Ιωάννου Ν. Καλλιανιώτου Καθ. του Πανεπιστημίου του
Scranton Αμερικής.
Α’ Πρόλογος: Ο Αλέξανδρος εις Άγιον Όρος.
Ο π. Αρτέμιος εγεννήθη το απμ΄ (1940) εις την Αταλάντην,
Φθιώτιδος και το όνομα τούτου ήτο Αλέξανδρος Ελευθεριάδης. Ετελείωσε το
Πανεπιστήμιον και επήρε το πτυχίον του Μαθηματικού. Εγκαταλείπει όμως την εν τη
κοινωνία ζωήν και την επίκτητον τοιαύτην κοσμικήν «σοφίαν» και αναζητεί την
αληθινήν αποκεκαλυμμένην πνευματικήν σοφίαν εις την ισάγγελον πολιτείαν, το
Περιβόλιον της Παναγίας, εις το Άγιον Όρος. Ο Αλέξανδρος πηγαίνει
το απξζ΄ (1967) εις την Ιεράν Μονήν Διονυσίου, όπου και γίνεται δόκιμος μοναχός.
Την περίοδον ταύτην, ο μακαριστός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης είχε γράψει το
βιβλίον, Μεταξύ Ουρανού και Γης, το οποίον επηρέασε τα μάλα τον δόκιμον
Αλέξανδρον. Δυστυχώς όμως, δεν ανεπαύετο ούτος εντός της Μονής Διονυσίου, καθ’
ότι ούτοι εμνημόνευον τον οικουμενιστήν και αιρετικόν Αθηναγόραν, και ήρχισε να
αναζητή ζηλωτήν Γέροντα, ίνα υπάγη ως υποτακτικός τούτου.
Εις την Μονήν Διονυσίου ηγάπων πάρα πολύ τον Αλέξανδρον· ήθελον δε να
κάμουν τούτον και παπά, ιερομόναχον. Ούτος, όμως, επέμενε να λέγη ότι θα «ψάξω
να βρω ζηλωτήν». Ο π. Παϊσιος ο Ασκητής ήτο φίλος του π. Ακακίου, ο οποίος
ησκήτευεν εις τα Καυσοκαλύβια και ήτο ήδη ζηλωτής, κατόπιν θεόθεν οπτασίας, την
οποίαν είχεν ούτος. Ο π. Παϊσιος παροτρύνει τον Αλέξανδρον να γίνη υποτακτικός
του π. Ακακίου, λέγων. «Να πας στον π. Ακάκιο, έχει πάει σ’ ένα ξεροκάλυβο,
αυτός θα σε δεχθή». Κατά την περίοδον ταύτην, έξι με επτά Γρηγοριάται μοναχοί
είχον γίνει ζηλωταί και πλείστοι έτεροι μοναχοί εζήτουν τον ζηλωτισμόν μακράν
της αποστασίας των μνημονευτών και του οικουμενισμού. Ο δόκιμος Αλέξανδρος ήτο
τότε κη΄ (28) ετών και κατόπιν των συμβουλών και παροτρύνσεων του π. Παϊσίου
πηγαίνει και ευρίσκει τον π. Ακάκιον και του ζητεί να τον δεχθή ως υποτακτικόν
του. Ο Γέροντας ηρνήθη την αποδοχήν του Αλεξάνδρου εις την αρχήν, αλλά τέλος
τον εδέχθη και έκτοτε ήσαν πάντοτε μαζί έως την κοίμησιν του π. Αρτεμίου.
Β΄ Βίος του Αειμνήστου π. Αρτεμίου.
Ο π. Αρτέμιος, κατά κόσμον, Αλέξανδρος Ελευθεριάδης,
ετελείωσε το Δημοτικόν σχολείον με άριστα και την αυτήν επίδοσιν είχεν και εις
το Γυμνάσιον. Η επιμέλειά του αύτη, η σωφροσύνη του, και η ωριμότητά του τον
ωδήγησαν ώστε να συνεχίση και πανεπιστημιακάς σπουδάς. Έδωσε εξετάσεις ο νεαρός
Αλέξανδρος και εισήχθη εις το
Πανεπιστήμιον, όπου εσπούδασε και έλαβε το πτυχίον του ως Μαθηματικός. Δεν
εξήσκησεν όμως το επάγγελμα του Καθηγητού-Μαθηματικού, αλλά ο διακαής ζήλος του
δια την πραγματικήν σοφίαν, την απόλυτον γνώσιν, την γνώσιν του Θεού, τον
ωδήγησαν μετά το πέρας των σπουδών του εις το Παναγιοβάδιστον Άγιον Όρος. Εκεί
δε επήγε και εκοινοβίασεν εις την Ι. Μονήν Διονυσίου, εις ην παρέμεινεν επί εν
και ήμισυ έτος. Εις την Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου, ο δόκιμος πλέον μοναχός
Αλέξανδρος ήκουε, ως προερρήθη, περί του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου και
εδιάβαζεν εις τον Ορθόδοξον Τύπον και εις άλλα Χριστιανικά περιοδικά δια την
διάβρωσιν τούτου υπό του οικουμενισμού και την απόκλισίν του από την παραδοσιακήν
Ορθόδοξον πίστιν. Τότε ο δόκιμος Αλέξανδρος εδήλωσε μετά παρρησίας εις τον
Ηγούμενον της Μονής του, τον π. Γαβριήλ ότι, θα φύγη και θα ενταχθή μετά των
ζηλωτών πατέρων, οι οποίοι ηρίθμουν εκείνην την περίοδον περί τους εξακοσίους
(600) ζηλωτάς εν τω Αγίω Όρει και είχον, οι μακάριοι ούτοι, κόψει το μνημόσυνον
του οικουμενιστού Αθηναγόρου. Η Μονή Διονυσίου προσεπάθει να κρατήση τον
δόκιμον Αλέξανδρον με διαφόρους υποσχέσεις και κολακείας· αλλ’ ούτος, ως πιστός
δούλος του Κυρίου, δεν εδέχετο τίποτε απ’ όλα αυτά και ήθελε να φύγη από την
Μονήν ταύτην. Παρομοίως, το έτος απξζ΄ (1967), ο π. Ακάκιος (ιεροδιάκονος
Αγαθόνικος τότε) απεφάσισε δια τους ιδίους λόγους να φύγη από το Μέγα Σπήλαιον,
όπου εμόναζεν επί δέκα τέσσαρα (14) έτη, λόγω της εντεινομένης κρίσεως και
αποστασίας του Αθηναγόρου και δυστυχώς και της εν γένει επισήμου Εκκλησίας της
Ελλάδος. Επί αρκετούς μήνας έκαμε θερμήν προσευχήν μετά δακρύων, ο διάκονος
Αγαθόνικος, ώστε να πληροφορηθή από τον Κύριον, τι να κάνη εν μέσω της
πνευματικής ταύτης κρίσεως. Κατόπιν τριών μηνών θερμής προσευχής, ακούει ο π.
Αγαθόνικος, αόρατον παναρμόνιον φωνήν λέγουσαν· «Άγιον Όρος, Άγιον Όρος, Άγιον
Όρος». Αμέσως, εδήλωσε τούτο εις τον Δεσπότην Γεώργιον, εις τον οποίον
διετέλεσεν ως διάκονός του επί τρία (3) έτη. Επίσης, ενημέρωσεν ούτος το
Ηγουμενοσυμβούλιον της Ι. Μονής του, το οποίον του έδωσεν αμέσως άδειαν επ’
αόριστον δια το Άγιον Όρος. Εντός μίας εβδομάδος, ητοιμάσθη μεν ο π. Ακάκιος
και ανεχώρησε δια το Άγιον Όρος. Ο προορισμός του δε ήτο η Ι. Σκήτη των
Καυσοκαλυβίων.Έψαξε και ηύρεν ούτος άνωθεν της Σκήτεως, με την ευλογίαν των
Γερόντων Ιεροθέου και Τιμοθέου, εν κελλίον της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, το
οποίον ανήκεν εις την Ι. Μονήν της Αγίας Λαύρας και αφ’ ου το εζήτησεν από την
Μονήν, του εδόθη. Η καλύβη αύτη ήτο εν μικρόν ξηροκάλυβον ακόμη και άνευ νερού,
αλλ’ αύτη ήτο και η μεγάλη επιθυμία του π. Ακακίου, ο ησυχασμός εν τη ερημία.
Διέμεινε μεν εις το κελλίον τούτο ο π. Ακάκιος επί εν και ήμισυ έτος μόνος του
και επί πλέον δε δι’ ενός και ημίσεως έτους με τον δόκιμον Αλέξανδρον. Όταν ο
δόκιμος Αλέξανδρος έμαθεν, από διαφόρους μοναχούς, ότι ένας πρώην
Μεγαλοσπηλαιότης ηυρίσκετο εις το ξηροκάλυβον της Μεταμορφώσεως, επήγε να τον
συναντήση και του εζήτησε να τον δεχθή ως υποτακτικόν του· αλλ’ ο π. Ακάκιος
δεν τον εδέχθη, από ταπείνωσιν, ως υποτακτικόν του. Μετά από ολίγον καιρόν,
πηγαίνει ο Αλέξανδρος δια δευτέραν φοράν και πάλιν η απάντησις του π. Ακακίου
ήτο αρνητική. Αργότερα, πηγαίνει ούτος και δια τρίτην φοράν και ο π. Ακάκιος
ήρχισε να σκέπτεται τι να κάνη με τον δόκιμον αυτόν μοναχόν. Του ήλθεν δε εις
το μυαλό του το ρητόν· «τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλλω έξω». Πηγαίνει τότε
ο π. Ακάκιος εις το προσκυνητάριον και πίπτει έμπροσθεν της εικόνος της
Μεγαλοσπηλαιοτίσης και παρεκάλει την Παναγίαν δια να τον πληροφορήση τι να κάνη
με τον νέον αυτόν· να τον δεχθή ως υποτακτικόν του ή όχι, ως έκαμεν έως τώρα.
Τότε εβγήκε μία αστραπόμορφος βολίς από την αγίαν εικόνα και πίπτει εις το
αριστερόν μέρος του στήθους του, εις την περιοχήν της καρδίας του. Αμέσως,
ησθάνθη μίαν απέραντον αγάπην δια τον Αλέξανδρον, ως να ήτο ούτος πραγματικόν
παιδίον του, σάρξ εκ της σαρκός του. Πάραυτα, ο π. Ακάκιος βγαίνει από το
προσκυνητάριόν του και αφ’ ου αγκαλιάζει τον Αλέξανδρον του λέγει· «έλα, είσαι
πνευματικό μου παιδί». Αμέσως, ο Αλέξανδρος χαρούμενος από την απόφασιν αυτήν
του Γέροντος πίπτει εις τα πόδια του και τα κατεφίλει λέγων· «σε ευχαριστώ
Γέροντά μου». Η ημέρα αύτη ήτο η λ΄ (30η) Αυγούστου του έτους απξη΄
(1968), ημέρα της εορτής των Αγίων Αλεξάνδρου, Παύλου και Ιωάννου Κωνσταντινουπόλεως.
Και ως λέγει ο Γέροντας Ακάκιος· «έκτοτε είμασταν δύο σώματα, μία ψυχή». Εάν ο
πιστός Χριστιανός αφήση την ζωήν του εις τας χείρας του Θεού, θα του υποδείξη ο
Κύριος με θαυμαστόν τρόπον τι πρέπει να κάνη, ως συνέβη εις την παρούσαν περίστασιν
και εις απείρους τοιαύτας εις την Ορθοδοξίαν μας. Εν έτος βραδύτερον, εκ της
αποδοχής του Αλεξάνδρου υπό του π. Ακακίου, κατά την εορτήν της Κοιμήσεως της
Θεοτόκου, της ιε΄ (15η) Αυγούστου απξθ΄ (1969) (παλαιόν Ορθόδοξον
ημερολόγιον), ο δόκιμος μοναχός Αλέξανδρος έγινε Μεγαλόσχημος Μοναχός
ονομασθείς Αρτέμιος, εις το Κελλίον του Αγίου Νείλου του Μυροβλύτου. Ο Γέροντας
Ακάκιος και ο υποτακτικός του π. Αρτέμιος έμειναν εις τα Καυσοκαλύβια ακόμη εν
και ήμισυ έτος μαζί· εν συνόλω, τρία έτη ήτο η παραμονή του π. Ακακίου εις τον
καθηγιασμένον αυτόν τόπον. Αλλά δυστυχώς, οι «αείποτε κακόφρονες Λαυριώτες»
έδωσαν απολυτήρια εις τους δύο πατέρας (Ακάκιον και Αρτέμιον) διότι ήσαν ούτοι
ζηλωταί (πραγματικοί Ορθόδοξοι), αλλά
και λόγω της υφισταμένης διαμάχης όσον αφορά το θέμα της Θείας Μεταλήψεως· οι
πατέρες μας ήσαν υπέρ της Θείας Μεταλήψεως και τας Κυριακάς, ενώ οι Λαυριώται
μόνον της Θείας Κοινωνίας του Σαββάτου και ουδέποτε την Κυριακήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου