Πέμπτη, 28
Δεκεμβρίου 2017
Τη ΚΗ΄ (28η) του
αυτού μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη των Αγίων ΔΙΣΜΥΡΙΩΝ, ήτοι είκοσι χιλιάδων,
ΜΑΡΤΥΡΩΝ, των εν Νικομηδεία καέντων.
Δισμύριοι όντες τον αριθμόν οι Άγιοι ούτοι Μάρτυρες έλαβον τον στέφανον
του Μαρτυρίου κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του ασεβούς Μαξιμιανού, του
βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπστ΄- τε΄ (286- 305). Τότε επιστρέφων ούτος νικητής
από τον κατά των Αιθιόπων πόλεμον, ηθέλησε να θυσιάση εις τα είδωλα δια την
νίκην αυτήν· επέμφθησαν λοιπόν από αυτόν γράμματα πανταχού παρακινητικά δια να
έλθωσιν όλοι εις την Νικομήδειαν και να προσκυνήσωσι τους θεούς του. Εις την
Νικομήδειαν ευρίσκετο τότε ενάρετός τις Επίσκοπος ονόματι Κύριλλος, όστις
εκόσμει την επαρχίαν του με τον τρόπον μάλλον ή με τον θρόνον· έκτιζε
Μοναστήρια, επεμελείτο τα Ασκητήρια και παν άλλο ψυχωφελές έργον ετέλει ως
Ποιμήν αληθέστατος, και δεν εφοβείτο ουδόλως τυράννων ωμότητα, αλλά δια να
αρπάση ψυχάς ανθρώπων από τον φάρυγγα του δαίμονος, εισήλθε πολλάκις εις
κίνδυνον της ζωής του·
όθεν και πολλούς εχειραγώγησε προς ευσέβειαν και από
τους συγγενείς τούς εχώρισε, κατά τον δεσποτικόν λόγον τον λέγοντα· «ουκ ήλθον
βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Ματθ. ι: 34)· και πάλιν· «Πυρ ήλθον βαλείν επί
την γην, και τι θέλω ει ήδη ανήφθη!» (Λουκ. ιβ: 49). Τούτο το πυρ ανήφθη από
τον καιρόν εκείνον κατ΄ αλήθειαν, και όσον εδίωκον την Εκκλησίαν του Χριστού οι
κάκιστοι τύραννοι, τόσον μάλλον εκείνη ηνδρούτο και ηύξανε και ήνθει ως οι
λειμώνες και τα δένδρα την άνοιξιν· και όχι μόνον ευτελείς και πένητες
κατεφρόνουν την πρόσκαιρον ζωήν, αλλά και πλούσιοι και βασιλέων απόγονοι,
άνδρες τε και γυναίκες, άφηνον τον πλούτον αυτών και εγίνοντο δούλοι Χριστού
γνησιώτατοι και εξόχως η σήμερον εορταζομένη μετά των λοιπών συμμαρτύρων και
προκειμένη αξίως εις έπαινον, η νύμφη Χριστού, η θαυμασία την πράξιν, Δόμνα η
αξιέπαινος, επιφανής και περίδοξος, ήτις ανετράφη εις το παλάτιον του δυσσεβούς
βασιλέως και αφιερώθη από τους γονείς της εις τους ναούς, οίτινες ήσαν εντός
των βασιλικών ανακτόρων, εψηφισμένη πρώτη των ψευδωνύμων θεών ιέρεια δια να
υπηρετή τα είδωλεία κατά την τάξιν των. Αλλά το καλόν δένδρον εζήτει και γην
αγαθήν, να φυτευθή εις τον οίκον του Θεού, να αποδώση καρπόν αγαθόν. Αύτη
λοιπόν ευρούσά ποτε τας Επιστολάς του μεγάλου Παύλου ανεγίνωσκε ταύτας μετά
τοσαύτης προθυμίας, ώστε εφωτίσθη εις την αλήθειαν και ελυπείτο, διότι
ευρίσκετο εις την πλάνην· εχαίρετο δε διότι επέτυχε τοιούτον θησαυρόν της
ευσεβείας ψυχωφελέστατον και εθαύμαζε κατανοούσα την αληθεστάτην και άδολον
πίστιν των Χριστιανών, την οποίαν ποθούσα να επιτύχη, συνεβουλεύθη θυγατέρα
τινά άρχοντος, ήτις ήτο παρθένος Χριστιανή ενάρετος και την εδίδαξεν άπασαν την
αλήθειαν. Νύκτα λοιπόν τινα, κατά την οποίαν οι άλλοι εκοιμώντο, απήλθεν εν ώρα
μεσονυκτίου κρυφίως προς τον Αρχιερέα Κύριλλον, ζητούσα το άγιον Βάπτισμα. Ο δε
αναγνώσας εις αυτήν τας θείας ευχάς, την εσφράγισε με το σημείον του Τιμίου
Σταυρού και την εποίησε κατηχουμένην, προσέταξε δε Διάκονόν τινα ευλαβέστατον,
ονόματι Αγάπιον, να τελέση εις αυτήν τα διατεταγμένα προ του θείου Βαπτίσματος
και ούτως έμεινε προσευχομένη και νηστεύουσα κρυφίως από τους άλλους. Μόνον
ευνούχος τις το εγνώριζεν, ονόματι Ίνδης, το μεν γένος βάρβαρος, εις δε το ήθος
και τας πράξεις ευγενέστατος, ο οποίος όχι μόνον, ως και η Δόμνα, προσέδραμεν
εις την Πίστιν, αλλά και πρώτος από τους άλλους δια τον Χριστόν εμαρτύρησεν.
Όταν ήλθεν ο καιρός της προθεσμίας, εβαπτίσθησαν αμφότεροι και εκοινώνησαν του
Δεσποτικού σώματος και αίματος. Αφού λοιπόν η μακαρία Δόμνα έλαβε το θεμέλιον
της Πίστεως, τότε ήρχισε να κτίζη και τα επίλοιπα· και δια μεν τροφήν και πόσιν
και ενδύματα ουδόλως επεμελείτο, μόνον δε με την ανάγνωσιν της θείας Γραφής
ετρέφετο μάλλον ή με τροφήν σωματικήν· και όσα ανεγίνωσκεν, ετελείωνε
πληρέστατα, δια να δικαιωθή παρά του Θεού. Βλέπουσα δε εις τας πράξεις των
Αγίων Αποστόλων ότι όσοι επωλούσαν τα πράγματά των επήγαιναν και παρέδιδον εις
αυτούς τα αργύρια, εσύναξε και αυτή όλον το χρυσίον και το αργύριον, ως και τα
ενδύματα και ό,τι άλλα πολύτιμα πράγματα είχε και νύκτα τινά τα επήγε με τους
δούλους της εις τον Άγιον Κύριλλον, να τα διαμοιράση εις πένητας· μετά δε ταύτα
αυτή μεν επέστρεψε κρυφίως εις το παλάτιον, ο δε θείος Κύριλλος, αφού έδωκεν
εις τους πτωχούς όσα του έφερεν η Δόμνα, απήλθε προς Κύριον, τελέσας μεγάλα
θαυμάσια. Η δε μακαρία Δόμνα εφύλαττεν όσα της παρήγγειλεν ο θείος Κύριλλος και
ενήστευον ομού με τον Ίνδην όλας τας ημέρας, προσηύχοντο, την δε εσπέραν
έτρωγον άρτον μεθ΄ ύδατος, ευχαριστούντες τον Κύριον· και όσα τους έστελλον από
την βασιλικήν τράπεζαν έδιδον εις τους πτωχούς, δια να φυλάττουν ομού
ελεημοσύνην και εγκράτειαν. Ταύτα δε ετέλουν κρυφίως όσον ηδύναντο· αλλ΄ επειδή
δεν είναι δυνατόν να τεθή ο λύχνος υπό τον μόδιον, εφανερώθησαν και αυτοί εις
έλεγχον μεν των ασεβών, των δε εναρέτων παράδειγμα. Όθεν ευνούχός τις, ιδών
αυτούς νύκτα τινά διανέμοντας τα φαγητά εις τους πένητας, ηννόησεν ως πονηρός
ότι ενήστευον και τα ανήγγειλεν εις τον άρχοντα, όστις κατεσκεύαζε τα βασιλικά
φαγητά. Ο δε άρχων αρπάσας ευθύς τας κλείδας από τας χείρας της Δόμνας και του
Ίνδου, απήλθεν εις το κελλίον των και εύρε τον Τίμιον Σταυρόν και τας Πράξεις
των Αποστόλων, αλλ’ άργυρον ή χρυσόν ή ιμάτιον πολύτιμον δεν εύρε ουδόλως, ούτε
στρώσιν τινά δια να κοιμώνται, ειμή μόνον δύο ψάθας κατά γης, εις τας οποίας
ανεπαύοντο οι μακάριοι, εν πήλινον θυμιατήριον, ένα λύχνον και εν Αρτοφόριον
ξύλινον, εις το οποίον είχον την ιεράν προσφοράν και μετελάμβανον, λαβών δε
τούτο εις χείρας του, ως και το βιβλίον των Πράξεων, ηρώτησε τους Αγίους τι
έκαμαν τον χρυσόν, τον άργυρον και τα επίλοιπα, εκείνοι όμως ουδέν απεκρίθησαν.
Βασανίζων λοιπόν τους Αγίους διαφόρως και μαστιγώνων τους φιλανθρώπους ο
απάνθρωπος τύραννος ουδέν ωμολόγησαν, αλλ’ έμειναν σιωπώντες και δεν
επτοήθησαν, ως να εδέροντο αδάμαντες. Όθεν
θυμωθείς ο άρχων προστάσσει να τους σφαλίσουν εις άλλον τόπον, έως ου
αναφέρη την υπόθεσιν εις τον βασιλέα. Όταν δε τους εξέβαλον από το δωμάτιον,
επήρε κρυφίως η μεν Δόμνα την Βίβλον, ο δε Ίνδης το άγιον Αρτοφόριον εντός των
ενδυμάτων των και δεν τους είδον· αυτά δε μόνον είχον παραμυθίαν εις την
φυλακήν οι μακάριοι, άλλην δε τροφήν δεν τους έδωσαν οι άσπλαγχνοι· μόνον απ’ εκείνον
τον ηγιασμένον Άρτον μετελάμβανον, διότι ο άσπλαγχνος άρχων διέταξε τους
φύλακας να μη τους δώσουν ούτε καν ύδωρ να πίωσι, δια να αποθάνουν, διότι
έδιδον αυτοί τας βασιλικάς τροφάς εις τους πένητας. Είχον όθεν τοσαύτην
υστέρησιν των αναγκαίων και κακοπάθειαν, ώστε ησθένησεν η παρθένος ως
καλομαθημένη όπου ήτο πρότερον. Αλλ’ ο προνοητής και κυβερνήτης των απάντων
Θεός εφρόντιζε και δια τους δούλους του· όθεν νύκτα τινά ελθόντες Άγιοι Άγγελοι
εγέμισαν την τράπεζαν φαγητά διάφορα και έλαμψεν όλος ο οίκος, έπειτα οι
Άγγελοι ανέβησαν εις τους ουρανούς. Οι δε Άγιοι τρώγοντες ηυφράνθησαν,
ευχαριστούντες τον Κύριον και έμειναν με πολλήν ηδονήν, όχι τόσον από τα
βρώματα τα οποία έφαγον, όσον από την υπέρλαμπρον ωραιότητα των Αγγέλων την
θαυμασίαν και πανευφρόσυνον. Τη επαύριον επήγεν ο άρχων να τους ίδη, εάν
εστενοχωρήθησαν από την πείναν, να προσκυνήσουν τα είδωλα, και βλέπων αυτούς
φαιδρούς την όψιν και χαριεστέρους εις την ψυχήν υπέρ το πρότερον, εθαύμασε και
προστάσσει να τους δίδουν όσα εχρειάζοντο προς αυτάρκειαν, ήτοι βρώματα, ποτά
και ενδύματα, καθώς ήσαν συνηθισμένοι πρότερον· αλλ’ αυτοί πάλιν εκράτουν τα
αναγκαιότερα, τα δε επίλοιπα διεμοίραζαν εις τους πτωχούς και τόσον πλήθος
πτωχών εσυνάζοντο, ώστε έδιδον όσα είχον και αυτοί έμενον ημέρας πολλάς τελείως
άσιτοι. Μάλιστα και την ζώνην της, την οποίαν είχε πολύτιμον με μαργαρίτας
ακριβούς κεκοσμημένην, την έστειλεν ημέραν τινά από την θυρίδα της φυλακής προς
τον ευλαβέστατον Αγάπιον τον Διάκονον να την πωλήση και να δώση εις τους
πτωχούς τα χρήματα, εκείνος δε ως πιστός οικονόμος ούτως εποίησεν. Η δε μακαρία
Δόμνα έχουσα πόθον να λυτρωθή από την φυλακήν ηβουλήθη να δοκιμάση τέχνασμά τι
μήπως και την αφήσουν να αναχωρήση, καθώς και έγινε, του Θεού τα πάντα
οικονομήσαντος. Προσεποιήθη λοιπόν ότι εσεληνιάζετο, καθώς έκαμε και ο Προφήτης
Δαβίδ, δια να φύγη από τον Σαούλ, να μη τον φονεύση. Ούτω και αυτή η πάνσοφος
υποκρίνεται αφροσύνην και διαστρέφουσα τους οφθαλμούς εξέβαλλεν αφρούς από το
στόμα και εκτύπα τας χείρας φωνάζουσα άτακτα, άλλας δε φοράς εγέλα ματαίως και
άπρεπα. Ταύτα ακούσας από τους υπηρέτας ο άρχων επήγε να την ίδη, δια να
διαπιστώση την αλήθειαν, έκαμε δε και πάλιν τα αυτά η Αγία και χειρότερα. Ο δε
άρχων εφοβήθη, μήπως της τύχη και θάνατος, τότε όπου έλειπεν ο βασιλεύς εις
πόλεμον· όθεν έβαλεν ανθρώπους να την φυλάττουν, δια να μη φονευθή και οργισθή
ο βασιλεύς εναντίον του άρχοντος. Αυτή δε πάλιν υπεκρίνετο το κακόν
περισσότερον και φωνάζουσα όλην την νύκτα, δεν έφηνε τους φύλακας να
κοιμηθώσιν, εκείνοι δε δια να απαλλαγώσιν απ’ αυτήν συνεβούλευσαν τον άρχοντα
να την στείλη εις τους Χριστιανούς, να την θεραπεύσουν, καθώς και άλλους
πολλάκις ομοίους ασθενείς εθεράπευσαν. Όθεν ο άρχων υπήκουσε, δια να μη έχη και
αυτός την φροντίδα της, ή και ο Θεός τον εφώτισε, και προσκαλέσας τον Άγιον
Άνθιμον, όστις ήτο τότε Επίσκοπος της Νικομηδείας, τον παρεκάλεσε να πάρη την
παρθένον εις τον οίκον του ομού με τον Ίνδην, δια να την φυλάττη, έως να
απαλλαγή από της ασθενείας, του έδιδε δε και χρήματα δι΄ έξοδα. Ο Επίσκοπος
όμως επήρε μεν αυτήν και τον Ίνδην μετά χαράς, αλλά τα αργύρια δεν ηθέλησε να
δεχθή. Ενωθέντες λοιπόν οι Άγιοι μετά των άλλων Χριστιανών είχον τόσην
αγαλλίασιν, ώστε δεν έπαυον οι μακάριοι ευχαριστούντες τον Κύριον, διότι τους
έγινεν εις καλόν η υπόκρισις. Κατ΄ εκείνον τον καιρόν ήλθε και ο δυσσεβής
βασιλεύς νικητής από τον πόλεμον και νομίζων ο ανόητος, ότι οι τυφλοί θεοί του
έδωκαν την νίκην, προσέταξε να συναχθή όλος ο λαός, να προσφέρουν εις αυτούς
θυσίαν πλουσιοπαρόχως. Έπειτα αφού είδε συνηθροισμένους όλους τους κατοίκους
της πόλεως ευφήμισεν ο βασιλεύς τους καταφρονημένους θεούς του τοιαύτα λέγων·
«Βαβαί, πως τολμώσι τινές όπου αγαπούν το σκότος υπέρ το φως και λέγουσιν, ότι
δεν είναι θεοί. Ω της αγνωσίας! Και δεν βλέπετε, άνθρωποι, πόσας νίκας μάς
δίδουν και τρόπαια και πόσα αγαθά καθ΄ εκάστην μάς χαρίζουν; Τους διαφόρους,
λέγω, καρπούς της γης, τα γεννήματα και τα λοιπά καλά, με τα οποία τρεφόμεθα»;
Αυτά και έτερα βλάσφημα λέγων ο αφρονέστατος, δεν τα υπέμεινεν ο αληθής Θεός
δια να μη καυχάται κατά της αληθείας το ψεύδος και δια να μη διαστραφούν και
άλλοι προς την απώλειαν. Όθεν καθώς ο μωρός βασιλεύς ευφήμιζε τους ατίμους
θεούς του, την μεσημβρίαν εν καιρώ του θέρους αίφνης έγιναν βρονταί και
αστραπαί φοβεραί και σκότος βαθύτατον, εξέσπασε δε μέγας άνεμος και χάλαζα
σφοδροτάτη, τόσον ώστε ετρόμαξαν άπαντες και άλλοι μεν έπεσον ημιθανείς από τον
φόβον των και έτεροι κατεπλάκωσαν αλλήλους από την σπουδήν των να αναχωρήσωσι·
διότι και φωνή ουρανόθεν ηκούσθη λέγουσα· «Ο Θεός εθυμώθη και σας ωργίσθη».
Εγένετο δε κατά την ημέραν εκείνην μεγάλη ζημία και όχι μόνον κοινοί άνθρωποι
απέθανον, αλλά και αυτός ο βασιλεύς εκινδύνευσεν, οι δε ποταμοί επλημμύρισαν
τόσον από την πολλήν βροχήν, ώστε επήραν όλην την εσοδείαν των και την επήγαν
εις την θάλασσαν. Αλλά πάλιν ο ασύνετος Μαξιμιανός έμεινεν εις την προτέραν
ασέβειαν και ζητήσας την βίβλον, εις την οποίαν ήσαν γραμμένα τα ονόματα των
ιερέων, οίτινες υπηρετούσαν τους δώδεκα θεούς, επειδή δεν εύρεν εκεί την Δόμναν
και τον Ίνδην, ηρώτησε δι’ αυτούς· οι δε υπηρέται του είπον, ότι η Δόμνα
ετρελλάθη και ο Ίνδης την εφύλαττε. Τότε ο βασιλεύς πολύ εθυμώθη κατά των
Χριστιανών και παρήγγειλεν εις όλους τους άρχοντας να ποιήσωσιν ακριβή περί
αυτών εξέτασιν και όσους ευρίσκουσι να τους θανατώνουν πικρότατα, εάν δεν
προσκυνήσουν τα είδωλα. Έπειτα παρευθύς ήρχισε και αυτός να κολάζη δεινώς τους
Χριστιανούς, δια να λάβουν από αυτόν παράδειγμα και οι άλλοι ηγεμόνες.
Εβασάνιζε λοιπόν και έσυρε βιαίως προς την θρησκείαν του όσους Χριστιανούς
εύρισκε, τους δε απειθούντας κακώς εθανάτωνε, ζητών δε και τον Ίνδην και τον
αξιώτατον Μάξιμον, δεν τους εύρεν. Όθεν απήλθε μόνος του εις την Εκκλησίαν ως
λύκος άρπαξ, με τους δορυφόρους του και με όλον τον στρατόν, δια να φοβηθούν οι
Χριστιανοί, να κάμουν τον λόγον του· ήρχισε δε πρώτον με λόγους καλούς δια να
τους κολακεύση να προσκυνήσουν· βλέπων όμως ότι δεν επείθοντο, τους ηπείλησεν,
ότι θα τους δώση πικρότατα κολαστήρια εάν παρακούσουν. Τότε Ιερεύς τις σοφός
και γλυκύτατος, Γλυκέριος ονόματι, έδωκεν εις αυτόν με παρρησίαν αφόβως την
απόκρισιν λέγων· «Ημείς, βασιλεύ, ούτε τας δωρεάς σου υπολογίζομεν, ούτε τας
απειλάς σου φοβούμεθα· διότι όλα τα πρόσκαιρα αγαθά, τα οποία σεις νομίζετε
απολαυστικά, ημείς τα έχομεν ως όνειρον, τα δε λυπηρά και τας βασάνους τας
λαμβάνομεν δια τον Χριστόν μας με πολλήν ηδονήν και άπειρον αγαλλίασιν, και αν
δεν πιστεύης εις τους λόγους μας, θέλεις ίδει τούτο με το έργον, δια να λάβης
πολλήν αισχύνην, όταν ίδης να σε νικήσουν γυναίκες και παίδες αδύνατοι. Καθ’ ον
χρόνον συ καυχάσαι ότι ενίκησες τους εχθρούς σου, ημείς οι ολίγοι θα σε
νικήσωμεν με του μεγάλου Θεού την βοήθειαν, του οποίου την δύναμιν έπρεπε
προχθές να εννοήσης, αναίσθητε και λίθινε, όταν είδες τα φοβερά εκείνα σημεία
των βροντών, των αστραπών και της χαλάζης, και εθανατώυησαν τόσοι άνθρωποι, οι
δε καρποί σας δια τας βλασφημίας σου απωλέσθησαν. Μη έχης λοιπόν ελπίδα τινά
εις ημάς, διότι ημείς έχομεν τους Αγγέλους και μας φυλάττουν, από τον Δεσπότην
Χριστόν ουρανόθεν στελλόμενοι, καθώς έχεις και συ αυτούς τους δορυφόρους
τριγύρω σου, θέλομεν δε σε νικήσει παραδοξότατα πίπτοντες και φονευόμενοι δια
να στήσωμεν κατά των πολεμίων ημών αήτηττα και αθάνατα τρόπαια». Ταύτα ακούσας
ανελπίστως ο υπερήφανος τύραννος, του εφάνη ωσάν να εσούβλιζέ τις με σπάθην την
καρδίαν του και τοσούτον ωργίσθη, ωσάν να εθανατώθη, διότι τον ύβρισεν ούτως
αφόβως ένας ευτελέστατος άνθρωπος· όθεν προστάσσει να τον φέρουν δεδεμένον εις
το κριτήριον και να τον δέρουν οι δήμιοι, όσον δύνανται· τόσους δε ραβδισμούς
του έδωσαν, ώστε αυτοί μεν εκουράσθησαν, εκείνος δε έμεινε τελείως άφωνος·
μόνον τον Δεσπότην Χριστόν επεκαλείτο ως ηδύνατο λέγων· «Καθώς με εδυνάμωσες
εις το λέγειν, Θεέ μου αληθινέ, ούτω και εις την πράξιν δος μοι δύναμιν,
Πανάγαθε, να υπομείνω πολλά κολαστήρια, δια να λάβω την ανταπόδοσιν και τα
βραβεία περισσότερα». Ταύτα εξήψαν τον θυμόν του βασιλέως περισσότερον και
προστάσσει να τον δέρουν ακόμη ανελεημόνως· και τον εμαστίγωσαν τόσον, ώστε
έμεινεν ως άπνους, διότι όλον του τα αίμα εξεχύθη, αι σάρκες του έπεσον και
μόνον τα οστά έμειναν, ώστε και αυτοί οι άπιστοι τον συνεπόνεσαν· μόνον δε ο
άσπλαγχνος βασιλεύς δεν εχόρτασεν. Ακούων δε αυτόν να δοξάζη και ούτως ημιθανής
τον Χριστόν, μη υποφέρων την παρρησίαν του, επρόσταξε να τον καύσουν έξω της
πόλεως. Φερθείς λοιπόν εις τον τόπον της καταδίκης, προσηύξατο δια τους
ευσεβείς να τους φυλάττη ο Κύριος, και ευχαριστήσας αυτόν, διότι τον ηξίωσε
τοιούτου τέλους, έκαμε τον σταυρόν του και ούτω πυρί ολοκαυτωθείς εγένετο θυσία
ευπρόσδεκτος εις τον σταυρωθέντα Θεόν. Μετά ταύτα προστάσσει ο τύραννος να
εύρουν τον Ίνδην, να τον φέρουν εις την υπηρεσίαν των θεών ως και πρότερον.
Ούτος δεν κατεδέχθη ουδ’ επ’ ελάχιστον να τιμήση πλέον τα άτιμα είδωλα, αλλά
μάλιστα και πολλούς πλανωμένους επέστρεψε προς ευσέβειαν, διότι ήτο λόγιος και
φρόνιμος άνθρωπος και έσυρε πολλούς με την σοφίαν του, τους οποίους εδίδασκεν
όσον ηδύνατο κρυφίως από τον βασιλέα και τους ωδήγει εις το ποίμνιον του
Χριστού. Ύστερον όμως εφανερώθη με τοιούτον τρόπον. Ότε ήλθεν η εορτή των
μιασμένων θεών, προστάσσει ο τύραννος να συναχθούν όλοι να τιμήσωσι τους δώδεκα
θεούς, τους οποίους είχεν εις τα βασίλεια· τότε επήγαν οι επίλοιποι
λευκοφορούντες να εορτάσωσι, μόνον δε ο Ίνδης εκάθητο μαυροφορεμένος εις μικρόν
κελλίον, την απώλειαν των ασεβών οδυρόμενος. Ταύτα μαθών ο βασιλεύς, έστειλεν
ανθρώπους και τον έφεραν εις το κριτήριον· ιδών δε αυτόν ούτω σκυθρωπόν και
μελανοφορούντα, χωρίς να τον ερωτήση, εγνώρισε την υπόθεσιν· όθεν επρόταξε να
τον βάλουν αλύσεις εις τον λαιμόν, εις τας χείρας και εις τους πόδας και να τον
φυλακίσουν. Μετά ταύτα αναζητών ο τύραννος την Δόμναν έλεγε ταύτα ως μεθυσμένος
και αφρονέστατος· «Που είναι η δούλη και ιέρεια των θεών Αρτέμιδος και Αθηνάς»;
Εκείνοι δε είπον προς αυτόν την νομιζομένην έκστασιν των φρενών αυτής, ως
ανωτέρω είπομεν. Όθεν κελεύει τού μεν ευνούχου Ίνδου να κόψουν την κεφαλήν, την
δε Παρθένον να ζητήσωσιν επιμελώς εις τα ασκητήρια των Χριστιανών. Ταύτα μαθούσα η Προεστώσα του Ασκητηρίου ενέδυσεν
αυτήν ανδρικήν στολήν και προσευχομένη δι’ αυτήν, την ηυχήθη να την διαφυλάξη ο
Κύριος και μετά δακρύων απεχαιρετίσθησαν· απελθούσα δε εκρύβη εις σπήλαιον
εντός του οποίου υπήρχεν ολίγον ύδωρ και με τα χόρτα τα οποία εύρισκεν έξωθεν
αυτού επορεύετο. Ο δε μιαρός δεν έπαυεν ερευνών δι’ αυτήν, και ελύσσα κοινώς
κατά πασών των Ασκητριών. Όθεν τα μεν ιερά Ησυχαστήρια των Παρθένων κατέστρεφεν
άπαντα, αυτάς δε προς ύβριν αισχρώς, φευ! έσυρον και ήτο μεγάλη συμφορά.
Όσαι ηδύναντο έφευγον εις τα όρη και
σπήλαια, προτιμώσαι να κατοικούν με θηρία ανήμερα ή με ανθρώπους ακολάστους,
οίτινες ήσαν των θηρίων αγριώτεροι. Ήτο δε τότε παρθένος τις ωραιοτάτη, Θεοφίλη
καλουμένη, την οποίαν ιδόντες οι δήμιοι τοσούτον ωραίαν, ήρπασαν αυτήν και την
έσυραν βιαίως εις το εργαστήριον της ύβρεως· η δε βλέπουσα προς ουρανόν εβόησε
ταύτα δακρυρροούσα· «Κύριε Ιησού Χριστέ μου, ο έρως, το φως, η πνοή και η αγάπη
μου, ο φύλαξ της ζωής και παρθενίας μου, ίδε την νυμφευθείσάν σοι, Νυμφίε μου
άμωμε, και λύτρωσέ με από τα θηρία ταύτα· μη αφήσης να διασπαράξουν την αμνάδα
σου λύκοι άρπαγες, αλλά φύλαξον την παρθενίαν μου άσπιλον, εις δόξαν και αίνον
του παντοδυνάμου σου ονόματος». Ταύτα προσηύχετο, όταν έβαλαν αυτήν εις το
αισχρόν εκείνο εργαστήριον, εξάγουσα δε αυτή από το στήθος της το ιερόν
Ευαγγέλιον, ανεγίνωσκεν. Εις δε από τους ασεβείς εκείνους εισήλθεν ως ζώον
άλογον μεθυσμένος από την επιθυμίαν, καθώς όμως επλησίαζε δια να βάλη τας
χείρας του επάνω της, του ήλθε κλόνος και τρόμος φοβερός και πίπτων εις την γην
απέθανε. Μετά πολλήν ώραν, βλέποντες οι άλλοι ότι δεν εξήρχετο, ενόμιζον ότι
ετέλει την επιθυμίαν του ως αχόρταγος. Όθεν εισερχόμενος ο δεύτερος είδε φως
υπέρλαμπρον, από το οποίον εσκοτίσθησαν οι οφθαλμοί του και έμεινε τυφλός, το
αυτό έπαθον και πάντες όσοι άλλοι ετόλμησαν να εισέλθωσι με γνώμην ακόλαστον.
Οι δε επίλοιποι θαυμάδαντες εισήλθον, ουχί δια κακόν, αλλά μόνον δια να ίδωσι
το αίτιον και καθώς εισήλθον, είδον νεανίαν ωραιότατον, εκ του προσώπου τού
οποίου εξήρχοντο ακτίνες ως αστραπή και ετρόμαξαν βλέποντες τοιούτον θαυμάσιον,
εξελθόντες δε εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών» και πάντες επίστευσαν.
Ταύτα μαθών ο ασεβής βασιλεύς έλεγεν, ότι οι Χριστιανοί μεταχειρίζονται
μαντείας δια να επιτυγχάνουν εκείνα τα οποία θέλουν. Ο δε αστραπόμορφος του
Κυρίου Άγγελος έφερε την παρθένον αμόλυντον έξω από το εργαστήριον εκείνο της
αμαρτίας και προπορευόμενος αυτής με φως λαμπρότατον την ωδήγησεν εις την
Εκκλησίαν και ειπών προς αυτήν «Ειρήνη σοι», ανεχώρησεν. Η δε μακαρία Θεοφίλη
έμεινεν εκθαμβουμένη και χαίρουσα δια την παράδοξον θαυματουργίαν, ήτις εγένετο
εις αυτήν και εκ της οποίας εφυλάχθη αμόλυντος. Εκτύπησε λοιπόν την θύραν της
Εκκλησίας, έσωθεν της οποίας ήτο λαός πολύς και έψαλλον την νυκτερινήν Ακολουθίαν
κατά την συνήθειαν. Ο δε υπηρέτης εξήλθε και ιδών την Αγίαν ανήγγειλε τούτο εις
τους λοιπούς, οίτινες έδραμον άπαντες προς την Θεοφίλην θαυμάζοντες· διότι ήτο
η μακαρία από γένος επίσημον, αλλά και εις την αρετήν ακόμη πλουσιωτέρα,
ιδόντες δε αυτήν ανελπίστως εθαύμασαν, ακούοντες μάλιστα και όσα ο παντοδύναμος
Θεός ετέλεσεν εις αυτήν θαυμασίως και από την χαράν των εδάκρυζον, δοξάζοντες
και ευχαριστούντες τον Κύριον, ετέλεσαν δε και παράκλησιν και ευχαριστίαν προς
τον Θεόν δι΄ αυτήν ολονύκτιον άπαντες. Ο δε κάκιστος Μαξιμιανός δεν έπαυσε να
βασανίζη τους Μάρτυρας, αλλά έστειλε τους υπηρέτας του να ερευνώσιν, ως τα
λαγωνικά, κάθε τόπον απόκρυφον, να του φέρουν όσους Χριστανούς εύρωσιν. Ήτο δε
ένας από τους άρχοντάς του εις την αξίαν πραιπόσιτος, την κλήσιν Δωρόθεος, εις
μεν το γένος επιφανής, εις δε την πίστιν επιφανέστερος και άλλοι δύο, Μαρδόνιος
και Μυγδόνιος καλούμενοι, τους οποίους κατέδωσάν τινες διαβολείς εις τον
βασιλέα ως Χριστιανούς λέγοντες· «Εάν, ω βασιλεύ, αυτούς οίτινες κατοικούσιν
εις τα βασίλεια και τιμώνται και τρέφονται από σε, δεν ημπορής να φέρης εις το
θέλημά σου, πως θα νικήσης τους εχθρούς σου; Αυτοί οι φίλοι σου παρακινούν τους
αλλοτρίους με λόγον και γράμματα να σε πολεμώσι, και πως λοιπόν να σε φοβηθούν
οι εχθροί σου»; Εθυμώθη λοιπόν ο βασιλεύς και προστάσσει να φέρουν τους Αγίους
εις το κριτήριον, τούτου δε γενομένου είπε προς αυτούς ο αλιτήριος· «Ω
αχάριστοι, εγώ σας έδειξα τόσην αγάπην και φιλανθρωπίαν και σεις εγίνατε προς
εμέ αγνωμονέστατοι; Λησμονήσαντες δε και τας πολλάς ευεργεσίας τας οποίας σας
έκαμα, απηρνήθητε και τους σωτηρίους θεούς, αναιδέστατοι»; Οι δε Άγιοι εσιώπων,
αφήνοντες αυτόν να εκβάλλη κραυγάς ως κύων άτακτος, αυτός όμως μάλλον ωργίζετο
λέγων· «Με την βοήθειαν των αθανάτων θεών δεν θέλω σας συγχωρήσει, ούτε θα σας
συμπονέσω τελείως, αλλά θα καταξεσχίσω τας σάρκας σας με διάφορα κολαστήρια· θα
συντρίψω τα οστά σας και θ σας δώσω εις τα θηρία και εις τα πετεινά να σας
φάγωσι, δια να φοβηθούν και οι άλλοι από το ιδικόν σας παράδειγμα». Ταύτα
ακούοντες οι Άγιοι ουδόλως εφοβήθησαν, αλλά λύσαντες τας ζώνας και αποβάλλοντες
τας χλαμύδας των, με μίαν γλώσσαν Χριστιανούς εαυτούς ωμολόγησαν και τα είδωλα
χωρίς φόβον τινά εμυκτήρισαν. Τότε ο τύραννος προστάσσει να τανύσουν τους
Αγίους χείρας και πόδας και να τους δέρουν ανελεήμονα με ωμά βούνευρα έως να
δύση ο ήλιος. Τούτου γενομένου, η μεν γη από τα αίματα εκοκκίνισεν, οι δε Άγιοι
γενναίως υπέφερον άλαλοι· μόνον δε με τον νουν εδόξαζον μυστικώς τον Κύριον.
Έπειτα πάλιν τους εφυλάκισαν με αλύσεις εις τας χείρας και τους πόδας. Ο δε
τύραννος όσον εύρισκε και άλλους πιστούς, τόσον ελύσσα κατά του Χριστού και
εδαιμονίζετο, προστάσσων τους ηγεμόνας του να τελώσι τα όμοια. Όθεν καθ΄
εκάστην εστέλλοντο προς τον Χριστόν από τους αχρήστους τα εύχρηστα σκεύη και
λογικά θύματα, με το Μαρτύριον φιλοθέως ολοκαυτούμενα. Κατά δε τας ημέρας
εκείνας επλησίαζεν η εορτή των Χριστουγέννων· όθεν τινές μιαροί θεραπευταί των
ειδώλων, δια να δείξουν προς τον δυσσεβή βασιλέα ευσέβειαν και ζήλον οι
ασεβέστατοι, παρρησιάσθησαν προς αυτόν και του είπον· «Γνώριζε, βασιλεύ, ότι
την δείνα ημέραν τελούσιν οι άχρηστοι Χριστιανοί σπουδαίαν πανήγυριν,
μυθολογούντες, ότι κατά την ημέραν αυτήν εγεννήθη ο Θεός των ως άνθρωπος,
συνάγονται δε εις την Εκκλησίαν των άπαντες. Λοιπόν, εάν ποθής να τελέσης κατ’
αυτών μεγίστην εκδίκησιν, μη αφήσης να φύγη το κυνήγιον από τας χείρας σου·
διότι δεν ευρίσκεις πλέον άλλον καιρόν επιτηδειότερον. Όθεν απόστειλον
στρατιώτας να τους κυκλώσουν δια να μη ημπορούν να φύγουν και εάν δεν δεχθούν
να προσκυνήσωσι τους θεούς μας, να τους καύσουν άπαντας έσω της Εκκλησίας, δια
να λυτρώσης την ποίμνην σου από την λώβην και βλάβην αυτών, να μη μας μιαίνωσι
και να μη έχη και η βασιλεία σου φροντίδα και βάσανα δι’ αυτούς». Ταύτα ακούσας
ο τύραννος ηυχαρίστησε τους διαβολείς εκείνους. Κατά δε την κυρίαν ημέραν των
Χριστουγέννων προστάσσει ο τύραννος τους στρατιώτας να σωρεύσουν πέριξ της
Εκκλησίας φρύγανα και πάσαν άλλην ύλην, ήτις να καίεται ευκόλως. Έξωθεν δε της
πύλης του Ναού να στήσουν βωμόν κατά την πίστιν αυτών και να φωνάζουν μετά σαλπίγγων
οι κήρυκες, διακηρύττοντες ότι όστις θέλει να λυτρωθή από τον θάνατον, ας
θυσιάση εις τα είδωλα, διότι όσοι δεν θυσιάσουν θα καούν ανελεήμονα ομού με την
Εκκλησίαν, δια να μη δυνηθή κανείς να διαφύγη. Αφού λοιπόν έγιναν όλα καθώς
προσέταξεν ο βασιλεύς, εισήλθεν εις την Εκκλησίαν ο κήρυξ λέγων· «Άνθρωποι, ο
Μαξιμιανός ο δεσπότης της οικουμένης με έστειλε να σας είπω να προκρίνετε ένα
από τα δύο· ή να προσκυνήσετε τους θεούς μας εις τον βωμόν, τον οποίον
ητοιμάσαμεν έξωθεν του Ναού σας, ή να βάλωμεν πυρ εις αυτόν και να σας
κατακαύσωμεν άπαντας». Τότε ο Αρχιδιάκονος της Εκκλησίας, ο όντως αγαπών τον
Θεόν και υπ’ αυτού ανταγαπώμενος Αγάπιος, θείω ζήλω κινούμενος και εξαφθείς την
καρδίαν εκ του πυρός της θείας Χάριτος, ανήλθεν εις τον άμβωνα του Ναού και
λέγει προς τον λαόν· «Ενθυμηθήτε, αδελφοί μου ομόψυχοι και φιλόχριστοι, ποσάκις
εθαυμάσαμεν την ανδρείαν και την ευσέβειαν των Αγίων Τριών Παίδων, οίτινες
ιστάμενοι εις το μέσον της φλογός και παραδόξως δροσιζόμενοι, προσεκάλουν προς
υμνωδίαν του Κτίστου την κτίσιν άπασαν, και ποσάκις ταύτα ακούοντες εποθούμεν
να γίνωμεν κοινωνοί της δόξης των· λοιπόν ας τους μιμηθώμεν τώρα, επειδή ο
καιρός το εκάλεσεν. Εκείνοι ήσαν μόνον τρεις και δεν είχον εκ των προ αυτών
παράδειγμα, ημείς δε είμεθα τόσον πλήθος και έχομεν όχι μόνον εκείνων, αλλά και
ετέρων πολλών παραδείγματα. Τούτους λοιπόν και ημείς ας μιμηθώμεν και μη
δειλιάσωμεν, διότι δεν είναι άξια προς την μέλλουσαν δόξαν τα παθήματα του
καιρού τούτου. Ας λάβωμεν λοιπόν δια τον Δεσπότην μας πρόσκαιρον θάνατον, δια
να ζώμεν αθάνατοι εις την Βασιλείαν του την αιώνιον. Εάν αυτός ο Δεσπότης
εθυσιάσθη δι΄ ημάς τους αναξίους ο υπεράξιός τε και υπερούσιος, διατί και ημείς
οι αμαρτωλοί και υπεύθυνοι να μη συγκοινωνήσωμεν εις το Πάθος του»; Ταύτα ειπών
ο αείμνηστος προέτρεψε και παρεκίνησεν άπαντας να διψήσουν τον σωτήριον
θάνατον, και πάντες μετ’ αυτού συμφώνως εβόησαν προς τον απεσταλμένον του
βασιλέως ταύτα· «Χριστιανοί είμεθα, και τους ψευδωνύμους θεούς σας ου
λατρεύομεν». Ταύτα μαθών ο βασιλεύς επρόσταξε να ανάψουν πυρ πέριξ του Ναού, να
τους κατακαύσουν άπαντας. Οι δε έσωθεν του Ναού εγκεκλεισμένοι Χριστιανοί
εβάπτισαν εν βία τους κατηχουμένους και χρίσαντες αυτούς δια του αγίου Μύρου,
τους εκοινώνησαν τα θεία του Δεσπότου Μυστήρια. Εν τω μεταξύ τούτω εμεγάλωνε το
πυρ, και κατέκαιε πέριξ την Εκκλησίαν άπασαν. Οι δε Άγιοι έψαλλον έσωθεν τον
ψαλμόν των Αγίων Τριών Παίδων, καλούντες πάσαν την κτίσιν προς υμνωδίαν και
δοξολογίαν του Θεού και ούτως ετελειώθησαν κατά την εικοστήν ογδόην του μηνός
Δεκαμβρίου όντες τον αριθμόν χιλιάδες είκοσι. Πέντε δε ημέρας μετά την
κατάπαυσιν του πυρός, επλησίασαν τινες δια να ίδωσι το αποτέλεσμα, διεπίστωσαν
δε ότι όχι μόνον δεν εξήρχετο από των ερειπίων και η ελαχίστη δυσωδία, αλλά
μάλλον ευωδία γλυκυτάτη και θαυμάσιος. Εξήρχετο δε και λάμψις ωραία ως ακτίς
χρυσαυγίζουσα. Ο δε ανόητος τύραννος έχαιρε, νομίζων ότι ελυτρώθη από τους
εχθρούς του, και ετέλεσε χαρμόσυνον εορτήν και πανήγυριν, εις τιμήν και μνήμην
της ψευδωνύμου θεάς Δήμητρας, ωκοδόμησε δε και θέατρον μέγα. Όταν δε εγένετο
εορτή πάνδημος εις την οποίαν ήτο συνηγμένος όλος ο λαός, ήτο δε εκεί και ο
βασιλεύς και προσέφεραν οι ασύνετοι θυσίαν εις την βδελυράν των θεάν, ένας
ευσεβής καλούμενος Ζήνων, ζήλου θείου πλησθείς, εστάθη εις το μέσον του πλήθους
και εβόησε ταύτα προς τον βασιλέα λέγων· «Πλανάσαι, βασιλεύ, προσκυνών λίθους
και ξύλα αναίσθητα, τα οποία οδηγούσι τους λατρευτάς αυτών εις απώλειαν. Μη
είσαι, Μαξιμιανέ, τοσούτον ανόητος, αλλ’ ύψωσον τους σωματικούς και νοητούς
οφθαλμούς σου εις τον ουρανόν, να εννοήσης τον Κτίστην των απάντων από τα
κτίσματα αυτού». Ταύτα ακούσας ο τύραννος ηλλοιώθη την όψιν από τον θυμόν του ο
λίθινος. Και προστάσσει να συντρίψουν με λίθους το στόμα και τας σιαγόνας του
Ζήνωνος, και τόσον τον εκτύπων, ώστε του συνέτριψαν όλους τους οδόντας και τας
σιαγόνας συνέθλασαν, εχύθη δε τοσούτον αίμα, ώστε έμεινεν ως νεκρός. Ούτω δε
τετραυματισμένον τον εξέβαλαν έξω της πόλεως ολίγον ακόμη αναπνέοντα, και
έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, καθώς ο βασιλεύς προσέταξε. Και ούτως ο
γενναιότατος Ζήνων έλαβε χαίρων τον στέφανον του Μαρτυρίου. Τότε έφεραν εις το
κριτήριον τον Δωρόθεον με την συνοδείαν του και ένα Διάκονον, με τον οποίον
είχε στείλει προς τον Δωρόθεον την ημέραν εκείνην επιστολήν ο Επίσκοπος
Άνθιμος, τον οποίον εφύλαξεν ο Θεός και δεν τον αφήκε να καή, δια να ωφελήση
και άλλους ο τρισμακάριος. Ευρόντες λοιπόν οι στρατιώται έξωθεν της φυλακής τον
Διάκονον με την επιστολήν τον επήραν και αυτόν με τους λοιπούς Αγίους εις το
κριτήριον. Ο δε τύραννος αναγνώσας την επιστολήν, ήτις έγραφε κατηγορίας κατά
των θεών και κατ’ αυτού, εθυμώθη. Και ηρώτα τον Διάκονον ποίος την έγραψε και
που εκρύπτετο. Ο δε απεκρίνατο· «Ο αρχιεπίσκοπος Άνθιμος έγραψε την επιστολήν
ως βοσκός των λογικών προβάτων. Τα δε λόγια είναι του Αρχιποίμενος Χριστού,
όστις μας είπε να μη φοβούμεθα εκείνους, οίτινες μόνον το σώμα δύνανται να
θανατώσουν, την δε ψυχήν δεν δύνανται να βλάψουν ουδόλως. Ιδού ήκουσες ποίος
έγραψε την επιστολήν, αλλά που είναι δεν σου λέγω ούτε σε φοβούμαι». Μη
υποφέρων ο τύραννος την παρρησίαν της αγίας γλώσσης εκείνης προσέταξεν ο ασεβής
να την κόψωσιν, έπειτα να τον λιθοβολήσουν. Και ούτως έλαβε το μακάριον τέλος ο
Διάκονος. Ο δε διάβολος όντως και όχι άνθρωπος Μαξιμιανός, όσον έβλεπε τους
Αγίους, ότι δεν εφοβούντο τα κολαστήρια, τόσον τους εβασάνιζεν ο ασεβής
περισσότερον. Έδειραν λοιπόν τον Δωρόθεον με τους άλλους τοσούτον, ώστε οι μεν
δήμιοι εκουράσθησαν, οι δε Άγιοι μάλλον εστερεώνοντο και ωνείδιζον πικρότερα
την ασέβειαν του τυράννου, όστις βλέπων ότι δεν ηδυνήθη να τους νικήση με
κολαστήρια, εβαρύνθη και δίδει κατ’ αυτών την εξής απόφασιν: Να αποκεφαλίσωσι
τον Δωρόθεον, να καύσουν ζωντανόν τον Μαρδόνιον, να κάμουν λάκκον εις τον
οποίον να καταχώσουν τον Μυγδόνιον, τους δε άλλους τρεις, αφού δέσουν λίθους
του μύλου εις τους τραχήλους αυτών, να τους βυθίσωσι μακράν εις το πέλαγος ήτοι
τον Ίνδην, τον Πέτρον και τον Γοργόνιον, ούτω δε ετελειώθησαν οι μακάριοι και
καλλίνικοι ούτοι Άγιοι Μάρτυρες. Ταύτα μαθούσα η παρθένος Δόμνα εχάρη, μάλιστα
δια τον ηγαπημένον Ίνδην, τον σύμπνουν αυτής όντως και σύμψυχον, ότι ηξιώθη να
γίνη Μάρτυς του Χριστού. Επεθύμει δε και αυτή η αείμνηστος να επιτύχη το ίδιον
και εδέετο καθ’ ώραν προς Κύριον, να την αξιώση μαρτυρικού θανάτου. Όθεν ο
ουράνιος Νυμφίος δεν παρείδε την προσευχήν αυτής, παρ’ όλον ότι και χωρίς να
κόψουν την κεφαλήν της αυτή ελογίζετο καθ’ εκάστην Μάρτυς εις την προαίρεσιν.
Μάλιστα και η διαγωγή και σκληραγωγία τής ασκήσεως ήτο μέγα Μαρτύριον, διότι
ήτο κρυμμένη υποκάτω της γης ως εις τάφον εις σκοτεινόν τόπον, εκεί δε διάγουσα
έτρωγε μόνον χόρτα και έπινε μόνον ύδωρ η αείμνηστος, ήτις ήτο πρότερον
καλομαθημένη εις το παλάτιον, αλλά πάντα τα ηδέα εκείνα δια τον Νυμφίον αυτής
κατεφρόνησε, και καθ΄ εκάστην ελεύκαινε την παρθενικήν στολήν με δάκρυα. Όθεν
και ο Θεός την ηξίωσε να την κοκκινίση με τα μαρτυρικά αίματα. Προσέχετε λοιπόν
να γράψωμεν και αυτής το μακάριον τέλος και ούτω να τελειώσωμεν την γλυκυτάτην
ταύτην διήγησιν. Όταν η Δόμνα ήκουσε δια
τον Ίνδην, ότι τον εβύθισαν εις την θάλασσαν, κατήλθεν από το όρος εις την
πόλιν με την ανδρικήν ενδυμασίαν, με την οποίαν την είχεν ενδύσει η πνευματική
της μήτηρ Άγάπη. Μη γνωρίζουσα δε περί του τέλους αυτής, την ανεζήτει, εις δε
Χριστιανός της είπεν ότι ετελείωσε και αυτή την ζωήν με Μαρτύριον εντός του
Ναού, όταν τους έκαυσαν. Η δε Δόμνα ταύτα μαθούσα εδάκρυσε, διότι δεν ευρέθη
και αυτή εις τοιούτον τέλος μακάριον. Επήγε λοιπόν εις τον καυθέντα Ναόν και
έκλαυσε ικανώς. Έπειτα το δειλινόν κατήλθεν εις τον αιγιαλόν πεφωτισμένη εκ
θείας Χάριτος. Εκεί εύρεν αλιείς τινας, οίτινες ητοιμάζοντο να ρίψουν τον
γρύπον να ψαρεύσωσιν, ιδόντες δε αυτήν εζωσμένην ως άνδρα, είπον προς αυτήν·
«Ελθέ, νεανία, μαζί μας να ρίψωμεν τα δίκτυα, να πάρης και συ οψάρια το
μερίδιόν σου». Η δε Δόμνα εδέχθη και εισήλθον εις το πλοιάριον. Βλέποντες δε
εκείνοι το ήθος αυτής, το κάλλος και την ευκοσμίαν της, την ηυλαβούντο
θαυμάζοντες. Όταν δε έσυρον έξω τον γρύπον, ήτο βαρύς και δεν ηδύναντο να τον
σύρωσι. Τον έφεραν λοιπόν μετά βίας εις την γην και τότε προς έκπληξιν αυτών
και θαυμασμόν βλέπουσιν ομού με αναριθμήτους ιχθείς και τρία ανθρώπινα σώματα.
Άφησαν λοιπόν αυτά εκεί και θέλοντες να υπάγουν εις άλλο μέρος να αλιεύσουν,
έλεγον και της Αγίας να τους ακολουθήση. Αλλ’ αυτή δεν ηθέλησεν· όθεν δώσαντες
εις αυτήν το μερίδιόν της εκ των ιχθύων, ανεχώρησαν. Μετά την αναχώρησιν
εκείνων, εξετάζουσα η Αγί επιμελώς τα Λείψανα, εγνώρισε τον ηγαπημένον της
Ίνδην. Όθεν κλαίουσα θερμώς μετ’ ευλαβείας κατεφίλει αυτό και εδόξαζε τον Θεόν,
όστις της έστειλε τοιούτον δώρον πολύτιμον. Τότε βλέπει άλλην λέμβον, ήτις
ήρχετο προς την γην. Όταν δε επλησίασεν, είπε προς τον λεμβούχον, τον οποίον
εγνώρισεν από ένα λόγον ότι ήτο Χριστιανός, να εξέλθη έξω να του ομιλήση περί
τινος υποθέσεως, εξήλθε δε εκείνος μετά χαράς και του έδειξε τα Λείψανα των
Αγίων, λέγουσα καταλεπτώς τα της αθλήσεως και τελειώσεως αυτών. Ο δε ναύκληρος
εχάρη, και φέρων σινδόνας καθαράς και στολάς λευκάς ετύλιξαν αυτά, και τα
ενεταφίασαν έξωθι της πόλεως εις τον ποταμόν προς την θάλασσαν, εκεί όπου
εδέχθη το τέλος και ο Δωρόθεος. Μετά ταύτα παρεκάλει ο ναύκληρος την Δόμναν,
νομίζων ότι ήτο άνδρας, να υπάγη εις την οικίαν του, να την έχη ως αδελφόν του.
Η δε απεκρίνατο· «Ευχαριστώ την καλήν σου προαίρεσιν. Αλλά εγώ δεν
απομακρύνομαι από τα άγια ταύτα Λείψανα, διότι μετ΄ ολίγας ημέρας είναι και το
τέλος μου, και θέλω να μείνη εδώ και το ιδικόν μου Λείψανον, ούτως ώστε να είναι
και το σώμα μου συνδεδεμένον με αυτά, καθώς επίσης επιθυμώ και δια την ψυχήν
μου να μη χωρίση από τας αγίας αυτών ψυχάς ουδέποτε». Έδωκε λοιπόν ο πλοίαρχος
ως ευλαβής θυμιάματα και αργύρια πολλά εις αυτήν, να δαπανήση εις περιποίησιν
των αγίων Λειψάνων και ούτως απήλθεν εις την οδόν του, λαβών μεθ’ εαυτού και
τους ιχθείς της Αγίας χάριν φιλίας. Αυτή δε έμεινεν εκεί προσευχομένη και
θυμιάζουσα ευλαβώς καθ’ εκάστην ώραν τα ιερά Λείψανα των Αγίων Μαρτύρων, χωρίς
να απομακρυνθή ουδόλως απ’ αυτών. Μαθών ταύτα ο δυσσεβής Μαξιμιανός μεγάλως
εγέλασεν, ο γέλωτος μάλλον και μυρίων δακρύων άξιος, λέγων· «Πρέπον είναι να
λάβη και αυτή θάνατον όμοιον, επειδή τιμά τόσον τους κακούργους αυτούς μετά
θάνατον και τους σέβεται η άγνωστος ανωφελώς». Ταύτα ειπών έστειλε τους δημίους
να κόψουν την κεφαλήν αυτής, έπειτα δε να την καύσουν αμέσως. Τούτων γενομένων
απήλθε και αυτή η μακαρία προς Κύριον. Ο δε σοφός και ιερός Άνθιμος, επιστρέψας
πολλούς εις θεογνωσίαν με τα σοφά του διδάγματα και γράμματα και πολλούς
παρακινήσας προς άθλησιν, έλαβε και αυτός το τέλος με το Μαρτύριον. Διότι ο
τύραννος εξήτασεν ακριβώς έως ου τον εύρε· και δίδων εις αυτόν πικράς και
διαφόρους βασάνους πρότερον, δεν ηδυνήθη να τον νικήση. Μάλιστα αυτός εκουράσθη
περισσότερον να τον κολάζη με πολλά μηχανήματα παρά εκείνος υπομένων τους
ραβδισμούς και τας μάστιγας. Όθεν έδωκε και κατ΄ αυτού την τελευταίαν απόφασιν,
να κόψουν την τιμίαν του κεφαλήν, ούτω δε απήλθε και αυτός προς ον επόθησε
Κύριον κοσμούμενος με διπλούν στέφανον, τον της Αρχιερωσύνης και τον της
Αθλήσεως. Τούτων πάντων των Αγίων τελείται η μνήμη κατά την σήμερον μετά τα
Χριστούγεννα, όπως και των Βρεφών, τα οποία ο Ηρώδης εφόνευσε. Διότι καθώς
εκείνα, ούτω και ούτοι δια τον Χριστόν μέσον πυρός εμαρτύρησαν, δύο μυριάδες
ήτοι είκοσι χιλιάδες ανώνυμοι Μάρτυρες, καθώς και οι ονομαστί αναφερόμενοι,
περί των οποίων είπομεν ανωτέρω, ήτοι Γλυκέριος, Ζήνων, Θεόφιλος, Μαρδόνιος,
Δωρόθεος, Ίνδης, Πέτρος, Μυγδόνιος, Αγάπη, Θεοφίλη και Δόμνα η πάντων
περικαλλής και αοίδιμος εις δόξαν Χριστού του αληθινού Θεού ημών, Ω πρέπει πάσα
δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου