Αναφέρεται σὲ κάποιο µοναχὸ ποὺ κατηγορήθηκε ἄδικα καὶ
ὄχι µόνο σήκωσε ἀδιαµαρτύρητα τὴν φοβερὴ συκοφαντία, ὄχι µόνο ἄντεξε τὴν
προσβολὴ καὶ δέχθηκε ἀγόγγυστα τὶς συνέπειες, ἀλλά, ἀντίθετα, ἔφτασε σὲ τέτοιο
µέτρο ταπεινοφροσύνης ποὺ δὲν ἄντεξε τὴν ἀναγνώριση τῆς ἀδικίας ἀπὸ τοὺς
συκοφάντες του καὶ φυσικὰ τὴν ἀθῴωσή του. «Ὅταν ἤµουν νεώτερος καὶ ζοῦσα στὸ
κελλί µου στὴν Αἴγυπτο, µὲ πῆραν καὶ µὲ ἔκαναν κληρικὸ στὴν ἐκκλησία τοῦ
χωριοῦ. Μὴ θέλοντας, ὡστόσο, νὰ ἀποδεχθῶ τὴ θέση αὐτὴ καὶ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωµα,
ἔφυγα καὶ πῆγα σὲ ἄλλον τόπο. Ἐκεῖ ἐρχόταν ἕνας εὐλαβὴς λαϊκός, ἔπαιρνε τὸ
ἐργόχειρό µου καὶ µ’ ἐξυπηρετοῦσε. Ὅµως συνέβη κάποτε, ἀπὸ διαβολικὸ πειρασµό,
κάποια κοπέλλα τοῦ χωριοῦ νὰ πέσει στὸ ἁµάρτηµα τῆς πορνείας. Ὅταν ἔµεινε ἡ
κοπέλλα ἔγκυος, ἄρχισαν νὰ τὴ ρωτοῦν:
- Ποιὸς τὸ ἔκαµε αὐτό: Καὶ ἐκείνη ἀπαντοῦσε
- Ποιὸς τὸ ἔκαµε αὐτό: Καὶ ἐκείνη ἀπαντοῦσε
- Ὁ ἀναχωρητής.
Βγῆκαν τότε οἱ χωριανοὶ καὶ µὲ συνέλαβαν, καὶ ἀφοῦ κρέµασαν ἀπὸ τὸ λαιµό µου τσουκάλια καπνισµένα καὶ σπασµένα χερούλια ἀπὸ χύτρες, µὲ τριγυρνοῦσαν σὲ ὅλο τὸ χωριό, παντοῦ, χτυπώντας µε καὶ λέγοντας: Αὐτὸς ὁ µοναχὸς διέφθειρε τὴν κοπέλλα µας! Πᾶρτε τὸν, πᾶρτε τον! Καὶ µὲ χτύπησαν τόσο πολύ, ποὺ παρὰ λίγο νὰ πέσω νεκρός! Τότε ἦρθε ἕνας Γέροντας καὶ τοὺς εἶπε:
-Ὥς πότε θὰ χτυπᾶτε ἀνελέητα τὸν ξένο µοναχό; Ὁ εὐλαβὴς κοσµικός, ποὺ µὲ ἐξυπηρετοῦσε παίρνοντας τὸ ἐργόχειρό µου, ἀκολουθοῦσε κ’ ἐκεῖνος ντροπιασµένος, γιατί τὸν ἔβριζαν κι αὐτόν, λέγοντάς του:
-Νά, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναχωρητὴς, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐσὺ µᾶς µιλοῦσες. Βλέπεις τί ἔκαµε! Καὶ τότε, οἱ γονεῖς τῆς κοπέλλας εἶπαν:
-∆ὲν θὰ τὸν ἀφήσουµε νὰ φύγει, ἂν δὲν βάλει κάποιον ἐγγυητὴ ὅτι θὰ τὴν τρέφει. Καὶ τότε, εἶπα στὸν φίλο µου τὸν διακονητὴ νὰ ἐγγυηθεῖ ἐκεῖνος γιὰ µένα. Κ’ ἐπιστρέφοντας στὸ κελλί µου ἔδωκα σ’ αὐτὸν ὅλα τὰ ζεµπίλια ποὺ εἶχα πλέξει, λέγοντάς του:
-Πήγαινε καὶ πούλησέ τα ὅλα καὶ δῶσε τὰ χρήµατα στὴ γυναίκα µου, γιὰ νὰ ἔχει νὰ τρέφεται. Καὶ στὸ λογισµό µου, ἔλεγα µέσα µου: «Νά, ποὺ ἀπόχτησες γυναίκα τώρα. Ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ δουλεύεις τώρα περισσότερο, γιὰ νὰ µπορεῖς νὰ τὴ διατρέφεις». Κι’ ἐργαζόµουν νύχτα καὶ µέρα καὶ τῆς ἔστελνα τὰ χρήµατα. Ὅταν, ὅµως, ἔφτασε ὁ καιρὸς ἡ ἄθλια ἐκείνη νὰ γεννήσει, βασανιζόταν ἐπὶ πολλὲς ἡµέρες καὶ δὲν µποροῦσε νὰ γεννήσει. Τὴν ρωτᾶνε τότε:
-Γιατί συµβαίνει αὐτό;
-Κ’ ἐκείνη τοὺς ἀποκρίνεται:
-Ξέρω ἐγὼ τὸ γιατί: διότι συκοφάντησα τὸν ἀσκητὴ καὶ εἶπα ψέµατα κατηγορώντας τον, ἐνῷ αὐτὸς δὲν ἔφταιγε σὲ τίποτε, ἀφοῦ ἐγὼ εἶχα µὲ τὸν τάδε νεαρὸ ἁµαρτήσει! Τότε ἦρθε καταχαρούµενος ὁ διακονητής µου, λέγοντας πὼς ἡ κοπέλλα δὲν µπόρεσε νὰ γεννήσει, ὥσπου νὰ ὁµολογήσει: «ὁ ἀναχωρητὴς εἶναι ἀθῷος καὶ εἶπα ψέµατα κατηγορώντας τον» Καὶ τώρα ὅλο τὸ χωριὸ θέλει νὰ ἔρθει ἐδῶ καὶ νὰ σοῦ ζητήσει συγχώρεση. Ἐγώ, βέβαια, µόλις τ’ ἄκουσα ὅλ’ αὐτά, καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγω τὴ φοβερὴ αὐτὴ ἐνόχληση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, σηκώθηκα κ’ ἔφυγα καὶ ἦρθα ἐδῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου