Τίτος ο
Απόστολος κατήγετο εκ του γένους του Μίνωος, βασιλέως της Κρήνης, καθώς λέγει
Ζηνάς ο νομικός, ο συγγράψας τον Βίον του. Ούτος ο θεσπέσιος εκ τρυφεράς
ηλικίας αναδείξας τάσιν πολλήν και επιμέλειαν εις την παιδείαν και μάθησιν, την
παρά των Ελλήνων θαυμαζομένην, εικοσαετής γενόμενος ήκουσεν άνωθεν θείας φωνής,
ήτις έλεγεν εις αυτόν ταύτα· «Τίτε, άπελθε εντεύθεν ίνα την ψυχήν σου σώσης,
επειδή η εξωτερική αύτη παιδεία ουδόλως σε ωφελεί».
Θέλων δε να ακούση και πάλιν την ιδίαν φωνήν, ίνα πληροφορηθή μάλλον και μη πλανηθή (διότι εγνώριζε τας γινομένας πλάνας εκ των φωνών των ειδώλων και των δαιμόνων), κατέγεινεν επτά ακόμη έτη εις την επιστήμην των γραμμάτων· προσταχθείς δε δια θείου οράματος να αναγνώση την Βίβλον των Εβραίων, έλαβε την παλαιάν Γραφήν, την οποίαν ανοίξας ευρίσκει πρώτον το ρητόν του προφήτου Ησαϊου το λέγον· «Εγκαινίζεσθε προς με, νήσοι, Ισραήλ σώζεται υπό Κυρίου σωτηρίαν αιώνιον». (Ησαϊας με: 16-17). Ο δε ανθύπατος και ηγεμών της Κρήτης, όστις ήτο θείος του Αγίου Τίτου, ακούσας την σωτήριον γέννησιν του Κυρίου και όσα εποίει θαύματα εις Ιερουσαλήμ και εις άλλους τόπους της Παλαιστίνης, και συμβουλευθείς τους πρώτους άρχοντας της Κρήτης, απέστειλε τον ανεψιόν του Τίτον εις Ιεροσόλυμα, καθό ικανόν να παραστήση δια του λόγου όσα εκεί θα αντελαμβάνετο. Απελθών λοιπόν ο Τίτος εις Ιεροσόλυμα προσεκύνησε τον Δεσπότην Χριστόν, αντελήφθη δια των ιδίων του αισθήσεων των θαυμασίων του, και είδε τα σωτήρια Πάθη του, την Ταφήν, την Ανάστασιν και την θείαν Ανάληψίν του και την εις τους σεπτούς Αποστόλους επιδημίαν και έλευσιν του Αγίου Πνεύματος. Όθεν πιστεύσας εις τον Χριστόν συνηριθμήθη και αυτός μετά των εκατόν είκοσιν, οι οποίοι έλαβον το Πνεύμα το Άγιον κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Χειροτονηθείς είτα ο μακάριος Τίτος αποστέλλεται μετά του Αποστόλου Παύλου εις την Αντιόχειαν, Σελεύκειαν και Κύπρον και εις τας εν Κύπρω πόλεις Σαλαμίνα και Πάφον· εντεύθεν δε εις Πέργην της Παμφυλίας, εις Αντιόχειαν της Πισιδίας και εις το Ικόνιον, παρά τω Αγίω Ονησιφόρω. Έπειτα επήγεν εις Λύστραν και Δέρβην, και εν συντόμω εις πάσαν πόλιν και χώραν εκήρυττε τον λόγον του Θεού μετά του Αποστόλου Παύλου. Μετ’ αυτού δε επανήλθεν εις Κρήτην, αφού προ διετίας είχε καταλάβει την εξουσίαν της νήσου ο επ’ αδελφή γαμβρός του Ρουστίλος· και εκείθεν πάλιν αναχωρήσας απήλθε μετά του Παύλου εις Ασίαν και είτα εις Ρώμην, ένθα διέμεινεν έως ου εφονεύθη ο Παύλος υπό του τυράννου Νέρωνος. Μετά δε τον μαρτυρικόν θάνατον του Παύλου επανελθών ο Τίτος εις Κρήτην, κατέστησεν ήτοι εχειροτόνησεν εν αυτή Επισκόπους και Πρεσβυτέρους, ένθα και διαλάμψας ανεπαύσατο εν Κυρίω. Έζησε δε ο θείος Τίτος έτη ενενήκοντα τάσσαρα, διότι, όταν επήγεν εκ Κρήτης εις τα Ιεροσόλυμα ήτο εικοσαετής, διέμεινε δ’ εκεί μέχρι της Αναλήψεως του Κυρίου εν έτος και έτερα δέκα έτη μετά την Ανάληψιν· εχειροτονήθη έπειτα Επίσκοπος υπό των κορυφαίων Αποστόλων και διήλθεν εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου έτη δεκαοκτώ, εκήρυξε δε εις τας νήσους επί εξ έτη, και εν τη πατρίδι του έτη τριάκοντα εννέα, τα οποία όλα συμποσούνται εις ενενήκοντα τέσσαρα. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία.
Θέλων δε να ακούση και πάλιν την ιδίαν φωνήν, ίνα πληροφορηθή μάλλον και μη πλανηθή (διότι εγνώριζε τας γινομένας πλάνας εκ των φωνών των ειδώλων και των δαιμόνων), κατέγεινεν επτά ακόμη έτη εις την επιστήμην των γραμμάτων· προσταχθείς δε δια θείου οράματος να αναγνώση την Βίβλον των Εβραίων, έλαβε την παλαιάν Γραφήν, την οποίαν ανοίξας ευρίσκει πρώτον το ρητόν του προφήτου Ησαϊου το λέγον· «Εγκαινίζεσθε προς με, νήσοι, Ισραήλ σώζεται υπό Κυρίου σωτηρίαν αιώνιον». (Ησαϊας με: 16-17). Ο δε ανθύπατος και ηγεμών της Κρήτης, όστις ήτο θείος του Αγίου Τίτου, ακούσας την σωτήριον γέννησιν του Κυρίου και όσα εποίει θαύματα εις Ιερουσαλήμ και εις άλλους τόπους της Παλαιστίνης, και συμβουλευθείς τους πρώτους άρχοντας της Κρήτης, απέστειλε τον ανεψιόν του Τίτον εις Ιεροσόλυμα, καθό ικανόν να παραστήση δια του λόγου όσα εκεί θα αντελαμβάνετο. Απελθών λοιπόν ο Τίτος εις Ιεροσόλυμα προσεκύνησε τον Δεσπότην Χριστόν, αντελήφθη δια των ιδίων του αισθήσεων των θαυμασίων του, και είδε τα σωτήρια Πάθη του, την Ταφήν, την Ανάστασιν και την θείαν Ανάληψίν του και την εις τους σεπτούς Αποστόλους επιδημίαν και έλευσιν του Αγίου Πνεύματος. Όθεν πιστεύσας εις τον Χριστόν συνηριθμήθη και αυτός μετά των εκατόν είκοσιν, οι οποίοι έλαβον το Πνεύμα το Άγιον κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Χειροτονηθείς είτα ο μακάριος Τίτος αποστέλλεται μετά του Αποστόλου Παύλου εις την Αντιόχειαν, Σελεύκειαν και Κύπρον και εις τας εν Κύπρω πόλεις Σαλαμίνα και Πάφον· εντεύθεν δε εις Πέργην της Παμφυλίας, εις Αντιόχειαν της Πισιδίας και εις το Ικόνιον, παρά τω Αγίω Ονησιφόρω. Έπειτα επήγεν εις Λύστραν και Δέρβην, και εν συντόμω εις πάσαν πόλιν και χώραν εκήρυττε τον λόγον του Θεού μετά του Αποστόλου Παύλου. Μετ’ αυτού δε επανήλθεν εις Κρήτην, αφού προ διετίας είχε καταλάβει την εξουσίαν της νήσου ο επ’ αδελφή γαμβρός του Ρουστίλος· και εκείθεν πάλιν αναχωρήσας απήλθε μετά του Παύλου εις Ασίαν και είτα εις Ρώμην, ένθα διέμεινεν έως ου εφονεύθη ο Παύλος υπό του τυράννου Νέρωνος. Μετά δε τον μαρτυρικόν θάνατον του Παύλου επανελθών ο Τίτος εις Κρήτην, κατέστησεν ήτοι εχειροτόνησεν εν αυτή Επισκόπους και Πρεσβυτέρους, ένθα και διαλάμψας ανεπαύσατο εν Κυρίω. Έζησε δε ο θείος Τίτος έτη ενενήκοντα τάσσαρα, διότι, όταν επήγεν εκ Κρήτης εις τα Ιεροσόλυμα ήτο εικοσαετής, διέμεινε δ’ εκεί μέχρι της Αναλήψεως του Κυρίου εν έτος και έτερα δέκα έτη μετά την Ανάληψιν· εχειροτονήθη έπειτα Επίσκοπος υπό των κορυφαίων Αποστόλων και διήλθεν εις το κήρυγμα του Ευαγγελίου έτη δεκαοκτώ, εκήρυξε δε εις τας νήσους επί εξ έτη, και εν τη πατρίδι του έτη τριάκοντα εννέα, τα οποία όλα συμποσούνται εις ενενήκοντα τέσσαρα. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη μεγάλη Εκκλησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου