Θεοδώρα
η Οσία ήτο κατά τους χρόνους Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου του πατρός Κωνσταντίνου του
Κοπρωνύμου, του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ψιζ΄ - ψμα΄ (717 – 741), καταγομένη
από γένος λαμπρόν και περιφανές, θυγάτηρ πατρός μεν Θεοφίλου, πατρικίου το
αξίωμα, μητρός δε Θεοδώρας. Η μήτηρ της δε αύτη επί πολλά έτη ούσα στείρα και
περίλυπος δια την στείρωσιν, παρεκάλει τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον να
της χαρίση τέκνον, εισήκουσε δε ο Θεός τής δεήσεώς της και έδωκεν εις αυτήν την
χάριν, την οποίαν εζήτει, δια της Αγίας Άννης της μητρός της Θεοτόκου. Εγέννησε
λοιπόν την Οσίαν ταύτην Θεοδώραν, η οποία όταν έφθασεν εις ηλικίαν τινά ωδηγήθη
εις τον Ναόν της Αγίας Άννης και αφιερώθη εις το Μοναστήριον αυτής, το
λεγόμενον Ριγίδιον, ως θεϊκόν τι αφιέρωμα· όθεν θεοσεβώς και ευτάκτως ωδηγείτο
υπό της Ηγουμένης και εδιδάσκετο τα ιερά γράμματα.
Καλώς δε της Οσίας
πολιτευσαμένης, δεν υπέφερεν ο πονηρός διάβολος να βλέπη εαυτόν καταπατούμενον
υπό νεάνιδος, αλλ’ εξήγειρε τον θεομάχον Λέοντα τον Ίσαυρον, όστις εζήτει να
εύρη γυναίκα δια τον υιόν του Χριστοφόρον, τον οποίον είχεν ανακηρύξει καίσαρα·
όθεν αποχωρίσας την του Κυρίου αμνάδα ταύτην από του Μοναστηρίου της, με βίαν
και δυναστείαν ηνάγκασεν αυτήν να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, και μετά την
εκεί άφιξίν της ητοιμάσθησαν άπαντα τα προς τον γάμον αναγκαία, ευτρεπισθέντος
και του θαλάμου. Αλλ’ ο μεν σκοπός του βασιλέως τοιούτος ήτο· ο Θεός όμως,
όστις πάλαι μεν ηπείλησε τον Φαραώ τον βασιλέα της Αιγύπτου, όταν εζήτει να
λάβη την Σάρραν, και όστις ύστερον δια της παρθένου Ριψημίας ενίκησε τον
Τιριδάτην, αυτός και την Οσίαν Θεοδώραν εφύλαξεν αμόλυντον και καθαράν από της
κοινωνίας και μίξεως μετά του αισθητού νυμφίου. Καθ’ ον χρόνον λοιπόν
ητοιμάζετο ο γάμος, αιφνιδίως και παρ’ ελπίδα εξεστράτευσαν οι Σκύθαι κατά της
Ευρώπης· όθεν ταχέως απεστάλη ο υιός του βασιλέως και ελπιζόμενος νυμφίος, ίνα
αντιπολεμήση τους βαρβάρους, ευθύς όμως κατά την πρώτην προσβολήν του πολέμου
κτυπάται από τους Σκύθας και θανατώνεται. Τότε λοιπόν πληροφορηθείσα η άφθαρτος
αμνάς Θεοδώρα περί της εις αυτήν του Θεού προνοίας, λαβούσα ό,τι πολύτιμον
είχε, χρυσόν, άργυρον, μαργαρίτας και πολύτιμα ενδύματα, έφυγε κρυφίως εκ του
παλατίου, επιβιβασθείσα δε εις πλοιάριον επανήλθεν εις το Μοναστήριόν της
χαίρουσα και ευχαριστούσα τον των όλων Θεόν. Όταν δε εγένετο γνωστή η φυγή της
Οσίας, επήγεν ο δεύτερος υιός του Λέοντος εις το Μοναστήριον προς αναζήτησίν
της· ευρών όμως αυτήν κουρευμένην Μοναχήν και ενδεδυμένην παλαιά και ξεσχισμένα
ενδύματα, αφήκεν αυτήν (συνεργούσης βεβαίως της του Θεού προνοίας) και δεν την
ηνώχλησεν. Λαβούσα έκτοτε η Αγία τελείαν ελευθερίαν, τοσούτον κατεμάρανε το
σώμσα της, ώστε έξωθεν εβλέποντο οι αρμοί των οστέων της, επειδή η τροφή της
όλη ήτο μία ουγγία άρτου, ήτοι οκτώ δράμια, αλλά και αυτόν τον έτρωγεν ανά δύο
ή τρεις ημέρας και τίποτε άλλο. Το ένδυμά της ήτο εν και μόνον και αυτό
τρίχινον· η κλίνη της ήτο άνωθεν μεν κεκαλυμμένη δια τριχίνου υφάσματος,
υποκάτω δε αυτής ήσαν πέτραι εστρωμέναι και ούτως επ΄ αυτής εκοιμάτο ολίγιστον
και πικρότατον ύπνον, πολλάκις δε έμεινεν άγρυπνος καθ’ όλην την νύκτα. Δεν
ηρκέσθη δε εις αυτάς μόνον τας κακοπαθείας η μακαρία, αλλά προς τούτοις εφόρει
και σίδηρα, με το βάρος των οποίων κατεπλήγωσε τα μέλη της και τα κατεδαπάνησε
τόσον, ώστε εξήρχετο εξ αυτών δυσωδία. Ούτω λοιπόν αγωνιζομένη επί έτη πολλά
και διαλάμψασα εις παν είδος αρετής απήλθε προς την αγήρω και μακαρίαν ζωήν η
αοίδιμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου