Ιωάννης
ο Θεοφόρος Πατήρ ημών ήκμασε κατά τους χρόνους Ανδρονίκου Β΄ του Παλαιολόγου,
του ευσεβούς βασιλέως και αυτοκράτορος των Χριστιανών του βασιλεύσαντος κατά τα
έτη 1282- 1328, έφθασε δε και εις τους χρόνους του Ανδρονίκου Γ΄, (1328- 1341) εγγόνου του προηγουμένου. Οι
γονείς του υπήρξαν πιστοί και ευσεβείς Χριστιανοί, πριν όμως ο παις φθάση τα
δύο έτη της ηλικίας του απέμεινεν ορφανός, στερηθείς των γονέων του. Τότε ο από
τον πατέρα αυτού θείος, Μοναχός ων, ονόματι Ιωαννίκιος, έλαβεν αυτόν εις το
κελλίον του και αναθρέψας επιμελώς και διδάξας τα ιερά γράμματα και παιδεύσας
τας πνευματικάς νουθεσίας, τον εκούρευσε Μοναχόν και τον είχε μαζί του,
εκπαιδεύων αυτόν και εις τον μονήρη βίον.
Ο δε Πατήρ ημών Ιωάννης, ως άλλος Σαμουήλ αγιασθείς τον νουν εξ αυτής της βρεφικής ηλικίας, εξεπαιδεύετο εις τα θεία μαθήματα και εις την ευκοσμίαν των ηθών και την όλην κατάστασιν των Μοναχών, όσον δε ηύξανε κατά την ηλικίαν, τόσον και επεδίδετο εις την αρετήν και προέκοπτεν· ικανώς δε την δια πράξεως ασκήσεως γιλοσοφίαν, εδέχθη και το της Ιερωσύνης αξίωμα.
Επειδή δε κατά θείαν οικονομίαν έμελλε να εμπιστευθή και προεδρίαν λαού, καθότι η θεία βουλή και πρόγνωσις, η οποία κατά την γνώμην του Θεολόγου κατεργάζεται από μακρόθεν τας υποθέσεις των μεγάλων πραγμάτων και δεν θέλει τας τοιαύτας πόλεις των αρετών, αι οποίαι κείνται εις υψηλά όρη, να κρύπτωνται, ούτε τους τοιούτους φαεινούς λύχνους να σκεπάζωνται υπό τον μόδιον, δια τούτο ωκονόμησε να αναβιβασθή εις τον Αρχιερατικόν θρόνον. Εις ανταμοιβήν λοιπόν των κόπων της αρετής του τού ανατίθεται η διοίκησις του Επισκοπικού θρόνου των Ζιχνών. Επειδή όμως έφθασεν ενταύθα ο λόγος, ας διηγηθώμεν και πως ο προαναφερθείς θείος του τού επέτρεψε να αρχιερατεύση· διότι δεν είναι και τούτο μικρός έπαινος, η υπόμνησις της υπερβαλλούσης αυτού υπακοής και ευπειθείας, την οποίαν είχεν εις τον θείον και προεστώτα του Ιωαννίκιον.
Οι από της πόλεως Ζίχνης Χριστιανοί, κρίνοντες υπέρ τινα άλλον δια Ποιμένα των τον Θεοφόρον τούτον Πατέρα, ήλθον εις αυτόν και τον εζήτουν μετά θερμής παρακλήσεως, να συγκατανεύση εις την αίτησίν των και δεχόμενος την ποιμαντικήν των οικονομίαν να γίνη Αρχιερεύς των· ο δε, κατά πάντα και δια πάντα πειθόμενος εις τον θείον του, έπεμψεν αυτούς εις αυτόν, να ζητήσουν την παρ΄ αυτού ευλογίαν· ο δε θείος του ουδέ καν την ακοήν υπέφερε, ούτε εδέχετο το τοιούτον, αλλ΄ ίστατο εναντιούμενος και ουδόλως συγκατένευεν, όχι δι΄ άλλο αίτιον, ειμή μόνον διότι εφοβείτο μήπως, δίδων όλον τον εαυτόν του εις την φροντίδα της Επισκοπής, αποκλείση άπρακτον την προαίρεσίν του, εις το να έχη αυτός κάθε πρόνοιαν και επιμέλειαν της Μονής των· και ότι ούτως έχει η αλήθεια και η προαίρεσις του Γέροντος τούτο είναι φανερόν εκ του ότι ο θείος εκείνος Γέρων τότε συγκατένευσε, τότε εδέχθη την αίτησιν των Ζιχναίων, όταν έλαβεν έγγραφον παρ΄ αυτού ομολογίαν, ότι ζώντος και μετά θάνατον του θείου του θα έχη αυτός την φροντίδα και την επιμέλειαν της Ιεράς αυτών Μονής. Γενόμενος λοιπόν Αρχιερεύς ο Άγιος, ποίος νους να εννοήση ή ποία γλώσσα να διηγηθή δύναται τους κόπους, τους μόχθους, τας αγρυπνίας, τας οποίας έκαμνε δια την διοίκησιν, την κυβέρνησιν του εμπιστευθέντος αυτώ ποιμνίου; Δεν έδιδεν ύπνον εις τους οφθαλμούς του, ουδέ ανάπαυσιν εις τους κροτάφους του κατά το Δαβιτικόν (Ψαλμ. ρλα΄: 4), αλλά πάντα και εποίει και έλεγε δια την σωτηρίαν των ψυχών τού ποιμνίου του, οδηγών εις τας σωτηρίους νομάς και διαφυλάττων αυτό από τους οδόντας του νοητού λύκου αβλαβές και αλύμαντον, άλλοτε με διδασκαλίας και άλλοτε με απειλάς, ενώνων το πικρόν με το γλυκύ κατά την ιατρικήν επιστήμην. Τοιαύτην προστασίαν του ποιμνίου του μετεχειρίζετο και όμως παρ΄ όλα ταύτα και της επιμελείας της Μονής αυτού δεν απελείπετο, καίτοι ζώντος εισέτι του θείου του. Τούτου δε εκδημήσαντος προς τον ποθούμενον Κύριον, διανύσαντος δι΄ ισαγγέλου πολιτείας τον βίον αυτού, ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Ιωάννης, κάμνων παραίτησιν από της Επισκοπής του, κατά την έγγραφον αυτού προς τον θείον του υπόσχεσιν, έμεινεν εις την Ιεράν Μονήν του Τιμίου Προδρόμου, την οποίαν Μονήν ανεδέχθη εις κλήρον θείον παρά του θείου του μετονομασθείς δια του θείου και Αγγελικού Σχήματος από Ιωακείμ που εκαλείτο πρότερον Ιωάννης.
Ευρών δε ο Άγιος την Μονήν ως μόνον Ναόν έχουσαν το νυν Παρεκκλήσιον, το οποίον την σήμερον παλαιός Πρόδρομος ονομάζεται, και κέλλας τινάς εις μοναδικήν κατοικίαν των παρά του θείου του συναχθέντων ιερών ανδρών, ανήγειρεν εκ θεμελίων Ναόν, τον ήδη υπάρχοντα ως Καθολικόν της Μονής εις το όνομα και αυτόν του Τιμίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Παγκάλως δε και πολυειδώς εκαλλώπισεν αυτόν με λαμπράς κα ωραίας εικόνας και με πολλά ιερά σκεύη και με άλλα διάφορα αναθήματα. Ωκοδόμησε δε και τράπεζαν, δια να τρώγωσιν εις δόξαν Θεού οι ευρισκόμενοι Πατέρες, καθώς απαιτεί η κοινοβιακή τάξις, προστρέξας δε και εις το έλεος των τότε ευσεβεστάτων αυθεντών και βασιλέων Ανδρονίκου, του πιστού βασιλέως των Χριστιανών, του Παλαιολόγου και Στεφάνου του πιστού κράλλη της Σερβίας, δια την ενίσχυσιν αυτών προς αύξησιν, στερέωσιν και καλλωπισμόν της Μονής ταύτης, έλαβε παρ΄ αυτών αργύρια ικανά και ωκοδόμησεν αυτήν κατά το μήκος και το πλάτος, το οποίον έχει και σήμερον.
Επροίκησε δε ο Άγιος την Μονήν του και με προσόδους τινάς, τας οποίας συνέλεξε παρά των αυτοκρατόρων και επεμελήθη αυτήν ως θυγατέρα του γνησίαν, απαύγασμα των καμάτων και των κόπων του. Με τόσας δε και τοιαύτας προσόδους επροίκισεν αυτήν, όσας ο θεοφόρος ούτος Πατήρ έκρινεν ότι ήσαν αρκεταί δι΄ εκείνους οι οποίοι εξέλεξαν να ζώσι βίον Μοναχικόν και απέριττον. Αλλά και εντός της πόλεως Σερρών έκτισεν ετέραν Μονήν, επέχουσαν τόπον μετοχίου, με τειχίον περικυκλουμένην εις το όνομα και αυτήν του Τιμίου Προδρόμου, την οποίαν προικίσας με πάντα τα χρειώδη και αναγκαία, ανέδειξε κατοικητήριον αγίων ανδρών, αφιερωμένων εις τον Θεόν και ζώντων κοινοβιακώς. Εις τοιούτον δε ασφαλές και μόνιμον τέλος έφερε ταύτας τας Ιεράς Μονάς ο θεοφόρος Πατήρ ημών Ιωάννης, ώστε εβεβαίωσε και εξησφάλισεν αυτάς με χρυσόβουλλα βασιλικά, σιγγίλια πατριαρχικά, συγγράμματα των αφιερωμάτων και με διατάξεις και πατρικάς νουθεσίας ιδικάς του αφορώσας εις την τελείαν κατά Χριστόν πολιτείαν των εις αυτάς ασκουμένων Μοναχών.
Εκ τούτων λοιπόν απάντων ποίος δεν κατανοεί το κατά πάντα τέλειον της εναρέτου ζωής του τελείου τούτου Πατρός ημών, με τίνα δε Προφήτην ή Ιεράρχην ή Όσιον ομοιάζων αυτόν, δεν ήθελεν επιτύχει την ακριβή ομοίωσιν; Με τους Σαμουήλ και Ηλίαν, τους περιαδομένους των Προφητών; Αλλά και αυτός κατά μεν τον Σαμουήλ αγιασθείς εκ βρέφους τον νουν, κατεφρόνησε νουνεχώς τα επίκηρα και γεηρά και προσωκειώθη τον Θεόν, κατά δε τον Ηλίαν αγαπήσας εγκάρδια την ησυχίαν, δια να ομιλή ησύχως με τον ήσυχον Θεόν, καθώς εκείνος το Καρμήλιον, ούτω και αυτός το Μενοίκιον όρος κατώκησε. Πως μετεχειρίσθη την θείαν και έννομον ποιμαντικήν, δεν θέλει είπει άλλος τις ειμή μόνος αυτός, ή και άλλοι τινές, αλλά πολύ ολίγοι. Ούτω λοιπόν σοφώς και χριστομιμήτως εποίμανε το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον, ώστε δύναται να είπη τις ότι κατ΄ ουδέν ήτο ελαχιστότερος και των μεγάλων Ασκητών, διότι και αυτός ήτο εστολισμένος με παντοίας αρετάς, γενόμενος οδηγός προς σωτηρίαν πολλών και προτείνων εαυτόν εις τους μαθητάς αυτού και πάντας τους μοναστάς τύπον και υπογραμμόν της αρετής ακριβέστατον.
Τοιαύτην λοιπόν ζωήν ζήσας ο Άγιος και παιδευθείς από τους προ αυτού θείους και ιερούς άνδρας, παιδεύσας δε και αυτός τους μετ΄ αυτόν δια του καλού αυτού παραδείγματος και παιδεύων έτι και νυν τους βουλομένους να πολιτευθούν κατά τας εγγράφους νουθεσίας και διατάξεις αυτού, ετελείωσε την ζωήν του εις γήρας καλόν· και το μεν ιερόν εκείνο σώμα εκηδεύθη εντίμως και σεβασμίως εις το καθολικόν, εις το οποίον ψάλλεται η μεσονύκτιος ακολουθία, ως ο σεβάσμιος αυτού τάφος μαρτυρεί, η δε αγία αυτού ψυχή ανήλθεν εις ουρανούς και ηυλίσθη εις τας αυλάς του Κυρίου μετά πάντων των ομοτρόπων Δικαίων και ομοσκήνων Αγγέλων· μεθ΄ ων είθε να αξιωθώμεν και ημείς των ουρανίων αγαθών δια πρεσβειών του θεοφόρου και σεβασμίου Πατρός ημών Ιωάννου, τέλειοι προσκυνηταί της τελείας Τριάδος γενόμενοι εν Χριστώ Ιησού. Αμήν.
Ο δε Πατήρ ημών Ιωάννης, ως άλλος Σαμουήλ αγιασθείς τον νουν εξ αυτής της βρεφικής ηλικίας, εξεπαιδεύετο εις τα θεία μαθήματα και εις την ευκοσμίαν των ηθών και την όλην κατάστασιν των Μοναχών, όσον δε ηύξανε κατά την ηλικίαν, τόσον και επεδίδετο εις την αρετήν και προέκοπτεν· ικανώς δε την δια πράξεως ασκήσεως γιλοσοφίαν, εδέχθη και το της Ιερωσύνης αξίωμα.
Επειδή δε κατά θείαν οικονομίαν έμελλε να εμπιστευθή και προεδρίαν λαού, καθότι η θεία βουλή και πρόγνωσις, η οποία κατά την γνώμην του Θεολόγου κατεργάζεται από μακρόθεν τας υποθέσεις των μεγάλων πραγμάτων και δεν θέλει τας τοιαύτας πόλεις των αρετών, αι οποίαι κείνται εις υψηλά όρη, να κρύπτωνται, ούτε τους τοιούτους φαεινούς λύχνους να σκεπάζωνται υπό τον μόδιον, δια τούτο ωκονόμησε να αναβιβασθή εις τον Αρχιερατικόν θρόνον. Εις ανταμοιβήν λοιπόν των κόπων της αρετής του τού ανατίθεται η διοίκησις του Επισκοπικού θρόνου των Ζιχνών. Επειδή όμως έφθασεν ενταύθα ο λόγος, ας διηγηθώμεν και πως ο προαναφερθείς θείος του τού επέτρεψε να αρχιερατεύση· διότι δεν είναι και τούτο μικρός έπαινος, η υπόμνησις της υπερβαλλούσης αυτού υπακοής και ευπειθείας, την οποίαν είχεν εις τον θείον και προεστώτα του Ιωαννίκιον.
Οι από της πόλεως Ζίχνης Χριστιανοί, κρίνοντες υπέρ τινα άλλον δια Ποιμένα των τον Θεοφόρον τούτον Πατέρα, ήλθον εις αυτόν και τον εζήτουν μετά θερμής παρακλήσεως, να συγκατανεύση εις την αίτησίν των και δεχόμενος την ποιμαντικήν των οικονομίαν να γίνη Αρχιερεύς των· ο δε, κατά πάντα και δια πάντα πειθόμενος εις τον θείον του, έπεμψεν αυτούς εις αυτόν, να ζητήσουν την παρ΄ αυτού ευλογίαν· ο δε θείος του ουδέ καν την ακοήν υπέφερε, ούτε εδέχετο το τοιούτον, αλλ΄ ίστατο εναντιούμενος και ουδόλως συγκατένευεν, όχι δι΄ άλλο αίτιον, ειμή μόνον διότι εφοβείτο μήπως, δίδων όλον τον εαυτόν του εις την φροντίδα της Επισκοπής, αποκλείση άπρακτον την προαίρεσίν του, εις το να έχη αυτός κάθε πρόνοιαν και επιμέλειαν της Μονής των· και ότι ούτως έχει η αλήθεια και η προαίρεσις του Γέροντος τούτο είναι φανερόν εκ του ότι ο θείος εκείνος Γέρων τότε συγκατένευσε, τότε εδέχθη την αίτησιν των Ζιχναίων, όταν έλαβεν έγγραφον παρ΄ αυτού ομολογίαν, ότι ζώντος και μετά θάνατον του θείου του θα έχη αυτός την φροντίδα και την επιμέλειαν της Ιεράς αυτών Μονής. Γενόμενος λοιπόν Αρχιερεύς ο Άγιος, ποίος νους να εννοήση ή ποία γλώσσα να διηγηθή δύναται τους κόπους, τους μόχθους, τας αγρυπνίας, τας οποίας έκαμνε δια την διοίκησιν, την κυβέρνησιν του εμπιστευθέντος αυτώ ποιμνίου; Δεν έδιδεν ύπνον εις τους οφθαλμούς του, ουδέ ανάπαυσιν εις τους κροτάφους του κατά το Δαβιτικόν (Ψαλμ. ρλα΄: 4), αλλά πάντα και εποίει και έλεγε δια την σωτηρίαν των ψυχών τού ποιμνίου του, οδηγών εις τας σωτηρίους νομάς και διαφυλάττων αυτό από τους οδόντας του νοητού λύκου αβλαβές και αλύμαντον, άλλοτε με διδασκαλίας και άλλοτε με απειλάς, ενώνων το πικρόν με το γλυκύ κατά την ιατρικήν επιστήμην. Τοιαύτην προστασίαν του ποιμνίου του μετεχειρίζετο και όμως παρ΄ όλα ταύτα και της επιμελείας της Μονής αυτού δεν απελείπετο, καίτοι ζώντος εισέτι του θείου του. Τούτου δε εκδημήσαντος προς τον ποθούμενον Κύριον, διανύσαντος δι΄ ισαγγέλου πολιτείας τον βίον αυτού, ο Όσιος ούτος Πατήρ ημών Ιωάννης, κάμνων παραίτησιν από της Επισκοπής του, κατά την έγγραφον αυτού προς τον θείον του υπόσχεσιν, έμεινεν εις την Ιεράν Μονήν του Τιμίου Προδρόμου, την οποίαν Μονήν ανεδέχθη εις κλήρον θείον παρά του θείου του μετονομασθείς δια του θείου και Αγγελικού Σχήματος από Ιωακείμ που εκαλείτο πρότερον Ιωάννης.
Ευρών δε ο Άγιος την Μονήν ως μόνον Ναόν έχουσαν το νυν Παρεκκλήσιον, το οποίον την σήμερον παλαιός Πρόδρομος ονομάζεται, και κέλλας τινάς εις μοναδικήν κατοικίαν των παρά του θείου του συναχθέντων ιερών ανδρών, ανήγειρεν εκ θεμελίων Ναόν, τον ήδη υπάρχοντα ως Καθολικόν της Μονής εις το όνομα και αυτόν του Τιμίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Παγκάλως δε και πολυειδώς εκαλλώπισεν αυτόν με λαμπράς κα ωραίας εικόνας και με πολλά ιερά σκεύη και με άλλα διάφορα αναθήματα. Ωκοδόμησε δε και τράπεζαν, δια να τρώγωσιν εις δόξαν Θεού οι ευρισκόμενοι Πατέρες, καθώς απαιτεί η κοινοβιακή τάξις, προστρέξας δε και εις το έλεος των τότε ευσεβεστάτων αυθεντών και βασιλέων Ανδρονίκου, του πιστού βασιλέως των Χριστιανών, του Παλαιολόγου και Στεφάνου του πιστού κράλλη της Σερβίας, δια την ενίσχυσιν αυτών προς αύξησιν, στερέωσιν και καλλωπισμόν της Μονής ταύτης, έλαβε παρ΄ αυτών αργύρια ικανά και ωκοδόμησεν αυτήν κατά το μήκος και το πλάτος, το οποίον έχει και σήμερον.
Επροίκησε δε ο Άγιος την Μονήν του και με προσόδους τινάς, τας οποίας συνέλεξε παρά των αυτοκρατόρων και επεμελήθη αυτήν ως θυγατέρα του γνησίαν, απαύγασμα των καμάτων και των κόπων του. Με τόσας δε και τοιαύτας προσόδους επροίκισεν αυτήν, όσας ο θεοφόρος ούτος Πατήρ έκρινεν ότι ήσαν αρκεταί δι΄ εκείνους οι οποίοι εξέλεξαν να ζώσι βίον Μοναχικόν και απέριττον. Αλλά και εντός της πόλεως Σερρών έκτισεν ετέραν Μονήν, επέχουσαν τόπον μετοχίου, με τειχίον περικυκλουμένην εις το όνομα και αυτήν του Τιμίου Προδρόμου, την οποίαν προικίσας με πάντα τα χρειώδη και αναγκαία, ανέδειξε κατοικητήριον αγίων ανδρών, αφιερωμένων εις τον Θεόν και ζώντων κοινοβιακώς. Εις τοιούτον δε ασφαλές και μόνιμον τέλος έφερε ταύτας τας Ιεράς Μονάς ο θεοφόρος Πατήρ ημών Ιωάννης, ώστε εβεβαίωσε και εξησφάλισεν αυτάς με χρυσόβουλλα βασιλικά, σιγγίλια πατριαρχικά, συγγράμματα των αφιερωμάτων και με διατάξεις και πατρικάς νουθεσίας ιδικάς του αφορώσας εις την τελείαν κατά Χριστόν πολιτείαν των εις αυτάς ασκουμένων Μοναχών.
Εκ τούτων λοιπόν απάντων ποίος δεν κατανοεί το κατά πάντα τέλειον της εναρέτου ζωής του τελείου τούτου Πατρός ημών, με τίνα δε Προφήτην ή Ιεράρχην ή Όσιον ομοιάζων αυτόν, δεν ήθελεν επιτύχει την ακριβή ομοίωσιν; Με τους Σαμουήλ και Ηλίαν, τους περιαδομένους των Προφητών; Αλλά και αυτός κατά μεν τον Σαμουήλ αγιασθείς εκ βρέφους τον νουν, κατεφρόνησε νουνεχώς τα επίκηρα και γεηρά και προσωκειώθη τον Θεόν, κατά δε τον Ηλίαν αγαπήσας εγκάρδια την ησυχίαν, δια να ομιλή ησύχως με τον ήσυχον Θεόν, καθώς εκείνος το Καρμήλιον, ούτω και αυτός το Μενοίκιον όρος κατώκησε. Πως μετεχειρίσθη την θείαν και έννομον ποιμαντικήν, δεν θέλει είπει άλλος τις ειμή μόνος αυτός, ή και άλλοι τινές, αλλά πολύ ολίγοι. Ούτω λοιπόν σοφώς και χριστομιμήτως εποίμανε το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον, ώστε δύναται να είπη τις ότι κατ΄ ουδέν ήτο ελαχιστότερος και των μεγάλων Ασκητών, διότι και αυτός ήτο εστολισμένος με παντοίας αρετάς, γενόμενος οδηγός προς σωτηρίαν πολλών και προτείνων εαυτόν εις τους μαθητάς αυτού και πάντας τους μοναστάς τύπον και υπογραμμόν της αρετής ακριβέστατον.
Τοιαύτην λοιπόν ζωήν ζήσας ο Άγιος και παιδευθείς από τους προ αυτού θείους και ιερούς άνδρας, παιδεύσας δε και αυτός τους μετ΄ αυτόν δια του καλού αυτού παραδείγματος και παιδεύων έτι και νυν τους βουλομένους να πολιτευθούν κατά τας εγγράφους νουθεσίας και διατάξεις αυτού, ετελείωσε την ζωήν του εις γήρας καλόν· και το μεν ιερόν εκείνο σώμα εκηδεύθη εντίμως και σεβασμίως εις το καθολικόν, εις το οποίον ψάλλεται η μεσονύκτιος ακολουθία, ως ο σεβάσμιος αυτού τάφος μαρτυρεί, η δε αγία αυτού ψυχή ανήλθεν εις ουρανούς και ηυλίσθη εις τας αυλάς του Κυρίου μετά πάντων των ομοτρόπων Δικαίων και ομοσκήνων Αγγέλων· μεθ΄ ων είθε να αξιωθώμεν και ημείς των ουρανίων αγαθών δια πρεσβειών του θεοφόρου και σεβασμίου Πατρός ημών Ιωάννου, τέλειοι προσκυνηταί της τελείας Τριάδος γενόμενοι εν Χριστώ Ιησού. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου