O Συναξαριστής της ημέρας.

Δευτέρα, 3 Ιουλίου 2017

Υακίνθου μάρτ., Γερασίμου Ευρυτανίας, Θεοδότης μαρτ.

Υάκινθος ο Κουβικουλάριος, ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς, ήτο εκ Καισαρείας της πρώτης των Καππαδοκών επαρχίας, κατά τους χρόνους Τραϊανού εν έτει 98. Κουβικουλάριος δε ων, υπηρέτει εις την τράπεζαν του βασιλέως Τραϊανού. Διαβληθείς λοιπόν εις τον βασιλέα, διότι επεκαλείτο το όνομα του Χριστού, εβιάζετο υπ’ αυτού να φάγη εκ των μιαρών θυσιών των ειδώλων, κι επειδή δεν κατεπείσθη εις τούτο, αλλά μάλλον ωμολόγησε τον Χριστόν, έδειραν αυτόν εις όλον το σώμα, και τον έρριψαν εν τη φυλακή, όπου παρέθεσαν μεν ενώπιόν του θυσίας των ειδώλων, προσέταξε δε ο βασιλεύς τους δεσμοφύλακας να μη δώσωσιν εις αυτόν άρτον καθαρόν, ίνα εκ τούτου αναγκασθή να φάγη από τα ειδωλόθυτα· αλλ’ ο γενναίος του Χριστού αθλητής ουδέ να γευθή ηθέλησεν εκείνων παντάπασιν, αλλ’ υπέμεινε νήστις τεσσαράκοντα ημέρας. Όθεν αποκαμών εκ της πείνης παρέδωκε την ψυχήν του εις τον Χριστόν, και έλαβε παρ’ Αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον. Τελείται  δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον άγιον αυτού Ναόν τον ευρισκόμενον εις το έμβασμα του λεγομένου Τρωαδησίου.



Το κατά πλάτος Μαρτύριον του Αγίου ενδόξου Μάρτυρος ΥΑΚΙΝΘΟΥ του Κουβικουλαρίου (Θαλαμηπόλου).                                                                                                         

Ότε εβασίλευεν ο Τραϊανός, διωγμός μέγας εγένετο κατά των Χριστιανών· διότι ούτος έδωσε προσταγήν, ώστε πάντες οι υπήκοοι της βασιλείας του ή να θυσιάζωσιν εις τους θεούς ή να υποβάλλωνται εις σκληροτάτας τιμωρίας. Πολλοί δε εγένοντο δούλοι του Χριστού κατά τον καιρόν εκείνον, μεταξύ των οποίων και ο Άγιος Μάρτυς του Χριστού Υάκινθος, όστις καταλεγόμενος εν τω καταλόγω των υπηρετών του παλατίου και υπηρετών εις την τράπεζαν του βασιλέως, αν και διήγε το εικοστόν έτος της ηλικίας αυτού, ενετρύφα, ως αθλητής, εις τους αγώνας της ευσεβείας. Όθεν παρά το νεαρόν της ηλικίας και της εν τω στρατώ διατριβής αυτού, κατεκόσμει τον εαυτόν του δι’  ήθους αρμόζοντος εις γέροντα και έχων ως αγαθόν στήριγμα την εγκράτειαν, και διέπλασσε τον βίον αυτού εν σεμνότητι και ευπρεπεία. Ότε δε ο Τραϊανός έκαμνεν εορτήν εις τα είδωλα και πάντες συνεώρταζον μετ’ αυτού, ο Άγιος ούτος του Χριστού Μάρτυς Υάκινθος, απελθών κατά μόνας, προσηύχετο εις τον αληθινόν Θεόν. Εις δε, συνυπηρετών μετ’ αυτού εν τω στρατώ, Σουρβίκιος το όνομα, ως πράγματι θερμότατος υπηρέτης του σατανά, ιδών τον μακάριον Υάκινθον προσευχόμενον και επικαλούμενον το όνομα του Δεσπότου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ανέφερε τούτο εις τον βασιλέα, ειπών· «Αυτοκράτορ, ο υπό την σην αήττητον εξουσίαν επιστρατευμένος Υάκινθος δεν υπακούει εις τας προσταγάς σου, και ούτε εις τους θεούς θυσιάζει, ούτε εκ των σφαγίων των προσφερομένων εις τους θεούς γεύεται. Αλλά προσευχόμενος μόνος, Χριστόν τινα ως Θεόν επικαλείται». Ως δε ήκουσε ταύτα ο Τραϊανός, ευθύς επρόσταξε να εισαγάγουν τον Υάκινθον εις το γεύμα αυτού. Τούτου γενομένου ο ασεβής βασιλεύς προσέφερεν εις αυτόν εκ των ειδωλοθύτων και εξηνάγκαζεν αυτόν να φάγη εκ τούτων, παρουσία του. Αλλ’ ο γενναίος του Χριστού αθλητής Υάκινθος, αφού εσφράγισεν εαυτόν δια του σημείου του Σταυρού, είπεν ενώπιον του βασιλέως δια στόματος και καρδίας· «Μη γένοιτο, βασιλεύς, εγώ Χριστιανός ων, να μιαροφάγω. Αντιθέτως επεθύμουν και συ, βασιλεύς, να απομακρυνθής εκ της πλάνης και να εγκαταλείψης την εορτήν και τας θυσίας των δαιμόνων και να κατανοήσης τον μόνον αληθινόν Θεόν και Αυτόν μόνον να λατρεύης». Εξοργισθέντων δε των παρευρισκομένων ειδωλολατρών δια την παρρησίαν μεθ’ ης ωμίλει ο Άγιος Μάρτυς Υάκινθος, είπεν ο Τραϊανός· «Υάκινθε, το νεαρόν της ηλικίας σου σε παροτρύνει εις το να φέρεσαι με αλαζονείαν. Συ, ανόητε, συμβουλεύεις να μη λατρεύωμεν τους μεγίστους θεούς, και να λατρεύωμεν τον Χριστόν, τον οποίον ούτε ημείς ούτε οι πρόγονοι ημών εγνωρίσαμεν»; Απήντησε τότε ο Υάκινθος· «Πόθεν ήλθεν εις σε τον ανάξιον η τοιαύτη γνώσις, ώστε να κατονομάσης τον αληθινόν Θεόν τον ποιήσαντα τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν και πάντα τα εν αυτοίς; Τον ποιήσαντα τον άνθρωπον κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Αυτού; Άρα ορθώς λέγεις, ότι αγνοείς τούτον, τον οποίον και οι πατέρες σου, ως τέκνα οργής, δεν κατενόησαν. Ενώ εγώ, ανατραφείς υπό φιλοχρίστων γονέων, ούτω να λατρεύω και να προσκυνώ έχω διδαχθή». Τότε ο τύραννος, εξοργισθείς σφόδρα δια τας τοιαύτας αποκρίσεις του Αγίου Μάρτυρος, επρόσταξε τους υπηρέτας να κτυπούν αυτόν εις το στόμα και να βασανίζωσιν εις όλον το σώμα του. Οι δε υπηρέται του σατανά, εξερεθισθέντες τας φρένας, ως να κατεκαίοντο αύται υπό καυστήρος, εκτύπων με βάρβαρον τρόπον το στόμα του Αγίου, εξυβρίζοντες και λέγοντες εις αυτόν· «Δεν γνωρίζεις, Υάκινθε, ότι ευρίσκεσαι προ του μεγάλου βασιλέως; Πως λοιπόν τολμάς να είπης όσα λέγεις»; Ρίψαντες δε αυτόν κατά γης κατελάκτιζον αγρίως δια των ποδών των και διανοίγοντες δια των ονύχων των το στόμα του Αγίου Μάρτυρος ενέβαλλον εντός αυτού τα ειδωλόθυτα. Ο δε Άγιος Μάρτυς, ως έχων επί του στόματος αυτού την του Χριστού σφραγίδα, ουδέν έπαθε και ούτε εμιάνθη, φαγών τα ειδωλόθυτα. Ιδών τότε ο Τραϊανός ότι η άδικος αυτού κρίσις κατενικήθη, έξαλλος εξ οργής γενόμενος, εγκατέλειψε το πολυτελές γεύμα και τους πολλούς του συνδαιτημόνας και επρόσταξε να φρουρήται ο του Θεού Μάρτυς νυχθημερόν δέσμιος εν τω δεσμωτηρίω με τους πόδας αυτού τεταμένους επί του τιμωρητικού ξύλου, την δε επομένην, της αυτής εορτής των ειδώλων τελουμένης, επρόσταξεν ο Τραϊανός να οδηγηθή ο Άγιος Μάρτυς εκ του δεσμωτηρίου εις το θέατρον και εκεί να δεχθή παν είδος βασανιστηρίων. Ως δε, κατά την προσταγήν του Τραϊανού, ωδηγήθη ο Μάρτυς εκεί, είπε προς αυτόν ο βασιλεύς· «Υάκινθε, επείσθης, ότι το ασθενές της ηλικίας σου φρόνημα και η αλαζονεία σε ωδήγησαν εις σκληροτάτας τιμωρίας; Δέχθητι λοιπόν και θυσίασον εις τους θεούς πριν ή κακήν κακώς αποθάνης». Ο δε του Χριστού Μάρτυς, καθώς ο αδάμας ισχυροποιηθείς κατά την ψυχήν και το σώμα, μάλλον δε εμπνευσθείς υπό θείας δυνάμεως, απεκρίθη προς αυτόν· «Εγώ, επειδή είμαι Χριστιανός, περιφρονώ όλα τας τιμωρίας και τας βασάνους σου. Και δεν θέλεις με πείσει να ανταλλάξω την αιώνιον ζωήν και την ατελεύτητον βασιλείαν δια της προσκαίρου ζωής. Πράξον λοιπόν ό,τι θέλεις». Τότε ο Τραϊανός, πλησθείς υπό θυμού, επρόσταξεν όπως ο Άγιος καταπληγώνεται επί πολύ. Τοσούτον δε εμαστιγώθη, ώστε οι βασανισταί του, ραντιζόμενοι υπό του αίματός του, ημαυρώθησαν κατά τας όψεις. Ότε δε οι δήμιοι εξηντλήθησαν βασανίζοντες τον Άγιον Μάρτυρα, επρόσταξεν ο τύραννος να κρεμασθή και να κατασχίζεται εις τας πλευράς. Ενώ δε κατεξεσχίζοντο αι σάρκες αυτού μέχρι του μυελού και εδέρετο εις το πρόσωπον, έλεγε, μεγάλη τη φωνή, ο Άγιος Μάρτυς· «Χριστιανός είμαι, ω Τραϊανέ! Δούλος του Χριστού είμαι και δεν θα αρνηθώ Αυτόν. Χωρίς να θέλης με ευηργέτησας, μαθών με να υπομένω τα του Χριστού πάθη. Μεγαλυτέρας λοιπόν τιμωρίας επινόησον, ώστε εκ τούτων να πιστεύσω ακόμη περισσότερον ότι το όνομα του Χριστού βοηθεί πάντας τους επικαλουμένους τούτο». Ότε ήλθεν η εβδόμη ώρα και πάντες οι εν τω θεάτρω εξεπλήσσοντο σφόδρα δια την τοσαύτην του Αγίου Μάρτυρος ανδρείαν και αντοχήν, καθώς και δια την μη υποχώρησιν αυτού προ των τοιούτων βασάνων, επρόσταξεν ο Τραϊανός να οδηγηθή πάλιν δέσμιος εις την φυλακήν, πραγγείλας εις τους στρατιώτας να φρουρώσιν αυτόν, ώστε ούτε καμμιάς να τύχη περιποιήσεως, ούτε και άρτος ή ύδωρ να εισαχθή προς αυτόν, μόνον δε δια του ρχιφύλακος να προσφέρωνται εις αυτόν αι ειδωλόθυτοι τροφαί. Ο δε Άγιος Μάρτυς, ως εις ρυπαρότητας αποβλέπων προς τας τροφάς ταύτας και επί πολλάς ημέρας υπομένων εν νηστείαις και προσευχαίς ουδέν ήγγισεν, οι δε υπηρέται εισερχόμενοι καθ’ εκάστην εύρισκον άθικτα τα εδέσματα. Του δε Τραϊανού επιθυμούντος να πληροφορηθή παρά των εισερχομένων εις το δεσμωτήριον και φερόντων προς τον Μάρτυρα τας τροφάς αν τρώγη ταύτας, εκείνοι ανέφερον λέγοντες· «Καθ’ εκάστην προσφέρομεν εις τον Υάκινθον τας τροφάς, ως προσέταξες. Την δε επομένην, μεταβαίνοντες πάλιν προς αυτόν, τας μεν τροφάς ευρίσκομεν ως τας αφήσαμεν την προτεραίαν, αυτόν δε χαίροντα και προσευχόμενον». Ο δε βασιλεύς μη δυνάμενος να πεισθή, ότι δια της δυνάμεως του Θεού ενδυναμούται ο Μάρτυς, ωργίζετο κατά των στρατιωτών λέγων, ότι τρώγει άλλας τροφάς, εισαγομένας προς αυτόν έξωθεν και απειλών να υποβάλη τους στρατιώτας εις κεφαλικήν ποινήν, αν ούτω πράγματι συμβαίνη. Ούτως ο Άγιος του Χριστού Μάρτυς υπέμενεν εις την φυλακήν νήστις και διψών επί πολλάς ημέρας. Την δε τριακοστήν ογδόην ημέραν από της φυλακίσεώς του, εισελθών, κατά την συνήθειάν του, ο αρχιφύλαξ και φέρων αυτώ τας ειδωλοθύτους τροφάς, βλέπει φως λαμπρότατον εντός της φυλακής και τον Άγιον του Χριστού Μάρτυρα καθήμενον, με το πρόσωπον φαιδρόν, δύο δε Αγγέλους παρισταμένους, εξ ων ο μεν εις εσκέπαζε το σώμα του Αγίου, ο δε έτερος απέθετε στέφανον επί της κεφαλής αυτού. Έντρομος τότε γενόμενος και απορρίψας τας τροφάς, τας οποίας εκράτει, επέστρεψε ταχέως προς τον βασιλέα και ανέφερεν εις αυτόν εκείνα τα οποία είδεν. Ο δε βασιλεύς δυσπιστών εις τα λεγόμενα και νομίσας, ότι ταύτα είναι φαντασίαι, απειλών δε να υποβάλη τον Μάρτυρα εις φρικτοτέρας τιμωρίας, παρήγγειλεν εις τους στρατιώτας να προκαλώσιν εις τον Μάρτυρα θλίψεις σφοδροτάτας και ουδεμιάς παρηγορίας να αξιούται. Μετά δύο ημέρας επρόσταξε να προσαχθή εκ της φυλακής ενώπιόν του, λέγων· «Θα ίδω, πάντως, εάν βοηθή αυτόν ο ον επικαλείται Χριστός και εάν σώζη αυτόν εκ των χειρών μου κκώς θανατούμενον». Εισελθόντες δε οι στρατιώται εις την φυλακήν εύρον τον μεν Άγιον του Χριστού Μάρτυρα ήδη τελειωθέντα, Αγγέλους δε ισταμένους πέριξ αυτού εν μορφή ανθρώπων, κρατούντας λαμπάδας. Ταύτα ιδόντες οι υπηρέται εξεπλάγησαν σφόδρα, και πλήρεις φόβου, σπεύσαντες προς τον βασιλέα, ανέφερον εις αυτόν τα γενόμενα, λέγοντες· «Κατά την προσταγήν της εξουσίας σου, βασιλεύ, μεταβάντες εις την φυλακήν, εύρομεν τον Υάκινθον τεθνεώτα, πλήθος δε ανθρώπων, ενδεδυμένων λευκά ενδύματα, ίσταντο πέριξ αυτού και εκράτουν λαμπάδας». Τότε ο ασεβέστατος τύραννος προσέταξε το μεν σώμα του μακαρίου Μάρτυρος να ρίψωσιν εις τι όρος, όπου ευρίσκοντο πλήθος σαρκοβόρων θηρίων, οι δε στρατιώται να φρουρούσιν εκεί, μήπως, ως έλεγεν, ελθόντες οι οικείοι αυτού και οι όμοιοι προς αυτόν μάγοι παραλάβωσι το σώμα αυτού και ως θεόν τούτο προσκυνήσωσιν. Ιερεύς δε τις, ονόματι Τιμόθεος, ανήρ ευλαβής και δια πάσης αρετής κεκοσμημένος, συγγενής ων του Αγίου Υακίνθου, έσπευσε μετ’ εμού, ίνα εγώ μεν ως Αιγύπτιος εξαπατήσω τους στρατιώτας, εκείνος δε κλέψη το σώμα του Αγίου και εντίμως ενταφιάση τούτο εις επίσημον τόπον, εις θεραπείαν πολλών ασθενούντων. Όμως δεν ηδυνήθη να πραγματοποιήση την επιθυμίαν του, τόσον διότι εφύλαττον οι στρατιώται, όσον και εκ του φοβερού κινδύνου των θηρίων. Μετά περισσοτέρου δε πόθου ανεμένομεν ημείς, διότι το σώμα του Αγίου διεφυλάττετο υπό αγίων Αγγέλων και ουδέν εκ των αγρίων θηρίων ετόλμα να πλησιάση τούτο. Νύκτα δε τινα Άγγελος Κυρίου, κρατών φωτεινήν λαμπάδα, εμφανισθείς εν σχήματι ανθρώπου, ωδήγησε τον ευλαβέστατον ιερέα του Θεού Τιμόθεον, έως ότου ήλθεν εις τον τόπον όπου έκειτο το τίμιον του Αγίου λείψανον, το οποίον παραλαβών ευθύς, κατά την αυτήν νύκτα, εκήδευσε μετά ψαλμωδιών, αρωμάτων και πολλών θυμιαμάτων. Μέλλων δε να τελευτήση ο του Θεού θεράπων και φιλομάρτυς Τιμόθεος, ενεπιστεύθη τούτο εις γυναίκα τινά, χήραν, ευσεβεστάτην και αξίαν του να παραλάβη τον του Χριστού Άγιον Μάρτυρα. Ήτις  και αποδεχθείσα μετά πολλής ευλαβείας το τίμιον λείψανον του ενδοξοτάτου Μάρτυρος Υακίνθου, δεν παρέλειπε και ανα πάσαν ημέραν και νύκτα παρεκάθητο πλησίον αυτού αγρυπνούσα μετά φόβου και θερμών δακρύων και δια λαμπάδων ανημμένων τιμώσα αυτό, αδιαλείπτως θυμιώσα και προς το άγιον λείψανον πάσαν τιμήν και επιμέλειαν προσφέρουσα. Αλλά και το του Αγίου Μάρτυρος Υακίνθου λείψανον πολλήν ευωδίαν ανέπεμπεν, εμφαίνουσαν την χάριν ης ηξιώθη δια την υπέρ Χριστού άθλησιν αυτού. Η μεν λοιπόν πιστοτάτη εκείνη γραία εις ουδένα ουδέ το ελάχιστον ενεπιστεύθη να είπη περί του τιμίου τούτου λειψάνου, και είχε τούτο κεκρυμμένον, διότι η πόλις εις την οποίαν κατώκει είχεν ακόμη πλήθος ειδωλολατρών. Αφού δε παρήλθε πολύς καιρός, συνέβη εις συγκλητικόν τινα των εκ της πόλεως εκείνης, να φλογισθούν εκ πάθους αμφότεροι οι οφθαλμοί του, καθ’ όλον δε το έτος υποφέρων εκ φοβερών οδυνών έμενεν εν τελεία τυφλώσει και ουδεμίαν ηδύνατο να ίδη θεραπείαν παρά των εκεί ιατρών, αν και ούτοι πάσν ιατρείν έκαμνον εις αυτόν. Ο δε μακαριώτατος αθλητής του Χριστού Υάκινθος, ότε ήθλει, ητήσατο παρά Θεού να ευδοκήση, ίνα, μετά την τελείωσιν αυτού, το τίμιον αυτού λείψανον αποδοθή εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα Καισάρειαν. Όθεν μίαν νύκτα, εμφανισθείς ο Άγιος Μάρτυς εις τον τυφλωθέντα συγκλητικόν, είπεν εις αυτόν· «Άνθρωπε, θέλεις να ιατρευθής»; Ο συγκλητικός τότε εξυπνήσας απήντησε· «Ναι, σε ικετεύω». Ηρώτα δε τον Άγιον, συ τις είσαι; Ο δε αθλητής του Χριστού απεκρίθη· ο Υάκινθος είμαι, ο ιατρός, ο δούλος του Θεού. Παρεκάλει τότε αυτόν ο τυφλός συγκλητικός λέγων· «Λάβε όσα χρήματα θέλεις, αρκεί μόνον να ίδω το φως των οφθαλμών μου. Διότι ζω εν τω σκότει, εν φρικταίς οδύναις και πόνω ψυχής». Αλλ’ ο Άγιος Υάκινθος απήντησεν· «Ο Θεός μου σε ιατρεύει δωρεάν. Μόνον τούτο, το οποίον σου λέγω, πράξον. Αφού παραλάβης το σώμα μου, το φυλαττόμενον υπό της τάδε γραίας, απόστειλον αυτό εις την πρώτην των Καππαδόκων χώραν, ήτις είναι η Μητρόπολις Καισάρεια». Πιστεύσας τότε εις τους λόγους τούτους ο συγκλητικός ηγέρθη εκ της κλίνης κατά τον όρθρον και χειραγωγούμενος μετέβη εις τον οίκον της χήρας. Εισελθών δε εύρε κανδήλαν ανημμένην άνωθεν του λειψάνου του Αγίου. Όθεν λαβών μετά πίστεως έλαιον εκ της κανδήλας περιέχρισε τους οφθαλμούς αυτού και ευθύς, ω του θαύματος! παραχρήμα νέβλεψε. Παρελθόντος του χρόνου και του ανδρός λησμομήσαντος και μη εκπληρώσαντος την υπόσχεσιν, ήρχισε πάλιν ούτος να καταλαμβάνεται ωσάν υπό σκοτεινού νέφους και να τυφλούται. Πορευθείς  όθεν εκ νέου προς το λείψανον του Αγίου εδέετο να θεραπευθή. Ήκουσε τότε φωνήν λέγουσαν. «Εχλεύασας και εχλευάσθης». Ενθυμηθείς τότε την προς τον Άγιον υπόσχεσιν έλεγε· «Δος μοι την χάριν και θέλω εκπληρώσει το υποσχεθέν». Ο δε Άγιος του Θεού Μάρτυς, έχων θερμόν πόθον να δωρήση εις την ιδιαιτέραν του πατρίδα το άγιόν του λείψανον, ιάτρευσε και πάλιν αυτόν, δια της ευλογίας του εκαίου της κανδήλας, δι’ ου χρίσας ο ανήρ ούτος τους οφθαλμούς του ευθύς ανέβλεψεν ως και πρότερον. Τότε παραλαβών το τίμιον λείψανον του Αγίου Μάρτυρος, αφού απέθεσε τούτο εφ΄αμάξης, απέστειλε δια πιστών ανθρώπων, εις ους παρήγγειλε να μεταφέρουν εις την Καισάρειαν και καταθέσουν αυτό εν τη πύλη τη λεγομένη Σεβαστιανή, οπόθεν θα εξορμήσουν τα ζώα, τα σύραντα την άμαξαν εφ’ ης εφέρετο το άγιον λείψανον. Διότι και τούτο είχε παραγγείλει ο Μάρτυς. Τα δε ζώα, οδηγηθέντα δια της χάριτος του Μάρτυρος, ώρμησαν προς το λεγόμενον Στενάδιον, ένθα ήτο και η οικία του ενδοξοτάτου τούτου Μάρτυρος Υακίνθου. Τούτο εννοήσαντες οι συνοδεύοντες το άγιον λείψανον απέθεσαν τούτο εκεί, εντός καταλλήλου μαρμαρίνης λάρνακος, ήτις ευρέθη εν τω κήπω της οικίας του Αγίου Μάρτυρος. Ημείς λοιπόν οι ιδόντες ιδίοις όμμασιν και υπηρέται του Μάρτυρος συνεγράψαμεν τα της αθλήσεως αυτού, ίνα αποκαλύψωμεν ταύτην προς υμάς, τους επιδείξαντας ζήλον προς τον ένδοξον τούτον Μάρτυρα του Χριστού, ίνα, μετά πολλής σπουδής και πίστεως προσερχόμενοι, από κοινού πάντες εορτάζητε την μνήμην αυτού, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ετελειώθη δε ο του Χριστού Άγιος Μάρτυς Υάκινθος ο Κουβικουλάριος εν Ρώμη, την 3ην του μηνός Ιουλίου, μη γευθείς ουδεμίαν τροφήν ουδέ πόσιν επί τεσσαράκοντα ημέρας, τρεφόμενος μόνον υπό του Αγίου Πνεύματος δια της πίστεως και της προσευχής, βασιλεύοντος του ασεβεστάτου Τραϊανού, καθ’ ημάς δε βασιλεύοντος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: