ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΟΦΗΤΗΝ ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΠΑΙΔΑΣ

Η Εκκλησία του Χριστού, ευλογημένοι Χριστιανοί, εορτάζει σήμερον, Κυριακήν προ της Χριστού Γεννήσεως, την μνήμην πάντων των από Αδάμ μέχρι του Ιωσήφ του Μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου ευαρεστησάντων τω Θεώ, καθώς αυτούς γενεαλογεί ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος και όσους ο θείος Ευαγγελιστής Λουκάς από Αδάμ μέχρις Αβραάμ αριθμεί ως επίσης και πάντων των Προφητών και Προφητίδων, επειδή αυτοί εγένοντο αρχηγοί του γένους του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά σάρκα και διότι αυτοί προείπον περί της ελεύσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, από των οποίων τας προφητείας και ημείς επιστεύσαμεν εις Αυτόν.                                                                                                 
Μετά πάντων λοιπόν των Δικαίων Προπατόρων και Πατέρων εξόχως αναφέρουσι τα σήμερον ψαλλόμενα Τροπάρια και η Ακολουθία της Εκκλησίας μας περί του Αγίου Προφήτου Δανιήλ και των Αγίων Τριών Παίδων. Διατί δε τούτο; Διότι ο Προφήτης αυτός, καθώς θέλετε ακούσει κατωτέρω, με την εξήγησιν του ονείρου, το οποίον είδεν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, προεσήμανε φανερά την ένσαρκον οικονομίαν του Χριστού, ότι θέλει γεννηθή εκ της Παρθένου άνευ θελήματος ανδρός και ότι θέλει διαμένει η Βασιλεία του και η εξουσία του εις τους αιώνας. Ομοίως δε και οι Άγιοι Τρεις Παίδες, με το θαύμα το οποίον εγένετο εις αυτούς, μη καταφλεχθέντας εν τη καμίνω, προεικόνισαν την Αγίαν Παρθένον, ήτις έμεινεν άφλεκτος εκ του πυρός της Θεότητος. Την ιστορικήν ταύτην διήγησιν πρόκειται να φέρω και εγώ ο ευτελής προς την υμετέραν αγάπην, οσιώτατοι Πατέρες και αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, και παρακαλώ υμάς όπως ακούσητε ταύτην προθύμως, ίνα θησαυρίσητε θησαυρόν μέγαν εις την ψυχήν σας. Διότι όχι μόνον σήμερον είναι αναγκαίον και ωφέλιμον να μάθετε τα περί αυτών, αλλά και εις όλας τας ημέρας του έτους ανάγκη είναι να ενθυμείσθε την ιστορίαν των· διότι δεν υπάρχει Ακολουθία της Εκκλησίας μας, η οποία να μη αναφέρη δι΄ αυτούς και μάλιστα οι ειρμοί της ζ΄ και η΄ ωδής πάντοτε δι΄ αυτούς διηγούνται· αλλά δια να μη γίνη ελλιπής ο λόγος μου, είναι ανάγκη να αρχίσω απ΄ αρχής την περί τούτων ιστορίαν.                                                                                                                               
Εις την Βαβυλώνα ήτο βασιλεύς τις, Ναβουχοδονόσορ ονόματι, όστις συνάξας τα στρατεύματά του εξεστράτευσε κατά της Ιερουσαλήμ, την οποίαν και κατέλαβεν. Ούτος όχι μόνον τον κοινόν λαόν μετώκησεν από την Ιερουσαλήμ εις την Βαβυλώνα, αλλά και τον βασιλέα της Ιερουσαλήμ, Σεδεκίαν ονόματι, αιχμάλωτον παραλαβών, αυτόν μεν ετύφλωσε, τους παίδας αυτού κατέσφαξε, πάντα δε τον θησαυρόν του βασιλέως και τα σκεύη του ναού τα χρυσά και τα αργυρά, με τα οποία είχε κατακοσμήσει αυτόν ο βασιλεύς Σολομών, τα απεκόμισεν όλα εις την Βαβυλώνα. Επιστρέψας δε εις το βασίλειόν του, εξέλεξε και από τα τέκνα των Εβραίων όσα ηθέλησε και τα παρέδωκεν εις τον αρχιευνούχον του, Αφανέξ λεγόμενον και Ασχάνην, να τα φυλάττη δια να τα έχη εις υπηρεσίαν της βασιλείας. Απ΄ εκείνα λοιπόν τα παιδία τέσσαρα ήσαν εκλελεγμένα και δια την φρόνησίν των, αλλά και διότι ήσαν από το γένος των βασιλέων Εζεκίου και Σεδεκίου· εξ αυτών το πρώτον έλεγονΔανιήλ, το δεύτερον Ανανίαν, το τρίτον Αζαρίαν και το τέταρτον Μισαήλ. Αυτά τα τέσσαρα παιδία, επειδή ήσαν τόσον εκλεκτά, προσέταξεν ο βασιλεύς και τα ευνούχισαν, μετήλλαξε δε και τα ονόματά των και τον μεν πρώτον, τουτέστι τον Δανιήλ, ωνόμασε Βαλτάσαρ, τον δε δεύτερον, τον Ανανίαν, εκάλεσε Σεδράχ, τον τρίτον, ήτοι τον Αζαρίαν εκάλεσε Μισάχ και τον τέταρτον, τον Μισαήλ, εκάλεσε Αβδεναγώ· προσέταξε δε να τους δίδωσι και από τα βασιλικά φαγητά καθ΄ εκάστην ημέραν, ήτοι κρέας και όσα άλλα έτρωγεν ο βασιλεύς, ούτω δε να διατραφώσι τρία έτη μανθάνοντα τα γράμματα και την γλώσσαν των Χαλδαίων, μετά δε ταύτα να τα φέρωσιν έμπροσθεν αυτού.                                                              
Ταύτα λοιπόν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ προστάξας, παρέδωκεν αυτούς εις τον αρχιευνούχον εκείνον· ο δε Προφήτης Δανιήλ και οι άλλοι Τρεις Παίδες έβαλαν αγαθόν λογισμόν εις την ψυχήν των, να μη μιανθώσι παντελώς από τα φαγητά του βασιλέως, επειδή εκείνος μεν ήτο εθνικός και ειδωλολάτρης, αυτοί δε ήσαν Εβραίοι. Έχοντες λοιπόν  τον τοιούτον λογισμόν, είπον προς τον αρχιευνούχον· «Παρακαλούμεν σε να μη μας δίδης από τα φαγητά του βασιλέως, ως τους άλλους παίδας, αλλά ταύτα μεν λάμβανε συ, προς ημάς δε να δίδης από τα όσπρια και τα λάχανα της γης να τρώγωμεν». Είπε δε ο ευνούχος· «Φοβούμαι τον βασιλέα, όστις προσέταξε το φαγητόν σας και το ποτόν σας, διότι θα ταλαιπωρηθήτε από την νηστείαν, και όταν σας ίδη ο βασιλεύς, θα οργισθή κατ΄ εμού και θα χάσω την ζωήν μου». Λέγει εις αυτόν ο Δανιήλ· «Δοκίμασόν μας ως λέγομεν με τα όσπρια και δίδε μας και ύδωρ να πίνωμεν έως δέκα ημέρας, και εάν ίδης, ότι μετήλλαξε το πρόσωπόν μας και έγινεν ασχημότερον από το των άλλων παιδίων, τα οποία τρώγουν το κρέας και πίνουν τον οίνον, τότε ποίησον ως σοι αρέσκει».                                                   Εδοκίμασε λοιπόν ο ευνούχος ούτω και μετά τας δέκα ημέρας, όταν τους επεσκέφθη, είδε τα πρόσωπα αυτών να είναι πλέον λαμπρότερα από τα των άλλων παιδίων, τα οποία έτρωγαν τα βασιλικά φαγητά. Την υπόθεσιν ταύτην αναφέρει και η ευχή των κολλύβων, ήτις λέγει· «ο τοις σπέρμασι τους τρεις Παίδας και Δανιήλ, των εν Βαβυλώνι αβροδιαίτων λαμπροτέρους αναδείξας». Με την τοιαύτην λοιπόν τροφήν διήλθον οι τρεις Παίδες και ο Δανιήλ, εγκρατευόμενοι και μανθάνοντες την σοφίαν των Χαλδαίων, καθώς προσέταξεν ο βασιλεύς τον αρχιευνούχον. Όταν δε συνεπληρώθη ο χρόνος, τον οποίον είχε προστάξει ο βασιλεύς, παρέστησαν έμπροσθεν αυτού πάντας τους παίδας των αιχμαλώτων Εβραίων. Ο δε Θεός έδωκε γνώσιν και σοφίαν εις τον Δανιήλ και εις τους Τρεις Παίδας και εφάνησαν ενώπιον του βασιλέως εις όσα τους ηρώτησε πλέον φρονιμώτεροι και σοφώτεροι από τα άλλα παιδία, τόσον ώστε θαυμάσας ο βασιλεύς δια τας γνώσεις των, τους είχεν εις μεγαλυτέραν τιμήν από τους άλλους αιχμαλώτους παίδας.                                                         
Κατά τας ημέρας εκείνας ήτο Εβραίος τις, από τους αιχμαλώτους της Ιερουσαλήμ, κατοικών εις την Βαβυλώνα, Ιωακείμ καλούμενος, ο οποίος ήτο άρχων και πλούσιος υπέρ τους άλλους Εβραίους· είχε δε και γυναίκα Σωσάνναν λεγομένην, ωραίαν κατά πολλά και φοβουμένην τον Κύριον· είχε δε πλησίον εις την οικίαν της και περιβόλιον ωραίον, εις το οποίον εσύχναζεν η Σωσάννα και περιεπάτει με τας υπηρετρίας της. Τον καιρόν εκείνον ήσαν δύο Εβραίοι, οι οποίοι είχον διορισθή υπό της εξουσίας του βασιλέως κριταί των άλλων Εβραίων, αυτοί δε, επειδή ήτο επίσημος άρχων ο Ιωακείμ εκείνος, εσύχναζον εις την οικίαν του καθ΄ εκάστην ημέραν και συνεβουλεύοντο μετ΄ αυτού. Εισερχόμενοι δε και εξερχόμενοι συχνάκις εκείθεν, έβλεπον και την γυναίκα του Ιωακείμ, την Σωσάνναν, ήτις διήρχετο απ΄ έμπροσθέν των. Όμως με την πάροδον του χρόνου, βλέποντες αυτήν ωραίαν, έπεσαν εις επιθυμίαν κακήν και ελησμόνησαν να βλέπουν προς τον εν τω ουρανώ καθήμενον φοβερόν κριτήν Θεόν, αλλά όλως διόλου το κάλλος αυτής περιειργάζοντο νύκτα τε και ημέραν και αυτήν εφαντάζοντο.                                                               
Είχον λοιπόν οι κριταί εκείνοι την πονηράν ταύτην επιθυμίαν εις τας καρδίας αυτών και την διετήρουν μυστικήν απ΄ αλλήλων επί πολύν καιρόν. Όθεν δεν εγνώριζεν ο εις ότι και ο άλλος αγαπά την Σωσάνναν· τέλος, εν μια των ημερών εξεμυστηρεύθησαν εις αλλήλους την επιθυμίαν των και απεφάσισαν όπως επιτηρήσωσι τον καιρόν, και όταν η Σωσάννα θα είναι εις το περιβόλιον μόνη της, ο δε άνδρας της ο Ιωακείμ θα λείπη, τότε να την βιάσωσι και να τελέσουν την επιθυμίαν των. Παρηκολούθουν λοιπόν τον Ιωακείμ και την Σωσάνναν οι άνομοι και ημέραν τινά, κατά την οποίαν έλειπεν ο Ιωακείμ εις άλλην χώραν, η δε Σωσάννα κατά την συνήθειάν της εισήλθε περί την μεσημβρίαν εις τον κήπον να περιπατήση, τότε και αυτοί επήγαν και εκρύβησαν εις τι μέρος του κήπου και δεν εφαίνοντο. Αφού λοιπόν επέρασεν ώρα ικανή, μη γνωρίζουσα η Σωσάννα ότι είναι κεκρυμμένοι οι δύο κριταί εκείνοι των Εβραίων και ότι παραφυλάττουν τον καιρόν, έστειλε τας υπηρετρίας της να φέρωσι φαγητά και λουστικά μυρίσματα, κατά την συνήθειαν των γυναικών, δια να λουσθή εις την στέρναν του κήπου, διότι ήτο ζέστη υπερβολική. Οι δε κριταί εκείνοι, ως είδον ότι η Σωσάννα είναι μόνη παντελώς, έδραμον και την συνέλαβον λέγοντες· «Ή θα δεχθής να εκτελέσωμεν την επιθυμίαν μας μετά σου ή θα μαρτυρήσωμεν εναντίον σου, ότι είδομεν νέον τινά αμαρτάνοντα μετά σου και τότε μέλλεις να θανατωθής».       Ως ήκουσεν η Σωσάννα τους τοιούτους λόγους, αναστέναξε και είπε· «Στενά μού  είναι και τα δύο· διότι, εάν δεχθώ την ανομίαν, ο θάνατός μου θα είναι ψυχικός· εάν δε δεν δεχθώ, μέλλω να θανατωθώ, κατά την μαρτυρίαν σας· αλλά καλλίτερον είναι να αποθάνω δικαία και καθαρά, παρά να πταίσω εις τον Θεόν και να καταπατήσω την τιμήν του ανδρός μου». Ταύτα ειπούσα η Σωσάννα εξεβαλε φωνήν, καλούσα τας υπηρετρίας της να την σώσουν· από δε το άλλο μέρος εξέβαλον φωνήν και οι γέροντες εκείνοι οι κριταί λέγοντες· «Τρέξατε να ιδήτε την Σωσάνναν, πως την συνελάβομεν μετά τινος νέου, κάμνοντας την ανομίαν». Ακούσαντες λοιπόν οι ιδικοί της τας φωνάς ταύτας έδραμον να ίδωσι τι συμβαίνει, και λέγουσιν οι κριταί· «Ημείς ήλθομεν κατά την συνήθειάν μας να συμβουλευθώμεν με τον Ιωακείμ και δεν τον εύρομεν· όμως γυρίζοντες να υπάγωμεν εις τας οικίας μας, είδομεν νέον τινά ξένον, όστις εισήρχετο εις τον κήπον του Ιωακείμ· εισήλθομεν λοιπόν όπισθέν του κρυφίως και τον είδομεν να αμαρτάνη με την Σωσάνναν· τότε ωρμήσαμεν να τον συλλάβωμεν, αλλά εκείνος ήτο δυνατώτερος από ημάς και μας έφυγε· ταύτα μαρτυρούμεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων». Ως δε ήκουσαν οι ιδικοί της τους λόγους τούτους, εντραπέντες εσιώπησαν, διότι δεν εφαντάζοντο ποτέ να ακουσθή τοιούτος λόγος δια την Σωσάνναν.                                                                      
Την επομένην, ως ήλθεν ο άνδρας της ο Ιωακείμ, ώρισαν οι κριταί και έφεραν την Σωσάνναν έμπροσθέν των· εκάθισε δε ο λαός των Εβραίων να κρίνωσι την υπόθεσιν, επειδή οι κριταί ήσαν και μάρτυρες· έκλαιον δε και τα τέκνα της και οι συγγενείς της. Επήγαν λοιπόν οι κριταί εκείνοι, οίτινες εμαρτυρούσαν, και έβαλον τας χείρας των εις την κεφαλήν της Σωσάννης, κατά την συνήθειαν των Εβραίων, και είπον· «Ημείς επήγαμεν εις την οικίαν του Ιωακείμ και μη ευρόντες αυτόν, ανεχωρήσαμεν εκείθεν, όμως εξερχόμενοι, είδομεν νέον τινά όστις εισήλθεν εις τον κήπον· τότε ηκολουθήσαμεν αυτόν κρυφίως και είδομεν οφθαλμοφανώς να αμαρτάνη μετά της γυναικός ταύτης· ταύτα μαρτυρούμεν ενώπιον Θεού και ανθρώπων». Απεκρίθησαν οι Εβραίοι πάντες ως εξ ενός στόματος και είπον· «Κατά την μαρτυρίαν σας, αξία είναι να την λιθοβολήσωμεν, καθώς ορίζει ο Μωϋσής εις το κβ΄ (22ον) κεφάλαιον του Δευτερονομίου, επειδή εμίανε την κοίτην του ανδρός της». Τότε απεφάσισε πας ο λαός να την εκβάλουν έξω της Βαβυλώνος και να την λιθοβολήσουν.                     Όταν λοιπόν έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, η Σωσάννα κλαίουσα και αναστενάζουσα εβόησε προς τον Θεόν, και είπεν· «Ο Θεός ο αιώνιος, ο των κρυπτών γνώστης, συ όστις γινώσκεις τα πάντα πριν ταύτα γίνωσι, συ γνωρίζεις και ότι ψευδώς εμαρτύρησαν οι κριταί εναντίον μου και δια τούτο αποθνήσκω αδίκως δια να μη κάμω το θέλημά των». Τι λοιπόν ωκονόμησεν ο Θεός, δια να μη θανατωθή αδίκως η δικαία; Όταν την εξέβαλον έξω της πόλεως και ητοιμάζοντο να ρίψουν τους λίθους εναντίον της, ιδού έφθασεν εκεί υπό του Θεού καθοδηγούμενος και ο Προφήτης Δανιήλ, νέος ων και τρυφερός εις την ηλικίαν, και λέγει προς τον λαόν· «Ω ανόητοι άνθρωποι, διατί θέλετε να φονεύσητε μίαν αναίτιον γυναίκα; Τόσον πολύ στερείσθε φρονήσεως, ώστε δεν σκέπτεσθε ότι πρέπει να εξετάσητε καταλεπτώς την υπόθεσιν, αλλά μόνον δι΄ ένα λόγον θέλετε να χύσετε αίμα δίκαιον; Επιστρέψατε οπίσω, να ανακρίνω εγώ την κρίσιν αυτήν κατά τους νόμους». Ως δε ήκουσεν ο λαός την φωνήν ταύτην, επέστρεψαν όλοι των μετά χαράς εις το κριτήριον, διότι ελυπήθησαν την Σωσάνναν. Τότε εκάθισεν ο Δανιήλ εις το κριτήριον εν μέσω των πρεσβυτέρων, και λέγει προς τον λαόν· «Χωρίσετε αυτούς μακράν τον ένα από τον άλλον, να τους εξετάσω εγώ». Ως δε εχωρίσθησαν ο εις από του ετέρου, εκάλεσεν ο Δανιήλ τον ένα, και του λέγει· «Πεπαλαιωμένε των ημερών και των κακών, τώρα έφθασαν κατά σου αι αμαρτίαι σου, τας οποίας έκαμνες πρότερον και κατεδίκαζες τους αναιτίους, τους δε αιτίους απέλυες, λαμβάνων δώρα· ειπέ μας λοιπόν, εάν αληθώς λέγης, κάτωθεν τίνος δένδρου τους είδες να αμαρτάνουν»; Απεκρίθη εκείνος· «κάτωθι σχίνου ήσαν εργαζόμενοι την ανομίαν». Ως λοιπόν είπεν ο γέρων εκείνος, ότι υποκάτω του σχίνου τους είδε, λέγει εις αυτόν ο Προφήτης· «Αληθώς εψεύσθης κατά της κεφαλής σου· διότι ιδού Άγγελος Κυρίου, λαβών από του Θεού απόφασιν, παρίσταται ενταύθα δια να σε σχίση εις το μέσον». Τότε καλέσας και τον δεύτερον, λέγει προς αυτόν· «Σπέρμα Χαναάν και ουχί Ιούδα, το κάλλος σε εξηπάτησε και η επιθυμία διέστρεψε την καρδίαν σου. Ούτως εποιήσατε και εις τας άλλας γυναίκας των Εβραίων, αίτινες φοβούμεναι υμάς, έκαμναν το θέλημά σας· αλλά αύτη δεν είναι ως εκείναι· ειπέ μας λοιπόν και συ, εις ποίον δένδρον τους είδες να αμαρτάνουν»; Απεκρίθη εκείνος· «κάτωθεν πρίνου είδον αυτούς». Λέγει προς αυτόν ο Δανιήλ· «Και συ αληθώς εψεύσθης κατά της κεφαλής σου· διότι ιδού Άγγελος Κυρίου παρίσταται, δια να πριονίση και σε». Ως ήκουσεν ο λαός την τοιαύτην ψευδομαρτυρίαν, εδόξασαν τον Θεόν, τον σώζοντα τους επ΄ αυτόν ελπίζοντας, ορμήσαντες δε εναντίον τών δύο ψευδομαρτύρων εκείνων ελιθοβόλησαν αυτούς, ούτω δε εδοξάσθη κατά την ημέραν εκείνην, ως φρόνιμος και γνωστικός, ο Δανιήλ, μάλλον δε ο Θεός, όστις έδωκεν εις αυτόν την τοιαύτην σοφίαν.                                                                                                          
Μετά δε το δεύτερον έτος της αλώσεως της Ιερουσαλήμ, ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ είδεν όραμα θαυμαστόν, το οποίον, ως εξύπνησε, παρευθύς το ελησμόνησε. Τότε συγκαλέσας τους μάγους και τους σοφούς των Χαλδαίων, και τους ονειροκρίτας, και τους σημειολύτας, τους είπε· «Όραμα είδα φοβερόν και θαυμαστόν· και όταν εξύπνησα, το ελησμόνησα· θέλω λοιπόν να μου ειπήτε και το όραμά μου και την ερμηνείαν του τι δηλοί». Απεκρίθησαν οι μάγοι· «Βασιλεύ πολυχρονημένε, ειπέ μας το όνειρόν σου, και ημείς να το διαλύσωμεν». Λέγει εις αυτούς ο βασιλεύς· «Και το όνειρόν μου να ειπήτε και την ερμηνείαν του, διότι μέλλετε κακώς να αποθάνετε». Απεκρίθησαν οι μάγοι· «Το ζήτημά σου, βασιλεύ, δεν δύναται άνθρωπος να το ορίση, μόνον οι θεοί τους οποίους προσκυνούμεν δύνανται να εύρωσι και το όνειρόν σου, και την ερμηνείαν του». Τότε ο βασιλεύς θυμωθείς απεφάσισε να φονεύση όλους τους σοφούς και τους μάγους των Χαλδαίων, όπου και αν ευρίσκωνται. Ήρχισαν λοιπόν οι υπηρέται του βασιλέως να φονεύουν τους μάγους, ήλθον δε να φονεύσουν και τον Προφήτην Δανιήλ και τους Τρεις Παίδας, ως όντας και αυτούς από το τάγμα των σοφών. Τότε επήγεν ο Δανιήλ και ευρίσκει τον σωματοφύλακα του βασιλέως, Αριώχ ονόματι, και πίπτει εις τους πόδας του λέγων· «Παρακαλώ σε, δεήσου προς τον βασιλέα να υπομείνη ταύτην την νύκτα, και εάν δεν εύρω εγώ το όραμά του και την ερμηνείαν του, ας κάμη ό,τι ορίση». Επήγε λοιπόν ο Αριώχ και εδεήθη του βασιλέως, όστις ώρισε να παύσουν από τον φόνον μέχρι της αύριον. Τότε ο Προφήτης έκαμε δέησιν προς τον Θεόν ολονύκτιον μετά των Τριών Παίδων· και ο Θεός, δια να θαυμαστώση τους δούλους του, του απεκάλυψε το όραμα του βασιλέως· το δε πρωϊ, ως ανέτειλεν η ημέρα, παρεκάλεσε πάλιν τον Αριώχ να τον υπάγη έμπροσθεν του βασιλέως, δια να του είπη το όραμά του και την εξήγησίν του. Ως δε επήγεν ο Δανιήλ ενώπιον του βασιλέως, είπε προς αυτόν· «Μη νομίσης, ω βασιλεύ, ότι από σοφίαν ανθρωπίνην εγνώρισα εγώ το όραμά σου· διότι εδώ είναι και άλλοι σοφώτεροι από εμέ· αλλ΄ ο Θεός, όστις είναι εν τω ουρανώ, Αυτός αποκαλύπτει μυστήρια. Αυτός έδειξε και προς την βασιλείαν σου τι μέλλει να γίνη εις τους εσχάτους καιρούς, είναι δε το όραμα το οποίον έδειξεν ο Θεός εις την βασιλείαν σου το εξής: Συ, βασιλεύς, κοιτόμενος εις την κλίνην σου, διελογίζεσο τι μέλλει γενέσθαι κατά τας εσχάτας ημέρας, και ο Θεός σού έδειξε τούτο το όραμα. Έβλεπες ότι ήτο μία εικών μεγάλη, της οποίας η όψις ήτο υψηλή κατά πολλά και φοβερά· η κεφαλή της ήτο από χρυσίον καθαρόν, αι χείρες της και το στήθος της ήσαν αργυρά, η κοιλία της και οι μηροί της ήσαν χάλκινοι, αι κνήμαι των ποδών της ήσαν σιδηραί· οι δε πόδες μέρος μεν ήσαν σιδηροί, μέρος δε ήτο οστράκινον. Θεωρών λοιπόν την εικόνα εκείνην, είδες, ω βασιλεύς, ως να εκόπη Λίθος εκ του Όρους, δίχως χειρός ανθρώπου, και εκτύπησε την εικόνα εκείνην εις τους πόδας τους σιδηρούς και οστρακίνους· τότε ελεπτύνθη το όστρακον, ο σίδηρος, ο χαλκός, ο άργυρος, ο χρυσός, και έγιναν ως κονιορτός από άλωνος θερινής, και ο άνεμος διεσκόρπισε τον κονιορτόν εκείνον, τόσον ώστε δεν εφάνη πλέον ο τόπος αυτών· ο Λίθος δε εκείνος, όστις εκτύπησε την εικόνα, έγινεν Όρος μέγα κα εσκέπασεν όλην την γην. Αυτό είναι το ενύπνιόν σου, ω βασιλεύς· να σου είπω δε τώρα και την εξήγησίν του. Η χρυσή κεφαλή είναι η βασιλεία σου, αι δύο χείρες αι αργυραί και το στήθος είναι η βασιλεία των Περσών και των Μήδων, οίτινες θέλουν έλθει κατόπιν από σε, η βασιλεία δε αύτη θέλει είναι πτωχοτέρα από την ιδικήν σου, καθώς και το αργύριον είναι κατώτερον από τον χρυσόν· η κοιλία και οι μηροί οι χάλκινοι είναι η μετά την βασιλείαν των Περσών μέλλουσα να έλθη βασιλεία των Ελλήνων, την οποίαν θέλει αυξήσει ο βασιλεύς Αλέξανδρος, φονεύων τον βασιλέα της Περσίας Δαρείον· μετά δε ταύτην θέλει έλθει η βασιλεία των Ρωμαίων, ήτις θέλει είναι ισχυροτέρα από τας άλλας βασιλείας, καθώς και ο σίδηρος είναι δυνατώτερος από τον χαλκόν και τον άργυρον και τον χρυσόν. Το δε διατί οι πόδες ήσαν μέρος μεν σιδηροί, μέρος δε οστράκινοι, δηλοί, ότι πολλά μεν έθνη θα είναι κατά τον καιρόν εκείνον μεμιγμένα εις τον κόσμον, όμως αυτά θα έχουν διαφόρους θρησκείας, και δεν θα πιστεύουν όλοι εις ένα Θεόν, αλλά θα είναι απ΄ αλλήλων κεχωρισμένοι κατά την πίστιν, καθώς και ο σίδηρος, όταν αναλύση, δεν ενούται με το όστρακον. Κατά δε τας ημέρας εκείνας της τελευταίας βασιλείας θέλει αναστήσει ο Θεός του ουρανού Βασιλείαν, η οποία δεν θέλει διαφθαρή εις τον αιώνα και τέλος δεν θα έχη». Τούτο δε έλεγεν ο Προφήτης, σημαίνων την επ΄ εσχάτων των χρόνων Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του αχειροτμήτου Λίθου, η οποία εγένετο εκ του Όρους του νοητού, ήτοι της Παρθένου, άνευ θελήματος ανδρός.                           Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έπεσεν επί πρόσωπον και προσεκύνησε τον Δανιήλ, και είπεν· «Αληθώς ο Θεός τον οποίον συ προσκυνείς, αυτός είναι ο Θεός, όστις αποκαλύπτει κρύφια μυστήρια». Δώσας δε μεγάλα χαρίσματα εις τον Προφήτην, τον κατέστησε πρώτον επάνω εις τους λογιστάς της βασιλείας του. Ο δε Δανιήλ παρεκάλεσε τον βασιλέα και ετίμησε και τους Τρεις Παίδας τους συγγενείς του, και τους έκαμεν άρχοντας εις τας πόλεις και επαρχίας, αυτόν δε τον έκαμεν άρχοντα εις την αυλήν του βασιλέως. Κατά δε το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του εποίησεν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ εικόνα χρυσήν, κατά το ομοίωμα του προσώπου αυτού, της οποίας το ύψος ήτο πήχεις εξήκοντα και το πλάτος αυτής πήχεις εξ· έστησε δε την εικόνα αυτήν πλησίον της Βαβυλώνος, εις πεδιάδα λεγομένην Δεειρά, και απέστειλεν ορισμόν να συναχθώσιν όλοι οι άρχοντες των υπ΄ αυτόν εθνών, οι στρατηγοί, οι τοπάρχαι, οι διοικηταί, οι τύραννοι και οι εξουσιασταί και να έλθουν εις τα εγκαίνια της εικόνος. Κατά τον ορισμόν λοιπόν του βασιλέως συνήχθησαν όλοι, εστάθη δε τότε ο κήρυξ του βασιλέως και είπε· «Προς σας λέγω, λαοί, φυλαί και γλώσσαι, ότι εις οίαν ώραν ακούσητε την σάλπιγγα και τα άλλα μουσικά όργανα, όλοι να πέσετε να προσκυνήσετε την εικόνα του βασιλέως· διότι όποιος δεν την προσκυνήση, θέλει ριφθή εις την κάμινον του πυρός την εκεί πλησίον κατακαιομένην». Οι δε διάφοροι λαοί και αι διάφοροι φυλαί και γλώσσαι, όταν ήκουσαν την σάλπιγγα, όλοι πεσόντες προσεκύνησαν την εικόνα του βασιλέως, οι δε Τρεις Παίδες και ο Δανιήλ ο Προφήτης δεν έπεσον να προσκυνήσωσι την εικόνα. Τότε επήγαν άνδρες τινές Χαλδαίοι και διέβαλον αυτούς εις τον βασιλέα, λέγοντες· «Βασιλεύ, να ζης εις τους αιώνας· συ έθηκας δόγμα, ότι πας άνθρωπος, όστις ακούση της φωνής της σάλπιγγος και των άλλων μουσικών οργάνων και δεν πέση να προσκυνήση την εικόνα σου, κατ΄ αυτήν ταύτην την ώραν να βληθή εις την κάμινον του πυρός· είναι όμως άνδρες τινές Ιουδαίοι, τους οποίους τους ετίμησεν η βασιλεία σου, αλλ΄ αυτοί δεν έπεσαν να προσκυνήσουν την εικόνα σου».  Τότε ο βασιλεύς θυμωθείς ώρισε να φέρωσιν έμπροσθέν του τους Σεδράχ, Μισάχ και Αδβεναγώ· και λέγει προς αυτούς· «Αληθώς σεις δεν εφοβήθητε τον ορισμόν μου, να προσκυνήσετε την εικόνα μου και να λατρεύσετε τους θεούς μου; Δεν βλέπετε, τουλάχιστον, την κάμινον και δεν σκέπτεσθε ότι θέλετε βληθή εις αυτήν; Ποίος Θεός είναι εκείνος, όστις θέλει σάς σώσει από τας χείρας μου»; Απεκρίθησαν οι Τρεις Παίδες και του λέγουν· «Δεν έχομεν ανάγκην, ω βασιλεύ, να κρυφθώμεν εις αυτό από σε, διότι ο Θεός εις τον ουρανόν είναι τόσον φοβερός και δυνατός, ώστε δύναται να μας σώση από τας χείρας σου· αυτόν δε τον Θεόν ημείς προσκυνούμεν». Τότε ο βασιλεύς, θυμωθείς περισσώς, ώρισε να καύσουν την κάμινον εκείνην επτά φοράς περισσότερον από ό,τι εκαίετο· επρόσταξε δε και άνδρας δυνατούς να δέσουν τους Τρεις Παίδας, καθώς ήσαν ενδεδυμένοι με τα ενδύματά των, και να τους ρίψουν εις την κάμινον. Παρευθύς λοιπόν έγινεν ο ορισμός του βασιλέως και εβλήθησαν οι Τρεις Παίδες εις το μέσον της καμίνου. Αλλά ο Θεός, εις τον οποίον είχαν επιρρίψει τας ελπίδας των ούτοι οι ευλογημένοι Παίδες, δεν τους άφησε να απολεσθώσι μέχρι τέλους, αλλ΄ έστειλε τον Άγγελον αυτού, όστις εξετίναξε την φλόγα της καμίνου, και μετέβαλεν εις δρόσον το πυρ· και τους μεν Παίδας λύσας από τα δεσμά εφύλαξεν ακεραίους, τους δε περιεστώτας Χαλδαίους κατέκαυσε, δια να δείξη, ότι το αυτό πυρ και καίει και δροσίζει· διότι τους μεν Χαλδαίους και υπηρέτας κατέκαυσε, τους δε Παίδας εδρόσισε. Τότε οι Τρείς Παίδες ύμνουν και εδοξολόγουν τον Θεόν εν τη καμίνω λέγοντες· «Ευλογητός ει Κύριε ο Θεός των Πατέρων ημών, και αινετόν και δεδοξασμένον το όνομά σου εις τους αιώνας» (Δαν. γ΄ Προσ. 2) και τα λοιπά της ωδής. Ο δε βασιλεύς, ακούσας αυτούς να υμνώσι τον Θεόν, άμα δε βλέπων και τον Άγγελον, και νομίζων ότι έβαλαν και τον Προφήτην Δανιήλ, είπε προς τους άρχοντας αυτού· «Δεν επρόσταξα να βάλετε εις την κάμινον τρεις άνδρας; Διατί τώρα φαίνονται τέσσαρες, του δε τετάρτου η μορφή διατί είναι φοβερά και εξηλλαγμένη παντελώς»; Οι δε άρχοντες, μη βλέποντες τον Άγγελον, εθαύμαζον εις τους λόγους του βασιλέως. Τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς και τους εξέβαλον από την κάμινον· όταν δε εξήλθον απ΄ αυτής, έπεσεν ο βασιλεύς και προσεκύνησεν αυτούς λέγων· «Αληθώς ο Θεός, τον οποίον σεις προσκυνείτε, αυτός είναι Θεός ισχυρός». Ακολούθως δε ώρισεν, όπως εις τους τόπους της βασιλείας του προσκυνούν όλοι τον Θεόν των Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, αυτοί δε να είναι εξουσιασταί των Ιουδαίων, οίτινες ευρίσκοντο εις την Βαβυλώνα υπό την βασιλείαν του.                                                                                            
Δεν παρήλθε πολύς καιρός, και πάλιν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ είδεν άλλο όραμα φοβερόν· εκάλεσε λοιπόν τον Προφήτην Δανιήλ και του λέγει· «Εγνώρισα ότι δεν ευρίσκεται άλλος σοφώτερός σου κατά την σήμερον ημέραν, όστις να διαλύη τα οράματα· λοιπόν να μου εξηγήσης και τούτο το όραμα τι δηλοί· εγώ έβλεπα ότι ήτο εν δένδρον υψηλόν κατά πολλά, το οποίον έφθανεν έως τον ουρανόν, και το πλάτος του εσκέπαζεν όλην την γην· κάτωθεν αυτού κατώκουν τα θηρία της γης και εις τους κλώνους του εκάθηντο τα πετεινά του ουρανού· απ΄ αυτό διετρέφοντο όλα τα ζώντα πράγματα. Ενώ δε εγώ έβλεπον εκείνο το δένδρον, ιδού ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπεν· «Εκκόψατε το δένδρον αυτό, και συντρίψατε τους κλώνους του, εκτινάξατε τα φύλλα του και διασκορπίσατε τον καρπόν του, ας τρομάξουν τα θηρία, τα οποία είναι υποκάτωθεν αυτού, και ας φύγουν τα όρνεα από τους κλώνους του· πλην την ρίζαν τού δένδρου αφήσατε εις την γην. Τούτο είναι το όραμά μου». Τότε ο Δανιήλ, ως ήκουσεν, εστάθη επί πολύ σκεπτικός, διότι ο λογισμός του διεταράσσετο με το πώς να αποκριθή εις τον βασιλέα· μετά δε ώραν ικανήν, λέγει προς αυτόν· «Το όραμά σου, ω βασιλεύ, να εκπληρωθή εις τους μισούντάς σε και η εξήγησίς του να στραφή προς τους εχθρούς σου. Το δένδρον το μέγα και υψηλόν συ είσαι, ω βασιλεύ, όστις θα υπερυψωθής υπέρ πάντας τους βασιλείς της γης, διότι όλοι είναι υπό την εξουσίαν σου· πλην, δια το να υπερηφανευθής, θέλεις απολέσει την βασιλείαν σου, και θέλεις γίνει ώσπερ ζώον άλογον, να τρώγης χόρτον της γης και ούτω θέλεις διέλθει επτά καιρούς. Μετά δε ταύτα θέλεις έλθει και πάλιν εις την προτέραν σου τάξιν, καθώς ήκουσες, ότι είπεν ο Άγγελος, αφήσατε την ρίζαν του δένδρου. Η δε γνώμη μου, αν σου αρέση, βασιλεύ, είναι να ποιήσης ελεημοσύνην δια να απαλείψης τας πολλάς σου ανομίας και αδικίας, ίνα ο Θεός μακροθυμήση επί σε». Ταύτα δε τα οποία είπεν ο Προφήτης ετελειώθησαν έως τέλους· διότι περιεπλανήθη εις την ερημίαν ο βασιλεύς επτά καιρούς, διατρίψας ως ζώον άγριον, μετά δε ταύτα πάλιν επανήλθεν εις την βασιλείαν, βασιλεύσας δε τεσσαράκοντα τρία όλα έτη ετελεύτησε. Μετά τον θάνατον του Ναβουχοδονόσορος εβασίλευσεν ο υιός αυτού, Ευϊλμερωδάχ λεγόμενος, έτη δεκαοκτώ, και τούτου αποθανόντος εβασίλευσεν ο υιός αυτού έτη τεσσαράκοντα, ο οποίος, ως γράφει ο Φλάβιος Ιώσηπος, ωνομάζετο Νιγλίσαρος. Μετά δε τον θάνατον τούτου εβασίλευσεν ο υιός του, Βαλτάσαρ ονόματι, εις του οποίου τας ημέρας συνέβη το εξής παράδοξον. Εν μια των ημερών ηθέλησεν ούτος να φιλεύση τους φίλους του και τους άρχοντας του παλατίου του· εκεί λοιπόν εις την τράπεζαν προσέταξε να φέρωσι τα σκεύη τα χρυσά και τα αργυρά (όσα έφερεν ο προπάππος του ο Ναβουχοδονόσορ από τον ναόν της Ιερουσαλήμ, και είχε προσηλώσει εις τους ναούς των θεών αυτού), να πίωσι με εκείνα οι φίλοι και αι παλλακίδες του βασιλέως, πίνοντες δε, τους μεν θεούς τους ξυλίνους και πηλίνους κι αργυρούς και χρυσούς, τα ποιήματα των ανθρώπων, ετιμούσαν και εδόξαζον, τον δε Θεόν, τον εξουσιαστήν παντός του κόσμου, εβλασφημούσαν και ύβριζον. Εν μέσω λοιπόν του τόπου εκείνου είδεν ο βασιλεύς, ως χείρα ανθρώπου, ήτις εφάνη από τον τοίχον της οικίας εις την οποίαν εκάθητο, και έγραψε γράμματα, τα οποία έλεγον ούτω κατά την γλώσσαν των Εβραίων: «Μανή, Θεκέλ, Φάρες». Ως δε είδε την όρασιν ταύτην, εφοβήθη πολύ, από δε τον φόβον του ήλλαξεν η όψις τού προσώπου του, και δεν ηδύνατο πλέον να υπομείνη. Τότε προσέταξε να έλθουν οι μάγοι και οι σοφοί των Χαλδαίων, οι ονειροκρίται και οι σημειολύται, να εξηγήσουν  τα γράμματα εκείνα· αλλά κανείς δεν ηδυνήθη να είπη την λύσιν των. Τρέμοντος λοιπόν του βασιλέως, και φοβουμένου δια την θεωρίαν την οποίαν είδε, του λέγει η μήτηρ του· «Μη φοβήσαι και δειλιάζης, τέκνον, διότι εδώ ευρίσκεται άνθρωπός τις Εβραίος, από τους αιχμαλώτους της Ιουδαίας, τους οποίους έφερεν ο προπάππος σου, ο οποίος είναι ικανός να σου εξηγήση τα γράμματα ταύτα· διότι και εις τον καιρόν εκείνου, καθώς το έχομεν ακοήν, πολλά όνειρα διέλυσε και ετελειώθησαν καθώς είπε». Τότε ο βασιλεύς έστειλε και έφεραν τον Δανιήλ, είπε δε προς αυτόν· «Οι μάγοι και οι σοφοί των Χαλδαίων δεν ηδυνήθησαν να εξηγήσουν τα γράμματα αυτά· εάν λοιπόν τα εύρης συ, θα σε ενδύσω κόκκινον φόρεμα, καθώς φορώ και εγώ, θα βάλω εις τον λαιμόν σου μανιάκην χρυσούν και θα σε καταστήσω τρίτον άρχοντα της βασιλείας μου». Του λέγει ο Προφήτης· «Τα δωρήματά σου, βασιλεύ, δος τα εις όποιον αγαπάς, εγώ δε δίχως δώρα θα σου εξηγήσω τα γράμματα. Ο Θεός ο ύψιστος έδωκεν εις τον προπάππον σου Ναβουχοδονόσορα την τιμήν και την εξουσίαν, και τον έτρεμεν ο κόσμος· όταν δε υψώθη η καρδία του και υπερηφανεύθη κατά του Θεού, ήρθη και η τιμή του, και αυτός ετρέφετο με τα άγρια θηρία, δια να γνωρίση, ότι μόνος ο Θεός του ουρανού και της γης είναι ένδοξος και φοβερός. Και συ λοιπόν, ω βασιλεύς, δεν εταπείνωσας την καρδίαν σου ενώπιον του Θεού, αλλά έφερες τα ιερά σκεύη του αγίου ναού, και τα έδωκες εις τας παλλακίδας σου και εις τους φίλους σου δια να πίνουν με αυτά, τα οποία ήσαν αφιερωμένα εις τον Θεόν τον ύψιστον· και το χειρότερον, ότι δεν εδόξασες τον Θεόν, όστις έχει την εξουσίαν της πνοής πάντων των ζώντων, αλλά ετίμησας τα είδωλα τα κωφά και αναίσθητα, τα έργα των χειρών των ανθρώπων. Δια τούτο αυτός ο αληθής Θεός εβαρύνθη κατά σου, και έστειλε τον Άγγελον αυτού, και έγραψε τα γράμματα ταύτα, τα οποία δηλούσιν ούτως: Μανή, ήτοι εμέτρησεν ο Θεός την βασιλείαν σου, και την ετελείωσε. Θεκέλ, ήτοι την έβαλεν εις τον ζυγόν της Δικαιοσύνης, και ευρέθη υστερημένη. Φάρες, ήτοι θέλει διαμοιρασθή η βασιλεία σου εις Μήδους και Πέρσας· αυτή είναι η εξήγησις των γραμμάτων, ω βασιλεύς». Τότε ως ήκουσεν ο βασιλεύς τους λόγους τούτους, ελυπήθη μεν, πλην ώρισε και ενέδυσαν τον Δανιήλ με το βασιλικόν ένδυμα, έβαλε δε εις το στήθος του και τον χρυσούν μανιάκην· επρόσταξε δε να είναι τρίτος κατά σειράν άρχων της βασιλείας του. τούτο δε εποίησεν ο βασιλεύς, δεικνύων γνώμην καλοπροαίρετον, διότι το να έλθουν μεν τα κακά επ΄ αυτόν, όσα είπεν ο Προφήτης, εγνώρισεν, ότι δεν είναι από της εξουσίας αυτού, αλλά από του Θεού· το δε να τον τιμήση, καθώς υπεσχέθη, έβαλεν εις τον νουν του, ότι είναι αληθινού βασιλέως ιδίωμα. Αλλά ας έλθωμεν εις τα επίλοιπα της διηγήσεως. Κατά την νύκτα εκείνην εφονεύθη ο βασιλεύς Βαλτάσαρ, κατά τον λόγον του Προφήτου και Δαρείος ο Μήδος, ο υιός του Αστυάγου, παρέλαβε την βασιλείαν, ων τότε ετών εξήκοντα δύο (62), επήρε δε μετά των άλλων και τον Προφήτην Δανιήλ και τους Τρεις Παίδας και τους επήγεν εις την Μηδίαν. Εκεί τους μεν Τρεις Παίδας εποίησεν άρχοντας εις πόλεις και επαρχίας, τον δε Δανιήλ κατέστησε πρώτον λογιστήν των εισοδημάτων της βασιλείας του. Βλέποντες δε οι άλλοι λογισταί, ότι τον ετίμησεν ο βασιλεύς περισσότερον από αυτούς, τον εφθόνησαν και εζήτουν αιτίαν να τον κατηγορήσουν ενώπιον του βασιλέως. Επειδή όμως δεν εύρισκον τοιαύτην, διότι ήτο δίκαιος και αδωροδόκητος, ετεχνεύθησαν άλλην επιβουλήν, την οποίαν ακούσατε. Συνήθειαν είχεν ο Προφήτης ν αναβαίνη τρεις φοράς την ημέραν εις το ανώγειόν του και να υψώνη τας χείρας εις τον ουρανόν, να προσεύχηται. Οι δε φθονεροί εκείνοι λογισταί εβουλεύθησαν, δια την συνήθειάν του ταύτην, να εύρουν αιτίαν κατηγορίας· όθεν συναχθέντες, είπον προς τον βασιλέα· «Εφάνη καλόν, ω βασιλεύ, εις τους άρχοντας της βασιλείας σου, όπως επί τριάκοντα ημέρας μη ζητήση κανείς ουδεμίαν χάριν ούτε από Θεόν ούτε από ανθρώπους, ειμή μόνον από την βασιλείαν σου· και εάν ορίζης, κύρωσον το δόγμα τούτο, όστις δε παραβή τον ορισμόν σου αυτόν, ας τον ρίψωμεν εις τον λάκκον, εις τον οποίον διατρέφονται οι λέοντες». Ο βασιλεύς, μη γνωρίζων την δολεράν γνώμην αυτών, ούτε ότι δια τον Δανιήλ κατεργάζονται την πονηρίαν ταύτην, εκύρωσε το δόγμα εκείνο. Όλοι λοιπόν οι άλλοι άνθρωποι, ως πεπλανημένοι και ειδωλολάτραι, έπαυσαν από του να προσκυνούν τους θεούς αυτών, ο δε Προφήτης, κατά την συνήθειάν του, ανέβη και πάλιν εις το ανώγειόν του και θέσας τα γόνατά του κατά γης, προσηύχετο εις τον Θεόν. Τότε καιροφυλακτήσαντες οι κακομήχανοι εκείνοι λογισταί και ιδόντες αυτόν ούτω ποιούντα, προσήλθον προς τον βασιλέα και του λέγουν· «Συ, βασιλεύ, ώρισας να μη ζητήση τις ζήτημα, ούτε από τον Θεόν, ούτε από άνθρωπον, επί τριάκοντα ημέρας· και ιδού ο Δανιήλ ζητεί από τον Θεόν του τα ζητήματά του».Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς πολύ ελυπήθη δια τον Δανιήλ, πώς να τον θανατώση και εστάθη όλην την ημέραν αγωνιζόμενος με λόγους να τον ελευθερώση από τας χείρας των. Εκείνοι δε είπον· «Γνώριζε, βασιλεύ, ότι τώρα όπου εκάθισες εις την βασιλείαν, εάν δεν τηρήσης τον λόγον σου και δεν τελειώσης τον ορισμόν σου, πλέον κανείς από τον κοινόν λαόν δεν θέλει υπακούσει εις τον ορισμόν σου». Τότε αφ΄ ενός μεν εντραπείς ο βασιλεύς, αφ΄ ετέρου δε και ελπίζων, ότι τον Δανιήλ θέλει διαφυλάξει ο Θεός του, ώρισε να τον ρίψουν εις τον λάκκον· αφού δε έρριψαν εντός αυτού τον Προφήτην, ώρισε και έβαλαν λίθον μέγαν επάνω εις το στόμιον του λάκκου, εσφράγισαν δε τον λίθον με την σφραγίδα της βασιλείας του και των αρχόντων εκείνων και ούτω επήγεν εις το παλάτιόν του λυπούμενος δια τον Δανιήλ, τόσον ώστε κατά την νύκτα εκείνην έμεινεν άϋπνος. Την δε πρωϊαν ηγέρθη ο βασιλεύς, και επήγεν εις τον λάκκον να ίδη το αποτέλεσμα. Και όταν επλησίασεν εις τον λάκκον, λέγει προς τον Προφήτην Δανιήλ· «Δούλε του Θεού του υψίστου, άραγε ηδυνήθη ο Θεός σου να σε λυτρώση από τους λέοντας»; Απεκρίθη ο Προφήτης έσωθεν· «Βασιλεύ, να ζης εις τους αιώνας, ο Θεός μου απέστειλε τον Άγγελον αυτού και έφραξε τα στόματα των λεόντων και δεν εβλάβην». Ταύτα ακούοντες οι παρεστώτες έφριξαν και εθαύμαζον δια την του αληθινού Θεού του Δανιήλ δύναμιν. Τότε διέταξεν ο βασιλεύς και τον μεν Δανιήλ εξέβαλον από τον λάκκον, τους δε λογιστάς εκείνους, οίτινες τον διέβαλον, τους έρριψεν εντός του λάκκου, αυτούς, τας γυναίκας των και τα τέκνα των· και παρευθύς, πριν ακόμη φθάσουν εις το βάθος του κάκκου, τους ήρπασαν οι λέοντες και τους κατέφαγον. Τότε επληρώθη η αδικία αυτών εις τας κεφαλάς αυτών, μάλλον δε και περισσότερον αυτοί εβλάβησαν, διότι εκείνοι μεν έπασχον να θανατώσουν τον Προφήτην μόνον, αυτοί όμως εθανατώθησαν συν γυναιξί και τέκνοις. Έγραψε δε και ορισμόν ο βασιλεύς εις όλην την βασιλείαν, ότι πάντες ένα Θεόν να προσκυνώσι, τον Θεόν του Δανιήλ. Από τότε λοιπόν εγένετο επίσημος ο Δανιήλ εις την Μηδίαν και εις όλην την βασιλείαν του Δαρείου, ομοίως και οι Τρεις Παίδες, οι συγγενείς του Προφήτου. Αλλά ταύτα μεν περί τούτου· πρέπον δε είναι να είπωμεν, ως εν συντόμω, και δια τας οράσεις τας οποίας είδεν ο αυτός Προφήτης, ίνα μη γίνη ελλιπής ο λόγος μας.                                                     
Γράφει ο Προφήτης ούτος Δανιήλ εις το ζ΄ κεφάλαιον του Βιβλίου αυτού, ότι εις το πρώτον έτος της βασιλείας του βασιλέως Βαλτάσαρ είδε την εξής οπτασίαν· έπνεον εις την θάλασσαν οι τέσσαρες άνεμοι του ουρανού ο Σάνηρος από ανατολών, ο Ζέφυρος εκ δυσμών, ο Βορράς απ΄ άρκτου και ο Νότος από της μεσημβρίας· και ιδού εξήλθον από την θάλασσαν τέσσαρα θηρία μεγάλ, τα οποία ήσαν διαφορετικά το ένα από το άλλο· και το μεν ένα θηρίον ήτο ως λέων θηλυκός και είχε πτερά ως αετού, εντός ολίγης δε ώρας έπεσαν τα πτερά του και αυτό έλειψεν εκ του μέσου. Μετά δε ταύτα εφάνη πάλιν τούτο και είχε πόδας ανθρωπίνους και καρδίαν ανθρωπίνην. Το δε δεύτερον θηρίον ήτο όμοιον άρκτου, και εστάθη κατά μέρος· είχε δε και τρία πλευρά εις το στόμα του, ανά μέσον των οδόντων αυτού και φωνή ηκούετο, όπου έλεγε προς αυτό· «Εγείρου, φάγε σώματα πολλά» (Δανιήλ ζ: 5). Το τρίτον θηρίον ήτο ως πάρδαλις πλουμιστή και είχε τέσσαρα πτερά επάνω του και τέσσαρας κεφαλάς και μεγάλη εξουσία εδόθη εις αυτό. Το δε τέταρτον θηρίον ήτο κατά πολλά φοβερόν και παράδοξον και δυνατόν πολύ, οι οδόντες του ήσαν σιδηροί και μεγάλοι και έτρωγε δι΄ αυτών τα επίλοιπα και τα κατεπάτει με τους πόδας του· διέφερε δε κατά πολύ από τα άλλα θηρία τα προ αυτού εμφανισθέντα· είχε δε τούτο και δέκα κέρατα εις την κεφαλήν του, μεταξύ των οποίων εφύτρωσεν άλλο κέρατον μικρόν και εξερρίζωσε τρία κέρατα από τα άλλα, είχε δε το μικρόν εκείνο κέρας οφθαλμούς ως ανθρώπου και στόμα ανθρώπινον, το οποίον ωμίλει λόγους υπερηφάνους και έκαμε πόλεμον κατά των Αγίων. Μετά ταύτα, αφού έλειψαν τα τέσσαρα αυτά θηρία και ηφανίσθησαν, τότε οι Άγγελοι του Θεού έβαλον θρόνους και εκάθησεν ο Παλαιός των ημερών, του οποίου το φόρεμα ήτο λευκόν ως χιών και αι τρίχες της κεφαλής του ήσαν ως μαλλίον λευκόν και καθαρόν. Ο θρόνος του ήτο ως φλοξ πυρός και οι τροχοί του θρόνου του ήσαν ως το πυρ, όταν καίη. Έμπροσθεν δε του θρόνου αυτού έτρεχε ποταμός πύρινος και χιλιάδες Αρχαγγέλων και μυριάδες Αγγέλων παρίσταντο ενώπιον αυτού μετά φόβου και τρόμου. Τότε έγινε κρίσις και ήνοιξαν τα βιβλία· έφεραν δε το θηρίον εκείνο, το οποίον ελάλει τους πολλούς και υπερηφάνους λόγους και το εφόνευσαν, το δε σώμα του εδόθη εις καύσιν πυρός· και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού ήλθεν ως άνθρωπος και έφθασεν έως του Παλαιού των ημερών και εδόθη εις αυτόν η αρχή και η τιμή και η Βασιλεία και πάντες οι λαοί, αι φυλαί και αι γλώσσαι θέλουν δουλεύσει εις αυτόν και οι εξουσία αυτού είναι εξουσία αιώνιος, η οποία δεν θέλει παραλλάξει ουδέποτε και η Βασιλεία αυτού δεν θέλει απολεσθή ποτέ». Ταύτα μεν είδεν ο Προφήτης, γενόμενος εν εκστάσει. Τι δε εδηλοποίει η όρασις αύτη, ακούσατε. Το μεν πρώτον θηρίον, το οποίον ητο ως λέαινα, εσήμαινε την βασιλείαν των Βαβυλωνίων, τουτέστιν αυτόν τον Ναβουχοδονόσορα. Το δε ότι είχε πτερά ως αετού, δηλοί ότι είχεν εξουσίαν μεγάλην εις πάσαν την γην· διότι όπως ο λέων είναι βασιλεύς εις όλα τα θηρία, ούτω και ο αετός είναι βασιλεύς εις όλα τα πετεινά· το δε ότι έπεσαν τα πτερά του και αυτό έλειψεν από την μέσην σημαίνει ότι, καθώς προείπον, ο Ναβουχοδονόσορ απώλεσε την βασιλείαν του και ήτο διατρεφόμενος με τα άγρια θηρία επτά καιρούς. Ότι δε πάλιν εφάνη η λέαινα και είχε πόδας ανθρώπου και καρδίαν ανθρωπίνην εδηλοποίει, ότι ο Ναβουχοδονόσορ, μετά τους επτά καιρούς, εγένετο πάλιν άνθρωπος και έλαβε και πάλιν την βασιλείαν του.                                                                                                                
Το δε δεύτερον θηρίον, το οποίον ήτο ως άρκτος, εσήμαινε την βασιλείαν του Δαρείου, περί του οποίου είπον, ότι έλαβε την βασιλείαν από της χειρός του Βαλτάσαρ. Το δε ότι εστάθη κατά μέρος, δηλοί ότι ο Δαρείος δεν είχε το βασίλειόν του εις την Νινευϊ, τουτέστι την Βαβυλώνα, καθώς το είχαν οι βασιλείς των Χαλδαίων, ο Ναβουχοδονόσορ και οι υιοί αυτού και οι έγγονοι αυτού, αλλά το είχε μακράν της Βαβυλώνος εις την Μηδίαν, εις πόλιν λεγομένην Εκβάτανα. Το δε ότι είχε τρία πλευρά εις το στόμα του, σημαίνει ότι, αφού κατελύθη η βασιλεία των Χαλδαίων, οίτινες ήσαν εν γένος, διεμοιράσθη αυτή εις τρία γένη, εις τους Μήδους, εις τους Πέρσας και εις τους Ασσυρίους· και Μήδος μεν ήτο ο Δαρείος, Πέρσης δε ήτο ο Κύρος, όστις εβασίλευσε μετά τον Δαρείον, Ασσύριος δε ήτο ο Σαρδανάπαλος, τον οποίον εφόνευσεν ο Αρβάκης. Το δε ότι έλεγον: «Εγείρου, φάγε σάρκας ανθρώπων», δηλοί ότι πολλαί αλληλοφονίαι και πολλοί πόλεμοι έγιναν εις τον καιρόν τούτων των βασιλέων. Το δε τρίτον θηρίον, το οποίον ήτο ως πάρδαλις, εδηλοποίει την βασιλείαν των Ελλήνων, τουτέστι τον Μακεδόνα Αλέξανδρον· διότι αυτός εφόνευσε τον Δαρείον τον Πέρσην και μετέθεσε την βασιλείαν από τους Πέρσας εις το γένος των Ελλήνων. Όταν δε ακούετε Δαρείον, μη συγχίζεσθε εις τα ονόματα, διότι εις τους χρονογράφους τρεις βασιλείς ευρίσκομεν Δαρείους λεγομένους· και ένας μεν ήτο ο Μήδος Δαρείος, περί του οποίου προείπομεν, ότι κατέλυσε την βασιλείαν των Βαβυλωνίων· δεύτερος ήτο άλλος Δαρείος, ο οποίος εγέννησε τον βασιλέα Ξέρξην, τον μέγαν και θαυμαστόν, περί του οποίου λέγουν, ότι εγεφύρωσε την θάλασσαν εις τα κάτω νεόκαστρα του Ελλησπόντου και έκαμε και το Άγιον Όρος νήσον· τρίτος Δαρείος είναι εκείνος, τον οποίον εφόνευσεν ο βασιλεύς Αλάξανδρος, ο υιός του Μακεδόνος Φιλίππου κα της Ολυμπιάδος. Το δε ότι η πάρδαλις αυτή ήτο πλουμιστή, σημαίνει ότι ο Αλέξανδρος ούτος ήτο πολύβουλος και πολύτροπος και εκυρίευσεν έθνη πολλά και διάφορα εις τας θρησκείας· τα δε τέσσαρα πτερά, τα οποία είχεν επάνω της, και αι τέσσαρες κεφαλαί, δηλούσιν, ότι μετά τον θάνατον του Αλεξάνδρου τέσσαρες βασιλείς διεμοιράσθησαν την βασιλείαν του, καθώς διηγείται η ιστορία του βασιλέως Αλεξάνδρου· πρώτος ο Αντίγονος, δεύτερος ο Αντίπατρος, τρίτος ο Πτολεμαίος και τέταρτος ο Αντίοχος. Το δε τέταρτον θηρίον, το οποίον ήτο κατά πολλά φοβερόν και δυνατώτερον από τα άλλα, προεσήμαινε την βασιλείαν των Ρωμαίων, δηλαδή τον Καίσαρα Αύγουστον, διότι την βασιλείαν των Ελλήνων την εκληρονόμησαν κατόπιν οι Ρωμαίοι. Ότι δε είχε δέκα κέρατα εις την κεφαλήν του και ανάμεσα εις εκείνα εφύτρωσεν άλλο μικρόν κέρας και εξερρίζωσε τρία μεγάλα κέρατα και ότι αυτό είχε στόμα ανθρώπου και εβλασφήμει κατά του Θεού, δηλοί ότι εν τω μέσω των βασιλειών δέκα εθνών, ήτοι των Ρωμαίων, των Ισπανών, των Λιβύων, των Αλαμανών (Γερμανών), των Ελλήνων, των Χριστιανών, των Τούρκων, των Περσών, των Λέχων και των Ρώσων, θέλει γεννηθή ο Αντίχριστος, όστις θα χαλάση τρεις βασιλείας απ΄ αυτάς και θα βασιλεύση αυτός, δια να πλανήση τον κόσμον, να τον πιστεύσουν ως θεόν. Τον δε Προφήτην Ηλίαν και τον Ενώχ και όσους δεν τον προσκυνήσωσι, θα τους φονεύση, καθώς το διηγείται και ο Θεολόγος Ιωάννης πλέον λεπτομερέστερον εις την Αποκάλυψίν του. Τα δε επίλοιπα της οπτασίας του Προφήτου, ευλογημένοι Χριστανοί, ως φανερά και εις τους ιδιώτας, δεν είναι ανάγκη να τα εξηγήσω, διότι σημαίνουν την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη πάσας τας φυλάς και γλώσσας, και ότι εις μεν τους δικαίους θέλει δώσει την ατελεύτητον Βασιλείαν, τους δε αμαρτωλούς θέλει πάρει ο πύρινος ποταμός· αύτη είναι η πρώτη όρασις του Δανιήλ. Δευτέρα όρασις του Προφήτου Δανιήλ είναι εκείνη την οποίαν είδε κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του αυτού βασιλέως Βαλτάσαρ και η οποία είναι μεν πολυποίκιλος, πλην ως εν συντόμω ακούσατε και αυτήν και την εξήγησιν αυτής. Εις την πόλιν Σούσα είδε, λέγει, ο Προφήτης ως κριόν, ιστάμενον εις τον ποταμόν της Περσίας Ουβάλ, είχε δε ούτος δύο κέρατα υψηλά, το ένα δε κέρατον εκ των δύο ήτο υψηλότερον από το άλλο· και με αυτό εκεράτιζε τα τέσσαρα μέρη της γης, ήτοι Ανατολήν, Δύσιν, Άρκτον και Μεσημβρίαν, κανένα δε άλλο θηρίον δεν ηδύνατο να σταθή έμπροσθεν αυτού, διότι τούτο είχε μεγάλην εξουσίαν και δύναμιν. Μετά ταύτα εφάνη εις τράγος, όστις είχεν ένα κέρατον μόνον ανάμεσα των δύο οφθαλμών, ο οποίος ήλθεν έως εκεί όπου ίστατο ο κριός και ηγριώθη πολύ κατ΄ αυτού, με το ένα δε κέρατον, που είχε, συνέτριψε τα δύο κέρατα του κριού και συνεπάτησεν αυτόν υπό τους πόδας του, χωρίς να δυνηθή κανείς να τον ελευθερώση· ο δε τράγος εκείνος έγινε μέγας και θαυμαστός κατά πολλά. Μετά ταύτα συνετρίβη εκείνο το ένα κέρας και εφύτρωσαν από την κεφαλήν αυτού άλλα τέσσαρα κέρατα· από δε το ένα κέρας, εκ των τεσσάρων εκείνων, έγινεν άλλο κέρας κατά πολύ ισχυρόν και εμεγάλωσε τόσον, ώστε ηπλώθη προς τον Νότον και την Ανατολήν. Από εκείνο το κέρας έπαυσαν αι Εβραϊκαί θυσίαι και ο ναός της Ιερουσαλήμ ηρημώθη. Αύτη λοιπόν είναι η όρασις, τι δε δηλοί και αυτή, ακούσατε. Κριός μεν ισχυρός ήτο η βασιλεία των Περσών και των Μήδων, δύο δε κέρατα ήσαν ο Δαρείος, και εις έτερος βασιλεύς ονόματι Πώρος· υψηλότερος δε εις την τιμήν και μεγαλύτερος εις την βασιλείαν ήτο ο Δαρείος, όστις εξουσίαζε κόσμον πολύν. Ύστερον ήλθεν ο Αλέξανδρος, ο μονογενής υιός του Φιλίππου και μονοκράτωρ των Ελλήνων, όστις φονεύσας τον Πώρον και τον Δαρείον, επήρε την βασιλείαν των. Μετά ταύτα ο μεν μονοκράτωρ Αλέξανδρος απέθανε δηλητηριασθείς υπό των ανθρώπων του, αφού εβασίλευσεν έτη δώδεκα. Τέσσαρες δε άλλοι βασιλείς, τους οποίους ανεφέραμεν εις την πρώτην όρασιν, διεμοιράσθησαν την βασιλείαν αυτού. Από δε την γενεάν του τετάρτου βασιλέως ντιόχου εγεννήθη άλλος βασιλεύς Αντίοχος, ο λεγόμενος Επιφανής, ο οποίος ηρήμωσε την Ιερουσαλήμ, ηφάνισε τον ναόν και έπαυσε τας Εβραϊκάς θυσίας επί τρία έτη, καθώς δύναται να το μάθη έκαστος βουλόμενος από τον πρώτον τόμον των Μακκαβαίων.                           
Είδε και τρίτην οπτασίαν ο Προφήτης Δανιήλ εις το πρώτον έτος της βασιλείας Δαρείου του Μήδου, του υιού Αστυάγους και Ασουήρ λεγομένου· η δε όρασις εκείνη εφανέρωσεν ότι μετά τετρακόσια ενενήκοντα έτη θέλει γεννηθή ο Άγιος των Αγίων, ο Ιησούς Χριστός, εκ της Παρθένου Μαρίας, και ότι τότε θέλει παύσει τελείως πάσα θυσία των Εβραίων και ότι θέλουσιν ερημωθή τα Ιεροσόλυμα και πλέον οι Εβραίοι δεν θέλουσιν έχει ούτε βασιλέα ούτε τόπον να θυσιάσουν, όπερ ετελειώθη μετά ταύτα, καθώς είπεν ο Προφήτης, εις τον καιρόν του βασιλέως Αδριανού, του επονομαζομένου Αιλίου· διότι αυτός ηρήμωσε τελείως τα Ιεροσόλυμα και έστησε και είδωλον ιδικόν του εις την ωραίαν πύλην του Ιερού, επωνόμασε δε και την Ιερουσαλήμ Αιλίαν. Τούτο βεβαιώνει και ο ίδιος ο Χριστός εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, εις το εικοστόν τέταρτον κεφάλαιον, λέγων· «Όταν ουν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως, το ρηθέν δια Δανιήλ του Προφήτου, εστώς εν τόπω αγίω» (Ματθ. κδ: 15), και τα λοιπά. Βδέλυγμα δε της ερημώσεως το είδωλον του καίσαρος Αδριανού ονομάζει ο Χριστός, το οποίον έστησε τότε αυτός εκεί, ερημωθείσης της Ιερουσαλήμ. Μετά τον θάνατον του βασιλέως Δαρείου του Μήδου, εβασίλευσε Κύρος ο Πέρσης, ο οποίος είχεν εις μεγάλην τιμήν τον Προφήτην Δανιήλ, τόσον ώστε δεν τον άφηνε να λείπη παντελώς από την τράπεζάν του. Ούτος είχε το βασίλειόν του εις την Βαβυλώνα· οι δε Βαβυλώνιοι τον καιρόν εκείνον είχον είδωλον μέγα, το οποίον προσεκύνουν ως θεόν· τούτο δε εκείνοι μεν ωνόμαζον κατά την γλώσσαν των Βηλ, οι δε Εβραίοι το εκάλουν Βάαλ, και οι Έλληνες Δία. Εις αυτό λοιπόν το είδωλον εξωδεύοντο από τον βασιλικόν πλούτον καθ΄ εκάστην ημέραν σιμιγδάλεως κοιλά δώδεκα, πρόβατα τεσσαράκοντα, και οίνου μέτρα εξ, τα οποία έθετον έμπροσθεν του ειδώλου εκείνου, και την πρωϊαν δεν ευρίσκετο τίποτε, οι δε πεπλανημένοι άνθρωποι ενόμιζον, ότι τα τρώγει ο θεός των ο Βήλ. Ο μεν λοιπόν βασιλεύς Κύρος επήγαινε και προσεκύνει αυτόν ως θεόν· επειδή δε ο Προφήτης Δανιήλ δεν ήθελε να τον προσκυνήση, λέγει προς αυτόν ημέραν τινά ο βασιλεύς· «Διατί δεν προσκυνείς τον Βηλ»; Απεκρίθη ο Προφήτης· «Δεν προσκυνώ εγώ, βασιλεύ, είδωλα χειροποίητα, αλλά τον Θεόν τον ζώντα, τον κτίσαντα τον ουρανόν και την γην, ο οποίος έχει εξουσίαν πάσης πνοής». Του λέγει ο βασιλεύς· «Δεν σου φαίνεται θεός ζων ο Βηλ; Δεν βλέπεις πόσα τρώγει και πίνει καθ΄ εκάστην ημέραν»; Ο δε Δανιήλ γελάσας είπε· «Μη πλανάσαι, βασιλεύ· αυτός εσωτερικώς μεν είναι πηλός, εξωτερικώς δε χαλκός· πως λοιπόν δύναται να φάγη τοσαύτας τροφάς»;                                                          Τότε θυμωθείς ο βασιλεύς εκάλεσε τους ιερείς και τους υπηρέτας του ναού και τους είπε· «Να μοι είπητε ποίος τρώγει τα τόσα φαγητά, τα οποία προσφέρομεν εις τον Βηλ· ει δε μη, θέλετε θανατωθή. Εάν πάλιν αποδείξετε ότι τα τρώγει ο Βηλ, τότε να θανατωθή ο Δανιήλ, όστις εβλασφήμησεν εις αυτόν». Απεκρίθησαν οι ιερείς (οι οποίοι ήσαν εβδομήκοντα, εκτός των γυναικών και των τέκνων των). «Ημείς, βασιλεύ, να λείπωμεν από τον ναόν, η δε βασιλεία σου βάλε τα φαγητά έμπροσθεν του Βηλ, έπειτα κλείσον τας θύρας, και σφράγισον αυτάς με την σφραγίδα σου, την δε πρωϊαν, εάν ταύτα δεν έχουν φαγωθή από τον θεόν Βηλ, να θανατωθώμεν ημείς, άλλως να θανατωθή ο Δανιήλ, όστις εβλασφήμησε». Ταύτα έλεγον οι ιερείς εκείνοι, στηριζόμενοι εις την πονηρίαν των, διότι είχον κατώγαιον κρυφίως κάτωθεν του ναού, το οποίον επεκοινώνει δια σήραγγος με την οικίαν του πρώτου ιερέως και εκείθεν εισήρχοντο μέχρι της τραπέζης του ναού, την οποίαν είχον έμπροσθεν του Βηλ. Εγείροντες δε λίθον μέγαν, εισήρχοντο συν γυναιξί και τέκνοις και τα έτρωγον την νύκτα, έπειτα πάλιν έβαλλον την πλάκα εις τον τόπον της, και ούτω δεν εγνώριζεν ο κοινός λαός τι ποιούσιν οι ιερείς. Τον λόγον τούτον ειπόντες οι ιερείς προς τον βασιλέα, επαραμέρισαν. Ο δε βασιλεύς, παραλαβών τον Προφήτην Δανιήλ, επήγαν εις τον ναόν και έβαλον τα φαγητά έμπροσθεν του Βηλ. Όταν δε ηθέλησε να εξέλθη ο βασιλεύς, του λέγει ο Προφήτης. «Έκβαλε έξω τον κοινόν λαόν και μείνε μόνος συ, βασιλεύ, εδώ και βλέπε τι πρόκειται να κάμω». Τότε επήρεν ο Προφήτης στάκτην και αφού την έβαλεν εις κόσκινον ήρχισε να πασπαλίζη όλον το έδαφος του ναού. Έπειτα εξήλθε μετά του βασιλέως και εσφράγισαν τας θύρας· οι δε ιερείς δεν είδον τι εποίησεν ο Προφήτης Δανιήλ.                                                                                                 
Κατά την νύκτα εκείνην εισήλθον πάλιν οι ιερείς εις τον ναόν, κατά το σύνηθες αυτών, συν γυναιξί και τέκνοις από το κατώγαιον, το οποίον είχον και κατέφαγον τα φαγητά εκείνα. Την δε πρωϊαν επήγεν ο βασιλεύς μετά του Δανιήλ να ίδη το αποτέλεσμα· και ως είδεν εν πρώτοις τας θύρας εσφραγισμένας, ερωτά τον Δανιήλ· «Σώαι είναι αι σφραγίδες, Δανιήλ»; Και απεκρίθη ο Δανιήλ· «Σώαι είναι, βασιλεύ». Όταν δε ήνοιξαν τας θύρας, παρετήρησεν ο βασιλεύς από μακρόθεν εις το είδωλον και ευθύς ως είδεν ότι έλειπον τα φαγητά, εβόησε μεγαλοφώνως· «Μέγας θεός είσαι, Βηλ, και δεν υπάρχει δόλος εις σε». Ο δε Δανιήλ γελάσας, εκράτησε τον βασιλέα και του λέγει· «Στάσου, βασιλεύ, και μη υπάγης παρέμπροσθεν· ίδε τα ίχνη των πατημάτων τούτων τίνος είναι»; Βλέπει ο βασιλεύς και ήσαν ίχνη πατημάτων ανδρών, γυναικών και παιδίων. Τότε θυμωθείς κατά των ιερέων, τους έβαλεν εις βάσανα και ούτως ωμολόγησαν οι μιαροί την κακοτεχνίαν των και ότι τα έτρωγον αυτοί δια νυκτός κρυφίως. Τότε ο βασιλεύς τους μεν ιερείς ώρισε να τους φονεύσουν συν γυναιξί και τέκνοις, εις δε τον Δανιήλ παρέδωκε το είδωλον και τον ναόν· και αυτός τον μεν ναόν κατέκαυσεν, το δε είδωλον συνέτριψεν. Αφού δε κατέστρεψεν ο Προφήτης τον νομιζόμενον θεόν των Βαβυλωνίων, εκείνοι πάλιν οι πεπλανημένοι, αντί να προσκυνήσουν τον αληθή Θεόν, προσεκύνουν ένα δράκοντα μέγαν και φοβερόν· ο δε δράκων, τον οποίον ακούομεν πολλάκις εις την Γραφήν, είναι μεν εις την αρχήν όφις, τρεφόμενος δε και παλαιούμενος γίνεται μέγας και φοβερός και ονομάζεται δράκων. Τοιούτον λοιπόν δράκοντα προσεκύνουν οι Βαβυλώνιοι ως θεόν, αναγκαζόμενοι προς τούτο υπό του νοητού δράκοντος, του διαβόλου. Τον δράκοντα τούτον προσκυνών και ο βασιλεύς Κύρος, είπε προς Προφήτην· «Διατί δεν προσκυνείς και συ, ω Δανιήλ, τούτον τον φοβερόν θεόν; μήπως έχεις να είπης και δια τούτον, ότι είναι άψυχος; Αυτός ζη και τρώγει». Λέγει προς αυτόν ο Δανιήλ· «Εγώ, βασιλεύ, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνώ και αυτόν μόνον λατρεύω, διότι αυτός είναι Θεός ζων· δος μοι εξουσίαν και εγώ δίχως σίδηρον και ξύλον να φονεύσω τον θεόν σας». Απεκτίθη ο βασιλεύς· «κάμε καθώς σου αρέσει». Τότε έλαβεν ο Προφήτης πίσσαν, λίπος και τρίχας και εζύμωσεν αυτά ομού, έπειτα εποίησεν αυτά ως άρτους, και τα έρριψεν εις το στόμα του θηρίου· και μεθ΄ ώραν ικανήν διερράγη ο δράκων. Ο δε Δανιήλ αναγελάσας είπε· «Ίδετε τους θεούς σας». Οι Βαβυλώνιοι, ως ήκουσαν ότι εφονεύθη ο θεός αυτών, εθυμώθησαν κατά πολλά και ώρνησαν κατά του βασιλέως λέγοντες· «Έγινεν ο βασιλεύς Ιουδαίος· δια τούτο τον θεόν μας Βηλ κατέστρεψε, τους ιερείς κατέσφαξε και τον δράκοντα εφόνευσεν». Είπον δε και προς τον βασιλέα· «Παράδωσον εις ημάς τον Δανιήλ ειδ΄ άλλως βάλλομεν πυρ εις το παλάτιόν σου». Τότε ο βασιλεύς, φοβηθείς τον λαόν, παρέδωκεν εις αυτούς τον Δανιήλ· εκείνοι δε επήγαν και τον έρριψαν εις λάκκον τινά, εις τον οποίον διετρέφοντο επτά λέοντες βασιλικοί. Εις αυτούς έδιδον καθ΄ εκάστην ημέραν δύο ανθρώπους καταδίκους και δύο πρόβατα· τότε όμως δεν τους έδωκαν τίποτε, δια να πεινάσουν και καταφάγουν τον Προφήτην. Αλλ΄ ο Θεός, δια την αρετήν αυτού, όχι μόνον τους λέοντας ημέρωσε και δεν τον έφαγον διαμείναντα εκεί επί εξ ημερονύκτια, αλλά και άλλο μεγαλύτερον θαύμα ωκονόμησε, το οποίον ακούσατε.                                                                                    
Τον καιρόν εκείνο ήτο ο Προφήτης Αββακούμ εις τα Ιεροσόλυμα, είχε δε βράσει φαγητόν και έλαβε και άρτον να υπάγη εις τους θεριστάς, εις τον αγρόν του. Προχωρών δε έξω της πόλεως, ιδού υπήντησεν αυτόν Άγγελος Κυρίου, και του λέγει· «Το φαγητόν αυτό να το υπάγης εις τον Προφήτην Δανιήλ εις την Βαβυλώνα, εις τον λάκκον των λεόντων». Απεκρίθη ο Αββακούμ· «Αυθέντα, ούτε την Βαβυλώνα είδον ποτέ, ούτε τον λάκκον των λεόντων γνωρίζω που είναι». Τότε έλαβεν αυτόν ο Άγγελος Κυρίου από την κορυφήν και ούτω βαστάζων αυτόν, τον επήγεν εις τον λάκκον των λεόντων, ο οποίος, ως λέγουσιν, απέχει από την Ιερουσαλήμ περί τας είκοσι τέσσαρας ημέρας οδοιπορίας. Αλλ΄ ο Άγγελος είναι έτι ταχύτερος από τον νουν του ανθρώπου, όστις εις μίαν στιγμήν διανοούμενος ευρίσκεται από το εν άκρον της γης εις το άλλο. Ως δε ευρέθη ο Αββακούμ εις τον λάκκον των λεόντων, εβόησε· «Δανιήλ, Δανιήλ, λάβε το φαγητόν αυτό, το οποίον σου έστειλεν ο Θεός». Ο δε είπεν· «Ευχαριστώ σοι, Θεέ μου, ότι με ενεθυμήθης και δεν καταλιμπάνεις τους εκζητούντάς σε και αγαπώντάς σε». Τότε ο μεν Δανιήλ λαβών το φαγητόν εκείνο έφαγε και εχορτάσθη, ο δε Άγγελος αποκατέστησε και πάλιν τον Αββακούμ εις τα Ιεροσόλυμα. Μετά δε τας εξ ημέρας, επήγεν ο βασιλεύς Κύρος να ίδη τι απέγινεν· ως δε είδε τον Προφήτην ότι εκάθητο υγιής, εβόησε μεγαλοφώνως· «Μέγας είναι ο Θεός του Δανιήλ και πλην αυτού άλλος Θεός δεν υπάρχει». Τότε ώρισε και τον μεν Προφήτην εξέβαλον από τον λάκκον, τους δε πρωταιτίους των σκανδάλων προσέταξε να ρίψωσιν εντός αυτού να τους φάγωσι τα θηρία, όπερ και έγινε παρευθύς. Αυτή είναι η ιστορία των Αγίων Τριών Παίδων και του Αγίου Προφήτου Δανιήλ ας προσθέσωμεν όμως ακόμη ολίγα τινά, τα οποία είναι ωφέλιμα να μάθετε.                                                  
Ο Προφήτης Δανιήλ πρέπει να γνωρίζετε ότι προέλαβε την Γέννησιν του Χριστού, κατά τον Συναξαριστήν, έτη τετρακόσια εξήκοντα δηλαδή εκοιμήθη το υξ΄ (460) προ Χριστού. Τούτο όμως δεν φαίνεται ακριβές, αλλ΄ ενωρίτερον θα εκοιμήθη ο Άγιος. Εις τον Συμεώνα τον Μεταφραστήν ευρίσκομεν ότι εις ηλικίαν εκατόν ετών εκοιμήθη ο Άγιος. Διότι ο θείος ούτος και σοφός ανήρ γράφει εις το υπόμνημα το οποίον συνέγραψεν εις τούτον τον Προφήτην, ότι ο Ναβουχοδονόσορ εβασίλευσεν έτη τεσσαράκοντα τρία. Ευρίσκομεν δε εις το εικοστόν τέταρτον κεφάλαιον του τετάρτου βιβλίου των Βασιλειών, ότι εις το δέκατον ένατον έτος της βασιλείας αυτού κατέλαβε τα Ιεροσόλυμα. Απέμειναν λοιπόν από τον καιρόν, που ηχμαλώτισαν τον Δανιήλ και τους Τρεις Παίδας, έως ου απέθανεν ο Ναβουχοδονόσορ έτη εικοσιτέσσαρα. Το δε ότι λέγει η Γραφή, ότι ο Ναβουχοδονόσορ έκαμε την εικόνα την χρυσήν εις το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας αυτού, καθώς και ανωτέρω γράφομεν, έχει άλλην σημασίαν· διότι δεν λέγει η Γραφή κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορος, αλλά κατά το δέκατον όγδοον έτος από της αλώσεως των Ιεροσολύμων, από τότε δηλαδή που ο Ναβουχοδονόσορ ήτο βασιλεύς και της Βαβυλώνος και της Ιερουσαλήμ. Αφού δε έκαμε την χρυσήν εικόνα, έζησε μόνον μετά ταύτα έτη εκ και απέθανεν. Δια να μη είπη δε τις και πως τότε έμεινεν επτά καιρούς εις την ερημίαν ο Ναβουχοδονόσορ, καθώς είπεν ο Δανιήλ, αφού μετά την κατασκευήν της χρυσής εικόνος έζησε μόνον έξ έτη, δια τούτο να λύσωμεν και την απορίαν ταύτην.                                                                        
Οι επτά καιροί, περί των οποίων προείπομεν, δεν είναι επτά έτη, ως νομίζουσί τινες, αλλά μόνον έν έτος και εννέα μήνες. Διότι εις το Βιβλίον του Δανιήλ, εις το τέταρτον κεφάλαιον, ούτω γράφει περί της υποθέσεως αυτής: «επτά καιροί αλλαγήσονται επί σε» (Δαν. δ: 22). Δεν είπε δηλαδή επτά έτη, αλλά επτά καιροί· καιρός δε είναι όχι το έτος, όπως νομίζομεν ημείς, αλλά το τέταρτον του έτους, διότι το έτος έχει τέσσαρας καιρούς, έαρ, θέρος, φθινόπωρον και χειμώνα. Αλλά ας έλθωμεν εις τον αριθμόν των ετών του Προφήτου Δανιήλ. Έζησεν, ως είπομεν, ο Ναβουχοδονόσορ, μετά την αιχμαλωσίαν της Ιερουσαλήμ, έτη κδ΄ (24), εβασίλευσε δε και ο υιός του ο Ευϊμερωδάχ έτη ιη΄ (18), τούτου δε αποθανόντος εβασίλευσεν ο υιός αυτού και πατήρ του Βαλτάσαρ, τον οποίον, ως είπομεν, ο Φλάβιος Ιώσηπος ονομάζει Νιγλίσαρον έτη μ΄ (40), εβασίλευσε και ο Βαλτάσαρ έτη γ΄ (3), διότι, ως είπομεν, εις αυτό το έτος είδεν ο Προφήτης Δανιήλ την δευτέραν οπτασίαν. Εβασίλευσε δε και ο Δαρείος έτη δ΄ (4), έφθασε ο Προφήτης και έως το τρίτον έτος της βασιλείας του Κύρου, καθώς ο ίδιος γράφει εις το δέκατον κεφάλαιον του Βιβλίου αυτού. Ήτο δε, όταν τον συνέλαβον αιχμάλωτον, ετών η΄ (8), τοιουτοτρόπως τα πάντα έτη του Προφήτου Δανιήλ συνάγονται εις εκατόν (100). Επί του σημείου όμως τούτου γεννάται η εξής απορία και ακούσατε και αυτής την λύσιν. Ευρίσκομεν πολλαχού εις την Παλαιάν Διαθήκην, ότι από τον καιρόν της αλώσεως των Ιεροσολύμων, έως της ανακτήσεως αυτών, ήτις εγένετο εις το πρώτον έτος της βασιλείας του Κύρου (536 π.Χ.) διήλθον έτη εβδομήκοντα πλήρη, καθώς τούτο πιστούμεθα και από άλλας μεν ρήσεις της Αγίας Γραφής, κυρίως όμως από τας των Προφητών Ιερεμίου, Έσδρα και Νεεμίου. Εξόχως δε από το τριακοστόν έκτον κεφάλαιον του δευτέρου Βιβλίου των Παραλειπομένων, το οποίον γράφει εις το τέλος ότι «εσαββάτισεν», ήτοι απέμεινεν αδούλευτη, η γη της Ιερουσαλήμ εβδομήκοντα έτη (Β΄ Παρ. λστ΄ 21). Αφού λοιπόν, ως είπομεν , εβδομήκοντα έτη διήλθον από την άλωσιν της Ιερουσαλήμ, έως το πρώτον έτος του Κύρου, ο δε Προφήτης Δανιήλ απέθανεν εις το τρίτον έτος της βασιλείας του, πως τότε έζησεν εκατόν έτη ο Προφήτης, ενώ κατά τον λόγον τούτον ευρίσκονται ότι μόνον ογδοήκοντα έτη έζησε; Διότι οκτώ ετών ήτο όταν ηχμαλωτίσθη, παρήλθον και εβδομήκοντα έτη από της αλώσεως έως της ανακτήσεως των Ιεροσολύμων, έζησε και δύο έτη μετά ταύτα, ώστε ομού τα πάντα έτη του Προφήτου Δανιήλ είναι ογδοήκοντα και τούτο είναι το αληθές. Το γραφόμενον ότι εκατόν έτη έζησεν ο Προφήτης είναι σφάλμα όχι της Αγίας Γραφής, αλλά του αντιγραφέως, όστις αντέγραψε τον λόγον του Μεταφραστού Συμεώνος από το πρωτότυπον. Η Παλαιά Διαθήκη εις πολλούς τόπους ρητώς διαλαμβάνει, ότι εβδομήκοντα έτη διήλθεν έρημος η Ιερουσαλήμ, το σφάλμα λοιπόν οφείλεται εις εκείνον όστις αντέγραψεν ότι ο υιός του Ευϊλμερωδάχ, ο πατήρ δηλονότι του Βαλτάσαρ, ο κατά τον Φλάβιον Ιώσηπον Νιγλίσαρος, εβασίλευσεν έτη τεσσαράκοντα, αυτός έκαμε το σφάλμα του αριθμού των ετών και όχι ο Μεταφραστής Συμεών· διότι ο Μεταφραστής είχε γράψει, ότι ο πατήρ τού Βαλτάσαρ εβασίλευσεν έτη είκοσι μόνον, δια να γίνουν σωστά εβδομήκοντα, από το δέκατον ένατον έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόσορος έως το πρώτον έτος του Κύρου, ως ανωτέρω είπομεν. Ο δε αντιγραφεύς, ιδών κάππα στοιχείον γεγραμμένον εκεί εις τα είκοσιν έτη, ενόμησεν, ότι είναι μ΄ στοιχείον και γράψας μ΄ αντί κ΄ προσέθεσε τον αριθμόν και προεκάλεσε την απορίαν, Οι δε Άγιοι Τρεις Παίδες, όταν ενεβλήθησαν εις την κάμινον του πυρός, συμφώνως προς τους αριθμούς τους οποίους εδώσαμεν ανωτέρω, ευρίσκοντο τότε εις το εικοστόν έκτον ή εικοστόν όγδοον έτος της ηλικίας των, διότι, ως προείπομεν, δεκαοκτώ έτη παρήλθον από της αλώσεως της Ιερουσαλήμ μέχρι του καιρού κατά τον οποίον έκαμεν ο Ναβουχοδονόσορ την χρυσήν εικόνα, ήσαν δε και ούτοι όταν ηχμαλωτίσθησαν οκτώ έως δέκα ετών, επειδή εγνώριζον, ότι είναι καλή η νηστεία και δεν ήθελον να φάγωσι τα φαγητά του βασιλέως· ώστε φανερόν είναι, ότι είκοσι εξ έως είκοσι οκτώ ετών ήσαν, όταν ενεβλήθησαν εις την κάμινον. Και από άλλο εν ακόμη δύναται να βαβαιωθή τις, ότι ετύγχανε να είναι τόσων ετών οι Άγιοι Τρεις Παίδες, διότι γράφει εις το βιβλίον του ο Δανιήλ, εις το τρίτον κεφάλαιον, ότι ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, όταν ήθελε να ρίψη τους Τρεις Παίδες εις την κάμινον, προσέταξεν άνδρας ισχυρούς να τους δέσωσιν, ώρισε δηλαδή ανθρώπους δυνατούς να εκτελέσουν αυτήν την υπηρεσίαν. Εάν λοιπόν οι νέοι ήσαν ανήλικοι τότε, δεν εχρειάζοντο δυνατοί άνθρωποι, δια να τους δέσουν, αλλά και ο καθείς άνθρωπος ηδύνατο να τους δέση. Αλλά και από άλλο σημείον της διηγήσεως δυνάμεθα να εννοήσωμεν τούτο, ήτοι από το ότι ο αυτός Δανιήλ, προ της διηγήσεως της καμίνου, γράφει, ότι ο βασιλεύς κατέστησεν επί τα έργα της χώρας της Βαβυλώνος τους Σεδράχ, Μισάχ και βδεναγώ, δηλαδή πριν ακόμη τους βάλη εις την κάμινον τους είχε καταστήσει διοικητάς και επιτηρητάς των διαφόρων περιοχών της Ββυλώνος. Και πάλιν, μετά την διήγησιν της καμίνου, γράφει, ότι ηξίωσεν απ΄ αυτών ο βασιλεύς να ηγηθούν πάντων των Ιουδαίων, των ευρισκομένων εις το βασίλειον αυτού. Εάν λοιπόν οι Άγιοι ούτοι Παίδες δεν ήσαν τελείας ηλικίας, πως ήτο δυνατόν να τους ανατεθή τοσαύτη εξουσία και διακυβέρνησις λαών; Μη δε σας φαίνωνται παράδοξοι οι λόγοι ούτοι και απορείτε διατί λέγονται παίδες, αφού ήσαν τόσων ετών τότε, όπως επίσης και διατί τους ζωγραφίζουν νέους και αυτούς και τον Προφήτην Δανιήλ, όστις έζησε τόσα έτη. Γνωρίζετε, ότι όταν τους συνέλαβεν αιχμαλώτους ο Ναβουχοδονόσορ, ήσαν μικρά παιδία και δια τούτο ωνομάζοντο παίδες· επειδή δε οι Τρεις ούτοι ήσαν πάντοτε μαζί ως να ήσαν μία ψυχή, δια τούτο ηνωμένως ωνομάζοντο Τρεις Παίδες, απέμεινε δε το όνομα αυτό εις αυτούς έως ου απέθανον. Πρέπει δε να γνωρίζωμεν ακόμη, ότι παίδες όχι μόνον τα παιδία λέγονται εις την Γραφήν, αλλά και οι αιχμάλωτοι και οι δούλοι· τούτο δε δύναται να το διαπιστώση ο καθείς από πολλάς ρήσεις της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μάλιστα δε από την Γένεσιν, εις την οποίαν ο Μωϋσής διηγείται, ότι οι Αιγύπτιοι ζητούντες από τον Ιωσήφ σίτον, εδέχθησαν να είναι αιχμάλωτοι του Φαραώ, και είπον· «Ίνα ουν μη αποθάνωμεν εναντίον σου και η γη ερημωθή, κτήσαι ημάς και την γην ημών αντί άρτων και εσόμεθα και ημείς και η γη ημών παίδες τω Φαραώ» (Γεν. μζ: 19). Και πάλιν κατωτέρω γράφει ότι, αφού τους έδωκε τον σίτον, είπον· «Σέσωκας ημάς, εύρομεν χάριν εναντίον του Κυρίου ημών και εσόμεθα παίδες τω Φαραώ» (Γεν. μζ: 25). Αλλά και εις πλείστα άλλα σημεία της Αγίας Γραφής γράφεται η λέξις παίδες, αντί των λέξεων αιχμάλωτοι ή δούλοι. Περί δε της τελειώσεως των Αγίων, ο μεν Μεταφραστής Συμεών λέγει, ότι και οι Άγιοι Τρεις Παίδες και ο Προφήτης Δανιήλ εν ειρήνη ετελειώθησαν, τούτο δε είναι και το αληθέστερον. Το δε Συναξάριον άλλως γράφει (βλέπε σελ.  481),  εις δε την σταύρωσιν του Χριστού, όταν, ως γράφει το ιερόν Ευαγγέλιον, «πολλά σώματα των κεκοιμημένων Αγίων ηγέρθη» (Ματθ. κζ: 52), ανεστήθησαν και αυτοί μετά των Αγίων Προπατόρων και Πατέρων και πάλιν εκοιμήθησαν, περιμένοντες την τελευταίαν και παγκόσμιον Ανάστασιν. Ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών. Ω πρέπει η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: