Η περίφημη τροπολογία Κοντονή, με την οποία επιχειρήθηκε να επιβληθεί στην ελληνική Δικαιοσύνη η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Αθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) που καταδίκαζε τη χώρα μας για καταπάτησή τους, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Εδώ και χρόνια η Τουρκία με τα ενεργούμενά της στη Θράκη πιέζει για κάτι τέτοιο. Υπό το πρόσχημα της «ντροπής για τη χώρα μας», η οποία τακτικά εγκαλείται προκειμένου να απολογηθεί για την καταπίεση της «τουρκικής μειονότητας», ακόμη και μειονοτικοί βουλευτές των ελλαδικών κομμάτων αναζητούν τον αδύναμο κρίκο. Φαίνεται ότι με τον κ. Κοντονή τον βρήκαν, έστω και προς στιγμήν.
Πράγματι, όλα δείχνουν ότι η αρχική τροπολογία, την οποία αποπειράθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή, περιελάμβανε την επιβολή της σχετικής απόφασης του ΕΔΑΔ. Αυτός ήταν και ο λόγος που έπειτα από πιέσεις αναγκάστηκε να την αποσύρει με την υπόσχεση να την επαναφέρει «τροποποιημένη», ώστε να μην επιβάλει τελικά την απόφαση, αλλά να επανεξεταστεί το θέμα της λεγομένης «Τουρκικής Ενωσης Ξάνθης» (ΤΕΞ) από πρωτοβάθμιο ελληνικό δικαστήριο.
Αυτός ήταν, βεβαίως, και ο λόγος που εξανέστη ο βουλευτής Ροδόπης της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Ιλχάν Αχμέτ, ο οποίος ζήτησε εγγυήσεις «για το πώς τελικά θα εφαρμοστούν οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ», προδίδοντας πιθανότατα με αυτόν τον τρόπο κάποιες υπόγειες συμφωνίες που, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν τηρήθηκαν!
Με την επιστροφή του θέματος στην ελληνική Δικαιοσύνη προς κρίση του υπάρχει σαφώς ο κίνδυνος κάποιος δικαστής, υπό το «δέος» της αποφάσεως του ΕΔΑΔ, να δικαιώσει την προσφυγή της «ΤΕΞ» και να επιβληθεί έτσι η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου στην ελληνική νομολογία.
Είναι, όμως, και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τεθεί το θέμα στις πραγματικές διαστάσεις του. Οτι, δηλαδή, το μείζον στη συνολική δράση της «ΤΕΞ» δεν είναι η απειλή που διαμορφώνεται για τα εθνικά συμφέροντά μας (σαφώς υπαρκτή, αλλά σε κάτι τέτοια δεν πολυδίνουν σημασία στο ΕΔΑΔ).
Αυτό που πρέπει να αναδειχθεί είναι η απόπειρα της πολιτισμικής γενοκτονίας που επιχειρείται από τη στοχευμένη προσπάθεια εκτουρκισμού δύο πληθυσμιακών ομάδων στην Ελλάδα, των Πομάκων και των Ρομά, στον χώρο της ελληνικής Θράκης.
Πράγματι, η προσπάθεια ομογενοποίησης όλων των μουσουλμάνων Ελλήνων υπό τον μανδύα του τουρκισμού είναι φανερή όχι μόνον από τον τίτλο του σωματείου, αλλά κυρίως από τη συνολική δράση του και τους σκοπούς του. Είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι αυτό το σωματείο αποτελεί συνέχεια αυτού, το οποίο ιδρύθηκε το 1927 στη Θράκη μας με πρότυπό του τις ενώσεις νεολαίας της κεμαλικής Τουρκίας, που σκοπό είχαν την ανάδειξη της πολιτισμικής και της ιστορικής κληρονομιάς του ανύπαρκτου έως εκείνη την εποχή «τουρκικού έθνους».
Την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης, η Τουρκία δεν είχε τη δυνατότητα να μιλήσει για Τούρκους που ζούσαν στις απελευθερωμένες από τον οθωμανικό ζυγό χώρες, αφού η εθνική συνείδηση αυτών των πληθυσμών ήταν ασθενής, σε αντίθεση με αυτήν της θρησκευτικής. Ετσι αρκέστηκε στον όρο «μουσουλμάνοι».
Η επαναφορά, λοιπόν, του θέματος στην ελληνική Δικαιοσύνη πρέπει να αντιμετωπιστεί υπό αυτήν τη διάσταση. Μόνον υπό την οπτική της προστασίας δύο μειονοτικών ομάδων (Πομάκοι και Ρομά) μπορούμε να ανατρέψουμε την επεκτατική πολιτική της Αγκυρας. Αυτό, βεβαίως, απαιτεί εθνική υπευθυνότητα και πολιτική βούληση.
Εδώ και χρόνια η Τουρκία με τα ενεργούμενά της στη Θράκη πιέζει για κάτι τέτοιο. Υπό το πρόσχημα της «ντροπής για τη χώρα μας», η οποία τακτικά εγκαλείται προκειμένου να απολογηθεί για την καταπίεση της «τουρκικής μειονότητας», ακόμη και μειονοτικοί βουλευτές των ελλαδικών κομμάτων αναζητούν τον αδύναμο κρίκο. Φαίνεται ότι με τον κ. Κοντονή τον βρήκαν, έστω και προς στιγμήν.
Πράγματι, όλα δείχνουν ότι η αρχική τροπολογία, την οποία αποπειράθηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης να φέρει προς ψήφιση στη Βουλή, περιελάμβανε την επιβολή της σχετικής απόφασης του ΕΔΑΔ. Αυτός ήταν και ο λόγος που έπειτα από πιέσεις αναγκάστηκε να την αποσύρει με την υπόσχεση να την επαναφέρει «τροποποιημένη», ώστε να μην επιβάλει τελικά την απόφαση, αλλά να επανεξεταστεί το θέμα της λεγομένης «Τουρκικής Ενωσης Ξάνθης» (ΤΕΞ) από πρωτοβάθμιο ελληνικό δικαστήριο.
Αυτός ήταν, βεβαίως, και ο λόγος που εξανέστη ο βουλευτής Ροδόπης της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Ιλχάν Αχμέτ, ο οποίος ζήτησε εγγυήσεις «για το πώς τελικά θα εφαρμοστούν οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ», προδίδοντας πιθανότατα με αυτόν τον τρόπο κάποιες υπόγειες συμφωνίες που, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν τηρήθηκαν!
Με την επιστροφή του θέματος στην ελληνική Δικαιοσύνη προς κρίση του υπάρχει σαφώς ο κίνδυνος κάποιος δικαστής, υπό το «δέος» της αποφάσεως του ΕΔΑΔ, να δικαιώσει την προσφυγή της «ΤΕΞ» και να επιβληθεί έτσι η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου στην ελληνική νομολογία.
Είναι, όμως, και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τεθεί το θέμα στις πραγματικές διαστάσεις του. Οτι, δηλαδή, το μείζον στη συνολική δράση της «ΤΕΞ» δεν είναι η απειλή που διαμορφώνεται για τα εθνικά συμφέροντά μας (σαφώς υπαρκτή, αλλά σε κάτι τέτοια δεν πολυδίνουν σημασία στο ΕΔΑΔ).
Αυτό που πρέπει να αναδειχθεί είναι η απόπειρα της πολιτισμικής γενοκτονίας που επιχειρείται από τη στοχευμένη προσπάθεια εκτουρκισμού δύο πληθυσμιακών ομάδων στην Ελλάδα, των Πομάκων και των Ρομά, στον χώρο της ελληνικής Θράκης.
Πράγματι, η προσπάθεια ομογενοποίησης όλων των μουσουλμάνων Ελλήνων υπό τον μανδύα του τουρκισμού είναι φανερή όχι μόνον από τον τίτλο του σωματείου, αλλά κυρίως από τη συνολική δράση του και τους σκοπούς του. Είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι αυτό το σωματείο αποτελεί συνέχεια αυτού, το οποίο ιδρύθηκε το 1927 στη Θράκη μας με πρότυπό του τις ενώσεις νεολαίας της κεμαλικής Τουρκίας, που σκοπό είχαν την ανάδειξη της πολιτισμικής και της ιστορικής κληρονομιάς του ανύπαρκτου έως εκείνη την εποχή «τουρκικού έθνους».
Την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης, η Τουρκία δεν είχε τη δυνατότητα να μιλήσει για Τούρκους που ζούσαν στις απελευθερωμένες από τον οθωμανικό ζυγό χώρες, αφού η εθνική συνείδηση αυτών των πληθυσμών ήταν ασθενής, σε αντίθεση με αυτήν της θρησκευτικής. Ετσι αρκέστηκε στον όρο «μουσουλμάνοι».
Η επαναφορά, λοιπόν, του θέματος στην ελληνική Δικαιοσύνη πρέπει να αντιμετωπιστεί υπό αυτήν τη διάσταση. Μόνον υπό την οπτική της προστασίας δύο μειονοτικών ομάδων (Πομάκοι και Ρομά) μπορούμε να ανατρέψουμε την επεκτατική πολιτική της Αγκυρας. Αυτό, βεβαίως, απαιτεί εθνική υπευθυνότητα και πολιτική βούληση.
Από τον
Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
* Διευθυντής περιοδικού «Ενδοχώρα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου