...Υπό τοιαύτας συνθήκας
έζησεν η Θεοδώρα επί δώδεκα έτη μετά του συζύγου της Θεοφίλου. Και επί τέλους
ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. Η οργή του Θεού κατέφθασε τον θεόργιστον Θεόφιλον
και ησθένησε δεινώς εκ δυσεντερίας, τόσον ώστε εκινδύνευεν εις θάνατον. Τότε
ήνοιξε το στόμα αυτού, και εστέκετο ανοικτόν τόσον πολύ, ώστε εφαίνοντο και
αυτά τα σπλάγχνα του. Εις το ελεεινόν τούτο θέαμα πικρώς θλιβομένη η βασίλισσα
Θεοδώρα, μόλις την ήρπασεν ολίγος ύπνος, βλέπει εν οράματι την άχραντον
Θεοτόκον με το προαιώνιον Θείον Βρέφος εις τας αγκάλας της περικυκλωμένην από
λαμπροφανείς Αγγέλους, συγχρόνως δε βλέπει και τον άνδρα της Θεόφιλον δερόμενον
και ονειδιζόμενον υπ’ αυτών. Εξυπνήσασα η βασίλισσα είδεν, ότι ο Θεόφιλος
ολίγον τι αναπνεύσας εξεβόησεν· «Αλλοίμονον εις εμέ τον άθλιον, ότι δια τας
αγίας Εικόνας με δέρουσι». Τότε ανασύρασα η Θεοδώρα την Εικόνα της Θεοτόκου,
την οποίαν είχε κεκρυμμένην, έβαλεν αυτήν επάνω του Θεοφίλου και παρεκάλει μετά
δακρύων την Υπερένδοξον Δέσποιναν να συγχωρήση και να φωτίση τον Θεόφιλον. Εις
τοιαύτην δε κατάστασιν εκείνος ευρισκόμενος, ιδών ένα από τους περιεστώτας,
έχοντα ανηρτημένην εγκόλπιον Εικόνα, ήπλωσε την χείρα του και αρπάσας αυτήν την
κατεφίλει, παρευθύς δε το στόμα εκείνο, το οποίον τοσούτον κατά των αγίων
Εικόνων εμαίνετο και ο λάρυγξ, όστις τοσούτον είχεν ανοιχθή, έστρεψαν εις την
φυσικήν των κατάστασιν και ανεκουφίσθη από την μεγίστην εκείνην παίδευσιν, η
οποία τον κατετυράννει. Εκβαλούσα τότε η βασίλισσα τας σεπτάς και αγίας
Εικόνας, τας οποίας είχε κεκλεισμένας μέσα εις τα ιδικά της κιβώτια, έπεισε τον
Θεόφιλον να τας τιμά και να τας ασπάζεται με όλην του την ψυχήν· μετ’ ολίγον δε
ετελείωσε ούτος και την ζωήν, ομολογών ότι πρέπει να τιμώμεν και να ασπαζώμεθα
τας αγίας Εικόνας....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου