους πόνους την ηλευθέρωσε και από τον κράββατον την ήγειρε. Βρέφος δε τι κλαίον ακαταπαύστως και τρίζον τους οδόντας του έτος ολόκληρον, δι’ αυτού του θείου λειψάνου, ωσαύτως εθεραπεύθη. Και εις το Άγιον Όρος του Άθωνος εθεράπευσέ τινας ενοχλουμένους υπό σαρκικών παθών και άλλους υπό οδοντοπόνων κατατρυχομένους. Τοσούτον ισχύει δέησις δικαίου και μάλιστα μετά θάνατον, όταν ευπαρρησιάστως κάμνη τας δεήσεις του προς Κύριον δι’ εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται μετά πίστως θερμής και ζήλου κατ’ επίγνωσιν. Ούτος είναι, αδελφοί, ο βίος του Οσίου πατρός ημών Ιεροθέου· τοιουτοτρόπως επάλαισε, τοιουτοτρόπως εκοπίασε και ούτως ενίκησεν, ώστε μετά πλειοτέρας παρρησίας και αυτός δύναται να λέγη κατά τον Απόστολον Παύλον· «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα· λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει μοι Κύριος εν εκείνη τη ημέρα ο δίκαιος κριτής»· επειδή και Μάρτυς αναίμακτος υπήρξε τη προαιρέσει, παραδώσας εαυτόν δια Χριστόν, αλλά και ως Όσιος πολλήν και άκραν σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν υπέμεινε, γενόμενος τοις πάσιν αληθώς κανών και τύπος της αρετής, καθώς ο Κύριος κελεύει λέγων· «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς». Τω όντι κατά την εποχήν εκείνην της σκοτεινής δουλείας ετίμησε το γένος του το Ορθόδοξον, ετίμησε την πατρίδα του· ετίμησε το Μοναστήριόν του· ετίμησε τον ίδιον τον Θεόν· δεν έχουσι τώρα στόμα οι αμελείς και φιλόσαρκοι να λέγωσιν, ότι παρήλθον εκείνοι οι παλαιοί καιροί, ότε εγίνοντο Άγιοι, ότε έδιδεν ο Θεός την Χάριν του, ότε ανθίσταντο μέχρις αίματος οι ευσεβείς κατά της αμαρτίας και κατά των ασεβών. Αλλ’ ω πάτερ θειότατε, καθώς εις όλην σου την ζωήν εφρόντισας μάλλον υπέρ της ωφελείας των αδελφών σου ή υπέρ της ιδικής σου, τοιουτοτρόπως και τώρα, ότε παρίστασαι εις τον θείον θρόνον, μεσίτευσον, παρακαλούμεν, μεσίτευσον προς Κύριον και δι’ ημάς τους αμαρτωλούς, οι οποίοι ακόμη ταξιδεύομεν τούτο το πολυτάραχον του βίου πέλαγος· εισέτι εις την επίγειον ταύτην πανήγυριν πραγματευόμεθα· ακόμη εις το επικίνδυνον τούτο νοερόν στάδιον αντιπαλαίομεν· και τριτεύοντες παρακαλούμεν, μεσίτευσον προς Κύριον, ίνα καταντήσωμεν εις λιμένα εύδιον· ίνα λυθή η πανήγυρις ευτυχώς και επωφελώς, ίνα φανώμεν νικηταί των ορατών τε και αοράτων εχθρών ημών, και επομένως λάβωμεν αξιοπρεπώς τον της νίκης στέφανον παρά του αγωνοθέτου Θεού, σε μεν δοξάζοντες και μνημονεύοντες και εορτάζοντες ετησίως, τω δε εν Τριάδι Θεώ προσφέροντες ακαταπαύστως τας λατρείας τε και ευχαριστίας· ω πρέπει πάσα δόξα, κράτος και αίνεσις εις τους αιώνας Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου