Βάκχος ο Άγιος Μάρτυς κατήγετο εκ της Παλαιστίνης, ακμάσας κατά τους
χρόνους Κωνσταντίνου (780 – 797) και Ειρήνης (780 – 802) των ευσεβών βασιλέων,
οι δε γονείς του ήσαν Χριστιανοί εκ προγόνων. Ο πατήρ του Αγίου τούτου είχε
συμβίαν χριστιανικωτάτην, αλλ΄ απατηθείς υπό της ματαίας δόξης του κόσμου
ηρνήθη, φευ! την αληθή και πατροπαράδοτον πίστιν των Χριστιανών και αυθορμήτως
ωλίσθησεν εις την μιαράν θρησκείαν των Αγαρηνών, εις ταύτην δε ευρισκόμενος
απέκτησεν επτά τέκνα, τα οποία ανέτρεφε κατά την ασεβή πλάνην αυτών· τούτου δε
αποθανόντος εις την ασέβειαν, έμειναν οι υιοί του με την μητέρα των.
Ο τρίτος
δε εξ αυτών, Δαχάκ ονομαζόμενος (το οποίον σημαίνει Γελάσιος), περιώρισεν
εαυτόν και δεν ενυμφεύθη· αλλά και προ του θανάτου του αρνησιχρίστου πατρός του
αυτός εμελέτα να γίνη Χριστιανός, όταν δε εκείνος απέθανε, τότε και το
μελετώμενον ούτω πως επραγματοποίησε. Φανερώσας εις την μητέρα του τον σκοπόν
του, εύρεν αυτήν σύμφωνον και παρακινούσαν μάλιστα εις τούτο, διότι ήτο πιστή
Χριστιανή. Όθεν αναχωρήσας από την πατρίδα του, επορεύθη εις Ιεροσόλυμα και
εκεί οδηγηθείς υπό τινος Μοναχού, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα, εις
την οποίαν και έλαβε το άγιον Βάπτισμα, αντί δε Δαχάκ ονομάζεται Βάκχος. Είτα
παρακαλέσας τους Μοναχούς, ενδύεται το μοναχικόν Σχήμα. Όθεν ζήσας εις το Σχήμα
με νηστείας και εγκρατείας και γυμνάσας εαυτόν εις τας λοιπάς αρετάς, κατά
προσταγήν του Ηγουμένου απομακρύνεται του Μοναστηρίου· διότι εφοβείτο ο
Ηγούμενος, μήπως φανερωθή η υπόθεσις εις τους Αγαρηνούς, οι οποίοι εκυρίευον
τότε τα Ιεροσόλυμα. Κατά τύχην δε, ή μάλλον να είπωμεν κατά θείαν οικονομίαν,
πορευόμενος ο Βάκχος εις τα Ιεροσόλυμα συναντά την μητέρα του και φανερώνει εις
αυτήν τα περί εαυτού άπαντα, προσθέσας και τούτο, ότι κατά πολλά λυπείται δια
τους άλλους αδελφούς του, επειδή ευρίσκοντο εις την δυσσέβειαν.
Τούτον τον λόγον ακούσαντες παρά της μητρός των οι άλλοι αυτού αδελφοί,
προσήλθον και αυτοί εις την ευσέβειαν γενόμενοι Χριστιανοί. Εξ αυτών δε εις
μόνον έμεινεν εις την απιστίαν, ο οποίος επήγεν εις τους Αγαρηνούς και κατέδωκε
τούτον τον αδελφόν του Βάκχον, ότι έγινε Χριστιανός. Μαθόντες τούτο οι
Αγαρηνοί, ηρεύνησαν και ευρόντες αυτόν, τον συνέλαβον και τον έφερον εις τον
Αμηράν της Αγίας Πόλεως, ο οποίος στέλλει αυτόν εις τους κριτάς. Έμπροσθεν
λοιπόν τούτων ο Άγιος Βάκχος ωμολόγησε τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, την δε πίστιν
των Αγαρηνών κατηγόρησεν ως ψευδή και ματαίαν και ενέπαιξεν αυτήν· δια τούτο
αποκεφαλίζεται και ούτω λαμβάνει τον αμάραντον του Μαρτυρίου στέφανον.
Τη
ΙΕ΄ (15η) του αυτού μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός
ημών ΠΑΥΛΟΥ του Νέου, ασκήσαντος εν τω όρει του Λάτρου. Παύλος
ο θεσπέσιος Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου Ζ΄ του
Πορφυρογεννήτου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη (913 – 959), γεννηθείς εις τινα
πόλιν ονομαζομένην Ελαία και ευρισκομένην πλησίον της Περγάμου, ήτις ευρίσκεται
εις την Ασίαν· είχε δε και άλλον αδελφόν κατά σάρκα μεγαλύτερον και κατά την
αρετήν ασκητικώτατον, ονόματι Βασίλειον. Ο πατήρ αυτού εκαλείτο Αντίοχος, ο
οποίος ήτο κόμης εις τον στόλον της Κωνσταντινουπόλεως· και πολεμών πλησίον εις
την Χίον με τους Αγαρηνούς της Κρήτης εφονεύθη εις τον πόλεμον. Η δε γυνή
αυτού, Ευδοκία ονόματι, έλαβε τα τέκνα της και επήγεν εις την Φρυγίαν
κατοικήσασα εις τι χωρίον, Μαρικάτον καλούμενον, από το οποίον ήτο και ο θείος
Ιωαννίκιος, μετά του οποίου εσυγγένευον· έβαλε δε τα τέκνα της Παύλον και
Βασίλειον εις το Μοναστήριον του Αγίου Στεφάνου, δια να μάθωσι τα ιερά
γράμματα.
Εις ολίγον καιρόν υπάνδρευσεν η χήρα τον Βασίλειον δια της βίας· όθεν
αφού ετέλεσαν τους γάμους, έφυγεν από τον νυμφικόν θάλαμον ο Βασίλειος και
απαρνηθείς όλα τα σαρκικά θελήματα, επήγεν εις την Λαύραν του Αγίου Ηλιού, ήτις
ήτο εις τον Όλυμπον και κόπτων ομού με τας τρίχας όλας τας κοσμικάς φροντίδας,
έγινε καλός Μοναχός· έπειτα επειδή επήγαινον εκεί συχνάκις οι συγγενείς του και
γνώριμοι και του έδιδον ενόχλησιν, ανεχώρησεν εις τα ησυχαστικώτερα μέρη του
όρους και μετά καιρόν ενεθυμήθη τον αδελφόν του· όθεν έβαλε κατά νουν να τον
φέρει εκεί, δια να αγωνίζωνται ομού, έχοντες ο εις τον άλλον βοηθόν· μάλιστα
καθόσον και ο πανάγαθος Θεός τον προσέταξε τρεις φοράς να προσκαλέση και αυτόν
να συναγωνίζωνται, διότι ως γνώστης των μελλόντων εγνώριζεν οποίος έμελλε να
κατασταθή ο Παύλος εις το ύστερον. Επλήρωσε
λοιπόν Μοναχόν τινα να υπάγη εις το χωρίον Μαρικάτον, να του φέρη τον αδελφόν
του Παύλον. Ο δε απελθών εύρε τον νέον τελείως ορφανόν, διότι είχεν αποθάνει
και η μήτηρ των και ως ορφανός γονέων διήρχετο με πολλήν κακοπάθειαν και είχε
τόσην πτωχείαν, ώστε έβοσκε τους χοίρους των εγχωρίων, δια να εξοικονομή τα
προς συντήρησιν. Οι άνθρωποι του τόπου δεν τον άφησαν να υπάγη με τον Μοναχόν,
αλλά τον εδυσκόλευον λέγοντες· «Ποίος γνωρίζει μήπως και υπάγει να σε πωλήση ο
Μοναχός»; Όθεν επέστρεψεν εκείνος εις τον Βασίλειον άπρακτος· αλλ΄ η θεία Χάρις
εφώτιζεν αυτόν και τον Παύλον και έθελγε τας καρδίας των, να επιθυμή ο εις τον
άλλον δια την σωτηρίαν των· όθεν επανέστειλε πάλιν τον αυτόν αδελφόν ο
Βασίλειος, ο οποίος και πάλιν επέστρεψεν άπρακτος· τον έστειλε δε και εκ τρίτου
και τότε του επήκουσεν ο Παύλος και επήγαν ομού εις τον Βασίλειον, όστις εχάρη
πολύ και μένοντες εκεί ολίγας ημέρας, επήγαν εις το όρος Λάτριον, εις το οποίον
ήτο Μοναστήριον Καρύα καλούμενον και είχεν Ηγούμενον ενάρετον, Πέτρον ονόματι,
όστις έλαμπεν εις τα έργα ως αστήρ φαεινότατος και διαυγέστατος.
Την
αγιότητα τούτου γνωρίζων ο Βασίλειος, του έφερε τον Παύλον δια να τον οδηγήση
εις πολιτείαν θεάρεστον· ο δε ευλογημένος Παύλος, ευθύς ως είδε τον Ηγούμενον
Πέτρον, έπεσεν εις την γην πρηνής, ως να τον είχε κτυπήσει αστραπή εις το
πρόσωπον, έμεινε δε έντρομος επί του εδάφους κειτόμενος. Ο δε θαυμάσιος Πέτρος
τον ήγειρε λέγων· «Είθε να είχον και εγώ μόνον όσα έχεις συ αμαρτήματα».
Γνωρίσας δε με τους ψυχικούς οφθαλμούς ο ιερός Πέτρος, ότι έμελλε να τον
υπερτερήση ο νέος εις την αρετήν και να γίνη πανταχού περιβόητος, τον εκράτησεν
εις την υποταγήν του· εκείνος δε έμεινε μετά χαράς, διότι, καθώς ο ίδιος έλεγεν
ύστερα, όταν τον πρωτοείδεν, ως ανωτέρω είπομεν, του εφάνη στύλος πύρινος και
δι΄ αυτό έπεσεν εις το έδαφος. Αφού λοιπόν παρέδωκεν ο Βασίλειος τον αδελφόν
του εις τον θείον Πέτρον, επέστρεψε και πάλιν εις τον Όλυμπον και έμεινεν εις
το Μοναστήριον του Αγίου Ηλιού, εις το οποίον έγινεν Ηγούμενος· καλώς δε και
εναρέτως πολιτευσάμενος ανεπαύθη. Ο
δε θείος Παύλος εσπούδαζε καθ΄ εκάστην να μιμήται τον άγιον Γέροντα εις όλα τα
ένθεα αυτού κατορθώματα. Eίχε δε ο Γέρων δύο ράσα τρίχινα και
εφόρει μόνον το εν ολίγας ημέρας, έπειτα ήλλασσε και έβαλλε το άλλο. Ο δε
Παύλος έβαλλεν εκείνο όπερ εξέβαλλεν ο διδάκαλος και το εφόρει ούτω ερρυπωμένον
και άπλυτον. Ο δε Γέρων τον ωνείδισε κατά το φαινόμενον, ότι δεν του το είπεν,
αλλά δεν τον ημπόδισε, μάλιστα δε και εχαίρετο, βλέπων εις αυτόν καλά
προμηνύματα και ελπίζων να ίδη με τον καιρόν θαυμάσια κατορθώματα, καθώς και
έγινε με την θείαν βοήθειαν. Είχε δε το Μοναστήριον εκείνο της Καρύας πολλούς
Μοναχούς, τους οποίους επεμελείτο σπουδαίως ο μέγας Πέτρος ως Καθηγούμενος και
δεν άφηνεν ουδένα να διάγη με αμέλειαν, αλλ΄ ήθελε να ίστανται εις την
ακολουθίαν όλοι πρόθυμοι· βλέπων δε ποτε τον Παύλον, ότι απεκοιμήθη εις την
Εκκλησίαν, τον ήλεγξεν· εκείνος δε εζήτησε συγχώρησιν με ταπείνωσιν· και πάλιν
άλλην νύκτα τον είδεν ότι ενύσταζε και του έδωσε ράπισμα εις το πρόσωπον· όθεν
πλέον δεν απεκοιμήθη εις την σύναξιν, ούτε εις την κατ΄ ιδίαν προσευχήν
ουδέποτε, διότι το ράπισμα εκείνο έγινεν εις αυτόν ιατρεία, προσέθετε δε και ο
ίδιος επιμέλειαν ως έπρεπεν. Μετήλθε δε ο
Όσιος και άλλην παίδευσιν δια να δαμάζη με ταύτην την σάρκα ο πάνσοφος και να
την έχη υπήκοον εις το πνεύμα πάντοτε· αλλά τούτο ίσως να φανή εις τους αμελείς
περισσόν και άπιστον, πλην εκείνοι οίτινες το είδον το εμαρτύρησαν, και ημείς
επιστεύσαμεν, διότι τους εγνωρίσαμεν ότι ήσαν φιλαλήθεις και ενάρετοι και δια
τούτο το γράφομεν προς παράδειγμα, μάλιστα διότι και ο θαυμάσιος Γαβριήλ (περί
του οποίου θέλομεν είπει κατωτέρω) μας εβεβαίωσεν. Είδε λοιπόν ούτος τον
μακάριον Παύλον οφθαλμοφανώς, ότι έδεσε με σχοινία δύο μεγάλους λίθους, οίτινες
ονομάζονται παντάλιοι και κρεμάσας αυτούς οπίσω εις την ράχιν του, εγύριζεν
όλην την νύκτα εις το Μοναστήριον, έως να κτυπήση το σήμαντρον· τούτο δε
εποίει, δια να νικήση τον ύπνον και να συνηθίση τον εαυτόν του εις το να γίνη
εις τας αγρυπνίας άοκνος, έτι δε και να ταπεινώση την σάρκα, να νικά τα πάθη ως
στρατιώτης αήττητος. Τούτους τους λίθους εφύλαττον οι σπουδαιότεροι Μοναχοί έτη
πολλά μετά την κοίμησιν του Οσίου και τους εδείκνυον εις τους ευλαβείς
προσκυνητάς, οίτινες ήρχοντο να προσκυνήσουν το άγιον αυτού Λείψανον. Αλλ΄ ας
είπωμεν και τα επίλοιπα αυτού αγωνίσματα και πρώτον περί αγρυπνίας, καθώς
ηρχίσαμεν.
Τόσον επολέμει την σάρκα κατά του ύπνου ο αοίδιμος και τόσον κόπον
έλαβεν, ώστε όταν ήθελε νυστάξει από τον κόπον τον άμετρον, δεν εκοιμάτο εις
στρώμα ή εις ψάθην ή να πέση δίπλα με το πλευρόν ουδέποτε, αλλ΄ εις δένδρον ή
λίθον ή εις άλλο τι ακουμβούσεν όρθιος· και τόσον μόνον, όσον να μη βλάψη τον
νουν του από την πολλήν αγρυπνίαν και την άσκησιν. Ποτέ δεν εγέλασεν, ούτε
λόγον αργόν ή αισχρόν ωμίλει εις όλην του την ζωήν ο αοίδιμος. Επάνω δε εις
τους άλλους κόπους της ασκήσεως, τον ώρισαν και μάγειρον της Μονής, εξετέλει δε
ο μακάριος και την υπηρεσίαν ταύτην προθύμως και εμαγείρευεν επιμελέστατα, δια
να μη λυπήση τους αδελφούς· όταν δε έψηνε τι εις τα κάρβουνα, βλέπων εκείνο το
πρόσκαιρον πυρ, ενεθυμείτο το αιώνιον και έχυνε ποταμηδόν θερμά δάκρυα, νομίζων
εαυτόν ως κολασμένον. Όταν δε οι άλλοι έπιπτον εις την κλίνην δι΄ ανάπαυσιν,
αυτός εξήρχετο από την Μονήν και επήγαινεν εις την βρύσιν, εις την οποίαν ήτο
καστανέα πλατεία και εκρύπτετο εις αυτήν ο θαυμάσιος, εκεί δε προσηύχετο,
επειδή ήτο αύτη πυκνή και μεγάλη, η οποία έως την σήμερον (έως της εποχής της
συγγραφής του Συναξαρίου τούτου) φέρει το όνομα του Παύλου και μαρτυρεί τους
υπέρ άνθρωπον αγώνας του και τα ένθεα αυτού κατορθώματα. Εις το δένδρον αυτό έγινε και θαυμάσιον τι
του Μωϋσέως παρόμοιον· ήτοι νύκτα τινά, του Παύλου προσευχομένου, εφάνη όλον το
δένδρον καιόμενον από άνωθεν έως κάτω, έβλεπον δε οι Μοναχοί τον Όσιον και ήτο
και αυτός όλος πυρ, ο δε μανδύας τον οποίον εφόρει εφαίνετο όλος
καταφλεγόμενος, αλλά και τα δάκτυλα των χειρών του εφαίνοντο ως λαμπάδες, όταν
ύψωνε τας χείρας αυτού και προσηύχετο· έπειτα, αφού έπαυε το φρικτόν τούτο και
εξαίσιον θέαμα, έκλαιεν ο Όσιος εξ όλης του της καρδίας και εδίψα να λυτρωθή
από την πρόσκαιρον ζωήν ταύτην την φθειρομένην, να υπάγη εις την άφθαρτον και
αιώνιον· διότι κατά αλήθειαν πυρ άϋλον κατέφλεγε την καρδίαν του προς την
αγάπην του Χριστού και δεν είχεν ανάπαυσιν, αλλά πολλάκις παρεκάλει τον
Ηγούμενον να τον συγχωρήση να υπάγη εις τόπον ήσυχον, να διέλθη τον βίον
ατάραχον· αλλ΄ ο Όσιος Πέτρος δεν του επέτρεπε, διότι ήτο νέος και εφοβείτο
μήπως τον πειράξουν οι μισόκαλοι δαίμονες και τον νικήσουν ως άπειρον. Είχεν
λοιπόν υπομονήν ο μακάριος Παύλος, έως ου ετελεύτησεν ο Ηγούμενος και τότε
συνεβουλεύθη δι΄ αυτήν την καλήν γνώμην, την οποίαν είχε, με τον συμμαθητήν
του, την κλήσιν Δημήτριον, με τον οποίον ως αδελφοί είχον αγάπην μεγάλην και
του είπε να τον συγχωρήση να υπάγη εις τόπον ήσυχον. Ο δε ακούσας τον χωρισμόν
εδάκρυσε και τον παρεκάλεσε να τον δεχθή μαζί του. Ιδών δε την καλήν του γνώμην
ο Παύλος, εδέχθη και αφού ανέβησαν εις την κορυφήν του όρους, ήτοι του Λάτρου,
κετέβησαν εις το νότιον μέρος αυτού προς την Λαύραν των Κελλιβάρων, γυρίζοντες
δε όλα τα καλλία, εγνωρίσθησαν με τους ερημίτας, οίτινες κατώκουν εις εκείνα τα
σπήλαια. Εις τον τόπον αυτόν λέγουσιν, ότι ήλθον από το όρος Σινά και από την
Ραϊθώ όσοι Πατέρες διέφυγον την σύλληψιν από τους Σαρακηνούς και εγκαταστάθησαν
εκεί, ήσαν δε ούτοι τριακόσιοι.
Αφού έφθασαν εις εκείνην την έρημον, ο θαυμάσιος Παύλος με τον Δημήτριον
εγύρισαν όλα εκείνα τα σπήλαια και ευρόντες εν, το ησυχαστικώτερον από τα άλλα,
το λεγόμενον της Θεοτόκου, το οποίον ήρεσεν εις τον Παύλον, είπεν ούτος εις τον
σύνοδόν του να μείνωσιν εις αυτό· εκείνος δε απεκρίνατο· «Όσον δι΄ ησυχίαν ο
τόπος είναι κατά πολλά αρμόδιος, αλλά θέλομεν και παραμικρόν σιτηρέσιον, εδώ
όμως δεν ευρίσκομεν τίποτε βρώσιμον· λοιπόν ας υπάγωμεν εις την Σκήτην των
Κελλιβάρων, να καθίσωμεν μετά τινος κελλιώτου, ώστε να λαμβάνωμεν από την
Λαύραν ή από τους ερημίτας την ζωοτροφίαν μας». Ο δε θείος Παύλος είπε,
δεικνύων εις αυτόν τα πρινάρια· «Αυτά τα βελανίδια μάς φθάνουσι». Λέγει ο
Δημήτριος· «Αυτά είναι τόσον βλαβερά και άνοστα, ώστε και αυτοί οι χοίροι τα
μισούν πολλάκις και δεν τα θέλουν». Λέγει προς αυτόν ο Παύλος· «Επειδή, αδελφέ,
αγαπάς να έχης τα σαρκικά σου θελήματα και δεν ενθυμείσαι τα θεία λόγια του
Ευαγγελίου, το οποίον μας παραγγέλλει, να μη μεριμνώμεν δια την αύριον, ούτε
δια τροφάς και ενδύματα, εγώ μένω εδώ, συ δε ύπαγε όπου επιθυμείς». Έμεινε
λοιπόν ο Παύλος εκεί. Ο δε Δημήτριος επήγεν εις τα Κελλίβαρα και έμεινεν άνωθεν
της Λαύρας μετά Γέροντος τινος εναρέτου, Ματθαίου ονόματι, προορατικού και
αγίου ανθρώπου, ο οποίος ακούσας δια τον Παύλον, του έστελλε τροφάς με τον
Δημήτριον, τας οποίας εδέχετο ο μακάριος ευχαριστών μετά δακρύων τον Κύριον,
όστις είχε την μέριμνάν του, ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Ούτω λοιπόν έμεινεν ο
καλός Δημήτριος υπηρετών τον Ματθαίον αόκνως και βοηθών και τον Παύλον εις τα
αναγκαιότερα του σώματος. Είχε δε ο άγιος Γέρων, ήτοι ο Ματθαίος, συνήθειαν,
όταν επρόκειτο να εξαγάγη παξιμάδια από το κοφίνι, να κάμη πρότερον προσευχήν,
δια να τα ευλογή η Χάρις του Θεού να πληθαίνωσιν· ημέραν δε τινα εξήγαγεν ο
Δημήτριος ολίγα και τα έφερεν εις την τράπεζαν να παξιμαδίσουν, ερωτήσας δε
αυτόν ο Γέρων, εάν εποίησε προσευχήν και σταυρόν πριν τα πάρη, του απεκρίθη,
ότι ελησμόνησεν. Όθεν εσκανδαλίσθη ο ευλαβής Γέρων και του λέγει· «Θέλεις να
κάμης τρόπον να ολιγοστεύσουν τα παξιμάδια, δια να υπάγωμεν εις τα χωρία, να
ζητώμεν σιτηρέσια»; Ταύτα λέγων επέστρεψεν αυτά εις το καφίνιον· έπειτα
εποίησεν ευχήν και ακολούθως τα εξήγαγε, ούτω δε εποίει καθ΄ ημέραν και, ω των
θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ πλουσιόδωρε! Δεν έλειψεν από το κοφίνιον τούτο ο
άρτος ουδέποτε, αλλ΄ εξήρχοντο απ΄ αυτού τόσα παξιμάδια όσα εχρειάζοντο και όχι
μόνον αυτοί οι δύο έτρωγον, αλλ΄ έστελλον και εις τον ευλογημένον Παύλον και
εις άλλους πολλούς έδιδον, και έτρωγον όσοι ετύγχανον.
Είχε δε εις πολλήν ευλάβειαν τον Θεολόγον Ιωάννην ο Γέρων· όθεν επήγαινε
κατ΄ έτος εις τον Ναόν του, όστις ήτο μακράν από την Σκήτην εκείνην ολίγα
μίλια· κάποτε δε συνέβη να ίδη εκεί γυναίκα ωραίαν και εσκανδαλίσθη· όθεν
επέστρεψεν ευθύς εις το κελλίον του και δεν επήγε πλέον· όταν δε ήλθεν η εορτή
του Θεολόγου, ελυπείτο επειδή δεν θα επήγαινε να τον ίδη εις τον προαναφερθέντα
Ναόν, ως το πρότερον, και αναβάς εις λίθον τινά υψηλόν κατά την νύκτα της
εορτής του Αγίου, προσηύχετο κατ΄ ανατολάς και εζήτει από τον θείον Ιωάννην
συγχώρησιν. Καθώς δε έβλεπε προς την ανατολήν, είδεν ομοίωμα ανθρώπου, όμοιον
του Θεολόγου και του λέγει· «Ιδού ότι ήλθον δια την αγάπην σου να με ίδης και
μη θλίβεσαι». Ταύτα λέγων ο Θεολόγος έγινεν άφαντος. Αλλ΄ ας έχω συγχώρησιν,
δια το ότι απεμακρύνθην από την γλυκυτάτην διήγησιν του μακαρίου Παύλου, διότι
ηναγκάσθην να πράξω τούτο, επειδή έκρινα ότι δεν ήτο πρέπον να αποσιωπήσω
τελείως και τούτου του μακαρίου ανδρός την υπερθαύμαστον διήγησιν. Ας έλθω δε
και πάλιν εις το προκείμενον, να σας διηγηθώ τους πειρασμούς, τους οποίους θεληματικώς
υπέμεινεν ο μακάριος Παύλος. Ας
αφήσωμεν όμως την αγρυπνίαν, την νηστείαν, την μετάνοιαν, την μόνωσιν και πάσαν
άλλην κακοπάθειαν εκούσιον, τας οποίας όλας υπέμεινεν ο μακάριος και ας
γράψωμεν μόνον δια τας κακουργίας τας οποίας του επροξένησεν ο μισόκαλος, ίνα
εννοήσετε πόσον φθόνον είχε κατά του Αγίου. Διότι όχι μόνον με φαντασίας τον
επείραξεν, αλλά και οφθαλμοφανώς ενεφανίσθη ενώπιόν του με πολλήν αυθάδειαν.
Εκτύπων δε τότε και εφώναζον απρεπώς οι δαίμονες, έτριζον τους οδόντας και τον
εφοβέριζον, έκαμνον σεισμούς και εκρήμνιζον λίθους μεγάλους, έρριπτον ξύλα και
άλλα μυρία κακά του έκαμνον, δια να δειλιάση και φύγη απ΄ εκείνην την έρημον,
διότι πολλήν θλίψιν έδιδεν εις αυτούς η διαγωγή του· αλλ΄ αυτός ίστατο ανδρείως
και δεν υπελόγιζε καν τους πειρασμούς αυτών, αλλ΄ εθεώρει αυτούς ως βέλη και
παίγνια νηπίων. Έμεινε δε εις εκείνον τον τόπον ο Παύλος οκτώ μήνας μόνος του
και ο Δημήτριος με τον Γέροντα. Τότε όμως έγραψεν ο Ηγούμενος του Μοναστηρίου
των, Παύλος ονόματι και αυτός, να επιστρέψουν εις την Μονήν ει δ΄ άλλως να
είναι ασυγχώρητοι· όθεν και παρά την θέλησίν των επήγον. Πρότερον όμως επήγεν ο
Παύλος εις τον Γέροντα του Δημητρίου, να τον ευλογήση ως ενάρετος, εκείνος δε
τους προεφήτευσεν όσας αρετάς έμελλον να κατορθώσουν αμφότεροι· και ούτω
ευλογηθέντες υπ΄ αυτού, επέστρεψαν και πάλιν εις την Μονήν της Καρύας.
Ολίγας όμως ημέρας έμεινεν εκεί ο θείος Παύλος και κατόπιν με συγχώρησιν
του Προεστώτος ανεχώρησε πάλιν δια το όρος· περιελθών δε όλα τα σπήλαια του
Λάτρου, τα οποία ήσαν εις την ακρώρειαν και ευρών Μοναχόν τινα, Αθανάσιον
καλούμενον, όστις ήτο πρότερον Προεστώς εις τι πατριαρχικόν Μοναστήριον, τότε
δε ησύχαζεν εκεί εις το όρος, εις την Λαύραν του Σωτήρος, τον παρεκάλεσε να του
κτίση στύλον τινά εκεί εις την Λαύραν πλησίον. Ο δε Αθανάσιος του υπέδειξεν
άλλον στύλον θεόκτιστον, όστις ήτο πέτρα τόσον υψηλή, ώστε ήγγιζεν η κορυφή
αυτής εις τα νέφη. Εις την κορυφήν δε της πέτρας εκείνης ήτο μικρόν σπήλαιον
αχειροποίητον, εις το οποίον έκαμε πρότερον Άγιος τις έτη είκοσιν· εις τούτο
λοιπόν το περιφανέστατον σπήλαιον κατώκησε και ο θαυμάσιος Παύλος, λαβών μεθ΄
εαυτού ολίγας τροφάς, τας οποίας, αφού κατηνάλωσε, διήλθε μεγάλην στενοχωρίαν,
διότι ο τόπος ήτο παντέρημος και ο Άγιος δεν ηθέλησε να καταβή πλέον εκείθεν,
αλλ΄ έρριψεν εις τον Κύριον όλην αυτού την μέριμναν, ο δε Κύριος ως αγαθός και
εύσπλαγχνος του έστειλε βοήθειαν με τον εξής τρόπον.
Γεωργός τις Λέων καλούμενος έβοσκεν αίγας και απώλεσε δύο εξ αυτών, αι
οποίαι επήγαν εις τον στύλον εκείνον του Οσίου κατ΄ οικονομίαν Θεού και
εβόσκοντο και πηγαίνων ο Λέων να τας εύρη, είδε τον Όσιον. Όθεν ερωτήσας αυτόν
επιμελώς τις ήτο και πόθεν ήλθεν εκεί, είπεν εις αυτόν την αλήθειαν· από τότε
λοιπόν του έφερεν ο γεωργός όσα εχρειάζετο δια τροφήν και ενδυμασίαν του, έτι
δε και πυρόβολον με τσακμακόπετραν και έλαιον με λύχνον, να αναγινώσκει την
ακολουθίαν του. Πάλιν όμως, όταν ήλθε το θέρος, δεν είχεν άδειαν ο γεωργός να
υπάγη εις τον Όσιον· όθεν παρέμεινε νήστις ημέρας πολλάς, τόσον ώστε
εκινδύνευσεν εις θάνατον· και μη δυνάμενος να σταθή εις τους πόδας του, έκειτο
ημιθανής και άφωνος· έπειτα είδε το κανδήλιον εκεί, όπου το είχε κρεμασμένον
και ηγέρθη με πολλήν βάσανον και κόπον ανείκαστον και πίνει το έλαιον και το
ύδωρ της κανδήλας δια να λάβη ολίγην άνεσιν και να μη αποθάνη. Ούτω
λοιπόν εβασάνιζε την σάρκα ο τρισμακάριος δια να εύρη εις τον Παράδεισον
απόλαυσιν. Ο δε πανάγαθος Κύριος εφώτισε τον προαναφερθέντα Αθανάσιον, όστις
του υπέδειξε τον στύλον. Ενθυμηθείς λοιπόν ούτος τον Όσιον του έφερε τροφάς·
και τότε το έμαθεν ο φιλάδελφος Δημήτριος και άλλοι πολλοί και του έφεραν τα
χρειαζόμενα. Πάλιν όμως και εκεί εις την πέτραν τον επείραξαν οι δαίμονες και
άλλοτε μεν εδείκνυον, ότι ήθελον να τον ρίψωσι κάτω, άλλοτε δε έθετον πυρ να
τον καύσουν, και άλλην φοράν τον ετόξευον με σαϊτας· αλλ΄ ο Όσιος ίστατο
ατρόμητος ως λέων και δεν εδειλία ποσώς τας μηχανουργίας των. Ο δε παμπόνηρος
εσχηματίσθη εις όφιν μέγαν και περιετριγύριζε μέσα εις το σπήλαιον σφυρίζων,
έπειτα επήγαινεν όπισθεν του Οσίου και ανέβαινεν εις τον ώμον του, έστρεφε δε
την κεφαλήν του προς το στόμα του Αγίου, καθώς προσηύχετο και τον έβλεπε
κατάματα επί ώραν πολλήν ο αναίσχυντος. Τούτο δε έπραττεν όχι μόνον μία ή δύο ή
δέκα φοράς ή ένα μήνα, αλλ΄ ω της υπομονής σου, Όσιε! Έτη τρία ακέραια, δίδων
εις αυτόν μεγάλην ενόχλησιν, αλλά βλάβην τινά δεν του επέφερε· διότι ο Θεός τον
εφύλαττεν ως φιλάνθρωπος και δεν είχεν ο μισάνθρωπος εξουσίαν να τον
κακοποιήση, μόνον να τον πειράζη τον συνεχώρει, δια να έχη μισθόν περισσότερον.
Επεθύμει δε ο Όσιος να ετύγχανε Ιερεύς τις, να λειτουργήση εκεί εις το
σπήλαιον, δια να κοινωνήση τα θεία Μυστήρια. Παρεκάλεσε λοιπόν τον Αθανάσιον
και του κατεσκεύασε κλίμακα, αναβάντες δε ολίγοι τινές, ιερούργησεν ο Ιερεύς
και εκοινώνησεν ο Άγιος το Πανάγιον Σώμα και Αίμα του Χριστού με πολλήν
ευλάβειαν και κατάνυξιν. Τότε δε, κατ΄ οικονομία Θεού, έγινε σεισμός μέγας και
τόσον φοβερός, ώστε εφοβήθησαν οι παρόντες, διότι ο τόπος ήτο πολύ υψηλός και
εσείετο ως κλάδος δένδρου· όθεν φοβούμενοι μήπως κρημνισθούν και αποθάνωσιν,
ησπάσθησαν αλλήλους και συνεχωρήθησαν κλαίοντες. Όμως μόνον όσοι ήσαν επάνω
εφοβήθησαν, εκείνοι δε οι οποίοι έμειναν κάτωθεν του στύλου έλεγον, ότι δεν
αντελήφθησαν τίποτε· αλλ΄ ακούσατε και άλλο θαυμάσιον. Είχε
λύπην μεγάλην ο Όσιος, διότι δεν είχεν ύδωρ και ελάμβανε κόπον ανείκαστον
εκείνος όστις το εσήκωνε, να το ανεβάση εις τόσον ύψος· όθεν έχων την ελπίδα
εις τον Θεόν, εξήλθεν από το σπήλαιον και περιερχόμενος όλον τον στύλον,
εκοίταζε τας πέτρας να ίδη εάν εις τι μέρος έσταζεν ύδωρ, αλλά δεν εύρεν· ιδών
δε τόπον τινά, όστις του εφάνη αρμόδιος δια ύδωρ, έπεσεν εις προσευχήν, ταύτα
λέγων· «Δέσποτα Παντοδύναμε, ουδέν είναι αδύνατον εις την μεγαλειότητά Σου,
διότι όσα θέλεις γίνονται με το πανάγιόν σου πρόσταγμα. Καθώς λοιπόν προστάξας
πάλαι εξήλθεν από την πέτραν ύδωρ και επότισας τον λαόν σου εις την έρημον,
ούτω και τώρα, αν είναι ευάρεστον εις την Βασιλείαν σου, ας εξέλθη ύδωρ από ταύτην
την άνυδρον πέτραν εις δόξαν σου». Ταύτα λέγων, ω της αρρήτου του Χριστού
χρηστότητος και ανεκλαλήτου δυνάμεως! Ανέβλυσεν ύδωρ ηδύτατον και εξέπληξεν
άπαντας. Όχι δε μόνον τότε, αλλά και έως την σήμερον αναβλύει θαυμασιώτατον εις
την γεύσιν, νόστιμον πολύ και καλοχώνευτον· το δε θαυμασιώτερον, ότι ούτε
ολιγοστεύει όταν τύχωσι πολλοί να πίωσιν, ούτε πάλιν όταν είναι εις πληθαίνει.
Όσον δε και αν εκβάλωσιν, ο λάκκος εκείνης της πέτρας είναι πάντα γεμάτος, αλλά
και αν δεν λάβουν εξ αυτού καθόλου δεν περισσεύει να χυθή έξω, τούτο δε το
θαυμάσιον γίνεται διηνεκώς. Από τούτο έγινεν ο Όσιος εις όλους περίφημος και
περιβόητος· αλλά και Αγγέλους ηξιώθη να βλέπη ως ισάγγελον βίον πολιτευόμενος
και συνωμίλει μετ΄ εκείνων και συνέψαλλεν, όταν τους ήκουε και υμνολόγουν τον
Θεόν, καθώς και εις τους ουρανούς τον δοξάζουσιν· αλλά και οι δαίμονες πολλάκις
εσχηματίζοντο ως φωτεινοί άγγελοι, δοκιμάζοντες να τον πλανήσωσιν, αλλ΄ αυτός
είχε τον Θεόν, όστις του εφανέρωνε τα απόκρυφα και δεν τους έδιδε καθόλου
ακρόασιν. Ούτω λοιπόν έγινεν ονομαστός και έλαμπεν εις
τον στύλον ως άλλος ήλιος· όθεν με την θαυμάσιον πολιτείαν του είλκυσε πολλούς
προς εαυτόν, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον, και συνήχθησαν από διαφόρους τόπους και
κατώκησαν πέριξ του στύλου, κτίζοντες άλλος καλύβην, άλλος σκάπτων σπήλαιον και
έκαστος επορεύετο ως ηδύνατο, εδιδάσκοντο δε άπαντες υπό του Οσίου. Έπειτα
έκτισαν και Ναόν εις το όνομα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με την πρόσταξιν του
Γέροντος, ο οποίος τους διεχώρισεν εις δύο τάγματα, το εν να διάγουν κοινοβιακώς,
το δε άλλο ιδιορρύθμως, έκαστος δε Μοναχός ηκολούθει την τάξιν του τάγματος το
οποίον προέκρινε. Τους προσέταξε δε να μη έχη ουδείς τίποτε ίδιον, ούτε μίαν
βελόνην, χωρίς να το γνωρίζη ο Καθηγούμενος. Τους καθώρισε δε και τας τάξεις
εκάστου τάγματος, πως δηλαδή θα πολιτεύωνται οι Μοναχοί εκάστου τάγματος, εις
την Ακολουθίαν, εις την τροφήν, εις την ενδυμασίαν και τα επίλοιπα. Τους έδιδε
δε και όσα τους εχρειάζοντο δια να πορεύωνται, ώστε να μη τους λείπη τίποτε,
και τους πειράξη ο λογισμός, να στραφούν εις τα οπίσω, όταν υστερούντο των
αναγκαίων του σώματος· ταύτα δε του έφερον οι πιστοί χάριν ελεημοσύνης· και
αυτοί οι οποίοι ήρχοντο να ησυχάσουν εκράτουν αργύρια και τα έδιδον εις τον
Προεστώτα δια τας ανάγκας της αδελφότητος, του έφερον δε πολλάκις και άρτους. Ημέραν
δε τινα του έφερον ολίγον άλευρον, το οποίον οι Μοναχοί εζύμωσαν χωρίς να
πάρουν ευλογίαν, διότι δεν είχον άρτον την ημέραν εκείνην και ηναγκάσθησαν να
ζυμώσουν, δια να γίνη γρήγορα ο άρτος. Όταν όμως εζύμωσαν του το είπον· ο δε
Όσιος τους εκανόνισε βαρέως δια την παράβασιν, προστάξας συγχρόνως να ρίψουν
την ζύμην εις τον ποταμόν, δια να μη τολμήσουν πλέον να πράξουν τι άνευ
ευλογίας και συγχωρήσεως· οι δε Μοναχοί εσκανδαλίσθησαν, επειδή δεν είχον τι να
φάγωσιν· αλλ΄ ο πανάγαθος Κύριος, δια να τους δώση να εννοήσουν ότι η γνώμη του
Οσίου ήτο θεάρεστος και όχι ανόητος και ότι δεν απέρριψε ματαίως τόσην ζύμην,
ωκονόμησε και τους έφεραν την επομένην ημέραν άρτους πολλούς, ώστε τους έφθασαν
προς αυτάρκειαν και τότε ηννόησαν οι αδελφοί το σφάλμα των και εζήτησαν
συγχώρησιν. Κατ΄ εκείνας τας ημέρας ήτο ανομβρία μεγάλη εις όλην την Μίλητον
και ύδωρ ουδόλως ευρίσκετο· όθεν συνήχθησαν τεσσαράκοντα άνδρες από διάφορα
χωρία και ετέλουν κοινώς λιτανείαν προς Κύριον, να ευσπλαγχνισθή το πλάσμα του
και να τους στείλη ύδωρ ίνα μη αποθάνωσιν. Ανέβησαν λοιπόν εις την κορυφήν του
όρους εκείνου, εις το οποίον κατώκει ο θείος Παύλος, και αφού έκαμαν την δέησιν
και κατέβαινον, επήγαν εις το σπήλαιον του Οσίου και τον παρεκάλεσαν θερμώς να
ποιήση και αυτός μετ΄ αυτών κοινώς δέησιν. Ο δε Όσιος ηρώτησε τον υποτακτικόν
του, εάν είχεν οίνον να κεράση τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι ήσαν κατάκοποι
από την πολλήν οδοιπορίαν και εδίψων υπέρμετρα. Ο δε Μοναχός είπεν, ότι ήτο εις
οινοδόχην τινά ολίγος· ηυλόγησε λοιπόν τον οίνον αυτόν ο Άγιος και είπεν εις
τον Μοναχόν να δώση εις όλους να πίωσιν από εν γεμάτον ποτήριον εις δόξαν Θεού,
όπως και πράγματι έπιον άπαντες· έπειτα τον ηρώτησεν αν είχεν ακόμη οίνον η
οινοδόχη και του λέγει εκείνος «Ναι»· ο δε Όσιος είπε προς αυτόν· «Δώσε λοιπόν
εις αυτούς να δευτερώσουν»· και όλοι των εδευτέρωσαν και πάλιν, ω του θαύματος!
είχεν ακόμη και ετρίτευσαν· όθεν βλέποντες εκείνοι τοιούτον εξαίσιον θέαμα,
έλαβον την οινοδόχην εις τας χείρας των και την εύρων, ω της μεγάλης σου Χριστέ
δυνάμεως! πεπληρωμένην κατά το ήμισυ και περισσότερον και το διηγούντο καθ΄όλην
την οδοιπορίαν των, αφού δε έφθασαν εις τους οίκους των έλεγον εις όλους το
θαυμάσιον και συνήγοντο Μοναχοί περισσότεροι, οίτινες του έδιδον ενόχλησιν και
δεν ηδύνατο να ησυχάση κατά τον πόθον του. Όθεν επειδή ο Όσιος ηγάπα την
ησυχίαν, απεφάσισε να αναχωρήση εκείθεν· είχε δε τότε εκεί έτη δώδεκα. Έφυγε
λοιπόν κρυφίως εις τα ερημικώτερα του όρους και έμεινεν ολομόναχος, διάγων
πολιτείαν υπερθαύμαστον· πολλάκις δε κατέβαινεν εις την Λαύραν και τους
εδίδασκε να επιμελώνται την αρετήν αόκνως· προ πάντων δε τους ενουθέτει να
έχουν την ταπείνωσιν και να μη νομίζη κανείς, ότι έχει καλωσύνην τινά επάνω
του, αλλά εις όλα και πάντοτε να ταπεινώνται. Αυτά και έτερα διδάσκων αυτούς
ανέβαινεν εις το όρος και πάλιν ήρχετο πολλάκις και τους ενουθέτει τα πρέποντα.
Είχε δε επάνω εις όλας τας άλλας χάριτας την πολύμοχθον και επίπονον
εγκράτειαν, δια να νικά την σάρκα και να την υποτάσση εις το πνεύμα· όταν δε
ήθελεν επιθυμήσει βρώσιμον τι και συνέβαινε να του το φέρη ο υποτακτικός του ή
δεν το έτρωγε, δια να μη τον νικά η λαιμαργία, ή έβαλλεν ύδωρ και εγίνετο το
φαγητόν εκείνο, ή γάλα ήτο, ή ζωμός, ή άλλον όμοιον, άνοστον πολύ και άχρηστον
και τότε το έτρωγεν, ευχαριστών τον Κύριον, ο οποίος βλέπων την καλήν του
προαίρεσιν, του έστελλε πολλάκις ό,τι ήθελεν ορεχθή δια να θεραπεύση την γνώμην
του. Και ημέραν τινά επεθύμησε να φάγη μαρούλια και παρευθύς φαίνεται έμπροσθέν
αυτού άνθρωπος τις αγνώριστος, τον οποίον άλλην φοράν δεν τον είδον και του
δίδει τρία μαρούλια ωραιότατα και γλυκύτατ και ευθύς έγινεν άφαντος. Ο δε Άγιος
εποίησε τον σταυρόν του και έφαγε μέρος εξ αυτών ευχαριστών μετά δακρύων τον
πλουσιόδωρον Βασιλέα, όστις τα έστειλε· και τόσον ήσαν γλυκά και νόστιμα, ώστε
εθαύμαζε. Αλλ΄ ακούσατε προς δόξαν Θεού και άλλο θαυμασιώτερον.
Το Άγιον Πάσχα επεθύμησε να φάγη τυρόν νεαρόν, ήτοι νωπόν, και πάλιν
εμέμφετο εαυτόν ως λαίμαργον και κοιλιόδουλον, διότι ωρέγετο σαρκικά θελήματα·
τότε φαίνεται έμπροσθέν του άνθρωπος, κρατών εις τας χείρας του τυρόν νεόπηκτον
και καθώς του τον έδωκεν έγινεν άφαντος. Ταύτα εφανέρωσεν ύστερον ο Όσιος προς
τον φίλον του Δημήτριον, όχι δι΄ έπαινον εαυτού, αλλά δι΄ εύλογον αιτίαν, ήτοι
να μη καταλαλώσι τον Κύριον· διότι ο ρηθείς Δημήτριος έλεγε ποτε προς άλλους
τινάς αδελφούς, ότι δεν ευρίσκονται τώρα πλέον άνθρωποι να τους φέρη τροφήν ο
Άγγελος. Τούτο ακούσας ο Όσιος εμειδίασεν ολίγον και του λέγει· «Ηγαπημένε Δημήτριε,
μη κατακρίνης τον Θεόν αδιακρίτως, διότι εκείνος όστις ήτο τότε, είναι και τώρα
κηδεμονικός, φροντιστής και φιλανθρωπότατος και μας αγαπά όλους περισσότερον
παρά ο πατήρ τα τέκνα του και όσα χρειασθώμεν μας στέλλει ως εύσπλαγχνος». Ταύτα ειπών, του εφανέρωσε τα θαυμάσια τα
οποία εγράψαμεν ανωτέρω και τα ωμολόγησεν εις δόξαν Θεού και υπόδειγμα ημών,
λέγων ότι άλλοτε έβλεπε τον Άγγελον γέροντα, άλλοτε νέον και άλλοτε παιδίον
μικρότατον· διότι ο Όσιος εγύριζε πολλάκις την νύκτα εις την έρημον και έβλεπε
τους Αγγέλους και δεν εφοβείτο τελείως ούτε εδειλία από βροντάς, ή αστραπάς, ή
θηρία ανήμερα. Νύκτα δε τινα, ότε έβρεχε
δυνατά, εισήλθεν εις τι σπήλαιον και προσηύχετο κατά την συνήθειαν. Τότε ήλθε
και μία πάρδαλις και έπεσε πλησίον του· ο δε Όσιος έρριψε λίθον κατ΄ αυτής και
την εξεδίωξεν, εκείνη δε εξήλθεν αταράχως και δεν εθυμώθη να ορμήση κατ΄ αυτού,
αλλ΄ έφυγε. Τινές δε τον ηρώτων, πως δεν εφοβείτο να περιπατή την νύκτα
τοιούτον όρος έρημον και αγριώτατον. Ο δε έλεγεν· «Έως ου με φυλάττει ο φύλαξ της
ψυχής μου Άγγελος, ούτε αστραπάς και θηρία φοβούμαι, ούτε τους δαίμονας· εάν δε
και με αφήση δια τας αμαρτίας μου ο Άγγελος, τότε φοβούμαι και τα φύλλα των
δένδρων όταν πίπτωσιν». Έχων δε πόθον να εύρη πάλιν άλλον τόπον, να μη του
δίδουν ενόχλησιν, διότι συνήχθησαν και εκεί πολλοί και τον συνέχεον, έφυγε
κρυφίως από όλους και ευρίσκων πλοίον επήγεν εις την Σάμον· ανελθών δε εις εν
όρος, το οποίον ονομάζουσι Κερκετέα, ήθελε να υπάγη εις το σπήλαιον, εις το
οποίον κατώκει το πάλαι ο Πυθαγόρας, ο μέγας εκείνος φιλόσοφος· επειδή δε ήτο ο
τόπος κρημνώδης και δυσανάβατος, έμεινεν εις τόπον τινά κάτω του σπηλαίου και
εκεί προσηύχετο προς τον Κύριον.
Ο δε πρώτος της νήσου, Θεοφάνης ονόματι, εκυνήγει εις εκείνα τα μέρη και
πλησιάζοντες οι κύνες εις τον τόπον, εις τον οποίον ήτο κεκρυμμένος ο Όσιος,
τον ωσφράνθησαν και υλάκτουν· όθεν ο Θεοφάνης, νομίζων ότι ήτο άγριον τι ζώον,
έβαλε το βέλος εις το τόξον και εσκόπευε δια να το ρίψη εκεί όπου υλάκτουν τα κυνάρια·
αλλ΄ η θεία Χάρις εφύλαξεν επιμελώς τον Όσιον και δεν επήγαν τα βέλη εκεί όπου
ο Θεοφάνης εσκόπευεν, αλλά μάλιστα την τετάρτην φοράν έπεσε και το τόξον από
τας χείρας του και έτρεμεν η καρδία του. Όθεν ηννόησεν ότι ήτο Θεού θέλημα το
γενόμενον και καταβαίνων εκ του ίππου επλησίασεν εις το δάσος και βλέπει τον
Άγιον προσευχόμενον· όθεν ρίπτων κατά γης τον οπλισμόν, τον προσεκύνησε
δακρυρροών και λέγων· «Ουαί μοι τω τάλανι, τι έμελλον να πάθω, να σε φονεύσω,
Άγιε του Θεού, και δεν ωμίλεις λόγον να σε γνωρίσωμεν, αλλ΄ εσιώπας και
εκινδύνευσας». Τότε τον ήγειρεν ο Όσιος και χαιρετήσας αυτόν, τον παρεκάλεσε να
τον βοηθήση να αναβή εις το σπήλαιον του Πυθαγόρου. Επήγε λοιπόν ο Θεοφάνης εις
τον οίκον του και του έφερε κλίμακα και ανέβη· ιδών δε τον τόπον κατά τον πόθον
του, έμεινεν εκεί ησυχάζων, του έφερε δε μόνος του ο ευλαβής άρχων τροφάς και
ει τι άλλο εχρειάζετο προς συντήρησιν.
Εις ολίγον καιρόν ηκούσθη και εκεί η φήμη του και συνήχθησαν πολλοί
άνθρωποι και κατώκησαν πέριξ του όρους. Όθεν έγινε πάλιν και ο Κερκετεύς Λαύρα
ως πρότερον, διότι ήσαν εκεί τρία Μοναστήρια, τα οποία ηρήμωσαν οι Αγαρηνοί,
τότε δε πάλιν δια του Παύλου ανεκαινίσθησαν· όθεν ο δαίμων εφθόνει και τον
επείραζε και καθώς κατέβαινεν ημέραν τινά την κλίμακα, δια να επισκεφθή τους
αδελφούς, εφάνη πλήθος όφεων από την πρώτην βαθμίδα έως της τελευταίας· τούτο
βλέπων πολλάκις ο Όσιος, ηννόησε τον δόλον του πρώτου όφεως και γνωρίζων ότι
ήτο επιβουλή του μισοκάλου, δια να δυσκολεύση την ωφέλειαν των Μοναχών, εποίησε
σταυρόν εις την κλίμακα και ψάλλων τον ενενηκοστόν Ψαλμόν κατέβη αφόβως και
όλοι οι όφεις ηφανίσθησαν και δεν εφάνησαν πλέον ουδέποτε. Οι δε Μοναχοί,
οίτινες ήσαν εις το Λάτρον, είχον θλίψιν άμετρον δια τον Όσιον, ότι τους αφήκε
και έφυγε και τον ανεζήτουν επιμόνως εις όρη και σπήλαια, εις σχισμάς πετρών
και εις κάθε τόπον ήσυχον· μαθόντες δε ότι ήτο εις την Σάμον, έστειλαν γράμματα
με Ιερομόναχον τινα, Ιωάννην, όστις, όταν έφθασεν εις την Σάμον, τον εδάγκασεν
εις τον πόδα μία έχιδνα· όθεν έπεσε κατά γης δεινώς οδυνώμενος. Συνήχθησαν τότε
τινές εγχώριοι, εις δε απ΄ εκείνους τον ευσπλαγχνίσθη και ελθών δρομαίως προς
τον Άγιον, του είπε την υπόθεσιν· ούτος δε λυπηθείς τον μαθητήν έδωσε του
ανθρώπου εν δοχείον με ολίγον ύδωρ, ποιήσας δε εις αυτό το σημείον του Τιμίου
Σταυρού του λέγει· «Ύπαγε ταχέως και δώσε εις τον ασθενή το ύδωρ τούτο να το
πίη, δια να ίδη την υγείαν του». Τούτου δε γενομένου, ω πράγμα εξαίσιον! ευθύς
ανέλαβεν εκείνος και υγιής γενόμενος επήγε περιπατών εις τον Όσιον. Δίδων δε προς αυτόν το γράμμα μετά δακρύων,
του είπε και δια στόματος πόσην θλίψιν έδωκε εις τους αδελφούς με την απόκρυφον
αυτού αναχώρησιν και τόσον τον παρεκάλεσεν, ώστε τον έπεισε και καταβάς
ηκολούθησεν αυτόν, επειδή τίποτε δεν είχε να πάρη, ως ακτήμων και πτωχότατος. Φθάσαντες λοιπόν εις το Λάτρον επορεύετο
έτι εναρετώτερα παρά πρότερον· όθεν ηξιώθη
να θεωρή οπτασίας θαυμασίας και τας
κολάσεις των αμαρτωλών, διηγείτο δε ταύτα εις τους Μοναχούς εκχέων δάκρυα
αμέτρητα, δια να φυλάττωνται και να μη πάθωσι και αυτοί τα όμοια. Πολλάκις δε
τον είδον, όταν έβλεπεν οπτασίαν τινά, να ίσταται όλος ακίνητος και δεν είχε
καμμίαν αίσθησιν, ούτε έβλεπεν, ούτε ήκουεν, αλλ΄ ίστατο ως είδωλον άψυχον· και
όταν ήθελε περάσει ώρα πολλή και ετελείωνεν η όρασις, έχυνε κρουνηδόν τα δάκρυα,
ενθυμούμενος τα φοβερά τα οποία είδε και δεν ηδύνατο να σαλεύση από τον φόβον
του· ερωτώντες δε αυτόν οι αδελφοί, να είπη τι είδε, τους απεκρίνετο, ότι δεν
είναι δυνατόν να διηγηθή γλώσσα υλική όσα θεωρούσιν οι νοεροί και ασώματοι
οφθαλμοί. «Μόνον τούτο σας λέγω, τους είπε πολλάκις, ότι αι κολάσεις των
αμαρτωλών είναι τόσον δειναί, ώστε η μικροτέρα εξ αυτών είναι χειροτέρα από την
μεγαλυτέραν εδώ πρόσκαιρον· διότι καθώς δίδει ο πανάγαθος Θεός μεγάλην
ευεργεσίαν και αντάμειψιν εις τους εναρέτους και τους αποδίδει μυριοπλάσιον
απόλαυσιν δια τον ολίγον κόπον, τον οποίον υπομένουσιν δι΄ αγάπην του, ούτω και
εις τους αχαρίστους αμαρτωλούς, οι οποίοι καταφρονούσι τον νόμον του, αποδίδει
ως δίκαιος Κριτής φοβεράς και ατελευτήτους τας κολάσεις δια τα κακά τα οποία
διέπραξαν, διότι καταφρονούσιν οι άφρονες τα σωτήρια προστάγματά του και
προτιμώσιν, ως άλογα ζώα και κτήνη ανόητα, τα σαρκικά των θελήματα».
Ταύτην την διδασκαλίαν του εδείκνυεν αληθεστάτην ο Όσιος με την σκληράν
και θαυμάσιον άσκησιν, την οποίαν έκαμε και τους φοβερούς αγώνας του, κολάζων
την σάρκα εδώ πρόσκαιρα, δια να λυτρωθή απ΄ εκείνα τα πάνδεινα και αιώνια
κολαστήρια· όθεν και πολλών άλλων έγινε σωτηρίας αίτιος, διότι ακούοντες
τοιαύτα φρικτά διηγήματα και βλέποντες τους σκληρούς αγώνας τους οποίους ετέλει
ο αδαμάντινος, τον εσέβοντο και τον εμιμούντο. Επήγε λοιπόν η φήμη του σχεδόν
εις όλον τον κόσμον και πάντες τον εθαύμαζον, του έστειλε δε και γράμματα ο
αυθέντης της Βουλγαρίας Πέτρος και δωρεάς, να παρακαλή τον Κύριον δια την ψυχήν
του· ομοίως και ο Πάπας της Ρώμης έστειλεν επιταυτού Μοναχόν τινα να τον
ιστορήση και να γράψη την πολιτείαν του· ωσαύτως και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος
έστειλλε προς τον Όσιον γράμματα, τα οποία φυλάττονται εις την Λαύραν του έως
την σήμερον. Είχε δε και τούτο το χάρισμα ο θεσπέσιος, ήτοι είχε το πρόσωπόν
του τοιαύτην χάριν από τον Θεόν, ώστε έλαμπε θαυμασιώτατα με τοσαύτην λάμψιν,
ως ακτίς του ηλίου και δεν ηδύναντο, ω του θαύματος! να τον βλέπουν τινές ώραν
πολλήν, διότι εθαμβούντο οι οφθαλμοί των· αλλά τούτο δεν εγένετο εις όλους τους
ορώντας εξ ίσου, αλλ΄ άλλοι μεν τον έβλεπον ανάπτοντα περισσότερον, άλλοι δε
ολιγώτερον, κατά την πίστιν αυτών και ευλάβειαν.
Ήτο δε και προορατικός ο μακάριος και ό,τι ήθελε προφητεύσει εγίνετο·
είχε δε ο τότε πιστότατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ετοιμάσει στόλον δια να
απελευθερώση την Κρήτην από τους Σαρακηνούς· όθεν έστειλε πρώτον γράμματα εις
τον Όσιον, να τον ερωτήση τι τέλος έμελλε να έχη ο πόλεμος. Του απήντησε δε ο
Όσιος να μη πολεμήση κατά το έτος εκείνο με τους Σαρακηνούς, διότι θα του
έδιδον μεγάλην ζημίαν. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς ελυπήθη, διότι είχε πολύν
στρατόν συνηγμένον και εξώδευσε και χρυσίον αναρίθμητον δια τον στόλον· όθεν δεν
υπήκουσεν εις τον Άγιον, νομίζων ότι θέλει νικήσει και έστειλε τον στόλον
αυτού, αλλ΄ επέστρεψαν ηττημένοι από τους Σαρακηνούς και κακώς έχοντες. Όθεν
μετεμελήθη σφόδρα, διότι δεν επίστευσε την πρόρρησιν του Παύλου· όχι δε μόνον
τότε, αλλά και άλλοτε προείπε τα μέλλοντα και τον είχον ως Προφήτην αγιώτατον.
Είχε δε ο Όσιος συνήθειαν να τελή εορτήν την Κυριακήν του Θωμά και εφίλευεν
όλους όσοι ήρχοντο την ημέραν αυτήν εις την Λαύραν του· έτος δε τι έτυχε και
δεν είχον ούτε έλαιον, ούτε οίνον, ούτε όσπρια· όθεν ο οικονόμος της Λαύρας,
Λουκάς ονόματι, ελυπείτο μη έχων τι βρώσιμον και έστειλε τον κλεινόν Συμεών,
όστις είχε προς τον Όσιον παρρησίαν, να τον ερωτήση τι να πράξωσιν. Αναβάς λοιπόν
εις το όρος ο Συμεών, ανήγγειλε ταύτα του Οσίου, ο οποίος ωνείδισε την απιστίαν
των πρότερον, έπειτα δε του είπε να ετοιμάσουν εις την Εκκλησίαν τα της εορτής
και ο Κύριος θέλει τους στείλει εξ ύψους βοήθειαν· ούτως είπε το άγιον εκείνο
στόμα και ο Κύριος εκύρωσε την απόφασιν του δούλου του και την πρωϊαν, ως
εξημέρωσε το Σάββατον, έφεραν από την Μίλητον δύο ημιόνους φορτωμένους άρτους
λαμπρούς, οίνον, τυρόν, ωά και άλλα παρόμοια, τα οποία έστειλαν οι φιλόχριστοι·
και πάλιν εις ολίγην ώραν απέστειλεν άλλα περισσότερα ο Επίσκοπος Αμαζώνος, αλλά
και οι τούτου Κληρικοί έστειλαν άλλα φαγητά ιδιαίτερα· ομοίως και από τα άλλα
χωρία, τα οποία τους επλησίαζον, τους έστειλαν φαγητά διάφορα, όλα δε εκείνα τα
φορτία ήλθον από την πρωϊαν έως της τρίτης ώρας της ημέρας, ως να τα έστειλεν
εις άνθρωπος. Ετοιμάσαντες λοιπόν τράπεζαν πλουσίαν, έφαγον όλοι προς
αυτάρκειαν και πριν να σηκώσουν τα περισσεύματα είπε ταύτα προς τον Ματθαίον
και τον οικονόμον ο Όσιος· «Αυτά τα αγαθά, τα οποία μας έστειλεν ο Δεσπότης
Χριστός, είναι έλεγχοι της απιστίας σας, και παρ΄ όλον ότι σεις εδιστάζετε, μας
εφίλευσε τόσον πλουσίως ο πλουσιόδωρος· εάν όμως επιστεύετε αδιστάκτως, πόσα θα
μας έστελλε»; Τότε εκείνοι έπεσαν εις τους πόδας του Οσίου ζητούντες
συγχώρησιν· ο δε υπομειδιάσας τους έδωκε κανόνα, να καθίσουν ακόμη εις την τράπεζαν,
να χορτάσουν καλά εις δόξαν Θεού και πλέον να μη νικηθούν από ολιγοπιστίαν
ουδέποτε.
Μιχαήλ ο πρωτοσπαθάριος του βασιλέως, ήτο φίλος πολύ ηγαπημένος του
Οσίου. Τούτον ο βασιλεύς κατέκρινεν εις θάνατον, διότι έκαμε πόλεμον με τους
Μαύρους και εφόνευσε πολλούς χωρίς την συγκατάθεσίν του, αυτοί δε τον
εσυκοφάντησαν, ότι τους ηδίκησεν· όθεν ο Κωνσταντίνος, δια να τους ειρηνεύση,
να μη ζημιώνωσι τους ανθρώπους του, προσέταξε να αποκεφαλίσουν τον
πρωτοσπαθάριον, ο οποίος έγραψεν επιστολήν προς τον Όσιον να τον βοηθήση εις
τον μέγαν τούτον κίνδυνον. Ο δε Όσιος προσέταξε τους πατέρας να λειτουργήσουν
δια τον φίλον του Μιχαήλ, και να υψώσουν δι΄ αυτόν την Παναγίαν, αυτός δε πάλιν
επάνω εις τον στύλον ηύχετο. Κατά δε την τρίτην ώραν της ημέρας, όταν
ετελείωσαν την Ιερουργίαν, ανέβη ο Ματθαίος εις τον στύλον και του λέγει ο
Όσιος· «Την ώραν ταύτην εξέβαλον τον Μιχαήλ εκ της φυλακής και τον συνεχώρησεν
ο βασιλεύς δια την Λειτουργίαν και την λιτανείαν την οποίαν ετελέσατε δι΄ αυτόν
και έρχεται να μας ευχαριστήση ως ευγνώμων φίλος». Και ούτως εγένετο, καθώς ο
Άγιος προεφήτευσεν.
Άλλην φοράν επήρε τον Ματθαίον ο Όσιος και επήγαν εις το Μοναστήριον της
Καρύας, να προσκυνήσουν τον Τίμιον Σταυρόν και επιστρέφοντες εις το όρος, είδον
άγνον τινά, ήτοι λυγαριάν, ήτις είχε κλώνον ίσον, κατάλληλον δια ράβδον και
προσέταξε τον Ματθαίον να τον κόψη· ο δε Ματθαίος έμεινεν οπίσω να κάμη το
πρόσταγμα· έπειτα βλέπων ότι δεν είχεν εργαλείον να κόψη τον κλώνον, εγόγγυζε κατά
του Αγίου και τότε ακούει κτύπον πλησίον του και στρέψας το πρόσωπον προς τον
κτύπον, βλέπει παιδίον ετών δώδεκα, λευκόν ως χιόνα και εκράτει πέλεκυν
σιδηρούν, τον οποίον έδωκεν εις τον Ματθαίον λέγων· «Λάβε τούτον, να κόψης την
ράβδον ως σε προσέταξε». Λαβών δε ο Ματθαίος τον πέλεκυν έκοψε τον κλάδον·
έπειτα έρριψεν οπίσω του τον πέλεκυν δια να ξεμπερδεύση τον κλάδον από τους
βάτους· ζητών δε κατόπιν αυτόν, να ξεκλαδίση το ραβδίον, δεν εύρε τίποτε, ούτε
το παιδίον εφαίνετο· όθεν εγνώρισε τότε, ότι ήτο Άγγελος το παιδίον το οποίον
του εφάνη· όθεν έδραμε να φθάση τον Όσιον, όστις ονειδίζων αυτόν του είπε·
«Βλέπεις ότι εβοήθησεν ο Κύριος και εκόπη το φυτόν, ενώ συ εγόγγυζες,
ολιγόπιστε»; Τότε ο Ματθαίος έβαλε μετάνοιαν, ζητών συγχώρησιν. Άλλος
τις, γεωργός το επάγγελμα, το όνομα Δομέτιος, κοιμώμενος νύκτα τινά ακούει
φωνήν τρεις φοράς ταύτα λέγουσαν· «Κοιμάσαι, άφρον Δομέτιε, και δεν φροντίζεις
να εξαλείψης τας αμαρτίας σου»; Ταύτα ακούων ο Δομέτιος έκλαιε και ηρώτησε τι
να κάμη, του λέγει δε η φωνή· «Άπελθε εις το όρος, προς τον Όσιον Παύλον, και
αφού τον εύρης, ερώτησον αυτόν και ει τι σου είπη κάμε και τότε λαμβάνεις
συγχώρησιν». Τότε παρευθύς ο Δομέτιος έδραμε προς τον Όσιον, όστις εγνώρισε
πρότερον τον ερχομόν αυτού και τας αμαρτίας του και λέγει εις ένα Ιερομόναχόν
του, όστις έτυχεν εκεί· «Κατέβα εις την Λαύραν και εξομολόγησε τον άνθρωπον,
όστις θα σε συναντήση, κανόνισε δε αυτόν τρία έτη να μη κοινωνήση, τότε δε ας
λάβη τα θεία Μυστήρια, αλλά ας φυλάττεται ακριβώς, να μη αμαρτήση πλέον».
Έτερος δε τις, Λέων καλούμενος, όστις μετωνομάσθη κατόπιν δια του Αγίου
Σχήματος Λουκάς, κατώκει εις τας Θήβας και περιέπεσεν εις δεινήν ασθένειαν,
ώστε ιατρός δεν ηδύνατο να τον θεραπεύση, διότι του ήρχετο θέρμη και καύσις εις
τα εντόσθια τοσούτον ισχυρά, ώστε του έβαλον χιόνα, αλλά δρόσον δεν ησθάνετο
τελείως· και πάλιν άλλην ημέραν είχε τόσην ψυχρότητα, ώστε του έβαλον εις τον
στόμαχον άνθρακας, αλλά ζέστην τινά δεν ησθάνετο· εβασανίσθησαν λοιπόν οι
συγγενείς του πολύν καιρόν εις ιατρικά, τον επήγαν και εις Εκκλησίας πολλάς,
αλλά δεν είδε κανέν όφελος. Τέλος πάντων ακούσαντες δια τον Όσιον Παύλον, ότι
εποίει μεγάλα θαυμάσια, τον επήγαν βαστακτόν εις το Λάτρον και παρευθύς, όταν
εποίησε προσευχήν επ΄ αυτόν ο θαυμάσιος, έγινεν υγιής ο ασθενής, όστις ως
ευγνώμων και καλοπροαίρετος δεν επέστρεψε πλέον εις την οικίαν του, αλλά κόπτει
τας τρίχας και γενόμενος Μοναχός μετωνομάσθη Λουκάς και έμεινεν υπηρετών τον
Παύλον έως τέλους ο τρισμακάριος· τοσαύτην δε επιμελημένην εργασίαν και
πρόθυμον υπηρεσίαν ετέλει καθ΄ εκάστην, ώστε τον ηυχαρίστει ο Όσιος. Μετά δε
την τελείωσιν του Παύλου έμεινεν ο Λουκάς και υπηρέτει τους άλλους αδελφούς
αόκνως και αγογγύστως όλον τον καιρόν τον οποίον έζησεν, ήτοι έτη τριάκοντα,
και ποτέ δεν έλειψεν από τους οφθαλμούς του το δάκρυον, αλλά πάντοτε ηγρύπνει
και προσηύχετο, ενθυμούμενος την αιώνιον κόλασιν· όθεν και μετά το τέλος της
μακαρίας ζωής του ευωδίασε το άγιον αυτού λείψανον. Αλλά ας έλθωμεν εις το
προκείμενον.
Καιρόν τινα έστειλεν ο Όσιος εις το Βυζάντιον δύο αδελφούς, τον
προαναφερθέντα Συμεών και Ιωάννην τον Πρεσβύτερον, δια τινα αναγκαίαν υπόθεσιν·
όταν δε έπλεον αντικρύ εις την νήσον Καλώνυμον, ηγέρθη άγριος άνεμος και έγινε
τόση τρικυμία, ώστε όχι μόνον τα ιστία των εξέσχισεν, αλλά και όλα τα σύνεργα
συνέτριψεν· όθεν ανέμενον τον θάνατον, διότι εφάνη έμπροσθεν αυτών σίφων
φοβερός, όστις ανερρόφα την θάλασσαν υποκάτω από τον βυθόν, σύρων προς αυτόν το
πλοίον με βίαν ανείκαστον· τότε ο κλεινός Συμεών, βλέπων εκείνον τον μέγαν
κίνδυνον, εβόησε λέγων· «Άγιε Παύλε, βοήθησον»· και παρευθύς, ω του θαύματος!
ήλθε θεία δύναμις και ώθησε το πλοίον μακράν από τον σίφωνα και το επέταξεν εις
τον αιγιαλόν· οι δε άνθρωποι εξερχόμενοι έξω εκάθισαν εις την γην έντρομοι και
περίλυποι· ο δε Συμεών έλεγε ταύτα· «Εάν, Όσιε Παύλε, έκαμνες ευχήν δι΄ ημάς,
δεν θα είμεθα εις τοιούτον κίνδυνον», Τότε απεκοιμήθη και βλέπει τον Παύλον εις
τον ύπνον του λέγοντα· «Εγείρεσθε και μη φοβείσθε, αλλ΄ υπάγετε εις το ταξίδιόν
σας κατευόδιον». Το αυτό είπε και προς τον Πρεσβύτερον· και εισελθόντες εις το
πλοίον, επήγαν εις την Πόλιν χαίροντες χωρίς κανέν εμπόδιον. Το όμοιον συνέβη
και εις τινα άρχοντα, καλούμενον Βαάνην, όστις ήτο γνώριμος του Οσίου και τον
ελύτρωσεν από μεγάλην τρικυμίαν πλησίον εις την νήσον Νάξον, ότε επικαλεσθείς
τον Παύλον έπαυσεν ευθύς ο κλύδων και ελυτρώθησαν.
Αφού έκαμεν ολίγον καιρόν εις το Λάτρον ο Όσιος μετά την επάνοδον,
εβαρύνθη πάλιν τας φροντίδας των αδελφών και ηθέλησε να υπάγη εις το σπήλαιον
του Πυθαγόρου, ενθυμούμενος την ησυχίαν, την οποίαν είχεν εκεί πρωτύτερα· έλαβε
λοιπόν δύο άλλους αδελφούς, τον Συμεών και άλλον τινά Πρεσβύτερον, και έφυγον
νύκτα τινά με λέμβον· όταν δε ήσαν πλησίον εις την Σάμον και είδον τον
Κερκετέα, ήτοι το όρος, το οποίον ήτο άνωθεν του σπηλαίου, εστέναξαν οι
σύντροφοί του, διότι ο τόπος ήτο έρημος χωρίς χωρία και δεν θα είχον ουδεμίαν
ανθρωπίνην βοήθειαν. Ο δε Όσιος τους ωνείδισε δια την ολιγοπιστίαν των και
προγνωρίσας το μέλλον λέγει προς αυτούς· «Βλέπω άνθρωπόν τινα, όστις ίσταται
προς την ανατολήν και προσεύχεται, τώρα δε που θα εξέλθωμεν εις την ξηράν, θα
σας τον δείξω». Όταν λοιπόν εξήρχοντο από το πλοίον, έφθασεν άνθρωπός τις από
την νήσον δρομαίως και τους λέγει· «Καλώς ήλθετε, Πατέρες τρισμέγιστοι». Οι δε
ερωτώντες αυτόν, τις και πόθεν ήτο και πως τους εγνώριζεν, απεκρίνατο· «Είμαι
από εν χωρίον της νήσου ταύτης και ηκούσαμεν την νύκτα φωνήν λέγουσαν· «Υπάγετε
εις τον αιγιαλόν, να υποδεχθήτε, τον κυρ Παύλον, φέρατέ του δε και δύο
ημιόνους». Όθεν τους έφερα και σας παρακαλώ να τους δεχθήτε, επειδή ο Θεός με
επρόσταξε». Ταύτα ακούσαντες όσοι ήσαν εις το πλοίον εθαύμασαν δια την περί του
Παύλου φροντίδα του Κυρίου. Έβαλον λοιπόν τα ράσα των επάνω εις τα ζώα και
ανέβησαν εις το σπήλαιον, εις το οποίον ελειτούργησαν και έφαγον ευχαριστούντες
τον Κύριον. Αφού δε παρέμεινεν εκεί ολίγον καιρόν, ενεθυμήθη πάλιν το Λάτρον
και επέστρεψεν εκεί δια να παρηγορήση τα πνευματικά του τέκνα, να μη
παραπονώνται και έμεινε πάλιν εκεί εις το κελλίον του, αγωνιζόμενος ως και
πρότερον. Πηγαίνων δε ο Ματθαίος μίαν φοράν να τον ίδη πως είχε, τον είδεν από
μακράν επάνω εις πέτραν ευχόμενον όρθιον και είχεν υψωμένας προς τον ουρανόν
τας αγίας του χείρας, ήσαν δε οι πόδες του υψηλά από την γην, ω εξαισίου
θεάματος! πότε μέν μίαν πήχην, πότε δε δύο. Ιστάμενος δε εις τον αέρα ως
υπόπτερος ησπάζετο κάτι, αλλά τι ήτο εκείνο δεν έβλεπεν ο Ματθαίος· πλην ο
Όσιος ερωτώμενος είπεν ότι έβλεπε την εικόνα του Δεσπότου Χριστού, τετυπωμένην
εις τον αέρα, από δε την πολλήν προς Αυτόν αγάπην εθερμαίνετο η καρδία του και
κατεφίλει την μορφήν τού ηγαπημένου του, υπό του θείου πυρός πυρπολούμενος, με
τον τρόπον δε αυτόν ελάμβανε παραμυθίαν του πόθου του. Αλλ΄ ακούσατε και άλλο
θαυμάσιον. Πατρίκιος
τις, ονόματι Φώτιος, ήτο καλόγνωμος άνθρωπος και τον ηγάπα πολύ ο βασιλεύς
Κωνσταντίνος, όστις και τον απέστειλε προς τον Όσιον με γράμματα, ο δε Παύλος,
όταν του έδωκε την απόκρισιν, τον παρεκάλεσε να του κάμη την εξής χάριν: εις
τον άγιον Σουδάριον (το οποίον ήτο εις την Κωνσταντινούπολιν και είχεν επ΄
αυτού τετυπωμένον το ομοίωμα του Δεσπότου Χριστού) να βάλη άλλο μανδήλιον
ισόμετρον εκείνου και αφού το αφήση ολίγην ώραν εις την όψιν του Χριστού,
έπειτα να του το στείλη. Ο δε πατρίκιος εποίησε καθώς του παρήγγειλεν ο Όσιος
και κατόπιν του το απέστειλε· λαβών δε ο Όσιος το ισόμετρον εκείνο μανδήλιον,
το προσεκύνησεν ευλαβώς, και τότε βλέπει εις αυτό καθαρώς ιστορημένην την
σεβασμίαν μορφήν του Χριστού, καθώς ήτο και εις το άγιον Μανδήλιον, αλλά δεν
την έβλεπεν άλλος τις, ειμή μόνον εκείνος ο τρισμακάριος. Άλλην φοράν επήγεν ο
προρρηθείς Φώτιος εις το κελλίον του Οσίου, είχε δε είπει προς αυτόν ο βασιλεύς
να προσέξη καλώς και να απομνημονεύση τους χαρακτήρας του προσώπου του, δια να
του δώση λεπτομερείς πληροφορίας οποίος ήτο κατά την όψιν, την ηλικίαν και τα
διάφορα χαρακτηριστικά του προσώπου του ο Όσιος. Τον εκοίταξε λοιπόν πολλάκις ο
πατρίκιος, αλλά δεν ηδύνατο να τον ίδη καλώς, διότι εξήρχοντο ακτίνες από το
πρόσωπόν του, αι οποίαι δεν τον άφηναν να τον περιεργασθή, επειδή εθαμβούτο η
όρασίς του· όθεν δεν ηδυνήθη να εκτελέση το πρόσταγμα. Αλλ΄ ακούσατε και άλλο
θαυμασιώτερον. Ο προρρηθείς Συμεών
έβλεπε άλλοτε μεν χαροποιόν εις την όψιν τον Όσιον, άλλοτε δε σκυθρωπόν και
περίλυπον· όθεν ερωτήσας αυτόν την αιτίαν τούτου, του απεκρίθη λέγων· «Όταν δεν
έλθη κανείς να με εμποδίση από την ποθητήν μου ησυχίαν, είμαι γεμάτος
ευφροσύνης και αγαλλιάσεως, διότι βλέπω γύρω μου φως γλυκύτατον και χαριέστατον.
Όθεν τούτου κατατρυφών και απολαμβάνων, λησμονώ πάσαν τρυφήν και ηδονήν σώματος
και κοσμικήν ματαιότητα· οπόταν δε τύχωσι τινες να με διακόψουν από την
γλυκυτάτην ταύτην διατριβήν και την σωτήριον μελέτην, αναφέροντες άλλους
λόγους, ευθύς με αφήνει έρημον το πάγκαλον εκείνο και γλυκύτατον φως και δι΄
αυτό λυπούμενος γίνομαι σκυθρωπός εις το πρόσωπον». Τότε πάλιν τον ηρώτησεν ο
Συμεών λέγων· «Και πως είσαι βέβαιος ότι το φως εκείνο είναι θεϊκόν και όχι από
δαιμονικής δυνάμεως»; Ο δε απεκρίνατο· «Το φως του δαίμονος είναι πυροειδές και
καπνίζει ως την πυράν ταύτην την αισθητήν, όταν δε το ίδη ταπεινός τις και
καθαρός άνθρωπος, το μισεί και το βδελύττεται· αλλά το καλόν φως είναι
λαμπρότατον και χαριέστατον, γεμίζει δε την ψυχήν χαράν και ιλαρότητα άμετρον και
την κάμνει ταπεινήν και φιλάνθρωπον, διώκει δε και τους κακούς λογισμούς και
πάσαν άτοπον διάνοιαν και συγκατάθεσιν άπρεπον ως και πάσαν άλλην κακήν
διάθεσιν και ενόχλησιν». Αλλ΄
ας είπωμεν ακόμη ολίγα τινά θαυμάσια από τα αμέτρητα, τα οποία έκαμεν, έπειτα
να έλθωμεν εις την αγίαν αυτού μετάστασιν. Από όλας τας Αγίας ηυλαβείτο πολύ ο
Όσιος την Αικατερίνην και την εώρταζε· καιρόν δε τινα, όταν μετά την
λειτουργίαν οι αδελφοί οι ιδικοί του και οι ξένοι, όσοι ευρέθησαν εκεί,
εκάθησαν να φάγωσιν, είχον δε ητοιμασμένην την τράπεζαν εις τόπον ασκέπαστον,
ήλθε μεγάλη βροχή· όθεν ηγέρθησαν όλοι να φύγουν άγευστοι λόγω της πλημμύρας
των υδάτων. Ο Όσιος όμως τους προσέταξε να καθήσουν άφοβα, είτα προσέταξε και
την βροχήν, ω του θαύματος! και εσταμάτησεν εις τον αέρα, έως ου απέφαγον και
τότε μετά την ευχαριστίαν της τραπέζης έπεσε τόσον μεγάλη βροχή, ώστε έφριξαν
άπαντες.
Άλλοτε επήγε κακομόναχός τις επαίτης επάνω εις το όρος δι΄ ελεημοσύνην
με πολλήν αυθάδειαν και του εζήτει αργύριον ή ιμάτιον· ο δε Όσιος δεν είχε να
του δώση τίποτε και τον απέβαλεν άπρακτον· όθεν κατέβη υβρίζων τον Όσιον, διότι
δεν τον ηλέησε· και πηγαίνων εις το πανδοχείον, εις το οποίον ήτο ο Μοναχός Βασίλειος,
κατηγόρει τον Άγιον, λέγων αυτόν άσπλαγχνον και άλλα όμοια. Ο δε Βασίλειος τον
ενουθέτησε λέγων· «Σιώπα, μη κακολογής τον δίκαιον, μη σε παιδεύση ο Κύριος».
Αυτός όμως έλεγε και άλλα χειρότερα· όθεν ετιμώρησεν ο Θεός δικαίως τον άδικον
και πίπτων εις την γην ανάσκελα επρήσθη όλον το σώμα του ως ασκός και τον
εφλόγιζε πυρ έσωθεν, τόσον δε επρήσθη το δέρμα του, ώστε εκινδύνευε να σπάση ο
άθλιος και μη δυνάμενος να υποφέρη τους δριμυτάτους πόνους, εφώναζεν· «Ελεήσατέ
με δια τον Κύριον». Λέγει προς αυτόν ο Βασίλειος· «Αλλέως δεν ευρίσκεις
βοήθειαν, ειμή μόνον να επικαλεσθής αυτόν τον Όσιον τον οποίον ύβρισες και να
υπάγης να του ομολογήσης την αμαρτίαν σου, ζητών συγχώρησιν». Ούτω ποιήσας, τον
υπεδέχθη ο αμνησίκακος και τον εφίλησεν ως φίλον του προθύμως συγχωρήσας
αυτόν.
Απελθών ποτε ο Όσιος να προσκυνήση τον Άγιον Ιωάννην τον Θεολόγον εις
την Έφεσον, εθυμίασε Διάκονός τις τους προεστώτας και όταν εθυμίασε τον θείον
Παύλον, του είπεν ο Όσιος· «Ναι, και Επίσκοπος να μας θυμιάσης». Ο δε
απεκρίνατο· «Εγώ Επίσκοπος; Δια ποίαν μου αρετήν ο ανάξιος»; Λέγει προς αυτόν ο
Όσιος· «Ναι, και μη αμφιβάλλης τελείως». Πράγματι δε εις ολίγον καιρόν έγινε
Μητροπολίτης Πατρών ο Διάκονος. Έστειλε δε ποτε ο Όσιος δι΄ αναγκαίαν υπόθεσιν
εις γειτονικόν χωρίον ένα Μοναχόν νέον, όστις έμεινεν εις οικίαν τινά την
νύκτα. Εκεί όμως ήτο και κόρη τις ωραιοτάτη, η οποία ιδούσα τον Μοναχόν με
επανθούσαν εις αυτόν την νεότητα ετρώθη την καρδίαν υπό πονηράς επιθυμίας και
καθώς εκοιμάτο, επήγεν η κόρη και έπεσεν εις το πλευρόν του. Εξυπνήσας δε ο
Μοναχός και ευρών αυτήν εσκανδαλίσθη ως άνθρωπος και έκαμε συγκατάθεσιν να
πράξη την αμαρτίαν ως νέος όπου ήτο· την στιγμήν όμως που την ενηγκαλίσθη,
ήκουσε ευθύς καθαρά την γλυκυτάτην φωνήν
του Παύλου να του λέγη αυστηρά· «Τι θέλεις να κάμης, άθλιε; Σήκω αμέσως και έλα
εις το Μοναστήριον». Ταύτα ακούσας ο Μοναχός, επληγώθη την καρδίαν πληγήν
σωτήριον και διώξας το γύναιον με θερμότητα πνεύματος, ηγέρθη της κλίνης και
έφυγεν· όταν δε έφθασεν εις τον Όσιον του εξωμολογήθη την αμαρτίαν, εκείνος δε
τον ενουθέτησε τα σωτήρια. Ούτω λοιπόν ο θαυμάσιος Παύλος όχι μόνον παρών, αλλά
και μακράν ευρισκόμενος εβοήθει πάντοτε τα τέκνα του. Όταν
δε επλησίαζεν η τελευτή του Οσίου ή να είπω καλλίτερα η μετάστασις, εγνώρισε
και τούτο ο τρισμακάριος και γράψας νόμους και κανόνας της μοναδικής πολιτείας,
κατέβη ως άλλος Μωϋσής από το όρος ο ορεσίτροφος και προσκαλέσας τους αδελφούς
παρέδωκεν εις αυτούς ως πλάκας του νόμου όσα τον εφώτισεν ο Θεός και έγραψε, τα
οποία προσέταξε τον Συμεών ν΄ αναγνώση εις τους αδελφούς· αυτός δε πάλιν ανέβη
εις το όρος και την πέμπτην του Δεκεμβρίου κατέβη και πάλιν, ήτοι δέκα ημέρας
προ της αυτού μεταστάσεως και προστάξας να κρούσουν το ξύλον της συνάξεως, είπε
προς αυτούς· «Μάθετε, ότι δεν αναβαίνω πλέον εις το όρος και ας υπάγωσι δύο
αδελφοί να φέρουν το Ευαγγέλιον, αφού λειτουργήσετε». Έπειτα έπεσεν εις κλίνην,
καίτοι ουδέποτε άλλοτε είχεν αναπαυθή εις κλίνην, και ευθύς του ήλθε πυρετός
ολίγος· όθεν ενουθέτει τους Μοναχούς να μη αμελώσιν εις τους πνευματικούς
αγώνας, δια να εύρουν αιωνίαν ανάπαυσιν. Κατά δε την
τελευταίαν της ζωής του ημέραν συνήγαγε τους αδελφούς ο Όσιος και τους είπε να
ψηφίσουν Προεστώτα όποιον θέλουσιν. Οι δε έκλαιον πολύ, βλέποντες ότι
εστερούντο τοιούτον Ποιμένα πανάριστον και του είπον να αφήση αυτός όποιον
νομίζει, ως πεφωτισμένος εκ θείας Χάριτος. Ο δε Όσιος, βαρέως στενάξας, είπε
προς αυτούς· «Εγώ εις άλλον Ποιμένα δεν σας παραδίδω, ειμή μόνον εις τας
αχράντους χείρας του Δεσπότου Χριστού και εκείνος θα σας φυλάττη αβλαβείς εν
ειρήνη και ομονοία· έχετε δε και το ρυπαρόν σώμα μου αδιάσπαστον και σας
υπόσχομαι να είμαι μαζί σας και πνευματικώς, να σας βοηθώ, ώστε να μη
περιπέσητε εις μεγάλον αμάρτημα και υπάγετε φανερά εις απώλειαν. Όστις δε κάμη
υπομονήν και μείνη εις τούτο το όρος το σκληρόν και τραχύτατον έως να
τελευτήση, εγώ να δώσω απολογίαν δια τας αμαρτίας του την ώραν της Κρίσεως».
Τούτο δε εφάνη αληθέστατον, όπως το εβεβαιώθησαν όλοι από το θαύμα, το οποίον
έγινε μετά την κοίμησιν του Αγίου εις τον Μοναχόν Λάζαρον, καθώς εις το βιβλίον
της Λαύρας φαίνεται. Πολλά δε και άλλα παραγγείλας και ικανώς αυτούς
νουθετήσας, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού κατά την ιε΄ (15ην)
Δεκεμβρίου, ινδικτώνος ιδ΄, από κτίσεως κόσμου εξ χιλιάδας τετρακοσίους
εξήκοντα τέσσαρας χρόνους, ήτοι από Χριστού (956). Ήτο δε ο Όσιος κοντός κατά
το ανάστημα, φαλακρός την κεφαλήν, τα γένεια είχε κοντά και πλατέα, εις την
όψιν ήτο ωχρός, ήτοι χλωμός, αλλά θαυμασίως διαλάμπων, καθώς και ανωτέρω περί
τούτου εγράψαμεν. Κατ΄ αυτήν δε ταύτην την
ώραν καθ΄ ην εκοιμήθη ο Όσιος, ήκουσαν οι εκεί παρευρεθέντες φωνάς των δαιμόνων
εις τον αέρα, ως να τους έδερον, όταν ανέβαινεν η αγία αυτού ψυχή εις τα
ουράνια. Άλλος δε τις Μοναχός ενάρετος, Φωτεινός ονόματι, κατώκει εις το
Βυζάντιον και την εσπέραν αυτήν κατά την οποίαν εκοιμήθη εις το Λάτρον ο Όσιος,
έβλεπε την ψυχήν του από την Κωνσταντινούπολιν, πως την ανεβίβαζον οι Άγγελοι
και βάλλων θυμίαμα εις τους άνθρακας, εβόα ταύτα· «Μνήσθητί μου, Όσιε Πάτερ». Ο
δε Επίσκοπος της Μονεμβασίας ήτο εκεί εις την κέλλαν του προρρηθέντος Φωτεινού
και ερωτήσας αυτόν τι έβλεπεν, απεκρίνατο ότι «Άγιοι Άγγελοι βαστάζουσι την
ψυχήν του Οσίου Παύλου από το Λάτρον και αναβαίνουν εις τα ουράνια». Ομοίαν
οπτασίαν είδε και άλλος Μοναχός, Κοσμάς ονόματι, όστις κατώκει έξω της Πόλεως,
Ηγούμενος της Μονής Αρμενταρίας και βλέπων την ψυχήν του Οσίου οφθαλμοφανώς την
εγνώρισεν από θείαν αποκάλυψιν και το ωμολόγησεν εις όλους του Μοναστηρίου του.
Όταν δε ενεταφίαζον το άγιον αυτού Λείψανον εις τον νάρθηκα της Εκκλησίας, ήτο
εκεί Μοναχός τις, Εφραίμ ονόματι, όστις είχε πονηρόν δαιμόνιον, τούτο δε ουδείς
εγνώριζε πρότερον και τότε εις την κατάθεσιν του ιερού Λειψάνου τον ετάραξε
δυνατά και έπειτα εξήλθεν υπό της θείας Χάριτος διωκόμενον. Όχι δε μόνον τούτο,
αλλά και έτερα θαυμάσια αναρίθμητα ετέλεσε δι΄ αυτού ο Παντοδύναμος Κύριος, από
τα οποία να είπωμεν ολίγα εις πίστωσιν των άλλων, δια να ίδετε πόσην παρρησίαν
έχει προς τον Δεσπότην ο Οσιος και μετά θάνατον. Ο κλεινός Συμεών
μείνας Ηγούμενος εις την Λαύραν του Οσίου μετά την εκείνου κοίμησιν ήθελε να
κτίση εις τόπον κατάλληλον Εκκλησίαν, εις το όνομα του Οσίου· θέλων δε να
μεταθέση εκεί το άγιον Λείψανον, τον ημπόδιζον δύο μεγάλοι λίθοι· ελυπείτο όθεν
ο Καθηγούμενος, επειδή οι οικοδόμοι δεν ηδύναντο να τους θραύσωσι. Νύκτα δε
τινα βλέπει εις το όραμά του ενάρετος τις Μοναχός τον Όσιον κρατούντα καλάμιον
εις τας χείρας του και χαράσσοντα τον Τίμιον Σταυρόν εις τους λίθους εκείνους.
Ο δε Μοναχός εγερθείς εφανέρωσεν εις τον Προεστώτα την όρασιν. Αμέσως τότε
έβαλεν εκείνος τους κτίστας να κόψουν τους λίθους και τους έκοπτον με τόσην
ευκολίαν, ως να ήσαν τυρός νεαρός και με τους λίθους εκείνους έκτισαν το
περισσότερον μέρος της Εκκλησίας και την ετελείωσαν κατά την ημέραν της μνήμης
του Οσίου. Θέλοντες δε να κάμουν την ανακομιδήν του Λειψάνου, να το βάλουν εις
τον νέον Ναόν, συνήχθησαν πολλοί ευλαβείς και φιλόχριστοι, διότι ο Άγιος
εκάλεσεν αυτούς αοράτως με τρόπον θαυμάσιον ένα προς ένα εξ ονόματος· διότι
όλοι εκεί όπου ευρίσκοντο ήκουσαν φωνήν, έκαστος χωριστά, καλούσαν αυτόν κατ΄
όνομα και λέγουσαν· «Ύπαγε εις το Λάτρον να ίδης του Παύλου το Λείψανον». Εις
δε Μοναχός της Λαύρας, ονόματι Ιγνάτιος, είχεν εις το γόνατον κακόν πόνεμα και
έκειτο επί τρεις μήνας ασάλευτος, μη δυνάμενος να περιπατήση τελείως. Τότε
βλέπει και αυτός τον Άγιον εις το όραμά του και του έκαμε νεύμα με την χείρα
του να εγερθή και ευθύς ευρέθη υγιέστατος και όλοι όσοι τον είδον εθαύμασαν.
Όταν λοιπόν ήλθον εις τον τάφον του
Οσίου με λαμπάδας και θυμιάματα, ευθύς ως ήνοιξαν ολίγον αυτόν εξήλθεν ευωδία
άρρητος και τοσαύτη, ώστε όχι μόνον η Εκκλησία, αλλά και τα πέριξ επληρώθησαν
εξ αυτής. Όταν δε ηνέωξαν τελείως τον τάφον, είδον το άγιον Λείψανον να είναι
όλον γεμάτον μύρον, το οποίον ωμοίαζεν ως μέλι· εις δε την ευωδίαν εδείκνυε
νάρδον πολύτιμον και όσοι ήγγισαν εις αυτό έμεινεν εις τας χείρας αυτών η
ευωδία ημέρας πολλάς και δεν εχάνετο με όλον το πλύσιμον. Ούτω δοξάζει ο Κύριος
εκείνους οι οποίοι τον δοξάζουσιν. Ψάλλοντες λοιπόν ως έπρεπε πνευματικά
άσματα, έβαλον το τίμιον αυτού Λείψανον εις τον νέον Ναόν, εκτελέσαντες
χαρμονικώς την εορτήν του Οσίου με ανείκαστον ευλάβειαν.
Γυνή τις από το
χωρίον Βάρυ είχε μεγάλην ασθένειαν εις το μέτωπον και εφαγώθη όχι μόνον η σαρξ,
αλλά και τα οστά της κεφαλής και εφαίνετο ο μυελός της· έμελλε δε να αποθάνη
εις ολίγας ημέρας. Λαβούσα όμως έλαιον από την κανδήλαν του Οσίου, ηλείφθη δι΄
αυτού και ιατρεύθη. Άλλος τις άνθρωπος από το χωρίον Καινούργια είχε δεινήν
λέπραν από την κεφαλήν έως τους πόδας και εχρίσθη ομοίως με το άγιον εκείνο
έλαιον και ευθύς έλαβε την υγείαν του. Έτερος τις Ιερομόναχος, Ιλαρίων ονόματι,
έβγαλε πόνεμα δεινόν εις τα απόκρυφα μέλη, το οποίον του έδιδε πόνον αφόρητον·
προσκαλέσας δε τον υπηρέτην του Ναού του Οσίου, είπε προς αυτόν μετά δακρύων·
«Κυρ Γαβριήλ, λάβε το έλαιον και άναψε κανδήλιον εις τον τάφον του Οσίου εις το
όνομά μου και δεήσου να κάμη δια τον Κύριον έλεος εις εμέ τον ταλαίπωρον, να με
εκβάλη από την ζωήν ταύτην, διότι μη δυνάμενος να υπομένω τους πόνους επιθυμώ
τον θάνατον». Ενώ λοιπόν ο Γαβριήλ εξετέλει το πρόσταγμα, ω του θαύματος! την
ώραν κατά την οποίαν ήναψεν αυτός την κανδήλαν, εχύθη από την πληγήν του
πάσχοντος άφθονος ύλη βρωμερά και ακάθαρτος και ιάθη τελείως ο ασθενής. Άλλος
τις νέος είχε δεινόν πάθος, το οποίον του ήλθεν αιφνιδίως και ανεστράφησαν αι
χείρες, οι πόδες και οι μηροί του, είχε δε πόνους δριμυτάτους και εκραύγαζεν
απελπιστικά. Βαλόντες δε αυτόν εις τον τάφον του Αγίου, τον αφήκαν εκεί
κειτόμενον, υπνώσας δε ολίγον, είδεν εν οράματι τον Άγιον και του λέγει· «Τι
έχεις και φωνάζεις»; Ο δε ασθενής είπε την αιτίαν των πόνων του. Τότε ο Άγιος
του ήγγισε με την ράβδον του εις τους μηρούς, λέγων· «Εάν θέλης να ιατρευθής,
παύσαι την κρεωφαγίαν». Την πρωϊαν, όταν ο νέος εξύπνησεν, είπε το όραμά του
εις τινα Μοναχόν, ο οποίος του απεκρίθη ως φρόνιμος· «Δεν σου είπεν ο Άγιος να
μη φάγης κρέας, αλλά να παύσης την πορνείαν». Τότε υπεσχέθη ο ασθενής να φυλάξη
το πρόσταγμα και ούτως αλειφθείς με το έλαιον της κανδήλας έλαβε την υγείαν
του. Μοναχός δε τις, Γερμανός ονόματι,
είχεν εις τον πόδα πάθος δεινότατον εκ του οποίου ήτο τρυπημένος όλος ο πους
του ως κόσκινον από το γόνατον έως τον αστράγαλον. Ιδών δε ο Ηγούμενος ότι
επέρασε καιρός πολύς και εβασανίζετο δεινώς ο Μοναχός, είπε προς αυτόν· «Διατί
δεν επεκαλέσθης τον Όσιον Παύλον να σου δώση την ίασιν»; Ο δε απεκρίνατο·
«Πολλάκις τον επεκαλέσθην, αλλά διότι είμαι αμαρτωλός δεν με ακούει». Λέγει
προς αυτόν ο Ηγούμενος· «Όχι, δεν είναι αυτό το αίτιον, αλλά διότι αιτείς την
χάριν αμφιβάλλων και δεν πιστεύεις εξ όλης της καρδίας σου». Τότε ο Γερμανός
έκλαυσεν, επικαλούμενος τον Όσιον μετά πίστεως και ούτω αποκοιμηθείς τον βλέπει
εν οράματι και τον ηρώτησε τι είχεν. Ο δε έδειξεν εις αυτόν τον πόδα του. τότε
ο Όσιος ήγγισε με την ράβδον του εις το πόνεμα, φωνάζων δε εκείνος από τον
πόνον, εξύπνησε και βλέπει ότι εξήλθεν από τον πόδα του τεμάχιον οστού ως
οψαρίου και ούτως εκαλλιτέρευσε και εις ολίγας ημέρας εθεραπεύθη τελείως. Αλλά
τις δύναται να περιγράψη όλα τα θαύματα, τα οποία ετέλεσεν ο αοίδιμος;
Ευκολώτερα θέλω μετρήσει την άπειρον θάλασσαν ή τους αστέρας του ουρανού, παρά
τα αναρίθμητα θαύματα του Οσίου. Λοιπόν παραλείπω τα επίλοιπα· ας είπωμεν δε εν
δια σφραγίδα των άλλων, το οποίον έγινε τώρα προ ολίγων ημερών και ούτω να δώσω
τέλος της διηγήσεως. Εις
τον δικαστήν των Θρακησίων ήλθον άνθρωποι και εσυκοφάντησαν χωρικούς τινας, ότι
ήσαν απειθείς και θρασύτατοι και δεν υπετάσσοντο. Έστειλε λοιπόν στρατιώτας να
τους συλλάβουν και να τους παιδεύσουν ως αποστάτας· από τούτους όμως συνέλαβον
μόνον τρείς, διότι οι επίλοιποι έφυγον. Δέσαντες λοιπόν τας χείρας και τους
τραχήλους αυτών, τους επήραν και τους επήγαιναν συνοδεία· επειδή όμως
ενυκτώθησαν, έμειναν εις εν χωρίον δια να κοιμηθώσι, και την επομένην να
συνεχίσουν την πορείαν των δια να υπάγουν εις τον άρχοντα. Εκείνοι δε οι
ταλαίπωροι, από την θλίψιν των δια τα κακά τα οποία τους ανέμενον, δεν
εκοιμήθησαν. Εις δε απ΄ εκείνους, Ιωάννης ονόματι, είχεν ακούσει τα θαυμάσια
του Οσίου και λέγει εις τους άλλους δύο· «Ας παρακαλέσωμεν, αδελφοί, τον
θαυματουργόν Παύλον να μας λυτρώση από την άλυσον, διότι άλλος τις δεν δύναται
να μας δώση βοήθειαν». Εδέοντο λοιπόν καθ΄ όλην την νύκτα μετά πίστεως, την δε
πρωϊαν τους επήραν οι στρατιώται δεδεμένους και επορεύοντο. Ενώ δε οι κατάδικοι
ηκολούθουν οπίσω των στρατιωτών ελύθησαν αοράτως τα δεσμά αυτών. Το γεγονός
τούτο δεν αντελήφθησαν εγκαίρως οι στρατιώται, διότι εβάδιζον έμπροσθεν
αμέριμνα κρατούντες μόνον εις τας χείρας των τα άκρα των σχοινίων. Ο δε Ιωάννης
ηννόησε το θαυμάσιον και έκαμε νεύμα προς τους άλλους δύο να τον ακολουθήσουν
ησύχως και ούτως έμειναν οπίσω· εξελθόντες δε της οδού, εκρύβησαν εις τα δάση
και πλέον δεν ανευρέθησαν υπό των ζητούντων αυτούς. Ούτω λοιπόν επιτυχόντες της
σωτηρίας, ηυχαρίστουν τον Όσιον εκδιηγούμενοι καθ΄ εκάστην το θαυμάσιον. Αυτά και έτερα
περισσότερα ετέλεσεν ο θαυμάσιος Παύλος εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου
Πνεύματος, του ενός και μόνου Θεού. Ω πρέπει τιμή και προσκύνησις, πάντοτε νυν
και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου