«Ἐλευθερωθέντες ἀπὸ
τῆς ἁμαρτίας, δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ» (Ρωμ. 6, 22). Ἡ ἀναφορὰ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου
στὴν ἐλευθερία ἔχει γίνει πληθωρική. ∆ιότι ὑπάρχουν σ᾽ ὅλο τὸν κόσµο εὔλογες ἀφορµές
γι᾽ αὐτό. Ἡ ἐξάπλωση τυραννικῶν καθεστώτων, ἡ συχνὴ καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων
δικαιωµάτων, ἡ κοινωνικὴ καταπίεση καὶ ἀδικία προκαλοῦν ἀντιδράσεις, ἀπελευθερωτικὰ
κινήµατα, διακηρύξεις, ἀγῶνες καὶ θυσίες γιὰ τὴν ἐλευθερία. Ὁ Ἀπ. Παῦλος µᾶς
βοηθεῖ νὰ προσεγγίσουµε (Ρωµ. 6, 18-22) µὲ τὸν «νοῦν» τοῦ Χριστοῦ τὸ νόηµα τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ κατὰ Χριστὸν ἐλευθερία Πῶς νοεῖ ὁ Χριστιανισµός, ὡς Ὀρθοδοξία τὴν ἐλευθερία;
Πῶς ζεῖ ὁ πιστὸς στὸν Χριστὸ ἄνθρωπος τὴν ἐλευθερία; Ὁ Θεὸς τίµησε τὸν ἄνθρωπο
µὲ τὸ «αὐτεξούσιο», µὲ δυνατότητα δηλαδὴ «αὐτοδιαθέσεως», ποὺ συνίσταται στὴν
δυνατότητα ἐκλογῆς. Ἡ ἐλευθερία µας ὅµως δὲν εἶναι ἀπόλυτη αὐτονοµία, ἀσυδοσία.
Συνοδεύθηκε ἀπαρχῆς µὲ κάποια θεϊκὴ προειδοποίηση:
«Ὅποια ὅµως µέρα φᾶτε ἀπ᾽ αὐτὸ
(δηλ, τὸ δένδρο «τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν»), θὰ πεθάνετε» (Γεν. β´ 17). Ὁ
ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτοδηµιούργητος, γιὰ νὰ µπορεῖ ἀπόλυτα νὰ αὐτοορίζεται. Οὔτε
εἶναι αὐτοζωή, γιὰ νὰ ζεῖ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ του. Ἡ ζωὴ µας εἶναι δῶρο Θεοῦ. Ὑπάρχουµε
καὶ ζοῦµε κατὰ χάρη, καὶ βιολογικά, ἀλλὰ κυρίως πνευµατικά. Συνεπείᾳ τῆς ἐλευθερίας
του ὅµως ὁ ἄνθρωπος µπορεῖ νὰ διαλέξει τὴν κοινωνία µὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἡ
πραγµατικὴ ζωή, ἢ νὰ τὴν ἀρνηθεῖ, διαλέγοντας τὸν χωρισµὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι
ὁ θάνατός του. Ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου νὰ µείνει στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ ἐσωτερικὴ
ἐλευθερία, µᾶς διδάσκει ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἡ «ἐξάρτηση» ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς
µας, εἶναι ἡ πραγµατικὴ κατάσταση ἐλευθερίας, ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ φαίνεται ἀντιφατικὸ
στὸν ἄνθρωπο. Γιατί µόνο στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πραγµατικὰ ἄνθρωπος.
Στὴν κοινωνία µὲ τὸν Θεὸ βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἑνότητα καὶ ὁλότητά του,
ξαναγίνεται σῶος, ἀκέραιος· σώζεται. Μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ µένει διασπασµένος ἐσωτερικὰ
καὶ ἐξωτερικά. Γεµάτος ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικὲς συγκρούσεις, µέσα σὲ ἀντιθέσεις,
διχασµοὺς καὶ διαιρέσεις.
Ἡ δουλεία ποὺ ἐλευθερώνει
Γιὰ
νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἁµαρτία, λέγει ὁ Παῦλος, πρέπει νὰ γίνει δοῦλος
τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ συντελεῖται µὲ τὸ νὰ γίνει δοῦλος τῆς δικαιοσύνης, τοῦ
θελήµατος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸς δὲ ὁ παραλληλισµός, ποὺ ὁ Ἀπόστολος
χρησιµοποιεῖ. Μὲ τὴν ἴδια ἔνταση, µὲ τὴν ἴδια «ἀφοσίωση», µὲ τὸ ἴδιο πάθος, ποὺ
γίνεται κανεὶς δοῦλος τῆς ἁµαρτίας, πρέπει νὰ κάµει τὸν ἑαυτό του δοῦλο τοῦ Θεοῦ
καὶ τοῦ θελήµατός Του. Πόσο γλυκειὰ µᾶς φαίνεται ἡ ἁµαρτία, τόσο ποὺ νὰ ὑποδουλωνόµασθε
σ᾽ αὐτήν! Πόσες θυσίες δὲν γίνονται γι᾽ αὐτήν! Πόσοι ἐξευτελισµοὶ καὶ
ταπεινώσεις δὲν συνοδεύουν τὴν παραχώρηση στὰ πάθη µας! Ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθεῖ
κανεὶς ἕνα ναρκοµανῆ ἢ µέθυσο. Στὴν δεύτερη περίπτωση ὁ Μ. Βασίλειος ἀφιέρωσε
µία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ὁµιλίες του. Ἐκεῖ βλέπει κανεὶς ὅλο τὸν ἐξευτελισµό,
στὸν ὁποῖο ὁδηγεῖ τὸ πάθος τῆς µέθης. Ἂν λοιπὸν ἡ δουλεία τῆς ἁµαρτίας ἀλλοτριώνει
καὶ θανατώνει, ὑπάρχει καὶ δουλεία ποὺ ἐλευθερώνει. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ «δουλεία»
στὴν ἁγιότητα. Αὐτὴν τὴν µετάθεση «εἰς τὰ κρείττονα» πραγµατοποιεῖ ὁ Χριστιανὸς
µὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Αὐτὸ ποὺ ἔκανε πρὶν γιὰ τὸν κόσµο, τὸ κάνει
τώρα γιὰ τὸν Χριστό. Ὅσο ἀγαποῦσε πρὶν τὸν κόσµο καὶ τὴν ἁµαρτία του, ἀγαπᾶ
τώρα τὸ Θεό. Μήπως αὐτὸ δὲν ἔκαµε ὁ ἴδιος ὁ Ἀπ. Παῦλος; Ὁ ὑποδουλωµένος πρὶν στὸν
ἑβραϊκὸ ἐθνικισµὸ καὶ πράκτοράς του, γίνεται «δοῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ»,
ὅπως θὰ γράφει, µὲ εἰλικρινῆ ὑπερηφάνεια, στὶς ἐπιστολές του. Ἀπὸ τὴν προσωπική
του πεῖρα µιλεῖ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔχει τόση δύναµη ἡ µαρτυρία του. Ἡ τήρηση τῶν
θείων ἐντολῶν εἶναι ἡ πραγµατικὴ ἐλευθερία, γιατί ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ πάθη,
καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ συντελεῖ στὴν ἕνωσή του µὲ τὸ Θεό. Θὰ µπορούσαµε νὰ
χρησιµοποιήσουµε ἕνα παράδειγµα: Ἕνας ἠλεκτρικὸς λαµπτήρας, ὅταν εἶναι
βιδωµένος στὴν ὑποδοχή του, δέχεται ρεῦµα καὶ «ζεῖ». Ἂν ἀποσπασθεῖ ὅµως ἀπὸ τὴν
ὑποδοχή, πεθαίνει. Γιατί οὔτε νὰ πάρει φῶς, οὔτε νὰ δώσει µπορεῖ. Ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος.
Ἂν δὲν ἔχει µέσα του τὸ «ΦΩΣ» τοῦ Θεοῦ, δὲν µπορεῖ νὰ γίνει «φῶς τοῦ κόσµου», νὰ
σκορπίζει φῶς Χριστοῦ γύρω του.
Ἐπίφαση ἐλευθερίας
Ἡ τραγικότητα συνήθως τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι νὰ θεωρεῖ ἐλευθερία τὴν ζωή τῶν παθῶν, τὴν δουλεία τῆς ἁµαρτίας. Νὰ
βλέπει τὴν αἰχµαλωσία του ὡς ἀνεξαρτησία. Ὅταν λ.χ. ἕνας διακηρύσσει: «δικαίωµά
µου νὰ παίρνω ναρκωτικά, θὰ κάµω τὸν ἑαυτό µου ὅ,τι θέλω», δὲν κάνει τίποτε ἄλλο
παρὰ νὰ ἀποκαλύπτει τὴν δουλεία του. Βέβαια ὑπάρχει µία ἐξήγηση ἐδῶ: ἡ ἁµαρτία
εἶναι εὔκολο νὰ γίνει λόγῳ τῆς ἀσθενείας τῆς φύσεώς µας, ἐνῷ ἡ ἀρετὴ θέλει ἀγώνα
καὶ µόχθο, γιατί ἔχουµε νὰ παλέψουµε πρῶτα µὲ τὸ «φρόνηµα τῆς σαρκός» µας. Ὑπάρχει
ὅµως καὶ κάτι ἀκόµη τραγικότερο: Νὰ πιστεύει κανεὶς -καὶ αὐτὸ συµβαίνει
συνηθέστερα στοὺς νέους µὲ τὸν αὐθορµητισµό τους-, ὅτι µέσα ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς
ἁµαρτίας καὶ τῶν παθῶν εἶναι δυνατὸν νὰ βγοῦν καρποὶ ἐλευθερίας. Πόσοι θέλουµε
πράγµατι νὰ ἀγωνισθοῦµε γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, ἰσότητα, ἐλευθερία, ἐνῷ οἱ ἴδιοι
εἴµασθε ἐσωτερικὰ ἀνελεύθεροι, δοῦλοι τῶν παθῶν καὶ ἀδυναµιῶν µας! Τότε ἀληθεύει
ὁ λόγος τοῦ Ἀπ. Πέτρου: «ἐλευθερίαν ἑαυτοῖς ἐπαγγελλόµενοι, αὐτοὶ δοῦλοι ὑπάρχοµεν
τῆς φθορᾶς» (Β´ Πέτρ. β´ 19)... ∆ὲν ὑπερβάλλει, λοιπόν, ἡ Ὀρθοδοξία, ὅταν
διακηρύσσει, ὅτι µόνο οἱ Ἅγιοι µποροῦν νὰ κάµουν εἴτε πνευµατικὸ εἴτε κοινωνικὸ
ἀγώνα µὲ συνέπεια καὶ ὅσοι ἀγωνίζονται νὰ µείνουν κοντὰ στοὺς Ἁγίους. Γιατί οἱ Ἅγιοι ἔχουν µάθει νὰ ὑποτάσσονται στὸ θέληµα
τοῦ Θεοῦ, νὰ ὑποτάσσουν τὸ θέληµά τους στὸ θέληµα Ἐκείνου, γιὰ νὰ µποροῦν -ἐνισχυµένοι
ἀπὸ τὴν ζωοποιὸ Χάρη Του- νὰ ἐκλέγουν πάντα τὸ δρόµο τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας,
τῆς µόνης γνήσιας καὶ ἀληθινῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου