Βάσσα η Αγία Μάρτυς ήκμασε
κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού εν έτει σπ΄ (280), κατήγετο δε εκ της
Εδέσσης. Αύτη συζευχθείσα Ουαλέριόν τινα, ιερέα των ειδώλων, εγέννησεν εξ αυτού
τρεις υιούς, Θεόγνιον, Αγάπιον και Πιστόν, τους οποίους ανέτρεφε δια της εις
Θεόν ευσεβείας, ούσα και αυτή Χριστιανή και πιστή εκ προγόνων. Διαβληθείσα είτα
υπό του ιδίου ανδρός της, παρέστη μετά των τριών υιών αυτής έμπροσθεν του
ανθυπάτου Βικαρίου, και ομολογήσασα εαυτήν Χριστιανήν ερρίφθη εν τη φυλακή μετά
των δύο υιών της. Θεόγνιος δε, ο πρεσβύτερος υιός, κρεμασθείς εξεσχίσθη.
Μετά δε τούτον έφεραν και τον δεύτερον αυτής υιόν Αγάπιον και έδειραν, τον οποίον η μήτηρ του ενεθάρρυνε και παρεκίνει εις το μαρτύριον· μετά ταύτα εξέδαραν το δέρμα της κεφαλής του μέχρι του στήθους του, και εν όσω τον εξέδερον ο του Χριστού αθλητής έλεγε το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Ουδέν ούτως ηδύ, ως το πάσχειν υπέρ Χριστού», τουτέστιν ουδέν γλυκύτερον του υπέρ Χριστού πάσχειν. Ύστερον εφέρθη και ο τρίτος αυτής υιός, Πιστός καλούμενος, και ομολογήσας την εις Χριστόν πίστιν, ετιμωρήθη με διαφόρους βασάνους και έλαβε την δια ξίφους αποκεφάλισιν μετά των δύο αδελφών· ούτω δε πάραυτα και οι τρεις αποκεφαλισθέντες έτυχον οι μακάριοι των της αθλήσεως αμαράντων στεφάνων. Η δε μήτηρ αυτών Βάσσα ερρίφθη εις την φυλακήν· εκεί δε ευρισκομένη έλαβε τροφήν δια χειρός Αγγέλου και ενεδυναμώθη δι’ αυτής. Έπειτα, εξαγαγόντες αυτήν εκείθεν, την προσέταξαν να ακολουθή κατόπιν του Βικαρίου πορευομένου εις την Μακεδονίαν· εκεί δε ηνάγκασαν την Αγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη, πρώτον μεν την έβαλαν εν ύδατι, είτα εν πυρά, και μετά ταύτα την ελιθοβόλησαν. Επειδή δε έμεινεν αβλαβής εις όλα ταύτα δια τούτο εφέρθη εις τον ναόν των ειδώλων, ένθα λαβούσα το είδωλο του Διός έσεισεν αυτό και συνέτριψεν, όθεν εδόθη εις βοράν των θηρίων, φυλαχθείσα δ’ εκ τούτων αβλαβής ερρίφθη εις την θάλασσαν μακράν της στερεάς ως τριάκοντα στάδια. Και τότε μεν εφάνη η Αγία εις τους μακρόθεν ορώντας καθημένη επί θρόνου, τον οποίον τρεις άνδρες, λάμποντες υπέρ τον ήλιον, εφάνησαν ότι έβαλον μετά της Αγίας εις πλοίον· μεθ’ ημέρας δε οκτώ ανεφάνη η μάρτυς επί της νήσου Άλωνος (κειμένης κατά μέρος του Ελλησπόντου, και τουρκιστί μεν λεγομένης Πασά λιμάνι, υποκειμένης δε τω Αρχιεπισκόπω Προικοννήσου). Τούτο μαθών ο εν Μακεδονία ευρισκόμενος ανθύπατος παρά τινος Φιλίππου ονομαζομένου, έγραψεν εις τον κονσουλάριον της Κυζίκου και άρχοντα της επαρχίας Ελλησπόντου, παρακινών αυτόν να συλλάβη την Αγίαν. Όθεν αυτός ερευνήσας και ευρών την Μάρτυρα, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, προσέταξε να οπισθοδέσωσι τας χείρας αυτής και να συντρίψωσι τα μέλη της, και τελευταίον να κόψωσι την αγίαν της κεφαλήν· τούτων δε γενομένων παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε του μαρτυρίου τον αϊδιον στέφανον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Μετά δε τούτον έφεραν και τον δεύτερον αυτής υιόν Αγάπιον και έδειραν, τον οποίον η μήτηρ του ενεθάρρυνε και παρεκίνει εις το μαρτύριον· μετά ταύτα εξέδαραν το δέρμα της κεφαλής του μέχρι του στήθους του, και εν όσω τον εξέδερον ο του Χριστού αθλητής έλεγε το αξιομνημόνευτον τούτο απόφθεγμα· «Ουδέν ούτως ηδύ, ως το πάσχειν υπέρ Χριστού», τουτέστιν ουδέν γλυκύτερον του υπέρ Χριστού πάσχειν. Ύστερον εφέρθη και ο τρίτος αυτής υιός, Πιστός καλούμενος, και ομολογήσας την εις Χριστόν πίστιν, ετιμωρήθη με διαφόρους βασάνους και έλαβε την δια ξίφους αποκεφάλισιν μετά των δύο αδελφών· ούτω δε πάραυτα και οι τρεις αποκεφαλισθέντες έτυχον οι μακάριοι των της αθλήσεως αμαράντων στεφάνων. Η δε μήτηρ αυτών Βάσσα ερρίφθη εις την φυλακήν· εκεί δε ευρισκομένη έλαβε τροφήν δια χειρός Αγγέλου και ενεδυναμώθη δι’ αυτής. Έπειτα, εξαγαγόντες αυτήν εκείθεν, την προσέταξαν να ακολουθή κατόπιν του Βικαρίου πορευομένου εις την Μακεδονίαν· εκεί δε ηνάγκασαν την Αγίαν να θυσιάση εις τα είδωλα, και επειδή δεν επείσθη, πρώτον μεν την έβαλαν εν ύδατι, είτα εν πυρά, και μετά ταύτα την ελιθοβόλησαν. Επειδή δε έμεινεν αβλαβής εις όλα ταύτα δια τούτο εφέρθη εις τον ναόν των ειδώλων, ένθα λαβούσα το είδωλο του Διός έσεισεν αυτό και συνέτριψεν, όθεν εδόθη εις βοράν των θηρίων, φυλαχθείσα δ’ εκ τούτων αβλαβής ερρίφθη εις την θάλασσαν μακράν της στερεάς ως τριάκοντα στάδια. Και τότε μεν εφάνη η Αγία εις τους μακρόθεν ορώντας καθημένη επί θρόνου, τον οποίον τρεις άνδρες, λάμποντες υπέρ τον ήλιον, εφάνησαν ότι έβαλον μετά της Αγίας εις πλοίον· μεθ’ ημέρας δε οκτώ ανεφάνη η μάρτυς επί της νήσου Άλωνος (κειμένης κατά μέρος του Ελλησπόντου, και τουρκιστί μεν λεγομένης Πασά λιμάνι, υποκειμένης δε τω Αρχιεπισκόπω Προικοννήσου). Τούτο μαθών ο εν Μακεδονία ευρισκόμενος ανθύπατος παρά τινος Φιλίππου ονομαζομένου, έγραψεν εις τον κονσουλάριον της Κυζίκου και άρχοντα της επαρχίας Ελλησπόντου, παρακινών αυτόν να συλλάβη την Αγίαν. Όθεν αυτός ερευνήσας και ευρών την Μάρτυρα, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, προσέταξε να οπισθοδέσωσι τας χείρας αυτής και να συντρίψωσι τα μέλη της, και τελευταίον να κόψωσι την αγίαν της κεφαλήν· τούτων δε γενομένων παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε του μαρτυρίου τον αϊδιον στέφανον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου