Ερμιόνη η Αγία του Χριστού
Παρθενομάρτυς ήτο θυγάτηρ του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου, ενός των επτά Διακόνων,
του βαπτίσαντος τον ευνούχον της βασιλίσσης Κανδάκης. Ούτος είχε τέσσαρας
θυγατέρας, περί ων ο Ευαγγελιστής Λουκάς εις τας Πράξεις μαρτυρεί, ότι ήσαν
παρθένοι προφητεύουσαι (Πρ. κα: 9). Εκ τούτων η Ερμιόνη και η Ευτυχίς μετέβησαν
εις την Ασίαν προς αναζήτησιν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Μη ευρούσαι δε
τούτον, επειδή είχεν ήδη μεταθέσει αυτόν ο Θεός ως τον Ενώχ και τον Ηλίαν,
εύρον αντ’ εκείνου τον μαθητήν του Αποστόλου Παύλου Πετρώνιον, υφ’ ου και
εδιδάσκοντο μιμούμεναι τας αρετάς του. Μετήρχετο δε η Ερμιόνη την ιατρικήν
τέχνην· διο και πολλοί προσέτρεχον προς αυτήν και ιατρεύοντο με την επίκλησιν
του ονόματος του Χριστού. Όταν δε ο βασιλεύς Τραϊανός διέβαινε δια να υπάγη να
πολεμήση κατά των Περσών, τότε διεβλήθη προς αυτόν η Αγία Ερμιόνη ως Χριστιανή·
όθεν παραστήσας αυτήν έμπροσθέν του ο βασιλεύς, εδοκίμαζε να την απατήση με
κολακείας και να την χωρίση από την πίστιν του Χριστού· αλλ’ επειδή δεν ηδυνήθη
να την καταπείση, δια τούτο προσέταξε να ραπίζουν αυτήν εις το πρόσωπον ώρας
αρκετάς, αλλ’ η Μάρτυς, βλέπουσα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν καθήμενον εν τω
κριτηρίω εις σχήμα του Πετρωνίου, συνομιλούντα και ενδυναμώνοντα αυτήν, εκ
τούτου ενόμιζε τα ραπίσματα ως ουδέν· όθεν και ο βασιλεύς βλέπων το στερεόν και
αμετάβλητον του νοός της και εντραπείς αφήκεν αυτήν. Από τότε όθεν η Αγία
Ερμιόνη ήνοιξεν εις την Ασίαν εν ιερόν πανδοχείον και δεχομένη όλους τους
ξένους παρηγόρει αυτούς ψυχικώς και σωματικώς· ηδύναντο δε πας τις να ίδη, ότι
εκεί εδοξάζετο ο Κύριος καθ’ εκάστην ημέραν από κάθε άνθρωπον, τούτο δε εγένετο
έως ότου έζη ο Τραϊανός. Aφού δε εβασίλευσεν Ανδριανός, ο
γαμβρός του Τραϊανού, εν έτει ριζ΄ (117), και έμαθε τα περί της Αγίας Ερμιόνης,
ευθύς έστειλε και την έφερε και λέγει προς αυτήν· «Λέγε μοι, ω γραϊδιον, πόσων
ετών είσαι και από ποίον γένος υπάρχεις»; Η δε Αγία απεκρίθη· «Ο Χριστός μου
ηξεύρει πόσων ετών είμαι και από ποίον γένος υπάρχω». Ο δε βασιλεύς είπεν·
«Εκβάλετε το παλλίον (το επανωφόριον) αυτής και δέρετέ την άσπλαγχνα», οι δε
λέγοντες προς αυτήν· «Εις ό,τι σε ερωτά ο βασιλεύς αποκρίνου με σεμνότητα». Εν
όσω δε καιρώ εδέρετο η Αγία, δεν έλειπεν ο ψαλμός από το στόμα της· αφού δε οι
δήμιοι απέκαμον δέροντες, προσέταξεν ο βασιλεύς να βάλουν περόνας κάτωθι των
ποδών της Μάρτυρος. Επειδή δε η Αγία, λαμβάνουσα την βάσανον ταύτην, ηυχαρίστει
περισσότερον τον Θεόν, δια τούτο ήναψεν ο βασιλεύς από τον θυμόν και προστάσσει
να καύσουν λέβητα γεμάτον από πίσσαν και θείον και άσφαλτον και μόλυβδον και
ούτω να ριφθή εντός αυτού η Αγία. Όθεν αναβλέψασα εις τον ουρανόν και ζητήσασα
ενίσχυσιν από τον Θεόν, εσφράγισε τον εαυτόν της με το σημείον του Σταυρού και
ούτως εισήλθεν εις τον ανημμένον λέβητα. Και ω του θαύματος! παρευθύς έσβησε το
πυρ και εχύθησαν έξω ο μόλυβδος και τα λοιπά είδη και η Μάρτυς έμεινεν αβλαβής.
Ο δε βασιλεύς, βλέπων το τοιούτον θαύμα, ωργίσθη περισσότερον και προστάσσει να
καύσουν εκ δευτέρου τον λέβητα τόσον πολύ, ώστε να χωνεύσουν εντός αυτού και
αυτά τα οστά της Μάρτυρος. Τούτο ποιήσαντες οι δήμιοι, έβλεπον την Αγίαν, ότι
εστέκετο εις το μέσον του λέβητος ως να εστέκετο μέσα εις δρόσον, ήτις και είπε
προς τον τύραννον· «Βασιλεύ, ζη Κύριος ο Θεός! Αν συ, μακράν του πυρός
καθήμενος, δεν αισθάνεσαι την καύσιν του λέβητος τούτου, ουδέ εγώ αισθάνομαι
αυτήν». Ο δε βασιλεύς, θαυμάσας εις τούτο, εσηκώθη από τον θρόνον του και
επλησίασε και εγγίσας την χείρα του εις τον λέβητα, ευθύς απεσπάσθη το δέρμα
και οι όνυχες της χειρός του. Τότε η Αγία εφώναξε μέσα από τον λέβητα· «Μέγας είναι
ο Θεός των Χριστιανών». Ο δε βασιλεύς τούτο ακούσας εθυμώθη δυνατά και
προστάσσει να καή εν τηγάνιον μέγα έως να σπινθηροβολή και μέσα εις αυτό να
βάλουν γυμνήν την Αγίαν· όταν λοιπόν εμβήκεν η Αγία εις το πεπυρακτωμένον
τηγάνιον, Άγγελος Κυρίου, ο φυλάττων αυτήν, εσκόρπισε το πυρ από το εν και από
το άλλο μέρος του τηγανίου και τους μεν παρευρεθέντας εκεί κατέκαυσε, την δε
Αγίαν ετήρησε μέσα εις το τηγάνιον ως εις χλοηφόρον τόπον, υμνούσαν και
δοξάζουσαν ευχαρίστως τον Κύριον. Τούτο το παράδοξον θαύμα βλέπων ο Ανδριανός
ετρόμαξε και προστάσσει να εκβάλουν την Μάρτυρα από το τηγάνιον, φοβούμενος
μήπως κατακή και αυτός από το πυρ. Όταν λοιπόν εξήλθεν η Αγία, λέγει προς τον
Ανδριανόν· «Βασιλεύ, ήξευρε, ότι ο Κύριός μου με έκαμε να υπνώσω μέσα εις το
τηγάνιον και λοιπόν είδον εις τον ύπνον μου, ότι προσεκύνουν τον μεγάλον θεόν
Ηρακλέα». Ο δε βασιλεύς τούτο ακούσας εχάρη και προστάσσει αυτήν να έμβη μέσα
εις τον ελληνικόν ναόν· εισελθούσης δε της Αγίας και προσευξαμένης εις τον
αληθή και φιλάνθρωπον Θεόν, ευθύς έγινε βροντή από τον ουρανόν και μαζί με την
βροντήν έπεσαν όλα τα είδωλα, όσα ευρίσκοντο εις τον ναόν και κατασυντριβέντα
έγιναν ώσπερ κονιορτός. Τότε η Αγία εξήλθεν από τον ναόν και λέγει εις τον
βασιλέα· «Είσελθε, ω βασιλεύ, εις τον ναόν και βοήθησον τους θεούς σου, διότι
αυτοί έπεσαν και δεν ημπορούν να εγερθώσιν». Εισερχόμενος δε ο βασιλεύς και
βλέπων την συντριβήν και τον κατακερματισμόν των ειδώλων, προσέταξε να
αποκεφαλίσουν την Αγίαν έξω της πόλεως. Έλαβον όθεν αυτήν οι δήμιοι Θεόδουλος
και Θεότιμος και εξήλθον της πόλεως· και επειδή ώρμησαν να αποκεφαλίσουν αυτήν
προτού να προσευχηθή, εξηράνθησαν αι χείρες αυτών· όθεν προσπεσόντες εις την
Αγίαν επίστευσαν ολοψύχως εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν και ευθύς εγένοντο
υγιείς. Παρακαλέσαντες δε την Αγίαν να προσευχηθή και δι’ αυτούς, ίνα
παραδώσωσι τας ψυχάς των εις τον Κύριον έμπροσθέν της, εκοιμήθησαν τον αιώνιον
ύπνον και έλαβον μακάριον τέλος· έπειτα και η Αγία εκοιμήθη εις τον ίδιον
τόπον. Τινές δε ευλαβείς Χριστιανοί λαβόντες τα τίμια αυτών λείψανα ενεταφίασαν
αυτά εις την πόλιν της Εφέσου, εν τόπω σεμνώ και τιμίω, εις δόξαν Πατρός, Υιού
και γίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου