(Απάντηση στο
κείμενο του Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου Κατερέλου «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς
Κρήτης: Νέα Εκκλησιολογία ἢ Πιστότητα στὴν Παράδοση;»)
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΕΔΩ: http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2017/10/blog-post_29.html
Νικολάου Μάννη
εκπαιδευτικού
ΙΑ. Ξεκινώντας το επόμενο κεφάλαιο («Διαχριστιανικοὶ
Διάλογοι») ο Σ. προβαίνει σε μια διάκριση που αφορά τον Οικουμενισμό.
Συγκεκριμένα τον διαχωρίζει σε «οἰκουμενισμὸ τῆς ἐπιστροφῆς» και «οἰκουμενισμὸ
τῆς ἐνσωμάτωσης». Ουσιαστικά πρόκειται για μια προσπάθεια διαχωρισμού του
Οικουμενισμού σε «καλό» και «κακό», όπου σύμφωνα με τον πρώτο όλοι θα
επιστρέψουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ σύμφωνα με τον δεύτερο όλοι θα
ενσωματωθούν σε μια «Νέα Εκκλησία».
Ο Σ. προκαλεί τους επικριτές της Ψευδοσυνόδου: «Νὰ
καταδείξουν ποῦ ἀναγνωρίζεται ἔστω καὶ μιὰ ἀτελὴς κοινωνία μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ
Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ καταδείξουν, ποῦ υἱοθετεῖται ἡ θεωρία τῶν ὁμόκεντρων
κύκλων τῆς Β´ Βατικανῆς. Νὰ καταδείξουν, ἀπὸ πότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ τοὺς
Ρωμαιοκαθολικοὺς μέλη της! Ποῦ τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου ἀναγνωρίζει
τὴ σωστικὴ ἱκανότητα τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν ἑτεροδόξων, ὅπως τὸ πράττει ἡ Β´
Βατικανή». Αφού ειπωθεί πως ο συλλογισμός «η Σύνοδος της Κρήτης δεν αποφάσισε
ακριβώς τα ίδια με την Β΄ Βατικανή» δεν είναι αποδεκτός, διότι μπορεί να μην
είχαμε ακριβώς ίδιες αποφάσεις (και διά τον φόβο των Ορθοδόξων), αλλά και στην
Κρήτη υπήρχε το ίδιο «πνεύμα» με το της Β΄ Βατικανής, αφού αμφότερες
νομιμοποίησαν την συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση, ας απαντήσει ο Σ. και οι
ομόφρονές του στα αντίστροφα ερωτήματα σχετικά με τις αποφάσεις της «Αγίας και
Μεγάλης» Ψευδοσυνόδου: Πού αναγνωρίζεται σε αυτές η διατήρηση της
ακοινωνησίας[189] μεταξύ Ορθοδόξου και «Ρωμαιοκαθολικής» Εκκλησίας, εξ αιτίας
της προ χιλιετίας πτώσεως της δευτέρας στο σχίσμα και τις αιρέσεις, όπως όλες
οι τωόντι Αγίες και Μεγάλες Σύνοδοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας της τελευταίας χιλιετίας
παρατηρούσαν, προσκαλώντας σε μετάνοια και επιστροφή; Πού απορρίπτεται η θεωρία
των ομόκεντρων κύκλων της Β´ Βατικανής και οι ποικίλες οικουμενιστικές θεωρίες,
έστω και του «κακού» «οικουμενισμού της ενσωματώσεως»; Γιατί πλέον η επίσημη
Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θεωρεί τους «Ρωμαιοκαθολικούς» αιρετικούς και
σχισματικούς, όπως επί σχεδόν χίλια χρόνια τους θεωρούσε; Που το κείμενο της
«Αγίας και Μεγάλης» Συνόδου αρνείται την ύπαρξη σωστικής Θείας Χάριτος και
επομένως την δυνατότητα σωτηρίας των «Εκκλησιών» των ετεροδόξων, όπως το
πράττουν όλες οι Άγιες και Μεγάλες Σύνοδοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όπως
φρονούν οι Άγιοι Πατέρες των τελευταίων δέκα αιώνων;
ΙΒ. Παραβλέποντας προς το παρόν την κριτική που ο Σ.
ασκεί σε μια παλιά θέση του π. Θεοδώρου Ζήση, για τον οποίο θα αναφερθούμε
παρακάτω, παρατηρούμε εν συνεχεία ότι ο Σ. παραπέμπει σε ένα κείμενο του
ουνίτου «Γρατιανουπόλεως» Δημητρίου Σαλάχα[190], το οποίο επειδή δεν
αντιμετωπίζει με υπέρμετρο ενθουσιασμό την επίμαχη απόφαση της Ψευδοσυνόδου για
τις σχέσεις με τους ετεροδόξους, χρησιμοποιείται από τον Σ. ως τεκμήριο
Ορθοδοξίας της Ψευδοσυνόδου! Όπως όμως θα δει όποιος διαβάσει το κείμενο του κ.
Σαλάχα, σε αυτό δεν ασκείται κάποια κριτική εναντίον της συγκεκριμένης
αποφάσεως (ούτε καν δυσαρέσκεια δεν διαφαίνεται όπως ισχυρίζεται ο Σ.), πέρα
από δυο απλές παρατηρήσεις επ᾿ αυτής πως «διαφοροποιείται κάπως ως προς την
εκκλησιολογική και μυστηριακή δομή του «λοιπού Χριστιανικού Κόσμου»»[191] και
πως σε αυτήν «δεν αναγνωρίζεται η ουσιαστική έννοια και φύση της Καθολικής
Εκκλησίας ως «Εκκλησία»»[192] προτρέποντας για το μέλλον την Ορθόδοξη Εκκλησία
να διασαφήσει «με ποια εκκλησιολογική βάση διεξάγει τον Θεολογικό Διάλογο με
την Καθολική Εκκλησία»[193] αφού και «η Καθολική Εκκλησία - από και μετά την Β΄
Βατικάνειο Σύνοδο - στις σχέσεις της προς τον λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον, και
ειδικότερα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, επανεξέτασε τον βαθμό κοινωνίας στα της
πίστεως και λατρείας που υπάρχει ήδη με αυτήν, και κατέληξε στη ρητή αναγνώριση
της εκκλησιολογικής και μυστηριακής δομής της Ορθόδοξης Εκκλησίας»[194].
Παράλληλα όμως διακρίνεται ένας ενθουσιασμός για το γεγονός πως η εν λόγω
Απόφαση «εδραιώνει τον Οικουμενικό Διάλογο»[195], και πως «επισημαίνει ότι
σκοπός του Οικουμενικού Διαλόγου είναι η ποθητή επίτευξη της ορατής ενότητας
των χριστιανών»[196], παρατηρώντας επίσης πως «με το ίδιο σκεπτικό και
προοπτική και η Καθολική Εκκλησία συμμετέχει στον Οικουμενικό Διάλογο αγάπης
και αλήθειας δια της «μαρτυρίας» εντός και εκτός αυτής»[197]. Καταλήγει δε στα
εξής: «Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι η Απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην
Κρήτη για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν
Κόσμον» είναι ιστορική και σημαντική: Για πρώτη φορά πράγματι οι Ορθόδοξες
Εκκλησίες, στην πλειοψηφία τους, με συνοδική πανορθόδοξη απόφαση επικυρώνουν
και εμπεδώνουν τη βούληση ενεργούς συμμετοχής τους, παρά τις αρνητικές φωνές
που ακούονται, «εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων…»»[198]. Αν
έτσι εκφράζεται η δυσαρέσκεια τότε μάλλον πρέπει να δώσουμε μία νέα ερμηνεία
στην λέξη αυτήν!
ΙΓ. Ο Σ. συνεχίζει το κείμενο αναλύοντας την αναγκαιότητα
του «Διαλόγου» με τους ετεροδόξους, τον οποίο θεωρεί ως μόνο ενδεδειγμένο,
αποτελεσματικό και πρόσφορο τρόπο για να επιστρέψουν οι ετερόδοξοι στην
Ορθοδοξία. Θεωρεί δε ότι οι επικριτές της Ψευδοσυνόδου είναι εχθροί του
Διαλόγου, οι οποίοι τάχα γνωρίζουν μόνο μία μέθοδο προσεγγίσεως των εκτός
Εκκλησίας: την πρόσκληση για επιστροφήˑ μέθοδο την οποία ο Σ. χαρακτηρίζει
«τελείως ἀναποτελεσματικὴ καὶ ἀνίκανη στὴ πολὺ δύσκολη σύγχρονη συγκυρία νὰ
παραγάγει θετικοὺς καρπούς». Δυστυχώς ο Σ. αδικεί τους επικριτές των
Ψευδοδιαλόγων. Όχι μόνο γιατί εμείς οι Ορθόδοξοι, σε αντίθεση με τους
Οικουμενιστές, είμαστε υπέρ του αληθινού Διαλόγου, αλλά και διότι μόνο οι δικές
μας μέθοδοι είναι αποτελεσματικές. Αξίζει να γίνει μια καταγραφή των
περιπτώσεων ετεροδόξων που προσήλθαν στην Ορθοδοξία μέσω των οικουμενιστικών
Ψευδοδιαλόγων και εκείνων που προσήλθαν από τον αληθινό Διάλογο της Μαρτυρίας
των Ορθοδόξων, ώστε να αποδειχθεί ότι είναι αληθέστατος ο ισχυρισμός αυτός.
Προσωπικά γνωρίζω δεκάδες[199] περιπτώσεις ετεροδόξων που μεταστράφηκαν στην
Ορθοδοξία με τον τρόπο μας, αλλά ούτε μία που να προήλθε ως αποτέλεσμα των
οικουμενιστικών «Διαλόγων» (άλλωστε οι Οικουμενιστές αποθαρρύνουν τους
ετεροδόξους να εντάσσονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού αναγνωρίζουν Θεία Χάρη
και Μυστήρια και στην ετεροδοξία).
Ένα θετικό όμως είναι πως και ο ίδιος ο Σ. έχει επίγνωση
της κρίσης της «Οικουμενικής Κινήσεως», παρά την επιμονή στον ίδιο τρόπο
προσεγγίσεως διά των Ψευδοδιαλόγων. Αξίζει να δούμε το σχετικό απόσπασμα (σελ.
65-66) και να τοποθετηθούμε επ᾿ αυτού: «Ἐνῶ τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης
Συνόδου μετ᾽ ἐμφράσεως ἐπισημαίνει, ὅτι θεωρεῖ χρέος τὸ διάλογο, ταυτόχρονα δὲν
καταλαμβάνεται ἀπὸ ἐνθουσιαστικὰ συναισθήματα. Κάνει λόγο γιὰ βαθειὰ κρίση στὴν
οἰκουμενικὴ κίνηση καὶ δὲν παραγνωρίζει τὶς δυσκολίες τοῦ ἐγχειρήματος αὐτοῦ. Οἱ
Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ ἐξετάσουν μετὰ πολλῆς προσοχῆς τὴν
πανθομολογούμενη κόπωση στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, νὰ ἀνεύρουν τὰ αἴτιά της καὶ νὰ
ἐπαναπροσδιορίσουν τὴν τακτική τους. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἔχει ἀπόλυτη
συνείδηση τῶν νέων προβλημάτων καὶ διαφορῶν ποὺ δημιουργεῖ ἡ παρατεινόμενη ἀποξένωση
τῶν ἑτεροδόξων ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐάν, π.χ. λάβει κανεὶς ὑπ᾽ ὄψιν του τὸ
γεγονὸς τῆς χειροτονίας γυναικῶν ἢ ὁμοφυλοφίλων στὴν Ἀγγλικανική, Λουθηρανικὴ
καὶ Παλαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, τότε κατανοεῖται περισσότερο, γιατὶ ἡ προσδοκία τῆς
ἕνωσης μὲ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ κριτήρια ἐλαχιστοποιεῖται. Αὐτὸ κατ᾽ οὐδένα τρόπο
σημαίνει, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἀποστεῖ ἀπὸ τὸ χρέος τοῦ
διαλόγου. Ὁ διάλογος ἀποτελεῖ γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐξαιρετικὴ εὐθύνη. Ἡ οὐσιαστικὴ
μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ ἐσωτερικὸ τῶν ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν μόνο θετικὰ ἀποτελέσματα
μπορεῖ νὰ ἔχει γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει
ἀνθρωπίνως νὰ καταβάλει κάθε προσπάθεια, ὥστε νὰ προβληματίζει καὶ νὰ γίνεται
πειστική. Στὸ ἐγχείρημα αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκζητᾶ καὶ ἀπεκδέχεται
πρωτίστως τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε αὐτὰ ποὺ εἶναι καὶ φαίνονται
σήμερα ἀνέφικτα, νὰ καταστοῦν στὸ μέλλον ἐφικτά. Ὁ διάλογος, ἡ μαρτυρία τῆς ἀλήθειας,
ἡ κοινοποίηση τοῦ καταπιστεύματος τῆς πνευματικῆς μας ἐμπειρίας ἀποτελοῦν εὐθύνη
μας, τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ ἀποσείσουμε. Τὸ ἐρώτημα, βεβαίως, πάντα εἶναι, ἐὰν
εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὸ χρέος αὐτό, ὥστε νὰ ἐπέλθει «ἡ τελικὴ ἀποκατάστασις
τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καὶ τῇ ἀγάπη ἑνότητος»». Είναι πολύ σημαντική η παραπάνω
κριτική και ας μας επιτρέψουν οι Οικουμενιστές που είναι ιδεολόγοι[200] να
παραθέσουμε μερικές συμβουλές:
α) Πιστέψτε ότι η Ορθοδοξία είναι η Αλήθειαˑ η θεραπεία
στην ασθένεια. Όσο υπάρχει έστω και ένας ίχνος αμφιβολίας μέσα σας για αυτό,
δεν πρόκειται να μεταδώσετε ποτέ την Πίστη.
β) Αγαπήστε τους ετεροδόξους σαν παιδιά σας, όχι
υποκριτικά. Η αληθινή Αγάπη είναι ελεγκτική μπρος στον κίνδυνο. Όπως αν τα
παιδιά σας όδευαν ολοταχώς προς τον γκρεμό δεν θα ενεργούσατε μόνο με
νουθεσίες, αλλά και με παρακλήσεις, με απειλές ή και με βία αν χρειαζόταν,
χωρίς να σας νοιάξει αν σας παρεξηγήσουν ή αν τους… πληγώσετε συναισθηματικά,
με παρόμοιο τρόπο πρέπει να εκφράζεται η Αγάπη και προς τους εκτός Εκκλησίας.
Δεν εννοούμε φυσικά ύβρεις και σωματική βία, αλλά τουλάχιστον να τους
επισημαίνετε πως βρίσκονται στην αίρεση και οδεύουν προς την απώλεια. Αν
νιώσουν ότι τους αγαπάτε αληθινά θα το αποδεχθούν. Σταματήστε λοιπόν να τους
λέτε πως το μονοπάτι είναι μεν «η βεβαία και ασφαλής οδός σωτηρίας», αλλά και
στον γκρεμό υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας επειδή ο Κύριος είναι παντοδύναμος!
γ) Αλλάξτε τον τρόπο των Διαλόγων. Με την τεχνολογική
πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην εποχή μας μπορεί εύκολα και πρακτικά να γίνουν
συνεχείς και αυθεντικότεροι Διάλογοι, δημόσιοι ή κλειστοί, μέσω του Διαδικτύου,
χωρίς να χρειάζεται να παραβαίνονται κάθε φορά οι Ιεροί Κανόνες με συμπροσευχές
και άλλα οικουμενιστικά δρώμενα που κατασκανδαλίζουν τους Ορθοδόξους,
δ) Σεβαστείτε το αυτεξούσιο. Όταν βλέπετε ότι κάποιοι
ετεροδόξοι όχι απλά επιμένουν στις πλάνες τους, αλλά υιοθετούν και νέες (όπως
π.χ. η χειροτονία γυναικών ή ομοφυλοφίλων), σταματήστε τον Διάλογο. Σεβαστείτε
το δικαίωμά τους να επιλέξουν το ψέμα αντί για την αλήθεια, το σκοτάδι της
κακοδοξίας, αντί για το φως της Ορθοδοξίας. Ένωση που επιδιώκεται να γίνει με
κάθε κόστος είναι διαβολική. Ο Χριστός μας μας δίνει επιλογή να τον
ακολουθήσουμε, δεν μας αναγκάζει[201].
ΙΔ. Προχωρώντας ο Σ. αναφέρεται στην κατά της
Ψευδοσυνόδου κριτική του Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου και προβαίνει σε συγκεκριμένες
παρατηρήσεις. Με αφορμή τις παρατηρήσεις αυτές - και χωρίς να υπάρχει διάθεση
να παραστήσω τον δικηγόρο του κ. Ιεροθέου[202] - πρέπει να κατατεθούν και από
την πλευρά μου κάποιες παρατηρήσεις:
i.
Διαστρέφει (ίσως όχι εσκεμμένα) την αλήθεια ο σεβαστός Σ. όταν την αποδοχή της
αποκλειστικότητας της σωτηρίας διά της Εκκλησίας την ερμηνεύει ως πίστη κάποιου
«ὅτι θὰ εἶναι μόνος του στὸν Παράδεισο μαζὶ μὲ κάποιους Ὀρθοδόξους»! Εμείς οι
Ορθόδοξοι έχουμε ακράδαντη πίστη όχι μόνο στο ότι διά της Εκκλησίας
αποκλειστικά επιτυγχάνεται η σωτηρία, αλλά και για το ότι δεν θα είμαστε μόνοι
μας στον Παράδεισο, διότι πιστεύουμε στην επιτυχία του σωτηριώδους έργου του
Κυρίου, ο οποίος επισυνάπτει, με διάφορους τρόπους και σε ανύποπτο χρόνο όλους
όσους θέλουν να σωθούν, στην Κιβωτό, ήτοι την Εκκλησία[203]. Όπως δε η ζωή των
ανθρώπων στην γη, μετά την Πτώση, προήλθε από τον Αδάμ διά της Εύας έτσι και η
αιώνια ζωή προέρχεται μόνο από τον - νέο Αδάμ - Χριστό διά της - νέας Εύας -
Εκκλησίας, σύμφωνα με την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων:
α) Ο Άγιος Μεθόδιος Πατάρων[204]: «Ὅθεν ὁ Ἀπόστολος εὐθυβόλως
εἰς Χριστὸν ἀνηκόντισε τὰ κατὰ τὸν Ἀδάμ. Οὓτως γὰρ ἂν μάλιστα ἐκ τῶν ὀστῶν αὐτοῦ
καὶ τῆς σαρκὸς τὴν Ἐκκλησίαν συμφωνήσει γεγονέναιˑ ἧς δὴ χάριν, καταλείψας τὸν
Πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς, κατῆλθεν ὁ Λόγος προσκολληθησόμμενος τῇ γυναικὶˑ
καὶ ὕπνωσε τὴν ἔκστασιν τοῦ πάθους, ἑκουσίως ὑπὲρ αὐτῆς ἀποθανώνˑ «Ὅπως αὐτὸς ἑαυτῷ
παραστήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν ἔνδοξον καὶ ἂμωμον, καθαρίσας τῷ λουτρῷ», πρὸς ὑποδοχὴν
τοῦ νοητοῦ καὶ μακαρίου σπέρματος, ὃ σπείρει μὲν αὐτὸς ὑπηχῶν καὶ καταφυτεύων ἐν
τῷ βάθει τοῦ νοόςˑ ὑποδέχεται δὲ καὶ μορφοῖ δίκην γυναικὸς ἡ Ἐκκλησία εἰς τὸ
γεννᾶν τὴν ἀρετὴν καὶ ἐκτρέφειν. Ταύτῃ γὰρ καὶ τό, «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε», πληροῦται
προσηκόντως, εἰς μέγεθος καὶ κάλλος καὶ πλῆθος καθ᾿ ἡμέραν αὐξανομένης αὐτῆς διὰ
τὴν σύνερξιν καὶ κοινωνίαν τοῦ Λόγου συγκαταβαίνοντος ἡμῖν ἒτι καὶ νῦν, καὶ ἐξισταμένου
κατὰ τὴν ἀνάμνησιν τοῦ πάθους. Οὐ γὰρ ἂν ἄλλως ἡ Ἐκκλησία συλλαβεῖν τοὺς πιστεύοντας
καὶ ἀναγεννῆσαι διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας δύναιτο, ἐὰν μὴ καὶ διὰ
τούτους ὁ Χριστὸς κενώσας ἑαυτόν, ἳνα χωρηθῇ κατὰ τὴν ἀνακεφαλαίωσιν, ὡς ἒφην,
τοῦ πάθους, πάλιν ἀποθάνῃ καταβὰς ἐξ οὐρανῶν καὶ προσκολληθεὶς τῇ ἑαυτοῦ γυναικί
τῇ Ἐκκλησίᾳ, παράσχοι τῆς πλευρᾶς ἀφαιρεῖσθαι τῆς ἑαυτοῦ δύναμίν τινα, ὂπως αὐξηθῶσιν
οἱ ἐν αὐτῷ οἰκοδομηθέντες ἄπαντες, οἱ γεγεννημένοι διὰ τοῦ λουτροῦ, ἐκ τῶν ὀστῶν
καὶ ἐκ τῆς σαρκός, τουτέστιν ἐκ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ καὶ ἐκ τῆς δόξης προσειληφότες.
Ὀστᾶ γὰρ καὶ σάρκα σοφίας ὁ λέγων εἶναι σύνεσιν καὶ ἀρετὴν ὀρθότατα λέγειˑ
πλευρὰν δὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας τὸ Παράκλητον, ἀφ᾿ οὗ λαμβάνοντες εἰς ἀφθαρσίαν
ἀναγεννῶνται προσηκόντως οἱ πεφωτισμένοι. Ἀδύνατον δὲ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου
μετασχεῖν τινα καὶ μέλος καταλεχθῆναι Χριστοῦ, ἐὰν μὴ πρότερον καὶ ἐπὶ τούτου
συγκατελθὼν ὁ Λόγος, ἐκστῇ κοιμηθείς, ἳνα τὴν ἀνανέωσιν καὶ τὸν ἀνακαινισμὸν,
συνεξαναστὰς τοῦ ὕπνου τῷ ὑπὲρ αὐτοῦ κεκοιμημένῳ, καὶ αὐτὸς μεταλαβεῖν δυνηθῇ
Πνεύματος, ἀναπλησθείς»[205].
β) Ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων: «Ο Χριστός είναι ο
νεώτατος Αδάμ, από την πλευρά Του Οποίου έλαβε ζωή η Εκκλησία… Αυτή είναι η
Εύα, η μητέρα όλων των ζωντανών»[206].
γ) Ο Άγιος Ιερώνυμος: «Και όπως από τον Αδάμ και τη
γυναίκα του γεννιέται όλο το γένος των ανθρώπων, έτσι και από τον Χριστό και
την Εκκλησία γεννιέται όλο το πλήθος των πιστών»[207].
δ) Ο Ιερός Χρυσόστομος: «Καθάπερ γὰρ ἡ Εὔα, φησίν, ἀπὸ τῆς
πλευρᾶς τοῦ Ἀδὰμ γέγονεν, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο γάρ ἐστιν,
«Ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ». Ἀλλ᾿ ὅτι μὲν ἡ Εὔα ἐκ τῆς πλευρᾶς
αὐτοῦ τοῦ Ἀδὰμ γέγονεν, ἅπαντες ἴσμεν, καὶ σαφῶς ἡ Γραφὴ τοῦτο εἴρηκεν, ὅτι ἐπέβαλεν
ἔκστασιν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ, καὶ ᾠκοδόμησε τὴν γυναῖκα·
ὅτι δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τῆς πλευρᾶς τοῦ Χριστοῦ συνέστη, πόθεν ἔχοι τις ἂν ἀποδεῖξαι;
Καὶ τοῦτο ἡ Γραφὴ δείκνυσιν. Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Χριστὸς εἰς τὸν σταυρὸν ἀνηνέχθη, καὶ
προσηλώθη, καὶ ἀπέθανε, Προσελθὼν εἷς τῶν στρατιωτῶν ἔνυξεν αὐτοῦ τὴν πλευρὰν,
καὶ ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ· καὶ ἐξ ἐκείνου τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ὕδατος ἡ Ἐκκλησία
ἅπασα συνέστηκε. Καὶ μαρτυρεῖ αὐτὸς λέγων, ὅτι «Ἐὰν μή τις ἀναγεννηθῇ ἐξ ὕδατος
καὶ πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»»[208].
ε) Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Διὰ γὰρ τοῦ Σταυροῦ ἡ
Ἐκκλησία ἐνυμφεύθη τῷ Σταυρωθέντι Χριστῷ, καὶ διὰ τοῦ ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ
ρεύσαντος αἵματος καὶ ὕδατος, ἡ πρῴην στεῖρα ἐγέννησε τέκνα πολλά, καὶ μήτηρ
πολύτεκνος ὁμοῦ έγένετο, καὶ καλλίτεκνος, γεννῶσα μὲν διὰ τοῦ ὕδατος τοῦ
Βαπτίσματος, τρέφουσα δὲ τὰ γεννηθέντα διὰ τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ
Κυρίου»[209].
Η πατερική διδασκαλία λοιπόν συνοψίζεται στο του Αγίου
Κυπριανού Καρχηδόνος: «Δεν μπορεί κάποιος να έχει τον Θεό για πατέρα, αν δεν
έχει την Εκκλησία για μητέρα»[210]. Και για να μη προλάβει ο αγαπητός Σ. να
σπεύσει να δηλώσει ότι αυτό αποτελεί προσωπική γνώμη του Αγίου Κυπριανού, ας το
διαβάσουμε και στον Ιερό Αυγουστίνο (σε έργο του για τους κατηχούμενους):
«Λοιπόν, θα αρχίσετε να Toν έχετε
ως πατέρα [τον Θεό], όταν γεννηθείτε από τη μητέρα που είναι η Εκκλησία»[211].
Αυτή είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας και η θέση του Σ.
δεν έχει αγιοπατερικό έρεισμα, γι᾿ αυτό απέναντι στους Πατέρες αδυνατεί να
αντιπαραθέσει Αγίους Πατέρες (πλην μόνο του αμφιλεγόμενου Φιλαρέτου Μόσχας) και
βάζει νεότερους θεολόγους, όπως τον Μπουλγκάκοφ, τον Ευδοκίμοφ, τον Σμέμαν, τον
Μέγιεντορφ κ.α. Να μας επιτρέψει όμως εμάς τους Ορθοδόξους να θέτουμε την
πατερική θεολογία, πάνω από την ακαδημαϊκή. Παραλογισμό επίσης αποτελεί το να
αποδεχόμαστε ότι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ βεβαία καὶ ἀσφαλὴς ὁδὸς Σωτηρίας»,
αλλά παράλληλα να διαβεβαιώνουμε ότι υπάρχουν και άλλοι οδοί σωτηρίας «αβέβαιοι
και μη ασφαλείς», με τέτοιο τρόπο ώστε να παρουσιάζονται και αυτοί ως «βέβαιοι
και ασφαλείς», θέλοντας μάλιστα να επιστρατεύσουμε ως συμμαχικό επιχείρημα για
αυτό και την Παντοδυναμία του Θεού!
ii.
Αναρωτιέται ο Σ. (σελ. 68) πως και αξιώθηκαν της θέας του ακτίστου φωτός, οι
προ Χριστού Δίκαιοι, όπως ο Μωϋσής, ο Αβραάμ, ο Ηλίας κ.α. Γιατί δεν
αναρωτιέται όμως για ποιον λόγο όλοι οι παραπάνω, παρά την θεοπτία που
αξιώθηκαν, δεν σώζονταν μέχρι να έλθει ο Χριστός; Είναι δε εντελώς
παραπλανητική η χρήση των χωρίων των Αγίων Μαξίμου και Ιωάννου του Δαμασκηνού,
ως αναιρετικών δήθεν της θέσεως του Αγίου Κυπριανού και των άλλων Πατέρων.
Ουδείς Ορθόδοξος δεν αμφισβητεί την παρουσία του Αγίου Πνεύματος παντού στην
κτίση. Η σωτηρία όμως δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της παρουσίας του Αγίου
Πνεύματος, αλλά απαιτείται και η συγκατάθεση του ανθρώπου, λόγω του
αυτεξουσίου. Άνευ συνεργίας Θείας Χάριτος και ανθρωπίνης βουλήσεως δεν υπάρχει
σωτηρία. Και πως φανερώνεται η βούληση του ανθρώπου αν όχι με την εθελούσια
είσοδο του στην Εκκλησία; Δεν μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για δυνατότητα σωτηρίας
χωρίς την έμπρακτη εφαρμογή της βουλήσεως αυτής, βασιζόμενοι μόνο και μόνο στο
γεγονός της υπάρξεως Θείας Χάριτος εκτός Εκκλησίας. Πως η τελευταία θα καταστεί
σώζουσα αφού την εμποδίζει η άρνηση του ανθρώπου να ενταχθεί στην Εκκλησία;
Μήπως κατά τον Κατακλυσμό έπαυσε να υπάρχει παντού στην κτίση η Θεία Χάρις;
Ουδαμώς, αλλά αυτό δεν έσωσε όσους δεν μπήκαν στην Κιβωτό…
iii.
Κλείνοντας τις παρατηρήσεις οφείλω με λύπη μου να καταγγείλω μια διαστρέβλωση
της διδασκαλίας του Αποστόλου Παύλου, στην οποία προβαίνει ο Σ. (ελπίζω και
εύχομαι όχι από κακή πρόθεση) στο τέλος του εξεταζομένου κεφαλαίου. Όταν ο
Απόστολος Παύλος μιλά για «ανεξιχνίαστες οδούς», δεν εννοεί ως οδούς σωτηρίες
τις άλλες θρησκείες και αιρέσεις! Σύμφωνα με την ομόφωνη πατερική γνώμη των
ερμηνευτών του Αποστόλου, ο τελευταίος μιλώντας για οδούς εννοεί τους μυριάδες
και ανεξιχνίαστους τρόπους με τους οποίους ο Θεός οδηγεί στην σωτηρία τον
άνθρωπο. Παρομοίως, ούτε όταν μιλά (για να συνετίσει τους Ιουδαίους) για τους
εθνικούς εκείνους που δεν έχουν μεν Νόμο, αλλά ποιούν τα έργα του Νόμου,
υπονοεί την πιθανότητα σωτηρία τους γι᾿ αυτόν τον λόγο (όσο βεβαίως παραμένουν
εκτός Εκκλησίας), αφού ξεκάθαρα αλλού μας διδάσκει πως «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ
ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν,
ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται
ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ»[212].
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
[189] Όταν μάλιστα όχι μόνο οι Οικουμενιστές του Φαναρίου
έχουν προβεί σε «Άρση των Αναθεμάτων» (1965), αλλά υπάρχει εδώ και δεκαετίες
ανεπίσημη κοινωνία με τους Δυτικούς, η οποία ενθαρρύνεται από Οικουμενιστές
επισκόπους.
[190] Η πρόσφατη Πανορθόδοξη Σύνοδος και οι
διαχριστιανικές σχέσεις (σελ. 6 - 11): http://www.jesuits.gr/assets/%CE%A4%CE%B5%CF%8D%CF%87%CE%BF%CF%82%201101.pdf
[191] Αυτόθι, σελ. 8.
[192] Αυτ.
[193] Αυτ. σελ. 11.
[194] Αυτ.
[195] Αυτ. σελ. 10.
[196] Αυτ. σελ. 11.
[197] Αυτ.
[198] Αυτ.
[199] Αν μου ζητηθεί θα τις παραθέσω μία προς μία.
[200] Ανάμεσα στους λεγόμενους Οικουμενιστές παρατηρεί
κανείς δύο ειδών ανθρώπους: τους λίγους (αφελείς δυστυχώς) ιδεολόγους που από
πεποίθηση ακολουθούν τον Οικουμενισμό νομίζοντας ότι διά αυτού δίνεται η
Ορθόδοξη Μαρτυρία στους εκτός Εκκλησίας και υπηρετείται η Αλήθεια, και στους
πολλούς αδιάφορους και χλιαρούς, συγκρητιστές ή μασόνους αρχομανείς καταληψίες
των επισκοπικών θρόνων και των πανεπιστημιακών εδρών. Πιστεύω ότι ο Σ. συγκαταλέγεται στους
πρώτους, ειδάλλως δεν θα έκανα τον κόπο να προβώ στην παρούσα απάντηση.
[201] Μαρκ. η΄, 34.
[202] Με τον οποίο άλλωστε δεν έχω εκκλησιαστική
κοινωνία, λόγω της κοινωνίας του, δυστυχώς, με τους Οικουμενιστές.
[203] Επειδή υπάρχει διαστρεβλωμένη άποψη για το τι είναι
Εκκλησία, πολλοί θεωρούν ότι μέλος της Εκκλησίας είναι αυτός που ανήκει σε
κάποια αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία και έχει λάβει ληξιαρχική πράξη
Βαπτίσεως. Δεν κατανοούν πως όχι μόνο πολλοί από αυτούς υπάρχει η περίπτωση να
μην ανήκουν πραγματικά στην Εκκλησία, αν δεν έχουν την ορθή και σωτήρια
ομολογία (κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, P.G. 90, 132), αλλά και πως ο Χριστός
μπορεί να εντάξει στην Εκκλησία Του, παραδείγματος χάριν, πρώην αλλοδόξους που
βαπτίσθηκαν την τελευταία στιγμή από κάποιον ιεραπόστολο, πρώην αλλοθρήσκους
που όταν Τον ομολόγησαν μαρτύρησαν στο όνομά Του (εισήχθησαν στην Εκκλησία
δηλαδή διά του Βαπτίσματος του Αίματος) κ.α..
[204] Κατ᾿ ακρίβειαν Ολύμπου της Λυκίας.
[205]
P.G. 18, 73.
[206]
«Adam novissimus Christus est, costa Christi vita Ecclesiae... Haec est Eva
mater omnium viventium» (μετάφραση ημέτερη, P.L. 15, 1584-1585).
[207]
«Et quomodo de Adam et uxore ejus omne hominum nascitur genus, sic de Christo
et Ecclesia omnis credentium multitudo generata est» (μετάφραση ημέτερη, P.L.
26, 535).
[208] P.G. 51, 229.
[209] Εορτοδρόμιον, Βενετία, 1836, σελ. 13.
[210]
«Habere jam non potest Deum patrem, qui Ecclesiam non habet matrem» (μετάφραση
ημέτερη, P.L. 4, 503).
[211]
«Sed incipitis eum habere patrem, quando nati fueritis per Ecclesiam matrem»
(μετάφραση ημέτερη, P.L. 40, 627).
[212]
Γαλ. β΄, 16.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου